Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Φιλελευθερισμός αλά καρτ: Από τον Φρίντμαν ως τον Covid


Στη θεωρία, ο φιλελευθερισμός έχει στον πυρήνα του ένα εξαιρετικά απλό δόγμα: η ελευθερία του ατόμου – στον βαθμό που αυτή δεν γίνεται αιτία σωματικής ή ηθικής βλάβης στον συνάνθρωπο – είναι υπέρτατο αγαθό, στο οποίο δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει περιοριστικά το σύστημα εξουσίας.

Με βάση μία θεμελιώδη αρχή που διατύπωσε ο εκ των πατέρων του φιλελευθερισμού, John Stuart Mill, ο μόνος λόγος για τον οποίο το κράτος μπορεί να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου είναι για να αποτρέψει πιθανή βλάβη σε άλλα άτομα. Δεν μπορεί όμως (το κράτος) να εμποδίσει το άτομο να προκαλέσει βλάβη στον εαυτό του. Το άτομο διατηρεί πλήρη κυριαρχία πάνω στην υλική και την πνευματική του υπόσταση!

Ας δούμε ένα επίκαιρο, δυστυχώς, παράδειγμα. Η πολιτεία επιβάλλει περιοριστικά μέτρα στις μετακινήσεις των πολιτών για να ανακόψει την εξάπλωση μίας πανδημίας. Τούτο δεν αντίκειται προς τις φιλελεύθερες αρχές, αφού η μετακίνηση ενός ατόμου δεν ενέχει κίνδυνο μόνο για το ίδιο το άτομο αλλά και για κάθε άτομο που θα έρθει σε επαφή με αυτό.

Σαν ένα άλλο παράδειγμα, η πολιτεία δικαιούται να απαγορεύει το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους αλλά όχι σε ιδιωτικούς, όπου το άτομο βλάπτει μόνο τον εαυτό του (αλλά ενίοτε, δυστυχώς, και κάποια αγαπημένα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος).

Η απόλυτη εφαρμογή του φιλελεύθερου δόγματος, εν τούτοις, συναντά δυσκολίες στην πράξη λόγω της πολυσχιδούς φύσης του. Έτσι, σχολές σκέψης και συστήματα εξουσίας τείνουν συχνά να υιοθετούν επιλεκτικά μία μερική άποψη του δόγματος, αγνοώντας ή ακόμα και αποκρούοντας δυναμικά κάποια άλλη.

Για να εξειδικεύσουμε, θα εστιάσουμε σε δύο μορφές φιλελευθερισμού: τον κοινωνικό και τον οικονομικό. Ας ξεκινήσουμε από τον δεύτερο.

Ο Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman, 1912–2006) θεωρείται από πολλούς ως ένας από τους «γκουρού» του σύγχρονου οικονομικού φιλελευθερισμού, του αναφερόμενου με τον (απόλυτα δόκιμο) όρο «νεοφιλελευθερισμός». Το 1976 απονεμήθηκε στον Φρίντμαν το Νόμπελ Οικονομίας, το οποίο παρέλαβε εν μέσω έντονων διαμαρτυριών από μεγάλο μέρος του κοινού. Ο λόγος: Αυτός ο «ιεροκήρυκας» του φιλελευθερισμού δεν είχε κανένα πρόβλημα να προσφέρει τις συμβουλευτικές υπηρεσίες του στον Αουγκούστο Πινοσέτ, επικεφαλής ενός αιμοσταγούς αυταρχικού (αλλά νεοφιλελεύθερου!) καθεστώτος στη Χιλή. Δεν αποτελεί έκπληξη το ότι ο Φρίντμαν είχε φιλική σχέση και με την συντηρητική κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν, η οποία έδωσε μάχη για να καταργηθούν κεκτημένες κοινωνικές ελευθερίες στις ΗΠΑ.

Ο «φιλελευθερισμός» που υποστηρίζουν οι θαυμαστές του Φρίντμαν αντιπαθεί το κοινωνικό κράτος και δεν δέχεται την κοινωνική αλληλεγγύη ως θεσμό της πολιτείας, αλλά μόνο ως πράξη αυτόβουλης φιλανθρωπίας. Θεωρεί επίσης ότι ο ανταγωνισμός είναι το μόνο υγιές μέσο για την πρόοδο μίας κοινωνίας.

Αλά καρτ, όμως, είναι και ο «φιλελευθερισμός» που πρεσβεύουν οι κοινωνικοί φιλελεύθεροι (Liberals) της αμερικανικής Αριστεράς. Σε κοινωνικό επίπεδο, μάχονται υπέρ της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αντιμάχονται, εν τούτοις, την απόλυτη οικονομική ελευθερία και το δικαίωμα στον ανταγωνισμό, ενώ θέτουν και αυστηρούς περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου επιχειρώντας να επιβάλουν το αμφιλεγόμενο δόγμα της «πολιτικής ορθότητας». Η αντίδραση μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας σε αυτό το ανελεύθερο δόγμα ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Ντόναλντ Τραμπ βρέθηκε στον Λευκό Οίκο μετά τις εκλογές του 2016.

Ένα μέρος των αμφιθυμιών της αμερικανικής Αριστεράς για τον φιλελευθερισμό έχει διαχυθεί στον υπόλοιπο κόσμο και, ειδικά, στην Ελλάδα. Αιχμή του δόρατος είναι το επιδημικό φαινόμενο της πολιτικής ορθότητας, η οποία έφτασε να αποκτήσει ως και θεσμική ισχύ μέσω του αντιρατσιστικού νόμου. Έτσι, π.χ., είναι δυνατό να υποστεί κάποιος μηνύσεις από «ευαίσθητους» παρατηρητές (κατά κανόνα από τον χώρο της Αριστεράς) αν τολμήσει να σχολιάσει δυσμενώς πολιτισμικά φαινόμενα που σχετίζονται με την μετανάστευση. Την ίδια στιγμή, η Αριστερά μάχεται για το «δικαίωμα» των μεταναστών να εισέρχονται ανεξέλεγκτα στη χώρα, ενώ αντιμετωπίζει με «κατανόηση» τις όποιες παραβατικές συμπεριφορές τους.

Η πρόσφατη πανδημική κρίση ανέδειξε μία ακόμα ασύμμετρη στάση της ελληνικής Αριστεράς απέναντι στις ιδέες του φιλελευθερισμού. Θέλοντας να ηχήσει ευχάριστα στα αυτιά των πολιτών που υπέφεραν από τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, και ειδικά των νέων που συναθροίζονταν ανέμελα εκτοξεύοντας «στο κόκκινο» τα επιδημιολογικά δεδομένα της χώρας, ταυτίστηκε άμεσα ή έμμεσα με την άποψη ότι τα προληπτικά μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσης της επιδημίας είναι «αντισυνταγματικά», αφού «παραβιάζουν τις ατομικές ελευθερίες».

Η πρόταση της Αριστεράς προς την πολιτεία ήταν απλή: «Αφήστε μικρούς και μεγάλους να μετακινούνται, να συναθροίζονται και να αρρωσταίνουν ελεύθερα, αν το επιθυμούν – αφού, αν το απαγορεύσετε παραβιάζετε τα ανθρώπινα δικαιώματα – και φτιάχνετε όλο και περισσότερες νοσηλευτικές δομές (δαπάναις, ασφαλώς, της πλουτοκρατίας) για να θεραπεύετε όσους τυχόν νοσήσουν!»

Η δήθεν «φιλελεύθερη» αυτή πρόταση δεν λαμβάνει, προφανώς, υπόψη το δικαίωμα ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας να παραμείνει υγιές παραχωρώντας αυτόβουλα ένα μέρος της ελευθερίας του. Και, το δικαίωμα αυτό παραβιάζεται όταν, μοιραία κάποια στιγμή, ο «ελεύθερος και ωραίος» έρθει σε επαφή με τον «φοβικό και συμβιβασμένο»!

Αυτό που μένει, τελικά, ως ερώτημα από την πιο πάνω συζήτηση είναι αν ο ακραιφνής, ο απόλυτος φιλελευθερισμός είναι εφαρμόσιμος στην πράξη. Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι αρνητική, ακόμα και στο πλαίσιο του πιο υγιούς δημοκρατικού συστήματος. Από τη στιγμή που υπάρχουν αντίπαλα πολιτικά κόμματα τα οποία αντιπροσωπεύουν λαϊκές μάζες με γενικά αντίθετα συμφέροντα, η άσκηση της εξουσίας από ένα κόμμα μοιραία θα εκχωρεί περισσότερα δικαιώματα – άρα περισσότερες ελευθερίες – σε ένα κομμάτι του λαού σε σχέση με κάποιο άλλο.

Όμως, έστω και αν είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρούμε απόλυτα φιλελεύθερα καθεστώτα, είναι πάντα δυνατό να συναντήσουμε αληθινά φιλελεύθερους ανθρώπους. Ο φιλελευθερισμός, δηλαδή, είναι κυρίως υπόθεση ατομικής συνείδησης, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για μία κοινωνία φιλελεύθερων μονάδων, παρά για μια φιλελεύθερη κοινωνική συλλογικότητα.

Κάτω από αυτή την εξατομικευμένη σκοπιά, ο φιλελευθερισμός είναι πολύ περισσότερο από μία αξιοσέβαστη ακαδημαϊκή έννοια που συναντούμε σε βαρετά πανεπιστημιακά συγγράμματα. Είναι πραγματική στάση ζωής!

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Υπάρχει πάντα το δικαίωμα στην ομαδική αυτοχειρία;


Με αφορμή την απαγόρευση των μαζικών εκδηλώσεων για την επέτειο του Πολυτεχνείου εν μέσω φονικής πανδημίας, γίνεται συζήτηση πολλή τούτες τις μέρες για το δικαίωμα κάποιου να θέτει τις συνταγματικές του ελευθερίες πάνω από την ίδια του την υγεία και τη ζωή. Με απλά λόγια, αν επιθυμώ να ρισκάρω τη ζωή μου συμμετέχοντας σε μία δημόσια συνάθροιση – ακόμα περισσότερο αν αυτή γίνεται για να τιμήσει μία ιστορική πράξη αντίστασης απέναντι σε ένα αυταρχικό καθεστώς – ποιος νόμος μίας δημοκρατικής πολιτείας μπορεί να μου το απαγορεύσει;

Δεν είμαι νομικός, έτσι η πιο κάτω τοποθέτησή μου αντανακλά την προσωπική μου λογική και μόνο, χωρίς να διεκδικεί δάφνες νομικής αυθεντίας...

Όσοι αντιτίθενται στην απαγόρευση των συγκεντρώσεων υποστηρίζουν, κατ' ουσίαν, την ύπαρξη συνταγματικού δικαιώματος στην ομαδική αυτοχειρία. Γιατί, μόνο ως οιονεί απόπειρα αυτοκτονίας μπορεί να αξιολογηθεί μία αυτόβουλη μαζική συνάθροιση κάτω από τις παρούσες πανδημικές συνθήκες!

Ίσως και να συμφωνούσε κάποιος, καταρχήν, με αυτή την ιδιότυπη δικαιωματική άποψη, υπό μία όμως προϋπόθεση: Η υποψήφια προς αυτοχειρία ομάδα να είναι περίκλειστη και απομονωμένη από το λοιπό κοινωνικό σύνολο, έτσι ώστε η εκούσια, γι’ αυτήν, έκθεση σε θανάσιμο κίνδυνο να μην επεκτείνεται de facto και σε άτομα που δεν επιθυμούν να ανήκουν στην ομάδα.

Ας εξηγήσω: Είναι κατανοητό να θέλουν κάποιοι να εξασκήσουν το (θεωρούμενο από εκείνους ως) «συνταγματικό τους δικαίωμα» στην ομαδική έκθεση σε ακραίο κίνδυνο, ως πράξη απείθειας απέναντι σε μία «αυταρχική» (όπως πιστεύουν) εξουσία. Αρκεί όμως να μην διασταυρωθούν οι δρόμοι τους με κάποιους άλλους που παίρνουν συνειδητά την απόφαση να παραιτηθούν από το δικαίωμα αυτό προς χάριν της προστασίας της ζωής τους. Γιατί, όπως καλά γνωρίζουμε, η πηγή του κινδύνου είναι άκρως μεταδοτική και δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε «εθελοντές» και ακουσίως παρατυγχάνοντες!

Στην πράξη, βέβαια, μία τέτοια προϋπόθεση απόλυτης τήρησης αποστάσεων θα ισοδυναμούσε με «γκετοποίηση», πράγμα που – πέραν του ότι είναι πρακτικά ανέφικτο – θα παραβίαζε και κάθε έννοια συνταγματικής ηθικής.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι, ακόμα και αν κάποιοι, για λόγους ιδεολογίας και εν μέσω ακραίας πανδημικής κρίσης, είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν το τίμημα της ανυπακοής τους στο «σύστημα» με την ίδια τους τη ζωή, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να το πληρώσουν εκείνοι και μόνο. Γιατί, στην περίπτωση που θα συναπαντηθούν μαζί μου, ίσως κληθώ εν αγνοία μου να το πληρώσω κι εγώ. Και οι νόμοι της πολιτείας οφείλουν τότε να με προστατέψουν...

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Πολυπολιτισμικότητα, αλλά με προϋποθέσεις!


Ο Hanns Johst ήταν θεατρικός συγγραφέας με σημαίνουσα θέση στο Τρίτο Ράιχ. Σε ένα έργο του βάζει στο στόμα του ήρωά του την εξής διαβόητη, πλέον, φράση: 

«Όταν ακούω τη λέξη ‘πολιτισμός’ ψάχνω για το πιστόλι μου!» 

Φαντάζομαι πως αν ζούσε και έγραφε σήμερα, ίσως αντικαθιστούσε στην πιο πάνω φράση τη λέξη «πολιτισμός» με την περισσότερο επίκαιρη λέξη «πολυπολιτισμικότητα». Και ο ήρωας του έργου του θα παρέθετε μία σειρά από επιχειρήματα, μερικά από τα οποία θα ήταν, δυστυχώς, επαληθεύσιμα στην πράξη... 

Αν θέλουμε να σιγήσουν οι φωνές των σύγχρονων “Johst”, θα πρέπει πριν απ’ όλα να πάψουμε να κλείνουμε τα μάτια στις προβληματικές όψεις του πολυπολιτισμικού φαινομένου, έτσι όπως αυτό κυριαρχεί σήμερα στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Και να συμφωνήσουμε ότι πολυπολιτισμικότητα χωρίς προϋποθέσεις απλά δεν είναι εφικτή! 

Η λίστα αυτών των προϋποθέσεων δεν εξαντλείται, φυσικά, σε ένα σύντομο σημείωμα. Δύο, όμως, είναι ιδιαίτερα σημαντικές: 

1. Η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι ένας αχταρμάς αλληλοσυγκρουόμενων πολιτισμικών ταυτοτήτων όπου στο τέλος επικρατεί η πιο μαχητική ή η πιο βίαιη. Χτίζεται με κορμό μία προεξάρχουσα ταυτότητα με αδιαμφισβήτητα ιστορικά δικαιώματα και μη-διαπραγματεύσιμες θεμελιώδεις αρχές, τις οποίες οφείλει να αποδέχεται όποιος εντάσσεται στην πολυπολιτισμική κοινότητα. Οι αρχές αυτές τίθενται υπεράνω των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών τα οποία φέρει το κάθε υποψήφιο νέο μέλος της κοινότητας. 

Για παράδειγμα, τα θεσμικά κατοχυρωμένα φιλελεύθερα ήθη μίας χώρας δεν νοείται να τίθενται σε διαπραγμάτευση κατ’ απαίτηση μεταναστών με συντηρητικές καταβολές, ακόμα και αν η απαίτηση αυτή για περιορισμό της ελευθερίας αφορά αποκλειστικά και μόνο την δική τους πληθυσμιακή ομάδα. Επίσης, σε έναν πολιτισμό που εξ ορισμού αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα ανεξάρτητα από το φύλο ή την θρησκευτική πίστη, δεν μπορούν να ενταχθούν άτομα που αμφισβητούν την κατεστημένη αυτή ισότητα. 

2. Η πολυπολιτισμικότητα δεν επιβάλλεται de facto, ως αποτέλεσμα ανεξέλεγκτης εισροής μεταναστών. Διαμορφώνεται βήμα - βήμα με τρόπο συντεταγμένο και συμβατό με τους νόμους της χώρας υποδοχής. Με τον τρόπο αυτό – αν εξαιρέσουμε κάποιες θλιβερές ρατσιστικές παρεκκλίσεις – χτίστηκε το πλέον πολυπολιτισμικό έθνος του κόσμου: η Αμερική. 

Ιδανικά, η πολυπολιτισμικότητα θα έπρεπε να είναι όχημα για τον εμπλουτισμό και τη διεύρυνση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αντί γι’ αυτό, τείνει να γίνει το όπλο με το οποίο ο ευρωπαϊκός πολιτισμός αυτοκτονεί υπό το βάρος τύψεων για αμαρτήματα των προγόνων του (τα απεχθή πρόσωπα της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού δεν διαγράφονται, δυστυχώς, από τις σελίδες της Ιστορίας...). Και, τη στιγμή που η Ευρώπη που γέννησε τον Διαφωτισμό καλοδέχεται την πολιτισμική διαφορετικότητα, κάποιοι εκπρόσωποι της τελευταίας εργάζονται με τρόπο μεθοδικό, υπόγειο, συχνά ακόμα και δολοφονικό, για τη μετάβαση της ηπείρου σε μία κατάσταση πολιτισμικού μεσαίωνα που θα καταργεί με τη βία κάθε δικαίωμα στο διαφορετικό, και θα τιμωρεί σκληρά κάθε απόκλιση από τον έναν και μοναδικό «ορθό» τρόπο ζωής! 

Ένα πρόσφατο ειδεχθές έγκλημα στη Γαλλία χτύπησε την πιο ευαίσθητη χορδή ενός ανοικτού και φιλελεύθερου κράτους: την εκπαίδευση. Πίσω από τον φυσικό αυτουργό, όμως, κρύβεται ένα ολόκληρο πλέγμα ακραίου και απόλυτα μη-ανεκτικού δογματισμού, το οποίο αντιπροσωπεύει μία τερατόμορφη, δυστυχώς, έκφανση της πολυπολιτισμικότητας. Και, όσο και αν ακούγεται ως αστεϊσμός, η παρακάτω προτροπή θα μπορούσε στο ορατό μέλλον να αποτελέσει επίσημη οδηγία ενός ευρωπαϊκού υπουργείου παιδείας: 

«Αν είσαι δάσκαλος, τις ιδέες του Διαφωτισμού είναι προτιμότερο να τις κρατάς μέσα στο κεφάλι σου. Αν τις διδάξεις, υπάρχει κίνδυνος να σου το κόψουν!» 

Το να μένει το κεφάλι ενός δασκάλου στους ώμους του είναι, πιστεύουμε, μία ελάχιστη προϋπόθεση για την αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας από μία δημοκρατική κοινωνία σήμερα...

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Hitler's Escape(?) to Argentina

 Θεωρίες συνωμοσίας; Ή μήπως...

Σημειώνω ότι ο Χίτλερ ήταν χορτοφάγος και η "αγαπημένη του τροφή" σίγουρα δεν ήταν... κοτόπουλο! Επίσης, ο Φεγκελάιν ήταν ήδη νεκρός από την εποχή του καταφυγίου (εκτελέστηκε κατ' εντολήν του Χίτλερ).


Μια εικόνα που ντροπιάζει το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του...


Άρθρο του 2019, στο ΒΗΜΑ:


Το ότι κείμενα σαν αυτό παραμένουν επίκαιρα, μαρτυρά την αποτυχία αυτής της κυβέρνησης να υλοποιήσει εκείνα που είχε υποσχεθεί - και στη συνέχεια "για τα μάτια του κόσμου" νομοθέτησε - για την πάταξη της βίας στα πανεπιστήμια.

Η φωτογραφία ενός πρύτανη τον οποίο εξευτελίζουν τραμπούκοι μέσα στο ίδιο του το γραφείο, κρεμώντας του ταμπέλα στο λαιμό (παραπέμπει συνειδητά σε φωτογραφίες τζιχαντιστών λίγο πριν αποκεφαλίσουν το θύμα τους) είναι ντροπή για όλο το πολιτικό σύστημα. Για εκείνους που κυβέρνησαν και γι' αυτούς που κυβερνούν. Ο καθείς με τα αμαρτήματά του...

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Ναζισμός και νεοναζισμός: Από τη Βαϊμάρη στην Ελλάδα της κρίσης


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία στη Γερμανία το 1933. Η άνοδός τους, συνέπεια (και) μιας οδυνηρής ήττας σε έναν πόλεμο, σήμανε το τέλος του δημοκρατικού πειράματος της Βαϊμάρης.

Οι νεοναζί εισήλθαν στο ελληνικό κοινοβούλιο το 2012. Η είσοδός τους, συνέπεια (και) μιας ακραίας οικονομικής κρίσης, σήμανε το τέλος της πολιτικής «αθωότητας» στη χώρα.

Το πρώτο ιστορικό γεγονός ήταν η απαρχή μίας παγκόσμιας τραγωδίας που κορυφώθηκε με το φρικτότερο μαζικό έγκλημα της Ιστορίας.

Το δεύτερο γεγονός κατέδειξε ότι ένα φαινομενικά πεθαμένο (ή, έστω, μισοπεθαμένο) φίδι είναι δυνατό να αναστηθεί όταν οι συνθήκες παρέχουν το απαραίτητο «οξυγόνο» για την επιβίωσή του.

Οι ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην επικράτηση του Ναζισμού και την μετέπειτα επανεμφάνισή του ως νεοναζισμού έχουν μελετηθεί σε βάθος από πολλούς ειδικούς και δεν θα αποτολμήσουμε εδώ μία ιστορική ή πολιτική ανάλυση του θέματος. Θα αρκεστούμε σε μία επιγραμματική συγκριτική παράθεση των κυριότερων αιτίων που επέτρεψαν στον Ναζισμό να κυριαρχήσει στην μεσοπολεμική Γερμανία, και στους εν Ελλάδι θαυμαστές του να εισβάλουν στους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας μολύνοντάς τους ανεπανόρθωτα.

Και, γνωρίζοντας τα «γιατί» που οδήγησαν έναν λαό – ή, έστω, ένα κομμάτι του – σε αντιδημοκρατικές πολιτικές επιλογές, ίσως αποφύγουμε παρόμοιες επιλογές σε μελλοντικές κρίσιμες συνθήκες...

Τρεις σημαντικές ιστορικές συγκυρίες συνέβαλαν στην άνοδο των Ναζί στην εξουσία:

1. Το αίσθημα εθνικής ταπείνωσης των Γερμανών, που προκλήθηκε από τον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίο οι νικητές του Μεγάλου Πολέμου έσυραν τη Γερμανία στην αποδοχή της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919).

2. Μία ακραία οικονομική κρίση, η οποία κατά ένα μέρος οφειλόταν στις δυσβάσταχτες πολεμικές αποζημιώσεις προς τους νικητές του πολέμου.

3. Η αδυναμία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης να αντιμετωπίσει την κατάσταση αναρχίας που είχε ξεσπάσει στη χώρα, οδηγώντας σε αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε μαρξιστές και ακραίους εθνικιστές.

Οι Ναζί χρησιμοποίησαν τους Εβραίους ως εξιλαστήρια θύματα για την ήττα στον πόλεμο και τα μετέπειτα προβλήματα της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, οι διώξεις κατά των Εβραίων, με αποκορύφωμα την μαζική δολοφονία του Ολοκαυτώματος, ήταν αποτέλεσμα της διαστροφικής ρατσιστικής ιδεολογίας των Ναζί, η οποία είχε ήδη εκφραστεί ανοιχτά στο “Mein Kampf” αρκετά χρόνια πριν ο Χίτλερ αναλάβει την εξουσία.

Ας δούμε τώρα τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλαν στην είσοδο των νεοναζί στην ελληνική Βουλή, και ας κάνουμε τις σχετικές συγκρίσεις:

1. Το αίσθημα εθνικής ταπείνωσης των Ελλήνων από την υπεροπτική στάση που επέδειξαν οι κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (ιδιαίτερα στη Γερμανία) όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση ισχυρού αντι-ευρωπαϊκού ρεύματος στη χώρα, με παράλληλη ενίσχυση της επιρροής «αντισυστημικών» τάσεων (τόσο εκ δεξιών, όσο και εξ αριστερών) σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

2. Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που επέφερε στους Έλληνες η αναγκαστική συμμόρφωση των «συστημικών» κυβερνήσεων με τους άτεγκτους όρους των μνημονίων, οι οποίοι επέβαλαν πολιτικές σκληρής λιτότητας και καθεστώς ασφυκτικής επιτήρησης από τους (συχνά αλαζονικά συμπεριφερόμενους) δανειστές.

3. Η κατάσταση εσωτερικής αναρχίας (ιδιαίτερα στην Αθήνα) από την ανεξέλεγκτη δράση οργανωμένων ακροαριστερών ομάδων, με πρόσχημα την κρίση, και η αδυναμία – ή και απροθυμία – των δημοκρατικών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

4. Η κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας (ιδίως, και πάλι, στην Αθήνα) λόγω της μη-ελεγχόμενης (άρα κατ’ ουσίαν παράνομης) μετανάστευσης.

Ο τέταρτος παράγοντας διαφοροποιεί την περίπτωση των νεοναζί από εκείνη των πρωταρχικών Ναζί. Όσο και αν οι επιθέσεις των πρώτων κατά μεταναστών είχαν και ρατσιστικά κίνητρα, οι νεοναζί βρήκαν μία πρώτης τάξεως δικαιολογία για τη δράση τους πατώντας πάνω σε ένα υπαρκτό πρόβλημα της χώρας. Στις συνειδήσεις των τοπικών κοινωνιών, μάλιστα, το πρόβλημα αυτό αποκτούσε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις σε ηθικό και ψυχολογικό επίπεδο λόγω της απροθυμίας των λεγόμενων «προοδευτικών» πολιτικών δυνάμεων να αναγνωρίσουν τις δυσχερείς συνθήκες που βίωναν οι άνθρωποι της γειτονιάς, και να καταδικάσουν ανοιχτά τις παράνομες (συχνά ακραία βίαιες) δράσεις ενός μέρους των (θεωρούμενων ως) «ευπαθών» ομάδων. Η «κατανόηση» στη συμπεριφορά του οποίου μέρους συχνά άγγιζε την απόλυτη δικαιολόγηση και εξέφραζε επιλεκτική ευαισθησία και συμπάθεια...

Η αποτελεσματικότερη μέθοδος, λοιπόν, για να αποτρέψει το πολιτικό σύστημα την επανεμφάνιση των νεοναζί στο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό της χώρας είναι να εξαλείψει τους παράγοντες που θα μπορούσαν να χαρίσουν σε εκείνους προνομιακό πεδίο δράσης. Σε κάθε περίπτωση, το να κατηγορεί κάποιος συλλήβδην τους ψηφοφόρους τους ως φασίστες ή ρατσιστές, χωρίς να μπει στον κόπο να αφουγκραστεί τα προβλήματά τους, είναι επικίνδυνα απλοϊκό. Κάποιοι θα σπεύσουν τότε να προσφέρουν «συμπάθεια» και «κατανόηση». Ας τους προλάβει το ίδιο το δημοκρατικό σύστημα, της «προοδευτικής» συνιστώσας του μη εξαιρουμένης. Αν όχι και προεξάρχουσας...

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Αντισυμβατική "επιστήμη" ή επικίνδυνη συνωμοσιολογία;

Σε "Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο" με θέμα "Επιστήμη και Κοινωνία στον Πόλεμο της Πανδημίας", που έλαβε χώρα διαδικτυακά το διήμερο 19-20 Σεπτεμβρίου, ακούστηκαν οι απόψεις ομάδας "ειδικών" (εγχώριων και διεθνών) οι οποίοι ανήκουν στη σχολή σκέψης που αμφισβητεί τις διαστάσεις του προβλήματος της πανδημίας, έτσι όπως αυτές περιγράφονται από την συντριπτική πλειοψηφία των γιατρών παγκοσμίως, καθώς και από το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς Τύπου.

Ούτε λίγο - ούτε πολύ, "μάθαμε" ότι ο θόρυβος γύρω από έναν "σχετικά ακίνδυνο ιό" (sic) και μία "λάιτ κατάσταση" (sic και πάλι) προέρχεται από σκόπιμη μεγαλοποίηση ενός διαχειρίσιμου προβλήματος και διακινείται από κάποια "σκοτεινά κέντρα" με σκοπό την χειραγώγηση του κοινωνικού συνόλου και την κερδοσκοπία εις βάρος του. Φυσικά, στην "συνωμοσία" πρωτοστατούν οι φαρμακευτικές εταιρείες που επιδίδονται στην παρασκευή του εμβολίου (ακούστηκαν εκφράσεις όπως "οργανωμένο έγκλημα" και "εγκληματικά συνδικάτα").

"Μάθαμε", επίσης, ότι τα μέτρα πρόληψης ενάντια στη μετάδοση της επιδημίας παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα και, ως εκ τούτου, είναι "παράνομα". Κι ότι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης είναι η ενίσχυση και διεύρυνση του συστήματος υγείας ώστε να εξυπηρετεί αυτούς που ήδη έχουν νοσήσει. Με άλλα λόγια, αδιαφορούμε για την πρόληψη (για την οποία ελάχιστα, γενικά, ειπώθηκαν) και ρίχνουμε όλο το βάρος στη θεραπεία!

Ειδική προσπάθεια καταβλήθηκε για την αποδόμηση των μέτρων που αφορούν στην προστασία των παιδιών. Ακούσαμε ότι η χρήση της μάσκας, η οποία έχει ως βαθύτερο και σκοτεινότερο στόχο την "απο-κοινωνικοποίηση" και την απομόνωση των παιδιών κατ' εντολή διεθνών συνωμοτικών κέντρων(!), θα αφήσει δυσεπούλωτα τραύματα στους παιδικούς ψυχισμούς ενώ ελάχιστη προστασία θα προσφέρει.

Το πιο εντυπωσιακό: Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας "ψεύδεται συνειδητά" και "διασπείρει τον τρόμο" ισχυριζόμενος ότι ο ιός είναι "δήθεν" εξαιρετικά μεταδοτικός και θανατηφόρος!

Εδώ το video του "συνεδρίου". Τα συμπεράσματα δικά σας...

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Τα πολλά πρόσωπα του λαϊκισμού

 


Ο λαϊκισμός είναι μία παθογένεια της Δημοκρατίας και ένα μέσο χειραγώγησης και ελέγχου στον Ολοκληρωτισμό. Είναι αναγνωρίσιμα τα βασικά χαρακτηριστικά και τα ποικίλα πρόσωπά του...

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Δύο "προβληματικά" θέματα στην διδασκαλία του ηλεκτρομαγνητισμού

 

Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι πολλά διδακτικά συγγράμματα ηλεκτρομαγνητισμού σε επίπεδο intermediate έως advanced πρέπει να αναθεωρηθούν εν μέρει. Και τούτο διότι εμφανίζονται σε αυτά δύο σημαντικά λάθη που αφορούν βασικότατες έννοιες της ηλεκτροδυναμικής. Τα παραθέτω συνοπτικά:

1. Ο ορισμός της ηλεκτρεγερτικής δύναμης (ΗΕΔ) πάσχει, όταν δεν είναι ολότελα λανθασμένος! Σε κάποια βιβλία η ΗΕΔ ορίζεται περιπτωσιολογικά, χωρίς να δίνεται ένας γενικός ορισμός από τον οποίο να απορρέουν όλες οι γνωστές ειδικές εκφράσεις, ανάλογα με το ηλεκτροδυναμικό σύστημα. Σε άλλα βιβλία η ΗΕΔ ορίζεται ως "έργο ανά μονάδα φορτίου", πράγμα που επίσης ισχύει σε ειδικές, μόνο, περιπτώσεις (π.χ., κύκλωμα με πηγή σταθερής τάσης και αντίσταση).

2. Πολλά intermediate βιβλία χρησιμοποιούν το παράδειγμα του φορτιζόμενου πυκνωτή για να εξηγήσουν τον νόμο Ampere-Maxwell και το λεγόμενο "ρεύμα μετατόπισης" (ατυχής όρος του Maxwell). Προκαλεί εντύπωση, εν τούτοις, ότι δεν έχει δοθεί σημασία σε κάτι σημαντικό: Με εξαίρεση την ειδική περίπτωση όπου το ρεύμα που φορτίζει τον πυκνωτή είναι χρονικά σταθερό, σε κάθε άλλη περίπτωση το Η/Μ πεδίο που υπολογίζεται με τον "κλασικό" τρόπο δεν ικανοποιεί τον νόμο του Faraday (νόμος της Η/Μ επαγωγής). Αυτό σημαίνει ότι οι γνωστές λύσεις πρέπει να γενικευθούν έτσι ώστε να ικανοποιείται το πλήρες σετ των εξισώσεων του Maxwell.

Και τα δύο αυτά προβλήματα έχουν μελετηθεί πρόσφατα, με αποτέλεσμα κάποια ενδιαφέροντα παιδαγωγικά άρθρα. Τα έχω συγκεντρώσει πιο κάτω:

Άρθρα για την ΗΕΔ

Άρθρα για τον φορτιζόμενο πυκνωτή

Στο δεύτερο πρόβλημα υπάρχει πάντα περιθώριο και για περαιτέρω μελέτη...

Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

Μία επίσκεψη "κοινού θνητού" στα άδυτα του Electrical Engineering!

Και όμως, το κατορθώσαμε! Ένας "κοινός θνητός" (κατά κόσμον Φυσικός) πάτησε το πόδι του εκεί που μόνο οι θεοί πατούν. Όπου ως "θεοί" εννοούνται, εν προκειμένω, οι Electrical Engineers (κοινώς, Ηλεκτρολόγοι Μηχανικοί). Ρωτήστε τους και θα σας το επιβεβαιώσουν!

Έτσι, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου και μόνο, επισκέφθηκα τα γραφεία και τα εργαστήρια του Τομέα Ηλεκτροτεχνίας της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Ευγενώς με ξενάγησε εκεί ο επιστημονικός μου συνεργάτης και καλός φίλος, Αριστείδης Μαγουλάς. Τον οποίο, για λόγους που μόνο η ψυχανάλυση μπορεί να εξηγήσει, οι φοιτητές συμπαθούν απείρως περισσότερο από τον γράφοντα (αν υποτεθεί ότι με συμπαθούν καν...).

Πάντως, πέρα από το χιούμορ, η συνεργασία των Τομέων Φυσικών Επιστημών και Ηλεκτροτεχνίας στην ΣΝΔ έχει αποφέρει σημαντικό δημοσιευμένο παιδαγωγικό έργο που δεν έχει περάσει απαρατήρητο και εκτός συνόρων (δείτε, π.χ., μία χαρακτηριστική ανάρτηση από το πανεπιστήμιο MIT).

Βέβαια, ο φίλος Αριστείδης δεν εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα, καθώς θεωρεί ότι "δέκα MIT δεν κάνουν ούτε μισό ΕΜΠ"! Κι εγώ σκέφτομαι, απ' τη μεριά μου, ότι κακώς πρόκειται να καταργηθούν δια νόμου μόνο τα πλαστικά καλαμάκια σ' αυτή τη χώρα...

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Μερικές (ακόμα) σκέψεις για την πολιτική ορθότητα


Στην ορθολογική της εκδοχή, η πολιτική ορθότητα είναι μία ιδέα τόσο συμβατή με τις ανθρώπινες αξίες ώστε στην πράξη να καθίσταται αυτονόητη. Συνιστά έναν βαθμό αυτοπεριορισμού στον δημόσιο λόγο με σκοπό την αποφυγή εκφράσεων ή πρακτικών που θα μπορούσαν να προσβάλουν «ευπαθείς» ομάδες μίας κοινωνίας, συντελώντας άμεσα ή έμμεσα στην περιθωριοποίησή τους.

Αν και οι προθέσεις της έδειχναν αρχικά αγαθές, η πολιτική ορθότητα μετεξελίχθηκε με τον καιρό σε τυραννία που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης, καθώς αξιώνει – και, όπου είναι δυνατό, επιβάλλει – συμμόρφωση με τις αυθαίρετες και ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις ισχυρών πολιτικών ή ακαδημαϊκών ομάδων που εντάσσονται, κατά κύριο λόγο, στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς. Με τον τρόπο αυτό, η πολιτική ορθότητα έχασε τελικά κάθε επαφή με τον ορθολογισμό...

Ως άγραφος νόμος με καθαρά ηθική υπόσταση, η πολιτική ορθότητα μπορεί να οδηγήσει σε δυσφήμιση και κοινωνική περιθωριοποίηση εκείνων που την παραβιάζουν. Το ζήτημα λαμβάνει σοβαρότερες και πιο επικίνδυνες διαστάσεις όταν το δόγμα αποκτά θεσμική ισχύ παρεισφρέοντας σε αντιρατσιστικούς νόμους ή σε άτεγκτους ακαδημαϊκούς κανονισμούς. Αυτό δίνει την δυνατότητα να σύρονται απλοί πολίτες στα δικαστήρια, ή πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σε (ιερο-)εξεταστικές επιτροπές, επειδή χρησιμοποίησαν σε δημόσιο λόγο μία λέξη ή μια φράση που «δεν έπρεπε». Πρόκειται κατ’ ουσίαν για μία de jure κατάργηση της ελευθερίας του λόγου.

Επί πλέον, ο ίδιος ο νόμος είναι συχνά μονόπλευρος και μεροληπτικός. Για παράδειγμα, αν κάποιος εκφράσει μία άποψη που δυνητικά προσβάλλει μια μειονοτική ή μία «ευπαθή» ομάδα, είναι δυνατό να βρεθεί κατηγορούμενος σε κάποιο δικαστήριο. Την ίδια στιγμή, χιλιάδες χρήστες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, επώνυμοι κι ανώνυμοι, μπορούν ελεύθερα να τον καθυβρίζουν, χωρίς την παραμικρή νομική συνέπεια για εκείνους.

Αλλά, ακόμα και όταν ο νόμος δεν καταργεί de jure την ελευθερία της έκφρασης, τούτο μπορεί να επιτύχει de facto το κοινωνικό μπούλινγκ που υφίστανται οι μη-αρεστοί. Και, επειδή ο συσχετισμός δυνάμεων είναι, συνήθως, συντριπτικά εναντίον τους, οι τελευταίοι καταλήγουν να στερηθούν την ελευθερία του λόγου είτε από φόβο, είτε λόγω των αποκλεισμών που τους επιβάλλουν τα διαδικτυακά μέσα μετά από σχετικές «καταγγελίες»...

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι είναι αναγκαίο να επιβάλλονται εκ του νόμου κάποια όρια στην ελευθερία του λόγου. Παράδειγμα: Αν πω ότι «ορθώς διέπραξε ο Χίτλερ το Ολοκαύτωμα», παραβιάζω τους νόμους κάθε δημοκρατικής πολιτείας, αφού εγκωμιάζω ένα μαζικό έγκλημα και, έμμεσα, προτρέπω στην τέλεση παρόμοιων εγκλημάτων.

Από την άλλη, δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να τεθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης κάποιος που απλά εκφράζει αμφισβήτηση για το ότι υπήρξε το Ολοκαύτωμα, έστω και αν πρόκειται για ένα απόλυτα τεκμηριωμένο και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ιστορικό γεγονός. Μπορούμε να τον μηδενίσουμε στο μάθημα της Ιστορίας, ή ακόμα και να του συστήσουμε να επισκεφθεί τον ψυχίατρό του, είναι όμως παράλογο (και, εν τέλει, αντιδημοκρατικό) να τον σύρουμε στα δικαστήρια για παραβίαση των υπερβολών κάποιου αντιρατσιστικού νόμου!

Όπως σημειώσαμε σε πρόσφατο άρθρο, η πολιτική ορθότητα καταλήγει συχνά να βλάπτει τις ίδιες τις προθέσεις της. Με βάση τον πανταχού παρόντα νόμο δράσης–αντίδρασης, η βίαιη στέρηση της ελευθερίας της έκφρασης προς χάριν μίας «ανώτερης» ιδέας είναι δυνατό να προκαλέσει αισθήματα δυσφορίας απέναντι στην ίδια την ιδέα και, τελικά, να γεννήσει περισσότερους εχθρούς απ’ ό,τι υποστηρικτές της. Η εκλογή του Donald Trump στις ΗΠΑ είναι μία επιβεβαίωση αυτού του κανόνα...

Υπάρχει εναλλακτική της πολιτικής ορθότητας; Ναι, η σωστή διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας στην αποδοχή και τον σεβασμό του «διαφορετικού», ξεκινώντας από τις πρώτες τάξεις του σχολείου. Σήμερα, όμως, ενώ τα παιδιά εκτίθενται σε βομβαρδισμό πληροφορίας για το δράμα των «κατατρεγμένων του κόσμου», την ίδια στιγμή αφήνονται να θεωρούν ως «αποδεκτή» συμπεριφορά τον χλευασμό και την κοινωνική απομόνωση ανθρώπων λόγω του (ελλειμματικού ή πλεονασματικού) σωματότυπου, των μη-ελκυστικών φυσικών χαρακτηριστικών, ή του εύθραυστου ψυχισμού τους. Αντιρατσισμός και πολιτική ορθότητα αλά καρτ, δηλαδή!

Η πολιτική ορθότητα θα αποκτήσει ουσιαστικό νόημα αν, αντί έξωθεν επιβαλλόμενης συμπεριφορικής συμμόρφωσης, ιδωθεί ως φυσικό αποτέλεσμα καλλιέργειας ατομικής συνείδησης. Τον πρώτο λόγο γι' αυτή την - σχεδόν εξ απαλών ονύχων - καλλιέργεια έχει, φυσικά, η Εκπαίδευση. Για όσον χρόνο, τουλάχιστον, έχει στη διάθεσή της, πριν αναλάβει το έργο της αποδόμησης η πολιτική...

Κώστας Παπαχρήστου

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Επίπεδες κυματικές λύσεις των εξισώσεων του Maxwell


Όπως είναι γνωστό, το σύστημα των εξισώσεων του Maxwell έχει επίπεδες κυματικές λύσεις. Στη βιβλιογραφία του ηλεκτρομαγνητισμού (βλ., π.χ., [1], Κεφ. 10) οι ιδιότητες των λύσεων αυτών μελετώνται σχεδόν πάντα από τη σκοπιά του πρότυπου μονοχρωματικού επίπεδου ηλεκτρομαγνητικού κύματος (Η/Μ κύμα που περιέχει μία μόνο κυκλική συχνότητα ω). Όπως αποδεικνύεται, τόσο στο κενό, όσο και σε ένα μη-αγώγιμο μέσο, το ηλεκτρικό και το μαγνητικό πεδίο ενός μονοχρωματικού Η/Μ κύματος είναι κάθετα μεταξύ τους, όπως και κάθετα προς τη διεύθυνση διαδόσεως του κύματος (εγκάρσιο κύμα). Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση διάδοσης μονοχρωματικού Η/Μ κύματος στο εσωτερικό ενός αγώγιμου υλικού μέσου, με το πρόσθετο στοιχείο της απόσβεσης του κύματος καθώς αυτό προχωρεί [1].

Τώρα, ένα επίπεδο Η/Μ κύμα γενικότερης μορφής (δηλαδή, μη-μονοχρωματικό) μπορεί να εκφραστεί σαν γραμμικός συνδυασμός στοιχειωδών μονοχρωματικών κυμάτων με διάφορες συχνότητες ω. Όπως αποδεικνύεται [1,2], και στην γενική αυτή περίπτωση το ηλεκτρικό και το μαγνητικό πεδίο είναι κάθετα μεταξύ τους, όπως και κάθετα στη διεύθυνση διαδόσεως του κύματος, όταν το μέσο διάδοσης είναι μη-αγώγιμο και δεν προκαλεί διασπορά (non-dispersive medium).

Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι [2] στην περίπτωση μη-μονοχρωματικού Η/Μ κύματος που διαδίδεται σε αγώγιμο μέσο, το κύμα εξακολουθεί μεν να είναι εγκάρσιο αλλά το ηλεκτρικό και το μαγνητικό πεδίο δεν είναι πλέον κάθετα μεταξύ τους! Αυτό οφείλεται στο ότι ένα αγώγιμο μέσο προκαλεί διασπορά (dispersion) στα Η/Μ κύματα (βλ. [1], Παρ. 10.9).

Ανάλογες παρατηρήσεις ισχύουν και για μη-αγώγιμα υλικά μέσα όταν αυτά προκαλούν διασπορά των Η/Μ κυμάτων.

[1] Introduction to Electromagnetic Theory and the Physics of Conducting Solids (σε έντυπη μορφή, εδώ).

[2] Plane-wave solutions of Maxwell's equations: An educational note

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Πολιτική ορθότητα και αμερικανικές εκλογές


1. Το μπούμερανγκ...


Με αφορμή ένα αποτρόπαιο ρατσιστικό έγκλημα στις ΗΠΑ, άνοιξε πάλι σε παγκόσμια κλίματα η συζήτηση για το τι είναι και τι δεν είναι «πολιτικά ορθό». Πρόσφατο θύμα της «ορθότητας» ήταν ένα κορυφαίο έργο του αμερικανικού κινηματογράφου (“Gone with the Wind”, 1939) για το οποίο όψιμα ανακαλύψαμε ότι εμπεριέχει μία δόση ρατσισμού!

Το ειρωνικό της υπόθεσης είναι ότι η πολιτική ορθότητα γίνεται συχνά μπούμερανγκ ενάντια στις ίδιες τις προθέσεις της. Αυτό το είδαμε ξεκάθαρα στις προηγούμενες αμερικανικές εκλογές. Και ίσως το ξαναδούμε στις επόμενες...

Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός των Αμερικανών Δημοκρατικών, αντίβαρο αρχικά στον συντηρητικό υπερεθνικισμό των Ρεπουμπλικάνων, ανέδειξε στην πορεία του μία μορφή ιδεολογικής δικτατορίας που προσέδωσε στον όρο «φιλελεύθερος» τον χαρακτήρα οξύμωρου, αφού κατάργησε στην πράξη την ίδια την – ιερή για τους Αμερικανούς – ελευθερία του λόγου. Έτσι, το αμφιλεγόμενο δόγμα της πολιτικής ορθότητας (political correctness) αποδείχθηκε μία ιδέα όχι λιγότερο οπισθοδρομική από εκείνες ενάντια στις οποίες μάχεται.

Η ολοένα αυξανόμενη εμμονή με την πολιτική ορθότητα κόστισε, τελικά, ακριβά στους Δημοκρατικούς στις προηγούμενες εκλογές, τις οποίες έχασαν από έναν υπέρμετρα εξωστρεφή εκπρόσωπο του αντισυστημικού λαϊκισμού και φανατικό πολέμιο του δόγματος...

2. Γιατί νίκησε ο Trump


Πολλοί είπαν ότι ο Donald Trump νίκησε στις προηγούμενες εκλογές γιατί κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το άγχος της εργατικής τάξης για την ανεργία που ολοένα επιδεινωνόταν από την μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση. Για άλλους, η νίκη του οφείλεται στο κάθε άλλο παρά δημοφιλές προφίλ της αντιπάλου του, Χίλαρι Κλίντον. Κάποιοι ακόμα ισχυρίστηκαν ότι είχε έρθει η ώρα να πετάξει η Αμερική την δημοκρατική της μάσκα και να αποκαλύψει το αληθινό της πρόσωπο!

Υπάρχει, όμως, και μία ιδιαίτερη παράμετρος της νίκης του Trump που θα ήταν λάθος να αγνοηθεί. Για κάποιους αναλυτές ήταν ίσως η σημαντικότερη. Αναφέρομαι στην κούραση μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας από την τυραννία της πολιτικής ορθότητας σε κάθε απόπειρα έκφρασης δημόσιας γνώμης, από την καφετέρια της γειτονιάς ως τη Βουλή των Αντιπροσώπων και το εθνικό δίκτυο τηλεόρασης. Ο Trump νίκησε, κατά τους πολιτικούς αναλυτές, επειδή ακριβώς έπεισε τον μέσο Αμερικανό ότι θα τον απάλλασσε μία και καλή από την πολιτική ορθότητα. Και η ιδέα αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε, ένα από τα κλειδιά της επιτυχίας του.

Από τη μεριά τους, οι Αμερικανοί φιλελεύθεροι (liberals) έκαναν ένα σοβαρό πολιτικό σφάλμα. Στην προσπάθειά τους να πολεμήσουν τον ρατσισμό, εισήγαγαν νέες μορφές του. Κατέταξαν τους πολίτες σε διακριτές κοινωνικές ομάδες και είπαν σε κάποιους από αυτούς – κυρίως τους λευκούς άντρες με σχετικά χαμηλό επίπεδο μόρφωσης – πως είναι οι «κακοί». Τους χλεύασαν ανελέητα χαρακτηρίζοντάς τους οπισθοδρομικούς και στιγματίζοντάς τους, συχνά αβάσιμα, ως ρατσιστές και σεξιστές. Ακόμα και τα video-παιχνίδια τους αποτέλεσαν αντικείμενο αφ’ υψηλού ειρωνείας.

Η αμφισβήτηση της ελευθερίας του λόγου έχει πάντα κόστος, ιδιαίτερα σε μία κοινωνία όπως η αμερικανική. Η προεδρία πήγε, τελικά, σε εκείνον που, κατά τους υποστηρικτές του, «δεν φοβόταν να πει ανοιχτά τη γνώμη του». Κάποιον που αντιπροσώπευε «όσα δεν μπορούσαν εκείνοι να πουν»...

3. Τι είναι «πολιτική ορθότητα»


Σε αντίθεση με μία συνήθη, μονομερή ερμηνεία του όρου, η πολιτική ορθότητα δεν περιορίζεται σε ζητήματα που άπτονται φυλετικών ή σεξουαλικών ευαισθησιών. Συνίσταται, γενικά, στον αποκλεισμό κοινών εκφράσεων ή πρακτικών που θα μπορούσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να προσβάλουν οποιοδήποτε μέλος μίας πλουραλιστικής κοινωνίας. Βέβαια, το τι προσβάλλει κάποιον είναι κατά βάση προσωπική υπόθεση – αν κανείς εξαιρέσει ένα σύνολο αυτονόητα απορριπτέων συμπεριφορών που, κατά κοινή παραδοχή, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας.

Αν και οι προθέσεις της δείχνουν καταρχήν αγαθές (ποιος θεωρεί καλό πράγμα το να προσβάλλει κάποιος τον συνάνθρωπό του;) η πολιτική ορθότητα εξελίχθηκε με τον καιρό σε τυραννία ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης και, σε ακραίες περιπτώσεις, φτάνει να στιγματίζει ανεξίτηλα τις υπολήψεις εκείνων που την παραβιάζουν. Επιβάλλει ένα ολοένα διευρυνόμενο «λεξικό» απαγορευμένων εκφράσεων που, αν κάποιος δεν ενημερώνεται έγκαιρα για τις τακτικές επικαιροποιήσεις του, κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια μίας άτυπης «αστυνομίας σκέψης» και να αποκομίσει ετικέτες που κυμαίνονται από αυτή του οπισθοδρομικού έως εκείνη του ρατσιστή.

Σύμφωνα με προ τετραετίας στατιστικές, 60% των Αμερικανών – διπλάσιοι Ρεπουμπλικάνοι σε σύγκριση με τους Δημοκρατικούς – θεωρούν ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα από τα σημαντικά προβλήματα στις ΗΠΑ. Μόνο ένα 18% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι η χώρα τους δεν είναι όσο θα έπρεπε «πολιτικά ορθή»...

4. Πολιτική ορθότητα στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση


Στα αμερικανικά πανεπιστήμια η πολιτική ορθότητα έχει επιβάλει περιορισμούς στην έκφραση που προκαλούν ασφυξία στους φοιτητές και το καθηγητικό προσωπικό. Μέχρι το 2013, το «Γραφείο για τα Πολιτικά Δικαιώματα» του Υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ όριζε ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου (κυρίως σε ό,τι αφορά τον λόγο) θα έπρεπε να κριθεί ως «αντικειμενικά προσβλητική» με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, προτού κάποιος αποκτήσει το δικαίωμα να υποβάλει μία ανώνυμη καταγγελία εναντίον του ατόμου αυτού.

Το 2013, εν τούτοις, η κυβέρνηση Obama άλλαξε τα δεδομένα. Σύμφωνα με μία νέα αντίληψη, το τι είναι προσβλητικό καθορίζεται με βάση τις προσωπικές ευαισθησίες του καθενός και δεν υπόκειται σε αντικειμενική αξιολόγηση. Με άλλα λόγια, ο κάθε φοιτητής μπορεί να βασίζεται στα προσωπικά του – και, ως εκ τούτου, απόλυτα υποκειμενικά – κριτήρια για να ορίσει ως προσβλητικό ένα σχόλιο από έναν συμφοιτητή ή έναν καθηγητή του και να υποβάλει, έτσι, μία ανώνυμη καταγγελία. Πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ έσπευσαν να συμμορφωθούν με αυτή την παράλογη απαίτηση από τον φόβο οικονομικών κυρώσεων.

Ποια είναι η τύχη ενός ατόμου που πέφτει θύμα ανώνυμης καταγγελίας για παραβίαση πολιτικής ορθότητας; Σύρεται ως κοινός κακούργος σε διάφορες εξεταστικές επιτροπές, χωρίς το δικαίωμα να αντικρίσει τον καταγγέλλοντα – ούτε καν να πληροφορηθεί το όνομά του – επειδή και μόνο κάποιος φοιτητής, ή κάποια ομάδα φοιτητών, θεώρησαν ένα σχόλιό του ως «μη αποδεκτό». Και, φυσικά, ας μην ξεχνούμε και τους αμείλικτους «δικαστές» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που πρόθυμα θα συνταχθούν με τους «θιγόμενους»!

Και ο παραλογισμός δεν έχει τέλος: Πριν το ξεκίνημα του ακαδημαϊκού τετραμήνου ο καθηγητής ενός μαθήματος οφείλει να προβλέψει ποια στοιχεία του μαθήματος θα μπορούσαν να προκαλέσουν τις προσωπικές ευαισθησίες ενός φοιτητή, και να εκδώσει σχετική προειδοποίηση. Αν αμελήσει να το πράξει, είναι θεωρητικά δυνατό να αντιμετωπίσει τις καθιερωμένες καταγγελίες ή να εισπράξει την οργή κάποιων φοιτητών του.

5. Υπερβολές της πολιτικής ορθότητας


Η πολιτική ορθότητα στην Αμερική συχνά φτάνει στα άκρα προκειμένου να υπηρετήσει τους σκοπούς της. Το ερώτημα «πού γεννηθήκατε;» πρέπει να αποφεύγεται επειδή μπορεί να εκληφθεί ως έμμεση αμφισβήτηση αμερικανικής καταγωγής. Το «πόσον καιρό εργάζεστε εδώ;» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπαινιγμός για την ηλικία κάποιου. Το «πολίτης των ΗΠΑ» είναι προτιμότερο από το «Αμερικανός», αφού το δεύτερο υπονοεί ότι οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα της αμερικανικής ηπείρου…

Για πολλούς Αμερικανούς, η κατάχρηση πολιτικής ορθότητας ακουμπά ενοχλητικά ακόμα και πάνω σε αγαπημένες παραδόσεις. Για παράδειγμα, το «Καλές Γιορτές» θεωρείται περισσότερο πολιτικά ορθό από το «Καλά Χριστούγεννα», αφού το δεύτερο προάγει διαχωρισμό των ανθρώπων με βάση τα θρησκευτικά τους «πιστεύω». Ένα σχολείο στο Connecticut επιχείρησε πριν μερικά χρόνια να απαγορεύσει τις αποκριάτικες στολές για το Halloween, θεωρώντας ότι κάποια παιδιά με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές θα μπορούσαν να αισθανθούν ξένα ως προς το έθιμο. Την πολιτική αυτή του σχολείου ανέτρεψαν, τελικά, μερικοί εξαγριωμένοι γονείς μαθητών!

6. Η πολιτική μη-ορθότητα ως εργαλείο πολιτικής


Η ρητορική ενάντια στην πολιτική ορθότητα μπορεί να χρησιμεύσει ως εργαλείο αποπροσανατολισμού των Αμερικανών ψηφοφόρων από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας τους, στοχεύοντας ευθέως στους βαθύτερους και σκοτεινότερους φόβους τους για ανθρώπους που είναι διαφορετικοί.

Την ώρα που μιλούν για τους «μετανάστες που κλέβουν τις δουλειές των Αμερικανών», κάποιοι πολιτικοί επιχειρούν να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από πραγματικά δεδομένα, όπως π.χ. το γεγονός ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών, η εισροή Λατίνων μεταναστών εργατών στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία 30 χρόνια είχε πολύ μικρή επίπτωση στην ανεργία, σε σύγκριση με την μετακίνηση ενός σημαντικού αριθμού εργοστασίων στο εξωτερικό, ή τις επαναλαμβανόμενες υφέσεις της εθνικής οικονομίας. Έτσι, ενώ παρακολουθούσε κάποιος με ενδιαφέρον τον Trump, προ των εκλογών του ’16, να ζητά την κατασκευή τείχους που θα απέτρεπε την μετανάστευση, ελάχιστα πρόσεχε ότι οι πραγματικοί λόγοι απώλειας θέσεων εργασίας και οικονομικής αστάθειας δεν θίγονταν καν.

7. Συνοψίζοντας...


Η πολιτική ορθότητα είναι ένας άγραφος και συνεχώς εμπλουτιζόμενος κώδικας απαγορευμένης έκφρασης και πρακτικής. Για πολλούς Αμερικανούς ο κώδικας αυτός στραγγαλίζει την ελευθερία του λόγου, τιμωρώντας παράλληλα τους «παραβάτες» με την ρετσινιά της οπισθοδρομικότητας και της μισαλλοδοξίας. Η αντίδραση απέναντι στο φαινόμενο έφερε, έτσι, στην εξουσία κάποιον που υποσχέθηκε πως θα καταργήσει την πολιτική ορθότητα στην πράξη.

Πρόσφατα, με αφορμή ένα φρικτό έγκλημα με ρατσιστικά κίνητρα, το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας ήρθε ξανά στην επιφάνεια ως πρωταρχικό θέμα συζήτησης και αντικείμενο ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Και ίσως παίξει και πάλι ρόλο στις επικείμενες αμερικανικές εκλογές.

Με όλα τα παραπάνω δεν επιχειρούμε, φυσικά, να αποδείξουμε ότι η πολιτική ορθότητα υπήρξε ο μόνος – ή, έστω, ο πλέον καθοριστικός – παράγοντας στις προηγούμενες εκλογές στις ΗΠΑ. Είναι όμως κάτι που δεν πρέπει να αγνοείται αν κάποιος θέλει να έχει την πλήρη εικόνα των πραγμάτων και να δώσει την καλύτερη δυνατή ερμηνεία στο αποτέλεσμα. Το ερώτημα είναι, τώρα, κατά πόσον ο ίδιος αυτός παράγοντας εξακολουθεί να επηρεάζει τους Αμερικανούς ψηφοφόρους. Σύντομα θα γνωρίζουμε...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Μία συζήτηση για την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία


Είχα τις προάλλες μία συζήτηση με τους δευτεροετείς μου για την ηλεκτρομαγνητική (Η/Μ) ακτινοβολία και τους τρόπους που αυτή παράγεται. Αυτά όλα προβλέπονται από τις εξισώσεις του Maxwell (και τα μαθηματικά εκεί είναι ιδιαίτερα στρυφνά!), όμως πριν απ' όλα είναι αναγκαίο να κατανοήσει κάποιος τις υποκείμενες φυσικές έννοιες. Και αυτές, ευτυχώς, είναι εύκολα κατανοητές.

Παραθέτω ένα απόσπασμα από ένα παιδαγωγικό άρθρο του 2016:

--------------------------------

Η διάδοση ενέργειας μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων καλείται ηλεκτρομαγνητική (Η/Μ) ακτινοβολία. Έτσι, ένα φυσικό σύστημα που εκπέμπει ενέργεια στη μορφή Η/Μ κυμάτων λέμε ότι εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία ή, απλά, ότι ακτινοβολεί. Παραδείγματα τέτοιων συστημάτων είναι τα άτομα, τα μόρια, οι πυρήνες, τα θερμά σώματα, οι κεραίες των ραδιοφωνικών σταθμών, κλπ.

Από μια προσεκτική εξέταση των εξισώσεων του Maxwell προκύπτει ότι η Η/Μ ακτινοβολία παράγεται με βασικά δύο τρόπους: (α) με επιταχυνόμενα ηλεκτρικά φορτία, και (β) με χρονικά μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά ρεύματα. Ειδικά, ένα φορτίο που κινείται με σταθερή ταχύτητα (ευθύγραμμα και ομαλά) δεν ακτινοβολεί. Συνηθίζω να το εξηγώ αυτό στους μαθητές μου χρησιμοποιώντας την παρακάτω παραβολή:

Μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού πάτε ως το περίπτερο να αγοράσετε ένα παγωτό. Για να προλάβετε πριν λιώσει, αποφασίζετε να το φάτε στο δρόμο. Βαδίζετε αμέριμνοι σε ένα ευθύγραμμο μονοπάτι με σταθερό βήμα (άρα, με σταθερή ταχύτητα) χωρίς να πάρετε είδηση ένα σμήνος από μέλισσες που σας ακολουθούν πολιορκώντας το παγωτό σας! Όταν ξαφνικά τις αντιλαμβάνεστε, επιταχύνετε την κίνησή σας για να τους ξεφύγετε (είτε τρέχετε πιο γρήγορα προς τα μπρος, είτε απλά αλλάζετε κατεύθυνση πορείας). Τρομαγμένες, τότε, από την κίνησή σας αυτή, κάποιες μέλισσες αποκόπτονται από το σμήνος και πετούν μακριά, χωρίς ποτέ να επιστρέψουν.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Το «παγωτό» είναι ένα ηλεκτρικό φορτίο που αρχικά κινείται με σταθερή ταχύτητα, μεταφέροντας στην κατεύθυνση της κίνησής του την ολική ενέργεια του Η/Μ πεδίου του (το «σμήνος των μελισσών») η οποία μένει σταθερή. Όταν το φορτίο επιταχύνεται, ένα μέρος της ενέργειας αυτής (οι «μέλισσες» που πέταξαν μακριά) αποσπάται, κατά κάποιον τρόπο, και απομακρύνεται προς το άπειρο με την ταχύτητα του φωτός, υπό μορφή Η/Μ κύματος. Και, όσο πιο μεγάλη είναι η επιτάχυνση του φορτίου, τόσο πιο μεγάλη είναι και η ενέργεια της εκπεμπόμενης Η/Μ ακτινοβολίας στη μονάδα του χρόνου.

--------------------------------

Όταν τελείωσα την παράθεση της πιο πάνω παραβολής, ένας φοιτητής έκανε μία πολύ έξυπνη ερώτηση:

"Η επιτάχυνση είναι κάτι το σχετικό. Αν ένα φορτίο επιταχύνεται ως προς έναν ακίνητο παρατηρητή, αυτός θα βλέπει το φορτίο να εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία. Ένας παρατηρητής, όμως, που κινείται μαζί με το φορτίο προφανώς δεν θα βλέπει καμία ακτινοβολία! Πώς γίνεται το φορτίο ταυτόχρονα να εκπέμπει και να μην εκπέμπει;"

Αφού τον συνεχάρην για τη σκέψη του, θύμισα στην τάξη την έννοια του αδρανειακού συστήματος αναφοράς, την οποία είχαμε μελετήσει στο πρώτο έτος στο πλαίσιο της Μηχανικής (έχουμε αναφερθεί σχετικά σε άλλο άρθρο). Τους τόνισα και πάλι ότι σε αυτά και μόνο τα συστήματα αναφοράς ισχύουν οι νόμοι του Νεύτωνα, καθώς και εκείνοι του ηλεκτρομαγνητισμού. Έτσι, ένα ηλεκτρικό φορτίο εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία όταν επιταχύνεται ως προς έναν αδρανειακό παρατηρητή. Ο παρατηρητής που κινείται μαζί με το φορτίο δεν είναι αδρανειακός, έτσι - αν και σε εκείνον το φορτίο φαίνεται ακίνητο, άρα και μη-επιταχυνόμενο - δεν έχει "δικαίωμα" να ερμηνεύει τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα με βάση τις εξισώσεις του Maxwell και, αν επιμείνει να το κάνει, θα φτάσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ακόμα και ένα ακίνητο φορτίο ακτινοβολεί! Στην πραγματικότητα, βέβαια, το φορτίο ακτινοβολεί επειδή επιταχύνεται ως προς τον αδρανειακό παρατηρητή που παρακολουθεί το φορτίο.

Στο σημείο αυτό ανέφερα στους φοιτητές ότι ο Maxwell ήταν άτυχος που δεν πρόλαβε την θεωρία της σχετικότητας, αφού με βάση αυτήν είναι πολύ εύκολο να αποδειχθεί ότι ένα φορτίο που κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς έναν αδρανειακό παρατηρητή δεν ακτινοβολεί. Ας δούμε πώς:

Έστω φορτίο q που κινείται με σταθερή ταχύτητα (ευθύγραμμα και ομαλά) ως προς έναν αδρανειακό παρατηρητή Ο. Θεωρούμε και έναν παρατηρητή Ο΄ που κινείται μαζί με το φορτίο, άρα είναι κι αυτός αδρανειακός (αφού κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς τον Ο). Επειδή το q είναι ακίνητο ως προς τον Ο΄, ο παρατηρητής αυτός δεν θα καταγράφει εκπομπή Η/Μ ακτινοβολίας από το q.

Ας κάνουμε τώρα την υπόθεση ότι ο "ακίνητος" παρατηρητής Ο, ως προς τον οποίο το q κινείται με σταθερή ταχύτητα, βλέπει το q να ακτινοβολεί. Σύμφωνα με την αρχή της σχετικότητας, η Η/Μ ακτινοβολία διαδίδεται με την ίδια ταχύτητα c (ταχύτητα του φωτός) σε όλα τα αδρανειακά συστήματα αναφοράς. Έτσι, αν ο Ο βλέπει ακτινοβολία που διαδίδεται με ταχύτητα c, τότε και ο Ο΄ θα πρέπει να βλέπει την ίδια ακτινοβολία να διαδίδεται με την ίδια ταχύτητα. Όμως, όπως είπαμε πιο πριν, ο Ο΄ δεν βλέπει στην πραγματικότητα καμία ακτινοβολία! Γιατί οδηγηθήκαμε σε άτοπο; Διότι κάναμε μία λανθασμένη υπόθεση: ότι ο Ο βλέπει το q να ακτινοβολεί. Συμπέρασμα: το φορτίο q δεν μπορεί να ακτινοβολεί αν κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς τον αδρανειακό παρατηρητή Ο.

Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήσαμε καταρρέει αν το q επιταχύνεται ως προς τον Ο, αφού ο Ο΄, που κινείται μαζί με το φορτίο, δεν είναι τώρα αδρανειακός παρατηρητής και, συνεπώς, η αρχή της σχετικότητας δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί για να συσχετίσει τις παρατηρήσεις των Ο και Ο΄.

Παρά τις επαναστάσεις στη Φυσική που συνέβησαν κατά τον 20ό αιώνα, ο Νεύτωνας και ο Maxwell παραμένουν επίκαιροι. Γι αυτό και είναι αληθινά μεγάλοι!

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Κάμερα στην αίθουσα διδασκαλίας; Εξαρτάται…


Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία για τις κάμερες μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας. Και, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτό τον τόπο, τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για το ζήτημα έσπευσαν να υιοθετήσουν, αντίστοιχα, τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας. Το ένα επικαλείται «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των μαθητών», ενώ οι υποστηρικτές του άλλου επιδίδονται καθημερινά στα social media στις συνήθεις, καθολικά αφοριστικές ρητορείες περί «τεμπέληδων και άχρηστων εκπαιδευτικών που φοβούνται την αξιολόγηση».

Προσπερνώντας τα αλληλοφαγώματα του δικομματικού συστήματος σε έναν ευαίσθητο χώρο όπως η Παιδεία, θα θέλαμε σε αυτό το σύντομο σημείωμα να επισημάνουμε κάποιες λεπτές υφές του ζητήματος, χωρίς να ισχυριζόμαστε, ασφαλώς, ότι οι σκέψεις που ακολουθούν συνιστούν επαναστατικές τομές ή χαρακτηρίζονται από εξαιρετική πρωτοτυπία (έχουν άλλωστε ήδη γραφεί και ακουστεί πάρα πολλά…).

Σαν βάση συζήτησης, θα διακρίνουμε δύο είδη διδασκαλίας:

1. Την διαδραστική (interactive) διδασκαλία, όπου ο διδάσκων αλληλεπιδρά με τον διδασκόμενο. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο στην Πρωτοβάθμια, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο δάσκαλος κάνει διάλογο με τους μαθητές, τους απευθύνει ερωτήσεις και σχολιάζει ανοιχτά τις απαντήσεις τους. Συχνά ασκεί παράλληλα και αυστηρή κριτική στις συμπεριφορές τους.

(Σημειώνω εδώ ότι διαδραστική διδασκαλία είναι δυνατό να εφαρμοστεί και σε ολιγομελή πανεπιστημιακά τμήματα, κυρίως μεταπτυχιακού επιπέδου. Είναι ίσως ο πιο γόνιμος τρόπος να διδάσκει κάποιος στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση!)

2. Την ρητορική διδασκαλία, όπου ο διδάσκων κάνει μία προετοιμασμένη παρουσίαση (διάλεξη) σε ένα πιο ώριμο κοινό, το οποίο καταγράφει και αργότερα επεξεργάζεται περαιτέρω τα δεδομένα που του εκτέθηκαν. Ο «διάλογος» μεταξύ διδάσκοντος και διδασκομένων περιορίζεται σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, κυρίως μετά το τέλος (και λιγότερο συχνά κατά τη διάρκεια) της παρουσίασης. Αυτού του είδους τη διδασκαλία συναντούμε στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων και, γενικά, σε αίθουσες ακαδημαϊκών διαλέξεων.

Η διαδραστική διδασκαλία είναι μάθηση «εν τω γεννάσθαι». Είναι μία δημιουργική διαδικασία που περιέχει ως θεμελιώδη δομικά στοιχεία την προσπάθεια, το λάθος, και την εκ νέου προσπάθεια έως την επίτευξη του επιθυμητού μαθησιακού και συμπεριφορικού στόχου. Όμως, το δικαίωμα στο λάθος (απαραίτητο συστατικό της παιδαγωγικής διαδικασίας) προϋποθέτει το αίσθημα ασφάλειας που παρέχει η προστασία του από κάθε εξωτερική παρατήρηση και καταγραφή. Σε απουσία αυτού του αισθήματος, το παιδαγωγικά ωφέλιμο λάθος θα κινδυνεύει να υποκαθίσταται από δισταγμό, αυτοσυγκράτηση και ανούσια επιτήδευση…

Η ρητορική διδασκαλία, από την άλλη μεριά, όχι μόνο δεν υπόκειται στους ηθικούς και παιδαγωγικούς περιορισμούς της έξωθεν παρατήρησης αλλά, συχνά, την παρατήρηση αυτή την επιζητά και την καλοδέχεται. Είναι φανερή, λ.χ., η «ερωτική» σχέση που είχε ο Δ. Λιαντίνης με την κάμερα που κατέγραφε τις διαλέξεις του, τα videos των οποίων έχουν ευτυχώς σωθεί και αναρτηθεί στο Διαδίκτυο. Και πολλά έχω αποκομίσει ο ίδιος ως παιδαγωγός παρακολουθώντας στο YouTube διαλέξεις καθηγητών Φυσικής σε αμερικανικά πανεπιστήμια όπως το MIT.

Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε είναι ότι η κάμερα βιντεοσκόπησης θα μπορούσε να είναι παιδαγωγικά χρήσιμη σε μία ρητορικού τύπου διδασκαλία, αλλά η παρουσία της σε μία διαδραστική εκπαίδευση απαιτεί προσεκτικότερη εξέταση. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της κάμερας στην αίθουσα διδασκαλίας δεν προσφέρεται ως εύκολο αντικείμενο κομματικών διενέξεων, ούτε ως (μία ακόμα) αφορμή εκφοράς κοινότοπης πολιτικής ρητορείας.

Σε ό,τι αφορά τις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, έχει διατυπωθεί και η πρόταση δημιουργίας βιντεοσκοπημένων παρουσιάσεων των μαθημάτων από εκπαιδευτικούς, σε χώρους έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας (ή εντός, χωρίς την παρουσία μαθητών). Ακούγεται καλή ιδέα, ας την έχει υπόψη το αρμόδιο Υπουργείο…

ΤΟ ΒΗΜΑ

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Πόσες κάμερες ανά αίθουσα διδασκαλίας; Το υπολογίσαμε!


Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία για την τοποθέτηση κάμερας στην αίθουσα διδασκαλίας, με σκοπό την βιντεοσκόπηση του μαθήματος.

Αυτό που δεν προσδιόρισε κανείς, ωστόσο, είναι το πόσες κάμερες απαιτούνται σε κάθε αίθουσα έτσι ώστε να γίνεται απόλυτα σωστά η δουλειά. Μπήκαμε στον κόπο και το κάναμε εμείς, χρησιμοποιώντας πολύπλοκα μαθηματικά μοντέλα. Αποτέλεσμα: Καταλήξαμε στην μαθηματική εξίσωση που βλέπετε στην εικόνα, όπου το Χ παριστά τον ιδανικό αριθμό των καμερών ανά αίθουσα διδασκαλίας.

Εργαζόμαστε τώρα πάνω στο πρόβλημα της επίλυσης της εξίσωσης. Για ό,τι νεότερο θα σας ενημερώσω...

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Γιατί δεν πρέπει να βιντεοσκοπείται το μάθημα (άρθρο του Γ. Θαλάσση)


Οφείλω να ομολογήσω ότι ο Γιώργος Θαλάσσης έχει άποψη - την δική του άποψη, είτε συμφωνεί κάποιος μαζί της είτε όχι - και την τεκμηριώνει με τον τρόπο που εκείνος επιλέγει.

Τοποθετήσεις του τύπου "γιατί, τι έχετε να φοβηθείτε αν κάνετε καλά τη δουλειά σας;" ή "μήπως στ' αλήθεια φοβάστε την αξιολόγηση, γι' αυτό δεν θέλετε τις κάμερες;" είναι τετριμμένα ρητορικά ερωτήματα κενά περιεχομένου και στερούμενα ουσιαστικής επιχειρηματολογίας.

Αυτό που πρέπει να καταλάβουν κάποιοι - ένθεν και ένθεν - είναι ότι το ζήτημα δεν είναι πολιτικό και δεν πρέπει να τίθεται ως τέτοιο. Είναι ζήτημα καθαρά εκπαιδευτικό, και μόνο από αυτή τη σκοπιά πρέπει να εξετάζεται!

Ο Θαλάσσης έχει μερικά αξιοπρόσεκτα επιχειρήματα. Αν υπάρχει αντίλογος, ας ακουστεί στο πνεύμα της σύνθεσης των ιδεών και όχι της στείρας πολιτικής αντιπαράθεσης...

Διαβάστε το άρθρο

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Θα ήταν φιλελεύθερο μέτρο ο περιορισμός των ηλικιωμένων;


Διάχυτη ήταν την περασμένη εβδομάδα η εντύπωση ότι η κυβέρνηση λάμβανε εισηγήσεις για εξαίρεση των «ηλικιωμένων» (κατά πληροφορίες, ως τέτοιοι ορίζονταν οι άνω των 65 χρόνων) από την χαλάρωση των μέτρων περιορισμού για τον COVID-19. Δεν είμαστε, φυσικά, σε θέση να αξιολογήσουμε τις εισηγήσεις αυτές από επιδημιολογική άποψη, καθώς δεν διαθέτουμε τις απαραίτητες γνώσεις. Μπορούμε, όμως, να σχολιάσουμε τις ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις που θα είχε η υιοθέτησή τους από την πολιτεία, στην περίπτωση που η τελευταία είχε πειστεί να τις εφαρμόσει.

Με τον τρόπο, τουλάχιστον, που το ζήτημα είχε τεθεί δημοσίως, τα μέτρα (συνεχιζόμενου ή και διευρυμένου) περιορισμού των ηλικιωμένων δεν θα αφορούσαν την προστασία της υπόλοιπης κοινωνίας από τους ηλικιωμένους αλλά την προστασία των ίδιων των ηλικιωμένων, οι οποίοι ανήκουν στις λεγόμενες «ευπαθείς ομάδες» του πληθυσμού. Όπως διατυπώθηκε με σχεδόν ποιητικό τρόπο, οι άνθρωποι αυτοί «θα αργούσαν να αγκαλιάσουν τα εγγόνια τους για τη δική τους ασφάλεια και το δικό τους καλό».

Εδώ προκύπτουν, καταρχάς, μερικά ερωτήματα πρακτικής φύσης:

1. Με ποιους τρόπους θα μπορούσε η πολιτεία να ελέγχει την συμμόρφωση των ηλικιωμένων με τα νέα μέτρα επιλεκτικού περιορισμού; Θα σταματούσε, π.χ., στους δρόμους η αστυνομία πεζούς και οδηγούς που «έδειχναν ηλικιωμένοι» για να κάνει έλεγχο του έτους γέννησης στις ταυτότητες; Και, τι ποινικές συνέπειες θα επέφερε η άρνηση κάποιων ηλικιωμένων να «αυτο-προστατευτούν»; Θα πλήρωναν απλό πρόστιμο ή θα σύρονταν και στα δικαστήρια;

2. Σε ουκ ολίγες περιπτώσεις οι ηλικιωμένοι ζουν μαζί με τα (ή διαμένουν κοντά στα) εγγόνια τους, τα οποία, λόγω της αυξημένης κινητικότητας των παιδιών, αποτελούν κατ’ εξοχήν δυνητικούς μεταδότες του ιού. Με ποιον τρόπο τα νέα μέτρα περιορισμού θα διασφάλιζαν την προστασία των ηλικιωμένων από πιθανή μετάδοση σε αυτούς; Θα απαγορευόταν δια νόμου η επαφή τους με τα παιδιά εντός της ίδιας της οικίας τους;

Όμως, το ζήτημα θα μπορούσε να λάβει σοβαρές διαστάσεις και από τη σκοπιά της ιδεολογικής και πολιτικής συνέπειας. Το παρόν σύστημα διακυβέρνησης ήρθε στην εξουσία κρατώντας τη σημαία του φιλελευθερισμού. Ερώτηση: Θα ήταν ο εκ μέρους της πολιτείας επιβαλλόμενος περιορισμός των ηλικιωμένων, με σκοπό τη δική τους προστασία, συμβατός με τις αρχές του φιλελευθερισμού; Αν όχι, τυχόν εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα αναδείκνυε την «αλά καρτ» υιοθέτηση μιας ιδεολογίας από το σύστημα εξουσίας, η πίστη στην οποία ιδεολογία θα έπρεπε, εν τούτοις, να αναδεικνύεται σε κάθε περίπτωση. Ιδιαίτερα μάλιστα υπό τις δυσχερέστερες των περιστάσεων…

Ζητώντας απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα, ανατρέχουμε σε ένα εξαιρετικό σύγγραμμα αναφοράς, το βιβλίο «Φιλελευθερισμός» του Αριστείδη Χατζή. Κι εκεί διαβάζουμε μία θεμελιώδη θέση αρχής («αρχή της βλάβης») όπως την διατύπωσε ο εκ των πατέρων του Φιλελευθερισμού, John Stuart Mill (1806–1873) στο σύγγραμμά του «Περί ελευθερίας»:

«Ο μοναδικός σκοπός χάριν του οποίου νομιμοποιείται το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου παρά τη θέληση του τελευταίου, είναι για να αποτρέψει τη βλάβη σε άλλα άτομα. Δεν νομιμοποιείται όμως το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου για το ‘δικό του καλό’ (σωματικό ή ηθικό). Δεν δικαιούται να το υποχρεώσει να κάνει ή να μην κάνει κάτι διότι υποτίθεται πως έτσι θα είναι καλύτερα γι’ αυτό (…). Το άτομο είναι κυρίαρχο πάνω στον εαυτό του, πάνω στο σώμα του και στο μυαλό του.»

Όταν, λοιπόν, ένα σύστημα εξουσίας διατείνεται ότι επιβάλλει μέτρα προστασίας σε μία κοινωνική ομάδα «για το δικό της καλό», παύει εκ των πραγμάτων να ονομάζεται φιλελεύθερο. Εκτός αν παραδεχθεί ανοιχτά ότι το επικαλούμενο «καλό» της ομάδας δεν είναι παρά σχήμα λόγου, του οποίου η χρήση γίνεται προσχηματικά με σκοπό να αποκρυβούν αδυναμίες του ίδιου του συστήματος.

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ ότι τα μέτρα γενικού περιορισμού του πληθυσμού που προηγήθηκαν (σε αυτά περιλαμβάνεται και αυτό της αυστηρής καραντίνας σε κάποιες περιπτώσεις) δεν αντίκεινται προς τις αρχές του φιλελευθερισμού, αφού οι υφιστάμενοι τον περιορισμό (όλοι εμείς, δηλαδή) δεν ήταν μόνο υποψήφια θύματα αλλά και υποψήφιοι μεταδότες της νόσου. Για να το θέσουμε απλά, δεν κλείστηκαν μέσα «για το καλό τους» και μόνο αλλά και για να μη βλάψουν άλλους. Η παρούσα συζήτηση αφορά αποκλειστικά τον επιλεκτικό περιορισμό των ηλικιωμένων (καθώς και άλλων ευπαθών ομάδων) για δική τους και μόνο προστασία.

Πριν λίγες μέρες αποπειράθηκα να θέσω το εξής – όχι ρητορικό – ερώτημα σε γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης:

Έχει δικαίωμα ένα σύστημα εξουσίας να περιορίζει την ελευθερία κάποιου «για το καλό του»; Και αν ναι, δικαιούται το σύστημα αυτό να δηλώνει φιλελεύθερο;

Από χρήστη του μέσου έλαβα την εξής απάντηση:

«Το ίδιο δικαίωμα που έχει, για παράδειγμα, να επιβάλλει τη χρήση ζώνης ασφαλείας και κράνους. Είναι υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για τη ζωή των πολιτών.»

Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος προφανώς προσπεράστηκε ως μη έχον σημασία, πράγμα αναμενόμενο υπό συνθήκες ακραίας υγειονομικής κρίσης όπου το αποτέλεσμα της αντιμετώπισης φέρει απείρως μεγαλύτερο βάρος από την ιδεολογική συνέπειά της. Εν τούτοις, το ζήτημα είναι δυνατό να προκαλέσει αμηχανία στους θεωρητικούς του Φιλελευθερισμού: Έχει ή όχι το κράτος την υποχρέωση να παρέμβει όταν ένας πολίτης δρα με τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει την υγεία του ή να απειλήσει τη ζωή του;

Ο Α. Χατζής αφιερώνει ιδιαίτερη συζήτηση σε αυτό που ονομάζει κρατικό «πατερναλισμό». Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα όπου αναλύεται και καταρρίπτεται ένα σαθρό, κατά τον συγγραφέα, αντι-φιλελεύθερο επιχείρημα:

«Πολλοί ισχυρίζονται ότι το κράτος δικαιολογείται να είναι πατερναλιστικό γιατί εκπροσωπεί την κοινωνία που έχει συμφέρον στην προστασία των μελών της, ακόμα κι αν αυτά δεν την αποδέχονται. Μεταξύ των άλλων, διότι, όταν τα μέλη της θα υποστούν τις συνέπειες λανθασμένων επιλογών, η κοινωνία θα κληθεί να τους προσφέρει ένα δίχτυ ασφαλείας, αφού δεν μπορεί να τα εγκαταλείψει στις συνέπειες των καταστροφικών επιλογών τους.»

Και συνεχίζει:

«Αν δεν φοράς ζώνη ασφαλείας, θα πρέπει να σε περιθάλψει ένα δημόσιο νοσοκομείο αν εμπλακείς σε ατύχημα και τραυματιστείς. (…) Όμως, αν αυτό είναι ένα κριτήριο το οποίο θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη, τότε οπωσδήποτε θα πρέπει να απαγορεύσουμε ολοκληρωτικά το κάπνισμα. Διότι το κοινωνικό κόστος είναι τεράστιο σε ανθρώπινες ζωές αλλά και για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αν το καλοσκεφτούμε, θα πρέπει να απαγορεύσουμε επίσης το αλκοόλ, το κόκκινο κρέας, τις τηγανητές πατάτες και τα γλυκά.»

Και καταλήγει:

«Ο φιλελεύθερος δεν αρνείται ότι η ελευθερία έχει κόστος, αλλά τη θεωρεί τόσο συνυφασμένη με την προσωπικότητα του ανθρώπου, τόσο πολύτιμη, που είναι έτοιμος να αναλάβει αυτό το κόστος. Όχι όμως μόνο γιατί το όφελος από την ελευθερία είναι σχεδόν πάντα πολύ μεγαλύτερο από το κόστος, αλλά κυρίως γιατί η ελευθερία έχει μια αυτόνομη αξία.»

Γυρνώντας στο αρχικό μας θέμα, θα πρέπει να τονίσουμε και πάλι ότι σκοπός αυτού του σημειώματος δεν είναι να κρίνει κατά πόσον ένας επιβαλλόμενος από την πολιτεία περιορισμός στην ελευθερία μετακίνησης των ηλικιωμένων θα μπορούσε να είχε αποδειχθεί ευεργετικός για τη ζωή και την υγεία τους, αλλά να εξετάσει σε καθαρά θεωρητική βάση αν μία τέτοια περιοριστική πολιτική, με τον τρόπο που αυτή αιτιολογήθηκε, θα ήταν σύμφωνη με τις αρχές του ακραιφνούς φιλελευθερισμού, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί το δηλωμένο ιδεολογικό στίγμα της παρούσας κυβέρνησης.

Και θεωρούμε ότι θα ήταν τεράστια ηθική – και, εν τέλει, πολιτική – ήττα για οποιαδήποτε κυβέρνηση να βγει να δηλώσει ότι οι ιδεολογίες καταργούνται στην πράξη κάτω από κρίσιμες περιστάσεις. Τουναντίον, είναι αυτές ακριβώς οι περιστάσεις που δοκιμάζουν τις αντοχές των ιδεολογιών και τις κάνουν να ξεχωρίζουν από μεγάλα λόγια εκ του ασφαλούς ειπωμένα!

Όμως, πέρα από τις όποιες φιλοσοφικές αναλύσεις, η δύση της ζωής είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και κάθε σύστημα εξουσίας, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού, οφείλει να την αντιμετωπίζει με σεβασμό και ευαισθησία. Ακόμα περισσότερο όταν την – λίγη ή πολλή – ζωή που απομένει έρχεται ξαφνικά να απειλήσει κάτι που ως λίγο πριν φαινόταν προνόμιο: η ελευθερία. Όση, έστω, η αμείλικτη Φύση επιτρέπει να υπάρχει ακόμα…

(Στη μνήμη της Ιφιγένειας Χ., που δεν πρόλαβε να ζήσει τη φρίκη…)

ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Η μάσκα του Schrödinger


Την παρακάτω νοητή ιατρική συμβουλή θα την ονομάσουμε "η μάσκα του Schrödinger". Βασίζεται σε απόψεις και συστάσεις ειδικών:

- Οι μη έχοντες συμπτώματα να μη φορούν μάσκα, αφού η μάσκα προστατεύει μόνο τους άλλους από τους νοσούντες.

- Οι μη έχοντες συμπτώματα θα πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους ως εν δυνάμει νοσούντες και να συμπεριφέρονται ανάλογα. Αυτονόητα, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να φορούν μάσκα για να προστατεύουν τους άλλους.

Συμπέρασμα: Οι μη έχοντες συμπτώματα θα πρέπει να φορούν ΚΑΙ να μη φορούν μάσκα!

Ο Max Born θα χειροκροτούσε. Ο Einstein θα είχε φρικάρει...

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για την υποκρισία της "κουλτούρας"


Γράφει ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος:


Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ό,τι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι` αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη.
(...)
Αυτοί νομίζουν ότι, επειδή είναι άνθρωποι των γραμμάτων, πρέπει να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Σε τελική ανάλυση, οι κουλτουριάρηδες είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ κατά βάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν τη χρησιμοποιεί σωστά. Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ` ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δεν βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς.
(...)
Πάντως μ` αυτά και μ` αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πώς είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν; (...) Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακατάληπτος σαν τους μοντέρνους ποιητές.
(...)
Η αιτία του φαινομένου αυτού οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους. Δεν θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ` όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ` όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να είναι ταπεινοί, να μη νομίζουν πως αυτοί τα ξέρουν όλα και κανείς άλλος. Να μη λένε διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή. Μέσα σ` αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι.

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο


Σε δικό μας, πολύ ταπεινότερο κείμενο, είχαμε σημειώσει τα εξής:

Αυτό που μερικές φορές προσωπικά με προβληματίζει είναι η ανάγνωση σε ειδησεογραφικά φύλλα, ή σε sites του Διαδικτύου, κάποιων κειμένων ακαδημαϊκής φύσης στην περιοχή των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Εκεί ο λόγος μοιάζει να υπηρετεί όχι τόσο τη διάδοση ιδεών και γνώσεων, όσο την αυτάρεσκη ανάγκη του αρθρογράφου να εντυπωσιάσει για την ευρηματικότητα των γλωσσικών του επινοήσεων. Έτσι, διαβάζουμε κείμενα στα οποία δεσπόζουν οι (συχνά ad hoc) νεολογισμοί και τα υπερ-σύνθετα λεκτικά σχήματα, αφήνοντας στο τέλος τον μέσο αναγνώστη να αναρωτιέται «τι θέλει να πει ο ποιητής» – κατά τη γνωστή έκφραση – αν όχι να αισθάνεται ολότελα ηλίθιος! Θα έλεγε κάποιος ότι απώτερος στόχος των ακαδημαϊκών αυτών είναι να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλον μέσω δημόσια εκτιθέμενου λόγου, υπερθεματίζοντας αλληλοδιαδόχως σε ανούσια πολυπλοκότητα που οδηγεί, τελικά, σε νοηματική κενότητα.
(...)
Ένα φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, ιστορικό, κλπ., άρθρο γραμμένο από εκπρόσωπο του ακαδημαϊκού χώρου σε μια εφημερίδα ή κάποιο ειδησεογραφικό site ευρείας επισκεψιμότητας, δεν "επιτρέπεται" να περιέχει ακατάληπτους νεολογισμούς και δυσνόητες ορολογίες σε ποσοστό μικρότερο του 10-20% (το λέω, ασφαλώς, καθ’ υπερβολήν και με αίσθηση πικρού χιούμορ). Έτσι, πολλά δημοσιευμένα άρθρα τείνουν να μοιάζουν με αυτάρεσκα επαγγελματικά «ραβασάκια» που ανταλλάσσονται υπερήφανα από ακαδημαϊκούς, με απώτερο στόχο τον εντυπωσιασμό εαυτών και αλλήλων.

Αυτό που δεν πρέπει, όμως, να ξεχνούμε είναι ότι ο Δάσκαλος (με δέλτα κεφαλαίο) δεν εξασκεί απλά ένα επάγγελμα αλλά υπηρετεί ένα λειτούργημα. Ο παιδαγωγικός του ρόλος, επομένως, δεν εξαντλείται μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας αίθουσας διδασκαλίας ή ενός αμφιθεάτρου, ούτε μέσα σε προκαθορισμένα ωράρια εργασίας, αλλά εκτείνεται κάθε στιγμή σε κάθε του επαφή με την κοινωνία. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να φωτίζει τον δρόμο προς την αλήθεια, όχι το ίδιο του το πρόσωπο προς τέρψη του «εγώ» του και ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του.

Αυτή η τελευταία αδυναμία θα μπορούσε, ίσως, να συγχωρηθεί στους ποιητές. Αυτοί όμως ούτως ή άλλως δεν μπορούν – ίσως κι ούτε πρέπει – να κρίνονται με τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα. Στους κοινούς θνητούς που έχει ανατεθεί το βάρος της παιδαγωγικής καθοδήγησης της κοινωνίας (όχι μόνο εκείνου του μικρού τμήματός της που χωρά σε ένα αμφιθέατρο) αντιστοιχούν διαφορετικά αξιολογικά κριτήρια. Και, σε αντίθεση με ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε, οι σημαντικότεροι κριτές μας είναι όσοι δίψασαν να μάθουν, μα τους αφήσαμε διψασμένους και με πρόσθετο το αίσθημα της αυτοαμφισβήτησης...

Διαβάστε το άρθρο

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Γενοκτονία των Ρομά: Το ξεχασμένο Ολοκαύτωμα

Μία αξιόλογη ιστορική μελέτη που φωτίζει άγνωστες πτυχές ενός ναζιστικού εγκλήματος


Διάβασα με ενδιαφέρον το πολύ αξιόλογο πρόσφατο βιβλίο της Αναστασίας Γκότοβου, «Το ξεχασμένο Ολοκαύτωμα» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2017). Πρόκειται για ιστορική μελέτη πάνω σε μία λιγότερο γνωστή πτυχή του ναζιστικού εγκλήματος του Ολοκαυτώματος: την γενοκτονία των Ρομά. Δευτερευόντως, αποτελεί παιδαγωγική πρόταση για αναμόρφωση της διδασκόμενης ύλης στο σχολείο, έτσι ώστε ο μαθητής να εκτεθεί από νωρίς σε ιστορικά ζητήματα που καταδεικνύουν την δηλητηριώδη επίδραση του ρατσισμού στην κοινωνία.

Όπως επισημαίνει η συγγραφέας, η διαχείριση της ετερότητας είναι βασικό μέλημα μίας διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Ακόμα περισσότερο, μάλιστα, όταν στερεότυπα και προκαταλήψεις για τον «άλλο» συνεχίζουν να εμφανίζονται στην ελληνική κοινωνία. Είναι υποχρέωση, λοιπόν, του σχολείου να αναχαιτίσει από νωρίς την όποια τάση δημιουργίας τέτοιων στερεότυπων που οδηγούν σε κοινωνικές διακρίσεις.

Ειδικότερα, το ζήτημα της γενοκτονίας των «Τσιγγάνων» από το χιτλερικό καθεστώς αποτελεί παραμελημένο αντικείμενο στην εκπαίδευση, και θα ήταν ωφέλιμη για τους μαθητές η αποκατάσταση της παράλειψης αυτής.

Στο βιβλίο παρακολουθούμε την ανάπτυξη «τσιγγανολογικής επιστήμης» στη ναζιστική Γερμανία, με αντικείμενο την διαπίστωση τσιγγάνικης ταυτότητας ανάμεσα στον γερμανικό πληθυσμό και τη σύνδεσή της με «κληρονομικές» κοινωνικές συμπεριφορές (κατά κύριο λόγο, παραβατικότητα) που χαρακτηρίζουν, υποτίθεται, τους Ρομά στο σύνολό τους. Σημαίνων καθεστωτικός «τσιγγανολόγος» αναδείχθηκε ο Δρ. Robert Ritter (1901–1951). Αποτέλεσμα των «επιστημονικών» εισηγήσεών του προς το καθεστώς υπήρξε η σύλληψη δεκάδων χιλιάδων Τσιγγάνων που ζούσαν στη Γερμανία, και η μεταφορά τους στα (κατ’ ευφημισμόν ονομαζόμενα) «στρατόπεδα εργασίας», με γνωστότερο και πλέον διαβόητο το Άουσβιτς.

Ο ακριβής συνολικός αριθμός των Ρομά που έχασαν τη ζωή τους ως αποτέλεσμα της ρατσιστικής πολιτικής των Ναζί δεν είναι γνωστός. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός αυτός κυμαίνεται από 200,000 έως 500,000.

Ο Ritter δεν ξεκίνησε την σταδιοδρομία του σαν ένας ακόμα επιστημονικός συνεργάτης του καθεστώτος που, απλά, δημιουργούσε καθ’ υπαγόρευση βιολογικές θεωρίες βολικές για το σύστημα. Πίστευε βαθιά στην ορθότητα των ρατσιστικών ιδεών του και, κατ’ ουσίαν, βρήκε στο ναζιστικό καθεστώς έναν πρόθυμο χρηματοδότη για τις έρευνές του πάνω στην υποτιθέμενη φυλετική συμπεριφορική κληρονομικότητα των Ρομά. Αργότερα, εν τούτοις, η έρευνά του ξέφυγε από το καθαρά ακαδημαϊκό επίπεδο και κατέστη όργανο καθεστωτικής πολιτικής που οδήγησε, τελικά, σε αναγκαστικές στειρώσεις, εκτοπίσεις και μαζικές δολοφονίες σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

Όπως σημειώνει η συγγραφέας, η επιστημονική μέθοδος του Ritter είναι διάτρητη, καθώς τα στοιχεία στα οποία βασίζεται αποτελούνται κυρίως από πληροφορίες σε ό,τι αφορά τους προγόνους και όχι σε πραγματικές βιολογικές μετρήσεις και συγκρίσεις. Πρόκειται, δηλαδή, για βιολογικό ντετερμινισμό χωρίς βιολογικά δεδομένα.

Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η διάκριση που κάνει ο Ritter μεταξύ του «γνήσιου» (καθαρόαιμου) και του μιγάδα Τσιγγάνου. Αντίθετα με ό,τι θα νόμιζε κανείς, ο Ritter θεωρεί ότι ο γνήσιος Τσιγγάνος δεν είναι τόσο επικίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο όσο ο μιγάς Τσιγγάνος, επειδή ο δεύτερος συνδυάζει – υποτίθεται – τις πλέον αρνητικές ιδιότητες από τις δύο κληρονομικές καταβολές και τις αντίστοιχες καταγωγικές παραδόσεις των γεννητόρων του.

Αποδεχόμενο τις θεωρίες του Ritter, το ναζιστικό καθεστώς διαφοροποιεί την πολιτική του απέναντι στους Ρομά ανάλογα με το αν αυτοί είναι «καθαρόαιμοι» ή «μιγάδες». Και είναι η δεύτερη κατηγορία που, κατά μείζονα λόγο, θα υποστεί τις δολοφονικές πολιτικές εγκλεισμού και εξόντωσης (κυρίως στο Άουσβιτς) τις οποίες οι Ναζί εφάρμοσαν και στους Εβραίους. Έτσι, ένα μικρότερο Ολοκαύτωμα θα λάβει χώρα παράλληλα με ένα σημαντικά μεγαλύτερο και πιο γνωστό...

Ένα ενδιαφέρον θέμα προς συζήτηση, το οποίο θίγεται και στο βιβλίο, είναι το κατά πόσον το Ολοκαύτωμα των Ρομά είναι συγκρίσιμο με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, σε ό,τι αφορά τις αντίστοιχες ρατσιστικές ιδεολογικές αφετηρίες και τις μεθόδους με τις οποίες τα δύο αυτά μαζικά εγκλήματα συντελέστηκαν (χωρίς, φυσικά, να λαμβάνεται υπόψη ο σαφώς μη-συγκρίσιμος αριθμός των δολοφονιών στις δύο περιπτώσεις). Οι ίδιοι οι Ναζί ισχυρίστηκαν ότι οι διώξεις των Ρομά δεν σχετίζονταν με γενοκτονικές προθέσεις αλλά στόχευαν στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Το γεγονός, εν τούτοις, ότι συνέδεσαν το έγκλημα με φυλετικές καταβολές αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι οι διώξεις αυτές είχαν ρατσιστικά κίνητρα.

Από την άλλη, η εξόντωση των Εβραίων ήταν καθολική και έλαβε χώρα χωρίς διακρίσεις όσον αφορά την «φυλετική καθαρότητα» των θυμάτων. Αντίθετα, η δολοφονική πολιτική των Ναζί απέναντι στους Ρομά στράφηκε κατά κύριο λόγο κατά των «μιγάδων» και όχι κατά των «καθαρόαιμων» εκπροσώπων της φυλής. Η επισήμανση αυτή φαίνεται να δικαιώνει την άποψη σημαντικών μελετητών του Ολοκαυτώματος (όπως, π.χ., ο Yehuda Bauer) σχετικά με την μοναδικότητα του εβραϊκού Ολοκαυτώματος (χωρίς, ασφαλώς, να υποτιμάται κατ’ ελάχιστον οποιαδήποτε άλλη γενοκτονική πολιτική του χιτλερικού καθεστώτος).

Θα αποφύγω να δώσω περισσότερες λεπτομέρειες για το περιεχόμενο του ενδιαφέροντος βιβλίου της Αναστασίας Γκότοβου, για να μην προδώσω τα μυστικά μιας συναρπαστικής αφήγησης – χάρισμα σπάνιο για μία επιστημονική μελέτη. Θα περιοριστώ να προτείνω στον αναγνώστη να αναζητήσει το βιβλίο, η απόλαυση της ανάγνωσης του οποίου είναι εξασφαλισμένη!

Aixmi.gr - ΤΟ ΒΗΜΑ

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

Στρατιωτικές σχολές: Ένα "ιστορικό" κείμενο


Φεβρουάριος 1993... Στα γραφεία του ιστορικού "Οικονομικού Ταχυδρόμου" παραδίδεται ένα χειρόγραφο κείμενο που, για πρώτη ίσως φορά, ζητά θεσμική αναβάθμιση των στρατιωτικών σχολών έτσι ώστε να αναδεικνύεται η ισοτιμία τους με τα υπόλοιπα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Ο Γιάννης Μαρίνος, διευθυντής του περιοδικού, αντιλαμβάνεται την σημασία του ζητήματος και κανονίζει ώστε το άρθρο να δημοσιευθεί άμεσα. Η πολιτεία χρειάστηκε λίγο περισσότερο χρόνο: μία δεκαετία. Βλέποντας σήμερα φοιτητές μου να διαπρέπουν σε μεταπτυχιακές σπουδές, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, σκέφτομαι ότι, τελικά, άξιζε τον κόπο να αγωνιζόμαστε και να περιμένουμε...

Διαβάστε το άρθρο