Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μνήμες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μνήμες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Εκεί που το πανεπιστημιακό άσυλο δεν είναι πολιτική διαστροφή... (Από κείμενο του 2019)


Από κείμενο του 2019. Δυστυχώς, τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε...

Πιθανή απορία «πολιτικοποιημένου» φοιτητή που σπουδάζει σε πανεπιστήμιο της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης:

– Μα, καλά, πώς ανέχονται οι φοιτητικοί σύλλογοι εκεί στην Αμερική την παρουσία οπλισμένων μπάτσων στα πανεπιστήμια;

Η απάντηση είναι απλή και προκαλεί μελαγχολία σε συσχετισμό με όσα θλιβερά συμβαίνουν εδώ και χρόνια στη χώρα μας. Σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο, οι φοιτητές δεν εισέρχονται με πρωταρχικό (συχνά αποκλειστικό) σκοπό να ενταχθούν σε κομματικά ελεγχόμενους φοιτητικούς συλλόγους. Δεν χρησιμοποιούν τον πανεπιστημιακό χώρο σαν «επαναστατικό» ορμητήριο και εργαστήριο παρασκευής αυτοσχέδιων εκρηκτικών. Δεν διανοούνται να ακουμπήσουν τους διδάσκοντες – πόσο μάλλον να χειροδικήσουν πάνω τους – ούτε να εισβάλουν στα γραφεία τους καταστρέφοντας συγγράμματα, υπολογιστές και ό,τι άλλο βρουν μπροστά τους, επειδή και μόνο δεν συμφωνούν με τις πολιτικές απόψεις τους. Η ιδέα της «κατάληψης» πανεπιστημιακού χώρου είναι άγνωστη, και μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να επιχειρήσει κάτι τέτοιο (ή, κάποιος που έχει την διαστροφική διάθεση να καταλήξει στη φυλακή)…

Στα αμερικανικά πανεπιστήμια υπάρχει σαφής και απόλυτος διαχωρισμός ρόλων. Ο φοιτητής είναι φοιτητής και ο δάσκαλος είναι δάσκαλος. Είναι αδιανόητο να αξιώνουν οι φοιτητές πάγια και θεσμικά κατοχυρωμένη εκπροσώπηση στα όργανα διοίκησης του πανεπιστημίου. Οι καθηγητές συναποφασίζουν για τις λεπτομέρειες του προγράμματος σπουδών, και οι φοιτητές υποχρεούνται να σεβαστούν τις αποφάσεις τους. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι καθηγητές κωφεύουν στις απόψεις, τις τυχόν ενστάσεις και τα αιτήματα των φοιτητών – κάτι τέτοιο δεν θα ήταν συμβατό με ένα δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα σαν αυτό των ΗΠΑ. Η τελική ευθύνη των αποφάσεων, όμως, βαρύνει αποκλειστικά τους διδάσκοντες.

Ο οπλισμένος φύλακας ενός αμερικανικού πανεπιστημίου τυγχάνει απόλυτου σεβασμού από τους φοιτητές, αφού υπάρχει εκεί για τη δική τους ασφάλεια. Ακόμα και η αμερικανική Αριστερά καλοδέχεται τις υπηρεσίες που προσφέρει και δεν τον αντιμετωπίζει με βάση το γνώριμό μας, συμπλεγματικό μετεμφυλιοπολεμικό δόγμα, «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Τυχόν απουσία φύλακα προκαλεί αίσθημα ανασφάλειας, όχι ανακούφισης, στους φοιτητές!

Οι οποίοι φοιτητές – περιττό που το επισημαίνω – βρίσκονται εκεί με μοναδικό σκοπό να μορφωθούν και να πάρουν εφόδια για τη ζωή τους. Πολλοί μάλιστα εργάζονται στον ελεύθερο χρόνο τους ώστε να καλύψουν τα έξοδα των σπουδών τους. Για κακή τους τύχη, από το πρόγραμμα σπουδών απουσιάζει το μάθημα του «επαναστατικού» χαβαλέ. Το οποίο θα πρέπει να είναι αρκετά ενδιαφέρον, αν κρίνω από το γεγονός ότι είναι το μόνο στο οποίο πολλοί (ευτυχώς όχι οι περισσότεροι) Έλληνες συμφοιτητές τους κατά κανόνα αριστεύουν. Ενίοτε, μάλιστα, φτάνουν να κατακτήσουν ως και υψηλά αξιώματα στην ελληνική πολιτεία!

Έχει αυτή η πολιτεία την θέληση και την δυνατότητα να προστατέψει εκείνους τους πολλούς που μπαίνουν στα πανεπιστήμια της χώρας με αληθινό σκοπό να μορφωθούν; Ή, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα εφαρμόσει αποφασιστικά στην πράξη τον πρόσφατο θεσμικό εξορθολογισμό του «πανεπιστημιακού ασύλου», το οποίο είχε μετατρέψει τα πανεπιστήμια σε πολιτικές χωματερές (για να μην χρησιμοποιήσω κάποια άλλη, λιγότερο πολιτικά ορθή έκφραση);

Δύσκολο το βλέπω… Φοβούμαι πως τα γνωστά κουκουλοφόρα τάγματα του «προοδευτικού» χώρου δεν πρόκειται να αφήσουν πεζοδρόμιο αξήλωτο σ’ ολόκληρη την πόλη! Εκτός αν οι (άμεσοι ή έμμεσοι) ιδεολογικοί καθοδηγητές τους έχουν λάβει, πλέον, τα μηνύματα της κοινωνίας. Κι έχουν αποφασίσει να ωριμάσουν πολιτικά…

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο ΒΗΜΑ

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Τα ποτάμια δεν γυρίζουν πίσω... | Σκέψεις με αφορμή το τελευταίο μάθημα του Δ. Λιαντίνη


Η τελευταία διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη και η ιδέα του αμετάστρεπτου που κυριαρχεί στη Φύση και τη ζωή.

Σε πρόσφατη περιδιάβαση στο YouTube, είδα και πάλι (ή μάλλον, άκουσα) μία ιστορική διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη [1] (Μαράσλειο, 27/5/1998). Ίσως τη συγκλονιστικότερη που έδωσε ποτέ, αφού ήταν η τελευταία του, στην οποία κατ’ ουσίαν προανήγγειλε το καλά μελετημένο τέλος του. Είχα την ευκαιρία, έτσι, να ρίξω ξανά μια ματιά και στα σχόλια των επισκεπτών του καναλιού. Ανάμεσα στις αμέτρητες προσωπολατρικές μεγαλοστομίες διέκρινα και μία αλλιώτικη σκέψη, διατυπωμένη με λόγο σχεδόν απλοϊκό – όσο απλή είναι συχνά η ίδια η αλήθεια:

«Ίσως φοβόταν τα γεράματα και ήθελε να τον θυμούνται νέο.»

Η τοποθέτηση φαίνεται βάσιμη, αν κάποιος διαβάσει προσεκτικά και αποκωδικοποιήσει τα γραφόμενα του ίδιου του Λιαντίνη...

Η επίδραση που άσκησε η προσωπικότητα του Σωκράτη πάνω στον Λιαντίνη είναι ολοφάνερη στο κύκνειο άσμα του τελευταίου, την «Γκέμμα». Αυτό που διδάσκεται ο αναγνώστης είναι ότι ο φόβος του θανάτου είναι ασύγκριτα πιο διαχειρίσιμος από τον φόβο της παρακμής που αναπόφευκτα φέρνουν μαζί τους τα γηρατειά και η αρρώστια. Η «απόδραση» από τη ζωή, λοιπόν, «πρέπει» να γίνεται έγκαιρα, όσο ακόμα ο άνθρωπος είναι σε θέση να βιώνει τη ζωή του αυτοδύναμα και με αίσθημα αξιοπρέπειας. Τον δρόμο, άλλωστε, είχε δείξει χιλιάδες χρόνια πριν ο Σωκράτης (Γκέμμα, Κεφ. 5, σελ. 86).

Αν κάποιος θελήσει να δει τη ζωή από καθαρά βιολογική σκοπιά, θα πρέπει να προσεγγίσει το φαινόμενο της φυσικής παρακμής – αυτό που τόσο είχε απασχολήσει τον Λιαντίνη – μέσα από τους νόμους της Φύσης. Ένας από αυτούς (ίσως ο τρομακτικότερος απ' όλους) μιλά για το αμετάστρεπτο των μεταβολών, το οποίο διέπει όλες σχεδόν τις φυσικές διεργασίες. Μεταξύ αυτών, την ίδια τη ζωή.

Με αφορμή τις πιο πάνω σκέψεις, θα ήθελα να παραθέσω (σε αναθεωρημένη μορφή) ένα άρθρο δημοσιευμένο το 2012 στο «Βήμα». Το εναρκτήριο ερώτημα του κειμένου αντανακλά το αίσθημα αγωνίας που μας διακατείχε την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Τότε που, παρά τις ζοφερές περιστάσεις, είχαμε ακόμα το κουράγιο (ή την αφέλεια) να ελπίζουμε...

------------------------------------------------

Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ στην επίφαση ευτυχίας που γνωρίζαμε; Ή θ’ αποχαιρετήσουμε για πάντα – με αξιοπρέπεια, έστω – την Αλεξάνδρεια;

Στη Θερμοδυναμική (περιοχή της Κλασικής Φυσικής) δεσπόζουν δύο θεμελιώδεις νόμοι. Ο Πρώτος Θερμοδυναμικός Νόμος αφορά τη διατήρηση της ενέργειας και, στην πιο απλή του διατύπωση, ηχεί ως αυτονόητος: «Η ενέργεια που προσφέρουμε σε ένα σύστημα είναι ισόποση με την αύξηση του ενεργειακού αποθέματος του συστήματος.» Αν ο νόμος αυτός ήταν ο μοναδικός που δέσμευε την ύλη κατά τις μεταβολές της, ο κόσμος που ξέρουμε θα ήταν πολύ διαφορετικός. Θα υπήρχε, π.χ., τρόπος να μη γερνάμε ποτέ (ίσως και να γίνουμε αθάνατοι), ενώ ο προϊστορικός άνθρωπος θα είχε ανακαλύψει την ψύξη και τον κλιματισμό με την ίδια ευκολία που έμαθε να ζεσταίνεται από τη φωτιά!

Ο Δεύτερος Νόμος της Θερμοδυναμικής βάζει τέλος σε τέτοιες φιλοδοξίες. Αποτελεί ίσως την πιο σκληρή πραγματικότητα της Φύσης, μια αληθινή κατάρα του Δημιουργού πάνω στο δημιούργημά Του. Λέει, με πολύ απλά λόγια, πως κάποια πράγματα που συμβαίνουν δεν είναι δυνατό να αναιρεθούν, πως το ποτάμι μερικών φαινομένων δεν γυρίζει ποτέ πίσω. Έτσι, π.χ., ενώ ένα ζεστό σώμα μπορεί αυθόρμητα να δώσει λίγη από τη ζέστη του σε ένα πιο κρύο, το αντίθετο είναι απίθανο (πρακτικά αδύνατο) να συμβεί: ένα κρύο σώμα δεν μπορεί, χωρίς εξωτερική παρέμβαση, να δώσει μέρος από τη λιγοστή θερμική του ενέργεια σε ένα ζεστό, έτσι που το ένα να γίνει ακόμα πιο κρύο και το άλλο ακόμα πιο ζεστό. Η ζέστη φεύγει και δεν γυρίζει ποτέ πίσω από μόνη της. Το ίδιο και η νεότητα στον άνθρωπο, που φεύγει ανεπιστρεπτί αφήνοντας πίσω της τη φθορά που οδηγεί στο γήρας και τον θάνατο. Φαίνεται πως η συνειδητότητα αυτής της τελευταίας πραγματικότητας ήταν που κατηύθυνε τα υπαρξιακά βήματα του Σωκράτη στο κλείσιμο της επίγειας ζωής του. Όπως, ίσως, και αυτά του Δ. Λιαντίνη...

Η βασική φιλοσοφία του νόμου είναι απλή: Αν βάλεις ένα φυσικό σύστημα σε τάξη και μετά το αφήσεις στην τύχη του, το πιο πιθανό είναι πως η τάξη αυτή θα χαθεί (αυτό το γνωρίζουν καλά οι μητέρες που συγυρίζουν καθημερινά τα δωμάτια των παιδιών τους). Αντίθετα, είναι απίθανο το σύστημα αυτό να μεταβεί αυθόρμητα από την αταξία πίσω στην τάξη. Θα πρέπει η υπομονετική μητέρα να συγυρίσει και πάλι το δωμάτιο!

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όλοι οι φόβοι στον άνθρωπο σχετίζονται με το αμετάστρεπτο, την αδυναμία του να αναιρέσει μεταβολές που δεν του είναι επιθυμητές. Η ζωή μας είναι γεμάτη από αγωνίες για όλων των ειδών τις ισορροπίες που μπορεί να ανατραπούν ανεπανόρθωτα. Ανησυχούμε για τη φυσική μας κατάσταση και γι’ αυτή των αγαπημένων μας προσώπων, για τη φθορά των υλικών αγαθών που με θυσίες αποκτήσαμε, για τις οικονομίες που μαζεύαμε μια ζωή και είναι δυνατό να χαθούν μέσα σε μία νύχτα, για την κοινωνική υπόληψη που με κόπο χτίσαμε και μπορεί να γκρεμιστεί από έναν λάθος χειρισμό ή μια κακοτυχία...

Αυτό που μένει στο τέλος είναι η συνειδητοποίηση ότι το μη-αντιστρεπτό είναι ο κανόνας του παιχνιδιού που μας επιτρέπει να παραμένουμε παίκτες στην παρτίδα της ζωής. Και η γνώση αυτή του πεπερασμένου των πραγμάτων οδηγεί μοιραία σε ένα αίσθημα ματαιότητας.

Όμως, πόσο μάταιο είναι ένα ταξίδι στην Ιθάκη; Το ερώτημα γίνεται ρητορικό, και η υπονοούμενη απάντηση αισιόδοξη, αν ορίσουμε τη ζωή όχι ως πεδίο άνισης – και, εν τέλει, άσκοπης – μάχης ενάντια στην παντοδυναμία του Δεύτερου Νόμου, αλλά ως πορεία αυτεπίγνωσης που, στο τέλος της, οδηγεί στην ανακάλυψη του αιώνιου μέσω της υπέρβασης των νόμων του εφήμερου. Όπου «αιώνιο» εννοούμε εδώ το άχρονο, αφού ο χρόνος (όπως και ο χώρος) είναι απλά μία φυσική διάσταση που εφηύρε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα φαινόμενα που τον περιβάλλουν.

Η Ιθάκη μπορεί, επομένως, να είναι η ίδια η κατάκτηση της αθανασίας. Έστω και αν, στη στερνή γραφή του, ένας σύγχρονος φιλόσοφος και διάσημος δραπέτης της ζωής χαρακτήρισε ως «πιθήκους» εκείνους που τολμούν να πιστέψουν σ' αυτήν (Γκέμμα, Κεφ. 11, σελ. 183)...



Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

Στρατιωτικές σχολές: Ένα "ιστορικό" κείμενο


Φεβρουάριος 1993... Στα γραφεία του ιστορικού "Οικονομικού Ταχυδρόμου" παραδίδεται ένα χειρόγραφο κείμενο που, για πρώτη ίσως φορά, ζητά θεσμική αναβάθμιση των στρατιωτικών σχολών έτσι ώστε να αναδεικνύεται η ισοτιμία τους με τα υπόλοιπα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Ο Γιάννης Μαρίνος, διευθυντής του περιοδικού, αντιλαμβάνεται την σημασία του ζητήματος και κανονίζει ώστε το άρθρο να δημοσιευθεί άμεσα. Η πολιτεία χρειάστηκε λίγο περισσότερο χρόνο: μία δεκαετία. Βλέποντας σήμερα φοιτητές μου να διαπρέπουν σε μεταπτυχιακές σπουδές, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, σκέφτομαι ότι, τελικά, άξιζε τον κόπο να αγωνιζόμαστε και να περιμένουμε...

Διαβάστε το άρθρο

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ - Εκεί που το πανεπιστημιακό άσυλο δεν είναι πολιτική διαστροφή

Μια μακρινή ανάμνηση από ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου το πανεπιστημιακό άσυλο εφαρμόζεται στην μόνη σωστή του εκδοχή...


Το περιστατικό που θα αφηγηθώ είναι απολύτως αληθινό. Συνέβη κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και υπήρξα αυτόπτης μάρτυς του.

Είχε πάρει να βραδιάζει όταν τέλειωσε το καθιερωμένο βδομαδιάτικο σεμινάριο για μεταπτυχιακούς φοιτητές της Φυσικομαθηματικής Σχολής, σε ένα Πανεπιστήμιο κάπου στα δυτικά των ΗΠΑ. Για λόγους ασφαλείας, ο φύλακας είχε κλειδώσει μερικές δευτερεύουσες εισόδους του κτιρίου, αφήνοντας μόνο την κεντρική και κάποιες πλαϊνές εισόδους ανοιχτές.

Ως γνήσιοι Έλληνες που πάντα αναζητούν το ανορθόδοξο, επιλέξαμε τις δευτερεύουσες εξόδους μη γνωρίζοντας πως ήταν κλειδωμένες. Βλέποντας τον φύλακα να περνά από εκεί, μία φοιτήτρια τον πλησίασε βιαστικά και με σπαστά αγγλικά, δυνατή φωνή και έντονες, «μεσογειακές» κινήσεις, άρχισε να τον ρωτά γιατί η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

Ο φύλακας την διέκοψε, ρίχνοντάς της ταυτόχρονα ένα αγριεμένο βλέμμα. Με τόνο αυστηρό που δεν σήκωνε συζήτηση, της είπε:

– Αυτό που μόλις έκανες, να μην το ξανακάνεις! Θα πρέπει να προσέχεις πώς απευθύνεσαι σε άνθρωπο που είναι οπλισμένος και έχει εκπαιδευτεί να βάζει το χέρι στο πιστόλι όταν νιώσει τον παραμικρό κίνδυνο. Κι εσύ ήρθες ξαφνικά από πίσω μου και με αιφνιδίασες μιλώντας έντονα και κάνοντας απότομες κινήσεις. Το ξέρεις ότι θα μπορούσα ακόμα και να σε είχα πυροβολήσει;

Ο φιλότιμος φύλακας, πάντως, ξεκλείδωσε πρόθυμα την πόρτα για να μην ταλαιπωρηθούμε κάνοντας τον γύρο του κτιρίου...

Πιθανή απορία «πολιτικοποιημένου» φοιτητή που σπουδάζει σε πανεπιστήμιο της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης:

– Μα, καλά, πώς ανέχονται οι φοιτητικοί σύλλογοι εκεί στην Αμερική την παρουσία οπλισμένων μπάτσων στα πανεπιστήμια;

Η απάντηση είναι απλή και προκαλεί μελαγχολία σε συσχετισμό με όσα θλιβερά συμβαίνουν εδώ και χρόνια στη χώρα μας. Σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο, οι φοιτητές δεν εισέρχονται με πρωταρχικό (συχνά αποκλειστικό) σκοπό να ενταχθούν σε κομματικά ελεγχόμενους φοιτητικούς συλλόγους. Δεν χρησιμοποιούν τον πανεπιστημιακό χώρο σαν «επαναστατικό» ορμητήριο και εργαστήριο παρασκευής αυτοσχέδιων εκρηκτικών. Δεν διανοούνται να ακουμπήσουν τους διδάσκοντες – πόσο μάλλον να χειροδικήσουν πάνω τους – ούτε να εισβάλουν στα γραφεία τους καταστρέφοντας συγγράμματα, υπολογιστές και ό,τι άλλο βρουν μπροστά τους, επειδή και μόνο δεν συμφωνούν με τις πολιτικές απόψεις τους. Η ιδέα της «κατάληψης» πανεπιστημιακού χώρου είναι άγνωστη, και μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να επιχειρήσει κάτι τέτοιο (ή, κάποιος που έχει την διαστροφική διάθεση να καταλήξει στη φυλακή)...

Στα αμερικανικά πανεπιστήμια υπάρχει σαφής και απόλυτος διαχωρισμός ρόλων. Ο φοιτητής είναι φοιτητής και ο δάσκαλος είναι δάσκαλος. Είναι αδιανόητο να αξιώνουν οι φοιτητές πάγια και θεσμικά κατοχυρωμένη εκπροσώπηση στα όργανα διοίκησης του πανεπιστημίου. Οι καθηγητές συναποφασίζουν για τις λεπτομέρειες του προγράμματος σπουδών, και οι φοιτητές υποχρεούνται να σεβαστούν τις αποφάσεις τους. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι καθηγητές κωφεύουν στις απόψεις, τις τυχόν ενστάσεις και τα αιτήματα των φοιτητών – κάτι τέτοιο δεν θα ήταν συμβατό με ένα δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα σαν αυτό των ΗΠΑ. Η τελική ευθύνη των αποφάσεων, όμως, βαρύνει αποκλειστικά τους διδάσκοντες.

Ο οπλισμένος φύλακας ενός αμερικανικού πανεπιστημίου τυγχάνει απόλυτου σεβασμού από τους φοιτητές, αφού υπάρχει εκεί για τη δική τους ασφάλεια. Ακόμα και η αμερικανική Αριστερά καλοδέχεται τις υπηρεσίες που προσφέρει και δεν τον αντιμετωπίζει με βάση το γνώριμό μας, συμπλεγματικό μετεμφυλιοπολεμικό δόγμα, «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Τυχόν απουσία φύλακα προκαλεί αίσθημα ανασφάλειας, όχι ανακούφισης, στους φοιτητές!

Οι οποίοι φοιτητές – περιττό που το επισημαίνω – βρίσκονται εκεί με μοναδικό σκοπό να μορφωθούν και να πάρουν εφόδια για τη ζωή τους. Πολλοί μάλιστα εργάζονται στον ελεύθερο χρόνο τους ώστε να καλύψουν τα έξοδα των σπουδών τους. Για κακή τους τύχη, από το πρόγραμμα σπουδών απουσιάζει το μάθημα του «επαναστατικού» χαβαλέ. Το οποίο θα πρέπει να είναι αρκετά ενδιαφέρον, αν κρίνω από το γεγονός ότι είναι το μόνο στο οποίο πολλοί (ευτυχώς όχι οι περισσότεροι) Έλληνες συμφοιτητές τους κατά κανόνα αριστεύουν. Ενίοτε, μάλιστα, φτάνουν να κατακτήσουν ως και υψηλά αξιώματα στην ελληνική πολιτεία!

Έχει αυτή η πολιτεία την θέληση και την δυνατότητα να προστατέψει εκείνους τους πολλούς που μπαίνουν στα πανεπιστήμια της χώρας με αληθινό σκοπό να μορφωθούν; Ή, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα εφαρμόσει αποφασιστικά στην πράξη τον πρόσφατο θεσμικό εξορθολογισμό του «πανεπιστημιακού ασύλου», το οποίο είχε μετατρέψει τα πανεπιστήμια σε πολιτικές χωματερές (για να μην χρησιμοποιήσω κάποια άλλη, λιγότερο πολιτικά ορθή έκφραση);

Δύσκολο το βλέπω... Φοβούμαι πως τα γνωστά κουκουλοφόρα τάγματα του «προοδευτικού» χώρου δεν πρόκειται να αφήσουν πεζοδρόμιο αξήλωτο σ’ ολόκληρη την πόλη! Εκτός αν οι (άμεσοι ή έμμεσοι) ιδεολογικοί καθοδηγητές τους έχουν λάβει, πλέον, τα μηνύματα της κοινωνίας. Κι έχουν αποφασίσει να ωριμάσουν πολιτικά...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Κάποιος φύλακας σε Πανεπιστήμιο μακρινό…


Το περιστατικό που θα αφηγηθώ είναι απολύτως αληθινό. Συνέβη κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και υπήρξα αυτόπτης μάρτυς του.

Είχε πάρει να βραδιάζει όταν τέλειωσε το καθιερωμένο βδομαδιάτικο σεμινάριο για μεταπτυχιακούς φοιτητές της Φυσικομαθηματικής Σχολής, σε ένα Πανεπιστήμιο κάπου στα δυτικά των ΗΠΑ. Για λόγους ασφαλείας, ο φύλακας είχε κλειδώσει μερικές δευτερεύουσες εισόδους του κτιρίου, αφήνοντας μόνο την κεντρική και κάποιες πλαϊνές εισόδους ανοιχτές.

Ως γνήσιοι Έλληνες που πάντα αναζητούν το ανορθόδοξο, επιλέξαμε τις δευτερεύουσες εξόδους μη γνωρίζοντας πως ήταν κλειδωμένες. Βλέποντας τον φύλακα να περνά από εκεί, μία φοιτήτρια τον πλησίασε βιαστικά και με σπαστά αγγλικά, δυνατή φωνή και έντονες, «μεσογειακές» κινήσεις, άρχισε να τον ρωτά γιατί η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

Ο φύλακας την διέκοψε, ρίχνοντάς της ταυτόχρονα ένα αγριεμένο βλέμμα. Με τόνο αυστηρό που δεν σήκωνε συζήτηση, της είπε:

– Αυτό που μόλις έκανες, να μην το ξανακάνεις! Θα πρέπει να προσέχεις πώς απευθύνεσαι σε άνθρωπο που είναι οπλισμένος και έχει εκπαιδευτεί να βάζει το χέρι στο πιστόλι όταν νιώσει τον παραμικρό κίνδυνο. Κι εσύ ήρθες ξαφνικά από πίσω μου και με αιφνιδίασες μιλώντας έντονα και κάνοντας απότομες κινήσεις. Το ξέρεις ότι θα μπορούσα ακόμα και να σε είχα πυροβολήσει;

Ο φιλότιμος φύλακας, πάντως, ξεκλείδωσε πρόθυμα την πόρτα για να μην ταλαιπωρηθούμε κάνοντας το γύρο του κτιρίου...

Πιθανή απορία «πολιτικοποιημένου» (λέμε τώρα) ελληνάρα φοιτητή που σπουδάζει σε πανεπιστήμιο της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης:

– Μα, καλά, πώς ανέχονται οι φοιτητικοί σύλλογοι εκεί στην Αμερική την παρουσία οπλισμένων μπάτσων στα πανεπιστήμια;

Η απάντηση είναι απλή και προκαλεί μελαγχολία σε συσχετισμό με τα όσα θλιβερά συμβαίνουν εδώ. Σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο, οι φοιτητές δεν εισέρχονται για να ενταχθούν σε κομματικά ελεγχόμενους φοιτητικούς συλλόγους. Δεν χρησιμοποιούν τον πανεπιστημιακό χώρο σαν «επαναστατικό» ορμητήριο και εργαστήριο παρασκευής αυτοσχέδιων εκρηκτικών. Δεν διανοούνται να ακουμπήσουν τους διδάσκοντες – πόσο μάλλον να χειροδικήσουν πάνω τους – ούτε να εισβάλουν στα γραφεία τους καταστρέφοντας συγγράμματα, υπολογιστές και ό,τι άλλο βρουν μπροστά τους, επειδή και μόνο δεν συμφωνούν με τις πολιτικές απόψεις τους. Η ιδέα της «κατάληψης» πανεπιστημιακού χώρου είναι άγνωστη, και μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να επιχειρήσει κάτι τέτοιο (ή, κάποιος που έχει τη διαστροφική διάθεση να καταλήξει στη φυλακή)...

Στα αμερικανικά πανεπιστήμια υπάρχει σαφής και απόλυτος διαχωρισμός ρόλων. Ο φοιτητής είναι φοιτητής και ο δάσκαλος είναι δάσκαλος. Είναι αδιανόητο να αξιώνουν οι φοιτητές πάγια και θεσμικά κατοχυρωμένη εκπροσώπηση στα όργανα διοίκησης του πανεπιστημίου. Οι καθηγητές συναποφασίζουν για τις λεπτομέρειες του προγράμματος σπουδών, και οι φοιτητές υποχρεούνται να σεβαστούν τις αποφάσεις τους. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι καθηγητές κωφεύουν στις απόψεις, τις τυχόν ενστάσεις και τα αιτήματα των φοιτητών – κάτι τέτοιο δεν θα ήταν συμβατό με ένα δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα σαν αυτό των ΗΠΑ. Η τελική ευθύνη των αποφάσεων, όμως, βαρύνει αποκλειστικά τους διδάσκοντες.

Ο οπλισμένος φύλακας ενός αμερικανικού πανεπιστημίου τυγχάνει απόλυτου σεβασμού από τους φοιτητές, αφού υπάρχει εκεί για τη δική τους ασφάλεια. Ακόμα και η αμερικανική Αριστερά καλοδέχεται τις υπηρεσίες που προσφέρει και δεν τον αντιμετωπίζει με βάση το γνώριμό μας, συμπλεγματικό μετεμφυλιοπολεμικό δόγμα, «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Τυχόν απουσία φύλακα προκαλεί αίσθημα ανασφάλειας, όχι ανακούφισης, στους φοιτητές!

Οι οποίοι φοιτητές – περιττό που το επισημαίνω – βρίσκονται εκεί με μοναδικό σκοπό να μορφωθούν και να πάρουν εφόδια για τη ζωή τους. Πολλοί μάλιστα εργάζονται στον ελεύθερο χρόνο τους ώστε να καλύψουν τα έξοδα των σπουδών τους. Για κακή τους τύχη, από το πρόγραμμα σπουδών απουσιάζει το μάθημα του «επαναστατικού» χαβαλέ. Το οποίο θα πρέπει να είναι αρκετά ενδιαφέρον, αν κρίνω από το γεγονός ότι είναι το μόνο στο οποίο πολλοί (ευτυχώς όχι οι περισσότεροι) Έλληνες συμφοιτητές τους κατά κανόνα αριστεύουν. Ενίοτε, μάλιστα, φτάνουν να γίνουν ακόμα και πρόεδροι κυβερνήσεων!

Θα προστατέψουν ποτέ οι εκπαιδευτικοί θεσμοί μας εκείνους τους πολλούς που μπαίνουν στα πανεπιστήμια της χώρας με αληθινό σκοπό να μορφωθούν; Ή, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα πάρει ποτέ η Πολιτεία τη γενναία απόφαση να καταργήσει, επιτέλους, το άθλιο «πανεπιστημιακό άσυλο» που έχει μετατρέψει τα πανεπιστήμια σε πολιτικές χωματερές (για να μη χρησιμοποιήσω κάποια άλλη, χυδαία έκφραση);

Χλωμό το βλέπω... Τα κουκουλοφόρα τάγματα του κόμματος (ονόματα δεν λέμε) δεν πρόκειται να αφήσουν πεζοδρόμιο αξήλωτο σ’ ολόκληρη την πόλη!

Aixmi.gr

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΒΗΜΑ - Οι «ένοχοι» του Μεγάλου Πολέμου


Κλείνει φέτος ένας αιώνας από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου – του «Μεγάλου Πολέμου», όπως αποκλήθηκε στην εποχή του, πριν η ανθρωπότητα βιώσει μία ακόμα παγκόσμια ανθρωποσφαγή. Αν και σε πολλούς από εμάς ο πόλεμος αυτός φαντάζει «αρχαία Ιστορία», η αμφίπλευρα αιτιατική θέση του στο ιστορικό συνεχές δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί.

Πράγματι, ο Μεγάλος Πόλεμος (1914-18) θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μακρινό ιστορικό αποτέλεσμα του Γαλλοπρωσικού Πολέμου του 1870-71 και, παράλληλα, σαν «πρώτος γύρος» μιας παγκόσμιας κρίσης που κορυφώθηκε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-45). Πέρα από την καταγραφή πολεμικών γεγονότων και πολιτικών και διπλωματικών συσχετισμών, όμως, υπάρχει μία υποχθόνια σχέση ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, η οποία αφορά την αξία – ή, για την ακρίβεια, τη μαζική απαξίωση – της ανθρώπινης ζωής...

Από τη στιγμή της κατάταξής τους στους μαζικούς στρατούς, οι στρατιώτες του Μεγάλου Πολέμου μετατρέπονταν αυτόματα σε αριθμούς πολεμικού μητρώου που αντιπροσώπευαν αναλώσιμες ανθρώπινες μονάδες. Ζούσαν για μήνες ολόκληρους θαμμένοι μέσα σε άθλια χαρακώματα παρέα με τη λάσπη, τις ψείρες και τους αρουραίους, περιμένοντας τον ήχο της σφυρίχτρας που θα σήμαινε την έναρξη μιας νέας μάχης. Και τότε, τα κύματα των «αριθμών μητρώου» έπρεπε να βγουν από τα προστατευτικά λαγούμια τους και να ξεπροβάλουν στη «γη του κανενός» (no man’s land) με αποστολή να επιτεθούν στο αντίπαλο χαράκωμα. Στο οποίο ελάχιστοι κατόρθωναν να φτάσουν, αφού τους πιο πολλούς είχαν ήδη θερίσει στα μέσα της διαδρομής τα καλά οχυρωμένα πολυβόλα των αμυνόμενων. Και οι αρουραίοι αποκτούσαν υπερμεγέθεις διαστάσεις τρεφόμενοι με τα πτώματα των στρατιωτών, πεσόντων καταρχήν υπέρ πατρίδος αλλά κατ’ ουσίαν (και) στο βωμό της ικανοποίησης του εγωισμού υπερφίαλων στρατηγών.

Πράγματι, σύμφωνα με τη γνώμη των περισσοτέρων ιστορικών αναλυτών, ένα σημαντικό ποσοστό των θανάτων στα χαρακώματα (κυρίως του Δυτικού Μετώπου) ήταν προϊόν άσκοπης ανθρωποθυσίας με μηδαμινό κέρδος από άποψη στρατηγικού αποτελέσματος. Οι απώλειες κατά τις μάχες έπαιρναν συχνά «αυτοκτονικές» διαστάσεις. Στη Μάχη του Somme (1916) οι Γερμανοί και οι Βρετανοί έχασαν από 400,000 η κάθε πλευρά, ενώ οι Γάλλοι έχασαν 200,000. Η «ανταμοιβή» για τις αγγλο-γαλλικές απώλειες ήταν μία μέγιστη προέλαση 7 μιλίων! Νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, η ανεπιτυχής γερμανική πολιορκία του Verdun κόστισε τη ζωή σε 336,000 Γερμανούς και 350,000 Γάλλους στρατιώτες. Στη διαβόητη μάχη στο Passchendaele (1917) πάνω από 370,000 Βρετανοί στρατιώτες χάθηκαν με «κέρδος» λίγων μόλις τετραγωνικών χιλιομέτρων λασπωμένης γης, διάτρητης από τις οβίδες του πυροβολικού...

Αυτή η μαζική απαξίωση της ανθρώπινης ζωής ξέφυγε από τα πεδία των μαχών και βρήκε μία ακόμα σκοτεινότερη έκφρασή της στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ομοιότητες με τα χαρακώματα τρομάζουν, ιδίως σε ό,τι αφορά την μετατροπή ανθρώπινων μονάδων σε αριθμούς μητρώου κατά την είσοδό τους στο φονικό σύστημα. Με κίνδυνο να εξοργίσω τον αναγνώστη, θα καταθέσω την αδυναμία μου να απαντήσω στο υποθετικό – και όχι ρητορικό – ερώτημα, γιατί, π.χ., ο Rudolf Höss (ο «χασάπης» του Auschwitz) ήταν μεγαλύτερος εγκληματίας πολέμου από τον Βρετανό στρατηγό Sir Douglas Haig που, εν πολλοίς από στρατιωτικό καπρίτσιο, έστειλε σε άσκοπο θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών σε Somme και Passchendaele, για να μην αναφερθώ και στις αμέτρητες θανατικές καταδίκες που ελαφρά τη καρδία υπέγραψε, για όσους απλά δεν άντεξαν στα χαρακώματα. Ανεξάρτητα από τις όποιες αξιολογήσεις ιδεολογικών κινήτρων, αυτή η ολική περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή, κυνικά εκφρασμένη μέσω υπηρεσιακών διαταγών μαζικού θανάτου, καθιστά τις ηθικές διαφοροποιήσεις δυσδιάκριτες...

Σε ό,τι αφορά, τώρα, τον ίδιο τον Μεγάλο Πόλεμο, ο επιμερισμός «ενοχών» για το ξέσπασμα ή, τουλάχιστον, την μη αποτροπή του, είναι δύσκολη υπόθεση και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ως τις μέρες μας. Κάποιοι ιστορικοί (όπως, π.χ., ο Αμερικανός William Keylor) επιμένουν ότι το βάρος της ευθύνης πέφτει κυρίως στους ώμους της υπέρμετρα φιλόδοξης και πολεμοχαρούς Γερμανίας. Άλλοι συγγραφείς, όμως (όπως ο σπουδαίος Βρετανός ιστορικός James Joll) επιμερίζουν πιο συμμετρικά τις ευθύνες.

Σε κάθε περίπτωση, κάθε μονομερής απόδοση ευθυνών για το ξέσπασμα του πολέμου θα ήταν εξαιρετικά απλοϊκή. Από τη μία, στην τελική κρίση του Ιουλίου του 1914 η γερμανική κυβέρνηση ενήργησε με τρόπο που επιτάχυνε τον πόλεμο. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ο ενθουσιασμός με τον οποίο υποδέχθηκαν τον πόλεμο οι λαοί όλων των εμπλεκομένων χωρών (ειδικά, της Γαλλίας) και η βεβαιότητα όλων των κυβερνήσεων ότι ο πόλεμος ήταν ο μόνος τρόπος να προστατέψουν τα εθνικά τους συμφέροντα που απειλούνταν.

Ας εξετάσουμε συνοπτικά το πλέγμα εθνικών συμφερόντων και κινήτρων στις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου:

1. Διακαή πόθο για τη Γαλλία αποτελούσε η επανάκτηση των επαρχιών της Αλσατίας και της Λωρραίνης, τις οποίες είχε απολέσει το 1871 σαν αποτέλεσμα της ταπεινωτικής ήττας της στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Αυτός θα ήταν και ο πρωταρχικός στόχος της σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία. Το στρατιωτικό πλεονέκτημα της Γαλλίας έναντι της Γερμανίας το πρόσφερε η συμμαχία της με τη Ρωσία, πράγμα που θα ανάγκαζε τη Γερμανία να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα.

2. Η συμμαχία με τους Γάλλους «έλυνε τα χέρια» – όπως τουλάχιστον η ίδια πίστευε – στη Ρωσία σε ό,τι αφορούσε τις επεκτατικές φιλοδοξίες της προς τον νότο, δηλαδή, την αύξηση της επιρροής της στα Βαλκάνια (η Ιστορία, τελικά, κάνει κύκλους, όπως συνηθίζεται να λέγεται!). Από την άλλη, η Ρωσία δεν ξεχνούσε ποτέ την διπλωματική ταπείνωση που είχε υποστεί από την βασική σύμμαχο της Γερμανίας, την Αυστροουγγαρία, λόγω του τρόπου με τον οποίο η τελευταία είχε μεθοδεύσει την προσάρτηση της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης (1908).

3. Η Αυστροουγγαρία είχε δικά της, εσωτερικά προβλήματα να αντιμετωπίσει, τα οποία σχετίζονταν κυρίως με την πολυεθνική σύνθεση της αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, η κατά κύριο λόγο σλαβική εθνοτική σύνθεση της Βοσνίας έδινε «πάτημα» στη γειτονική Σερβία να διεκδικεί την αυστροουγγρική επαρχία. Στο πλευρό της Σερβίας ήταν, φυσικά, η Ρωσία, που είχε αναλάβει ρόλο αυτόκλητου προστάτη όλων των σλαβικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

4. Η περίπτωση της Βρετανίας χρήζει ιδιαίτερης εξέτασης. Η χώρα μπήκε στον πόλεμο όχι λόγω της Entente Cordiale με τη Γαλλία (που ήταν απλή «συμφωνία κυρίων» και όχι σύμφωνο στρατιωτικής υποστήριξης) αλλά, τυπικά, με αφορμή την παραβίαση της ουδετερότητας του Βελγίου από τη Γερμανία. Οι λόγοι, όμως, της εμπλοκής της Βρετανίας στο πλευρό της Γαλλίας ήταν βαθύτεροι και, σύμφωνα με τους ιστορικούς αναλυτές, αφορούσαν τόσο τον ναυτικό ανταγωνισμό με τη Γερμανία, όσο και ένα πάγιο βρετανικό αμυντικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο καμία εχθρική δύναμη δεν θα έπρεπε να κατέχει στρατηγικές θέσεις στην απέναντι ακτή της Μάγχης.

5. Αφήσαμε τελευταία τη Γερμανία γιατί αποτελεί την πιο σύνθετη περίπτωση. Τα κίνητρα που την ώθησαν στον πόλεμο ήταν τόσο οικονομικά, όσο και στρατιωτικά. Κατά πρώτον, η Γερμανία ζητούσε μια δική της «θέση στον ήλιο» στις παγκόσμιες αγορές, στις οποίες είχαν διεισδύσει και κυριαρχούσαν η Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ. Ο οικονομικός επεκτατισμός, όμως, καθιστούσε αναγκαία μια στρατιωτική υπεροχή που μοιραία θα επιβεβαιωνόταν μέσα από σύγκρουση. Αλλά, για να έχει μια τέτοια σύγκρουση πιθανότητες επιτυχίας, η Γερμανία θα έπρεπε να βιαστεί. Η γαλλο-ρωσική συμμαχία την υποχρέωνε εκ των πραγμάτων να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα, την επιτυχή έκβαση του οποίου θα εξασφάλιζε – σύμφωνα με τους γερμανικούς στρατιωτικούς κύκλους – η κατά γράμμα εφαρμογή του πολεμικού σχεδίου που είχε καταστρώσει ο Κόμης Alfred von Schlieffen, πρώην αρχηγός του αυτοκρατορικού γενικού επιτελείου. Οι προϋποθέσεις του σχεδίου Schlieffen, όμως, ατονούσαν σταδιακά καθώς ενισχυόταν η αριθμητική δύναμη του γαλλικού στρατού, ενώ παράλληλα εκσυγχρονιζόταν το σιδηροδρομικό δίκτυο των Ρώσων.

Την αφορμή που ζητούσε η Γερμανία την έδωσε ένας Σέρβος εθνικιστής, ο Gavrilo Princip, όταν στις 28 Ιουνίου 1914 δολοφόνησε στο Σαράγεβο, πρωτεύουσα της Βοσνίας, τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, Αρχιδούκα Franz Ferdinand, και την σύζυγό του Σοφία. Το ντόμινο που θα οδηγούσε στην κόλαση των χαρακωμάτων είχε μόλις ξεκινήσει...

Είναι ενδιαφέρον, τώρα, να καταγράψουμε τη στάση των κυβερνήσεων μετά το Σαράγεβο και ως το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, για να ζυγίσουμε τις ευθύνες της κάθε πλευράς. Παραθέτουμε τα γεγονότα επιγραμματικά:

1. Το Βερολίνο ενθάρρυνε τη Βιέννη να στείλει ένα ταπεινωτικό τελεσίγραφο στο Βελιγράδι (23 Ιουλίου 1914). Παράλληλα, η Γερμανία υποσχέθηκε πλήρη στρατιωτική υποστήριξη στην Αυστρία σε περίπτωση πολέμου, ενώ ταυτόχρονα ναρκοθέτησε τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες της βρετανικής κυβέρνησης.

2. Με τη λήξη της προθεσμίας που έθετε το τελεσίγραφο, η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία (28 Ιουλίου). Την επόμενη μέρα, η Ρωσία («προστάτιδα» των Σέρβων) αποφάσισε μερική κινητοποίηση του στρατού της κοντά στα αυστριακά σύνορα, η οποία σύντομα κλιμακώθηκε σε πλήρη κινητοποίηση.

3. Η Γερμανία είχε τώρα το πρόσχημα που της χρειαζόταν για πόλεμο κατά της Ρωσίας. Προσπαθώντας να προλάβει την ενεργοποίηση των όρων της γαλλο-ρωσικής συμμαχίας, έστειλε ένα απαράδεκτο τελεσίγραφο στο Παρίσι αξιώνοντας δήλωση ουδετερότητας της Γαλλίας σε περίπτωση ρωσογερμανικού πολέμου. Όπως ήταν φυσικό, η Γαλλία απέρριψε το τελεσίγραφο και στη χώρα διατάχθηκε πλήρης κινητοποίηση του στρατού.

4. Στις 2 Αυγούστου τα γερμανικά στρατεύματα ξεκίνησαν την επίθεση κατά της Γαλλίας, εισβάλλοντας αρχικά στο Βέλγιο. Η παραβίαση της ουδετερότητας του Βελγίου έδωσε το αναγκαίο διπλωματικό «πάτημα» στη Βρετανία για να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία (4 Αυγούστου).

Τα πολεμικά γεγονότα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ενός επόμενου σημειώματος, εφόσον υπάρξει σχετικό ενδιαφέρον από τους αναγνώστες. Αυτό που θα θέλαμε να επισημάνουμε κλείνοντας το παρόν κείμενο είναι ότι οι ρόλοι του «καλού» και του «κακού» δεν διανέμονται απόλυτα και μονοσήμαντα στον Μεγάλο Πόλεμο, σε αντίθεση με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όπου ο πολιτισμένος, δημοκρατικός κόσμος στάθηκε απέναντι στη βαρβαρότητα του ναζισμού.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν κυρίως αποτέλεσμα αυξανόμενου οικονομικού ανταγωνισμού, ανεξόφλητων ιστορικών λογαριασμών και χρονολογούμενων εθνικών μνησικακιών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Συνέβαλαν όμως σε αυτόν και οι υπέρμετρες φιλοδοξίες και ο εθνικιστικός τυχοδιωκτισμός μικρότερων κρατών. Ο πόλεμος άφησε πίσω του κάπου 9 εκατομμύρια νεκρούς στα πεδία των μαχών, ενώ περισσότερο από διπλάσιος ήταν ο αριθμός των τραυματιών, πολλοί από τους οποίους έζησαν ακρωτηριασμένοι στο υπόλοιπο της ζωής τους.

Σε αυτό τον πόλεμο, περισσότερο από οποιονδήποτε προηγούμενο, ο στρατιώτης κατέστη μαζικά αναλώσιμο είδος και η αξία της ανθρώπινης ζωής ευτελίστηκε σχεδόν απόλυτα. Ανάλογο ευτελισμό θα υφίστατο και πάλι η ανθρώπινη υπόσταση είκοσι και κάτι χρόνια αργότερα. Τούτη τη φορά όχι στα χαρακώματα αλλά στους θαλάμους των αερίων...

* Επί του πιεστηρίου: Την ώρα που γράφονταν οι τελευταίες γραμμές του κειμένου, στην Ανατολική Αττική είχε μόλις ξεκινήσει να εκτυλίσσεται η τραγωδία ενός αληθινού ελληνικού Ολοκαυτώματος με αμέτρητους (στην κυριολεξία) νεκρούς. Το κείμενο αυτό, που ως κεντρική του ιδέα έχει την αξία της ανθρώπινης ζωής, αφιερώνεται στη μνήμη τους, με την ευχή «ποτέ ξανά»...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Τιτανικός: Το ναυάγιο που δεν ξεχάστηκε...

Η ιστορία είναι πια γνωστή: Η ανθρώπινη ματαιοδοξία, μαζί με την τεχνολογική αλαζονεία, κατασκεύασαν ένα "αβύθιστο" πλοίο που - πίστευαν - δεν θα χρειαζόταν καν σωστικές λέμβους (παρά μόνο λίγες, ως διακοσμητικά) και θα μπορούσε να τρέχει στους ωκεανούς με ταχύτητες πολύ πάνω από τα "ανόητα" όρια ασφαλείας της εποχής! Του έδωσαν το υπεροπτικό όνομα ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ. Η πρόσκρουσή του στο παγόβουνο και η εν συνεχεία βύθισή του στον Ατλαντικό κατά το παρθενικό του ταξίδι, στις 14-15 Απριλίου 1912, αποτελεί ίσως την τραγικότερη έκφραση μεταφυσικής ειρωνείας στη νεότερη ιστορία!

Διαβάστε την ιστορία του πλοίου στα Ελληνικά ή στα Αγγλικά. Και μια σπάνια φωτογραφία:

Το παγόβουνο στο οποίο προσέκρουσε ο Τιτανικός. Η φωτογραφία τραβήχτηκε λίγες ώρες μετά το ναυάγιο, στη θαλάσσια περιοχή όπου αυτό είχε λάβει χώρα. Πάνω στο παγόβουνο υπήρχαν ακόμα τα σημάδια από τη μπογιά του πλοίου!

Δείτε την καλύτερη ταινία (κατά τη γνώμη μας) που γυρίστηκε ποτέ με θέμα το στοιχειωμένο πλοίο: "A Night to Remember", παραγωγής 1958.






Aixmi.gr

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΒΗΜΑ - Η Σμύρνη, η μνήμη και το μήνυμα για το σήμερα


Συζήτηση της Μιμής Ντενίση με τον Παύλο Παπαδόπουλο στο ΒΗΜΑgazino

Η Μιμή Ντενίση βρίσκεται από την ημέρα των Χριστουγέννων στη Θεσσαλονίκη, όπου πρωταγωνιστεί στο έργο «Σμύρνη μου αγαπημένη» σε ένα κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής. Είναι η μεγαλύτερη θεατρική επιτυχία των τελευταίων δεκαετιών, που μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη έπειτα από δυόμισι σεζόν στην Αθήνα, στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Η κυρία Ντενίση δεν πρωταγωνιστεί απλώς, αλλά έγραψε και σκηνοθέτησε το έργο. Το καλοκαίρι του 2017 το έργο αυτό θα γίνει αγγλόφωνη ταινία, στην οποία, εκτός από την ίδια τη Μιμή Ντενίση, θα πρωταγωνιστούν ο Ίαν Μακ Κέλεν, η Βανέσα Ρεντγκρέιβ και η Ολυμπία Δουκάκη. Γιατί, όμως, άλλη μια συνέντευξη με τη Μιμή Ντενίση για τη «Σμύρνη», μετά μάλιστα και το εξώφυλλο στο BHMAgazino των Χριστουγέννων του 2015; Διότι το έργο αυτό, πέρα από ένα θεατρικό φαινόμενο, είναι παράλληλα μια απροσδόκητη κατάθεση στην εθνική αυτογνωσία. Ξεχάστε τη μεγάλη σταρ, τη λάμψη, τα κοστούμια, τα σκηνικά και την υπερπαραγωγή που οργάνωσε η συγγραφέας και πρωταγωνίστρια μαζί με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του «Ελληνικού Κόσμου» Θρασύβουλο Γιάτσιο. Οσοι είδαν ή θα δουν τη «Σμύρνη» θα τα απολαύσουν και θα τα χορτάσουν όλα αυτά και μάλιστα με το παραπάνω. Αλλά η δύναμη και η απήχηση της «Σμύρνης» προέρχεται από τις ομοιότητες, τις αντιστοιχίες, τις παραλληλίες εκείνης της εποχής με τη σημερινή, οι οποίες αποκαλύπτονται μέσα από μια εμπνευσμένη και γρήγορη πλοκή. Η «Σμύρνη» ταράζει τον Έλληνα θεατή γιατί, πέρα απ' όλα, είναι μια προειδοποίηση ότι η Ελλάδα και ο ελληνισμός βρίσκονται και σήμερα εγκλωβισμένοι στην επανάληψη των ίδιων ψευδαισθήσεων, των ίδιων διχασμών και των ίδιων λαθών. Στο πλαίσιο αυτό, μια συζήτηση με τη Μιμή Ντενίση για τη Σμύρνη (και όχι με αφορμή τη «Σμύρνη»), μια συνέντευξη με στόχο την εξήγηση αυτών των παράξενων συναισθημάτων που προκαλεί αυτό το έργο-φαινόμενο, θεωρήσαμε ότι είναι όχι μόνο μια εύστοχη δημοσιογραφική επιλογή, αλλά ταυτόχρονα μια υποχρέωση του BHMAgazino προς τους αναγνώστες του.

Κυρία Ντενίση, παρακολούθησα τρεις φορές το έργο σας «Σμύρνη μου αγαπημένη» για έναν και μόνο λόγο: Πέρα από μια σπουδαία θεατρική παραγωγή, το έργο αυτό με έχει ανησυχήσει και προβληματίσει πολύ. «Σας ευχαριστώ που δείχνετε τέτοιο ενδιαφέρον για το έργο. Αλλά τι εννοείτε ακριβώς όταν λέτε ότι σας έχει ανησυχήσει;».

Βλέποντας την αναβίωση της Σμύρνης, την ακμή και την καταστροφή της μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας, το μυαλό μου βρισκόταν συνεχώς στο σήμερα. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι οι πρώτες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα και οι πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα έχουν αντιστοιχίες και ομοιότητες. Τότε, όπως και τώρα, υπάρχει μια Μεγάλη Ιδέα. Τότε ήταν η μεγέθυνση του ελληνικού κράτους. Σήμερα ήταν και είναι η εδραίωση του ελληνικού κράτους στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. «Δεν ήταν η πρόθεσή μου να αναδείξω τις όποιες ομοιότητες. Θα σας πω, όμως, ότι κι εγώ αλλά και πολλοί θεατές διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται το έργο με τη σημερινή εποχή. Η ρευστότητα και η αβεβαιότητα των διεθνών μεταβολών, η κρίση και ο διχασμός αλλά και το κλίμα του εφησυχασμού ότι "τίποτα δεν θα γίνει τελικά" είναι ανησυχητικά όμοιο. Μάλιστα, αυτή η διαπίστωση γίνεται όλο και πιο έντονη όσο προχωρούν τα χρόνια. Ήταν ασθενέστερη το 2014, όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε το έργο, και εντονότερη σήμερα».

Στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως και τώρα, διαπιστώνουμε την αποτυχία όλων των πολιτικών δυνάμεων να διαχειριστούν τη «Μεγάλη Ιδέα» της εποχής τους. Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση συνθηκών διχασμού και η πρόκληση ρήξης στις σχέσεις με τους Συμμάχους και εταίρους. Η ρήξη με τους Συμμάχους οδήγησε τότε στη Μικρασιατική Καταστροφή. «Συμφωνώ με την παρατήρησή σας. Πράγματι, η ρήξη με τους Συμμάχους έφερε την Καταστροφή. Η πορεία προς την Καταστροφή, όμως, είχε οριοθετηθεί και προσδιοριστεί από συγκεκριμένες νοοτροπίες και από αποφάσεις που χαρακτήρισαν όλη την προηγούμενη περίοδο. Δεν ήταν ακριβώς κεραυνός εν αιθρία».

Ορίστε, λοιπόν, άλλη μια ομοιότητα. Και σήμερα βλέπουμε νοοτροπίες και αποφάσεις που μας σπρώχνουν διαρκώς κοντά στη ρήξη. Αν τελικώς προκαλέσουμε με τις αποφάσεις μας μια νέα ρήξη με τη Δύση, τότε η οικονομική κρίση μπορεί να οξυνθεί, να μετεξελιχθεί και να ξεσπάσει σε μια νέα εθνική καταστροφή. Γιατί δεν μαθαίνουμε από την Ιστορία μας; «Δεν μαθαίνουμε από την Ιστορία μας γιατί δεν την ξέρουμε. Και δεν την ξέρουμε γιατί προσπαθούν πολλοί για να μην τη μάθουμε. Γι' αυτό εκδηλώνεται το φαινόμενο να μαθαίνουμε για ένα ιστορικό γεγονός και να αντιδρούμε με απορία: "Μα, συνέβη τέτοιο πράγμα;". Εγώ που είμαι πτυχιούχος του Ιστορικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν αποφάσισα να γράψω το έργο "Σμύρνη μου αγαπημένη", συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα τίποτα για την πραγματική Ιστορία της Σμύρνης, για τις αποφάσεις και τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταστροφή της. Έπρεπε να προχωρήσω σε ιστορική έρευνα και να συνδέσω πολλές και διαφορετικές μελέτες και μαρτυρίες για να σχηματίσω μια ολοκληρωμένη εικόνα».

Τι θα μπορούσε να αποτρέψει τη Μικρασιατική Καταστροφή; «Το σχέδιο. Το εθνικό σχέδιο για τη Μικρασιατική Εκστρατεία είναι αυτό που θα μπορούσε να αποτρέψει τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αντίθετα, όλα έγιναν παρορμητικά, χωρίς εθνική συνεννόηση και χωρίς ρεαλιστική αξιολόγηση των σχέσεών μας με τους Συμμάχους. Πράττουμε χωρίς τις απαραίτητες πειθαρχίες, χωρίς τον επιβεβλημένο σχεδιασμό, αλλά και χωρίς να απαιτούμε τα αντίστοιχα ανταλλάγματα για τη δράση και τη συμβολή μας σε κοινούς σκοπούς. Ορίστε άλλη μια ομοιότητα. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα σε ό,τι αφορά την προσπάθεια για τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, του κράτους και της Δημοκρατίας μέσα στο σύγχρονο δυτικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο, κάτι που όπως είπατε είναι η "Μεγάλη Ιδέα τού σήμερα". Δεν έχουμε σχέδιο. Δεν έχουμε θέσεις. Δεν έχουμε πειθαρχία. Δεν έχουμε συνεννόηση. Πώς πιστεύουμε, λοιπόν, ότι θα πετύχουμε και θα αποτρέψουμε πιθανές δυσάρεστες εξελίξεις;».

Συγκεκριμένα τι έπρεπε να είχε γίνει τότε; «Οι Σύμμαχοι ικέτευαν την Ελλάδα να συμμετάσχει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συμμετοχή της Ελλάδας ήταν κρίσιμη γιατί ενέτασσε τη Θεσσαλονίκη μέσα στους συμμαχικούς σχεδιασμούς. Η Ελλάδα αποφάσισε να συμμετάσχει, βλέποντας στο βάθος το "αντάλλαγμα" της εξασφάλισης των εδαφών από τους Βαλκανικούς Πολέμους και της επέκτασης στη Θράκη, στο Αιγαίο και στη Μικρά Ασία. Αλλά δεν ζήτησε ρητό αντάλλαγμα, γραπτές δεσμεύσεις, συγκεκριμένη στρατιωτική βοήθεια. Προχωρήσαμε παρορμητικά. Ήρθαν τα πρώτα οφέλη. Η Ελλάδα διπλασίασε το έδαφός της. Αποφάσισε να συνεχίσει να προχωρά και να διεκδικεί εδάφη με τον ίδιο παρορμητισμό. Χωρίς εξασφαλίσεις, χωρίς δεδομένη βοήθεια. Οι νίκες του στρατού διαδέχονταν η μία την άλλη. Όμως γίναμε θύματα της επιτυχίας μας».

Τι εννοείτε; «Το κάθε βήμα επέβαλλε ένα επόμενο βήμα. Και κάναμε το κάθε επόμενο βήμα, χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις της επιτυχίας του. Κάποια στιγμή φτάσαμε σε ένα κρίσιμο βήμα, την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Το βήμα αυτό ενεργοποίησε δυνάμεις ανεξέλεγκτες που εν πολλοίς προσδιόρισαν τις εξελίξεις οι οποίες οδήγησαν στο 1922. Βρισκόμαστε στην άνοιξη του 1919. Οι Ιταλοί ήταν έτοιμοι να καταλάβουν εκείνοι τη Μικρά Ασία. Είχαν μάλιστα αποβιβαστεί πολύ κοντά στη Σμύρνη. Οι Άγγλοι ζήτησαν από τον Βενιζέλο να στείλει πρώτος τον ελληνικό στρατό στη Σμύρνη για να προλάβει τους Ιταλούς. Ο Βενιζέλος το έκανε και ο ελληνικός στρατός έφτασε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου 1919. Αλλά δεν ζήτησε σαφή στρατιωτικά ανταλλάγματα και εγγυήσεις από τους Συμμάχους προτού το κάνει. Ίσως δεν είχε χρόνο γιατί έπρεπε να αρπάξει την ευκαιρία. Όμως η παρουσία του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και σε ακτίνα 300 χιλιομέτρων γύρω από τη Σμύρνη άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, ενεργοποίησε όλες τις δυνάμεις του τουρκικού εθνικισμού, οι οποίες στη συνέχεια δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπιστούν χωρίς τη μεγάλη και σταθερή βοήθεια των Συμμάχων».

Γιατί ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές για τον Νοέμβριο του 1920; Η Φιλιώ Μπαλτατζή, η ευκατάστατη οικοδέσποινα της Σμύρνης την οποία υποδύεστε εσείς στο έργο, εκφράζει την υποψία της ότι ο Βενιζέλος προκήρυξε τις εκλογές γιατί «κάτι ήξερε», εννοώντας ότι γνώριζε ή διαισθανόταν ότι η έκβαση της εκστρατείας δεν θα ήταν αίσια. «Πολλοί μού είπαν ότι ήταν τολμηρό που έβαλα αυτή την υποψία στο έργο. Πρόκειται, όμως, για ένα ιστορικό ερώτημα. Αυτό το ερώτημα έχει απαντηθεί με πολλούς τρόπους. Κανένας, όμως, δεν είναι σίγουρος και οριστικός. Για να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα με σοβαρότητα και νηφαλιότητα πρέπει να γνωρίζουμε ποιος ήταν πραγματικά ο Βενιζέλος, αλλά και ποιο ήταν το κλίμα και οι εξελίξεις της εποχής. Ο Βενιζέλος ήταν ένας ιδιοφυής πολιτικός και πολύ τολμηρός. Πίστευε πολύ στη Μεγάλη Ιδέα, όσο πίστευε και στην ικανότητά του να πείθει τους άλλους. Το έχουν παραδεχθεί ξένοι ηγέτες, το πώς τους μάγευε και τους έπειθε. Το παραδέχθηκε ακόμη και ο μεγάλος αντίπαλός του, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α'. Είχε πει ότι ετοιμαζόταν να συναντήσει τον Βενιζέλο για ένα ζήτημα και να του πει "όχι", αλλά μόλις τον συναντούσε μεταπείθονταν και του έλεγε "ναι" γιατί τα επιχειρήματα του Βενιζέλου και η φλόγα με την οποία τα υποστήριζε ήταν ακατανίκητα».

Πώς αντιμετώπιζε ο Βενιζέλος τις σχέσεις με τους Συμμάχους; «Ο Βενιζέλος πίστευε ότι μια χώρα μικρή σαν την Ελλάδα δεν έχει τον χρόνο και το εκτόπισμα να απαιτεί σαφή ανταλλάγματα εκ των προτέρων για κάθε επόμενη κίνησή της μέσα στη συμμαχική σκακιέρα. Ότι αρκούσε μια γενική δέσμευση για να σπεύδει και να δρα. Ότι πρέπει να εκμεταλλεύεται αμέσως τις ευκαιρίες, να προβαίνει σε πρωτοβουλίες και μετά να εξασφαλίζει το αντάλλαγμα. Να βρίσκεται σε διαρκή κινητικότητα. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε το πρώτο κομμάτι της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Κι έτσι έστειλε αμέσως τον ελληνικό στρατό στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου 1919. Το μεγάλο αυτό βήμα επικυρώθηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών. Η Ελλάδα, υπό την αιγίδα των μεγάλων δυνάμεων, ανέλαβε τη διοίκηση της Σμύρνης και ολόκληρης της περιοχής σε ακτίνα 300 χλμ. από τη Σμύρνη. Στη συνέχεια, όμως, ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε ούτε να αποχωρήσει από τη Σμύρνη ούτε να μείνει ακίνητος».

Δηλαδή ο ελληνικός στρατός, ανεπαισθήτως, παρά την υπεροχή και τις νίκες του, ουσιαστικά εγκλωβίστηκε στη Μικρά Ασία σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει; Όπως π.χ. εγκλωβίστηκαν οι Αμερικανοί στο Ιράκ; «Σκεφτείτε ποια ήταν η πραγματικότητα στη Μικρά Ασία. Ο ελληνικός στρατός έπρεπε να πολεμά στα όρια της περιοχής που ήλεγχε για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις. Αναπόφευκτα, όμως, έπρεπε διαρκώς να προχωρά πιο πέρα. Έπρεπε να προχωρά έστω και αργά για να υπερασπίσει τα διάσπαρτα, έξω από την ακτίνα των 300 χιλιομέτρων, ελληνικά χωριά. Διότι μετά την απόβαση στη Σμύρνη σημειώνονταν όλο και περισσότερες αντάρτικες επιθέσεις Τούρκων στα ελληνικά χωριά που εκτείνονταν στην τουρκική ενδοχώρα. Ο ελληνικός στρατός αναγκαζόταν να προχωράει και να υπερασπίζει τα χωριά».

Αυτή, όμως, η αναγκαστική προέλαση προκαλούσε απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό ενώ απαιτούσε διαρκή ανεφοδιασμό. «Ακριβώς. Ο πόλεμος μπορεί να ήταν σε χαμηλή ένταση, αλλά βρισκόταν σε εξέλιξη. Τα ελληνικά στρατεύματα δεν φυλούσαν σκοπιά. Πολεμούσαν διαρκώς. Το μέτωπο κρατιόταν στην αρχή. Οι Έλληνες νικούσαν παντού. Και προχωρούσαν. Όσο προχωρούσαν, όμως, τόσο εμφανής ήταν η ανάγκη όλο και πιο στέρεων σχέσεων με τους Συμμάχους, τόσο κρίσιμος ήταν ο ρόλος των γραμμών ανεφοδιασμού, τόσο πιο καθοριστική ήταν η οργάνωση του στρατεύματος, η στρατηγική και πάνω απ' όλα η ενότητα του λαού στην Ελλάδα».

Όμως η ενότητα του ελληνικού λαού δεν υπήρχε. «Ναι, γιατί η Μικρασιατική Εκστρατεία χτίστηκε αναγκαστικά επάνω στο ρήγμα του εθνικού διχασμού που ξεκίνησε το 1915 με τη σύγκρουση του Κωνσταντίνου με τον Βενιζέλο για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1917, για να οδηγήσει τελικά την Ελλάδα στον Μεγάλο Πόλεμο, ο Βενιζέλος σχημάτισε δεύτερη κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη παράλληλα με την κυβέρνηση του βασιλιά στην Αθήνα. Στο τέλος της δεκαετίας του '10, το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα ήταν εκρηκτικό, παρά την επιτυχία του Βενιζέλου και τα εδαφικά κέρδη της Ελλάδας που ήρθαν με το τέλος του πολέμου».

Αξίζει να σταθούμε στην ατμόσφαιρα της εποχής. «Ο βασιλιάς, έντονα λαοφιλής, είχε εκδιωχθεί. Και παρά τη Συνθήκη των Σεβρών που προσδιόριζε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, εκδηλώθηκε δύο ημέρες μετά δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου στον σταθμό της Λυών. Λίγο αργότερα, τα αντίποινα των βενιζελικών ήταν τέτοια που οδήγησαν στη δολοφονία του Ιωνα Δραγούμη στην Αθήνα. Για κάποιους ιστορικούς δεν ήταν "εθνικός διχασμός", ουσιαστικά ήταν ένας εμφύλιος που μαινόταν. Η Ελλάδα ξεκίνησε τη Μικρασιατική Εκστρατεία την ώρα που βρισκόταν ήδη σε έναν ακήρυχτο εμφύλιο. Και φυσικά όχι μόνο η κοινωνία, αλλά και το ελληνικό στράτευμα ήταν βαθιά διαιρεμένο. Όπως αναφέρεται και στο έργο, οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί από τη μία πολεμούσαν τους Τούρκους στο μέτωπο κι από την άλλη βρίσκονταν διαρκώς σε διένεξη μεταξύ τους, γιατί οι μισοί ήταν βενιζελικοί και οι άλλοι μισοί βασιλικοί».

Κάπως έτσι, όμως, εξηγείται και η απόφαση για εκλογές τον Νοέμβριο του 1920. Προφανώς ο Βενιζέλος ήθελε να τερματίσει τον διχασμό και να ενώσει την ελληνική κοινωνία για να συνεχίσει με επιτυχία τη δύσκολη αυτή εκστρατεία. «Κάποιοι ιστορικοί, όπως ο Βλάσης Αγτζίδης, λένε ότι μετά την απόπειρα εναντίον του ο Βενιζέλος αισθανόταν ευάλωτος και επιδίωκε μια ψυχολογική αναβάπτιση μέσα από μια καθαρή λαϊκή εντολή. Άλλοι επιμένουν πως ήταν σίγουρος ότι θα νικούσε και έτσι ήθελε να τερματίσει τον εθνικό διχασμό με μια δική του νίκη. Και ότι έτσι θα κινητοποιούσε τους πάντες για την υπεράσπιση και την τελική επιτυχία της Μεγάλης Ιδέας. Άλλοι λένε πως διέκρινε ότι οι Σύμμαχοι σταδιακά γίνονταν επιφυλακτικοί και απομακρύνονταν από την υποστήριξη στην Ελλάδα».

Ίσως ο Βενιζέλος να έκανε τις εκλογές για όλους αυτούς τους λόγους μαζί. Ίσως να θεώρησε ότι η οριστική νίκη στο μέτωπο και η τελική διευθέτηση της Μικράς Ασίας με τους Συμμάχους προϋπέθετε τον τερματισμό του εθνικού διχασμού και την εθνική ενότητα κάτω από την αναβαπτισμένη δική του ηγεσία. Και ότι χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε ο ίδιος να εγγυηθεί την επιτυχία. Δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Άρα δεν μπορούσε παρά να προκηρύξει εκλογές. Όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Γιώργος Μαυρογορδάτος στο βιβλίο του «1915: Ο εθνικός διχασμός», ο Βενιζέλος ήδη κυβερνούσε πολλά χρόνια χωρίς εκλογές... «Το σίγουρο είναι ότι οι Ιταλοί είχαν κάνει απόβαση στη Μικρά Ασία και ετοιμάζονταν να πάνε στη Σμύρνη. Οι Σύμμαχοι μεταξύ τους είχαν πολλές διαφορές. Ήθελαν να κάνουν έναν πόλεμο με πληρεξούσιο. Και ο Τσόρτσιλ το είπε: "Κάναμε έναν πόλεμο με πληρεξούσιο". Ο πληρεξούσιος ήταν η Ελλάδα σε έναν πόλεμο της Δύσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία».

Η υπόθεση των «πολέμων με πληρεξούσιο» είναι όλη η Ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους. Το κράτος ιδρύθηκε γιατί οι μεγάλες δυνάμεις των αρχών του 19ου αιώνα, η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία, ήθελαν να πάψει να είναι ισχυρή η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κι αυτό εν πολλοίς ισχύει μέχρι σήμερα. «Τι θέλετε να πείτε;».

Θέλω να πω ότι οι Έλληνες αντί να εκμεταλλευόμαστε σταθερά αυτή την πάγια γεωπολιτική δυναμική και να βρισκόμαστε σε σχέση συνεννόησης και εμπιστοσύνης με τη Δύση για να χτίσουμε ένα ισχυρό κράτος-υπόδειγμα, συχνά παρασυρόμαστε σε έναν αυτοκαταστροφικό αντιδυτικισμό που οδηγεί σε εθνικές υποχωρήσεις και καταστροφές... «Δεν θα διαφωνήσω με τη μακροϊστορική σας διαπίστωση και μάλιστα θα συμφωνήσω με μία ακόμη ευθεία αντιστοιχία με τη σημερινή εποχή την οποία υπονοείτε. Άλλωστε, όπως θυμάστε, έχουμε συζητήσει πολλές φορές αυτόν τον προβληματισμό όταν συναντιόμαστε - ανεξάρτητα από αυτή τη συνέντευξη. Συμφωνούμε σε πολλά για το πώς σκέφτεται και λειτουργεί η ελληνική κοινωνία, για τις διαχρονικές σταθερές που προσδιορίζουν τις εξελίξεις και για τους σημερινούς κινδύνους που μοιάζουν πολύ με τους κινδύνους άλλων εποχών. Αισθάνεται κανείς πράγματι ότι είναι σαν να βρισκόμαστε στο ίδιο επικίνδυνο σημείο ενός γνωστού και επαναλαμβανόμενου ελληνικού ιστορικού κύκλου. Αλλά θα επιστρέψω στο συγκεκριμένο θέμα των εκλογών του 1920. Ένας μεγάλος πολιτικός όπως ο Βενιζέλος, εκείνος που παρακίνησε τους Συμμάχους να εκδιώξουν τον βασιλιά από την Αθήνα το 1917, που έσπρωξε την Ελλάδα στον πόλεμο και οδήγησε τον στρατό στη Μικρά Ασία χωρίς να ρωτήσει τον λαό, έπρεπε να θεωρήσει ότι ο Νοέμβριος του 1920 ήταν η κατάλληλη στιγμή για να προκηρύξει εκλογές;».

Κάποιος θα έλεγε ανεπιφύλακτα «ναι». Ήταν η στιγμή του θριάμβου. Χρειαζόταν η επαναβεβαίωση της Μεγάλης Ιδέας αν επρόκειτο να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί... «Με συγχωρείτε. Δεν ήταν η στιγμή του θριάμβου. Ήταν πάνω από έναν χρόνο μετά τη στιγμή του θριάμβου. Οι Έλληνες βρίσκονταν και πολεμούσαν ήδη πάνω από έναν χρόνο στη Μικρά Ασία. Τι να ρωτήσεις τον λαό έναν χρόνο μετά; Αν θέλει τον στρατό στη Μικρά Ασία; Μα ήταν ήδη εκεί ο στρατός και δεν μπορούσε να επιστρέψει. Οι εκλογές ήταν ένα δημοψήφισμα που δεν έπρεπε να γίνει γιατί η επιλογή της "επιστροφής" ήταν άτοπη εκείνη τη στιγμή και απλά δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί».

Κάτι μας θυμίζει αυτό για δημοψηφίσματα που είναι άτοπα και επικίνδυνα όταν μια πιθανή απάντησή τους δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να προκληθεί εθνική καταστροφή. «Διαρκώς εντοπίζετε ομοιότητες...».

Γιατί, όμως, η ευθύνη του 1920 δεν ανήκει στους βασιλικούς που συμμετείχαν στις εκλογές με το σύνθημα «Οίκαδε», δηλαδή ότι έπρεπε ο ελληνικός στρατός να επιστρέψει; Εκείνοι δεν ήξεραν ότι δεν γινόταν να επιστρέψει ο στρατός; «Πράγματι, οι βασιλικοί κορόιδεψαν τον λαό. Και συνέχισαν την εκστρατεία για πολλούς λόγους, αλλά και γιατί δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία με δεδομένη την τουρκική επιθετικότητα απέναντι στο ελληνικό στοιχείο».

Άρα δεν μπορεί να φορτωθεί ο Βενιζέλος την ευθύνη για τη συμπεριφορά των βασιλικών. Έπρεπε δηλαδή να μην κάνει εκλογές για να προστατεύσει τους βασιλικούς από τον εαυτό τους και την Ελλάδα από τους βασιλικούς; «Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά. Και θα σας θυμίσω ένα απόσπασμα επιστολής που έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης, που ήταν συνεργάτης του Βενιζέλου: "Άνθρωπος που μ' επανάστασιν κατέλαβε την αρχή και δικτατορικώς κυβέρνησε τόσα χρόνια πώς και γιατί θυμήθηκε το Σύνταγμα και ενήργησε εκλογές αφού τόξερε πως θα χάσει ή μη και δεν τόξερε; Αμ τότε ίνταδιάλο υπεράνθρωπος έτονε;". Κοιτάξτε, εγώ πιστεύω ότι ισχύουν αυτά που αναφέρατε παραπάνω. Πράγματι ο Βενιζέλος, κλονισμένος μετά την απόπειρα εναντίον του, αλλά και μετά τη δολοφονία του Δραγούμη, αντιλαμβανόμενος τις δυσκολίες της εκστρατείας, μπορεί να κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νίκη στη Μικρά Ασία είχε ως προϋπόθεση τον τερματισμό του εθνικού διχασμού. Μόνο που όταν ήδη έχεις πάρει τόσο μεγάλες αποφάσεις χωρίς να έχεις ρωτήσει τον λαό, όταν έχεις οδηγήσει τον ελληνικό στρατό έως εκεί, δεν είναι η ώρα να θέσεις μετά την ερώτηση. Δεν είναι η ώρα γιατί δεν μπορείς να διακινδυνεύσεις να πάρεις οποιαδήποτε άλλη απάντηση».

Κι εδώ, όμως, αρχίζουν οι σοβαρές ευθύνες του Κωνσταντίνου Α'. Διότι η Καταστροφή συνέβη σχεδόν δύο χρόνια μετά τις εκλογές του 1920... «Ο Κωνσταντίνος είχε πάρα πολύ μεγάλη αντιπαλότητα με τον Βενιζέλο. Όταν επέστρεψε στον θρόνο, μεταξύ των βασιλικών επικράτησε η έπαρση. Ότι ο βασιλιάς τους ήταν καλύτερος από τον Βενιζέλο. Ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αυτός που θα μπει στην Πόλη».

Πίστευε ότι θα γινόταν ο νέος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου μετά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ότι θα ήταν ο επόμενος Κωνσταντίνος που θα έμπαινε στην Πόλη μετά τον Παλαιολόγο; «Ήταν ένας καλός στρατιωτικός και μάλιστα πολύ λαοφιλής. Και προφανώς πολλοί οπαδοί του δεν περίμεναν από αυτόν τίποτα λιγότερο από την κατάληψη της Πόλης».

Γιατί ο Κωνσταντίνος δεν είχε τη διορατικότητα να αντιληφθεί πού οδηγούνταν η Μικρασιατική Εκστρατεία; Και γιατί δεν πραγματοποίησε την εκλογική δέσμευση των βασιλικών για τον τερματισμό της; «Ο Κωνσταντίνος ήταν ο ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων. Αισθάνθηκε ότι ο τερματισμός της εκστρατείας θα ήταν μια προδοσία απέναντι στη Μεγάλη Ιδέα. Αλλά έκανε το τραγικό λάθος να αλλάξει την ηγεσία του στρατεύματος. Η μισή καταστροφή οφείλεται σε αυτή την απόφαση. Ο Βενιζέλος είχε τοποθετήσει πολύ καλούς στρατιωτικούς».

Ο Κωνσταντίνος δεν είχε εξίσου καλούς στρατιωτικούς; «Οι βασιλικοί αξιωματικοί βρίσκονταν μακριά από το στράτευμα για πολλά χρόνια. Είχαν χάσει την επαφή. Ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος που ήταν επικεφαλής επί Βενιζέλου ήταν Μικρασιάτης και γνώριζε κάθε λόφο και πεδιάδα της περιοχής. Τον αντικατέστησαν τον Νοέμβριο του 1920 με τον Αναστάσιο Παπούλα. Προσέξτε. Ήταν κι αυτός ένας καλός στρατιωτικός. Ίσως γι' αυτό, όμως, παραιτήθηκε πριν από τον Μάιο του 1922, προειδοποιώντας ότι το ελληνικό στράτευμα όδευε προς την Καταστροφή. Τότε τοποθέτησαν στη θέση του τον Γεώργιο Χατζηανέστη. Όμως ο Χατζηανέστης ήταν ήδη μεγάλης
ηλικίας, είχε χρόνια να πολεμήσει. Δεν πήγε καν στο μέτωπο, έμεινε στη Σμύρνη. Αυτό που προέβλεψε ο Παπούλας δυστυχώς επιβεβαιώθηκε».

Έχουμε γραπτές πηγές για να δούμε τι του απάντησε ο Κωνσταντίνος όταν το είπε; «Τα κρίσιμα αρχεία του 1922 δεν έχουν ανοίξει. Παραμένουν απόρρητα. Υποτίθεται ότι θα ανοίξουν σε 100 χρόνια, δηλαδή το 2022. Ασφαλώς, το ΥΠΕΞ, που φυλάσσει τα αρχεία, γνωρίζει όλη την αλήθεια. Όπως γνωρίζει και η βασιλική οικογένεια. Εγώ πιστεύω ότι η ευθύνη για την Καταστροφή εντοπίζεται σε πράξεις και των δύο κυβερνήσεων, και των δύο παρατάξεων. Γι' αυτό και η Μικρασιατική Καταστροφή παραμένει μέχρι σήμερα μια παράγραφος στην Ιστορία. Σχεδόν αποσιωπάται. Υπάρχει ένα μεγάλο συλλογικό εθνικό τραύμα που έχει κουκουλωθεί, που δεν έχει αντιμετωπιστεί. Η πραγματική Ιστορία με τις ευθύνες των πρωταγωνιστών έχει αποσιωπηθεί. Πολλοί που βλέπουν τη "Σμύρνη" έρχονται και μου λένε "Ανοίξατε το τραύμα της Μικράς Ασίας". Για πολλούς το τραύμα αυτό δεν έχει επουλωθεί. Δεν έχει υπάρξει κάθαρση».

Πιστεύετε, λοιπόν, ότι η Ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι γεμάτη από «γιατί» και ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα ακόμη και σήμερα. «Ακριβώς. Και ένα μεγάλο ερωτηματικό είναι και η θέση και ο ρόλος του Αριστείδη Στεργιάδη, του ύπατου αρμοστή της Σμύρνης που τοποθέτησε ο Βενιζέλος το 1919 και διατήρησε ο Κωνσταντίνος. Όταν έφτασε η Καταστροφή, μπήκε σε ένα αγγλικό πλοίο και έφυγε. Δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Έζησε στη Μασσαλία έως το 1949 που πέθανε. Έγινε η "δίκη των έξι". Δεν τον κάλεσε κανείς για να απολογηθεί. Κι όμως ήταν υπεύθυνος για την πόλη. Ήταν σαν πρωθυπουργός για τη Σμύρνη. Κανείς δεν τον εξέτασε για τα αίτια της Καταστροφής. Πιθανώς γιατί είχε εντολές να συγκρατήσει τους κατοίκους εκεί, να μην τους επιτρέψει να φύγουν. Το αρχείο Στεργιάδη βρίσκεται στην Κρήτη και δεν έχει ανοίξει».

Γιατί πιστεύετε ότι ο Στεργιάδης είχε εντολές να συγκρατήσει τους κατοίκους στη Σμύρνη; «Τον Ιούλιο του 1922, έναν μήνα πριν από την Καταστροφή, η ελληνική Βουλή ψήφισε διακομματικά έναν νόμο που απαγόρευε την έλευση στους ελληνικούς λιμένες ατόμων χωρίς ελληνικό διαβατήριο. Ο νόμος είχε αποσιωπηθεί, τον ανακάλυψα κατά τη διάρκεια της ιστορικής έρευνας για το έργο και τον δημοσίευσα στο βιβλίο με το θεατρικό κείμενο. Ήταν ένας νόμος φτιαγμένος για να αποτρέψει τη μετακίνηση των πληθυσμών της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, ως Οθωμανοί πολίτες, είχαν οθωμανικά διαβατήρια. Διέβλεπαν τους αυξημένους κινδύνους, προέβλεπαν ότι πολλοί μπορεί να ήθελαν να φύγουν για να προστατευτούν και ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να τους κρατήσουν εκεί».

Επιστρέφοντας στο τέλος του 1920, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι η επιστροφή του Κωνσταντίνου οδήγησε τους Συμμάχους να σταματήσουν να εφοδιάζουν τον ελληνικό στρατό... «Δεν έδωσαν το δάνειο. Η Ελλάδα χρειαζόταν το λεγόμενο δάνειο των Συμμάχων για να ενδυναμώσει την εκστρατεία και να σταθεί η ίδια καλύτερα στα πόδια της. Οι Σύμμαχοι είχαν προειδοποιήσει ότι αν εκλεγεί η βασιλική παράταξη και επιστρέψει ο βασιλιάς που δεν είχε βοηθήσει τους Συμμάχους στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν θα έδιναν το δάνειο. Παρ' όλα αυτά, ο λαός ψήφισε υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου. Και οι Σύμμαχοι είπαν ότι η Ελλάδα τούς έδωσε έναν καλό λόγο για να πάψουν να τη στηρίζουν. Η νέα ελληνική κυβέρνηση παρακάλεσε για το δάνειο. Αλλά δεν το πήρε».

Θα έπρεπε, λοιπόν, αμέσως να παγώσει την εκστρατεία. «Μέχρι το 1921 ο στρατός νικούσε. Ο Κεμάλ τότε οργανώθηκε, το 1921, ο στρατός του απέκτησε στολές και όπλα. Μέχρι τότε ήταν άτακτοι. Ο ελληνικός στρατός, όπως σας είπα, ήταν αναγκασμένος να εισχωρεί στα βάθη της ενδοχώρας, παρά τους αυξανόμενους κινδύνους, για να υπερασπίσει τους ελληνικούς πληθυσμούς που βάλλονταν. Αλλά και ο Κεμάλ τούς άφησε επίτηδες να προχωρούν όλο και πιο βαθιά μέσα στην ηπειρωτική χώρα. Φυσικά αυτό καθιστούσε τον ανεφοδιασμό όλο και δυσκολότερο. Δεν μπορούσαν οι Άγγλοι να τους στείλουν τρόφιμα και όπλα. Το πιο κοντινό λιμάνι ήταν στα Μουδανιά, που ήταν πολύ μακριά. Έτσι, σταδιακά, ο ελληνικός στρατός έμεινε χωρίς τροφή, χωρίς εφόδια, χωρίς Συμμάχους, χωρίς κανέναν».

Κι έτσι οδηγήθηκε στην ήττα. «Ο ελληνικός στρατός πέρασε και τον Σαγγάριο. Έφτασε στο Αφιόν Καραχισάρ. Εκεί το μέτωπο εκτεινόταν σε εύρος 700 χιλιομέτρων. Απλώθηκε τόσο πολύ για να αντιμετωπίσει τις σποραδικές επιθέσεις του Κεμάλ, πότε σε ένα σημείο, πότε σε άλλο. Κι έτσι, λόγω της μεγάλης απόστασης μεταξύ των τμημάτων, δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους οι αξιωματικοί και οι στρατηγοί. Σταδιακά οι επιθέσεις γίνονταν όλο και περισσότερες. Πριν από τον Δεκαπενταύγουστο ο Κεμάλ πύκνωσε τις επιθέσεις του σε διάφορα σημεία. Ο Νικόλαος Τρικούπης και ο Νικόλαος Πλαστήρας δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Οι στρατιώτες, χωρίς οδηγίες και χωρίς ηγεσία, επαναστάτησαν. "Μας έχετε εδώ για εκτέλεση" έλεγαν κι έφευγαν».

Ήταν δραματικές ώρες για τις οποίες ελάχιστα έχουμε διδαχθεί. Ο παππούς μου, Κωνσταντίνος, ήταν 22 ετών το 1922, πέρασε τον Σαγγάριο και πολέμησε στο Αφιόν Καραχισάρ. Έχω φωτογραφίες του από το μέτωπο. «Ο δικός μου παππούς από την πλευρά της μητέρας μου, ο στρατηγός Δημήτρης Γαρδίκης, ήταν τότε συνταγματάρχης. Έχω στο καμαρίνι μου μια φωτογραφία του από το Αφιόν Καραχισάρ. Έχω τη φωτογραφία του για να τον βλέπω προτού βγω στη σκηνή για να πω την Ιστορία της Σμύρνης και της εκστρατείας. Όταν στην Αθήνα κατάλαβαν ότι το μέτωπο κατέρρευσε έστειλαν εσπευσμένη εντολή και αντικατέστησαν τον Χατζηανέστη με τον στρατηγό Νικόλαο Τρικούπη, του διοικητή του Α' Σώματος Στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ. Δεν γνώριζαν, όμως, ότι ο Τρικούπης είχε μόλις αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι τού φέρθηκαν άψογα. Έστειλαν μήνυμα στην οικογένειά του στην Αθήνα ότι είναι καλά. Η ελληνική κυβέρνηση το έμαθε εκ των υστέρων. Τα γεγονότα επιταχύνθηκαν».

Πώς αντέδρασαν οι Έλληνες στη Σμύρνη; «Στη Σμύρνη δεν είχαν καταλάβει τίποτε. Άρχισαν να συνειδητοποιούν τι είχε συμβεί όταν άρχισαν να επιτίθενται οι Τσέτες στα γύρω χωριά και να πλησιάζουν στη Σμύρνη. Οι Τσέτες κινούνταν βάσει μυστικού σχεδίου. Ήταν οργανωμένα τάγματα, ήταν σκληροί χωρικοί, αντάρτες από τα βάθη της ηπειρωτικής Τουρκίας. Δεν είχαν δει ποτέ Έλληνες, ούτε Λεβαντίνους, και γι' αυτό εξάντλησαν επάνω τους όλη τη σκληρότητά τους. Στη Σμύρνη, όμως, όλοι εφησύχαζαν. Είκοσι έξι συμμαχικά πλοία βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Γι' αυτό ακόμη και οι πιο επιφανείς Σμυρνιοί δεν έφυγαν από τη Σμύρνη, παρά τα νέα για την κατάρρευση του μετώπου. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν πίστευαν ότι οι Τσέτες θα έμπαιναν στη Σμύρνη. Όμως υπήρχε σχέδιο. Και οι Σύμμαχοι, αφού τα είχαν βρει με τον Κεμάλ και σιγά σιγά είχαν εξοπλίσει τον στρατό του, είχαν αποφασίσει να μην επέμβουν και να μην αποτρέψουν ούτε την καταστροφή της Σμύρνης».

Ποιο ήταν το «σχέδιο» που λέτε ότι υπήρχε; «Υπήρχε σχέδιο εξολόθρευσης του ελληνικού στοιχείου ήδη από το 1908. Εφαρμόστηκε πρώτη φορά στη Φώκαια το 1914, όταν δολοφονήθηκαν Έλληνες ύστερα από ξαφνική επίθεση οργανωμένων Τούρκων χωρικών και ανταρτών. Όσοι σώθηκαν εγκατέλειψαν αμέσως την πόλη. Η επίθεση αυτή δεν έγινε τυχαία. Ήταν η δοκιμαστική εφαρμογή ενός γερμανικού σχεδίου. Υπάρχουν τα έγγραφα. Το ίδιο σχέδιο εφαρμόστηκε και για τη γενοκτονία των Αρμενίων. Θεωρείται "πρωτοναζιστικό σχέδιο", ένα manual για το πώς πραγματοποιείται μια εθνοκάθαρση».

Ποια ήταν η σκοπιμότητα αυτού του σχεδίου; «Η σκοπιμότητα και η αιτία ήταν ότι η Τουρκία δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει μεσαία αστική τάξη όσο θα υπήρχαν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Ασσυροχαλδαίοι που κατείχαν τις πιο νευραλγικές θέσεις στο κράτος και στη διοίκηση. Το σχέδιο εκπονήθηκε στο πλαίσιο της συνεργασίας Γερμανών και Τούρκων που είχε ήδη αρχίσει πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σχέδιο εκπόνησε ο Όθων Λίμαν φον Σάντερς που συνεργαζόταν με τους Νεότουρκους και οργάνωσε τον τουρκικό στρατό. Κομμάτι του σχεδίου εθνοκάθαρσης ήταν να δημοσιεύονται στις εφημερίδες σκίτσα που απεικόνιζαν ότι οι Έλληνες βίαζαν τις γυναίκες των Τούρκων και σκότωναν παιδιά».

Αυτά που σήμερα αποκαλούμε «ψεύτικες ειδήσεις», οι οποίες έχουν αναβιώσει με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Ναι. Κι έτσι σιγά σιγά άρχισαν να ξεσηκώνουν τον τουρκικό πληθυσμό. Η Ελλάδα προχώρησε στην τελική φάση της Μεγάλης Ιδέας ενώ ήδη οι Τούρκοι οργάνωναν μια μυστική εσωτερική αντεπίθεση στην ηπειρωτική χώρα ενισχυμένοι και από τους Ρώσους του Λένιν, οι οποίοι, αφού είχαν διαμοιράσει με τους Τούρκους τις περιοχές των Αρμενίων, ενίσχυαν τον Κεμάλ με χρήματα και όπλα».

Παρ' όλα αυτά, το έργο περιέχει σαφή αντιπολεμικά μηνύματα και είναι γεμάτο από λεπτομερείς αναφορές για την καλή σχέση ανάμεσα στους Έλληνες και στους Τούρκους μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο της Σμύρνης. «Αυτός ήταν ένας από τους πρώτους μου στόχους. Είναι δύσκολο να προσεγγίσεις τη Σμύρνη χωρίς να αποφύγεις αναφορές που μπορεί να ερμηνευτούν ως εθνικιστικές. Πιστεύω, όμως, ότι μπορείς να το καταφέρεις αν δεν φοβάσαι την αλήθεια. Ήθελα στο έργο αυτό να υπάρχουν και τα ελαττώματα των Ελλήνων, όπως και τα δίκαια των Τούρκων. Ήθελα να δείξουμε τον σεβασμό που πρέπει να έχουμε στους Τούρκους ως ανθρώπους. Υπήρξαν πολλοί Τούρκοι που βοήθησαν τους Έλληνες να γλιτώσουν από την Καταστροφή».

Ο χαρακτήρας που υποδύεστε, η Φιλιώ, λέει με νόημα για τη συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στο λιμάνι της Σμύρνης: «Δεν ήταν συνωστισμός. Ηταν η ίδια η Κόλαση», με αποτέλεσμα να προκαλείται μια θύελλα από χειροκροτήματα στο θέατρο. Το κοινό επικροτεί την αποδοκιμασία όσων μίλησαν για «συνωστισμό», μια αποδοκιμασία που έρχεται σαν δραματικός απόηχος από την ίδια αυτή προκυμαία της Καταστροφής. Δεν ήταν, λοιπόν, «συνωστισμός»; «Βεβαίως δεν ήταν. Έβαλα αυτή τη φράση στο έργο γιατί με ενόχλησε η φιλολογία περί "συνωστισμού". Σε πολλά αγγλικά κείμενα για την Καταστροφή υπήρχε η φράση "συνωστίζονταν στο λιμάνι της Σμύρνης". Η επιτροπή διαμόρφωσης του σχολικού βιβλίου άντλησε από τις αγγλικές πηγές, μετέτρεψε το ρήμα σε ουσιαστικό και ανέφερε απλά τη λέξη "συνωστισμός". Όμως δεν γίνεται να συνοψίζεις μια Καταστροφή σε αυτή τη λέξη όταν έχεις 5 εκατομμύρια πρόσφυγες. Ο συνωστισμός δεν συνέβη με την έννοια της πολυκοσμίας, όπως λέμε "συνωστισμός στον Πειραιά από τους εκδρομείς"».

Ο Αμερικανός Εϊσα Τζένινγκς διέσωσε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, ουσιαστικά ολόκληρη τη Σμύρνη, εξασφαλίζοντας τα πλοία για τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Πώς; «Ήταν Αμερικανός στη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων (ΧΑΝ). Βλέποντας την Καταστροφή να είναι σε εξέλιξη, πήγε στη Μυτιλήνη και έσπασε την αμηχανία και την αναποφασιστικότητα που επικρατούσε. Απαίτησε να στείλει πλοία η ελληνική κυβέρνηση. Είπε ψέματα ότι ήταν εκπρόσωπος της αμερικανικής κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα ήταν ο τελευταίος Αμερικανός της Σμύρνης. Ήταν ένας απλός άνθρωπος που είχε το ανάστημα να επέμβει. Μεσολάβησε και στις δύο πλευρές και έσωσε τους Έλληνες της Σμύρνης».

Θα επανέλθω στις ομοιότητες των γεγονότων του έργου με το σήμερα, οι οποίες είναι πάρα πολλές. Οι ψεύτικες ειδήσεις ως γενεσιουργός αιτία πολιτικών μεταβολών. Η απόκρυψη χρημάτων και χρυσού στους κήπους που γινόταν στη Σμύρνη του 1922, όσο γίνεται και τα τελευταία χρόνια σε όλη την Ελλάδα. Η αποστολή χρημάτων στο εξωτερικό, τότε και τώρα. Όλα αυτά τα βλέπουμε στο έργο και σκεφτόμαστε ότι βρίσκονται σε εξέλιξη και σήμερα. «Πράγματι. Εσείς έχετε παρακολουθήσει, αναλύσει και ερμηνεύσει το έργο υπό αυτό το πρίσμα. Ανακαλύπτετε διαρκώς ομοιότητες, αντιστοιχίες και παραλληλίες μέσα στις πτυχές της Ιστορίας που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Και δεν είστε ο μόνος».

Ο κοινός αγώνας και η αγωνία όλων μας για την αντιμετώπιση της κρίσης και ο διχασμός και η διχόνοια για τα πολιτικά είναι στοιχεία ίδια, τότε και τώρα. Οι μεταβολές στις σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων, τότε και τώρα, και πώς μεταβολίζονται και μετατρέπονται σε πολιτικές εξελίξεις και συγκρούσεις στην Ελλάδα, σε κάθε εργασιακό χώρο, σε κάθε παρέα, σε κάθε οικογένεια. Και παράλληλα, ο ίδιος εφησυχασμός, τότε και τώρα, ότι «η καταστροφή δεν θα συμβεί σε εμάς». Η σημερινή βεβαιότητα ότι «η Ευρώπη δεν θα μας αφήσει να καταστραφούμε» είναι ίδια με τη βεβαιότητα των Σμυρνιών ότι «με τα πλοία των Συμμάχων στο λιμάνι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα». «Δεν θα διαφωνήσω μαζί σας. Οι ομοιότητες της εποχής μας με εκείνη την εποχή μπορεί να προκαλούν ανησυχία».

Εσείς τι σκέφτεστε όταν παίζετε κάθε βράδυ ένα έργο που αφορά τη Μικρασιατική Καταστροφή αλλά μοιάζει με αλληγορία για τη σημερινή εθνική δοκιμασία; Δεν αισθάνεστε σαν η Σμύρνη να μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου; Δεν μοιάζει η Σμύρνη σαν φάρος σε τρικυμία που αναβοσβήνει και προειδοποιεί το ζαλισμένο καράβι που είναι έτοιμο να συγκρουστεί με τα βράχια; «Όσο περνούν τα χρόνια που παίζω τη "Σμύρνη" - και τώρα στη Θεσσαλονίκη βρισκόμαστε στον τρίτο χρόνο - το έργο βαραίνει περισσότερο. Ο συγκλονισμός μεγαλώνει, ίσως γιατί η σημερινή κρίση εντείνεται και ο κόσμος συλλαμβάνει τις δραματικές αντιστοιχίες. Ο κόσμος δεν έχει θεατρική αντίδραση στο έργο, έχει αντίδραση σπαρακτική. Στην Ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπως αυτή αποδίδεται μέσα από την ιστορία μιας ευκατάστατης οικογένειας που ξεριζώνεται, ξεκληρίζεται και χάνει τα πάντα, βρίσκονται όλα τα "γιατί" της Ελλάδας. Θα σας αναφέρω και μια άλλη αντιστοιχία. Μετά την Καταστροφή της Σμύρνης, 14.000 Σμυρνιοί, κυρίως Αρμένιοι, αλλά και Ελληνες, έφυγαν και βρήκαν καταφύγιο στο Χαλέπι της Συρίας. Πολλοί στέριωσαν κι έζησαν εκεί. Και σήμερα, τα ίδια αυτά νησιά του Αιγαίου που δέχονταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη το 1922, δέχτηκαν πρόσφυγες από το Χαλέπι».

Στο έργο υπενθυμίζετε ότι ο ελληνικός στρατός πολεμούσε από το 1912, από τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, και είχε φτάσει το 1922. Πολεμούσαν δέκα χρόνια, ήταν κουρασμένοι, δεν άντεχαν άλλο. Και ο ελληνικός λαός σήμερα πολεμάει δέκα χρόνια την κρίση και μοιάζει έτοιμος να σταματήσει, να οπισθοχωρήσει. Το στράτευμα σήμερα είναι οι πολίτες. «Ναι, το στράτευμα στον σημερινό πόλεμο για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι οι πολίτες. Και η κόπωση φαίνεται από το γεγονός ότι συμβαίνουν τόσα τρελά πράγματα που σε άλλη εποχή ο κόσμος θα αγανακτούσε και θα έβγαινε στους δρόμους. Αλλά σήμερα ο κόσμος μοιάζει να έχει παραδοθεί και να εύχεται απλώς να καταλήξουμε κάπου. Βέβαια, οι Έλληνες δεν αδιαφορούμε ακριβώς. Έχουμε συναίσθηση. Αλλά πέρα από την κόπωση κυριαρχεί ένα κλίμα έλλειψης προσανατολισμού. Και σε αυτές τις συνθήκες γίνονται τα μεγαλύτερα λάθη».

Μετά το 1922, το μεγάλο προσφυγικό κύμα προκάλεσε πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές. Ένα τμήμα του πληθυσμού των προσφύγων ριζοσπαστικοποιήθηκε και αποτέλεσε κύρια αιτία της ενίσχυσης του ΚΚΕ, το οποίο στη συνέχεια ήταν ο οργανωτικός βραχίονας της μίας πλευράς του Εμφυλίου Πολέμου. Δεν είναι συνταρακτικό πως ο εθνικός διχασμός και η Καταστροφή που προκάλεσε αποτέλεσαν τον καταλύτη για έναν νέο εθνικό διχασμό και μια εμφύλια διαμάχη μόλις είκοσι χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή; «Συμφωνώ με αυτή την αλληλουχία που περιγράφετε. Πιστεύω ότι όποιος δεν έχει μελετήσει τον πρώτο διχασμό, τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν μπορεί να κατανοήσει τον Εμφύλιο Πόλεμο».

Και αν δεν μπορεί να κατανοήσει τον Εμφύλιο Πόλεμο, δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε τη σημερινή κοινωνική και πολιτική δυναμική που εγκλωβίζει την Ελλάδα στην οικονομική κρίση και σε μια νέα αδυναμία συνεννόησης με τους Συμμάχους της. «Όλο είναι μία αλυσίδα. Ο πρώτος διχασμός είναι καθοριστικός. Πράγματι, ο Εμφύλιος δεν θα γινόταν αν δεν είχε συμβεί ο πρώτος διχασμός και η Καταστροφή που ακολούθησε».

Η καμένη και κατεστραμμένη Σμύρνη μοιάζει σαν φάντασμα που ακολουθεί τον ελληνισμό. Πληρώνουμε ακόμη το έγκλημα της Σμύρνης; «Αν δεν το αποδεχθούμε πλήρως, θα μας κυνηγάει πάντα. Είναι έγκλημα προς τους ανθρώπους της Σμύρνης και της Μικράς Ασίας. Και είναι αυτές οι ψυχές που ευλογούν το δικό μου έργο. Αυτό το έργο έχει προστασία. Ένα παιδάκι 12 χρόνων, ένας νεαρός με σκουλαρίκι, μια γιαγιά με μαντίλι και μια κοσμική κυρία έρχονται στο θέατρο και έχουν όλοι την ίδια αντίδραση. Αισθάνονται ότι τους μίλησε στην ψυχή τους».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Στα χαρακώματα του «Μεγάλου Πολέμου» | Μέρος Β΄

1. Εισαγωγή

Σε προηγούμενο άρθρο επιχειρήσαμε να διερευνήσουμε τα αίτια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και να επιμερίσουμε, κατά το δυνατόν σφαιρικά, τις ευθύνες για το ξέσπασμά του, που ήταν αποτέλεσμα ενός διπλωματικού και στρατιωτικού ντόμινο μοναδικού στα πολεμικά χρονικά. Όπως είδαμε, τη νομοτέλεια των εξελίξεων καθόρισε ένα σύστημα συμμαχιών που χώριζε τις εμπόλεμες δυνάμεις σε δύο μεγάλα στρατόπεδα: την Αγγλία, τη Γαλλία και τους συμμάχους τους (που όλοι μαζί αναφέρονται, συνήθως, ως «οι Σύμμαχοι») και τη Γερμανο-Αυστριακή συμμαχική ομάδα (τις λεγόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις»).

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε τα ίδια τα πολεμικά γεγονότα, ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, τα σημαντικότερα από αυτά. Για πληρέστερη μελέτη, ο αναγνώστης παραπέμπεται στην επιλεγμένη βιβλιογραφία που παρατίθεται στο προηγούμενο άρθρο, καθώς και στις πολυάριθμες ιστορικές αναλύσεις και τα σχετικά videos που υπάρχουν στο Διαδίκτυο. Και ας μην ξεχνούμε, ασφαλώς, και το κλασικό “All Quiet on the Western Front” – ως ταινία ή ως μυθιστόρημα – καθώς και το δικό μας, το σαγηνευτικά εφιαλτικό «Η ζωή εν τάφω»

2. Ένα άλλο είδος πολέμου…

Στο τέλος του καλοκαιριού του 1914, οι λαοί είχαν υποδεχθεί τον πόλεμο με φανερό ενθουσιασμό και με τη βεβαιότητα μιας νίκης που θα επιτυγχανόταν «μέσα σε λίγες εβδομάδες». Σημαίες ανέμιζαν και στρατιωτικές μπάντες έπαιζαν χαρούμενους πατριωτικούς σκοπούς καθώς οι στρατιώτες ξεκινούσαν, τραγουδώντας, για το μέτωπο…

Τον πρώτο καιρό, ο πόλεμος ακολούθησε τα συμβατικά πρότυπα που χαρακτηρίζονταν από κάποιας μορφής κινητικότητα των στρατευμάτων. Σύντομα, όμως, οι στρατοί βίωσαν τη δολοφονική δύναμη των νέων όπλων που ήταν σχεδιασμένα να προκαλούν μαζικούς θανάτους. Μετά τις αρχικές μάχες, οι αντίπαλες γραμμές στα δυτικά σίγησαν ξαφνικά καθώς οι στρατιώτες άρχισαν να σκάβουν βαθιά χαρακώματα, μέσα στα οποία θα έμεναν θαμμένοι για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, παρέα με τη λάσπη, τις ψείρες και τους αρουραίους που έπαιρναν υπερμεγέθεις διαστάσεις τρεφόμενοι από τα πτώματα.

Ανάμεσα στις αντίπαλες γραμμές χαρακωμάτων, η ουδέτερη ζώνη, η «γη του κανενός» (no man’s land) ήταν ο τόπος μαζικής σφαγής των επιτιθέμενων όταν αυτοί, υπό τους ήχους των εχθρικών πολυβόλων, επιχειρούσαν να βγουν από τα λαγούμια τους και να κινηθούν προς το απέναντι χαράκωμα…

Οι ένδοξοι καιροί του ιππικού και των πολύχρωμων στρατιωτικών κοστουμιών είχαν περάσει οριστικά, πια, στην ιστορία, ενώ το αεροπλάνο άρχισε να κάνει την εμφάνισή του ως πολεμικό εργαλείο, κυρίως για την κατασκόπευση των θέσεων και κινήσεων του αντιπάλου. Ως το τέλος του πολέμου, τα δηλητηριώδη αέρια και τα tanks είχαν μπει κι αυτά στο πολεμικό παιχνίδι, αν και η σπουδαιότητά τους στον προκείμενο πόλεμο έχει μάλλον υπερεκτιμηθεί.

Σε ό,τι αφορά τη θάλασσα, ο πόλεμος δεν έχει να επιδείξει σημαντικές ναυμαχίες, με εξαίρεση αυτή στη Jutland το 1916, όπου ο αγγλικός και ο γερμανικός στόλος συναντήθηκαν σε μια μάχη χωρίς νικητή. Από κει και ύστερα, το υπέρτατο όπλο στον αγώνα για τον έλεγχο των θαλασσών ήταν το υποβρύχιο, κυρίως από τη μεριά των Γερμανών που προσπαθούσαν με κάθε μέσο να σπάσουν τον ασφυκτικό ναυτικό αποκλεισμό που τους είχαν επιβάλει οι Βρετανοί.

3. Αδιέξοδο στο Δυτικό Μέτωπο

Είδαμε στο προηγούμενο άρθρο πώς τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Γαλλία μέσω του Βελγίου (η παραβίαση της ουδετερότητας του οποίου λειτούργησε ως διπλωματικό πρόσχημα για την είσοδο της Βρετανίας στον πόλεμο). Σύμφωνα με το φημισμένο Σχέδιο Schlieffen, οι Γερμανοί θα υπέτασσαν τη Γαλλία μέσα σε έξι εβδομάδες και στη συνέχεια θα στρέφονταν προς τα ανατολικά για να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία.

Το γερμανικό σχέδιο, όμως, απέτυχε στην εφαρμογή του, κυρίως λόγω των εσφαλμένων εκτιμήσεων του Moltke, αρχηγού του γερμανικού γενικού επιτελείου και διαδόχου του Schlieffen. Οι Γάλλοι κατόρθωσαν να σταματήσουν τη γερμανική προέλαση στη Μάχη του Μάρνη (9-12 Σεπτεμβρίου 1914), επιστρατεύοντας ακόμα και τα Παρισινά ταξί για να μεταφέρουν στρατιώτες στο μέτωπο!

Μέσα στις επόμενες εβδομάδες άρχισε να διαφαίνεται το στρατιωτικό αδιέξοδο στο Δυτικό Μέτωπο: Αντί για προέλαση και γρήγορη νίκη, οι στρατοί οχυρώθηκαν μέσα σε μια διπλή γραμμή χαρακωμάτων που εκτείνονταν από τη Μάγχη ως τα ελβετικά σύνορα. Ήταν πια φανερό ότι ο πόλεμος θα διαρκούσε πολύ…

Οι στρατηγοί κι από τις δύο πλευρές πάσχιζαν να συγκεντρώσουν ικανό αριθμό ανδρών και πυρομαχικών ώστε να μπορέσουν να σπάσουν το αδιέξοδο, ενώ ταυτόχρονα επιδίδονταν σε πόλεμο φθοράς, με κάθε μέσο, των δυνάμεων του αντιπάλου. Όμως, οι περιοδικές απόπειρες οργανωμένης επίθεσης απλά επιβεβαίωναν το πόσο ανώφελο ήταν να στέλνει κανείς αθωράκιστους στρατιώτες να αντιμετωπίσουν καλά οχυρωμένους αντιπάλους και την καταστροφική δύναμη πυρός των πολυβόλων και του βαρέως πυροβολικού. Και οι μόνοι που αρνούνταν να δουν αυτή την πραγματικότητα ήταν οι ίδιοι οι στρατηγοί, με προεξάρχοντες τον υπερφίαλο Βρετανό Sir Douglas Haig και τον εξίσου ματαιόδοξο Γάλλο αρχιστράτηγο Nivelle.

Οι απώλειες κατά τις μάχες συχνά έπαιρναν «αυτοκτονικές» διαστάσεις! Στη Μάχη του Somme (1η Ιουλίου έως 18 Νοεμβρίου 1916) οι Γερμανοί και οι Βρετανοί έχασαν από 400,000 η κάθε πλευρά, ενώ οι Γάλλοι έχασαν 200,000. Η «ανταμοιβή» για τις αγγλο-γαλλικές απώλειες των 600,000 ήταν μια μέγιστη προέλαση 7 μιλίων, περίπου! Νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, η ανεπιτυχής γερμανική πολιορκία του Verdun κόστισε τη ζωή σε 336,000 Γερμανούς και 350,000 Γάλλους στρατιώτες. Στη διαβόητη μάχη στο Passchendaele, το 1917 (άλλη μια λαμπρή ιδέα του Douglas Haig!) πάνω από 370,000 Βρετανοί στρατιώτες χάθηκαν με «κέρδος» λίγων μόλις τετραγωνικών χιλιομέτρων λασπωμένης γης, διάτρητης από τις οβίδες του πυροβολικού…

4. Γερμανικές επιτυχίες στα Βαλκάνια

Η αποτυχία στο Verdun έδειξε στους Γερμανούς το ανώφελο οποιωνδήποτε περαιτέρω επιθέσεων στα δυτικά. Το πάνω χέρι πήραν τώρα οι στρατιωτικοί κύκλοι που πίστευαν ότι η νίκη στον πόλεμο θα ερχόταν μόνο με την καταρχήν ήττα της Ρωσίας.

Τον Αύγουστο του 1916, ο στρατηγός Paul von Hindenburg που, ως διοικητής του Ανατολικού Μετώπου, είχε πιστωθεί τη νικηφόρα έκβαση της Μάχης του Tannenberg κατά των Ρώσων στην Ανατολική Πρωσία τον Αύγουστο του 1914, έγινε αρχηγός του γερμανικού γενικού επιτελείου, έχοντας δίπλα του ως αχώριστο βοηθό και σύμβουλό του τον Erich Ludendorff.

Οι γερμανικές επιτυχίες κατά των Ρώσων στο δεύτερο μισό του πολέμου, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη δυσκολία των τελευταίων να προμηθευτούν πυρομαχικά και αναγκαίο εξοπλισμό από τους Συμμάχους. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε η επιτυχής διπλωματία των Γερμανών στα Βαλκάνια.

Το Νοέμβριο του 1914, η Τουρκία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Η θέση της Τουρκίας ήταν στρατηγικής σημασίας: Αν είχε προσχωρήσει στους Συμμάχους, οι τελευταίοι θα μπορούσαν να περικυκλώσουν τις Κεντρικές Δυνάμεις με ένα γιγαντιαίο «δαχτυλίδι» που θα τις καθιστούσε ευάλωτες σε επιθέσεις από δυτικά, ανατολικά και νότια. Από την άλλη, σαν σύμμαχος των Γερμανών και των Αυστριακών, η Τουρκία θα μπορούσε τώρα να εμποδίσει την από θαλάσσης τροφοδοσία των Ρώσων δια μέσου της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας.

Στις αρχές του 1915, οι Βρετανοί επιχείρησαν να ανοίξουν διάδρομο προς τη Ρωσία μέσω των Δαρδανελίων, στέλνοντας στρατό στη Χερσόνησο της Καλλίπολης. Η αποτυχία της εκστρατείας χρεώθηκε στον εμπνευστή της, Winston Churchill, στοιχίζοντάς του τη θέση του στην κυβέρνηση!

Υποσχόμενοι την εκχώρηση μεγάλων τμημάτων της Μακεδονίας που βρίσκονταν σε σερβικά χέρια, οι Γερμανοί κατόρθωσαν, μετά την Τουρκία, να πάρουν με το μέρος τους και τη Βουλγαρία (Οκτώβριος 1915). Σε λίγες εβδομάδες, η Βουλγαρία επιτέθηκε στη Σερβία.

Ως αντίβαρο στις γερμανικές επιτυχίες στα Βαλκάνια, οι Σύμμαχοι πέτυχαν να βάλουν στον πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων τη Ρουμανία (Αύγουστος 1916) και την Ελλάδα (Ιούνιος 1917). Η ελληνική συμμετοχή κατέστησε δυνατή την επίθεση των Συμμαχικών δυνάμεων κατά της Βουλγαρίας στην τελική φάση του πολέμου.

5. Η περίπτωση της Ιταλίας

Αν και δεμένη μέσω της «Τριπλής Συμμαχίας» με τη Γερμανία και την Αυστρία, η Ιταλία παρέμεινε ουδέτερη στην αρχή του πολέμου, αφού οι όροι της συμμαχίας δεν ίσχυαν παρά μόνο αν κάποιο από τα μέλη δεχόταν επίθεση. Και, στην περίπτωση αυτή, οι Γερμανοί ήταν που είχαν κηρύξει τον πόλεμο στη Γαλλία και τη Ρωσία, ενώ οι Αυστριακοί δεν είχαν καν μπει στον κόπο να ενημερώσουν τους Ιταλούς σχετικά με το τελεσίγραφο στη Σερβία.

Στη συνέχεια, οι Ιταλοί «πολιορκήθηκαν» και από τις δύο πλευρές, όμως οι υποσχέσεις των Κεντρικών Δυνάμεων δεν μπόρεσαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους. Σε μια μυστική συνάντηση στο Λονδίνο, τον Απρίλιο του 1915, οι Σύμμαχοι κατάφεραν τελικά να πείσουν την ιταλική κυβέρνηση να βάλει τη χώρα στον πόλεμο στο πλευρό τους. Ανάμεσα στα ανταλλάγματα, σε περίπτωση νίκης, εκτός από τις αυστριακές επαρχίες που κατοικούνταν από Ιταλούς, θα ήταν κι η Βόρεια Αλβανία, καθώς και μέρος της Μικράς Ασίας.

Η Ιταλία υπέστη οδυνηρή ήττα από τις αυστριακές και γερμανικές δυνάμεις στη Μάχη του Caporetto, τον Οκτώβριο του 1917. Εν τούτοις, οι Κεντρικές Δυνάμεις δεν κατάφεραν να τη βγάλουν από τον πόλεμο, αφού οι Βρετανοί και οι Γάλλοι έστειλαν αρκετές ενισχύσεις ώστε να ανασυγκροτηθεί το ιταλικό μέτωπο.

6. Οι Ρώσοι αποχωρούν, οι Αμερικάνοι έρχονται!

Η άνοδος των Μπολσεβίκων στην εξουσία (7 Νοεμβρίου 1917) – ενδεχομένως αποτέλεσμα και γερμανικών υπόγειων μεθοδεύσεων – σήμανε ολική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας. Σύντομα, ο V. I. Lenin εξήγγειλε ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε πρόταση άμεσου τερματισμού του πολέμου. Καθώς (όπως ήταν φυσικό) δεν βρήκε ανταπόκριση από τους Συμμάχους, ξεκίνησε χωριστές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τις Κεντρικές Δυνάμεις στις 3 Δεκεμβρίου του 1917, που κορυφώθηκαν στις 3 Μαρτίου του 1918 με τη Συνθήκη του Brest-Litovsk.

Με τη συνθήκη αυτή, η Ρωσία, όχι μόνο βγήκε από τον πόλεμο αλλά και απώλεσε, προς όφελος των Γερμανών, όλες τις μη-Ρωσικές περιοχές που κατείχε στην Ευρώπη, πράγμα που είχε τεράστιες οικονομικές και στρατηγικές συνέπειες για τη χώρα. Επί πλέον, η συνθηκολόγηση της Ρωσίας επέτρεψε στη Γερμανία να αποδεσμεύσει δυνάμεις από το ανατολικό μέτωπο ώστε να ενισχύσουν το δυτικό, για τη μεγάλη γερμανική επίθεση που σχεδιαζόταν να ξεκινήσει την άνοιξη του 1918.

Στο μεταξύ, στις 7 Απριλίου του 1917, οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν το μοιραίο, για τη Γερμανία, βήμα να της κηρύξουν τον πόλεμο (η σημασία του οποίου γεγονότος μάλλον δεν εκτιμήθηκε σωστά, αρχικά, από τη γερμανική ηγεσία). Οι λόγοι της αμερικανικής εισόδου στον πόλεμο έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων ανάμεσα στους ιστορικούς. Πέρα από τα όποια ιδεολογικά κίνητρα και τη σχετική ρητορεία («να γίνει ο κόσμος ασφαλής για τη δημοκρατία», «να εξασφαλιστεί στους λαούς το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης», κλπ.), σίγουρα υπήρχαν και πρακτικοί λόγοι που υπαγορεύονταν από ιδιοτέλεια, όπως, π.χ., ο κίνδυνος για το αμερικανικό εμπόριο λόγω του ανεξέλεγκτου γερμανικού υποβρυχιακού πολέμου, ή, οι γερμανικές ίντριγκες στο Μεξικό, στο οποίο οι Γερμανοί υπόσχονταν στρατιωτική υποστήριξη σε περίπτωση πολέμου του με τις Η.Π.Α.

Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις των Αμερικανών, η είσοδός τους στον πόλεμο άλλαξε αποφασιστικά την ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη…

7. Η τελευταία γερμανική ζαριά

Η μεγάλη επίθεση στο δυτικό μέτωπο, που σχεδίαζαν οι Γερμανοί για το 1918, ξεκίνησε στις 21 Μαρτίου. Η αρχική προέλασή τους ήταν σημαντική, κατάφεραν όμως να την ανακόψουν οι Σύμμαχοι με έγκαιρη τακτική υποχώρηση και με την υποστήριξη αμερικανικών δυνάμεων.

Πάντως, στις αρχές Ιουνίου, οι Γερμανοί βρίσκονταν στην περιοχή του Μάρνη και, όπως στην αρχή του πολέμου, το Παρίσι φαινόταν να κινδυνεύει και πάλι. Την κρίσιμη στιγμή, όμως, ο Ludendorff συνειδητοποίησε ότι τα μέσα που του απέμεναν δεν επαρκούσαν για περαιτέρω προέλαση.

Στις 18 Ιουλίου, οι Σύμμαχοι αντεπιτέθηκαν αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς και αναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση. Την ίδια στιγμή, οι Συμμαχικές δυνάμεις που βρίσκονταν σε αναμονή στη Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με τις ιταλικές, έσπασαν το βουλγαρικό και το αυστριακό μέτωπο, αναγκάζοντας τη Βουλγαρία και την Αυστρία να ζητήσουν κατάπαυση του πυρός.

Στο σημείο αυτό, συνειδητοποιώντας τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει ο γερμανικός στρατός, ο Ludendorff κάλεσε τη γερμανική κυβέρνηση να αναζητήσει τρόπους για ανακωχή. Στη χώρα άρχισε να ξεσπά επανάσταση που εξαπλωνόταν γοργά από πόλη σε πόλη. Στις 10 Νοεμβρίου, κάτω από την πίεση των γεγονότων, ο Kaiser Wilhelm II έφυγε για την Ολλανδία, όπου έζησε εξόριστος ως το τέλος της ζωής του, το 1941 (προλαβαίνοντας να δει τους Ναζί να εισβάλλουν στη χώρα αυτή το 1940!).

Στις 11 Νοεμβρίου του 1918 υπογράφηκε, τελικά, η ανακωχή. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έφτασε στο τέλος του…

8. Τι άφησε πίσω του ο πόλεμος…

Συνηθίζεται να λέγεται πως μια ολόκληρη γενιά χάθηκε στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου. Στη Δυτική Ευρώπη, οι απώλειες ξεπέρασαν κατά πολύ τις αντίστοιχες κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο! Συνολικά, κάπου 8.5 εκατομμύρια χάθηκαν στα πεδία των μαχών, ενώ περισσότερο από διπλάσιος ήταν ο αριθμός των τραυματιών, πολλοί από τους οποίους έζησαν ακρωτηριασμένοι για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων πολέμου σε όλα τα μέτωπα (νεκροί, τραυματίες και αγνοούμενοι) υπολογίζεται στα 37.5 εκατομμύρια.

Στον πόλεμο αυτό, χάρις στο αλαζονικό πείσμα και τον ακραίο εγωισμό των στρατηγών, ο στρατιώτης κατέστη αναλώσιμο είδος, η ανθρώπινη ατομικότητα εκφυλίστηκε σε απρόσωπο αριθμό πολεμικού μητρώου, και η αξία της ανθρώπινης ζωής ευτελίστηκε όσο ποτέ άλλοτε (με εξαίρεση, φυσικά, τους θαλάμους των αερίων, είκοσι και κάτι χρόνια αργότερα…).

Όμως, ο Μεγάλος Πόλεμος δεν τέλειωσε στ’ αλήθεια το 1918. Η εικοσαετής περίοδος που μεσολάβησε ως το ξέσπασμα του επόμενου μεγάλου πολέμου δεν ήταν παρά ανακωχή για ανασύνταξη δυνάμεων, κυρίως απ’ τη μεριά των Γερμανών. Που, σαν ένιωσαν και πάλι δυνατοί, θέλησαν να κλείσουν τους λογαριασμούς που έμειναν ανοιχτοί στα χαρακώματα…

Αλλά, για το πώς και γιατί απέτυχε η ειρήνη κατά το μεσοπόλεμο, θα μιλήσουμε σε προσεχές άρθρο.

Aixmi.gr

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Αναζητώντας «ενόχους» στο «Μεγάλο Πόλεμο» | μέρος Α’


1. Εισαγωγή

Κλείνει φέτος ένας αιώνας από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του «Μεγάλου Πολέμου», όπως αποκλήθηκε στην εποχή του, πριν η ανθρωπότητα γνωρίσει μία ακόμα παγκόσμια ανθρωποσφαγή…

Βλέποντας την ιστορία των δύο Παγκοσμίων Πολέμων από καθαρά ηθική σκοπιά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί (όχι άδικα) ότι ο δεύτερος είχε ευγενέστερα κίνητρα – την αντίσταση του πολιτισμένου, δημοκρατικού κόσμου απέναντι στη βαρβαρότητα του ναζισμού – σε σύγκριση με τον πρώτο, που ήταν αποτέλεσμα ανταγωνισμών των «μεγάλων» δυνάμεων, και εθνικιστικών φιλοδοξιών των «μικρών». Και είναι αλήθεια ότι ο εγωκεντρισμός περίσσεψε στον Μεγάλο Πόλεμο. Τόσο σε επίπεδο διπλωματίας, όσο και στρατηγικής…

Εκεί, όμως, που ο εγωκεντρισμός αποκτά «δολοφονικές» διαστάσεις είναι στη συμπεριφορά των στρατηγών απέναντι στους ίδιους τους στρατούς που διοικούσαν. Θα καταθέσω μια προσωπική άποψη με κίνδυνο να εξοργίσω τον αναγνώστη: Προσωπικά, δεν γνωρίζω γιατί ο Rudolf Höss (ο «χασάπης» του Auschwitz) ήταν μεγαλύτερος εγκληματίας πολέμου από, π.χ., τον βρετανό στρατηγό Sir Douglas Haig που έστειλε σε άσκοπο, φρικτό θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών σε Somme και Passchendaele (για να μην αναφερθώ και στις αμέτρητες θανατικές καταδίκες, που ελαφρά τη καρδία υπέγραψε, όσων δεν άντεξαν και λιποψύχησαν στα χαρακώματα)! Η ολική περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή, εκφρασμένη κυνικά μέσω υπηρεσιακών διαταγών μαζικού θανάτου, ομογενοποιεί σε τέτοιο βαθμό τις συμπεριφορές που, ανεξάρτητα από αξιολογήσεις ιδεολογικών κινήτρων, καθιστά τις ηθικές διαφοροποιήσεις δυσδιάκριτες…

Ο επιμερισμός «ενοχών» για τον Μεγάλο Πόλεμο είναι πολύ δύσκολη υπόθεση και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ως τις μέρες μας. Κάποιοι ιστορικοί (όπως, π.χ., ο Αμερικανός William Keylor [1]) επιμένουν ότι το βάρος της ευθύνης πέφτει κυρίως στους ώμους της υπέρμετρα φιλόδοξης και πολεμοχαρούς Γερμανίας. Άλλοι συγγραφείς, όμως, επιμερίζουν πιο «συμμετρικά» τις ευθύνες. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο σπουδαίος Βρετανός ιστορικός James Joll [2] (γνωστός στην Ελλάδα από το μεταφρασμένο βιβλίο του «Οι Αναρχικοί»), όπως και οι Αμερικανοί Felix Gilbert και David Clay Large [3].

Στο άρθρο αυτό, θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε – όσο πιο αντικειμενικά γίνεται – τα αίτια που οδήγησαν στον πόλεμο, καθώς και την ευθύνη των κυρίως εμπλεκομένων για το ξέσπασμα ή, τουλάχιστον, την μη αποτροπή του. Θα αναζητήσουμε, δηλαδή, τους «ενόχους» (εκ προθέσεως ή εξ αμελείας) ενός ιστορικού εγκλήματος που οδήγησε μια ολόκληρη γενιά στο σφαγείο των χαρακωμάτων…

2. Τις πταίει; (Μια δίκη προθέσεων…)

Στο τέλος του πολέμου, οι θριαμβευτές Σύμμαχοι απαίτησαν να περιληφθεί στη συνθήκη ειρήνης ένα άρθρο, σύμφωνα με το οποίο η Γερμανία αποδεχόταν την ευθύνη για όλες τις απώλειες και τις καταστροφές που είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Αυτή η αποδοχή «πολεμικής ενοχής» έχει γίνει, έκτοτε, αντικείμενο αμέτρητων πολιτικών και ιστοριογραφικών συζητήσεων.

Σε κάθε περίπτωση, κάθε μονομερής ερμηνεία για το ξέσπασμα του πολέμου είναι εξαιρετικά απλοϊκή. Από τη μία, στην τελική κρίση του Ιουλίου του 1914, η γερμανική κυβέρνηση ενήργησε με τρόπο που επιτάχυνε τον πόλεμο. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ο ενθουσιασμός με τον οποίο υποδέχθηκαν τον πόλεμο οι λαοί όλων των εμπλεκομένων χωρών, και η βεβαιότητα όλων των κυβερνήσεων ότι τα εθνικά τους συμφέροντα απειλούνταν.

Επίσης, συζητήσιμη είναι η καθιερωμένη άποψη ότι ο πόλεμος υπήρξε αποτέλεσμα της «παλιάς διπλωματίας» και ενός συστήματος συμμαχιών βασισμένων σε μυστικές συμφωνίες. Κάποιοι ιστορικοί είδαν στον πόλεμο μια, ενδεχομένως συνειδητή, προσπάθεια των κυβερνήσεων να αποσπάσουν την προσοχή των πολιτών από δυσεπίλυτα εσωτερικά προβλήματα, μέσω μιας ενεργού εξωτερικής πολιτικής και μιας έκκλησης για εθνική αλληλεγγύη σε καιρό πολέμου. Άλλοι συγγραφείς εστιάζουν την προσοχή τους σε θέματα στρατηγικής, όπως, π.χ., ο ναυτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στη Γερμανία και τη Βρετανία, ή το ευαίσθητο ζήτημα της παραβίασης της ουδετερότητας του Βελγίου – όπως προέβλεπαν τα γερμανικά πολεμικά σχέδια ήδη από το 1907 – πράγμα που, εξ ορισμού, θα έσυρε τη Βρετανία (συν-εγγυήτρια της βελγικής ουδετερότητας) στον πόλεμο.

Για τη Γαλλία, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: η διαμάχη της με τη Γερμανία αφορούσε τις επαρχίες που είχε χάσει το 1871, σαν αποτέλεσμα της ήττας της στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Αν και οι Γάλλοι δεν ήταν διατεθειμένοι να προκαλέσουν έναν πόλεμο για χάρη της Αλσατίας και της Λωρραίνης, ήταν εν τούτοις αυτονόητο ότι, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία, η επανάκτηση των χαμένων αυτών επαρχιών θα αποτελούσε τον πρωταρχικό στόχο του πολέμου.

Το στρατιωτικό πλεονέκτημα της Γαλλίας, έναντι της Γερμανίας, το πρόσφερε η συμμαχία της με τη Ρωσία, πράγμα που θα ανάγκαζε τη Γερμανία να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα. Για τη Ρωσία, από την άλλη μεριά, το πλεονέκτημα της συμμαχίας φαινόταν να είναι ότι η Γερμανία δεν θα αποτολμούσε μια επιθετική ενέργεια εναντίον της, από το φόβο της εμπλοκής της Γαλλίας. Αυτό – πίστευε η Ρωσία – της έλυνε τα χέρια σε ό,τι αφορούσε τις επεκτατικές φιλοδοξίες της προς το νότο, δηλαδή, την αύξηση της επιρροής της στα Βαλκάνια και την Κωνσταντινούπολη.

Βέβαια, η αναζωπύρωση του ρωσικού ενδιαφέροντος για τις περιοχές αυτές ενείχε τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης με τη βασική σύμμαχο της Γερμανίας, την Αυστροουγγαρία, της οποίας τα εσωτερικά προβλήματα την ενέπλεκαν όλο και περισσότερο με τα συμβαίνοντα στα Βαλκάνια. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονταν, κυρίως, με την πολυεθνική σύνθεση της αυτοκρατορίας. Στη Βοσνία, ειδικά, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν Σλάβοι. Και, στην άλλη πλευρά των συνόρων με τη Σερβία, η στρατιωτική κλίκα που έλεγχε την εκεί κυβέρνηση θεωρούσε ότι η Βοσνία «αυτοδίκαια» θα έπρεπε να ανήκει στη χώρα αυτή. Προς το σκοπό αυτό, Σέρβοι φανατικοί οργάνωναν και εκτελούσαν τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον Αυστριακών στο εσωτερικό της Βοσνίας, με την υποστήριξη κύκλων της σερβικής κυβέρνησης.

Για τη Ρωσία, η προσάρτηση της Βοσνίας–Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία (1908), με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε από τους Αυστριακούς, είχε αποτελέσει μεγάλη διπλωματική ταπείνωση και ήταν η αφετηρία επικίνδυνων εντάσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο πόλεμος τότε είχε αποφευχθεί λόγω της δυναμικής παρέμβασης της Γερμανίας και της στρατιωτικής ανετοιμότητας της Ρωσίας. Όπως είναι φυσικό, η βοσνιακή κρίση έφερε κοντύτερα τη Ρωσία με τη Σερβία, με την πρώτη να αναλαμβάνει τον ρόλο αυτόκλητου προστάτη όλων των σλαβικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η στάση της Βρετανίας απέναντι στον πόλεμο ήταν αβέβαιη ως την τελευταία στιγμή. Τυπικά, η Entente Cordiale με τη Γαλλία (1904) ήταν μια απλή «συμφωνία κυρίων» που έλυνε ζητήματα αποικιακών διαφορών. Για λόγους εσωτερικής πολιτικής, η βρετανική κυβέρνηση διαβεβαίωνε ότι η συμφωνία αυτή, με κανέναν τρόπο, δεν υποχρέωνε τη χώρα να προστρέξει σε βοήθεια της Γαλλίας σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Εν τούτοις, ήταν ξεκάθαρο στην πολιτική ηγεσία ότι η Βρετανία δύσκολα θα παρέμενε ουδέτερη σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου.

Η Γερμανία προσέφερε, τελικά, το αναγκαίο διπλωματικό άλλοθι στη Βρετανία, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου με τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα (της ουδετερότητας αυτής, η Βρετανία – όπως άλλωστε και η ίδια η Γερμανία! – ήταν εγγυήτρια). Στην πραγματικότητα, την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο υπαγόρευε το αμυντικό δόγμα της χώρας αυτής, σύμφωνα με το οποίο σε καμία εχθρική δύναμη δεν θα επιτρεπόταν να κατέχει στρατηγικές θέσεις στην απέναντι ακτή της Μάγχης.

3. Η γερμανική απειλή

Όπως σημειώνει ο W. Keylor [1], στη δεκαετία του 1920 έγινε προσπάθεια από ορισμένους διανοητικούς κύκλους (όχι κατ’ ανάγκη γερμανικούς) να αρνηθούν οποιαδήποτε ευθύνη της Γερμανίας για τον πόλεμο, τον οποίο απέδιδαν στη γαλλική εκδικητικότητα, τον ρωσικό επεκτατισμό ή τη βρετανική διπροσωπία. Ο ιστορικός αυτός αναθεωρητισμός αμφισβητήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (ο οποίος, κατά πολλούς, δεν ήταν παρά συνέχεια του Πρώτου), όταν η πολιτική της Γερμανίας ως τα μισά του εικοστού αιώνα μπόρεσε να αξιολογηθεί στο σύνολό της.

Ένας βασικός παράγοντας που καθόρισε τη γερμανική εξωτερική πολιτική στις παραμονές του πολέμου, είχε οικονομικές αφετηρίες. Στις παγκόσμιες αγορές είχαν διεισδύσει και κυριαρχούσαν τρεις μεγάλες δυνάμεις: οι Ηνωμένες Πολιτείες στη Λατινική Αμερική, η Μεγάλη Βρετανία στην ανατολική και νότια Αφρική και στη νότια Ασία, και η Γαλλία στη δυτική Αφρική, στα Βαλκάνια και στη Ρωσία. Σύντομα, η ρωσία και η Ιαπωνία θα έμπαιναν κι αυτές στον οικονομικό ανταγωνισμό στην Άπω Ανατολή. Πού υπήρχε χώρος οικονομικής διείσδυσης για τη φιλόδοξη, ανερχόμενη Γερμανία;

Γερμανικά οικονομικά ανοίγματα στη βόρεια Αφρική, στα Βαλκάνια και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνάντησαν σκληρό ανταγωνισμό από βρετανικά και γαλλικά συμφέροντα που ήδη κατείχαν στρατηγικές θέσεις εκεί. Η Γερμανία αισθανόταν οικονομικά περικυκλωμένη από σλαβικές χώρες στα ανατολικά και στα νότια, έχοντας πάντα στα δυτικά της τον παραδοσιακό γαλλικό εχθρό ως σταθερό ανάχωμα στις φιλοδοξίες οικονομικού επεκτατισμού της.

Οι προβληματισμοί των Γερμανών για τα όρια της οικονομικής τους ανάπτυξης συνέπεσαν με τις ανησυχίες γερμανικών στρατιωτικών κύκλων, που έβλεπαν τη χώρα να χάνει τη στρατιωτική της υπεροχή στην Ευρώπη από τις συνδυασμένες δυνάμεις της Γαλλίας και της Ρωσίας. Η γαλλορωσική συμμαχία του 1894 ζωντάνεψε τον εφιάλτη που η ευφυής διπλωματία του Bismarck είχε παλιότερα καταφέρει να ξορκίσει: το ενδεχόμενο να αναγκαστεί η Γερμανία να διεξαγάγει έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα! Η ανάγκη, τότε, να μοιράσει τις δυνάμεις της μεταξύ ανατολής και δύσης θα απέκλειε μια γρήγορη νίκη, ανάλογη με αυτήν του 1870 κατά των Γάλλων.

Ο Κόμης Alfred von Schlieffen, αρχηγός του αυτοκρατορικού γενικού επιτελείου από το 1892 ως το 1906, είχε καταστρώσει ένα πολεμικό σχέδιο με σκοπό να ξεπεράσει το στρατιωτικό μειονέκτημα της Γερμανίας εξαιτίας της γαλλορωσικής συμμαχίας. Προέβλεπε την καταρχήν συγκέντρωση γερμανικών δυνάμεων στα δυτικά, οι οποίες θα υπερνικούσαν – υποτίθεται – τον πιο ολιγάριθμο γαλλικό στρατό μέσα σε έξι εβδομάδες. Κατόπιν, το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού στρατού θα μεταφερόταν ανατολικά για να αντιμετωπίσει τους Ρώσους, πριν αυτοί κατορθώσουν να υπερνικήσουν τις κατά πολύ κατώτερες, αριθμητικά, δυνάμεις των Γερμανών που θα υπερασπίζονταν το ανατολικό τμήμα της χώρας.

Το σχέδιο Schlieffen βασιζόταν σε δύο κρίσιμες υποθέσεις. Η πρώτη ήταν η διατήρηση της αριθμητικής υπεροχής του γερμανικού στρατού έναντι του γαλλικού. Η δεύτερη ήταν η αδυναμία των Ρώσων, με το πρωτόγονο σύστημα χερσαίων μεταφορών που διέθεταν, να αναπτύξουν τον αριθμητικά υπέρτερο στρατό τους κατά μήκος των γερμανικών συνόρων, προτού ολοκληρωθούν οι επιχειρήσεις κατά της Γαλλίας στο δυτικό μέτωπο.

Όμως, οι Γερμανοί στρατιωτικοί αναλυτές έβλεπαν με τρόμο ότι και οι δύο αυτές προϋποθέσεις απειλούνταν όλο και περισσότερο, καθώς στη Γαλλία η στρατιωτική θητεία είχε αυξηθεί από δύο σε τρία χρόνια (πράγμα που θα καταργούσε το αριθμητικό πλεονέκτημα των Γερμανών), ενώ οι Ρώσοι, με την οικονομική βοήθεια των Γάλλων, είχαν ξεκινήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κατασκευής σιδηροδρόμων που θα συνέδεαν την κεντρική Ρωσία με τα δυτικά σύνορα της χώρας.

Αυτή η αίσθηση οικονομικής περικύκλωσης και αυξανόμενης στρατιωτικής ευαλωτότητας έκανε τη Γερμανία να σκέφτεται, πλέον, σοβαρά έναν πόλεμο κατά των Γάλλων και των Ρώσων. Κι αυτό θα έπρεπε να συμβεί σύντομα, όσο ακόμα ήταν «ζωντανές» οι προϋποθέσεις του σχεδίου Schlieffen. Και η ευκαιρία παρουσιάστηκε στις 28 Ιουνίου του 1914, όταν ένας νεαρός Σέρβος εθνικιστής, ο Gavrilo Princip, δολοφόνησε τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, Αρχιδούκα Franz Ferdinand, και τη σύζυγό του, στο Σαράγεβο, την πρωτεύουσα της Βοσνίας – της επαρχίας που συμβόλιζε, όσο τίποτα άλλο, τη ρωσική έχθρα για τους Αυστριακούς…

4. Μετά το Σαράγεβο…

Καταγράφουμε τώρα τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αρχιδούκα και τα οποία οδήγησαν στην έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου το 1914. Ο αναγνώστης ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για το ποιοι ευθύνονται για το ξεκίνημα της ανθρωποσφαγής…

Για τη Βιέννη, το περιστατικό στο Σαράγεβο προσφερόταν ως ιδανικό άλλοθι για οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη Σερβία. Η γερμανική κυβέρνηση, από την άλλη μεριά, γνώριζε καλά ότι μια επιθετική ενέργεια της Αυστροουγγαρίας εναντίον της Σερβίας θα προκαλούσε αυτόματα τη δυναμική παρέμβαση της Ρωσίας υπέρ των Σλάβων προστατευόμενών της. Ήταν, επίσης, αναμενόμενο ότι ένας πόλεμος ανάμεσα στην Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία θα ενεργοποιούσε τις συμμαχίες με τις οποίες ήταν «δεμένες» οι δύο αυτές αυτοκρατορίες, πράγμα που σήμαινε καταρχήν έναν γαλλογερμανικό πόλεμο και, στη συνέχεια, μια γενικευμένη ευρωπαϊκή σύρραξη!

Με πλήρη επίγνωση των συνεπειών, το Βερολίνο ενθάρρυνε τη Βιέννη να στείλει ένα ταπεινωτικό τελεσίγραφο στο Βελιγράδι στις 23 Ιουλίου του 1914. Παράλληλα, διαβεβαίωσε την αυστριακή κυβέρνηση πως θα πρόσφερε κάθε αναγκαία στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση πολέμου, ενώ ταυτόχρονα ναρκοθέτησε τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες της βρετανικής κυβέρνησης που είχαν σαν στόχο την αποτροπή της κλιμάκωσης της κρίσης.

Με τη λήξη της προθεσμίας που έθετε το τελεσίγραφο, οι Αυστριακοί κήρυξαν τον πόλεμο στη Σερβία στις 28 Ιουλίου (έναν ολόκληρο μήνα μετά το Σαράγεβο!). Όπως αναμενόταν, η Ρωσία αποφάσισε, την επόμενη κιόλας μέρα, μερική κινητοποίηση του στρατού της, σε περιοχές που βρίσκονταν κοντά στα αυστριακά σύνορα. Γρήγορα, όμως, το γενικό επιτελείο των Ρώσων αντιλήφθηκε ότι μια μερική κινητοποίηση δεν ήταν επιχειρησιακά εφικτή, και στις 30 Ιουλίου διατάχθηκε πλήρης κινητοποίηση των ρωσικών δυνάμεων, και ειδικότερα, κατά μήκος των συνόρων με τη Γερμανία.

Η Γερμανία είχε τώρα το πρόσχημα που της χρειαζόταν για πόλεμο κατά της Ρωσίας. Γνώριζε, βέβαια, καλά ότι τούτο θα ενεργοποιούσε τους όρους της γαλλορωσικής συμμαχίας. Έστειλε, έτσι, ένα απαράδεκτο τελεσίγραφο στο Παρίσι, αξιώνοντας δήλωση ουδετερότητας της Γαλλίας σε περίπτωση ρωσογερμανικού πολέμου. Ως εγγύηση, μάλιστα, ζήτησε από τους Γάλλους την προσωρινή παραχώρηση στη Γερμανία του ελέγχου των συνοριακών φρουρίων Toul και Verdun!

Την επόμενη μέρα, η Γερμανία ήταν σε πόλεμο με τη Ρωσία, ενώ στη Γαλλία διατάχθηκε πλήρης κινητοποίηση του στρατού.

Στις 2 Αυγούστου, οι Γερμανοί απαίτησαν από το Βέλγιο το δικαίωμα διέλευσης των στρατευμάτων τους που βρίσκονταν καθ’ οδόν προς τη Γαλλία. Οι Βέλγοι αρνήθηκαν, και οι Γερμανοί εισέβαλαν στη χώρα. Στις 3 Αυγούστου, ο πόλεμος είχε αρχίσει στη δυτική Ευρώπη. Την ίδια μέρα, οι Βρετανοί έστειλαν τελεσίγραφο στη Γερμανία αξιώνοντας την αποχώρηση των δυνάμεών της από το Βέλγιο. Με τη λήξη του, κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία στις 4 Αυγούστου. Ο εφιάλτης είχε μόλις ξεκινήσει…

5. Επίλογος: Χαμένη γενιά…

Στο άρθρο αυτό επικεντρωθήκαμε στη διερεύνηση προθέσεων και την παράθεση συμβάντων που οδήγησαν, σχεδόν νομοτελειακά, στο ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα ίδια τα πολεμικά γεγονότα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ενός ξεχωριστού άρθρου, εφόσον υπάρξει σχετικό ενδιαφέρον από τους αναγνώστες του Aixmi.gr.

Όπως συνηθίζεται να λέγεται, ο πόλεμος αυτός είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια μιας ολόκληρης γενιάς στην Ευρώπη. Κατά την άποψη πολλών (αν όχι των περισσοτέρων) αναλυτών, ένα σημαντικό ποσοστό των θανάτων στα φρικτά, λασπωμένα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου ήταν προϊόν άσκοπης ανθρωποθυσίας στο βωμό του εγωισμού ανάξιων, υπερφίαλων στρατηγών ένθεν κακείθεν (όπως, π.χ., στο Somme και στο Verdun, αντίστοιχα) που έστελναν τους στρατιώτες τους σε βέβαιο θάνατο κατά χιλιάδες, συχνά με μηδαμινό κέρδος από άποψη στρατηγικού αποτελέσματος. (Κάποιες όψιμες προσπάθειες μερικής, τουλάχιστον, απενοχοποίησης των στρατηγών [4] ελάχιστα μας πείθουν, κι ακόμα λιγότερο μας συγκινούν!)

Θα λέγαμε πως, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραμέτρων, οι ρόλοι του «καλού» και του «κακού» καταλήγουν να μπερδεύονται, να ομογενοποιούνται στη συνείδηση του μελετητή αυτού του πολέμου. Ώσπου, τελικά, κάθε μονομερής κι απόλυτη ηθική προσέγγιση του θέματος να στερείται νοήματος και σημασίας…

Αναφορές

[1] William R. Keylor, The Twentieth-Century World: An International History (Oxford Univ. Press, 1984) [υπάρχουν και νεότερες εκδόσεις].

[2] James Joll, Europe Since 1870: An International History, 3rd edition (Penguin Books, 1983).

[3] Felix Gilbert, David Clay Large, The End of the European Era: 1890 to the Present, 6th edition (Norton, 2008).

[4] Gary Sheffield, Has History Misjudged the Generals of World War One?(http://www.bbc.co.uk/guides/zq2y87h)

Aixmi.gr