Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ - Μια πρόταση για την βάση εισαγωγής στα πανεπιστήμια

Η επαναφορά της «βάσης του 10» για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια είναι καταρχήν σωστή. Αρκεί να ορίσουμε τι ακριβώς σημαίνει «βάση του 10»...


Στις συζητήσεις των ημερών για την πολύπαθη ανώτατη παιδεία, κεντρική θέση κατέχει το ζήτημα της επαναφοράς και μόνιμης καθιέρωσης της λεγόμενης «βάσης του 10» ως προαπαιτούμενου για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Οι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της επαναφοράς αυτής είναι υπαρκτοί, και το σχετικό επιχείρημα ακούγεται ως καταρχήν σωστό: Αυτοί που διεκδικούν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει κατά τεκμήριο να διαθέτουν ένα μίνιμουμ γνώσεων που θα εγγυάται την ομαλή ένταξη στις πανεπιστημιακές σπουδές, καθώς και την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών μέσα σε λογικά χρονικά όρια.

Ακούγεται παράλληλα, όμως, και ένας αντίλογος που αφορά όχι την ίδια τη σκοπιμότητα ύπαρξης βάσης εισαγωγής (προσπερνούμε λαϊκιστικά δόγματα του τύπου «ελεύθερη εκπαίδευση για όλους») αλλά την απουσία απόλυτου, μονοσήμαντου προσδιορισμού αυτής τούτης της έννοιας της «βάσης». Δηλαδή, η βαθμολογία ενός υποψηφίου στις πανελλήνιες εξετάσεις εξαρτάται όχι μόνο από το επίπεδο προετοιμασίας του ίδιου του υποψηφίου αλλά και από την δυσκολία των θεμάτων. Οριακά, ακόμα και ένας άριστος υποψήφιος θα μπορούσε να δυσκολευτεί να περάσει τη βάση με θέματα ακραίας δυσκολίας! Στο αντίθετο άκρο, ένας μέτριος υποψήφιος θα ήταν, θεωρητικά, δυνατό να «αριστεύσει» σε θέματα υπερβολικά εύκολα. Και ας μην ξεχνούμε ότι, σύμφωνα με αντικειμενικούς αναλυτές, ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων κάθε άλλο παρά σταθερός μένει από χρόνο σε χρόνο.

Η αποδυνάμωση, λοιπόν, του όποιου (εύλογου) σκεπτικισμού απέναντι στην καθιέρωση της βάσης απαιτεί, καταρχάς, έναν απόλυτο κι αντικειμενικό προσδιορισμό τού τι ακριβώς σημαίνει «βάση» για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Έναν προσδιορισμό που θα οδηγεί σε εξαρχής καθορισμένες και – κατά το δυνατόν – χρονικά αμετάβλητες προϋποθέσεις, έτσι ώστε ο κάθε υποψήφιος να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή και σε βάθος χρόνου τις ελάχιστες απαιτήσεις στις οποίες οφείλει να ανταποκρίνεται πριν καν πιάσει το μολύβι στο εξεταστικό κέντρο.

Πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Δεν ισχυριζόμαστε, φυσικά, ότι ανακαλύψαμε την ιδανική λύση, όμως ας μας επιτραπεί να καταθέσουμε κάποιες ιδέες που ίσως αχνοδείξουν μία κάποια κατεύθυνση προς τον σκοπό αυτό. Σε γενικές γραμμές, η πρότασή μας θα μπορούσε να διατυπωθεί ως ακολούθως:

1. Δεχόμαστε καταρχήν ότι ο σκοπός της βάσης είναι να «φιλτράρει» τους υποψηφίους, ξεχωρίζοντας εκείνους που έχουν ένα αποδεκτό επίπεδο γνώσεων ώστε να δικαιούνται την ευκαιρία να διεκδικήσουν μία θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το τι σημαίνει «αποδεκτό επίπεδο» θα πρέπει να είναι καλά καθορισμένο και, στο μέτρο του δυνατού, να έχει μακροπρόθεσμη ισχύ (λαμβάνοντας, ασφαλώς, υπόψη ότι τα εκπαιδευτικά κριτήρια είναι δυνατό να υπόκεινται σε αναθεωρήσεις όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο από τους αρμόδιους εκπαιδευτικούς φορείς).

2. Το υπουργείο παιδείας, σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια, καταρτίζει μία «δεξαμενή θεμάτων» που καλύπτουν το σύνολο των γνώσεων που, κατά τους ειδικούς, θεωρούνται ως θεμελιώδεις ώστε να παρακολουθήσει κάποιος ανώτατες σπουδές στο εξεταζόμενο αντικείμενο. Η πρόσβαση των υποψηφίων στα θέματα αυτά είναι ελεύθερη (π.χ., τα θέματα κοινοποιούνται στο Διαδίκτυο). Ευνόητο είναι ότι το πλήθος των θεμάτων είναι αρκετά μεγάλο ώστε να καλύπτουν το μέγιστο δυνατό φάσμα προαπαιτούμενων γνώσεων.

3. Την ώρα των εξετάσεων, στον υποψήφιο δίνονται δύο απόλυτα διακριτές ομάδες θεμάτων. Η μία – ας την ονομάσουμε ομάδα Α – περιέχει ερωτήσεις αποκλειστικά από την δεξαμενή των βασικών θεμάτων. Το σύνολο των ερωτήσεων αυτών προκύπτει μετά από διαδικασία κλήρωσης, την οποία διενεργεί η κεντρική επιτροπή των εξετάσεων. Για να έχει δικαίωμα αξιολόγησης, ο υποψήφιος θα πρέπει να εξασφαλίσει μία ελάχιστη βαθμολογία (π.χ., 50%) στην ομάδα Α. Υποψήφιος που αποτυγχάνει σε αυτό το προκαταρκτικό σκέλος των εξετάσεων, δεν αξιολογείται περαιτέρω και θεωρείται ως αποτυχών.

4. Οι απαντήσεις στην δεύτερη ομάδα θεμάτων – ομάδα Β – λαμβάνονται υπόψη αυστηρά και μόνο για όσους υποψήφιους έχουν εξασφαλίσει τη βάση στην ομάδα Α. Τα θέματα της ομάδας Β είναι μεγαλύτερης δυσκολίας και η επιλογή τους δεν υπόκειται σε προκαθορισμένους κανόνες. Αποτελούν το κριτήριο με βάση το οποίο θα ξεχωρίσουν οι άριστοι από τους καλούς, και η βαθμολογική τους βαρύτητα είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με εκείνη της ομάδας Α.

5. Η τελική βαθμολογία του υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα των επιδόσεών του στις ομάδες Α και Β (με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι έχει περάσει τη βάση στην πρώτη ομάδα). Είναι, τώρα, στην διακριτική ευχέρεια των σχολών να ορίσουν μία ελάχιστη απαιτούμενη επίδοση για την εισαγωγή σε αυτές. Αυτονόητα, το βαθμολογικό όριο εισαγωγής θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον μέγιστο αριθμό φοιτητών που μπορεί η κάθε σχολή να απορροφήσει.

Εναλλακτικά, αντί για δύο ομάδες θεμάτων (Α και Β) στο πλαίσιο μίας ενιαίας εξέτασης, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για δύο εξετάσεις που διενεργούνται σε διαφορετικό χρόνο. Οι επιτυγχάνοντες στην πρώτη (βασική) εξέταση αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής στην δεύτερη. Η πρώτη εξέταση θα μπορούσε να διενεργείται ταυτόχρονα στα λύκεια όλης της χώρας υπό την αυστηρή επίβλεψη επιτροπών του υπουργείου, με κοινά θέματα που αντλούνται με κλήρωση από την «δεξαμενή» βασικών θεμάτων στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω.

Τέλος, για ακόμα μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και αξιολογική ομοιομορφία στη βαθμολόγηση της πρώτης ομάδας θεμάτων (ή της πρώτης εξέτασης, ανάλογα με την περίπτωση), οι ερωτήσεις καλό θα είναι να δίνονται στη μορφή πολλαπλών επιλογών (multiple choice). Αυτό θα εξαλείψει τον υποκειμενικό παράγοντα που αναπόφευκτα υπεισέρχεται στην αξιολόγηση ενός γραπτού από έναν βαθμολογητή.

Ο αναγνώστης πιθανώς θα εντοπίσει ατέλειες στο πλάνο που περιγράψαμε. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο σχέδιο αλλά, απλά, για ένα σύνολο ιδεών στην κατεύθυνση της αναζήτησης ορθολογικής και εφαρμόσιμης λύσης στο ζήτημα της βάσης εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Ένα ζήτημα που δεν αποτελεί, δυστυχώς, το μοναδικό, ούτε το σημαντικότερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα...

ΤΟ ΒΗΜΑ