Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Έκθεση θερινών πεπραγμένων 2016 !

Μια και για άλλη μια χρονιά δεν κατορθώσαμε να "πάμε διακοπές" (sic), αποφασίσαμε να αξιοποιήσουμε τον διαθέσιμο χρόνο γράφοντας. Και, επειδή οι αρχισυντάκτες στο Βήμα και στην Αιχμή δικαιούνταν κι αυτοί να πάρουν μια ανάσα από τις συνήθεις φιλοσοφικές απεραντολογίες μας, εστιάσαμε την προσοχή μας κυρίως στη Φυσική και τα Μαθηματικά...

Ένα νέο άρθρο, με χαρακτήρα review, ανακεφαλαιώνει τις σημαντικότερες εφαρμογές - παλιές και νέες - των μετασχηματισμών Bäcklund:

Bäcklund Transformations: Some Old and New Perspectives *

Αναρτήσαμε, επίσης, μια σειρά παιδαγωγικών κειμένων στο site της σχολής μας, με σκοπό τον εμπλουτισμό του με νέο υλικό:

Center of mass of a system of particles

Determinants: Properties & Applications

Mathematical Handbook

Some aspects of the electromotive force


* Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για εμάς η ανάρτηση του άρθρου στον ιστότοπο The Net Advance of Physics από το πανεπιστήμιο MIT:

Electricity and Magnetism

Partial Differential Equations

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Το φάντασμα ενός νέου μεσοπολέμου: Μια ματιά στην ξεχασμένη Ιστορία

Από μια πρόσφατη ανάρτηση ενός φίλου στο Facebook έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο, πρωτότυπα δημοσιευμένο σε πολιτική εφημερίδα, το οποίο χαιρέτιζε σε τόνους πανηγυρικούς το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος που οδηγεί στην αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το έντονα φορτισμένο – στα όρια του εμπαθούς – ύφος του κειμένου δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας: κάποιοι κυριολεκτικά μισούν την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης. Ή, για να γίνω ακριβέστερος, μισούν αυτή την Ευρώπη που γνωρίζουμε σήμερα.

Σταχυολογώ ενδεικτικά μερικές χαρακτηριστικές εκφράσεις από το κείμενο: «Φρένο στο 4ο Ράιχ», «νταβατζήδες των αγορών και του Βερολίνου», «αποκρουστικά μαντρόσκυλα της Καγκελαρίας», «ντόπια ζόμπι της ευρωλιγουριάς», «ξεχασμένοι βρυκόλακες της πολιτικής»...

Αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, υπάρχουν πράγματι λόγοι για να μην τρέφει κάποιος ιδιαίτερα θετικά αισθήματα για τη σημερινή ΕΕ. Ο σημαντικότερος αφορά την οικονομική ηγεμονία του Βερολίνου και τις εμμονικές αγκυλώσεις της Γερμανίας στις πολιτικές λιτότητας που έχουν «γονατίσει» μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στις πιο αδύναμες, κυρίως, χώρες (μία από αυτές τη γνωρίζουμε από πρώτο χέρι!).

Ένας δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη μεταναστευτική φιλοσοφία της ΕΕ που ενθαρρύνει τον μετασχηματισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε πολυπολιτισμικές, τη στιγμή που οι κοινωνίες αυτές αισθάνονται να απειλούνται από τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης (και συχνά παράνομης) μετανάστευσης. Οι φόβοι μάλιστα αυξάνουν δραματικά μετά τα φαινόμενα έξαρσης του θρησκευτικού φανατισμού που έχουν προκαλέσει αμέτρητα θύματα ως τώρα και έχουν θέσει σε συναγερμό όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ο πολίτης μπορεί ίσως να μοιραστεί το λιγοστό ψωμί του, σε καμία περίπτωση όμως δεν διαπραγματεύεται το αίσθημα της ασφάλειάς του!

Οι αντι - ευρωπαϊκοί κύκλοι, λοιπόν, υποδέχθηκαν ως πράξη εθνικής αντίστασης την απόφαση του βρετανικού λαού ενάντια, υποτίθεται, σε ένα «αναδυόμενο 4ο Ράιχ» που θέλει να του αμφισβητήσει την εθνική κυριαρχία. Η ιδέα ότι η σημερινή Γερμανία αποτελεί πολιτική και ιστορική συνέχεια της ναζιστικής, δεν μπορεί ασφαλώς να σταθεί ως θέμα σοβαρής συζήτησης! Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι ότι, για κάποιους, η ιστορική περίοδος που διανύουμε παραπέμπει σε εκείνη του μεσοπολέμου (1919 - 1939), όταν η δημοκρατική Ευρώπη (και, ευρύτερα, ο δημοκρατικός κόσμος) ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα του ναζισμού και του φασισμού. Με τη Γερμανία να παίζει και πάλι το ρόλο του απόλυτου κακού – τούτη τη φορά όχι με τα όπλα, αλλά με το χρήμα!

Φοβάμαι ότι αυτοί που οραματίζονται και με τόση θέρμη προπαγανδίζουν τη διάλυση «αυτής» της Ευρώπης, συγκρίνοντας ταυτόχρονα το «σήμερα» με τη μεσοπολεμική περίοδο της ανόδου του ναζισμού, εστιάζουν την προσοχή τους σε λάθος μεσοπόλεμο! Ο κατακερματισμός της Ευρώπης, με την πιθανή αναβίωση του ακραίου εθνικισμού και την επανεμφάνιση εθνικών περιχαρακώσεων, ανταγωνισμών και γενικής καχυποψίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, παραπέμπει σε μια άλλη ιστορική περίοδο: εκείνη που μεσολάβησε ανάμεσα στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (1870 - 71) και την έναρξη του εφιαλτικού «Μεγάλου Πολέμου» (1914).

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος φαντάζει σήμερα τόσο μακρινός που, για πολλούς μη ιστορικούς δεν είναι παρά ένα αξιοσέβαστο θέμα ακαδημαϊκής μελέτης το οποίο ελάχιστα πλέον επηρεάζει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ακόμα και έτσι να ‘ναι, αποτελεί ένα ωφέλιμο δίδαγμα γι’ αυτούς που καλοδέχονται την προοπτική ενός εθνικού απομονωτισμού, θεωρώντας τον συνώνυμο της εθνικής ανεξαρτησίας και αφετηριακή προϋπόθεση εθνικών θριάμβων. Και προσφέρει ένα μάθημα για το πώς μια αλυσίδα λανθασμένων υπολογισμών κι επιλογών μπορεί να οδηγήσει σε μαζική καταστροφή. Πολύ χειρότερη από αυτή που «απεργάζονται» σήμερα – σύμφωνα τουλάχιστον με το σχετικό αφήγημα – το Βερολίνο και τα «μαντρόσκυλά του»!

Έστω και για λόγους ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, λοιπόν, αξίζει να κοιτάξουμε πάνω από έναν αιώνα πίσω, λίγο πριν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Σε μια περίοδο που η Ευρώπη ήταν ένα συνονθύλευμα εθνικών εγωκεντρισμών και ad hoc συμμαχιών, και ένα πεδίο οικονομικών και στρατιωτικών ανταγωνισμών που υπαγορεύονταν από το αίσθημα εθνικού μεγαλείου και ιστορικής μοναδικότητας της κάθε πλευράς.

Παραθέτουμε, όσο πιο συνοπτικά μπορούμε, το πλέγμα σκοπιμοτήτων κι επιδιώξεων των ευρωπαϊκών χωρών που κατά κύριο λόγο ενεπλάκησαν στον πόλεμο, η έναρξη του οποίου ήταν το αποκορύφωμα ενός μοναδικού στην Ιστορία ντόμινο γεγονότων που άνοιξε τις πύλες της κολάσεως μετά το Σαράγεβο.

Για τη Γαλλία, έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές του δράματος, πρωταρχικός στόχος ήταν να ξεπλύνει τη ντροπιαστική ήττα του 1871 από τους Γερμανούς και να ανακτήσει τις οικονομικά σημαντικές επαρχίες της Αλσατίας και της Λωρραίνης. Η συμμαχία της με τη Ρωσία (1894) πρόσφερε στη Γαλλία ένα σημαντικό στρατιωτικό πλεονέκτημα αφού, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία, η τελευταία θα έπρεπε να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα.

Η Ρωσία, από την άλλη μεριά, πίστευε πως η συμμαχία της με τη Γαλλία θα απέτρεπε μια επιθετική ενέργεια των Γερμανών εναντίον της. Αυτό θα της έλυνε τα χέρια στην επιδίωξη των δικών της επεκτατικών σχεδίων προς το νότο, που περιλάμβαναν την αύξηση της επιρροής της στα Βαλκάνια και την Κωνσταντινούπολη.

Βέβαια, το ενδιαφέρον της για τις περιοχές αυτές έθετε τη Ρωσία σε τροχιά σύγκρουσης με τη βασική σύμμαχο της Γερμανίας, την Αυστροουγγαρία, της οποίας τα εσωτερικά προβλήματα την ενέπλεκαν άμεσα με τα τεκταινόμενα στα Βαλκάνια. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονταν κατά κύριο λόγο με την πολυεθνική σύνθεση της αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, στη Βοσνία το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν Σλάβοι. Και, στην άλλη πλευρά των συνόρων με τη Σερβία, η εκεί στρατιωτική κλίκα που έλεγχε την κυβέρνηση θεωρούσε ότι η Βοσνία «αυτοδίκαια» θα έπρεπε να ανήκει στη Σερβία.

Για τη Ρωσία, η προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία (1908), με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε από τους Αυστριακούς, είχε αποτελέσει μεγάλη διπλωματική ταπείνωση και ήταν η αφετηρία εντάσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο πόλεμος τότε είχε αποφευχθεί λόγω της δυναμικής παρέμβασης της Γερμανίας και της στρατιωτικής ανετοιμότητας της Ρωσίας. Η βοσνιακή κρίση έφερε, όμως, κοντύτερα τη Ρωσία με τη Σερβία, με την πρώτη να αναλαμβάνει ρόλο αυτόκλητου προστάτη όλων των σλαβικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η στάση της Βρετανίας ήταν αβέβαιη ως τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος. Τυπικά, η Entente Cordiale με τη Γαλλία (1904) ήταν απλά μια «συμφωνία κυρίων» που αντιμετώπιζε ζητήματα αποικιακών διαφορών και δεν υποχρέωνε τη χώρα να προστρέξει σε βοήθεια της Γαλλίας σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Η πολιτική ηγεσία γνώριζε καλά, εν τούτοις, ότι η Βρετανία δύσκολα θα μπορούσε να μείνει ουδέτερη σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου.

Η Γερμανία πρόσφερε, τελικά, το αναγκαίο διπλωματικό άλλοθι στη Βρετανία, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου με τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα (της ουδετερότητας αυτής, η Βρετανία – όπως άλλωστε και η ίδια η Γερμανία! – ήταν εγγυήτρια). Στην πραγματικότητα, την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο υπαγόρευε το αμυντικό δόγμα της χώρας αυτής, σύμφωνα με το οποίο σε καμία εχθρική δύναμη δεν θα επιτρεπόταν να κατέχει στρατηγικές θέσεις στην απέναντι ακτή της Μάγχης (πράγμα που πέτυχαν, τελικά, οι στρατιές του Χίτλερ αρκετά χρόνια αργότερα).

Πάμε τώρα στην ίδια τη Γερμανία. Ένας παράγοντας που καθόρισε τους στόχους της εξωτερικής της πολιτικής στις αρχές του εικοστού αιώνα είχε οικονομικά κίνητρα. Αναζητούσε κι αυτή μια θέση στις παγκόσμιες αγορές, όπου είχαν ήδη διεισδύσει και κυριαρχούσαν η Μεγάλη Βρετανία (στην ανατολική και νότια Αφρική και στη νότια Ασία), η Γαλλία (στη δυτική Αφρική, στα Βαλκάνια και στη Ρωσία) και οι Ηνωμένες Πολιτείες (στη Λατινική Αμερική, κυρίως). Σύντομα, η Ρωσία και η Ιαπωνία θα έμπαιναν κι αυτές στον οικονομικό ανταγωνισμό στην Άπω Ανατολή. Γερμανικά οικονομικά ανοίγματα στη βόρεια Αφρική, στα Βαλκάνια και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνάντησαν σκληρό ανταγωνισμό από βρετανικά και γαλλικά συμφέροντα που ήδη κατείχαν στρατηγικές θέσεις εκεί.

Παράλληλα, η στρατιωτική ελίτ της Γερμανία είχε κι αυτή τα δικά της προβλήματα να επιλύσει, καθώς έβλεπε τη χώρα να χάνει τη στρατιωτική της υπεροχή στην Ευρώπη. Η γαλλο - ρωσική συμμαχία σήμαινε για τη Γερμανία έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα. Η ανάγκη, τότε, να μοιράσει τις δυνάμεις της μεταξύ ανατολής και δύσης θα απέκλειε μια γρήγορη νίκη, ανάλογη με αυτή του 1870 κατά των Γάλλων.

Ο συνδυασμός οικονομικής περικύκλωσης και στρατιωτικής ευαλωτότητας έκανε τη Γερμανία να σκέφτεται σοβαρά έναν πόλεμο κατά των Γάλλων και των Ρώσων. Κι αυτό θα έπρεπε να συμβεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα, πριν η ολοένα αυξανόμενη αριθμητική δύναμη του γαλλικού στρατού ξεπεράσει αυτήν του γερμανικού, και προτού οι Ρώσοι ολοκληρώσουν τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας τους.

Η ευκαιρία για τους Γερμανούς παρουσιάστηκε, τελικά, στις 28 Ιουνίου του 1914, όταν ένας νεαρός Σέρβος εθνικιστής δολοφόνησε στο Σαράγεβο, πρωτεύουσα της αυστριακής επαρχίας της Βοσνίας, τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας και τη σύζυγό του. Για να ακολουθήσει το περίπλοκο ντόμινο των γεγονότων που οδήγησε στην κήρυξη του πολέμου και, στη συνέχεια, στην τετράχρονη εφιαλτική εμπειρία του ανθρωποσφαγείου των χαρακωμάτων σε ανατολή και δύση...

Ο λόγος για τον οποίο γυρίσαμε τόσο πίσω το ρολόι της Ιστορίας ήταν να ξαναδούμε μια διαιρεμένη Ευρώπη στις πιο σκοτεινές μέρες του εικοστού αιώνα (λαμβάνοντας επιπρόσθετα υπόψη, ασφαλώς, και τη μεταγενέστερη εμπειρία της ναζιστικής βαρβαρότητας). Ήταν αυτά ακριβώς τα διδάγματα, μαζί με την επιθυμία των ευρωπαϊκών λαών να μη διαπράξουν ξανά τα ίδια λάθη, που οδήγησαν στην ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης. Ένα οικοδόμημα που χτίστηκε βήμα - βήμα πάνω στην πεποίθηση ότι η γενική ευημερία θα έρθει ως αποτέλεσμα συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης, όχι εθνικών περιχαρακώσεων και ανταγωνισμών.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που αρκετοί σήμερα ονειρεύονται τη διάλυσή της, γεννήθηκε από τις στάχτες δύο πολέμων που κόστισαν στην ήπειρο την απώλεια ισάριθμων γενεών. Κάποιοι ίσως αντιτείνουν ότι και σήμερα υπάρχει ένας άνισος οικονομικός πόλεμος ανάμεσα στους ισχυρούς και τους αδύναμους, με θύματα κυρίως τους νέους. Αν αυτή είναι (και πράγματι είναι!) μία παθογένεια του οικοδομήματος, θα πρέπει μέσα στο πλαίσιο του εφικτού να αναζητήσουμε τρόπους να τη θεραπεύσουμε.

Υπάρχει πάντα, βέβαια, και ένας εναλλακτικός δρόμος: να αποφασίσουμε ελαφρά τη καρδία πως το μόνο που αξίζει στον συγκεκριμένο «ασθενή» είναι η ευθανασία! Η Ιστορία μάς χαμογελά ειρωνικά...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Ποια είναι η ηλεκτρική αγωγιμότητα του κενού;

Έχει ηλεκτρική αγωγιμότητα το κενό; Η ερώτηση μοιάζει απλή μα η απάντηση δεν είναι τετριμμένη! Στο forum Φυσικής που παραπέμπω δίνονται μερικές καλές απαντήσεις στο ερώτημα (προσωπικά προτιμώ την πρώτη). Συμπληρώνω τα εξής:

Σύμφωνα με τον νόμο του Ohm, η πυκνότητα ρεύματος J σε υλικό ειδικής αγωγιμότητας σ, μέσα στο οποίο υπάρχει ηλεκτρικό πεδίο εντάσεως E, δίνεται από την έκφραση JE. Όμως, σ=qnμ, όπου q το (συμβατικά θετικό) φορτίο των ηλεκτρικών φορέων (π.χ., ηλεκτρονίων), n η πυκνότητα φορέων στο υλικό (αριθμός ηλεκτρικών φορέων ανά μονάδα όγκου) και μ η ευκινησία των φορέων στο υλικό αυτό.

Τώρα, στο απόλυτο κενό δεν υπάρχουν ηλεκτρικοί φορείς, έτσι έχουμε n=0. Από την άλλη, ο καθορισμός ευκινησίας μ προϋποθέτει ότι, λόγω της αντίστασης που συναντούν οι φορείς μέσα στο υλικό, αντί να επιταχύνονται απεριόριστα από το ηλεκτρικό πεδίο E αποκτούν σταθερή μέση ταχύτητα v τέτοια ώστε vE. Στο κενό, λοιπόν, που δεν υπάρχει τέτοια αντίσταση, οι φορείς θα επιταχύνονταν απεριόριστα από το πεδίο και ο καθορισμός μιας τιμής για την ευκινησία θα ήταν αδύνατος (το μ θα έτεινε, θεωρητικά, στο άπειρο με το χρόνο!).

Τι μπορούμε να πούμε, λοιπόν, για την ηλεκτρική αγωγιμότητα του κενού; Μια πιθανή απάντηση είναι ότι, για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, όταν η ευκινησία μ είναι ακόμα πεπερασμένη, η ειδική αγωγιμότητα σ=qnμ είναι μηδέν, αφού n=0. Έτσι, βάσει του νόμου του Ohm, το κενό έχει μηδενική αγωγιμότητα (άπειρη αντίσταση), δηλαδή είναι μονωτής!

Δείτε το forum εδώ

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Πόσο στ’ αλήθεια χαιρόμαστε σε μια κηδεία;

Σε προηγούμενο άρθρο [1] επιχειρήσαμε μια κριτική παρουσίαση της ιστορικής διάλεξης του Δημήτρη Λιαντίνη με θέμα: «Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου» [2]. Μεταξύ άλλων, σταθήκαμε με αίσθημα σκεπτικισμού απέναντι στην υιοθέτηση, εκ μέρους του Λιαντίνη, της Φροϋδικής ψυχαναλυτικής άποψης σύμφωνα με την οποία βιώνουμε ένα αίσθημα κατάφασης (ένα βαθιά κρυμμένο «αίσθημα χαράς») σε μια κηδεία – ακόμα κι αυτήν ενός προσφιλούς προσώπου – υπό το κράτος της ανακούφισης που προκαλεί η συνειδητότητα ότι εμείς είμαστε ζωντανοί.

Τον προβληματισμό μου αυτό (όπως και, γενικότερα, το σύνολο της κριτικής τοποθέτησής μου πάνω στη διάλεξη) έσπευσαν, όπως ήταν φυσικό, να αντικρούσουν οι θαυμαστές και οι λάτρεις του Λάκωνα φιλοσόφου (ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η ανάλυση της Ελένης Αθανασούλη [3]). Κάποιοι φίλοι του Λιαντίνη, μάλιστα, περιέγραψαν το προηγούμενο άρθρο μου ως «ένα ακόμα παραλήρημα του γνωστού γραφικού»!

Θα ήθελα, εν τούτοις, να επανέλθω στο επιμέρους θέμα της «βαθιά κρυμμένης χαράς ενώπιον του αλλότριου θανάτου», καταθέτοντας μερικές ακόμα προσωπικές σκέψεις. Οφείλω όμως εκ των προτέρων μια απάντηση στο εύλογο ερώτημα: «Εσύ, τώρα, ως τι μιλάς;» Και γνωρίζω καλά πως αν αποκρινόμουν: «ως θετικός επιστήμων», ελάχιστα πειστική – και δικαίως – θα ακουγόταν η απάντηση!

Ο ίδιος ο Λιαντίνης είχε χαρακτηρίσει τη φιλοσοφική αυτή διάλεξη ως επιστημονική. Τι από τα δύο ήταν; Με βάση το πώς αντιλαμβάνομαι τις έννοιες, νομίζω και τα δύο! Ας εξηγήσω το σκεπτικό:

Σκοπός της επιστήμης είναι η διερεύνηση των ορίων του αποδείξιμου. Αντίθετα, σκοπός της φιλοσοφίας είναι ο στοχασμός πέραν των ορίων του αποδείξιμου. (Θα πρόσθετα εδώ ότι σκοπός της θρησκείας είναι η οριοθέτηση του στοχασμού έτσι ώστε ένα μέρος του μη-αποδείξιμου να αφορά πρωτίστως – αν όχι αποκλειστικά – την πίστη.) Ως γνώστης του στοχασμού των φιλοσόφων, ο Λιαντίνης ήταν επιστήμων. Ως στοχαστής ο ίδιος πάνω σε ζητήματα μεταφυσικής, ήταν φιλόσοφος.

Σε ό,τι αφορά, τώρα, την ασημαντότητά μου, ομολογώ ότι οι γνώσεις που διαθέτω πάνω στην επιστήμη της ψυχανάλυσης είναι σχετικά περιορισμένες. Έτσι, οι απόψεις που κατατίθενται πιο κάτω δεν είναι δείγμα επιστημοσύνης αλλά προϊόν απλού ανθρώπινου συλλογισμού. Στο ερώτημα, λοιπόν, «ως τι μιλώ;» απαντώ απλά: «ως άνθρωπος που δικαιούται να σκέφτεται!».

Η απεικόνιση ενός αλλότριου θανάτου στον αυτοσυντηρητικό πυρήνα της ανθρώπινης συνειδητότητας – σε όλο το φάσμα της, από το υποσυνείδητο ως το απολύτως συνειδητό – είναι ένα ιδιαίτερα σύνθετο ψυχικό φαινόμενο. Ανάλογα με την περίπτωση, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε την απεικόνιση αυτή σε διάφορες κατηγορίες, πλέον ευδιάκριτες εκ των οποίων είναι οι εξής πέντε:

1. Αδιάφορη: Ο αλλότριος θάνατος δεν ενεργοποιεί τα αυτοσυντηρητικά μας ανακλαστικά. Είναι ο θάνατος κάποιου μακρινού «ξένου» που δεν επηρεάζει τη ζωή και δεν κινητοποιεί τη συνείδησή μας. Ίσως και να αποτελεί θέαμα στο βραδινό δελτίο ειδήσεων στην τηλεόρασή μας! Η στάση αυτή εκφράζεται με το ρητορικό ερώτημα: «Λυπηρό μεν, αλλά σε τι με αφορά;»

2. Υπεροπτική: Ξεκινά από την αντίληψη ότι, βάσει ενός προσωπικού μας αξιακού συστήματος, δικαιούμαστε να μείνουμε στη ζωή περισσότερο από κάποιους άλλους που είναι, υποτίθεται, «λιγότερο καλοί», «λιγότερο προικισμένοι» ή «λιγότερο χρήσιμοι» σε σχέση με εμάς. Τα παραδείγματα αφθονούν στην καθημερινή ζωή, έτσι που κάθε σχετική παράθεση εδώ περιττεύει.

3. Διαζευκτική: Κωδικοποιείται με φράσεις όπως «ή αυτός, ή εγώ», «αν αυτός, τότε όχι εγώ» (το γνωστό «ο θάνατός σου, η ζωή μου!»). Κλασικό παράδειγμα, η περίπτωση του στρατιώτη την ώρα της μάχης. Συχνά, το ηθικό του στρατιώτη ανυψώνεται με ρητορείες περί ηθικής ανωτερότητάς του σε σχέση με τον αντίπαλο (στην περίπτωση των Ναζί, μάλιστα, υπήρχε επιπρόσθετα και η πεποίθηση της φυλετικής ανωτερότητας). Έτσι, η διαζευκτική στάση μπορεί να συνυπάρχει με – και να ενισχύεται από – την υπεροπτική.

4. Συνειρμική: Περιγράφεται με το ρητορικό ερώτημα: «αν αυτός, γιατί όχι κι εγώ;» και εκφράζει, μέσω ενός μηχανισμού υποκατάστασης του «εγώ» με το «αυτός», τον φόβο μπροστά στο παράδειγμα του θανάτου. «Άραγε, πότε θάρθει κι η σειρά μου;», ακούμε συχνά να λέγεται.

5. Συζευκτική: Κωδικοποιείται με τη φράση: «αν αυτός, τότε κι εγώ», που απεικονίζει μια σχέση υπαρξιακής εξάρτησης (όχι απαραίτητα αμφίδρομη). Είναι η τραγικότερη από τις πέντε κατηγορίες και απαντάται κυρίως σε περιπτώσεις απώλειας προσφιλούς προσώπου, όταν αυτός που μένει πίσω χάνει πλέον κάθε επιθυμία για ζωή. (Έχω προσωπικά παραδείγματα, τόσο στον οικογενειακό όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό μου χώρο. Αλησμόνητη θα μου μείνει και η τραγική φιγούρα ενός γνωστού ηθοποιού σε ένα νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν η σύζυγός του. «Έφυγε» λίγο καιρό μετά από εκείνη...)

Η τελευταία αυτή κατηγορία είναι που με κάνει να στέκομαι αμήχανος ακούγοντας την με ακαδημαϊκό στόμφο διατυπωμένη θέση του καθηγητή Λιαντίνη περί αισθήματος κατάφασης μπροστά στο θάνατο του συνανθρώπου. Μια θέση που διατυπώνεται ως δόγμα με γενική ισχύ, χωρίς καν να επιχειρείται μια περιπτωσιολογική εξέταση του θέματος και χωρίς να αναφέρονται εξαιρέσεις. Και, ασφαλώς, το να επικαλείται κάποιος τον Φρόυντ δεν είναι αρκετό για να τον απαλλάξει από την ευθύνη των λόγων του όταν αυτοί εκφράζουν παράλληλα και προσωπικές θέσεις!

Όπως προσωπική, νομίζω, ήταν κατά βάθος και η όλη προσέγγιση του θέματος του θανάτου από τον σπουδαίο ρήτορα. Για το λόγο αυτό, ας κρατήσουμε από την ομιλία τον πλούτο της πληροφορίας και την ωραιότητα των λόγων, κι ας αναζητήσει ο καθένας για τον εαυτό του τις δικές του απαντήσεις στα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα. Εκείνος, εξ άλλου, απάντησε σ’ αυτά στην πράξη. Και γνωρίζουμε πώς...

Σημειώσεις:

[1] Κ. Παπαχρήστου, «Σκέψεις πάνω σε μια διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη» (http://www.aixmi.gr/index.php/skepseis-pano-se-mia-dialexi-tou-dimitri-liantini/).

[2] Δείτε το video:  https://youtu.be/FtOdw4oDhTA

[3] Ε. Αθανασούλη, «Λιαντίνης: Μελέτη θανάτου – και συναφείς έριδες και διάλογοι» (http://www.filareti.gr/2016/04/blog-post.html).

Aixmi.gr

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Σκέψεις πάνω σε μια διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη

Ως αντικείμενο ακαδημαϊκής συζήτησης, ο Δημήτρης Λιαντίνης είναι πάντα επίκαιρος. Έτσι, πιστεύω πως δεν είναι ποτέ «πολύ αργά» για να μιλήσει κάποιος γι’ αυτόν. Παρακολούθησα πρόσφατα για μία ακόμα φορά την ιστορική διάλεξή του με θέμα: «Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου» (δείτε το video που παρατίθεται στο τέλος). Ο Λιαντίνης παρομοίασε τη διάλεξη με επιστημονικό «συμπόσιο», κάτι που ασφαλώς δεν ήταν. (Σημειώνω, για την ιστορία, ότι το κοινό αποτελείτο από στρατιωτικούς γιατρούς.)

Βλέποντας τη διάλεξη, θαύμασα και πάλι την ευρυμάθεια και το έξω από τα ανθρώπινα μέτρα μνημονικό του καθηγητή. Ταυτόχρονα, όμως, έμεινα με κάποια ερωτήματα που, δυστυχώς, ο άνθρωπος που κατήγγειλε τον θάνατο του δασκάλου («πέθανε ο δάσκαλος») φρόντισε με την πρόωρη αποχώρησή του να μείνουν αναπάντητα, αφού ήταν αυτός ο ίδιος, τελικά, που διέπραξε τον φόνο!

Πάνω σ’ αυτά τα ερωτήματα θα ήθελα να μιλήσω, τονίζοντας εξαρχής ότι τοποθετούμαι από τη σκοπιά ενός απλού ακροατή, όχι ενός ειδήμονος στη Φιλοσοφία (κάτι που δεν είμαι). Κάποιου που ίσως θα ήθελε να βρισκόταν στο αμφιθέατρο για να διατυπώσει τις συνηθισμένες, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, απορίες που ακούγονται στο τέλος μιας ομιλίας...

Σταχυολογώ καταρχήν μερικά σημεία της ομιλίας που θεωρώ σημαντικά, διατηρώντας κατά το δυνατόν τα αυθεντικά εκφραστικά μέσα του ίδιου του Λιαντίνη (δικές μου επισημάνσεις εμφανίζονται μέσα σε αγκύλες). Σημειώνω ότι ο Λιαντίνης (προς απογοήτευσή μου, ομολογώ) αποφεύγει να δώσει τον ορισμό του θανάτου («τι είναι θάνατος, όλοι ξέρουμε», «ο ορισμός είναι φοβερά δύσκολο πράγμα»), αναπτύσσοντας έτσι ένα θέμα του οποίου το βασικό αντικείμενο δεν καθορίζεται απόλυτα.

1. Την Αττική Τραγωδία τη γέννησε η διαλεκτική σχέση των Ελλήνων με τον θάνατο. Είναι ένα γέννημα από αυτό το «πνευματικό αντιμέτρημα» που είχαν οι Έλληνες με το φαινόμενο του θανάτου. Για να υποστηρίξει την άποψή του αυτή, ο Λιαντίνης παραθέτει ως «γεωμετρική απόδειξη» το γεγονός ότι όλοι οι τραγικοί ήρωες πεθαίνουν στο τέλος του δράματος.

2. Ο θάνατος είναι ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν. Από την Αστροφυσική και την Κοσμολογία είναι γνωστό ότι ακόμα και οι αστέρες πεθαίνουν (π.χ., οι μελανές οπές είναι «αστρικά πτώματα»). Και, κάθε στιγμή, ολόκληρος ο πλανήτης μας είναι «ένα σφαγείο» όπου άνθρωποι, ζώα, φυτά, πεθαίνουν, συχνά με φριχτό τρόπο. Η ζωή είναι ένας απέραντος στίβος πιθανοτήτων και δυνατοτήτων. Ένα μόνο είναι βέβαιο, ασφαλές κι απόλυτο (όχι απλά πιθανό ή δυνατό): ο θάνατος!

3. Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Φιλοσοφίας. Για την ακρίβεια, η ίδια η Φιλοσοφία δεν είναι παρά ο στοχασμός του ανθρώπου πάνω στο φαινόμενο του θανάτου: «Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου» (Πλάτωνος «Φαίδων»).

4. Η λέξη «τέλος» έχει διττή σημασία. Σημαίνει το τέρμα αλλά και το σκοπό. Όλα όσα κάνουμε στη ζωή μας αποβλέπουν σε ένα πράγμα: στο τέλος, στο θάνατό μας. Ο θάνατός μας είναι και ο σκοπός της ζωής μας. Ό,τι κάνουμε είναι μια ανοιχτή δυνατότητα που θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από τη στιγμή του θανάτου μας, από το πώς θα πεθάνουμε. Τίποτα δεν μπορούμε να πούμε για τη ζωή μας αν δεν δούμε το τέλος μας (αναφέρεται στο παράδειγμα Σόλωνος και Κροίσου).

[Μου δίνεται η εντύπωση ότι, σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν βιώνουμε ποτέ το παρόν για το ίδιο το παρόν αλλά για μια απροσδιόριστη, οριακή στιγμή του μέλλοντός μας. Με άλλα λόγια, είμαστε «νεκροί σε σειρά αναμονής»!]

5. Το «φάρμακο» που θα μας απαλλάξει από το φόβο του θανάτου είναι η απαλλαγή από τον εγωισμό μας («ορμή προς διατήρηση του είδους» τον ονομάζει). Αγαπάμε τόσο πολύ τον εαυτό μας που δεν μπορούμε να τον σκεφτούμε αποκομμένο από τη Φύση. Θα πρέπει να λέμε: «Είμαι κι εγώ όπως όλα τα άλλα στοιχεία της Φύσης, όπως ένα κυπαρίσσι, όπως μια πέτρα, μια κρήνη, ένα όρος...» Να αποστασιοποιηθούμε, δηλαδή, από τον εαυτό μας και να τον δούμε σαν ένα κομμάτι της Φύσης. Έτσι θα απαλλαγούμε από το φόβο του θανάτου.

[Προβληματίζει η φαινομενική αντίφαση ανάμεσα στο «αποκομμένο από τη Φύση» και το «σαν ένα κομμάτι της Φύσης», με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται πιο πάνω στις αντίστοιχες φράσεις.]

6. Επικαλούμενος τον Freud, ο Λιαντίνης ισχυρίζεται πως, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον θάνατο ενός συνανθρώπου, ακόμα κι αν νομίζουμε ότι λυπόμαστε, κατά βάθος βιώνουμε ένα αίσθημα χαράς που εμείς είμαστε ζωντανοί!

[Το πώς θα ηχούσε αυτό το επιχείρημα σε εκείνους που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν μετά την απώλεια αγαπημένου προσώπου, είναι ασφαλώς ζήτημα της Ψυχολογίας, όχι της Φιλοσοφίας...]

7. Ο έρωτας είναι συνάρτηση του θανάτου. Μια έντονα ερωτική κατάσταση, μια βαθιά ερωτική βίωση, ποτέ δεν θα τη ζήσουμε στη φυσική της διάσταση και δεν θα είναι αληθινή αν δεν συνοδεύεται από το φαινόμενο του θανάτου. Γι’ αυτό όλοι οι μεγάλοι ποιητές που μας περιέγραψαν μεγάλους έρωτες, τους οδηγούν στην καταστροφή (π.χ., Ρωμαίος και Ιουλιέτα).

[Στην «Γκέμμα» (σελ. 14) ο Λιαντίνης γράφει ότι «ο έρωτας που δε φέρνει μέσα του σπόρο τη συφορά και το θάνατο είναι θέμα της κωμωδίας». Αναρωτιέμαι, εν τούτοις, αν η δραματική ποίηση, για να θεωρηθεί σημαντική, πρέπει εξ ορισμού να αδυνατεί να περιγράψει τον έρωτα σαν πηγή ζωής και σαν λόγο ύπαρξης κι αιτία αναγέννησης του ανθρώπου. Σε επίπεδο μουσικής, θα πρέπει μήπως να καταδικάσουμε τον Parsifal του Wagner ως στερούμενο δραματικής αξίας, με το αιτιολογικό ότι ο έρωτας λειτουργεί ως μέσο αυτογνωσίας αντί ως μέσο καταστροφής;]

Μετά το πέρας της κύριας ομιλίας, και σε ερώτηση ακροατή πάνω στο θέμα «έρωτας και θάνατος», ο Λιαντίνης απαντά λέγοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η ερωτική μας ένταση, όταν της αφαιρέσεις το στοιχείο του κινδύνου, της απειλής, της καταστροφής, με ακραία μορφή το θάνατο, είναι μισή, είναι (πράγμα) αφύσικο, είναι ένα φαινόμενο που κάπου καταντάει πια πλαδαρό!»

Και συνεχίζει κάνοντας μια περίεργη, για παιδαγωγό, τοποθέτηση που δείχνει (το λέω με επιφύλαξη, γιατί ο λόγος του είναι κάπως συγκεχυμένος) να κατακρίνει την αυτοπροστατευτική στάση των σημερινών νέων στον έρωτα:

«Γι’ αυτό ακριβώς και σήμερα με την ερωτική ελευθεριότητα, με το ότι ξεφεύγουμε τους κινδύνους, βρίσκουμε λύσεις εναλλακτικές, κλπ., έχουμε καταντήσει και λέμε τα κορίτσια μας (...) ‘φλωρίνες’ και τα αγόρια τα λέμε ‘φλώρους’: δεν ξέρουν να ερωτευτούν.»

Τέλος, σε ερώτηση άλλου ακροατή για την ύπαρξη ζωής μετά τον θάνατο, ο Λιαντίνης έδωσε μία μάλλον αναμενόμενη, για έναν εκ πεποιθήσεως άθεο, απάντηση:

«Υπάρχει μία ‘ζωή’ μετά θάνατον, η ακόλουθη: Εκείνο που μένει όταν θα πεθάνουμε είναι η καλή μνήμη που αφήνουμε στους ανθρώπους. Είναι αυτό που λέμε στη Φιλοσοφία, ‘ενδοκοσμική αθανασία’.»

Όπως γρήγορα γίνεται φανερό στη συνέχεια, αυτή η οιονεί «αθανασία» στην οποία αναφέρεται δεν είναι άλλη από το ματαιόδοξο κυνήγι της υστεροφημίας. Ανθρώπινη αδυναμία από την οποία δεν ξέφυγε ούτε ο μυθικός Οδυσσέας, όπως πολύ εύστοχα, ομολογώ, καταδεικνύει ο ομιλητής χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από την «Οδύσσεια».

Παρακολουθώντας την ομιλία, εντόπισα κάτι που, σ’ εμένα τουλάχιστον τον μη-ειδικό στη Φιλοσοφία, φαντάζει σαν εσωτερική αντινομία του λιαντινικού συστήματος θεώρησης του θανάτου. Συγκεκριμένα, ο Λιαντίνης μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα σε μια αιτιοκρατική και μια τελεολογική ερμηνεία του φαινομένου. Ας εξηγήσω τι εννοώ, ξεκινώντας από μερικούς απαραίτητους ορισμούς.

Ως αιτιοκρατία χαρακτηρίζουμε τη φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία το κάθε τι που συμβαίνει καθορίζεται απόλυτα από προηγούμενες αιτίες και δεν γίνεται κατά τρόπο τυχαίο. Αν ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε μπορούμε να πούμε ότι το Β συνέβη επειδή προηγήθηκε το Α. Δηλαδή, το αίτιο καθορίζει το αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με την τελεολογία, από την άλλη μεριά, τα πάντα στον κόσμο διέπονται από ένα σκοπό, προς εκπλήρωση του οποίου τείνουν. Δηλαδή, όλα τα φαινόμενα υπηρετούν μια προκαθορισμένη σκοπιμότητα. Έτσι, αν πάλι ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε λέμε ότι το Α συνέβη ώστε να επακολουθήσει το Β. Με άλλα λόγια, το αίτιο δικαιώνεται από το αποτέλεσμα.

Στην αρχή της ομιλίας, ο θάνατος παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ζωής, με το οποίο ο άνθρωπος οφείλει να συμφιλιωθεί. Είναι «ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν» και αποτελεί τη μόνη βεβαιότητα για τον άνθρωπο. Είναι σαφές εδώ ότι ο θάνατος (ως αποτέλεσμα) υπάρχει λόγω του ότι προϋπήρξε η ζωή, και θα έχανε κάθε νόημα χωρίς αυτήν. Βλέπουμε έτσι μια αιτιοκρατική αντίληψη της ιδέας του θανάτου.

Στη συνέχεια, όμως, ακούμε ότι «ο θάνατός μας είναι και ο σκοπός της ζωής μας» και πως «ό,τι κάνουμε θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από το πώς θα πεθάνουμε». Με άλλα λόγια, κύριος (αν όχι μοναδικός) σκοπός της ζωής μας είναι η προετοιμασία του θανάτου μας. Η ζωή (ως προϋπάρχον αίτιο) αποτιμάται από το αποτέλεσμά της, τον θάνατο, και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κυρίως ως πεδίο προετοιμασίας του θανάτου, χωρίς τον οποίο η ζωή θα έχανε το νόημά της. Μια εμφανώς τελεολογική αντίληψη του νοήματος της ζωής.

Θα τολμούσα να υποθέσω ότι, κατά τον Λιαντίνη, δεν έχει τόση σημασία το πώς έζησε κάποιος, όση το πώς πέθανε. Κι αν θέλει να πεθάνει με τον «σωστό τρόπο», θα πρέπει να φροντίζει γι’ αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό μιας επίκαιρης παρατήρησης. Ζούμε στις μέρες μας τον εφιάλτη μιας δολοφονικής και ανεξέλεγκτης, προς το παρόν, παγκόσμιας τρομοκρατίας. Τις κοινωνίες μας απειλεί μια ολοένα αυξανόμενη ομάδα φανατικών, τα μέλη της οποίας διακατέχονται από μια μεθοδικά καλλιεργημένη και καλά ριζωμένη ιδέα: πως ολόκληρη τη ζωή τους οφείλουν να την αφιερώσουν στην προετοιμασία ενός εκούσιου θανάτου που θα τους χαρίσει την αθανασία. Στόχος, ο αφανισμός των «απίστων» και η βίαιη μετάβαση του κόσμου που γνωρίζουμε σε μια νέα τάξη πραγμάτων, κάτι που θα ισοδυναμούσε με πολιτισμική οπισθοδρόμηση προς τον σκοταδισμό.

Χωρίς, φυσικά, να έχω την παραμικρή πρόθεση να συγκρίνω διακριτές και άσχετες μεταξύ τους κοσμοθεωρίες, δεν μπορώ να μη σταθώ σε κάποιες αξιοπρόσεκτες ομοιότητες. Μεταξύ αυτών βρίσκονται και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά συμπεριφοράς των «οπαδών»: φανατισμός, μισαλλοδοξία, εχθροπάθεια προς την αντίθετη άποψη, κατασυκοφάντηση – ενίοτε σε υβριστικούς τόνους – των διαφωνούντων (έχω προσωπική πείρα)...

Ως παιδαγωγός, πιστεύω πως κάθε διδασκαλία θα πρέπει να στοχεύει στην ψυχική και πνευματική ανύψωση του ανθρώπου και στην ανάδειξη της αξίας της ζωής. Στους μαθητές μας – μα και στην κοινωνία, ευρύτερα – θα πρέπει να διδάσκουμε τον θάνατο όχι ως υπέρτατη αξία, στην προοπτική της οποίας ο άνθρωπος οφείλει να αφιερώσει την κάθε στιγμή της ζωής του, αλλά σαν ένα οριακό γεγονός μιας πορείας συνειδητότητας κι αυτογνωσίας (για να θυμηθούμε και τον - αγαπημένο στον Δ. Λιαντίνη - Σωκράτη). Πορεία που πρέπει να διανύσουμε όχι μόνο για το τέλος της (που δεν ταυτίζεται με το σκοπό της) μα κυρίως για το ίδιο το ταξίδι, όπως θα ‘λεγε κι ο ποιητής, επίσης αγαπημένος στον Λάκωνα ομιλητή!

Video:  https://youtu.be/FtOdw4oDhTA

Aixmi.gr

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ο Χίτλερ και η φιλοσοφική θεώρηση του Κακού

Αν έκανε κάποιος μια δημοσκόπηση με ερώτημα: «ποιο, κατά τη γνώμη σας, ήταν το πιο κακό πρόσωπο του εικοστού αιώνα;», το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον προβλέψιμο: «ο Άντολφ Χίτλερ»! Κι αν ήθελε κανείς να αιτιολογήσει την απάντησή του, θα αναφερόταν στον πιο αιματηρό πόλεμο της Ιστορίας, στην απάνθρωπη σκληρότητα των Ες-Ες και στο Άουσβιτς.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Χίτλερ έχει ταυτιστεί στις συνειδήσεις μας με την ίδια την έννοια του Κακού. Θα λέγαμε, αποτελεί μια πρωταρχική ενσάρκωση της έννοιας αυτής, της προσδίδει μορφή και ονοματεπώνυμο. Το «γιατί», όμως, που ερμηνεύει αυτή την ταύτιση απαιτεί βαθύτερες θεωρήσεις και σίγουρα δεν εξαντλείται στην «απλή» καταμέτρηση ιστορικών εγκλημάτων.

Πράγματι, ο Χίτλερ δεν ήταν ο μοναδικός μεγάλος εγκληματίας του εικοστού αιώνα. Τον συναγωνίστηκε επάξια ο σύγχρονός του Γιόζεφ Στάλιν. Το «ποιος ήταν ο πιο κακός» από τους δύο, ανέλαβε να το διερευνήσει ένας σημαίνων Αμερικανός ιστορικός. Ο Timothy D. Snyder (γεν. 1969) είναι Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Yale, ειδικός στην Ιστορία της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και σε θέματα που αφορούν το Ολοκαύτωμα. Η καλή γνώση έντεκα(!) ευρωπαϊκών γλωσσών τού επέτρεψε να μελετήσει πρωτότυπες αρχειακές πηγές που βρίσκονταν σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες (πηγές) άρχισαν να διατίθενται ανοιχτά τη δεκαετία του 1990, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Στις πληροφορίες που συνέλεξε βασίστηκε το πιο φημισμένο σύγγραμμά του, “Bloodlands” [1].

Μια σύνοψη της έρευνάς του βρήκαμε στο ενδιαφέρον άρθρο του: “Hitler vs. Stalin: Who was worse?” [2]. Βλέπουμε εκεί την ανατροπή δύο ευρύτατα διαδεδομένων μύθων:

1. Ο μύθος του «λιγότερο κακού» Στάλιν σε σύγκριση με τον Χίτλερ που διέπραξε εγκλήματα φυλετικού ρατσισμού. Ο Snyder επισημαίνει ότι μεγάλο μέρος από τα εγκλήματα του Στάλιν στόχευαν σε εκκαθαρίσεις άμαχου πληθυσμού βάσει εθνικών ή εθνοτικών κριτηρίων.

2. Ο μύθος του «λιγότερο φονικού» Χίτλερ, αφού ο Στάλιν, σύμφωνα με καθιερωμένες λαϊκές δοξασίες, δολοφόνησε «πάνω από είκοσι εκατομμύρια». Με την απόκτηση πρόσβασης σε πρώην σοβιετικά αρχεία, κατέστη δυνατό να καταμετρηθούν με σχετική ακρίβεια τα θύματα της εθνικής/εθνοτικής πολιτικής του Στάλιν. Η έρευνα του Snyder έδειξε ξεκάθαρα ότι ο αριθμός τους είναι σαφώς μικρότερος από αυτόν των ανάλογων εγκλημάτων του Χίτλερ και, σε κάθε περίπτωση, απέχει πολύ από εκείνον που δημιούργησε η λαϊκή φαντασία (καθώς και η ψυχροπολεμική αμερικανική προπαγάνδα).

Και όμως... Ακόμα και στα χρόνια της μετα-σταλινικής υπερβολής, η μορφή του Χίτλερ δέσποζε ως η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού. Αναζητώντας κάποια εξήγηση στο φαινόμενο, καταλήγουμε στο επικό σύγγραμμα “Explaining Hitler” [3,4] του Αμερικανού δημοσιογράφου, λογοτέχνη και ιστορικού Ron Rosenbaum (γεν. 1946). Εκεί, ο συγγραφέας αναζητά τα αληθινά κίνητρα του Χίτλερ πίσω από το μαζικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, επιχειρεί μια κριτική εξέταση των ερμηνειών που έχουν δοθεί πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Το τελικό συμπέρασμα είναι μάλλον μελαγχολικό: Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο Χίτλερ είναι εν δυνάμει εξηγήσιμος, η ευκαιρία να τον εξηγήσουμε έχει πια οριστικά χαθεί!

Στο βιβλίο του Rosenbaum, εν τούτοις, βρίσκει κανείς και μερικές πολύ αξιοπρόσεκτες φιλοσοφικές τοποθετήσεις πάνω στον χαρακτήρα του Χίτλερ και τη σχέση του με την ιδέα του Κακού. Μία από αυτές ανήκει στον Εβραίο φιλόσοφο και θεολόγο Emil Fackenheim (1916–2003). Σύμφωνα με αυτόν, ο Χίτλερ αντιπροσωπεύει ένα «θεμελιώδες Κακό», μια «έκρηξη δαιμονισμού στην Ιστορία», που τον τοποθετεί πέρα ακόμα και από το τελευταίο άκρο στο συνεχές της ανθρώπινης φύσης.

Κατά τον Fackenheim, ο Χίτλερ δεν είναι απλά ένας «πολύ, πολύ, πολύ κακός άνθρωπος», με τη συνήθη έννοια της ανθρώπινης κακίας, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό και έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, που το νόημά του δεν πρέπει να αναζητήσουμε στην Ψυχολογία αλλά στη Θεολογία (αφού η εξήγησή του, αν υπάρχει, μπορεί να είναι γνωστή μόνο στον Θεό). Υπάρχει, έτσι, ένας ριζικός διαχωρισμός ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και στη φύση του Χίτλερ, ανάμεσα στο συνηθισμένο Κακό και στο ακραίο Κακό που αυτός αντιπροσωπεύει. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ίδιας της φύσης του Κακού, έτσι ώστε να περιλάβει τη μορφή του Κακού που επέφερε το καθεστώς του Χίτλερ.

Ποια είναι, όμως, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο «συνηθισμένο Κακό» και στο «Κακό του Χίτλερ»; Αν θέλαμε να δώσουμε μία εξήγηση (ενδεχομένως όχι τη μοναδική που υφίσταται) θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η διαφορά ανάμεσα στο Κακό που διαπράττει κάποιος που διατηρεί τη συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης του, και στο Κακό που διαπράττει κάποιος άλλος που έχει απολέσει αυτή τη συναίσθηση και λειτουργεί ως οιονεί υποκατάστατο του ίδιου του Θεού!

Την ιδέα του Θεού την αντιλαμβανόμαστε εδώ ως μία Αρχή η οποία μπορεί να καθορίζει και να εκκινεί νόμους αιτιότητας, χωρίς η ίδια η Αρχή να υπόκειται σε αυτούς (κάτι ανάλογο με το αριστοτελικό μη-κινούμενο που κινεί). Η ανθρώπινη ύπαρξη, αντίθετα, υπόκειται στους αιτιατικούς νόμους που διέπουν τη Φύση, αφού αποτελεί μέρος της Φύσης και βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τις διεργασίες που συντελούνται μέσα σε αυτή. Έτσι, η ανθρώπινη αυτοσυντήρηση υπακούει στην αιτιότητα και είναι δυνατό να καθοδηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από φιλοσοφική άποψη, παρουσιάζει η περίπτωση όπου ο άνθρωπος αποκτά κάποιας μορφής εξουσία που του δίνει τη δυνατότητα να αποφασίζει για τη ζωή ή το θάνατο του συνανθρώπου του. Ο στρατιώτης, για παράδειγμα, έχει a priori ένα τέτοιο είδος εξουσίας πάνω στον αντίπαλο στρατιώτη στη διάρκεια της μάχης, η οποία (εξουσία) σχετίζεται με το δικαίωμα στην αυτοσυντήρηση και την υποχρέωση υπεράσπισης της πατρίδας. Επίσης, η Πολιτεία είναι δυνατό, αν έτσι ορίζουν οι νόμοι της, να στέλνει στο απόσπασμα ή στην ηλεκτρική καρέκλα έναν κατά συρροή δολοφόνο ώστε να απαλλάξει την κοινωνία από ένα άτομο που την απειλεί και να αποθαρρύνει άλλους να το μιμηθούν.

Αλλά, ακόμα και ο Στάλιν, που έκανε εξίσου φριχτά μαζικά εγκλήματα με αυτά του Χίτλερ (λιμοί, εκτελέσεις, δολοφονίες) [1,2] τα διέπραξε μέσα σε μια – απάνθρωπη μεν, κτηνώδη ίσως, αλλά σε κάθε περίπτωση υπαρκτή – λογική «αυτοσυντήρησης» του καθεστώτος του.

Αντίθετα, στον ακραίο, δολοφονικό ρατσισμό του Χίτλερ, ο άνθρωπος (ο Χίτλερ ή οι Ναζί, γενικότερα) αναλαμβάνει να παίξει τον ίδιο το ρόλο του Θεού. Δεν περιορίζεται στην εξόντωση εκείνων που αντικειμενικά απειλούν την αυτοσυντήρηση τη δική του και του έθνους του, αλλά αποφασίζει αυθαίρετα να εξοντώσει και όσους εκείνος κρίνει ότι δεν θα έπρεπε να υφίστανται ως είδος επί Γης. Κριτήριο που μόνο σε έναν Θεό αναλογεί!

Το επιχείρημα περί δήθεν ύπαρξης και κάποιων «αυτοσυντηρητικών» ελατηρίων στα εγκλήματα του Χίτλερ, είναι επιεικώς αφελές. Έστω κι αν δεχθούμε, π.χ., ότι ένας πάμπλουτος Γερμανο-εβραίος τραπεζίτης θα ήταν δυνατό (στο μυαλό του Χίτλερ) να αποτελεί ένα είδος «απειλής» για το ναζιστικό καθεστώς, πώς θα μπορούσε να απειλήσει την πανίσχυρη Γερμανία ένας φτωχός Εβραίος χωρικός κάπου στα βάθη της Τσεχίας, της Πολωνίας ή της Ουκρανίας;

Ο Χίτλερ, λοιπόν, επιφύλαξε για τον εαυτό του τον ρόλο ενός «θεού-τιμωρού» που μπορούσε να επιβάλλει την ποινή του θανάτου με κριτήρια αυθαίρετα, που δεν σχετίζονταν με μια αληθινή ανάγκη κοινωνικής ή εθνικής αυτοσυντήρησης αλλά αντανακλούσαν μια βαθιά πεποίθηση ότι ο Κόσμος δεν είχε εξαρχής σχεδιαστεί «σωστά». Έτσι, ένα υποσύνολο του ανθρώπινου είδους που δεν θα ‘πρεπε καν να είχε υπάρξει, όφειλε να αφανιστεί.

Ο Χίτλερ αυτο-χρίστηκε, θα λέγαμε, νέος «θεός» που βάλθηκε να τιμωρήσει τον Θεό των ανθρώπων για τα «λάθη» της Δημιουργίας! Δεν θα μπορούσε να δώσει κάποιος τελειότερο ορισμό του Κακού...

Τούτων λεχθέντων, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την ιστορική συν-ευθύνη των ίδιων των Γερμανών, απαλλάσσοντάς τους έτσι από τις ενοχές για το Ολοκαύτωμα και τα άλλα ναζιστικά εγκλήματα. Ένας επίγειος «θεός», για να κυριαρχήσει και να επιβάλει τις θελήσεις του, έχει ανάγκη από πιστούς που τον αποθεώνουν και, κυρίως, τον υπακούουν. Και αυτά τα προσέφερε γενναιόδωρα ο γερμανικός λαός στον Χίτλερ! Όμως, αυτό το ζήτημα απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση, στοιχεία της οποίας είχαμε παρουσιάσει σε παλαιότερο άρθρο [5].

Αναφορές:

[1] Timothy Snyder, Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin (Basic Books, 2010).

[2] Timothy Snyder, Hitler vs. Stalin: Who was worse? (The New York Review of Books, http://www.nybooks.com/blogs/nyrblog/2011/jan/27/hitler-vs-stalin-who-was-worse/).

[3] Ron Rosenbaum, Explaining Hitler: The Search for the Origins of his Evil (New York: Random House, 1998).

[4] Ελληνική Έκδοση: Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ (Εκδόσεις Κέδρος, 2001).

[5] Κ. Παπαχρήστου, Το Πείραμα του Stanford και οι δαίμονες του Goldhagen (http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=681064).

ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Hitler – Stalin: Two monsters on the balance of History

For a moral evaluation of the two biggest criminals of the twentieth century, I’m not sure how much it matters which one wins the contest with regard to the number of murders. And, speaking of murders, I don’t refer to those killed on the battlefields but to civilians, especially the victims of racist, national or ethnic cleansing. Until relatively recently, the dominant opinion was that “Stalin killed many more”. A prominent American historian, however, came to dispute this view...

Read the article