Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Βραβείο Νόμπελ στους αμαρτωλούς

Της Ντίνας Εξάρχου

Το βραβείο Νόμπελ δεν το πήρε η Ιρένα Σέντλερ η Γερμανίδα ηρωίδα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 98 ετών), που εργαζόταν σαν υδραυλικός υπονόμων στο γκέτο της Βαρσοβίας και έσωσε 2.500 Εβραιόπουλα από τους χιτλερικούς θαλάμους των αερίων (είχε προταθεί για Νόμπελ το 2007).

Το βραβείο Νόμπελ το πήρε φέτος η αμερικάνικη «Μονσάντο» η αμαρτωλή εταιρία που παράγει χημικά λιπάσματα, φυτοφάρμακα, μεταλλαγμένους σπόρους σιταριού, καλαμποκιού, σόγιας, βαμβακιού και πατάει επί πτωμάτων προκειμένου να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο και τη μονοπώληση της τροφής στον πλανήτη.

Οι συνέπειες της πολιτικής και της πρακτικής της εταιρίας αυτής κάθε άλλο παρά για βραβείο Νόμπελ είναι:

* Οι καλλιέργειες των μεταλλαγμένων είναι πλέον ανεξέλεγκτες σε όλο τον κόσμο.

* Η φτωχοποίηση των αγροτικών πληθυσμών είναι εκρηκτική. Στην Ινδία 270.000 αγρότες, απόλυτα εξαρτημένοι από την «Μονσάντο» και καταχρεωμένοι στις τράπεζες, έχουν αυτοκτονήσει από το 1995 ως το 2012.

* Οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία είναι πολύ σοβαροί.

* Η απώλεια της βιοποικιλότητας και η χειραγώγηση της φύσης με τη χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων είναι εγκληματική (βλέπε τις φυσικές καταστροφές που γίνονται στον υπερθερμασμένο πλανήτη μας με πρόσφατη την τρομακτική καταστροφή στις Φιλιππίνες).

Πώς και τι το ήθελε η «Μονσάντο» το Νόμπελ αυτή την εποχή που κλονίζεται παγκόσμια το επιχείρημα ότι τα μεταλλαγμένα προιόντα θα λύσουν το πρόβλημα του επισιτισμού στη γη.

Πώς και τι το ήθελε η «Μονσάντο» το βραβείο αυτή την εποχή, που επιδιώκει με τρόπο ποινικά κολάσιμο να κάμψει την αντίσταση των αντιφρονούντων και να εξαπλωθεί ταχύτατα στη διεθνή αγορά.

Το ήθελε και το πέτυχε δωρίζοντας σ΄αυτούς που της έδωσαν το Νόμπελ πέντε εκατομμύρια δολλάρια!

Η Ιρένα Σέντλερ δεν είχε λεφτά για να λαδώσει τους κριτές της. Μεγάλη καρδιά είχε και «τσαγανό» τότε που μεροκαματιάρισσα στο γκέτο της Βαρσοβίας φυγάδευε τα Εβραιόπουλα κρύβοντάς τα μέσα στην εργαλειοθήκη της (τα μωρά) ή σε ένα μεγάλο λινατσένιο σάκο, που κουβαλούσε στην καρότσα του φορτηγού της.

Είχε και τον σκύλο της πάνω στην καρότσα και τον είχε εκπαιδεύσει να γαυγίζει την ώρα που το αυτοκίνητο περνούσε από την πύλη του γκέτο, για να μην ακούγονται τα κλάμματα των κρυμμένων παιδιών.

Μια μέρα, περνώντας το φορτηγό από την πύλη, ο σκύλος παραδόξως δεν γαύγισε. Οι Γερμανοί φρουροί άκουσαν τα κλάμματα των παιδιών, τα έβγαλαν από τις κρυψώνες τους, συνέλαβαν την Ιρένα, τη βασάνισαν, τής έσπασαν τα χέρια και τα πόδια και την έκλεισαν στη φυλακή.

Μετά την απελευθέρωση η Ιρένα τα κατάφερε και βρήκε τους εν ζωή γονείς των παιδιών που είχε φυγαδεύσει από το γκέτο και τους παρέδωσε τα παιδιά τους. Τα παιδιά των γονιών που είχαν πεθάνει στα στρατόπεδα των ναζί τα τακτοποίησε σε ανάδοχες οικογένειες ή σε θετούς γονείς.

www.dinaexarhou.com

Πηγή: Aixmi.gr

Επιμύθιον: Nobel Prize? Who the f... cares?!!

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Οι «Άριοι» και οι καταραμένοι…

Το να κατηγορούμε την Ιστορία για έλλειψη δικαιοσύνης, είναι σαν να κατηγορούμε το λιοντάρι για έλλειψη τακτ τη στιγμή που ετοιμάζεται να κατασπαράξει το θήραμά του! 
Με αφορμή ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ της τηλεόρασης, κι ένα άρθρο ενός φωτισμένου Δασκάλου...

Ένα πρόσφατο ρεπορτάζ της Βίκυς Κατεχάκη στο MEGA με έκανε, για μια ακόμα φορά, να συνειδητοποιήσω την αξία κάποιων αγαθών που (ντρέπομαι που το ομολογώ) θεωρώ ως δεδομένα. Όπως, για παράδειγμα, την στοιχειωδώς «αυτονόητη» δυνατότητά μου να φωτίζω τον χώρο του σπιτιού μου, να ζεσταίνω το φαγητό ή να ανάβω το θερμοσίφωνο, με το απλό πάτημα ενός κουμπιού. Προνόμια που η φοβερή κρίση που κατατρώει τη χώρα, έχει αφαιρέσει από δεκάδες χιλιάδων συνανθρώπων μου. Εκείνων που ζουν «Με το ρεύμα κομμένο», όπως είναι ο τίτλος του ρεπορτάζ της καλής δημοσιογράφου…

Το δικό μας μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή την εθνική συμφορά, είμαι ο τελευταίος που θα το αρνηθεί. Ναι, τα ανακλαστικά αυτοσυντήρησης του – κατώτερου των περιστάσεων – πολιτικού συστήματος οδήγησαν στη δημιουργία ενός κράτους-τέρατος. Ναι, αφεθήκαμε να μας παρασύρει η απατηλή γοητεία του νεοπλουτίστικου υπερκαταναλωτισμού. Και, ναι, καλομάθαμε στην υπέρμετρη – συχνά, σκανδαλωδώς καταχρηστική – καλοζωία με δανεικά που (γνωρίζαμε πως) δεν θα μπορούσαν ποτέ να ξεπληρωθούν…

Στο βάθος ακόμα και της πλέον ακραιφνούς αντιμνημονιακής σκέψης είναι, φαντάζομαι, αποδεκτό ότι άλλη διέξοδος για τη συνέχιση της ύπαρξης της χώρας δεν υπήρχε από τη στροφή προς τους Ευρωπαίους «φίλους» μας για βοήθεια. Όμως, όπως επισημαίνει ο Θανάσης Γκότοβος σε πρόσφατο άρθρο του:

«… η Ευρώπη της μεταδιπολικής εποχής, της εποχής της Ενωμένης Γερμανίας, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που ξέραμε και στην οποία πιστέψαμε. Τι άλλο βιώνουμε σήμερα παρά μια Ευρώπη ανίκανη απέναντι στο παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο (…); Μια Ευρώπη που μιλά – χωρίς να μπορεί να πείθει – για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αλλά που την ίδια στιγμή αφήνει ανυπεράσπιστο τον άνθρωπο απέναντι στις ορέξεις των οργανωμένων κανιβάλων των αγορών. Ζούμε, εν ολίγοις, μια Ευρώπη αξιοθρήνητη και αναξιόπιστη που πολύ δύσκολα μπορείς να συμπαθήσεις.»

Ηγεμονικό ρόλο στον καθορισμό της μοίρας της χώρας – μα, σε μεγάλο βαθμό, και της ίδιας της Ευρώπης, γενικότερα – έχει αναλάβει η πανίσχυρη «νέα» Γερμανία. Για τον βαθμό οικονομικής ιδιοτέλειας των προθέσεών της δεν μπορώ να έχω άποψη (εξάλλου, δεν είμαι ειδικός). Θα σταθώ, όμως, στον ηθικιστικό συμβολισμό που παρεμφαίνει η στάση της χώρας αυτής απέναντι στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στην κοινή αντίληψη μιας ξεκάθαρα «τιμωρητικής» πολιτικής που στοχεύει να κάνει τη χώρα μας παράδειγμα προς αποφυγή για τις υπόλοιπες της Ευρώπης. Σαν τον μαθητή που υποχρεώνει ο δάσκαλος να παρακολουθήσει το μάθημα όρθιος και με την πλάτη γυρισμένη στον τοίχο!

Κάτι παραπάνω γνωρίζει, ασφαλώς, η Γερμανία από «τιμωρητικές» πολιτικές. Ή, για να είμαι ακριβής, μη-τιμωρητικές! Στο σημείο αυτό – και με την ελπίδα ότι εξακολουθεί να με αντέχει ο αναγνώστης – θα ήθελα να παραθέσω απόσπασμα από παλιότερο άρθρο μου στο «Βήμα»:

«Βερολίνο, 1945. Οι εξαθλιωμένοι κάτοικοι κάνουν ουρές για λίγο ψωμί, λίγο γάλα, ένα σαπούνι… Η μαύρη αγορά ακμάζει. Οι Αμερικανοί θριαμβευτές εισέρχονται στην αρχή σαν δίκαιοι τιμωροί ενός λαού που ανέδειξε στην εξουσία έναν σφαγέα εκατομμυρίων ανθρώπων. Αφήνουν τους Γερμανούς να λιμοκτονούν (όπως κι εκείνοι είχαν κάνει στις χώρες που κατέκτησαν) και ξεκινούν την υλοποίηση του σχεδίου Morgenthau(*) για εξάλειψη της Γερμανικής βιομηχανίας και μετατροπή της Γερμανίας σε γεωργική χώρα. Ο Αμερικανικός πολιτικός ρεαλισμός, όμως, σύντομα θα αντιληφθεί πως μια κατεστραμμένη και πεινασμένη Γερμανία θα ήταν εύκολη λεία στις εξ ανατολών κομμουνιστικές επιρροές. Από την άλλη, μια ισχυρή, ευημερούσα Γερμανία θα μπορούσε να γίνει ιδανικό παρατηρητήριο των Αμερικανών στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της ‘προστασίας’ που της προσέφεραν έναντι της Σοβιετικής απειλής. (Το κατά πόσον η απειλή αυτή λειτούργησε ως πρόσχημα υπερατλαντικής παρουσίας – και, εν τέλει, επικυριαρχίας – στην Ευρώπη, με τη Δυτική Γερμανία στο ρόλο πειθήνιου φερέφωνου, είναι πάντα θέμα προς συζήτηση…)

Κι έτσι συντελέστηκε το μεταπολεμικό ‘Γερμανικό θαύμα’, με σημαντική Αμερικανική οικονομική βοήθεια αλλά και πολιτική υποστήριξη. Όσο για τα εγκλήματα ενός λαού εναντίον πολλών άλλων, τα συμψήφισαν και τα απόσβεσαν οι δίκες λίγων επιφανών Ναζί στη Νυρεμβέργη…»

Πόσο δίκαιη, τελικά, είναι η Ιστορία; Η ερώτηση είναι σαφώς αφελής, σε έναν κόσμο που κυβερνάται από τους νόμους του Δαρβίνου σε εκδοχή Herbert Spencer! Στη λογική του επικυρίαρχου σκληρού πραγματισμού της εποχής, γιατί θα έπρεπε, άραγε, να κρίνουμε ακόμα και τον ίδιο τον ναζισμό στη βάση του ηθικού διπόλου «δίκαιο-άδικο», αντί του ρεαλιστικότερου «ισχύς-αδυναμία»;

Τραβώντας αυτή τη λογική στα άκρα, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί: Σε τι διαφέρει, κατ’ ουσία, αυτός ο κόσμος από εκείνον που αιματοκυλίστηκε δύο φορές κατά τον εικοστό αιώνα; Και, πιο συγκεκριμένα, πόσο έχει αλλάξει στ’ αλήθεια (πέρα από τις όποιες φαινομενολογικές αντιρατσιστικές ψευτο-ρητορείες της) η χώρα που, κατά τεκμήριο, ευθύνεται γι’ αυτό το αιματοκύλισμα;

Δεν είμαι σε θέση να το εξηγήσω απόλυτα, μα τούτο το ερώτημα ηχεί στ’ αυτιά μου – που λατρεύουν τον Beethoven, τον Brahms και τον Wagner – σχεδόν ρητορικό…

(*) Henry Morgenthau (1891-1967): Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ επί προεδρίας F.D.Roosevelt. Εισηγήθηκε σκληρά οικονομικά μέτρα για τη μεταπολεμική Γερμανία, έτσι ώστε αυτή να μην απειλήσει ξανά την παγκόσμια ειρήνη.

Aixmi.gr