Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Στα χαρακώματα του «Μεγάλου Πολέμου» | Μέρος Β΄

1. Εισαγωγή

Σε προηγούμενο άρθρο επιχειρήσαμε να διερευνήσουμε τα αίτια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και να επιμερίσουμε, κατά το δυνατόν σφαιρικά, τις ευθύνες για το ξέσπασμά του, που ήταν αποτέλεσμα ενός διπλωματικού και στρατιωτικού ντόμινο μοναδικού στα πολεμικά χρονικά. Όπως είδαμε, τη νομοτέλεια των εξελίξεων καθόρισε ένα σύστημα συμμαχιών που χώριζε τις εμπόλεμες δυνάμεις σε δύο μεγάλα στρατόπεδα: την Αγγλία, τη Γαλλία και τους συμμάχους τους (που όλοι μαζί αναφέρονται, συνήθως, ως «οι Σύμμαχοι») και τη Γερμανο-Αυστριακή συμμαχική ομάδα (τις λεγόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις»).

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε τα ίδια τα πολεμικά γεγονότα, ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, τα σημαντικότερα από αυτά. Για πληρέστερη μελέτη, ο αναγνώστης παραπέμπεται στην επιλεγμένη βιβλιογραφία που παρατίθεται στο προηγούμενο άρθρο, καθώς και στις πολυάριθμες ιστορικές αναλύσεις και τα σχετικά videos που υπάρχουν στο Διαδίκτυο. Και ας μην ξεχνούμε, ασφαλώς, και το κλασικό “All Quiet on the Western Front” – ως ταινία ή ως μυθιστόρημα – καθώς και το δικό μας, το σαγηνευτικά εφιαλτικό «Η ζωή εν τάφω»

2. Ένα άλλο είδος πολέμου…

Στο τέλος του καλοκαιριού του 1914, οι λαοί είχαν υποδεχθεί τον πόλεμο με φανερό ενθουσιασμό και με τη βεβαιότητα μιας νίκης που θα επιτυγχανόταν «μέσα σε λίγες εβδομάδες». Σημαίες ανέμιζαν και στρατιωτικές μπάντες έπαιζαν χαρούμενους πατριωτικούς σκοπούς καθώς οι στρατιώτες ξεκινούσαν, τραγουδώντας, για το μέτωπο…

Τον πρώτο καιρό, ο πόλεμος ακολούθησε τα συμβατικά πρότυπα που χαρακτηρίζονταν από κάποιας μορφής κινητικότητα των στρατευμάτων. Σύντομα, όμως, οι στρατοί βίωσαν τη δολοφονική δύναμη των νέων όπλων που ήταν σχεδιασμένα να προκαλούν μαζικούς θανάτους. Μετά τις αρχικές μάχες, οι αντίπαλες γραμμές στα δυτικά σίγησαν ξαφνικά καθώς οι στρατιώτες άρχισαν να σκάβουν βαθιά χαρακώματα, μέσα στα οποία θα έμεναν θαμμένοι για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, παρέα με τη λάσπη, τις ψείρες και τους αρουραίους που έπαιρναν υπερμεγέθεις διαστάσεις τρεφόμενοι από τα πτώματα.

Ανάμεσα στις αντίπαλες γραμμές χαρακωμάτων, η ουδέτερη ζώνη, η «γη του κανενός» (no man’s land) ήταν ο τόπος μαζικής σφαγής των επιτιθέμενων όταν αυτοί, υπό τους ήχους των εχθρικών πολυβόλων, επιχειρούσαν να βγουν από τα λαγούμια τους και να κινηθούν προς το απέναντι χαράκωμα…

Οι ένδοξοι καιροί του ιππικού και των πολύχρωμων στρατιωτικών κοστουμιών είχαν περάσει οριστικά, πια, στην ιστορία, ενώ το αεροπλάνο άρχισε να κάνει την εμφάνισή του ως πολεμικό εργαλείο, κυρίως για την κατασκόπευση των θέσεων και κινήσεων του αντιπάλου. Ως το τέλος του πολέμου, τα δηλητηριώδη αέρια και τα tanks είχαν μπει κι αυτά στο πολεμικό παιχνίδι, αν και η σπουδαιότητά τους στον προκείμενο πόλεμο έχει μάλλον υπερεκτιμηθεί.

Σε ό,τι αφορά τη θάλασσα, ο πόλεμος δεν έχει να επιδείξει σημαντικές ναυμαχίες, με εξαίρεση αυτή στη Jutland το 1916, όπου ο αγγλικός και ο γερμανικός στόλος συναντήθηκαν σε μια μάχη χωρίς νικητή. Από κει και ύστερα, το υπέρτατο όπλο στον αγώνα για τον έλεγχο των θαλασσών ήταν το υποβρύχιο, κυρίως από τη μεριά των Γερμανών που προσπαθούσαν με κάθε μέσο να σπάσουν τον ασφυκτικό ναυτικό αποκλεισμό που τους είχαν επιβάλει οι Βρετανοί.

3. Αδιέξοδο στο Δυτικό Μέτωπο

Είδαμε στο προηγούμενο άρθρο πώς τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Γαλλία μέσω του Βελγίου (η παραβίαση της ουδετερότητας του οποίου λειτούργησε ως διπλωματικό πρόσχημα για την είσοδο της Βρετανίας στον πόλεμο). Σύμφωνα με το φημισμένο Σχέδιο Schlieffen, οι Γερμανοί θα υπέτασσαν τη Γαλλία μέσα σε έξι εβδομάδες και στη συνέχεια θα στρέφονταν προς τα ανατολικά για να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία.

Το γερμανικό σχέδιο, όμως, απέτυχε στην εφαρμογή του, κυρίως λόγω των εσφαλμένων εκτιμήσεων του Moltke, αρχηγού του γερμανικού γενικού επιτελείου και διαδόχου του Schlieffen. Οι Γάλλοι κατόρθωσαν να σταματήσουν τη γερμανική προέλαση στη Μάχη του Μάρνη (9-12 Σεπτεμβρίου 1914), επιστρατεύοντας ακόμα και τα Παρισινά ταξί για να μεταφέρουν στρατιώτες στο μέτωπο!

Μέσα στις επόμενες εβδομάδες άρχισε να διαφαίνεται το στρατιωτικό αδιέξοδο στο Δυτικό Μέτωπο: Αντί για προέλαση και γρήγορη νίκη, οι στρατοί οχυρώθηκαν μέσα σε μια διπλή γραμμή χαρακωμάτων που εκτείνονταν από τη Μάγχη ως τα ελβετικά σύνορα. Ήταν πια φανερό ότι ο πόλεμος θα διαρκούσε πολύ…

Οι στρατηγοί κι από τις δύο πλευρές πάσχιζαν να συγκεντρώσουν ικανό αριθμό ανδρών και πυρομαχικών ώστε να μπορέσουν να σπάσουν το αδιέξοδο, ενώ ταυτόχρονα επιδίδονταν σε πόλεμο φθοράς, με κάθε μέσο, των δυνάμεων του αντιπάλου. Όμως, οι περιοδικές απόπειρες οργανωμένης επίθεσης απλά επιβεβαίωναν το πόσο ανώφελο ήταν να στέλνει κανείς αθωράκιστους στρατιώτες να αντιμετωπίσουν καλά οχυρωμένους αντιπάλους και την καταστροφική δύναμη πυρός των πολυβόλων και του βαρέως πυροβολικού. Και οι μόνοι που αρνούνταν να δουν αυτή την πραγματικότητα ήταν οι ίδιοι οι στρατηγοί, με προεξάρχοντες τον υπερφίαλο Βρετανό Sir Douglas Haig και τον εξίσου ματαιόδοξο Γάλλο αρχιστράτηγο Nivelle.

Οι απώλειες κατά τις μάχες συχνά έπαιρναν «αυτοκτονικές» διαστάσεις! Στη Μάχη του Somme (1η Ιουλίου έως 18 Νοεμβρίου 1916) οι Γερμανοί και οι Βρετανοί έχασαν από 400,000 η κάθε πλευρά, ενώ οι Γάλλοι έχασαν 200,000. Η «ανταμοιβή» για τις αγγλο-γαλλικές απώλειες των 600,000 ήταν μια μέγιστη προέλαση 7 μιλίων, περίπου! Νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, η ανεπιτυχής γερμανική πολιορκία του Verdun κόστισε τη ζωή σε 336,000 Γερμανούς και 350,000 Γάλλους στρατιώτες. Στη διαβόητη μάχη στο Passchendaele, το 1917 (άλλη μια λαμπρή ιδέα του Douglas Haig!) πάνω από 370,000 Βρετανοί στρατιώτες χάθηκαν με «κέρδος» λίγων μόλις τετραγωνικών χιλιομέτρων λασπωμένης γης, διάτρητης από τις οβίδες του πυροβολικού…

4. Γερμανικές επιτυχίες στα Βαλκάνια

Η αποτυχία στο Verdun έδειξε στους Γερμανούς το ανώφελο οποιωνδήποτε περαιτέρω επιθέσεων στα δυτικά. Το πάνω χέρι πήραν τώρα οι στρατιωτικοί κύκλοι που πίστευαν ότι η νίκη στον πόλεμο θα ερχόταν μόνο με την καταρχήν ήττα της Ρωσίας.

Τον Αύγουστο του 1916, ο στρατηγός Paul von Hindenburg που, ως διοικητής του Ανατολικού Μετώπου, είχε πιστωθεί τη νικηφόρα έκβαση της Μάχης του Tannenberg κατά των Ρώσων στην Ανατολική Πρωσία τον Αύγουστο του 1914, έγινε αρχηγός του γερμανικού γενικού επιτελείου, έχοντας δίπλα του ως αχώριστο βοηθό και σύμβουλό του τον Erich Ludendorff.

Οι γερμανικές επιτυχίες κατά των Ρώσων στο δεύτερο μισό του πολέμου, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη δυσκολία των τελευταίων να προμηθευτούν πυρομαχικά και αναγκαίο εξοπλισμό από τους Συμμάχους. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε η επιτυχής διπλωματία των Γερμανών στα Βαλκάνια.

Το Νοέμβριο του 1914, η Τουρκία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Η θέση της Τουρκίας ήταν στρατηγικής σημασίας: Αν είχε προσχωρήσει στους Συμμάχους, οι τελευταίοι θα μπορούσαν να περικυκλώσουν τις Κεντρικές Δυνάμεις με ένα γιγαντιαίο «δαχτυλίδι» που θα τις καθιστούσε ευάλωτες σε επιθέσεις από δυτικά, ανατολικά και νότια. Από την άλλη, σαν σύμμαχος των Γερμανών και των Αυστριακών, η Τουρκία θα μπορούσε τώρα να εμποδίσει την από θαλάσσης τροφοδοσία των Ρώσων δια μέσου της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας.

Στις αρχές του 1915, οι Βρετανοί επιχείρησαν να ανοίξουν διάδρομο προς τη Ρωσία μέσω των Δαρδανελίων, στέλνοντας στρατό στη Χερσόνησο της Καλλίπολης. Η αποτυχία της εκστρατείας χρεώθηκε στον εμπνευστή της, Winston Churchill, στοιχίζοντάς του τη θέση του στην κυβέρνηση!

Υποσχόμενοι την εκχώρηση μεγάλων τμημάτων της Μακεδονίας που βρίσκονταν σε σερβικά χέρια, οι Γερμανοί κατόρθωσαν, μετά την Τουρκία, να πάρουν με το μέρος τους και τη Βουλγαρία (Οκτώβριος 1915). Σε λίγες εβδομάδες, η Βουλγαρία επιτέθηκε στη Σερβία.

Ως αντίβαρο στις γερμανικές επιτυχίες στα Βαλκάνια, οι Σύμμαχοι πέτυχαν να βάλουν στον πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων τη Ρουμανία (Αύγουστος 1916) και την Ελλάδα (Ιούνιος 1917). Η ελληνική συμμετοχή κατέστησε δυνατή την επίθεση των Συμμαχικών δυνάμεων κατά της Βουλγαρίας στην τελική φάση του πολέμου.

5. Η περίπτωση της Ιταλίας

Αν και δεμένη μέσω της «Τριπλής Συμμαχίας» με τη Γερμανία και την Αυστρία, η Ιταλία παρέμεινε ουδέτερη στην αρχή του πολέμου, αφού οι όροι της συμμαχίας δεν ίσχυαν παρά μόνο αν κάποιο από τα μέλη δεχόταν επίθεση. Και, στην περίπτωση αυτή, οι Γερμανοί ήταν που είχαν κηρύξει τον πόλεμο στη Γαλλία και τη Ρωσία, ενώ οι Αυστριακοί δεν είχαν καν μπει στον κόπο να ενημερώσουν τους Ιταλούς σχετικά με το τελεσίγραφο στη Σερβία.

Στη συνέχεια, οι Ιταλοί «πολιορκήθηκαν» και από τις δύο πλευρές, όμως οι υποσχέσεις των Κεντρικών Δυνάμεων δεν μπόρεσαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους. Σε μια μυστική συνάντηση στο Λονδίνο, τον Απρίλιο του 1915, οι Σύμμαχοι κατάφεραν τελικά να πείσουν την ιταλική κυβέρνηση να βάλει τη χώρα στον πόλεμο στο πλευρό τους. Ανάμεσα στα ανταλλάγματα, σε περίπτωση νίκης, εκτός από τις αυστριακές επαρχίες που κατοικούνταν από Ιταλούς, θα ήταν κι η Βόρεια Αλβανία, καθώς και μέρος της Μικράς Ασίας.

Η Ιταλία υπέστη οδυνηρή ήττα από τις αυστριακές και γερμανικές δυνάμεις στη Μάχη του Caporetto, τον Οκτώβριο του 1917. Εν τούτοις, οι Κεντρικές Δυνάμεις δεν κατάφεραν να τη βγάλουν από τον πόλεμο, αφού οι Βρετανοί και οι Γάλλοι έστειλαν αρκετές ενισχύσεις ώστε να ανασυγκροτηθεί το ιταλικό μέτωπο.

6. Οι Ρώσοι αποχωρούν, οι Αμερικάνοι έρχονται!

Η άνοδος των Μπολσεβίκων στην εξουσία (7 Νοεμβρίου 1917) – ενδεχομένως αποτέλεσμα και γερμανικών υπόγειων μεθοδεύσεων – σήμανε ολική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας. Σύντομα, ο V. I. Lenin εξήγγειλε ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε πρόταση άμεσου τερματισμού του πολέμου. Καθώς (όπως ήταν φυσικό) δεν βρήκε ανταπόκριση από τους Συμμάχους, ξεκίνησε χωριστές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τις Κεντρικές Δυνάμεις στις 3 Δεκεμβρίου του 1917, που κορυφώθηκαν στις 3 Μαρτίου του 1918 με τη Συνθήκη του Brest-Litovsk.

Με τη συνθήκη αυτή, η Ρωσία, όχι μόνο βγήκε από τον πόλεμο αλλά και απώλεσε, προς όφελος των Γερμανών, όλες τις μη-Ρωσικές περιοχές που κατείχε στην Ευρώπη, πράγμα που είχε τεράστιες οικονομικές και στρατηγικές συνέπειες για τη χώρα. Επί πλέον, η συνθηκολόγηση της Ρωσίας επέτρεψε στη Γερμανία να αποδεσμεύσει δυνάμεις από το ανατολικό μέτωπο ώστε να ενισχύσουν το δυτικό, για τη μεγάλη γερμανική επίθεση που σχεδιαζόταν να ξεκινήσει την άνοιξη του 1918.

Στο μεταξύ, στις 7 Απριλίου του 1917, οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν το μοιραίο, για τη Γερμανία, βήμα να της κηρύξουν τον πόλεμο (η σημασία του οποίου γεγονότος μάλλον δεν εκτιμήθηκε σωστά, αρχικά, από τη γερμανική ηγεσία). Οι λόγοι της αμερικανικής εισόδου στον πόλεμο έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων ανάμεσα στους ιστορικούς. Πέρα από τα όποια ιδεολογικά κίνητρα και τη σχετική ρητορεία («να γίνει ο κόσμος ασφαλής για τη δημοκρατία», «να εξασφαλιστεί στους λαούς το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης», κλπ.), σίγουρα υπήρχαν και πρακτικοί λόγοι που υπαγορεύονταν από ιδιοτέλεια, όπως, π.χ., ο κίνδυνος για το αμερικανικό εμπόριο λόγω του ανεξέλεγκτου γερμανικού υποβρυχιακού πολέμου, ή, οι γερμανικές ίντριγκες στο Μεξικό, στο οποίο οι Γερμανοί υπόσχονταν στρατιωτική υποστήριξη σε περίπτωση πολέμου του με τις Η.Π.Α.

Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις των Αμερικανών, η είσοδός τους στον πόλεμο άλλαξε αποφασιστικά την ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη…

7. Η τελευταία γερμανική ζαριά

Η μεγάλη επίθεση στο δυτικό μέτωπο, που σχεδίαζαν οι Γερμανοί για το 1918, ξεκίνησε στις 21 Μαρτίου. Η αρχική προέλασή τους ήταν σημαντική, κατάφεραν όμως να την ανακόψουν οι Σύμμαχοι με έγκαιρη τακτική υποχώρηση και με την υποστήριξη αμερικανικών δυνάμεων.

Πάντως, στις αρχές Ιουνίου, οι Γερμανοί βρίσκονταν στην περιοχή του Μάρνη και, όπως στην αρχή του πολέμου, το Παρίσι φαινόταν να κινδυνεύει και πάλι. Την κρίσιμη στιγμή, όμως, ο Ludendorff συνειδητοποίησε ότι τα μέσα που του απέμεναν δεν επαρκούσαν για περαιτέρω προέλαση.

Στις 18 Ιουλίου, οι Σύμμαχοι αντεπιτέθηκαν αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς και αναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση. Την ίδια στιγμή, οι Συμμαχικές δυνάμεις που βρίσκονταν σε αναμονή στη Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με τις ιταλικές, έσπασαν το βουλγαρικό και το αυστριακό μέτωπο, αναγκάζοντας τη Βουλγαρία και την Αυστρία να ζητήσουν κατάπαυση του πυρός.

Στο σημείο αυτό, συνειδητοποιώντας τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει ο γερμανικός στρατός, ο Ludendorff κάλεσε τη γερμανική κυβέρνηση να αναζητήσει τρόπους για ανακωχή. Στη χώρα άρχισε να ξεσπά επανάσταση που εξαπλωνόταν γοργά από πόλη σε πόλη. Στις 10 Νοεμβρίου, κάτω από την πίεση των γεγονότων, ο Kaiser Wilhelm II έφυγε για την Ολλανδία, όπου έζησε εξόριστος ως το τέλος της ζωής του, το 1941 (προλαβαίνοντας να δει τους Ναζί να εισβάλλουν στη χώρα αυτή το 1940!).

Στις 11 Νοεμβρίου του 1918 υπογράφηκε, τελικά, η ανακωχή. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έφτασε στο τέλος του…

8. Τι άφησε πίσω του ο πόλεμος…

Συνηθίζεται να λέγεται πως μια ολόκληρη γενιά χάθηκε στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου. Στη Δυτική Ευρώπη, οι απώλειες ξεπέρασαν κατά πολύ τις αντίστοιχες κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο! Συνολικά, κάπου 8.5 εκατομμύρια χάθηκαν στα πεδία των μαχών, ενώ περισσότερο από διπλάσιος ήταν ο αριθμός των τραυματιών, πολλοί από τους οποίους έζησαν ακρωτηριασμένοι για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων πολέμου σε όλα τα μέτωπα (νεκροί, τραυματίες και αγνοούμενοι) υπολογίζεται στα 37.5 εκατομμύρια.

Στον πόλεμο αυτό, χάρις στο αλαζονικό πείσμα και τον ακραίο εγωισμό των στρατηγών, ο στρατιώτης κατέστη αναλώσιμο είδος, η ανθρώπινη ατομικότητα εκφυλίστηκε σε απρόσωπο αριθμό πολεμικού μητρώου, και η αξία της ανθρώπινης ζωής ευτελίστηκε όσο ποτέ άλλοτε (με εξαίρεση, φυσικά, τους θαλάμους των αερίων, είκοσι και κάτι χρόνια αργότερα…).

Όμως, ο Μεγάλος Πόλεμος δεν τέλειωσε στ’ αλήθεια το 1918. Η εικοσαετής περίοδος που μεσολάβησε ως το ξέσπασμα του επόμενου μεγάλου πολέμου δεν ήταν παρά ανακωχή για ανασύνταξη δυνάμεων, κυρίως απ’ τη μεριά των Γερμανών. Που, σαν ένιωσαν και πάλι δυνατοί, θέλησαν να κλείσουν τους λογαριασμούς που έμειναν ανοιχτοί στα χαρακώματα…

Αλλά, για το πώς και γιατί απέτυχε η ειρήνη κατά το μεσοπόλεμο, θα μιλήσουμε σε προσεχές άρθρο.

Aixmi.gr

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

"Ξεσκονίζοντας" (ξανά) τις έννοιες της Ηλεκτροδυναμικής!

Σε προηγούμενη ανάρτηση είχαμε αναφερθεί στο -παιδαγωγικού χαρακτήρα- άρθρο

Electromotive Force: A Guide for the Perplexed

στο οποίο εξετάσαμε την εννοιολογική βάση της ηλεκτρεγερτικής δύναμης, μιας θεμελιώδους έννοιας της Ηλεκτροδυναμικής.

Σε ένα νέο άρθρο, ο συνάδελφος Α. Μαγουλάς κι εγώ διερευνούμε το κατά πόσον η ηλεκτρεγερτική δύναμη ενός κυκλώματος μπορεί να οριστεί σαν έργο ανά μονάδα φορτίου, όπως προτείνεται από ένα μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας του Ηλεκτρομαγνητισμού. Δείτε το άρθρο:

Does the electromotive force (always) represent work?

Και δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να ευχαριστήσουμε το Πανεπιστήμιο MIT που, για ακόμα μια φορά, μας έκανε τη μεγάλη τιμή να αναρτήσει ένα άρθρο μας στο site The Net Advance of Physics!

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Πόσο "ενιαία" είναι η Ευρώπη;

Σχόλιο της Ελένης Αθανασούλη με αφορμή το άρθρο "Διάλυση ή αναγκαστική βελτίωση της Ευρώπης; Ιδού η απορία".

Κατ’ αρχήν, δεν θεωρώ ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες αμφισβητούν τις ευρωπαϊκές αξίες. Απλώς, οι Ευρωπαίοι πολίτες, σήμερα, αντιλαμβάνονται ότι βαθμιαίως υλοποιούνται άλλες αξίες από εκείνες που είχαν προβληθεί κατά την αρχική περίοδο, κατά την οποία το όραμα ήταν μια ενωμένη Ευρώπη. Σκέτο. Τώρα πια, μπορούμε να δούμε, ότι δεν εννοούσαν όλοι προφανώς το ίδιο πράγμα, όταν έλεγαν ενωμένη Ευρώπη. Άλλοι εννοούσαν ένα ταμείο, άλλοι εννοούσαν μία και ενιαία κοινωνική πολιτική. Το ότι η ένωση εστιάσθηκε στον οικονομικό τομέα, κατέστησε φανερό το επιδιωκόμενο κυρίαρχο ζητούμενο, και τη διαφορά/ταύτιση αυτού με το ζητούμενο του καθενός. Το δικό μας διαψεύσθηκε, των άλλων επεκράτησε.

Δεν έχω μελετήσει σε ποια βάση ο Χάμπερμας προέβλεψε δεξιοποίηση της Ευρώπης, αλλ’ ως φιλόσοφος, είχε -όπως λέτε- συστήσει «περισσότερη ένωση, περισσότερη Δημοκρατία, στενότερη συνεργασία και αλληλεγγύη των κρατών-μελών (...) πολιτική αλληλεγγύη που θα προωθήσει την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα σε όλη την Ευρωζώνη». Καλώς. Σύμφωνοι. Μακάρι να γινόταν έτσι.

Θα διαφωνήσω τελικά, αν η θέση σας είναι ότι «η Ευρώπη απειλείται (…) επειδή αμφισβητείται το κοινωνικό και δημοκρατικό συμβόλαιο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το όραμα της». Δεν αμφισβητείται επί της ουσίας, αλλ’ εκφράζεται διαφωνία σε μια κατ’ ουσίαν επιλογή πολιτικής, η οποία δεν ήταν, αρχικά τουλάχιστον, αρκούντως σαφής, ή δεν είχαν καταστήσει σαφή οι δικοί μας εκπρόσωποι και διαπραγματευτές όταν συνυπέγραφαν τις αόριστες οραματιστικές διατυπώσεις περί του ενιαίου. Γιατί, για παράδειγμα, άλλο εννοούν ως ενιαίο δυο σύζυγοι, και άλλο δύο εταίροι. Οι σύζυγοι συνεισφέρουν το αποτέλεσμα της οικονομικής τους δραστηριότητας – και όχι μόνο- ως ενιαίο πόρο για την οικογένειά τους, ενώ οι εταίροι, παίρνουν ο καθένας το δικό του μερίδιο εκ του ενιαίου αποτελέσματος της οικονομικής και επαγγελματικής τους δραστηριότητας και πηγαίνουν στο σπίτι τους για να το χρησιμοποιήσουν -όπως θέλουν- με την οικογένειά τους, για τις ανάγκες της.

Συνεπώς, το υλοποιηθέν όραμα της ενιαίας Ευρώπης, δεν εξανεμίζεται, απλώς αποκαλύπτεται, και αποδεικνύεται απεχθές, ληστρικό, δόλιο, φενάκη, χειραγώγηση. Κι εμείς αποδεικνυόμεθα αφελείς, ανύποπτοι, αδίδακτοι από το ιστορικό παρελθόν, και αδαείς περί τα διεθνή παίγνια και στοιχήματα.

Τελικά, είναι δυνατή η βελτίωση, μόνο αν πρόκειται για μια καλή συμφωνία. Στην αντίθετη περίπτωση, είναι αναγκαία μια επανεξέταση των όρων και των εκατέρωθεν βαρών και πλεονεκτημάτων, προφανών και αφανών, μιας (κακής) συμφωνίας, εάν επιθυμούμε να συνεταιριζόμαστε με έν’ αξιόλογο εταίρο.

Δεν μπορούμε όμως να συνεταιριζόμαστε με έναν εταίρο, με τον οποίο έχομε προφανώς αντιτιθέμενα συμφέροντα.

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Η πολιτική ορθότητα ως απειλή

Εξαιρετικό άρθρο του Κυριάκου Κατσιμάνη!

Η μόδα της «πολιτικής ορθότητας» έχει έρθει προ πολλού και στη χώρα μας. Είχε ξεκινήσει πριν από μερικές δεκαετίες στις Η.Π.Α. ως απόπειρα καταπολέμησης των διακρίσεων απέναντι σε θεωρούμενες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (μαύρους, ομοφυλόφιλους, μετανάστες κτλ.) και για το σκοπό αυτό κρίθηκε σκόπιμη η χρήση «ουδέτερων» και ανώδυνων εκφράσεων σχετικά με τις ομάδες αυτές (για παράδειγμα «έγχρωμος» αντί «μαύρος»).

Ως εδώ, κανένας λογικός άνθρωπος με κοινωνικές ευαισθησίες δε θα είχε την παραμικρή αντίρρηση. Γρήγορα όμως η όλη κίνηση, παρά τις αρχικές αξιέπαινες προθέσεις, γενικεύτηκε υπέρμετρα και εξετράπη σε υπερβολές, για να εξελιχτεί τελικά σε de facto φίμωση της γλώσσας με μια σειρά απλές διαδικασίες. Συγκεκριμένα, προβλήθηκαν και υπογραμμίστηκαν κατά κόρον ορισμένες αρνητικά φορτισμένες και άκρως δυσφημιστικές λέξεις (ανισότητα, διακρίσεις, σεξισμός, ξενοφοβία, εθνικισμός, ρατσισμός, φασισμός κτλ.). Και ταυτόχρονα οι λέξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως ανεξίτηλα κοινωνικοπολιτικά στίγματα, το καθένα από τα οποία ήταν και με το παραπάνω αρκετό για να καταδικάσει σε «λιθοβολισμό» ή να οδηγήσει σε «θάψιμο» κάθε ανυπακοή ή παρέκκλιση.

Αλλά το χειρότερο είναι ότι οι πάντες απέφυγαν επιμελώς να προσδιορίσουν επακριβώς το νοηματικό περιεχόμενό των παραπάνω λέξεων. Αντίθετα, το περιεχόμενό τους εμφανίστηκε σκοπίμως θολό, υπέρμετρα διευρυμένο και παλινδρομικά κινούμενο ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά, κάτι που ευνοεί το συνθηματολογικό καταγγελτικό λόγο[1].

Αυτό σημαίνει ότι μέσα στην έντεχνα προωθούμενη σύγχυση μπορεί κανείς ανά πάσα στιγμή, ανάλογα με το τι τον εξυπηρετεί και τι τον συμφέρει, να καταγγείλει, για παράδειγμα, οποιονδήποτε ως σεξιστή, ως ξενόφοβο ή ως ρατσιστή! Πρόκειται για κακοποίηση της σημασίας των λέξεων, που είναι εκδήλωση παρακμής του πολιτικού ήθους[2].

Όταν οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους, συσκοτίζεται η ορθή αντίληψη για τα πράγματα, εμποδίζεται η ομαλή ένταξη στον αντικειμενικό κόσμο και διαταράσσεται η αρμονική σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον. Οπότε, μέσα στη σύγχυση που καλλιεργείται συστηματικά: α) υποχρεώνεται κανείς να δεχτεί ως αλήθειες ορισμένα κραυγαλέα ψεύδη, β) στερείται το δικαίωμα της διαφωνίας και της διαμαρτυρίας και γ) καταντά εύκολο και ανήμπορο θύμα μεθοδεύσεων που σχεδιάζονται από οργανωμένες μειοψηφίες και προωθούνται με τη διαδικασία της στοχευμένης τρομοκράτησης.

Με την απειλή, λοιπόν, της επικόλλησης μιας ή περισσότερων από αυτές τις ονειδιστικές «ετικέτες», υποχρεώνεται εκ των προτέρων σε σιγή κάθε ανυπόταχτη σκέψη, κάθε αντίθετη γνώμη, κάθε εύλογη διαμαρτυρία, κάθε προσήλωση τόσο σε θεμελιώδεις μορφές οργανωμένης συλλογικότητας (οικογένεια, θρησκεία, πατρίδα, έθνος) όσο και σε αξίες, αρχές, πεποιθήσεις, παραδοχές, πολιτιστική ιδιοπροσωπία κτλ.

Οι επικαλούμενοι την πολιτική ορθότητα αυτά όλα τα υποβαθμίζουν, τα αποδομούν, τα απαξιώνουν και τα ευτελίζουν χαρακτηρίζοντάς τα θλιβερά κατάλοιπα σκοταδιστικών προσκολλήσεων και εμμονών. Επομένως, με τη μέθοδο του προκαταβολικού διασυρμού κάθε υπόνοια παρέκκλισης από την επίσημη και καθαγιασμένη «γραμμή» καταπνίγεται στη γένεσή της. Σταδιακά και ανεπαίσθητα, μέσω της ελεγχόμενης χρήσης της γλώσσας, η πολιτική ορθότητα φιμώνει την ελεύθερη έκφραση της σκέψης και μέσω μιας ισοπεδωτικής αντίληψης για την ισότητα και ενός δημαγωγικού (δηλαδή υποκριτικού) εκδημοκρατισμού αστυνομεύει τη συμπεριφορά.

Παραθέτουμε πρόχειρα τρεις άνισης βαρύτητας και φαινομενικώς άσχετες μεταξύ τους περιπτώσεις, στις οποίες όμως οι αντιλήψεις και οι πρακτικές της πολιτικής ορθότητας εμφανίζονται κατά τρόπο χαρακτηριστικό:

1. Το Φεβρουάριο του 1993 πραγματοποιήθηκε στο Κολέγιο Wellesley της Μασαχουσέτης διάλεξη από τον φερόμενο ως «διακεκριμένο Αιγυπτιολόγο» Yosef A.A. ben Yohannan. Ο ομιλητής, απηχώντας τις θεωρίες του «αφροκεντρισμού» (δηλαδή της πνευματικής κίνησης που θεωρεί κοιτίδα του παγκόσμιου πολιτισμού τη Μαύρη Αφρική και αντιμετωπίζει τους Έλληνες ως «κλέφτες» και σφετεριστές της προσφοράς της), υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι ο Αριστοτέλης μετέβη στην Αίγυπτο και «σύλησε» πνευματικά τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας για να συγγράψει τα δικά του έργα. Τότε η παριστάμενη καθηγήτρια των κλασικών σπουδών Mary Lefkowitz, η οποία με δύο βιβλία, με επιστημονικά άρθρα στον αμερικανικό και τον ευρωπαϊκό τύπο αλλά και με καταχωρήσεις στο Internet θα αποδείξει με καταλυτικά επιχειρήματα ότι ο αφροκεντρισμός αποτελεί από επιστημονική άποψη μια εντελώς ανυπόστατη και παιδαριώδη κατασκευή, ρώτησε τον ομιλητή πώς μπορεί να υποστηρίζει παρόμοιες ανακρίβειες τη στιγμή κατά την οποία είναι ιστορικώς αναμφισβήτητο ότι: α) ο Αριστοτέλης ουδέποτε πάτησε το πόδι του στην Αίγυπτο και β) η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ιδρύθηκε…μετά το θάνατο του φιλοσόφου!

Το αποτέλεσμα της παρέμβασης ήταν ο ομιλητής να αρνηθεί να απαντήσει και να κατηγορήσει απλώς την καθηγήτρια για εμπάθεια και εχθρότητα προς τον μαύρο πληθυσμό, ενώ παράλληλα οι προσκείμενοι στον αφροκεντρισμό φοιτητές την προπηλάκισαν καταγγέλλοντάς την ως «ρατσίστρια» χαρακτηριζόμενη από μονομερή αντίληψη της ιστορίας [3]. Όσο για τις πανεπιστημιακές αρχές, σύμφωνα με πληροφορίες όχι μόνο δε στάθηκαν στο πλευρό της, αλλά και την επιτίμησαν, επειδή δεν άφησε κάποιες εθνοτικές ομάδες να προβάλουν ανεμπόδιστα την κουλτούρα τους, δηλαδή να προπαγανδίσουν χωρίς αντίλογο τις κατάφωρες αντιεπιστημονικές φαντασιώσεις τους!

2. Πρόσφατο κρούσμα γλωσσικής «λοβοτομής»: φαίνεται ότι οι πανάρχαιες και ιστορικά «καθαγιασμένες» λέξεις «πατέρας» και «μητέρα», οι οποίες, νοηματικά, συνυφάνθηκαν ανέκαθεν με την κοινωνική υπόσταση των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, δηλαδή αποτέλεσαν δομικά στοιχεία της διαχρονικής κουλτούρας μας ως έλλογων όντων, βαίνουν προς βίαιη και οριστική απαγόρευση. Πραγματικά, σε δημόσια έγγραφα ορισμένων «προηγμένων» χωρών, οι ενδείξεις «όνομα πατρός», «όνομα μητρός» έχουν ήδη αντικατασταθεί από τις ενδείξεις «γονέας Α΄», «γονέας Β΄», ώστε να καταπολεμηθούν τα «σεξιστικά στερεότυπα» σύμφωνα με την απόφαση 12267 της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να μην περιέρχονται σε δύσκολη θέση οι παντρεμένοι μεταξύ τους ομοφυλόφιλοι καθώς αντιμετωπίζουν τις προβλεπόμενες διαδικασίες για την εκ μέρους τους υιοθέτηση παιδιών[4].

3. Και για να μην ξεχνάμε τα καθ’ ημάς, σε εκείνο το αλήστου μνήμης βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού –-και στο όνομα της υπόρρητης καταδίκης της… φαλλοκρατικής αντίληψης στον σχολικό χώρο-– υπήρχε μία περίοδος, όπου η γλώσσα και η αισθητική είχαν μπει για τα καλά στο γύψο: «Αλληλοδιδακτική μέθοδος: διδακτική μέθοδος κατά την οποία ο/η δάσκαλος/α εκπαιδεύει τους/τις μεγαλύτερους/ες και ικανότερους/ες μαθητές/τριες και αυτοί/ές με τη σειρά τους τους/τις υπόλοιπους/ες μαθητές/τριες»!!!» (σελ. 62). Με τον εθισμό των μαθητών σε ανάλογες φραστικές καρκινοβασίες, τις οποίες θα συναντούμε στο μέλλον ολοένα και πιο συχνά, ο δρόμος για την αλαλία και την αφασία είναι πλέον ανοιχτός…

Βαδίζουμε σταδιακά προς μια κοινωνία αγελαίων μαζανθρώπων, προς μια κοινωνία-χυλό, όπου τα άτομα, όπως στους πίνακες του Γαΐτη, θα είναι όλα ίδια, ομοιόμορφα ντυμένα, χωρίς πρόσωπο, μάτια ή στόμα, και, βέβαια, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα να δημιουργήσουν προσκόμματα στην παντοδύναμη και ασύδοτη Αυτής Μεγαλειότητα την Αγορά. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο. Και εδώ έγκειται η τραγική ειρωνεία της μεθοδευμένης διαστρέβλωσης. Η δήθεν πολιτική ορθότητα δεν είναι στην ουσία ούτε «ορθότητα» ούτε «πολιτική».

Δεν είναι ορθότητα, γιατί αντικαθιστά τη φυσική και τη λογική τάξη των πραγμάτων με τις ερεβώδεις αυθαιρεσίες και τον αποχαλινωμένο βολονταρισμό ενός ασύδοτου μεταμοντερνισμού. Και δεν είναι πολιτική –-με την καλώς εννοούμενη τουλάχιστον εκδοχή της λέξης-– γιατί κατά βάθος αποτελεί μια μεθοδικά επεξεργασμένη μεταμφίεση, πίσω από την οποία κρύβεται η στυγνή δικτατορία της διεθνοποιημένης Αγοράς και της νεοταξικής ιδεολογίας[5], δηλαδή μια στάση ανελεύθερη, άρα χωρίς ουσιαστική σχέση με την πολιτική. Και αλίμονο σε αυτόν που θα επιχειρήσει να διαφοροποιηθεί από τον υδαρή πολτό.

Οι κομισάριοι των ΜΚΟ και τα τάγματα εφόδου τους τον περιμένουν στη γωνία για να τον περιποιηθούν δεόντως[6]… Εφόσον μάλιστα αυτά όλα κριθούν ανεπαρκή, ενισχύονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις με τις κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες, μπορεί να προβλέπουν ακόμη και φυλακίσεις, πρόστιμα και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων (χαρακτηριστικό παράδειγμα η στοχοποίηση της ομιχλώδους και ανεξιχνίαστης εκείνης «εχθροπάθειας», που ενέχεται για υπόθαλψη του «ρατσισμού»). Η «thought police» σε όλο το μεγαλείο της!

Σε τελευταία ανάλυση, με έναν καταιγισμό καταγγελιών, προγραφών και στοχευμένων μέτρων εναντίον φανταστικών ή και υπαρκτών μορφών ανελευθερίας, προωθείται μια άτυπη, αδιόρατη και γι’ αυτό εξαιρετικά επικίνδυνη μορφή ολοκληρωτισμού. Με βάση τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, οφείλει κανείς με τον καιρό να παραιτηθεί από το δικαίωμα να βλέπει αυτά που φαίνονται, να διαπιστώνει αυτά που συμβαίνουν, να κρίνει με βάση τα δεδομένα που διαθέτει και, προ πάντων, να λέει «έξω από τα δόντια» αυτά που πιστεύει.

Είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα λυπηρό το ότι αυτή η «αμερικανιά» της πολιτικής ορθότητας διαθέτει στη χώρα μας πολλούς και υπερενθουσιώδεις θιασώτες, πλειοδότες και διεκπεραιωτές, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχουν ορισμένοι πάλαι ποτέ διεθνιστές που έχουν ήδη μεταλλαχτεί σε παγκοσμιοποιημένους νεοταξικούς. «Αχ, πού σαι νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος»!…

Για την αντιμετώπιση των κινδύνων που σκιαγραφήσαμε, η καλύτερη μέθοδος δεν είναι, βέβαια, ορισμένες αρειμάνιες διακηρύξεις του τύπου «θα σκουπίσουμε τα παπούτσια μας στην κουρελού της πολιτικής ορθότητας». Η αντιμετώπισή τους προϋποθέτει ότι κάθε ενεργός πολίτης, κάθε αληθινός δημοκράτης και κάθε αγνός πατριώτης, αψηφώντας τις ενορχηστρωμένες φωνασκίες των αντιφρονούντων, θα αποδομεί επίμονα και συστηματικά τις εκτροπές της πολιτικής ορθότητας, επισημαίνοντας σε κάθε περίπτωση τη διαβρωτική σημειολογία της, αναδεικνύοντας τον κραυγαλέο παραλογισμό της, υπογραμμίζοντας την ανελεύθερη ιδεολογία της, ξεσκεπάζοντας τη σταδιακά προωθούμενη τυραννία της και καταγγέλλοντας τις γκεμπελικές πρακτικές της. Όσο είναι ακόμη καιρός…

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΣΙΜΑΝΗΣ


[1] Πρβλ. Pascal Bruckner, La mélancolie démocratique (ελλ. μτφρ. Η μελαγχολική δημοκρατία, Αστάρτη, Αθήνα, 1991), σελ.128: «Αν υπάρχει ένας όρος που έκανε κεραυνοβόλο καριέρα στα τελευταία πενήντα χρόνια σε σημείο να κακοποιείται συνεχώς και να αδειάζεται από κάθε περιεχόμενο είναι ακριβώς η λέξη ‘φασισμός’(…).Ο φασισμός ήταν (…) οτιδήποτε αντιστεκόταν στο άμεσο καπρίτσιο των ατόμων, (ήταν) κάθε είδος επιβολής, απαγόρευσης, υποχρέωσης.(…). Aκόμη και η γλώσσα ήταν φασιστική, αν πιστέψουμε τον Ρολαν Μπαρτ στον εναρκτήριο λόγο του στο Collège de France!».

[2] Θέλοντας να διεκτραγωδήσει τη φθορά του πολιτικού ήθους, που ήταν απόρροια της παθολογίας του πολέμου, ο Θουκυδίδης θα καταγγείλει την σκόπιμη αλλαγή της σημασίας των λέξεων, η οποία εξυπηρετούσε τους σκοπούς αυτών που την είχαν επιβάλει: «και την ειωθυιαν αξιωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει» (ΙΙΙ, 82,4).

[3] Ιωάννη Κωτούλα, Ο αφροκεντρισμός και η παραποίηση της ελληνικής ιστορίας, Archive, 21.3.2005 (http://isxys.blogspot.com/2010/12/blog-post_9003.html). [4] http://www.mitrikosthilasmos.com/2011/02/blog-post.html

[5] Πέρσι (2012) είδαμε μια Ελληνίδα αθλήτρια να αποκλείεται με συνοπτικές διαδικασίες από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου εξαιτίας ενός αθώου και μάλλον κακόγουστου αστείου της, στο οποίο μια «τραβηγμένη από τα μαλλιά» ερμηνεία κατάφερε να εντοπίσει …κάποια στοιχεία ρατσισμού! Ολυμπιακό πνεύμα ή νόμος της σιωπής στο Μεγάλο Πανηγύρι των Πολυεθνικών;

[6] Πολύ διδακτική, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν», είναι η περιπέτεια της Κικής Δημουλά, την οποία περιάδραξαν για τα περαιτέρω μερικές ύαινες της πολιτικής ορθότητας, επειδή τόλμησε να εκφράσει δημόσια τη δυσφορία της για την υποβάθμιση της Κυψέλης που έχει αλωθεί πλέον από τους λαθρομετανάστες.


Πηγή: ΛΟΓΙΟΣ ΕΡΜΗΣ

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Η ειρηνική συνεργασία των λαών, απάντηση στους πολέμους των ηγεμόνων!

Της Ελένης Αθανασούλη

(Σχόλιο στο άρθρο: Αναζητώντας «ενόχους» στο «Μεγάλο Πόλεμο»)

Θα πρέπει να χαιρετήσουμε το άρθρο αυτό, στο οποίο παρατίθενται σημαντικές όψεις των διεθνών αντεγκλήσεων και των φρικιαστικών συνεπειών τους, σε βάρος της ζωής λαών, των χωρών τους και της προοπτικής τους.

Είναι ανατριχιαστική, η ρεαλιστικότατη ανάλυση σχετικά με τα κίνητρα των πολέμων γενικά, την αλόγιστη ανάλωση της ανθρώπινης ζωής, κατά τρόπο που εξυπηρετεί στόχους μόνο έξω και πέραν του σεβασμού του ανθρώπου, και μάλιστα είτε στο πεδίο της μάχης, ή προκειμένου να εξαναγκαστούν οι άνθρωποι να πολεμήσουν, ή ακόμη και προκειμένου να διατηρηθεί το γόητρο των εξουσιαστών, δηλαδή στο βωμό προσωπικών φιλοδοξιών των διαφόρων ηγεμόνων ή συμμαχιών που επιζητούν να επιβάλουν την ηγεμονία τους.

Ο επιμερισμός της ευθύνης και της ενοχής για τα τόσα εγκλήματα, τόσο για τους υποκινητές όσο και για τους υποστηρικτές των πολέμων – για λόγους πλεονεξίας-, είναι τεχνικά και ρεαλιστικά ακόμη ανεπίγνωστος.

Όποια επιχειρήματα κι αν επιστρατευθούν οικονομικά ή πολιτικά/εξουσιαστικά, ακόμη και εθνικοί ή φυλετικοί δεσμοί, δεν επαρκούν για να καταστήσουν σήμερα αποδεκτούς τους πολέμους που έγιναν.

Τα συμφέροντα μπορεί να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Οι εμπορευματικές και οικονομικές διευκολύνσεις επίσης.

Οι εθνικές και διπλωματικές ταπεινώσεις όμως, που επιδιώκονται από αρπακτικές και επιθετικές πολιτικές και βλέψεις, και πραγματοποιούνται από ενδοτικές, δουλοπρεπείς και αργυρώνητες εξουσίες δεν έχουν προοπτική. Είναι εκείνες, που θα οδηγήσουν ένα λαό να επιδιώξει την αποτίναξη του στίγματος και της προσβολής. Ακόμη κι αν οι ηγεσίες του συμπράξουν στην εξώνηση και την υποταγή, ένας λαός χωρίς αξιοπρέπεια και ελευθερία ή δεν θα ζήσει (δεν θα επιβιώσει ως λαός με την ιστορική του υπόσταση) ή θα επαναστατήσει όταν βρεί την ευκαιρία.

Τα πολιτικά και στρατιωτικά δόγματα ασφάλειας των χωρών, η λήψη μέτρων όταν αυτά θίγονται καθώς και η οικονομική και τεχνική τους ανάπτυξη μαζί με την παραγωγική τους επάρκεια, φυλασσόμενα και προωθούμενα από υπεύθυνες και στιβαρές ηγεσίες που θα μεριμνούν για τις αμοιβαία επωφελείς συμμαχίες, θα διατηρήσουν τους λαούς σε ελευθερία και διεθνή συνεργασία.

Σήμερα είναι αναγκαίος, περισσότερο από κάθε άλλη- ιστορικά -φορά, κώδικας ηθικής στις αξιώσεις, όχι μόνο των ατόμων αλλά και των διεθνών οργανισμών και οντοτήτων. Δεν μπορεί να υπάρχουν οντότητες που επιδιώκουν την ολοκληρωτική άλωση χωρών και των πόρων τους για ίδιο-ατομικό, οργανικό ή εθνικό- όφελος, και αυτό να είναι διεθνώς αποδεκτό.

Αν είμαι ρομαντική, τότε χρειάζεται, να υπάρχει πάντοτε το αντίπαλον δέος.

(Πηγή: Aixmi.gr)

Αναζητώντας «ενόχους» στο «Μεγάλο Πόλεμο» | μέρος Α’


1. Εισαγωγή

Κλείνει φέτος ένας αιώνας από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του «Μεγάλου Πολέμου», όπως αποκλήθηκε στην εποχή του, πριν η ανθρωπότητα γνωρίσει μία ακόμα παγκόσμια ανθρωποσφαγή…

Βλέποντας την ιστορία των δύο Παγκοσμίων Πολέμων από καθαρά ηθική σκοπιά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί (όχι άδικα) ότι ο δεύτερος είχε ευγενέστερα κίνητρα – την αντίσταση του πολιτισμένου, δημοκρατικού κόσμου απέναντι στη βαρβαρότητα του ναζισμού – σε σύγκριση με τον πρώτο, που ήταν αποτέλεσμα ανταγωνισμών των «μεγάλων» δυνάμεων, και εθνικιστικών φιλοδοξιών των «μικρών». Και είναι αλήθεια ότι ο εγωκεντρισμός περίσσεψε στον Μεγάλο Πόλεμο. Τόσο σε επίπεδο διπλωματίας, όσο και στρατηγικής…

Εκεί, όμως, που ο εγωκεντρισμός αποκτά «δολοφονικές» διαστάσεις είναι στη συμπεριφορά των στρατηγών απέναντι στους ίδιους τους στρατούς που διοικούσαν. Θα καταθέσω μια προσωπική άποψη με κίνδυνο να εξοργίσω τον αναγνώστη: Προσωπικά, δεν γνωρίζω γιατί ο Rudolf Höss (ο «χασάπης» του Auschwitz) ήταν μεγαλύτερος εγκληματίας πολέμου από, π.χ., τον βρετανό στρατηγό Sir Douglas Haig που έστειλε σε άσκοπο, φρικτό θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών σε Somme και Passchendaele (για να μην αναφερθώ και στις αμέτρητες θανατικές καταδίκες, που ελαφρά τη καρδία υπέγραψε, όσων δεν άντεξαν και λιποψύχησαν στα χαρακώματα)! Η ολική περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή, εκφρασμένη κυνικά μέσω υπηρεσιακών διαταγών μαζικού θανάτου, ομογενοποιεί σε τέτοιο βαθμό τις συμπεριφορές που, ανεξάρτητα από αξιολογήσεις ιδεολογικών κινήτρων, καθιστά τις ηθικές διαφοροποιήσεις δυσδιάκριτες…

Ο επιμερισμός «ενοχών» για τον Μεγάλο Πόλεμο είναι πολύ δύσκολη υπόθεση και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ως τις μέρες μας. Κάποιοι ιστορικοί (όπως, π.χ., ο Αμερικανός William Keylor [1]) επιμένουν ότι το βάρος της ευθύνης πέφτει κυρίως στους ώμους της υπέρμετρα φιλόδοξης και πολεμοχαρούς Γερμανίας. Άλλοι συγγραφείς, όμως, επιμερίζουν πιο «συμμετρικά» τις ευθύνες. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο σπουδαίος Βρετανός ιστορικός James Joll [2] (γνωστός στην Ελλάδα από το μεταφρασμένο βιβλίο του «Οι Αναρχικοί»), όπως και οι Αμερικανοί Felix Gilbert και David Clay Large [3].

Στο άρθρο αυτό, θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε – όσο πιο αντικειμενικά γίνεται – τα αίτια που οδήγησαν στον πόλεμο, καθώς και την ευθύνη των κυρίως εμπλεκομένων για το ξέσπασμα ή, τουλάχιστον, την μη αποτροπή του. Θα αναζητήσουμε, δηλαδή, τους «ενόχους» (εκ προθέσεως ή εξ αμελείας) ενός ιστορικού εγκλήματος που οδήγησε μια ολόκληρη γενιά στο σφαγείο των χαρακωμάτων…

2. Τις πταίει; (Μια δίκη προθέσεων…)

Στο τέλος του πολέμου, οι θριαμβευτές Σύμμαχοι απαίτησαν να περιληφθεί στη συνθήκη ειρήνης ένα άρθρο, σύμφωνα με το οποίο η Γερμανία αποδεχόταν την ευθύνη για όλες τις απώλειες και τις καταστροφές που είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Αυτή η αποδοχή «πολεμικής ενοχής» έχει γίνει, έκτοτε, αντικείμενο αμέτρητων πολιτικών και ιστοριογραφικών συζητήσεων.

Σε κάθε περίπτωση, κάθε μονομερής ερμηνεία για το ξέσπασμα του πολέμου είναι εξαιρετικά απλοϊκή. Από τη μία, στην τελική κρίση του Ιουλίου του 1914, η γερμανική κυβέρνηση ενήργησε με τρόπο που επιτάχυνε τον πόλεμο. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ο ενθουσιασμός με τον οποίο υποδέχθηκαν τον πόλεμο οι λαοί όλων των εμπλεκομένων χωρών, και η βεβαιότητα όλων των κυβερνήσεων ότι τα εθνικά τους συμφέροντα απειλούνταν.

Επίσης, συζητήσιμη είναι η καθιερωμένη άποψη ότι ο πόλεμος υπήρξε αποτέλεσμα της «παλιάς διπλωματίας» και ενός συστήματος συμμαχιών βασισμένων σε μυστικές συμφωνίες. Κάποιοι ιστορικοί είδαν στον πόλεμο μια, ενδεχομένως συνειδητή, προσπάθεια των κυβερνήσεων να αποσπάσουν την προσοχή των πολιτών από δυσεπίλυτα εσωτερικά προβλήματα, μέσω μιας ενεργού εξωτερικής πολιτικής και μιας έκκλησης για εθνική αλληλεγγύη σε καιρό πολέμου. Άλλοι συγγραφείς εστιάζουν την προσοχή τους σε θέματα στρατηγικής, όπως, π.χ., ο ναυτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στη Γερμανία και τη Βρετανία, ή το ευαίσθητο ζήτημα της παραβίασης της ουδετερότητας του Βελγίου – όπως προέβλεπαν τα γερμανικά πολεμικά σχέδια ήδη από το 1907 – πράγμα που, εξ ορισμού, θα έσυρε τη Βρετανία (συν-εγγυήτρια της βελγικής ουδετερότητας) στον πόλεμο.

Για τη Γαλλία, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: η διαμάχη της με τη Γερμανία αφορούσε τις επαρχίες που είχε χάσει το 1871, σαν αποτέλεσμα της ήττας της στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Αν και οι Γάλλοι δεν ήταν διατεθειμένοι να προκαλέσουν έναν πόλεμο για χάρη της Αλσατίας και της Λωρραίνης, ήταν εν τούτοις αυτονόητο ότι, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία, η επανάκτηση των χαμένων αυτών επαρχιών θα αποτελούσε τον πρωταρχικό στόχο του πολέμου.

Το στρατιωτικό πλεονέκτημα της Γαλλίας, έναντι της Γερμανίας, το πρόσφερε η συμμαχία της με τη Ρωσία, πράγμα που θα ανάγκαζε τη Γερμανία να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα. Για τη Ρωσία, από την άλλη μεριά, το πλεονέκτημα της συμμαχίας φαινόταν να είναι ότι η Γερμανία δεν θα αποτολμούσε μια επιθετική ενέργεια εναντίον της, από το φόβο της εμπλοκής της Γαλλίας. Αυτό – πίστευε η Ρωσία – της έλυνε τα χέρια σε ό,τι αφορούσε τις επεκτατικές φιλοδοξίες της προς το νότο, δηλαδή, την αύξηση της επιρροής της στα Βαλκάνια και την Κωνσταντινούπολη.

Βέβαια, η αναζωπύρωση του ρωσικού ενδιαφέροντος για τις περιοχές αυτές ενείχε τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης με τη βασική σύμμαχο της Γερμανίας, την Αυστροουγγαρία, της οποίας τα εσωτερικά προβλήματα την ενέπλεκαν όλο και περισσότερο με τα συμβαίνοντα στα Βαλκάνια. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονταν, κυρίως, με την πολυεθνική σύνθεση της αυτοκρατορίας. Στη Βοσνία, ειδικά, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν Σλάβοι. Και, στην άλλη πλευρά των συνόρων με τη Σερβία, η στρατιωτική κλίκα που έλεγχε την εκεί κυβέρνηση θεωρούσε ότι η Βοσνία «αυτοδίκαια» θα έπρεπε να ανήκει στη χώρα αυτή. Προς το σκοπό αυτό, Σέρβοι φανατικοί οργάνωναν και εκτελούσαν τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον Αυστριακών στο εσωτερικό της Βοσνίας, με την υποστήριξη κύκλων της σερβικής κυβέρνησης.

Για τη Ρωσία, η προσάρτηση της Βοσνίας–Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία (1908), με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε από τους Αυστριακούς, είχε αποτελέσει μεγάλη διπλωματική ταπείνωση και ήταν η αφετηρία επικίνδυνων εντάσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο πόλεμος τότε είχε αποφευχθεί λόγω της δυναμικής παρέμβασης της Γερμανίας και της στρατιωτικής ανετοιμότητας της Ρωσίας. Όπως είναι φυσικό, η βοσνιακή κρίση έφερε κοντύτερα τη Ρωσία με τη Σερβία, με την πρώτη να αναλαμβάνει τον ρόλο αυτόκλητου προστάτη όλων των σλαβικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η στάση της Βρετανίας απέναντι στον πόλεμο ήταν αβέβαιη ως την τελευταία στιγμή. Τυπικά, η Entente Cordiale με τη Γαλλία (1904) ήταν μια απλή «συμφωνία κυρίων» που έλυνε ζητήματα αποικιακών διαφορών. Για λόγους εσωτερικής πολιτικής, η βρετανική κυβέρνηση διαβεβαίωνε ότι η συμφωνία αυτή, με κανέναν τρόπο, δεν υποχρέωνε τη χώρα να προστρέξει σε βοήθεια της Γαλλίας σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Εν τούτοις, ήταν ξεκάθαρο στην πολιτική ηγεσία ότι η Βρετανία δύσκολα θα παρέμενε ουδέτερη σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου.

Η Γερμανία προσέφερε, τελικά, το αναγκαίο διπλωματικό άλλοθι στη Βρετανία, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου με τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα (της ουδετερότητας αυτής, η Βρετανία – όπως άλλωστε και η ίδια η Γερμανία! – ήταν εγγυήτρια). Στην πραγματικότητα, την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο υπαγόρευε το αμυντικό δόγμα της χώρας αυτής, σύμφωνα με το οποίο σε καμία εχθρική δύναμη δεν θα επιτρεπόταν να κατέχει στρατηγικές θέσεις στην απέναντι ακτή της Μάγχης.

3. Η γερμανική απειλή

Όπως σημειώνει ο W. Keylor [1], στη δεκαετία του 1920 έγινε προσπάθεια από ορισμένους διανοητικούς κύκλους (όχι κατ’ ανάγκη γερμανικούς) να αρνηθούν οποιαδήποτε ευθύνη της Γερμανίας για τον πόλεμο, τον οποίο απέδιδαν στη γαλλική εκδικητικότητα, τον ρωσικό επεκτατισμό ή τη βρετανική διπροσωπία. Ο ιστορικός αυτός αναθεωρητισμός αμφισβητήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (ο οποίος, κατά πολλούς, δεν ήταν παρά συνέχεια του Πρώτου), όταν η πολιτική της Γερμανίας ως τα μισά του εικοστού αιώνα μπόρεσε να αξιολογηθεί στο σύνολό της.

Ένας βασικός παράγοντας που καθόρισε τη γερμανική εξωτερική πολιτική στις παραμονές του πολέμου, είχε οικονομικές αφετηρίες. Στις παγκόσμιες αγορές είχαν διεισδύσει και κυριαρχούσαν τρεις μεγάλες δυνάμεις: οι Ηνωμένες Πολιτείες στη Λατινική Αμερική, η Μεγάλη Βρετανία στην ανατολική και νότια Αφρική και στη νότια Ασία, και η Γαλλία στη δυτική Αφρική, στα Βαλκάνια και στη Ρωσία. Σύντομα, η ρωσία και η Ιαπωνία θα έμπαιναν κι αυτές στον οικονομικό ανταγωνισμό στην Άπω Ανατολή. Πού υπήρχε χώρος οικονομικής διείσδυσης για τη φιλόδοξη, ανερχόμενη Γερμανία;

Γερμανικά οικονομικά ανοίγματα στη βόρεια Αφρική, στα Βαλκάνια και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνάντησαν σκληρό ανταγωνισμό από βρετανικά και γαλλικά συμφέροντα που ήδη κατείχαν στρατηγικές θέσεις εκεί. Η Γερμανία αισθανόταν οικονομικά περικυκλωμένη από σλαβικές χώρες στα ανατολικά και στα νότια, έχοντας πάντα στα δυτικά της τον παραδοσιακό γαλλικό εχθρό ως σταθερό ανάχωμα στις φιλοδοξίες οικονομικού επεκτατισμού της.

Οι προβληματισμοί των Γερμανών για τα όρια της οικονομικής τους ανάπτυξης συνέπεσαν με τις ανησυχίες γερμανικών στρατιωτικών κύκλων, που έβλεπαν τη χώρα να χάνει τη στρατιωτική της υπεροχή στην Ευρώπη από τις συνδυασμένες δυνάμεις της Γαλλίας και της Ρωσίας. Η γαλλορωσική συμμαχία του 1894 ζωντάνεψε τον εφιάλτη που η ευφυής διπλωματία του Bismarck είχε παλιότερα καταφέρει να ξορκίσει: το ενδεχόμενο να αναγκαστεί η Γερμανία να διεξαγάγει έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα! Η ανάγκη, τότε, να μοιράσει τις δυνάμεις της μεταξύ ανατολής και δύσης θα απέκλειε μια γρήγορη νίκη, ανάλογη με αυτήν του 1870 κατά των Γάλλων.

Ο Κόμης Alfred von Schlieffen, αρχηγός του αυτοκρατορικού γενικού επιτελείου από το 1892 ως το 1906, είχε καταστρώσει ένα πολεμικό σχέδιο με σκοπό να ξεπεράσει το στρατιωτικό μειονέκτημα της Γερμανίας εξαιτίας της γαλλορωσικής συμμαχίας. Προέβλεπε την καταρχήν συγκέντρωση γερμανικών δυνάμεων στα δυτικά, οι οποίες θα υπερνικούσαν – υποτίθεται – τον πιο ολιγάριθμο γαλλικό στρατό μέσα σε έξι εβδομάδες. Κατόπιν, το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού στρατού θα μεταφερόταν ανατολικά για να αντιμετωπίσει τους Ρώσους, πριν αυτοί κατορθώσουν να υπερνικήσουν τις κατά πολύ κατώτερες, αριθμητικά, δυνάμεις των Γερμανών που θα υπερασπίζονταν το ανατολικό τμήμα της χώρας.

Το σχέδιο Schlieffen βασιζόταν σε δύο κρίσιμες υποθέσεις. Η πρώτη ήταν η διατήρηση της αριθμητικής υπεροχής του γερμανικού στρατού έναντι του γαλλικού. Η δεύτερη ήταν η αδυναμία των Ρώσων, με το πρωτόγονο σύστημα χερσαίων μεταφορών που διέθεταν, να αναπτύξουν τον αριθμητικά υπέρτερο στρατό τους κατά μήκος των γερμανικών συνόρων, προτού ολοκληρωθούν οι επιχειρήσεις κατά της Γαλλίας στο δυτικό μέτωπο.

Όμως, οι Γερμανοί στρατιωτικοί αναλυτές έβλεπαν με τρόμο ότι και οι δύο αυτές προϋποθέσεις απειλούνταν όλο και περισσότερο, καθώς στη Γαλλία η στρατιωτική θητεία είχε αυξηθεί από δύο σε τρία χρόνια (πράγμα που θα καταργούσε το αριθμητικό πλεονέκτημα των Γερμανών), ενώ οι Ρώσοι, με την οικονομική βοήθεια των Γάλλων, είχαν ξεκινήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κατασκευής σιδηροδρόμων που θα συνέδεαν την κεντρική Ρωσία με τα δυτικά σύνορα της χώρας.

Αυτή η αίσθηση οικονομικής περικύκλωσης και αυξανόμενης στρατιωτικής ευαλωτότητας έκανε τη Γερμανία να σκέφτεται, πλέον, σοβαρά έναν πόλεμο κατά των Γάλλων και των Ρώσων. Κι αυτό θα έπρεπε να συμβεί σύντομα, όσο ακόμα ήταν «ζωντανές» οι προϋποθέσεις του σχεδίου Schlieffen. Και η ευκαιρία παρουσιάστηκε στις 28 Ιουνίου του 1914, όταν ένας νεαρός Σέρβος εθνικιστής, ο Gavrilo Princip, δολοφόνησε τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, Αρχιδούκα Franz Ferdinand, και τη σύζυγό του, στο Σαράγεβο, την πρωτεύουσα της Βοσνίας – της επαρχίας που συμβόλιζε, όσο τίποτα άλλο, τη ρωσική έχθρα για τους Αυστριακούς…

4. Μετά το Σαράγεβο…

Καταγράφουμε τώρα τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αρχιδούκα και τα οποία οδήγησαν στην έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου το 1914. Ο αναγνώστης ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για το ποιοι ευθύνονται για το ξεκίνημα της ανθρωποσφαγής…

Για τη Βιέννη, το περιστατικό στο Σαράγεβο προσφερόταν ως ιδανικό άλλοθι για οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη Σερβία. Η γερμανική κυβέρνηση, από την άλλη μεριά, γνώριζε καλά ότι μια επιθετική ενέργεια της Αυστροουγγαρίας εναντίον της Σερβίας θα προκαλούσε αυτόματα τη δυναμική παρέμβαση της Ρωσίας υπέρ των Σλάβων προστατευόμενών της. Ήταν, επίσης, αναμενόμενο ότι ένας πόλεμος ανάμεσα στην Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία θα ενεργοποιούσε τις συμμαχίες με τις οποίες ήταν «δεμένες» οι δύο αυτές αυτοκρατορίες, πράγμα που σήμαινε καταρχήν έναν γαλλογερμανικό πόλεμο και, στη συνέχεια, μια γενικευμένη ευρωπαϊκή σύρραξη!

Με πλήρη επίγνωση των συνεπειών, το Βερολίνο ενθάρρυνε τη Βιέννη να στείλει ένα ταπεινωτικό τελεσίγραφο στο Βελιγράδι στις 23 Ιουλίου του 1914. Παράλληλα, διαβεβαίωσε την αυστριακή κυβέρνηση πως θα πρόσφερε κάθε αναγκαία στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση πολέμου, ενώ ταυτόχρονα ναρκοθέτησε τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες της βρετανικής κυβέρνησης που είχαν σαν στόχο την αποτροπή της κλιμάκωσης της κρίσης.

Με τη λήξη της προθεσμίας που έθετε το τελεσίγραφο, οι Αυστριακοί κήρυξαν τον πόλεμο στη Σερβία στις 28 Ιουλίου (έναν ολόκληρο μήνα μετά το Σαράγεβο!). Όπως αναμενόταν, η Ρωσία αποφάσισε, την επόμενη κιόλας μέρα, μερική κινητοποίηση του στρατού της, σε περιοχές που βρίσκονταν κοντά στα αυστριακά σύνορα. Γρήγορα, όμως, το γενικό επιτελείο των Ρώσων αντιλήφθηκε ότι μια μερική κινητοποίηση δεν ήταν επιχειρησιακά εφικτή, και στις 30 Ιουλίου διατάχθηκε πλήρης κινητοποίηση των ρωσικών δυνάμεων, και ειδικότερα, κατά μήκος των συνόρων με τη Γερμανία.

Η Γερμανία είχε τώρα το πρόσχημα που της χρειαζόταν για πόλεμο κατά της Ρωσίας. Γνώριζε, βέβαια, καλά ότι τούτο θα ενεργοποιούσε τους όρους της γαλλορωσικής συμμαχίας. Έστειλε, έτσι, ένα απαράδεκτο τελεσίγραφο στο Παρίσι, αξιώνοντας δήλωση ουδετερότητας της Γαλλίας σε περίπτωση ρωσογερμανικού πολέμου. Ως εγγύηση, μάλιστα, ζήτησε από τους Γάλλους την προσωρινή παραχώρηση στη Γερμανία του ελέγχου των συνοριακών φρουρίων Toul και Verdun!

Την επόμενη μέρα, η Γερμανία ήταν σε πόλεμο με τη Ρωσία, ενώ στη Γαλλία διατάχθηκε πλήρης κινητοποίηση του στρατού.

Στις 2 Αυγούστου, οι Γερμανοί απαίτησαν από το Βέλγιο το δικαίωμα διέλευσης των στρατευμάτων τους που βρίσκονταν καθ’ οδόν προς τη Γαλλία. Οι Βέλγοι αρνήθηκαν, και οι Γερμανοί εισέβαλαν στη χώρα. Στις 3 Αυγούστου, ο πόλεμος είχε αρχίσει στη δυτική Ευρώπη. Την ίδια μέρα, οι Βρετανοί έστειλαν τελεσίγραφο στη Γερμανία αξιώνοντας την αποχώρηση των δυνάμεών της από το Βέλγιο. Με τη λήξη του, κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία στις 4 Αυγούστου. Ο εφιάλτης είχε μόλις ξεκινήσει…

5. Επίλογος: Χαμένη γενιά…

Στο άρθρο αυτό επικεντρωθήκαμε στη διερεύνηση προθέσεων και την παράθεση συμβάντων που οδήγησαν, σχεδόν νομοτελειακά, στο ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα ίδια τα πολεμικά γεγονότα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ενός ξεχωριστού άρθρου, εφόσον υπάρξει σχετικό ενδιαφέρον από τους αναγνώστες του Aixmi.gr.

Όπως συνηθίζεται να λέγεται, ο πόλεμος αυτός είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια μιας ολόκληρης γενιάς στην Ευρώπη. Κατά την άποψη πολλών (αν όχι των περισσοτέρων) αναλυτών, ένα σημαντικό ποσοστό των θανάτων στα φρικτά, λασπωμένα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου ήταν προϊόν άσκοπης ανθρωποθυσίας στο βωμό του εγωισμού ανάξιων, υπερφίαλων στρατηγών ένθεν κακείθεν (όπως, π.χ., στο Somme και στο Verdun, αντίστοιχα) που έστελναν τους στρατιώτες τους σε βέβαιο θάνατο κατά χιλιάδες, συχνά με μηδαμινό κέρδος από άποψη στρατηγικού αποτελέσματος. (Κάποιες όψιμες προσπάθειες μερικής, τουλάχιστον, απενοχοποίησης των στρατηγών [4] ελάχιστα μας πείθουν, κι ακόμα λιγότερο μας συγκινούν!)

Θα λέγαμε πως, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραμέτρων, οι ρόλοι του «καλού» και του «κακού» καταλήγουν να μπερδεύονται, να ομογενοποιούνται στη συνείδηση του μελετητή αυτού του πολέμου. Ώσπου, τελικά, κάθε μονομερής κι απόλυτη ηθική προσέγγιση του θέματος να στερείται νοήματος και σημασίας…

Αναφορές

[1] William R. Keylor, The Twentieth-Century World: An International History (Oxford Univ. Press, 1984) [υπάρχουν και νεότερες εκδόσεις].

[2] James Joll, Europe Since 1870: An International History, 3rd edition (Penguin Books, 1983).

[3] Felix Gilbert, David Clay Large, The End of the European Era: 1890 to the Present, 6th edition (Norton, 2008).

[4] Gary Sheffield, Has History Misjudged the Generals of World War One?(http://www.bbc.co.uk/guides/zq2y87h)

Aixmi.gr

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η αναμέτρηση που άλλαξε την Ευρώπη [B’ μέρος]

Του Παναγιώτη Δελή


Όταν το καλοκαίρι του 1914 οι στρατιώτες του Κάιζερ επέβαιναν στα πρώτα τρένα που θα τους μετέφεραν στο μέτωπο, πίστευαν ότι τα Χριστούγεννα θα δειπνούσαν στο Παρίσι ως νικητές. Τέσσερα χρόνια αργότερα η Ευρώπη δε θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική.

Παρά την μέχρι πρότινος επικρατούσα άποψη, ότι κοινωνίες της Γηραιάς Ηπείρου εισήλθαν σε αυτή τη μάχη με έναν υπερβάλλοντα ενθουσιασμό, νέες έρευνες δείχνουν ότι οι πανηγυρικές συγκεντρώσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ήταν μερικώς διασταλτικές. Όντως, για κάποιες ομάδες, κυρίως της Δυτικής Ευρώπης, ο πόλεμος έγινε δεκτός ως μία λυτρωτική διαδικασία που θα έθετε ένα τέλος στην αβεβαιότητα των προηγούμενων ετών και τα κόμματα που συμμετείχαν στην Β’ Διεθνή στήριξαν σύσσωμα τις εθνικές τους Κυβερνήσεις.

Εντούτοις, η έλευση του πολέμου δεν αντιμετωπίστηκε απ’ όλους το ίδιο. Εκατοντάδες ημερολόγια εκείνης της εποχής αποτυπώνουν έντονο προβληματισμό σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι. Τα κατώτερα στρώματα, όπως κι αυτά της ανώτερης επιχειρηματικής τάξης, εξέφρασαν έντονο σκεπτικισμό. Για αυτούς ο πόλεμος ήταν ένα άλμα στο κενό.

Η αναμέτρηση του 1914-1918 ήταν αυτή που θα μετέβαλλε οριστικά την Ευρώπη σε όλα τα επίπεδα. Σπάνια ένας πόλεμος είχε τόσο δραματικές επιπτώσεις για τους ηττημένους αλλά και για τους νικητές. Οι τέσσερις παλαιές αυτοκρατορίες που δέσποζαν, από τη Βαλτική έως τη Μεσόγειο κι από το Ρήνο έως το Βόλγα σαρώθηκαν από στρατιωτικές ήττες, επαναστατικά κινήματα και επαναχάραξη των συνόρων.

Η μαζική κινητοποίηση κληρωτών στα μέτωπα του πολέμου θα επιφέρει κολοσσιαίες αλλαγές. Στη Γερμανία, όπως παρατηρεί κι ο Eric Hobsbawm, η εμπειρία των χαρακωμάτων ριζοσπαστικοποίησε τη μετριοπαθή γερμανική εργατική τάξη και την οδήγησε, τα πρώτα μεσοπολεμικά χρόνια, σε μία ένοπλη αναμέτρηση. Στον αντίποδα, η εθνικιστική Δεξιά καλλιέργησε μύθους που απέρριπταν την ήττα στο πεδίο των μαχών και την απέδιδαν στην προδοσία των Σοσιαλδημοκρατών και των Εβραίων.

Η αναταραχή που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της Οκτωβριανής Επανάστασης ώθησε μερίδα των παλαιών πολεμιστών να σχηματίσουν παραστρατιωτικές οργανώσεις, οι οποίες θα απέτρεπαν την κόκκινη εισβολή και θα μετέφεραν το μέτωπο στη πατρίδα.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ανδρώθηκε κι ο μελλοντικός δικτάτορας της Γερμανίας Αδόλφος Χίτλερ.

Στη Ρωσία, η επικράτηση των Μπολσεβίκων σηματοδότησε το τέλος της συμμετοχής της χώρας στον πόλεμο και την απαρχή νέου κύκλου αίματος πολλαπλάσιας έντασης. Το νεοπαγές καθεστώς θα επιδιδόταν την επόμενη πενταετία σε πολύ σκληρή μάχη επιβίωσης απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους.

Η αιωνόβια αυτοκρατορία των Αψβούργων θα τερματιζόταν οριστικά και όλα τα εδάφη της θα μετατρεπόταν σε νέα εθνικά κράτη. Η εθνογέννεση της Τουρκίας, στον αντίποδα, θα απαιτούσε κάποια χρόνια ακόμα και μια αιματηρή διαδικασία εθνοκάθαρσης.

Φαινομενικά, οι δυο μεγάλες αποικιακές αυτοκρατορίες της Βρετανίας και της Γαλλίας ήταν οι θριαμβευτές αυτής της αναμέτρησης, με νέα εδάφη και ενισχυμένο γόητρο.

Ωστόσο, η εικόνα αυτή ήταν επιφανειακή. Τα αποικιακά στρατεύματα που πολέμησαν στα μέτωπα της δυτικής Ευρώπης, είχαν έρθει σε επαφή με νέους τρόπους σκέψεις, και η επιστροφή στην πατρίδα θα σηματοδοτούσε μια διαδικασία αφύπνισης. Επιπρόσθετα, οι κραταιές οικονομίες της Βρετανικής και της Γαλλικής αυτοκρατορίας θα δέχονταν καίριο πλήγμα και η εξάρτηση, πλέον, από το νέο ισχυρό γεωπολιτικό παίκτη -τις ΗΠΑ- θα ήταν άμεση.

Η κινητοποίηση των οικονομιών της Γηραιάς Ηπείρου στον πολεμικό σκοπό είχε αλλάξει και τις κοινωνικές ισορροπίες εσωτερικά. Η μαζική συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία θα δώσει νέα ώθηση στο κίνημα της χειραφέτησης και θα προκαλέσει νέες εντάσεις όταν θα επιστρέψουν οι βετεράνοι από τα μέτωπα.

Ηρώα και εθνικά μνημεία θα ανεγερθούν παντού, κι από εκεί κι έπειτα θα γίνουν νέο σύμβολο μνήμης που θα επηρεάσει καθοριστικά την κουλτούρα του Μεσοπολέμου. Η φρίκη των χαρακωμάτων και η εκατόμβη των θυμάτων, που ήταν προϊόν της τεχνολογικής εξέλιξης, θα δημιουργήσουν μια νέα κοινωνική ομάδα, αυτή των αναπήρων πολέμου, που με τη σειρά της θα έχει τις δικές της διεκδικήσεις.

Οι στρατιώτες που πολέμησαν πλάι πλάι στα χαρακώματα θα καλλιεργήσουν ιδιότυπους δεσμούς και νέες συμπεριφορές που θα μεταφέρουν στην πολιτική τους ζωή. Έννοιες όπως η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη, ο επαναπροσδιορισμός της βίας ως όχημα πάλης για έναν ευγενή σκοπό και η κοινή εμπειρία που βίωσαν, θα ανάγουν τον πόλεμο σε κάτι μοναδικό. Αντιλήψεις παλαιών βετεράνων, όπως του Γερμανού Έρνστ Γιούνκερ που έγραψε το βιβλίο «Λαίλαπες Ατσαλιού», θα αποτελούν σημείο αναφοράς και θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις πρακτικές της πολιτικής αντιπαράθεσης τη δεκαετία του 1920.

Η ανθρωπότητα έδειχνε για πρώτη φορά, την επαύριον του Μεγάλου πολέμου, να έχει αντιληφθεί ότι η αδιάλειπτη πρόοδος που είχε επιτευχθεί, μπορούσε με την ίδια ευκολία να μετατραπεί στο όπλο της καταστροφής του πολιτισμού. Για το λόγο αυτό, ένα ήταν το διακύβευμα στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις: «Ποτέ ξανά».

Η Γερμανία δεν θα έχει την τύχη της Γαλλίας και την ευνοϊκή μεταχείριση που απήλαυσε στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών και η φαινομενική επικράτηση της αρχής της αυτοδιάθεσης στην Κεντρική Ευρώπη έδειχναν ότι τα θεμέλια που είχαν τεθεί για τη παγκόσμια ειρήνη ήταν πολύ ισχυρά. Ωστόσο, υπήρχαν και απαισιόδοξες φωνές. Ο Γάλλος Στρατάρχης Φερντινάν Φος είχε δηλώσει: «Στις Βερσαλλίες η Ευρώπη δεν είχε εξασφαλίσει την ειρήνη αλλά μια εικοσαετή ανακωχή».

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η μετέπειτα πορεία προς την οικονομική κρίση του 1929, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αποαποικιοποίηση ήταν αναπόφευκτα και άμεσα προϊόντα του 1914-1918. Ίσως η φράση που άκουσα πριν από μερικές ημέρες σε διάλεξη από τον καθηγητή David Stevenson -έναν από τους πιο διακεκριμένους ειδικούς για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο -να είναι και η πιο εύστοχη. Ο Πόλεμος, όπως δήλωσε ο Βρετανός ιστορικός, ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση (nessesary precondition), για όσα συνέβησαν ύστερα.

[**Διαβάστε εδώ το Α΄μέρος]

Πηγή: Aixmi.gr

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Μοιραίες επιλογές: Καλοκαίρι του 1914…

Του Παναγιώτη Δελή


Έναν αιώνα πριν, περίπου τέτοια εποχή, η Ευρωπαϊκή Ήπειρος είχε κατακλυστεί από μια περιρρέουσα αισιοδοξία. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα των προηγουμένων ετών, η οικονομική διείσδυση των μεγάλων αυτοκρατοριών σε κάθε γωνιά του πλανήτη, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για τα μεσαία στρώματα και η απουσία ενός μεγάλου πολέμου για πολλές δεκαετίες είχαν πείσει τις ευρωπαϊκές ελίτ πως αυτή η πορεία προς την πρόοδο θα ήταν απρόσκοπτη και συνεχής.

Το καλοκαίρι, όμως, του ίδιου έτους η δολοφονία του διαδόχου του Αυστριακού θρόνου στο Σεράγεβο θα έθετε σε κίνηση μία διαδικασία που θα μετέβαλε μια για πάντα τη Γηραιά Ήπειρο. Εν αντιθέσει με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που υπάρχει μία προφανής ερμηνεία για το ποιος φέρει τη βασική υπαιτιότητα, ο Πρώτος θα αποτελεί για πολλά χρόνια ακόμα αντικείμενο ιστοριογραφικής διαμάχης. Ο αποικιακός ανταγωνισμός, η άνοδος της Γερμανίας, η κατάρρευση της ισορροπίας ισχύος, οι σπασμοί που προέκυψαν από την παρακμή της Οθωμανικής και Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και ο εκμοντερνισμός της Τσαρικής Ρωσίας, είναι μερικά από τα πιθανά αίτια που έχουν προβληθεί.

Το BBC σε άρθρο του, τον προηγούμενο μήνα, απευθύνθηκε σε δέκα ειδικούς για το θέμα και το πιο ενδιαφέρον συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι παρά την πληθώρα των ερμηνειών, μόνον ένας από του δέκα ερωτηθέντες δεν αναφέρει τη Γερμανία ως υπαίτιο. Προφανώς κι αυτή η επιχειρηματολογία έχει στέρεες βάσεις. Οι μοιραίες επιλογές του καλοκαιριού του 1914 από το Γερμανό Κάιζερ και ιδίως η αποφάσεις του να παράσχει άνευ όρων στήριξη στον Αυστριακό ομόλογό του και να εγκρίνει την εισβολή του Βελγίου οδήγησαν σε ένα δρόμο δίχως επιστροφή.

Όμως, τί κρυβόταν πίσω από αυτό το κολοσσιαίο ρίσκο και γιατί ο Γουλιέλμος αποφάσισε να αναλάβει το κόστος ενός πολέμου που θα ήταν, όπως όλα έδειχναν, περιορισμένος; Ήταν απλά ένας πολεμοκάπηλος που ήθελε να επιβάλλει με την ισχύ των όπλων μία ηπειρωτική ηγεμονία; Ή μήπως οι Ευρωπαίοι ηγέτες βάδιζαν, όπως τονίζει κι ο Κρίστοφερ Κλαρκ* στο νέο του έργο, ως υπνοβάτες ολοταχώς προς την καταστροφή;

Για να κατανοήσουμε περισσότερο αυτό το ζήτημα χρήσιμο είναι να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στη θέση της Γερμανίας την παρούσα χρονική στιγμή. Η ενοποίηση της χώρας, που ναι μεν είχε ωφελήσει τα μέγιστα την οικονομική ανάπτυξη είχε, επίσης, προκαλέσει κι ένα μεγάλο αναβρασμό στο γεωπολιτικό στερέωμα. Η προσεκτική εξωτερική πολιτική του Βίσμαρκ είχε προσφέρει μια σχετική σταθερότητα, όμως η έλευση του Γουλιέλμου στο θρόνο και η εγκαινίαση μιας Παγκόσμιας πολιτικής (Weltpolitik) έφεραν τη Γερμανία, δυο δεκαετίες αργότερα, αντιμέτωπη με έναν πάγιο φόβο του γηραιού Πρώσου πολιτικού. Αυτόν της περικύκλωσης.

Η στρατιωτική συμφωνία που σύναψε η Γαλλία και η Ρωσία και η διευθέτηση των αποικιακών διαφορών μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και του Τσάρου φάνταζαν, στο μυαλό του Γερμανικού επιτελείου, ως μια μέγγενη έτοιμη να πνίξει το Ράιχ.

Οι αποικιακές κρίσεις των τελευταίων ετών, η έντονη στρατιωτικοποίηση της Γαλλίας, ο ναυτικός ανταγωνισμός και η αλματώδης ανάπτυξη της Ρωσίας έθεταν ένα μεγάλο υπαρξιακό διακύβευμα για τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ο χρόνος, πλέον, δε λειτουργούσε υπέρ του Κάιζερ. Μια παραδοσιακά εχθρική Γαλλία, σε συνδυασμό με μια Ρωσία έτοιμη να κινητοποιήσει τους τεράστιους πόρους της στα πρότυπα ενός τεχνολογικά προηγμένου πολέμου, θα σήμαιναν τον οριστικό στραγγαλισμό.

Για το λόγο αυτό εδώ τίθεται κι ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα του Μεγάλου Πολέμου. Ήταν οι μοιραίες επιλογές του καλοκαιριού του 1914 ένα προληπτικό χτύπημα που ερμηνεύεται από ένα αίσθημα ανασφάλειας;

Ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα προς αυτήν την κατεύθυνση μας δίνεται από τους πρώτους μήνες του πολέμου και τα στρατιωτικά σχέδια του Γερμανικού επιτελείου. Το περίφημο σχέδιο Σλίφεν, που είχε ως στόχο να προετοιμάσει τη Γερμανία για ένα διμέτωπο πόλεμο, προέβλεπε τη συγκέντρωση της συντριπτικής πλειονότητας των στρατευμάτων σε ένα αστραπιαίο χτύπημα κατά της Γαλλίας κι έπειτα την αντιμετώπιση του Ρωσικού κινδύνου. Υπό αυτήν την έννοια, η λευκή επιταγή προς την Αυστροουγγαρία αποκτά λογική.

Το γερμανικό επιτελείο είχε στηρίξει όλες του τις ελπίδες πιστεύοντας ότι οι δυνάμεις του Φραγκίσκου Ιωσήφ θα κρατούσαν το ανατολικό μέτωπο, δίνοντας το απαραίτητο ζωτικό χρόνο στο γερμανικό στρατό να αντιμετωπίσει τους Γάλλους. Συνεπώς, υπό αυτό το πρίσμα ο πόλεμος που ξέσπασε ήταν μια προσπάθεια των Γερμανών να επανασχεδιάσουν το χάρτη σε μια σύντομη αναμέτρηση που θα είχαν την πρωτοβουλία κινήσεων ώστε, μετέπειτα, να μπορούν να διαπραγματευτούν από θέση ισχύος.

Προφανώς στην ιστορία δεν πρέπει να επικεντρωνόμαστε μόνο σε έναν παράγοντα υπέρ κάποιου άλλου, και σίγουρα το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου δεν μπορεί να αποδειχθεί με κάποιον τρόπο ότι ήταν αναπόφευκτο. Υπάρχουν ειδικοί που υποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα από τη δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου, ο πόλεμος θα είχε λάβει χώρα. Εδώ τονίζεται μια λογική πολλαπλών πτυχών που οδήγησαν σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Εντούτοις, τον Ιούνιο του 1914 δεν ήταν τίποτε σίγουρο. Από τις πρωτογενείς πηγές που υπάρχουν στη διάθεση των ιστορικών, σχετικά με τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων ηγετών, ένα συναίσθημα προκύπτει ξεκάθαρα. Αυτό της αμηχανίας. Ίσως η προσωπικότητα του Γερμανού Αυτοκράτορα στο πώς διαχειρίστηκε την κατάσταση σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό momentum μπορεί και να δώσει κάποιες απαντήσεις.

[*Clark, Christopher, The sleepwalkers: how Europe went to war in 1914, London 2012]

Πηγή: Aixmi.gr

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Η λεηλασία της Αφαίας στην Αίγινα

Της Ντίνας Εξάρχου

Να ήταν μόνο τα “Ελγίνεια”…

Απ´ την κορφή ως τα νύχια η αρχαία Ελλάδα έχει λεηλατηθεί επί Τουρκοκρατίας.

Απ´ την κορφή ως τα νύχια η αρχαία Ελλάδα έχει δώσει μπόλικο παραδάκι σε Τούρκους αλλά και σε Έλληνες τυχοδιώκτες αξιωματούχους.

Τα “Ελγίνεια” ήταν το πρώτο τσίμπημα του σκορπιού στην αρχαία ελληνική γλυπτική.

Τα γλυπτά του Παρθενώνα ήταν το…κλέφτικο σφύριγμα του λόρδου Έλγιν στους Ευρωπαίους αρχαιοκάπηλους.

Γέμισε το λιμάνι του Πειραιά από καράβια που μετέφεραν «αρχαιόφιλους».

Άλλοι από αυτούς ήταν ευγενείς, που ζητούσαν αρχαία ελληνικά γλυπτά για να στολίσουν τα σαλόνια και τους κήπους τους.

Άλλοι ήταν «λαϊκοί» με δυνατή εμπορική όσφρηση.

Έμπορος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήταν και ο Άγγλος αρχιτέκτονας Τσάρλς Ρόμπερτ Κόκερελ, που ξεμπάρκαρε τον Απρίλη του 1811 στον Πειραιά και ξαναμπάρκαρε «συστημένος» για την Αίγινα…

Από το λιμάνι του νησιού πήρε εργάτες και άρχισε αμέσως ανασκαφές στα χαλάσματα του Ναού της Αφαίας.

Τα γλυπτά από τα αετώματα του Ναού, που είχαν πέσει από μεγάλο σεισμό και είχαν ενταφιασθεί σε ρηχά «μνήματα», βγήκαν στο φως του ήλιου σύντομα. Ήταν 16 αγάλματα ολόκληρα, 13 κεφαλές αγαλμάτων και δεκάδες μέλη (χέρια, πόδια) άλλων αγαλμάτων. Όλα φτιαγμένα από παριανό μάρμαρο.

Με μόνο σαράντα λίρες που έδωσε ο Κόκερελ στους πρόκριτους της Αίγινας πήρε τα γλυπτά και τα πήγε στην Αθήνα, όπου νοίκιασε ένα μεγάλο σπίτι και εκεί αράδιασε τα μάρμαρα και τα συναρμολόγησε.

Αποκαλύφθηκαν σκηνές αριστουργηματικές από τον Τρωικό Πόλεμο, οι οποίες κοσμούσαν τα αετώματα του Ναού της Αφαίας.

Ο Κόκερελ έβγαλε τα γλυπτά σε δημοπρασία, η οποία έγινε στη Ζάκυνθο και «μάζεψε» κοπάδια από πρίγκιπες, λόρδους, βαρόνους, δούκες και καλλιτέχνες εκπροσώπους ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων, που θεωρούσαν τα γλυπτά της Αφαίας εφάμιλλα των γλυπτών του Παρθενώνα.

Τα αετώματα της Αφαίας κατέληξαν σε γερμανικά χέρια και σήμερα κοσμούν τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου σε μια υπέροχη ενότητα που φέρει τον τίτλο: "Αιγινήτες".

Πηγή: Aixmi.gr

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΒΗΜΑ - A conceptual approach to racism

There is a lot of discussion in Greece these days concerning the necessity for a new anti-racist law. It should be stated from the start that such a law is required both for moral reasons and for reasons of compliance with European law. However, to approach the subject of racism objectively one must first seek a precise definition of the concept itself. In other words, a conceptual clarification of racism is necessary before the judicial system may issue undisputed verdicts concerning allegedly racist behavior.

This article attempts a conceptual approach to racism. It is based on ideas published previously by this author in Greek newspapers and electronic journals...

Continue reading...