Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Εκεί που το πανεπιστημιακό άσυλο δεν είναι πολιτική διαστροφή... (Από κείμενο του 2019)


Από κείμενο του 2019. Δυστυχώς, τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε...

Πιθανή απορία «πολιτικοποιημένου» φοιτητή που σπουδάζει σε πανεπιστήμιο της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης:

– Μα, καλά, πώς ανέχονται οι φοιτητικοί σύλλογοι εκεί στην Αμερική την παρουσία οπλισμένων μπάτσων στα πανεπιστήμια;

Η απάντηση είναι απλή και προκαλεί μελαγχολία σε συσχετισμό με όσα θλιβερά συμβαίνουν εδώ και χρόνια στη χώρα μας. Σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο, οι φοιτητές δεν εισέρχονται με πρωταρχικό (συχνά αποκλειστικό) σκοπό να ενταχθούν σε κομματικά ελεγχόμενους φοιτητικούς συλλόγους. Δεν χρησιμοποιούν τον πανεπιστημιακό χώρο σαν «επαναστατικό» ορμητήριο και εργαστήριο παρασκευής αυτοσχέδιων εκρηκτικών. Δεν διανοούνται να ακουμπήσουν τους διδάσκοντες – πόσο μάλλον να χειροδικήσουν πάνω τους – ούτε να εισβάλουν στα γραφεία τους καταστρέφοντας συγγράμματα, υπολογιστές και ό,τι άλλο βρουν μπροστά τους, επειδή και μόνο δεν συμφωνούν με τις πολιτικές απόψεις τους. Η ιδέα της «κατάληψης» πανεπιστημιακού χώρου είναι άγνωστη, και μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να επιχειρήσει κάτι τέτοιο (ή, κάποιος που έχει την διαστροφική διάθεση να καταλήξει στη φυλακή)…

Στα αμερικανικά πανεπιστήμια υπάρχει σαφής και απόλυτος διαχωρισμός ρόλων. Ο φοιτητής είναι φοιτητής και ο δάσκαλος είναι δάσκαλος. Είναι αδιανόητο να αξιώνουν οι φοιτητές πάγια και θεσμικά κατοχυρωμένη εκπροσώπηση στα όργανα διοίκησης του πανεπιστημίου. Οι καθηγητές συναποφασίζουν για τις λεπτομέρειες του προγράμματος σπουδών, και οι φοιτητές υποχρεούνται να σεβαστούν τις αποφάσεις τους. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι καθηγητές κωφεύουν στις απόψεις, τις τυχόν ενστάσεις και τα αιτήματα των φοιτητών – κάτι τέτοιο δεν θα ήταν συμβατό με ένα δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα σαν αυτό των ΗΠΑ. Η τελική ευθύνη των αποφάσεων, όμως, βαρύνει αποκλειστικά τους διδάσκοντες.

Ο οπλισμένος φύλακας ενός αμερικανικού πανεπιστημίου τυγχάνει απόλυτου σεβασμού από τους φοιτητές, αφού υπάρχει εκεί για τη δική τους ασφάλεια. Ακόμα και η αμερικανική Αριστερά καλοδέχεται τις υπηρεσίες που προσφέρει και δεν τον αντιμετωπίζει με βάση το γνώριμό μας, συμπλεγματικό μετεμφυλιοπολεμικό δόγμα, «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Τυχόν απουσία φύλακα προκαλεί αίσθημα ανασφάλειας, όχι ανακούφισης, στους φοιτητές!

Οι οποίοι φοιτητές – περιττό που το επισημαίνω – βρίσκονται εκεί με μοναδικό σκοπό να μορφωθούν και να πάρουν εφόδια για τη ζωή τους. Πολλοί μάλιστα εργάζονται στον ελεύθερο χρόνο τους ώστε να καλύψουν τα έξοδα των σπουδών τους. Για κακή τους τύχη, από το πρόγραμμα σπουδών απουσιάζει το μάθημα του «επαναστατικού» χαβαλέ. Το οποίο θα πρέπει να είναι αρκετά ενδιαφέρον, αν κρίνω από το γεγονός ότι είναι το μόνο στο οποίο πολλοί (ευτυχώς όχι οι περισσότεροι) Έλληνες συμφοιτητές τους κατά κανόνα αριστεύουν. Ενίοτε, μάλιστα, φτάνουν να κατακτήσουν ως και υψηλά αξιώματα στην ελληνική πολιτεία!

Έχει αυτή η πολιτεία την θέληση και την δυνατότητα να προστατέψει εκείνους τους πολλούς που μπαίνουν στα πανεπιστήμια της χώρας με αληθινό σκοπό να μορφωθούν; Ή, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα εφαρμόσει αποφασιστικά στην πράξη τον πρόσφατο θεσμικό εξορθολογισμό του «πανεπιστημιακού ασύλου», το οποίο είχε μετατρέψει τα πανεπιστήμια σε πολιτικές χωματερές (για να μην χρησιμοποιήσω κάποια άλλη, λιγότερο πολιτικά ορθή έκφραση);

Δύσκολο το βλέπω… Φοβούμαι πως τα γνωστά κουκουλοφόρα τάγματα του «προοδευτικού» χώρου δεν πρόκειται να αφήσουν πεζοδρόμιο αξήλωτο σ’ ολόκληρη την πόλη! Εκτός αν οι (άμεσοι ή έμμεσοι) ιδεολογικοί καθοδηγητές τους έχουν λάβει, πλέον, τα μηνύματα της κοινωνίας. Κι έχουν αποφασίσει να ωριμάσουν πολιτικά…

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο ΒΗΜΑ

Γιάννης Σιδέρης: Στην Άγρια Δύση των ελληνικών πανεπιστημίων


Άρθρο του Γιάννη Σιδέρη

Γνωστό το τελευταίο επεισόδιο πανεπιστημιακής βίας. Το βράδυ της Τετάρτης στη Νομική Σχολή άγνωστοι κουκουλοφόροι με κράνη και φουλ φέις, εισήλθαν να διαλύσουν εκδήλωση. Απειλούσαν φοιτητές και καθηγητές, τους διαβεβαίωναν «τελειώσατε τώρα» ενώ τραυμάτισαν με πυροσβεστήρα και πτυσσόμενα γκλοπ, φοιτητή που προσπάθησε να τους απωθήσει, και ο οποίος κατέληξε στο νοσοκομείο.

Είναι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα τελετουργικής βίας που μαστίζει δεκαετίες τα πανεπιστήμια.

Πριν το Πάσχα στο τμήμα της στο ΕΚΠΑ, εκλάπη καλώδιο 350 μέτρων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ρεύμα στις αίθουσες διδασκαλίας και να μην μπορεί να γίνεται μάθημα, όπως κατήγγειλε στον λογαριασμό της στο facebook η καθηγήτρια Βάσω Κιντή. Η όλη επιχείρηση κλοπής προφανώς πήρε ώρες για να ολοκληρωθεί και οι δράστες έδρασαν ανενόχλητοι.

Το καλώδιο αντικαταστάθηκε σε δέκα ημέρες, και ενώ ενημερώθηκαν ότι μπορούσαν να ξαναπάνε στις αίθουσες, έμαθαν ότι και το καινούργιο εκλάπη εκ νέου! Το καλώδιο αντικαταστάθηκε για τρίτη φορά (να δούμε για πόσο!). Αμέτρητα είναι τα καταγεγραμμένα περιστατικά επιθέσεων, με μολότοφ, μπογιές, φθορές υλικού, καταστροφές, ληστείες από κουκουλοφόρους, εναντίον φοιτητών και καθηγητών.

Σταχυολογούμε ενδεικτικά τα πιο πρόσφατα: Επίθεση αγνώστων στο γραφείο της καθηγήτριας Βάνας Νικολαΐδου στη φιλοσοφική Ζωγράφου. Αφού προκάλεσαν εκτεταμένες φθορές, έγραψαν συνθήματα «Βάνα σιωνίστρια», μουτζούρωσαν το όνομά της με μαύρη μπογιά και την κατηγόρησαν ως «υποστηρίκτρια της γενοκτονίας το παλαιστινιακού λαού». Λίγους μήνες πριν είχε υποστεί άλλες δύο παρόμοιες επιθέσεις.

Ο καθηγητής Σωτήρης Νοτάρης, πρόεδρος του τμήματος μαθηματικών στο ΕΚΠΑ, δέχτηκε επίθεση στο γραφείο του το οποίο κατέστρεψαν, ενώ τον απείλησαν: «Αν ξανακάνεις οτιδήποτε θα σε σκοτώσουμε». Τι αξιοκατάκριτο έκανε ο καθηγητής που… δικαιολογούσε την δολοφονία του; Είχε αρνητική στάση στην κατάληψη του κυλικείου από συλλογικότητες, ενώ έκλεισε μια πλαϊνή πόρτα του πανεπιστημίου, από την οποία μπαινόβγαιναν κάποιοι χωρίς να τους βλέπουν οι φύλακες εισόδου.

Επίθεση στον Πρύτανη του Οικονομικού πανεπιστημίου Δ. Μπουραντώνη. Οι δράστες προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές, τον απείλησαν και του ανήρτησαν ταμπέλα στον λαιμό με το σύνθημα «Αλληλεγγύη στις καταλήψεις». Παράλληλα καθηγητής του ίδιου πανεπιστημίου είχε ξυλοκοπηθεί επειδή η διοίκηση είχε δώσει την συναίνεσή της για εκκένωση μιας κατάληψης.

Σοβαρό τραυματισμό είχε υποστεί και ο καθηγητής Νίκος Πατσαντάρας που δέχτηκε δολοφονική επίθεση στο πανεπιστήμιο από μάλλον εξωπανεπιστημιακό άτομο, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να βρίσκεται στον χώρο του πανεπιστημίου.

Ενδεικτικά και μόνο τα ανωτέρω περιστατικά, καθώς θα γεμίζαμε σελίδες με λεπτομερή αναφορά. Έρχονται ως αντίλαλος του… γενναίου φοιτητικού κινήματος της αγριότητας. Τότε που οι φοιτητές με αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων (!) έκτιζαν καθηγητές στα γραφεία τους ή τους αιχμαλώτιζαν εντός αυτών, απαγορεύοντάς τους να πάνε ακόμη και στην τουαλέτα!

Και στο υπόβαθρό τους, ως τροφοδοτικό στοιχείο, έχουν την στρεβλή αντίληψη μιας πεπαλαιωμένης Αριστεράς που έχει παραμείνει καθηλωμένη στα μετεμφυλιακά χρονικά. Θεωρεί κάθε πράξη παραβατικότητας ως εξεγερσιακή στάση αμφισβήτησης του κυρίαρχου συστήματος. Και κάθε απόπειρα εύρυθμης λειτουργίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ως αστυνομική καταστολή.

Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που είχε δώσει ο τότε Συριζαίος υπουργός παιδείας Γαβρόγλου στην αγωνιώδη επιστολή 471 φοιτητών του ΑΠΘ, οι οποίοι ανησυχούσαν για την ασφάλειά τους εντός του πανεπιστημιακού χώρου. Οι φοιτητές κατήγγειλαν φαινόμενα παραβατικότητας όπως διακίνηση ναρκωτικών και πορνεία.

Είχε απαντήσει τότε ο «ριζοσπάστης» υπουργός: «Στα πανεπιστήμια αυτά τα θέματα λύνονται από μέσα, αν υπάρχει ένα ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα και σύλλογος καθηγητών»! Μόνο που ρωμαλέοι στα πανεπιστήμια είναι μόνο οι τραμπούκοι που στέλνουν στο νοσοκομείο φοιτητές.

Και από την αντίπερα όχθη υπάρχει μια φοβική και ενοχική Δεξιά, καθηλωμένη και αυτή, όσον αφορά την επιβολή της έννομης βίας για προστασία του κοινωνικού αγαθού. Αφοπλίζεται, αν δεν παραλύει, απέναντι στις αριστερές καταγγελίες περί αστυνομοκρατίας, κάθε που επιχειρεί να επιβάλει την ευταξία στους πανεπιστημιακούς χώρους.

Η σιωπηρή διάλυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας που τόσο πομπωδώς είχε ανακοινωθεί, και με την οποία συμφωνούσε η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, το καταδεικνύει.

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις της εποχής, κατά τη Metron analysis (Ιανουάριος 2021) το 64% ήταν υπέρ της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας και το 31% κατά. Σύμφωνα με την Marc (Απρίλιος 2022) το 62,1% υπέρ και το 34% κατά, ενώ για την MRB (Μάρτιος 2022),το 61,5% υπέρ σύστασης ειδικής ομάδας προστασίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.

Εκ των πραγμάτων τίποτα δεν θα γίνει. Η παραβατικότητα θα εξακολουθεί να ανθεί στην τριτοκοσμική ανώτατη εκπαίδευση μιας ευρωπαϊκής χώρας, και οι τραμπούκοι θα επιβάλουν τη θέλησή τους.

Η κυβέρνηση έχασε το μομέντουμ, και η αντιπολίτευση λέει αερολογίες για ειδικές υπηρεσίες φύλαξης (π.χ. ΠΑΣΟΚ). Η αστυνομία που έχει την εκπαίδευση, και την οποία διοίκησαν επί 20ετίας ως κυβέρνηση, δεν τους κάνει. Φοβούνται ότι θα φανούν πολύ δεξιοί αν την υποστηρίξουν ως λύση. Αλλά ζητούν από αυτή την σύλληψη των δραστών. Των αγνώστων δραστών με τις κουκούλες που φυσικά πρόλαβαν να εξαφανιστούν!

Άλλωστε υπάρχουν και φίρμες πανεπιστημιακοί, πολυγραφότατοι στα μίντια, που τα κακοποιά στοιχεία με τις κακοποιητικές συμπεριφορές, την ωμή βία, τα επικίνδυνα χτυπήματα με πυροσβεστήρες, ρόπαλα και κράνη, τα χαρακτηρίζουν ανησυχίες της ορμητικής νεότητας. Κάπως έτσι τα έγραψε κάποιος από αυτούς. Και η ορμητική νεότητα, με τόσο χάιδεμα, δεν έχει λόγο να σταματήσει…

Πηγή: Liberal.gr

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Φιλελευθερισμός αλά καρτ: Από τον Φρίντμαν ως τον Covid


Στη θεωρία, ο φιλελευθερισμός έχει στον πυρήνα του ένα εξαιρετικά απλό δόγμα: η ελευθερία του ατόμου – στον βαθμό που αυτή δεν γίνεται αιτία σωματικής ή ηθικής βλάβης στον συνάνθρωπο – είναι υπέρτατο αγαθό, στο οποίο δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει περιοριστικά το σύστημα εξουσίας.

Με βάση μία θεμελιώδη αρχή που διατύπωσε ο εκ των πατέρων του φιλελευθερισμού, John Stuart Mill, ο μόνος λόγος για τον οποίο το κράτος μπορεί να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου είναι για να αποτρέψει πιθανή βλάβη σε άλλα άτομα. Δεν μπορεί όμως (το κράτος) να εμποδίσει το άτομο να προκαλέσει βλάβη στον εαυτό του. Το άτομο διατηρεί πλήρη κυριαρχία πάνω στην υλική και την πνευματική του υπόσταση!

Ας δούμε ένα επίκαιρο, δυστυχώς, παράδειγμα. Η πολιτεία επιβάλλει περιοριστικά μέτρα στις μετακινήσεις των πολιτών για να ανακόψει την εξάπλωση μίας πανδημίας. Τούτο δεν αντίκειται προς τις φιλελεύθερες αρχές, αφού η μετακίνηση ενός ατόμου δεν ενέχει κίνδυνο μόνο για το ίδιο το άτομο αλλά και για κάθε άτομο που θα έρθει σε επαφή με αυτό.

Σαν ένα άλλο παράδειγμα, η πολιτεία δικαιούται να απαγορεύει το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους αλλά όχι σε ιδιωτικούς, όπου το άτομο βλάπτει μόνο τον εαυτό του (αλλά ενίοτε, δυστυχώς, και κάποια αγαπημένα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος).

Η απόλυτη εφαρμογή του φιλελεύθερου δόγματος, εν τούτοις, συναντά δυσκολίες στην πράξη λόγω της πολυσχιδούς φύσης του. Έτσι, σχολές σκέψης και συστήματα εξουσίας τείνουν συχνά να υιοθετούν επιλεκτικά μία μερική άποψη του δόγματος, αγνοώντας ή ακόμα και αποκρούοντας δυναμικά κάποια άλλη.

Για να εξειδικεύσουμε, θα εστιάσουμε σε δύο μορφές φιλελευθερισμού: τον κοινωνικό και τον οικονομικό. Ας ξεκινήσουμε από τον δεύτερο.

Ο Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman, 1912–2006) θεωρείται από πολλούς ως ένας από τους «γκουρού» του σύγχρονου οικονομικού φιλελευθερισμού, του αναφερόμενου με τον (απόλυτα δόκιμο) όρο «νεοφιλελευθερισμός». Το 1976 απονεμήθηκε στον Φρίντμαν το Νόμπελ Οικονομίας, το οποίο παρέλαβε εν μέσω έντονων διαμαρτυριών από μεγάλο μέρος του κοινού. Ο λόγος: Αυτός ο «ιεροκήρυκας» του φιλελευθερισμού δεν είχε κανένα πρόβλημα να προσφέρει τις συμβουλευτικές υπηρεσίες του στον Αουγκούστο Πινοσέτ, επικεφαλής ενός αιμοσταγούς αυταρχικού (αλλά νεοφιλελεύθερου!) καθεστώτος στη Χιλή. Δεν αποτελεί έκπληξη το ότι ο Φρίντμαν είχε φιλική σχέση και με την συντηρητική κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν, η οποία έδωσε μάχη για να καταργηθούν κεκτημένες κοινωνικές ελευθερίες στις ΗΠΑ.

Ο «φιλελευθερισμός» που υποστηρίζουν οι θαυμαστές του Φρίντμαν αντιπαθεί το κοινωνικό κράτος και δεν δέχεται την κοινωνική αλληλεγγύη ως θεσμό της πολιτείας, αλλά μόνο ως πράξη αυτόβουλης φιλανθρωπίας. Θεωρεί επίσης ότι ο ανταγωνισμός είναι το μόνο υγιές μέσο για την πρόοδο μίας κοινωνίας.

Αλά καρτ, όμως, είναι και ο «φιλελευθερισμός» που πρεσβεύουν οι κοινωνικοί φιλελεύθεροι (Liberals) της αμερικανικής Αριστεράς. Σε κοινωνικό επίπεδο, μάχονται υπέρ της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αντιμάχονται, εν τούτοις, την απόλυτη οικονομική ελευθερία και το δικαίωμα στον ανταγωνισμό, ενώ θέτουν και αυστηρούς περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου επιχειρώντας να επιβάλουν το αμφιλεγόμενο δόγμα της «πολιτικής ορθότητας». Η αντίδραση μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας σε αυτό το ανελεύθερο δόγμα ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Ντόναλντ Τραμπ βρέθηκε στον Λευκό Οίκο μετά τις εκλογές του 2016.

Ένα μέρος των αμφιθυμιών της αμερικανικής Αριστεράς για τον φιλελευθερισμό έχει διαχυθεί στον υπόλοιπο κόσμο και, ειδικά, στην Ελλάδα. Αιχμή του δόρατος είναι το επιδημικό φαινόμενο της πολιτικής ορθότητας, η οποία έφτασε να αποκτήσει ως και θεσμική ισχύ μέσω του αντιρατσιστικού νόμου. Έτσι, π.χ., είναι δυνατό να υποστεί κάποιος μηνύσεις από «ευαίσθητους» παρατηρητές (κατά κανόνα από τον χώρο της Αριστεράς) αν τολμήσει να σχολιάσει δυσμενώς πολιτισμικά φαινόμενα που σχετίζονται με την μετανάστευση. Την ίδια στιγμή, η Αριστερά μάχεται για το «δικαίωμα» των μεταναστών να εισέρχονται ανεξέλεγκτα στη χώρα, ενώ αντιμετωπίζει με «κατανόηση» τις όποιες παραβατικές συμπεριφορές τους.

Η πρόσφατη πανδημική κρίση ανέδειξε μία ακόμα ασύμμετρη στάση της ελληνικής Αριστεράς απέναντι στις ιδέες του φιλελευθερισμού. Θέλοντας να ηχήσει ευχάριστα στα αυτιά των πολιτών που υπέφεραν από τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, και ειδικά των νέων που συναθροίζονταν ανέμελα εκτοξεύοντας «στο κόκκινο» τα επιδημιολογικά δεδομένα της χώρας, ταυτίστηκε άμεσα ή έμμεσα με την άποψη ότι τα προληπτικά μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσης της επιδημίας είναι «αντισυνταγματικά», αφού «παραβιάζουν τις ατομικές ελευθερίες».

Η πρόταση της Αριστεράς προς την πολιτεία ήταν απλή: «Αφήστε μικρούς και μεγάλους να μετακινούνται, να συναθροίζονται και να αρρωσταίνουν ελεύθερα, αν το επιθυμούν – αφού, αν το απαγορεύσετε παραβιάζετε τα ανθρώπινα δικαιώματα – και φτιάχνετε όλο και περισσότερες νοσηλευτικές δομές (δαπάναις, ασφαλώς, της πλουτοκρατίας) για να θεραπεύετε όσους τυχόν νοσήσουν!»

Η δήθεν «φιλελεύθερη» αυτή πρόταση δεν λαμβάνει, προφανώς, υπόψη το δικαίωμα ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας να παραμείνει υγιές παραχωρώντας αυτόβουλα ένα μέρος της ελευθερίας του. Και, το δικαίωμα αυτό παραβιάζεται όταν, μοιραία κάποια στιγμή, ο «ελεύθερος και ωραίος» έρθει σε επαφή με τον «φοβικό και συμβιβασμένο»!

Αυτό που μένει, τελικά, ως ερώτημα από την πιο πάνω συζήτηση είναι αν ο ακραιφνής, ο απόλυτος φιλελευθερισμός είναι εφαρμόσιμος στην πράξη. Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι αρνητική, ακόμα και στο πλαίσιο του πιο υγιούς δημοκρατικού συστήματος. Από τη στιγμή που υπάρχουν αντίπαλα πολιτικά κόμματα τα οποία αντιπροσωπεύουν λαϊκές μάζες με γενικά αντίθετα συμφέροντα, η άσκηση της εξουσίας από ένα κόμμα μοιραία θα εκχωρεί περισσότερα δικαιώματα – άρα περισσότερες ελευθερίες – σε ένα κομμάτι του λαού σε σχέση με κάποιο άλλο.

Όμως, έστω και αν είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρούμε απόλυτα φιλελεύθερα καθεστώτα, είναι πάντα δυνατό να συναντήσουμε αληθινά φιλελεύθερους ανθρώπους. Ο φιλελευθερισμός, δηλαδή, είναι κυρίως υπόθεση ατομικής συνείδησης, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για μία κοινωνία φιλελεύθερων μονάδων, παρά για μια φιλελεύθερη κοινωνική συλλογικότητα.

Κάτω από αυτή την εξατομικευμένη σκοπιά, ο φιλελευθερισμός είναι πολύ περισσότερο από μία αξιοσέβαστη ακαδημαϊκή έννοια που συναντούμε σε βαρετά πανεπιστημιακά συγγράμματα. Είναι πραγματική στάση ζωής!

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Ναζισμός και νεοναζισμός: Από τη Βαϊμάρη στην Ελλάδα της κρίσης


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία στη Γερμανία το 1933. Η άνοδός τους, συνέπεια (και) μιας οδυνηρής ήττας σε έναν πόλεμο, σήμανε το τέλος του δημοκρατικού πειράματος της Βαϊμάρης.

Οι νεοναζί εισήλθαν στο ελληνικό κοινοβούλιο το 2012. Η είσοδός τους, συνέπεια (και) μιας ακραίας οικονομικής κρίσης, σήμανε το τέλος της πολιτικής «αθωότητας» στη χώρα.

Το πρώτο ιστορικό γεγονός ήταν η απαρχή μίας παγκόσμιας τραγωδίας που κορυφώθηκε με το φρικτότερο μαζικό έγκλημα της Ιστορίας.

Το δεύτερο γεγονός κατέδειξε ότι ένα φαινομενικά πεθαμένο (ή, έστω, μισοπεθαμένο) φίδι είναι δυνατό να αναστηθεί όταν οι συνθήκες παρέχουν το απαραίτητο «οξυγόνο» για την επιβίωσή του.

Οι ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην επικράτηση του Ναζισμού και την μετέπειτα επανεμφάνισή του ως νεοναζισμού έχουν μελετηθεί σε βάθος από πολλούς ειδικούς και δεν θα αποτολμήσουμε εδώ μία ιστορική ή πολιτική ανάλυση του θέματος. Θα αρκεστούμε σε μία επιγραμματική συγκριτική παράθεση των κυριότερων αιτίων που επέτρεψαν στον Ναζισμό να κυριαρχήσει στην μεσοπολεμική Γερμανία, και στους εν Ελλάδι θαυμαστές του να εισβάλουν στους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας μολύνοντάς τους ανεπανόρθωτα.

Και, γνωρίζοντας τα «γιατί» που οδήγησαν έναν λαό – ή, έστω, ένα κομμάτι του – σε αντιδημοκρατικές πολιτικές επιλογές, ίσως αποφύγουμε παρόμοιες επιλογές σε μελλοντικές κρίσιμες συνθήκες...

Τρεις σημαντικές ιστορικές συγκυρίες συνέβαλαν στην άνοδο των Ναζί στην εξουσία:

1. Το αίσθημα εθνικής ταπείνωσης των Γερμανών, που προκλήθηκε από τον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίο οι νικητές του Μεγάλου Πολέμου έσυραν τη Γερμανία στην αποδοχή της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919).

2. Μία ακραία οικονομική κρίση, η οποία κατά ένα μέρος οφειλόταν στις δυσβάσταχτες πολεμικές αποζημιώσεις προς τους νικητές του πολέμου.

3. Η αδυναμία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης να αντιμετωπίσει την κατάσταση αναρχίας που είχε ξεσπάσει στη χώρα, οδηγώντας σε αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε μαρξιστές και ακραίους εθνικιστές.

Οι Ναζί χρησιμοποίησαν τους Εβραίους ως εξιλαστήρια θύματα για την ήττα στον πόλεμο και τα μετέπειτα προβλήματα της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, οι διώξεις κατά των Εβραίων, με αποκορύφωμα την μαζική δολοφονία του Ολοκαυτώματος, ήταν αποτέλεσμα της διαστροφικής ρατσιστικής ιδεολογίας των Ναζί, η οποία είχε ήδη εκφραστεί ανοιχτά στο “Mein Kampf” αρκετά χρόνια πριν ο Χίτλερ αναλάβει την εξουσία.

Ας δούμε τώρα τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλαν στην είσοδο των νεοναζί στην ελληνική Βουλή, και ας κάνουμε τις σχετικές συγκρίσεις:

1. Το αίσθημα εθνικής ταπείνωσης των Ελλήνων από την υπεροπτική στάση που επέδειξαν οι κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (ιδιαίτερα στη Γερμανία) όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση ισχυρού αντι-ευρωπαϊκού ρεύματος στη χώρα, με παράλληλη ενίσχυση της επιρροής «αντισυστημικών» τάσεων (τόσο εκ δεξιών, όσο και εξ αριστερών) σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

2. Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που επέφερε στους Έλληνες η αναγκαστική συμμόρφωση των «συστημικών» κυβερνήσεων με τους άτεγκτους όρους των μνημονίων, οι οποίοι επέβαλαν πολιτικές σκληρής λιτότητας και καθεστώς ασφυκτικής επιτήρησης από τους (συχνά αλαζονικά συμπεριφερόμενους) δανειστές.

3. Η κατάσταση εσωτερικής αναρχίας (ιδιαίτερα στην Αθήνα) από την ανεξέλεγκτη δράση οργανωμένων ακροαριστερών ομάδων, με πρόσχημα την κρίση, και η αδυναμία – ή και απροθυμία – των δημοκρατικών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

4. Η κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας (ιδίως, και πάλι, στην Αθήνα) λόγω της μη-ελεγχόμενης (άρα κατ’ ουσίαν παράνομης) μετανάστευσης.

Ο τέταρτος παράγοντας διαφοροποιεί την περίπτωση των νεοναζί από εκείνη των πρωταρχικών Ναζί. Όσο και αν οι επιθέσεις των πρώτων κατά μεταναστών είχαν και ρατσιστικά κίνητρα, οι νεοναζί βρήκαν μία πρώτης τάξεως δικαιολογία για τη δράση τους πατώντας πάνω σε ένα υπαρκτό πρόβλημα της χώρας. Στις συνειδήσεις των τοπικών κοινωνιών, μάλιστα, το πρόβλημα αυτό αποκτούσε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις σε ηθικό και ψυχολογικό επίπεδο λόγω της απροθυμίας των λεγόμενων «προοδευτικών» πολιτικών δυνάμεων να αναγνωρίσουν τις δυσχερείς συνθήκες που βίωναν οι άνθρωποι της γειτονιάς, και να καταδικάσουν ανοιχτά τις παράνομες (συχνά ακραία βίαιες) δράσεις ενός μέρους των (θεωρούμενων ως) «ευπαθών» ομάδων. Η «κατανόηση» στη συμπεριφορά του οποίου μέρους συχνά άγγιζε την απόλυτη δικαιολόγηση και εξέφραζε επιλεκτική ευαισθησία και συμπάθεια...

Η αποτελεσματικότερη μέθοδος, λοιπόν, για να αποτρέψει το πολιτικό σύστημα την επανεμφάνιση των νεοναζί στο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό της χώρας είναι να εξαλείψει τους παράγοντες που θα μπορούσαν να χαρίσουν σε εκείνους προνομιακό πεδίο δράσης. Σε κάθε περίπτωση, το να κατηγορεί κάποιος συλλήβδην τους ψηφοφόρους τους ως φασίστες ή ρατσιστές, χωρίς να μπει στον κόπο να αφουγκραστεί τα προβλήματά τους, είναι επικίνδυνα απλοϊκό. Κάποιοι θα σπεύσουν τότε να προσφέρουν «συμπάθεια» και «κατανόηση». Ας τους προλάβει το ίδιο το δημοκρατικό σύστημα, της «προοδευτικής» συνιστώσας του μη εξαιρουμένης. Αν όχι και προεξάρχουσας...

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Τα πολλά πρόσωπα του λαϊκισμού

 


Ο λαϊκισμός είναι μία παθογένεια της Δημοκρατίας και ένα μέσο χειραγώγησης και ελέγχου στον Ολοκληρωτισμό. Είναι αναγνωρίσιμα τα βασικά χαρακτηριστικά και τα ποικίλα πρόσωπά του...

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Μερικές (ακόμα) σκέψεις για την πολιτική ορθότητα


Στην ορθολογική της εκδοχή, η πολιτική ορθότητα είναι μία ιδέα τόσο συμβατή με τις ανθρώπινες αξίες ώστε στην πράξη να καθίσταται αυτονόητη. Συνιστά έναν βαθμό αυτοπεριορισμού στον δημόσιο λόγο με σκοπό την αποφυγή εκφράσεων ή πρακτικών που θα μπορούσαν να προσβάλουν «ευπαθείς» ομάδες μίας κοινωνίας, συντελώντας άμεσα ή έμμεσα στην περιθωριοποίησή τους.

Αν και οι προθέσεις της έδειχναν αρχικά αγαθές, η πολιτική ορθότητα μετεξελίχθηκε με τον καιρό σε τυραννία που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης, καθώς αξιώνει – και, όπου είναι δυνατό, επιβάλλει – συμμόρφωση με τις αυθαίρετες και ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις ισχυρών πολιτικών ή ακαδημαϊκών ομάδων που εντάσσονται, κατά κύριο λόγο, στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς. Με τον τρόπο αυτό, η πολιτική ορθότητα έχασε τελικά κάθε επαφή με τον ορθολογισμό...

Ως άγραφος νόμος με καθαρά ηθική υπόσταση, η πολιτική ορθότητα μπορεί να οδηγήσει σε δυσφήμιση και κοινωνική περιθωριοποίηση εκείνων που την παραβιάζουν. Το ζήτημα λαμβάνει σοβαρότερες και πιο επικίνδυνες διαστάσεις όταν το δόγμα αποκτά θεσμική ισχύ παρεισφρέοντας σε αντιρατσιστικούς νόμους ή σε άτεγκτους ακαδημαϊκούς κανονισμούς. Αυτό δίνει την δυνατότητα να σύρονται απλοί πολίτες στα δικαστήρια, ή πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σε (ιερο-)εξεταστικές επιτροπές, επειδή χρησιμοποίησαν σε δημόσιο λόγο μία λέξη ή μια φράση που «δεν έπρεπε». Πρόκειται κατ’ ουσίαν για μία de jure κατάργηση της ελευθερίας του λόγου.

Επί πλέον, ο ίδιος ο νόμος είναι συχνά μονόπλευρος και μεροληπτικός. Για παράδειγμα, αν κάποιος εκφράσει μία άποψη που δυνητικά προσβάλλει μια μειονοτική ή μία «ευπαθή» ομάδα, είναι δυνατό να βρεθεί κατηγορούμενος σε κάποιο δικαστήριο. Την ίδια στιγμή, χιλιάδες χρήστες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, επώνυμοι κι ανώνυμοι, μπορούν ελεύθερα να τον καθυβρίζουν, χωρίς την παραμικρή νομική συνέπεια για εκείνους.

Αλλά, ακόμα και όταν ο νόμος δεν καταργεί de jure την ελευθερία της έκφρασης, τούτο μπορεί να επιτύχει de facto το κοινωνικό μπούλινγκ που υφίστανται οι μη-αρεστοί. Και, επειδή ο συσχετισμός δυνάμεων είναι, συνήθως, συντριπτικά εναντίον τους, οι τελευταίοι καταλήγουν να στερηθούν την ελευθερία του λόγου είτε από φόβο, είτε λόγω των αποκλεισμών που τους επιβάλλουν τα διαδικτυακά μέσα μετά από σχετικές «καταγγελίες»...

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι είναι αναγκαίο να επιβάλλονται εκ του νόμου κάποια όρια στην ελευθερία του λόγου. Παράδειγμα: Αν πω ότι «ορθώς διέπραξε ο Χίτλερ το Ολοκαύτωμα», παραβιάζω τους νόμους κάθε δημοκρατικής πολιτείας, αφού εγκωμιάζω ένα μαζικό έγκλημα και, έμμεσα, προτρέπω στην τέλεση παρόμοιων εγκλημάτων.

Από την άλλη, δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να τεθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης κάποιος που απλά εκφράζει αμφισβήτηση για το ότι υπήρξε το Ολοκαύτωμα, έστω και αν πρόκειται για ένα απόλυτα τεκμηριωμένο και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ιστορικό γεγονός. Μπορούμε να τον μηδενίσουμε στο μάθημα της Ιστορίας, ή ακόμα και να του συστήσουμε να επισκεφθεί τον ψυχίατρό του, είναι όμως παράλογο (και, εν τέλει, αντιδημοκρατικό) να τον σύρουμε στα δικαστήρια για παραβίαση των υπερβολών κάποιου αντιρατσιστικού νόμου!

Όπως σημειώσαμε σε πρόσφατο άρθρο, η πολιτική ορθότητα καταλήγει συχνά να βλάπτει τις ίδιες τις προθέσεις της. Με βάση τον πανταχού παρόντα νόμο δράσης–αντίδρασης, η βίαιη στέρηση της ελευθερίας της έκφρασης προς χάριν μίας «ανώτερης» ιδέας είναι δυνατό να προκαλέσει αισθήματα δυσφορίας απέναντι στην ίδια την ιδέα και, τελικά, να γεννήσει περισσότερους εχθρούς απ’ ό,τι υποστηρικτές της. Η εκλογή του Donald Trump στις ΗΠΑ είναι μία επιβεβαίωση αυτού του κανόνα...

Υπάρχει εναλλακτική της πολιτικής ορθότητας; Ναι, η σωστή διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας στην αποδοχή και τον σεβασμό του «διαφορετικού», ξεκινώντας από τις πρώτες τάξεις του σχολείου. Σήμερα, όμως, ενώ τα παιδιά εκτίθενται σε βομβαρδισμό πληροφορίας για το δράμα των «κατατρεγμένων του κόσμου», την ίδια στιγμή αφήνονται να θεωρούν ως «αποδεκτή» συμπεριφορά τον χλευασμό και την κοινωνική απομόνωση ανθρώπων λόγω του (ελλειμματικού ή πλεονασματικού) σωματότυπου, των μη-ελκυστικών φυσικών χαρακτηριστικών, ή του εύθραυστου ψυχισμού τους. Αντιρατσισμός και πολιτική ορθότητα αλά καρτ, δηλαδή!

Η πολιτική ορθότητα θα αποκτήσει ουσιαστικό νόημα αν, αντί έξωθεν επιβαλλόμενης συμπεριφορικής συμμόρφωσης, ιδωθεί ως φυσικό αποτέλεσμα καλλιέργειας ατομικής συνείδησης. Τον πρώτο λόγο γι' αυτή την - σχεδόν εξ απαλών ονύχων - καλλιέργεια έχει, φυσικά, η Εκπαίδευση. Για όσον χρόνο, τουλάχιστον, έχει στη διάθεσή της, πριν αναλάβει το έργο της αποδόμησης η πολιτική...

Κώστας Παπαχρήστου

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Θα ήταν φιλελεύθερο μέτρο ο περιορισμός των ηλικιωμένων;


Διάχυτη ήταν την περασμένη εβδομάδα η εντύπωση ότι η κυβέρνηση λάμβανε εισηγήσεις για εξαίρεση των «ηλικιωμένων» (κατά πληροφορίες, ως τέτοιοι ορίζονταν οι άνω των 65 χρόνων) από την χαλάρωση των μέτρων περιορισμού για τον COVID-19. Δεν είμαστε, φυσικά, σε θέση να αξιολογήσουμε τις εισηγήσεις αυτές από επιδημιολογική άποψη, καθώς δεν διαθέτουμε τις απαραίτητες γνώσεις. Μπορούμε, όμως, να σχολιάσουμε τις ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις που θα είχε η υιοθέτησή τους από την πολιτεία, στην περίπτωση που η τελευταία είχε πειστεί να τις εφαρμόσει.

Με τον τρόπο, τουλάχιστον, που το ζήτημα είχε τεθεί δημοσίως, τα μέτρα (συνεχιζόμενου ή και διευρυμένου) περιορισμού των ηλικιωμένων δεν θα αφορούσαν την προστασία της υπόλοιπης κοινωνίας από τους ηλικιωμένους αλλά την προστασία των ίδιων των ηλικιωμένων, οι οποίοι ανήκουν στις λεγόμενες «ευπαθείς ομάδες» του πληθυσμού. Όπως διατυπώθηκε με σχεδόν ποιητικό τρόπο, οι άνθρωποι αυτοί «θα αργούσαν να αγκαλιάσουν τα εγγόνια τους για τη δική τους ασφάλεια και το δικό τους καλό».

Εδώ προκύπτουν, καταρχάς, μερικά ερωτήματα πρακτικής φύσης:

1. Με ποιους τρόπους θα μπορούσε η πολιτεία να ελέγχει την συμμόρφωση των ηλικιωμένων με τα νέα μέτρα επιλεκτικού περιορισμού; Θα σταματούσε, π.χ., στους δρόμους η αστυνομία πεζούς και οδηγούς που «έδειχναν ηλικιωμένοι» για να κάνει έλεγχο του έτους γέννησης στις ταυτότητες; Και, τι ποινικές συνέπειες θα επέφερε η άρνηση κάποιων ηλικιωμένων να «αυτο-προστατευτούν»; Θα πλήρωναν απλό πρόστιμο ή θα σύρονταν και στα δικαστήρια;

2. Σε ουκ ολίγες περιπτώσεις οι ηλικιωμένοι ζουν μαζί με τα (ή διαμένουν κοντά στα) εγγόνια τους, τα οποία, λόγω της αυξημένης κινητικότητας των παιδιών, αποτελούν κατ’ εξοχήν δυνητικούς μεταδότες του ιού. Με ποιον τρόπο τα νέα μέτρα περιορισμού θα διασφάλιζαν την προστασία των ηλικιωμένων από πιθανή μετάδοση σε αυτούς; Θα απαγορευόταν δια νόμου η επαφή τους με τα παιδιά εντός της ίδιας της οικίας τους;

Όμως, το ζήτημα θα μπορούσε να λάβει σοβαρές διαστάσεις και από τη σκοπιά της ιδεολογικής και πολιτικής συνέπειας. Το παρόν σύστημα διακυβέρνησης ήρθε στην εξουσία κρατώντας τη σημαία του φιλελευθερισμού. Ερώτηση: Θα ήταν ο εκ μέρους της πολιτείας επιβαλλόμενος περιορισμός των ηλικιωμένων, με σκοπό τη δική τους προστασία, συμβατός με τις αρχές του φιλελευθερισμού; Αν όχι, τυχόν εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα αναδείκνυε την «αλά καρτ» υιοθέτηση μιας ιδεολογίας από το σύστημα εξουσίας, η πίστη στην οποία ιδεολογία θα έπρεπε, εν τούτοις, να αναδεικνύεται σε κάθε περίπτωση. Ιδιαίτερα μάλιστα υπό τις δυσχερέστερες των περιστάσεων…

Ζητώντας απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα, ανατρέχουμε σε ένα εξαιρετικό σύγγραμμα αναφοράς, το βιβλίο «Φιλελευθερισμός» του Αριστείδη Χατζή. Κι εκεί διαβάζουμε μία θεμελιώδη θέση αρχής («αρχή της βλάβης») όπως την διατύπωσε ο εκ των πατέρων του Φιλελευθερισμού, John Stuart Mill (1806–1873) στο σύγγραμμά του «Περί ελευθερίας»:

«Ο μοναδικός σκοπός χάριν του οποίου νομιμοποιείται το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου παρά τη θέληση του τελευταίου, είναι για να αποτρέψει τη βλάβη σε άλλα άτομα. Δεν νομιμοποιείται όμως το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου για το ‘δικό του καλό’ (σωματικό ή ηθικό). Δεν δικαιούται να το υποχρεώσει να κάνει ή να μην κάνει κάτι διότι υποτίθεται πως έτσι θα είναι καλύτερα γι’ αυτό (…). Το άτομο είναι κυρίαρχο πάνω στον εαυτό του, πάνω στο σώμα του και στο μυαλό του.»

Όταν, λοιπόν, ένα σύστημα εξουσίας διατείνεται ότι επιβάλλει μέτρα προστασίας σε μία κοινωνική ομάδα «για το δικό της καλό», παύει εκ των πραγμάτων να ονομάζεται φιλελεύθερο. Εκτός αν παραδεχθεί ανοιχτά ότι το επικαλούμενο «καλό» της ομάδας δεν είναι παρά σχήμα λόγου, του οποίου η χρήση γίνεται προσχηματικά με σκοπό να αποκρυβούν αδυναμίες του ίδιου του συστήματος.

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ ότι τα μέτρα γενικού περιορισμού του πληθυσμού που προηγήθηκαν (σε αυτά περιλαμβάνεται και αυτό της αυστηρής καραντίνας σε κάποιες περιπτώσεις) δεν αντίκεινται προς τις αρχές του φιλελευθερισμού, αφού οι υφιστάμενοι τον περιορισμό (όλοι εμείς, δηλαδή) δεν ήταν μόνο υποψήφια θύματα αλλά και υποψήφιοι μεταδότες της νόσου. Για να το θέσουμε απλά, δεν κλείστηκαν μέσα «για το καλό τους» και μόνο αλλά και για να μη βλάψουν άλλους. Η παρούσα συζήτηση αφορά αποκλειστικά τον επιλεκτικό περιορισμό των ηλικιωμένων (καθώς και άλλων ευπαθών ομάδων) για δική τους και μόνο προστασία.

Πριν λίγες μέρες αποπειράθηκα να θέσω το εξής – όχι ρητορικό – ερώτημα σε γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης:

Έχει δικαίωμα ένα σύστημα εξουσίας να περιορίζει την ελευθερία κάποιου «για το καλό του»; Και αν ναι, δικαιούται το σύστημα αυτό να δηλώνει φιλελεύθερο;

Από χρήστη του μέσου έλαβα την εξής απάντηση:

«Το ίδιο δικαίωμα που έχει, για παράδειγμα, να επιβάλλει τη χρήση ζώνης ασφαλείας και κράνους. Είναι υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για τη ζωή των πολιτών.»

Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος προφανώς προσπεράστηκε ως μη έχον σημασία, πράγμα αναμενόμενο υπό συνθήκες ακραίας υγειονομικής κρίσης όπου το αποτέλεσμα της αντιμετώπισης φέρει απείρως μεγαλύτερο βάρος από την ιδεολογική συνέπειά της. Εν τούτοις, το ζήτημα είναι δυνατό να προκαλέσει αμηχανία στους θεωρητικούς του Φιλελευθερισμού: Έχει ή όχι το κράτος την υποχρέωση να παρέμβει όταν ένας πολίτης δρα με τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει την υγεία του ή να απειλήσει τη ζωή του;

Ο Α. Χατζής αφιερώνει ιδιαίτερη συζήτηση σε αυτό που ονομάζει κρατικό «πατερναλισμό». Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα όπου αναλύεται και καταρρίπτεται ένα σαθρό, κατά τον συγγραφέα, αντι-φιλελεύθερο επιχείρημα:

«Πολλοί ισχυρίζονται ότι το κράτος δικαιολογείται να είναι πατερναλιστικό γιατί εκπροσωπεί την κοινωνία που έχει συμφέρον στην προστασία των μελών της, ακόμα κι αν αυτά δεν την αποδέχονται. Μεταξύ των άλλων, διότι, όταν τα μέλη της θα υποστούν τις συνέπειες λανθασμένων επιλογών, η κοινωνία θα κληθεί να τους προσφέρει ένα δίχτυ ασφαλείας, αφού δεν μπορεί να τα εγκαταλείψει στις συνέπειες των καταστροφικών επιλογών τους.»

Και συνεχίζει:

«Αν δεν φοράς ζώνη ασφαλείας, θα πρέπει να σε περιθάλψει ένα δημόσιο νοσοκομείο αν εμπλακείς σε ατύχημα και τραυματιστείς. (…) Όμως, αν αυτό είναι ένα κριτήριο το οποίο θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη, τότε οπωσδήποτε θα πρέπει να απαγορεύσουμε ολοκληρωτικά το κάπνισμα. Διότι το κοινωνικό κόστος είναι τεράστιο σε ανθρώπινες ζωές αλλά και για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αν το καλοσκεφτούμε, θα πρέπει να απαγορεύσουμε επίσης το αλκοόλ, το κόκκινο κρέας, τις τηγανητές πατάτες και τα γλυκά.»

Και καταλήγει:

«Ο φιλελεύθερος δεν αρνείται ότι η ελευθερία έχει κόστος, αλλά τη θεωρεί τόσο συνυφασμένη με την προσωπικότητα του ανθρώπου, τόσο πολύτιμη, που είναι έτοιμος να αναλάβει αυτό το κόστος. Όχι όμως μόνο γιατί το όφελος από την ελευθερία είναι σχεδόν πάντα πολύ μεγαλύτερο από το κόστος, αλλά κυρίως γιατί η ελευθερία έχει μια αυτόνομη αξία.»

Γυρνώντας στο αρχικό μας θέμα, θα πρέπει να τονίσουμε και πάλι ότι σκοπός αυτού του σημειώματος δεν είναι να κρίνει κατά πόσον ένας επιβαλλόμενος από την πολιτεία περιορισμός στην ελευθερία μετακίνησης των ηλικιωμένων θα μπορούσε να είχε αποδειχθεί ευεργετικός για τη ζωή και την υγεία τους, αλλά να εξετάσει σε καθαρά θεωρητική βάση αν μία τέτοια περιοριστική πολιτική, με τον τρόπο που αυτή αιτιολογήθηκε, θα ήταν σύμφωνη με τις αρχές του ακραιφνούς φιλελευθερισμού, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί το δηλωμένο ιδεολογικό στίγμα της παρούσας κυβέρνησης.

Και θεωρούμε ότι θα ήταν τεράστια ηθική – και, εν τέλει, πολιτική – ήττα για οποιαδήποτε κυβέρνηση να βγει να δηλώσει ότι οι ιδεολογίες καταργούνται στην πράξη κάτω από κρίσιμες περιστάσεις. Τουναντίον, είναι αυτές ακριβώς οι περιστάσεις που δοκιμάζουν τις αντοχές των ιδεολογιών και τις κάνουν να ξεχωρίζουν από μεγάλα λόγια εκ του ασφαλούς ειπωμένα!

Όμως, πέρα από τις όποιες φιλοσοφικές αναλύσεις, η δύση της ζωής είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και κάθε σύστημα εξουσίας, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού, οφείλει να την αντιμετωπίζει με σεβασμό και ευαισθησία. Ακόμα περισσότερο όταν την – λίγη ή πολλή – ζωή που απομένει έρχεται ξαφνικά να απειλήσει κάτι που ως λίγο πριν φαινόταν προνόμιο: η ελευθερία. Όση, έστω, η αμείλικτη Φύση επιτρέπει να υπάρχει ακόμα…

(Στη μνήμη της Ιφιγένειας Χ., που δεν πρόλαβε να ζήσει τη φρίκη…)

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Λαϊκισμός και βουλησιαρχική ουτοπία


Σε παλιότερα σημειώματα έχουμε περιγράψει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του λαϊκισμού ως πολιτικής νοοτροπίας και πρακτικής. Ας τα συνοψίσουμε:

1. Η δημαγωγική χειραγώγηση του λαού μέσω κολακευτικής προς αυτόν ρητορείας.

2. Η υπεραπλούστευση των ζητημάτων, η ρηχότητα των θέσεων και η συστηματική αποφυγή μιας σοβαρής και αντικειμενικής προσέγγισης των πραγμάτων.

3. Η στόχευση κυρίως στο θυμικό της κοινωνίας, και ελάχιστα έως καθόλου στη λογική.

4. Η καταφυγή σε εύκολη συνθηματολογία στη θέση πραγματικής πολιτικής επιχειρηματολογίας.

5. Η μανιχαϊστική απεικόνιση της πραγματικότητας ως σύγκρουσης ανάμεσα στον «καλό λαό» και σε κάποιες «κακές δυνάμεις» που επιβουλεύονται τα πάσης φύσεως συμφέροντά του, πράγμα που οδηγεί στην αναζήτηση (ή και επινόηση) «εχθρών» του λαού, και στην δαιμονοποίηση προσώπων, ιδεών ή καταστάσεων.

6. Η έντεχνη διαχείριση και πολιτική αξιοποίηση του μαζικού φόβου και του μαζικού θυμού. (Το στοιχείο του θυμού είναι το πλέον δηλητηριώδες και επικίνδυνο μέσο που χρησιμοποιεί ο λαϊκισμός, ιδίως σε περιόδους εθνικών κρίσεων.)

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει ότι κάθε πολιτική στο πλαίσιο του κομματικού συστήματος είναι εξ ορισμού λαϊκιστική! Δίνω ένα παράδειγμα: Φανταστείτε μία χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, η οποία (χώρα) βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο. Όλα τα κόμματα γνωρίζουν ότι ο μονόδρομος για τη σωτηρία της χώρας περνά μέσα από ιδιαίτερα σκληρή οικονομική πολιτική που συνεπάγεται σημαντικό περιορισμό των δημοσίων δαπανών, κατακόρυφη αύξηση της φορολογίας, ασφυκτικό έλεγχο στην οικονομική δραστηριότητα των πολιτών, κλπ.

Εν τούτοις, κανένα κόμμα – ιδίως αν έχει δυναμική εξουσίας – δεν θα διανοηθεί να υποσχεθεί «αίμα και δάκρυα» στην προεκλογική ατζέντα του. Οι πολίτες θα προτιμήσουν όσους τους προσφέρουν ελπίδα για ανώδυνες λύσεις που δεν θα επιφέρουν δυσάρεστες μεταβολές στις ζωές τους. Με άλλα λόγια, θα αναδείξουν στην εξουσία εκείνους που θα υποσχεθούν «λαγούς» μέσα από κάποιο μαγικό κομματικό καπέλο. Και το μέγεθος της εκλογικής επιτυχίας αυξάνει αν πεισθεί ο λαός ότι το αντίπαλο κόμμα εκπροσωπεί δυνάμεις που επιβουλεύονται την ευημερία του.

Έτσι, ο δημαγωγικός λαϊκισμός καθίσταται προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για μία πιθανή επικράτηση στον κομματικό ανταγωνισμό. Και το ψεύδος, από επονείδιστη συμπεριφορά ανάγεται στην πράξη σε «θεμιτό» μέσο άσκησης πολιτικής, αφού «στο κάτω-κάτω, όλοι ψέματα λένε»! Ακόμα χειρότερα: η τεχνητή και καλά στημένη αντιπαλότητα των κομμάτων οδηγεί κάποιες φορές σε εθνικό διχασμό με οδυνηρές συνέπειες για τη χώρα.

Γενικά μιλώντας, η πολιτική διαμορφώνεται και επηρεάζεται από δύο παράγοντες:

1. Την λαϊκή βούληση (ή, το λαϊκό θυμικό). Αυτό αφορά τους ψηφοφόρους και είναι εκείνο που, πλειοψηφικά, καθορίζει τις επιλογές τους. Είναι η (σχεδόν κατά κανόνα ουτοπική) πολιτική του επιθυμητού.

2. Την δυνατότητα των εκλεγμένων κυβερνώντων να ικανοποιήσουν την λαϊκή βούληση, ανεξάρτητα από τις όποιες προεκλογικές δεσμεύσεις τους. Είναι η (αναπόδραστη στην πράξη) πολιτική του εφικτού.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το παρανοϊκό ελληνικό δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015. Το ερώτημα που με τρόπο πολιτικά ερασιτεχνικό ετέθη, θα μπορούσε σε ελεύθερη απόδοση να διατυπωθεί ως εξής:

«Να υποταχθεί η χώρα σε ξένους δανειστές αποδεχόμενη τους όρους που θέτουν σε αυτήν, ή να αντισταθεί σε εκείνους αρνούμενη να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τους;»

Φυσικά, η κυβέρνηση της εποχής, η οποία για λόγους πολιτικού καιροσκοπισμού είχε προκηρύξει το δημοψήφισμα, δεν μπήκε καν στον κόπο να προειδοποιήσει τον λαό για τις συνέπειες που θα είχε η απάντησή του, ιδιαίτερα αν αυτή ήταν αρνητική. Και, επειδή σε κάθε εκλογική διαδικασία η βουλησιαρχία προεξάρχει του πραγματισμού, η απάντηση ήταν περίπου η αναμενόμενη: Το 62% όσων ψήφισαν είπε «ΟΧΙ» στη συμφωνία με τους δανειστές!

Η βούληση, όμως, σπανίως αποτυπώνει τους αντικειμενικούς συσχετισμούς των πραγμάτων. Γιατί, μία τελική άρνηση των όρων που έθεταν οι δανειστές θα οδηγούσε τη χώρα στην ασύντακτη χρεοκοπία και τον λαό στην πείνα και στα θλιβερά «κατοχικά» συσσίτια που οραματιζόταν τότε ο καθηγητής Κώστας Λαπαβίτσας! Έτσι, η κυβέρνηση πήρε τελικά την σωστή απόφαση να παραβεί τη θέληση του «σοφού» λαού και να αποτρέψει μία εθνική τραγωδία που η ίδια είχε ανοήτως μεθοδεύσει (τη υποδείξει ενός επικίνδυνου νάρκισσου που, όταν δεν έδινε συνεντεύξεις, «το έπαιζε» και υπουργός).

Εν κατακλείδι, θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας όταν ζητούν «να ακουστεί η θέληση του λαού» για κρίσιμα εθνικά ζητήματα των οποίων τις λεπτές υφές ο λαός δεν είναι σε θέση να γνωρίζει (και τις οποίες υφές οι πολιτικοί επιμελώς αποκρύπτουν αποβλέποντας σε πρόσκαιρα κομματικά οφέλη). Ο αληθινός πατριωτισμός μετριέται (και) με την αποδοχή του πολιτικού κόστους, αν αυτό είναι το τίμημα για την καλύτερη υπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Και, δυστυχώς, το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον δεν συνάδει πάντοτε με το λαϊκό θυμικό. Εκτός, βέβαια, αν ο τόπος που δίδαξε στον κόσμο την Λογική αποφασίσει κάποτε να την ασπαστεί και ο ίδιος!

Aixmi.gr

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

ΤΟ ΒΗΜΑ - Άρχουσα τάξη…

Στον Hermann Göring, νούμερο 2 του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία του Χίτλερ, αποδίδεται (εν μέρει τουλάχιστον) η διαβόητη ρήση:

«Εγώ και μόνο θα αποφασίσω ποιος είναι (και ποιος δεν είναι) Εβραίος!»

Είναι κατ’ ουσίαν μία διακήρυξη του υποτιθέμενου δικαιώματός του να κρίνει εκείνος και μόνο για το ποιοι είναι «άξιοι» αφανισμού, και να προχωρεί στην δολοφονική εκτέλεσή τους χωρίς τον παραμικρό φόβο λογοδοσίας απέναντι στους νόμους. Εξ άλλου, στη ναζιστική Γερμανία ο «νόμος» ήταν εκείνος ο ίδιος!

Αν και τα μεγέθη δεν είναι, ασφαλώς, συγκρίσιμα, θυμήθηκα την πιο πάνω ρήση διαβάζοντας πρόσφατα το πόρισμα της λεγόμενης «Επιτροπής Παρασκευόπουλου» για την αντιμετώπιση της βίας στα πανεπιστήμια. Ειδικότερα, για την περίπτωση κλοπών σε πανεπιστημιακούς χώρους το πόρισμα προτείνει μεταξύ άλλων το εξής:

«Ευαισθητοποίηση των φοιτητών και των εκπροσώπων τους ώστε να γίνει σαφές ότι, όταν το θύμα είναι συνάδελφος ή καθηγητής, δεν πλήττεται η άρχουσα τάξη…»

Η παραπάνω φράση, η οποία αναφέρεται σε ηθική διαπαιδαγώγηση νέων ανθρώπων σε θέματα εγκληματικότητας, γεννά δύο ερωτήματα που ζητούν άμεσες απαντήσεις:

1. Πώς ακριβώς ορίζεται η «άρχουσα τάξη» στην οποία αναφέρεται ένα επίσημο πόρισμα (όχι κάποιο ανεύθυνο κείμενο πολιτικού ακτιβισμού, αναρτημένο στα social media); Άρα, με ποια κριτήρια μπορεί κάποιος να αποφασίσει (με λογική Göring) αν ένα υποψήφιο θύμα ληστείας ανήκει ή όχι στην «άρχουσα τάξη», έτσι ώστε να τύχει μίας λιγότερο ή περισσότερο ευαίσθητης αντιμετώπισης από τους δράστες; Επί πλέον, ποιος εγγυάται ότι οι υποψήφιοι δράστες δεν θα κατασκευάζουν κάθε φορά ad hoc κριτήρια που εξυπηρετούν την πράξη τους, βαφτίζοντας το θύμα «εκπρόσωπο της άρχουσας τάξης»; (Παράδειγμα: Ο «συνάδελφος» μπορεί να είναι γιος καναλάρχη ή κόρη μεγαλοβιομήχανου. Όσο για τον καθηγητή, ακούστηκε πως είναι και σύμβουλος στις επιχειρήσεις ενός εκ των προαναφερόμενων μπαμπάδων…)

2. Θα πρέπει, άραγε, να καταλήξουμε στο εφιαλτικό συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με το μήνυμα των συντακτών του πορίσματος σε νέους ανθρώπους με υπό διαμόρφωση συνειδήσεις, οι κλοπές και οι ληστείες (εντός ή εκτός πανεπιστημίων) χάνουν μέρος της ηθικής και νομικής τους βαρύτητας, και άρα δικαιούνται να αντιμετωπίζονται με έναν βαθμό «κατανόησης», όταν με αυτές «πλήττεται η άρχουσα τάξη» – με όποιον τρόπο και αν ορίσουμε την έννοια αυτή; Με απλά λόγια, διδάσκουμε στους μαθητές μας ότι είναι κατά βάση αποδεκτός ένας αλά καρτ σεβασμός στους νόμους, ανάλογα με το αν πλήττονται «αρεστοί» ή «μη αρεστοί» του συστήματος;

Βέβαια, το πόρισμα στο σύνολό του αντανακλά διαχρονικές ιδεοληψίες μίας μερίδας του πολιτικού συστήματος, στην οποία το υπέρμετρα δαιμονοποιημένο δίπτυχο «νόμος και τάξη» εξακολουθεί να ενεργοποιεί – αταβιστικά πλέον – ένα βαθιά ριζωμένο σύνδρομο καταδίωξης. Το επικίνδυνο είναι όταν η μερίδα αυτή κυβερνά. Τότε, το «ανομία και χάος» μπορεί ακόμα και να γίνεται, στην πράξη, νόμος του κράτους…

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

ΤΟ ΒΗΜΑ - Πολυπολιτισμικότητα, δημοκρατικότητα και εθνική αυτοσυντήρηση

Το «Τρίτο Πρόγραμμα» της κρατικής ραδιοφωνίας ήταν κάποτε ο μόνος σταθμός όπου μπορούσε κάποιος να ακούει αποκλειστικά και μόνο κλασική μουσική (ο Leonard Bernstein θα με «μάλωνε» γι’ αυτό τον όρο, αλλά θα τον χρησιμοποιήσω καταχρηστικά). Αργότερα προστέθηκαν (καλώς) και κάποιες εκπομπές λόγου. Σήμερα, όμως, τείνει να μετεξελιχθεί σε πρόγραμμα όπου ο λόγος διεκδικεί ίσο μερίδιο με τη μουσική. Συχνά, μάλιστα, ακόμα και αυτές τούτες οι μουσικές εκπομπές μοιάζουν με ρητορικές διαλέξεις εμπλουτισμένες με μουσικά διαλείμματα. (Θα ξεχωρίσω, εν τούτοις, τις υπέροχες εκπομπές του Δαυίδ Ναχμία, που αποτελούν κόσμημα για το ελληνικό ραδιόφωνο.)

Στο πνεύμα του «προοδευτισμού» της εποχής, άκουσα πρόσφατα μία εκπομπή στο «Τρίτο», στην οποία ένας «ανοιχτόμυαλος» – κατά τον παρουσιαστή – καθηγητής πανεπιστημίου επιχείρησε με πάθος μέγα (και, νομίζω, κάποιον υπεμφαινόμενο σαρκασμό) να αποδομήσει κάθε ιδέα ιστορικής και πολιτιστικής συνέχειας ανάμεσα στην κλασική αρχαιότητα και τη σύγχρονη Ελλάδα. Σε κάποια σημεία του λόγου του, μάλιστα, άφησε περίπου να εννοηθεί ότι τέτοιες θεωρήσεις εκφράζουν σήμερα κατά κύριο λόγο τους εγχώριους νεο-ναζί. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, μερικούς αφελείς εθνικιστές.

Δεν αποτέλεσε έκπληξη, βέβαια, ότι στο τέλος αποκάλυψε το όραμά του για τον βαθμιαίο μετασχηματισμό της χώρας σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία. Φυσικά, οι προϋποθέσεις του μετασχηματισμού αυτού δεν αναφέρθηκαν καν, ούτε φάνηκε να απασχολούν ιδιαίτερα τον ακαδημαϊκό. Αυτό στο οποίο εστίασε μόνο ήταν η «απαράδεκτη» και «ρατσιστική» συμπεριφορά της ελληνικής αστυνομίας να ελέγχει τα στοιχεία νομιμότητας όσων «απλά φαίνονται» αλλοδαποί (δεν θα το σχολιάσω περαιτέρω...).

Κάπου εκεί στο κλείσιμο της εκπομπής, εν είδει επιμυθίου, ο παρουσιαστής χαρακτήρισε την πολυπολιτισμικότητα ως βασικό συστατικό γνώρισμα μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η τοποθέτηση αυτή έχει ενδιαφέρον γιατί θα μπορούσε να γίνει αφετηρία συζητήσεων πάνω στο ζήτημα της πολυπολιτισμικότητας, γενικά. Ας δούμε μερικά σημεία μιας τέτοιας υποθετικής συζήτησης:

1. Η πολυπολιτισμικότητα δεν επιτυγχάνεται με πολιτικές ανοιχτών συνόρων, οι οποίες με μαθηματική βεβαιότητα οδηγούν στο χάος. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, υπήρξαν εξαρχής πολυπολιτισμική χώρα. Η ένταξη, ωστόσο, ενός νέου μέλους στην αμερικανική κοινωνία δεν γίνεται άναρχα και εκβιαστικά, υπό μορφή τετελεσμένου. Η αμερικανική πολυπολιτισμικότητα δεν είναι μία de facto κατάσταση που προκαλείται από αδυναμία του κράτους να ελέγξει την παράνομη μετανάστευση, αλλά μία συνθήκη που υπόκειται σε κανόνες και θέτει προϋποθέσεις, με προεξάρχουσες εκείνες που αφορούν την εθνική ασφάλεια και αυτοσυντήρηση (όσο κι αν κάποιοι όροι είναι ασύμβατοι με το προοδευτικό λεξιλόγιο...).

2. Θα πρέπει εξ ορισμού να καλοδεχθούμε την πολυπολιτισμικότητα; Εξαρτάται... Δεν θα δεχθώ μία πραγματικότητα που μου επιβάλλεται, όταν αυτή έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στη χώρα μου, με κύριο χαρακτηριστικό την κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας (συχνά, μάλιστα, στις πιο απάνθρωπες εκδοχές της). Αντίθετα, οφείλουμε να καλοδεχθούμε εκείνους που ήρθαν ή θα έρθουν με πρόθεση να ενταχθούν αρμονικά στην ελληνική κοινωνία και να προσφέρουν στη χώρα, σεβόμενοι απόλυτα τους νόμους και τα έθιμά της και διακείμενοι φιλικά απέναντι στους ανθρώπους της.

3. Υπάρχει η άποψη ότι θα πρέπει να εντάξουμε την πολυπολιτισμικότητα στους ευρύτερους εθνικούς σχεδιασμούς μας. Δεν θα διαφωνήσω καταρχήν. Θα πρέπει, όμως, πρώτα να καθορίσουμε τα όρια αυτής της πολυπολιτισμικότητας στην οποία, πλέον, εκόντες–άκοντες συμμετέχουμε. Πόση «πολυπολιτισμικότητα» αντέχει αυτή η μικρή χώρα που μόλις άρχισε να συνέρχεται από μια οικονομική καταστροφή; Ειδικότερα, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις (θετικές ή αρνητικές) στο ασφαλιστικό σύστημα; Ποιες τροποποιήσεις θα υποστεί, αναγκαία, το εκπαιδευτικό σύστημα; Πώς θα αντιμετωπιστεί το στεγαστικό πρόβλημα; Πώς θα διασφαλιστεί η δημόσια τάξη και ο έλεγχος του (μεμονωμένου ή οργανωμένου) εγκλήματος; Πώς θα αντιμετωπιστούν τυχόν ζητήματα θρησκευτικής ή πολιτισμικής δυσανεξίας; Ο κατάλογος ερωτημάτων είναι μόνο ενδεικτικός, και οι απαντήσεις εκκρεμούν...

4. Συνιστά η πολυπολιτισμικότητα τεκμήριο δημοκρατικότητας μιας κοινωνίας; Δεν είμαι βέβαιος! Κατά μία έννοια, πολυπολιτισμική ήταν και η Σοβιετική Ένωση... Μήπως, όμως, ισχύει το αντίστροφο; Δηλαδή, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι κάθε αληθινά δημοκρατική κοινωνία αποδέχεται (αν όχι και επιδιώκει) την πολυπολιτισμικότητα; Ούτε και αυτό ακούγεται λογικό. Το δημοκρατικό πολίτευμα είναι εσωτερικό θεσμικό ζήτημα που αφορά τους πολίτες μιας χώρας και σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει a priori τη διεύρυνση μιας κοινωνίας με εισαγόμενους φορείς διαφορετικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Τώρα, το ότι την ιδέα της πολυπολιτισμικότητας αντιμάχονται οι εκπρόσωποι κάποιων ακραία αντιδημοκρατικών χώρων, δεν καθιστά εξ ορισμού την αποδοχή της ιδέας αυτής αδιαμφισβήτητο κριτήριο δημοκρατικότητας!

Πριν ξεκινήσουμε, λοιπόν, να χτίζουμε την προοδευτική πολυπολιτισμική κοινωνία που ονειρευόμαστε, θα πρέπει πρώτα να έχουμε ξεκαθαρίσει τι ακριβώς είναι αυτό που ζητούμε να χτίσουμε, καθώς και ποιο μίνιμουμ προϋποθέσεων ένα τέτοιο μεγαλόπνοο σχέδιο επιβάλλει. Διαφορετικά, η πολυπολιτισμικότητα θα είναι συνθήκη που θα μας επιβληθεί εκ των πραγμάτων ως τετελεσμένο άνευ όρων και ορίων, αντί αποτέλεσμα μιας συντεταγμένης διαδικασίας κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της πολιτείας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι όποιες απόψεις πάνω στο ζήτημα αυτό δεν είναι δίκαιο να συνιστούν κριτήριο δημοκρατικότητας ή, κυρίως, έλλειψής της.

Κλείνω με μία υποσημείωση που, προσωπικά, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική. Ένας από τους μεγαλύτερους φιλέλληνες της Ιστορίας υπήρξε ο Γερμανός μουσικοσυνθέτης, ποιητής και φιλόσοφος Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner, 1813-1883). Αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους φιλέλληνες που αγάπησαν την Ελλάδα κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) λόγω θαυμασμού για την αρχαιότητά της, ο Βάγκνερ (όπως φαίνεται καθαρά στην αυτοβιογραφία του) στράφηκε στη μελέτη της Κλασικής Ελλάδας έχοντας ως αφετηριακό ερέθισμα τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του σύγχρονού του Ελληνισμού. Για τον Βάγκνερ, η Ελλάδα αποτελούσε μία ενιαία ιδέα και μια πολιτιστική αξία με απόλυτη ιστορική συνέχεια. Μπορώ να φανταστώ, λοιπόν, ότι θα εξοργιζόταν σήμερα αν άκουγε τις απόψεις κάποιων «προοδευτικών» και «ανοιχτόμυαλων» εκπαιδευτικών. Για τους οποίους η άρνηση της Ελληνικότητας αποτελεί όχι μόνο πυρηνικό ιδεολογικό δόγμα αλλά, πιθανώς, και εφαλτήριο (αν όχι προϋπόθεση) επιτυχημένης ακαδημαϊκής καριέρας!

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

ΤΟ ΒΗΜΑ – Εξισωτισμός ή φιλελευθερισμός; Ένα όχι ρητορικό ερώτημα

Σε μια ιδανική κοινωνία απόλυτα συνειδητοποιημένων ανθρώπων, μία πολιτική σύγκρουση θα ήταν πρωτίστως σύγκρουση ιδεολογιών. Σε μια πραγματική κοινωνία, όμως, είναι σχεδόν αποκλειστικά σύγκρουση συμφερόντων. Γνωρίζω, για παράδειγμα, μια χώρα όπου ο λαός έφερε στην εξουσία ένα κόμμα που υποσχέθηκε διάφορα ανέφικτα πράγματα (π.χ., ότι θα καταργούσε κάποιον επαχθή φόρο ακίνητης περιουσίας) και είναι τώρα έτοιμος να φέρει στην εξουσία ένα άλλο κόμμα επειδή το προηγούμενο δεν τήρησε τις ανεδαφικές υποσχέσεις του. Και ο διαχρονικός φαύλος κύκλος προσδοκιών και απογοητεύσεων καλά κρατεί στη χώρα εκείνη…

Σε ό,τι αφορά το παραπάνω παράδειγμα, ενδεικτικό της πολιτικής ιδιοτέλειας και της έλλειψης ιδεολογικών κινήτρων του λαού είναι το γεγονός ότι τα δύο κόμματα, που αποτελούν τους κατά περίσταση εκλεκτούς του, αντιπροσωπεύουν επισήμως (με βάση, δηλαδή, τις καταστατικές θέσεις τους) εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές φιλοσοφίες, και οι πολιτικές και κοινωνικές τους προτεραιότητες βρίσκονται οι μεν στον αντίποδα των δε. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η ιδεολογική διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα θα μπορούσε συμβολικά να παρασταθεί με το δίπολο «εξισωτισμός – φιλελευθερισμός». Αν η ιδεολογία έπαιζε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές επιλογές του λαού, η ιδεολογική ένταξη στο ένα ή το άλλο πολιτικό δόγμα θα ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Όχι τόσο (ή, αν προτιμάτε, όχι μόνο) λόγω των πλεονεκτημάτων του κάθε δόγματος αλλά (και) λόγω των εγγενών αδυναμιών που το καθένα φέρει. Ας τα δούμε αυτά επιγραμματικά:

Στον εξισωτισμό (όρο που θα χρησιμοποιήσουμε εδώ, έστω και αν δεν κριθεί απολύτως δόκιμος) προτεραιότητα έχει η ισότητα, την οποία η πολιτεία οφείλει να επιβάλλει. Αντίθετα, στον φιλελευθερισμό προέχει η ελευθερία, την οποία η πολιτεία οφείλει να προστατεύει. Ο εξισωτισμός δίνει έμφαση στο «οφείλω», ενώ ο φιλελευθερισμός στο «δύναμαι». Ως συνέπεια των παραπάνω, ο εξισωτισμός αντιμάχεται την αριστεία προς χάριν της ισότητας, ενώ ο φιλελευθερισμός επιτρέπει την ανισότητα προς χάριν της αριστείας.

Ο εξισωτισμός δίνει προτεραιότητα στην κοινωνία έναντι του ατόμου. Σε ακραίες περιπτώσεις, οδηγεί στην κατάργηση της ατομικότητας και, τελικά, στην κοινωνική ισοπέδωση. Αντίθετα, ο φιλελευθερισμός δίνει προτεραιότητα στο άτομο έναντι της κοινωνίας και, στην ακραία εκδοχή του, οδηγεί στον ατομικισμό και την περιφρόνηση προς τις αξίες του ανθρωπισμού.

Στον εξισωτισμό, η κοινωνική αλληλεγγύη επιβάλλεται από το σύστημα αντί να επαφίεται στην ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Αυτό συνεπάγεται, ειδικά, την δημιουργία ενός εκτεταμένου κράτους πρόνοιας το οποίο συντηρείται από τις χορηγίες των «εχόντων». Ο φιλελευθερισμός, από την άλλη μεριά, θεωρεί την αλληλεγγύη ως δευτερεύουσα αξία σε σύγκριση με τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Έτσι, περιφρονεί το κράτος πρόνοιας και αντιμάχεται κάθε τι που θα μπορούσε να το ενισχύσει.

Ο εξισωτισμός υιοθετεί μία στενά ηθικιστική προσέγγιση στα ζητήματα της κοινωνίας, χάνοντας συχνά επαφή με τη σύγχρονη πραγματικότητα. (Χτυπητό παράδειγμα είναι το αίτημα που συχνά ακούγεται για την ουσιαστική κατάργηση των συνόρων, αφού «όλοι άνθρωποι της Γης είμαστε».) Υποκαθιστά την εξατομικευμένη αίσθηση του ηθικού με μια οικουμενική ηθική όπου προεξάρχει το προκαθορισμένο χρέος απέναντι στην ομάδα.

Ο φιλελευθερισμός αδιαφορεί, κατά βάση, για τα ζητήματα της ηθικής, θεωρώντας ως «ανήθικο» κυρίως ό,τι καταργεί την ελευθερία (δεδομένων, ασφαλώς, κάποιων αυτονόητων περιορισμών της που επιβάλλεται να υπάρχουν σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία). Εδώ η ανθρώπινη συνείδηση μικρή σημασία έχει σε σύγκριση με την ανθρώπινη δυνατότητα (η πρώτη, μάλιστα, συχνά θεωρείται ότι υπονομεύει και περιορίζει την δεύτερη). Ο ανταγωνισμός, ακόμα και στις ακραίες εκδοχές του, όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται ως το μοναδικό κριτήριο δικαιώματος στην επιβίωση.

Τέλος, στην μη-κατονομαζόμενη χώρα του εναρκτήριου παραδείγματός μας το κυβερνών κόμμα, που αντιπροσωπεύει τον εξισωτισμό, καταφεύγει συχνά σε διχαστικές λαϊκιστικές ρητορείες για να κερδίσει τη συμπάθεια και υποστήριξη των μη προνομιούχων της κοινωνίας, ενώ την ίδια στιγμή δημιουργεί μια νέα τάξη προνομιούχων παρατρεχάμενων του συστήματος. Από την άλλη, το μείζον αντιπολιτευόμενο κόμμα, που ασπάζεται τον φιλελευθερισμό, αντιμάχεται επιφανειακά τον λαϊκισμό, ακολουθώντας όμως ταυτόχρονα μία εξ ίσου διχαστική τακτική που έχει σαν αποτέλεσμα να στρέψει μία κοινωνική τάξη (ειδικά, τους δραστηριοποιούμενους στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας) εναντίον μιας άλλης (τους εργαζόμενους στο δημόσιο, τους οποίους συλλήβδην δαιμονοποιεί, δυσφημίζει και ουσιαστικά καθυβρίζει με τον πολιτικά απαράδεκτο χαρακτηρισμό «πελάτες»).

Οι εμφανείς αδυναμίες των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών δογμάτων δύσκολα θα ευνοούσαν την εμφάνιση φανατικών οπαδών της κάθε πλευράς, σε μια κοινωνία αποτελούμενη από ακραιφνείς ιδεολόγους με ανοιχτή σκέψη. Αντίθετα, θα κυριαρχούσε ο βαθύς προβληματισμός και η αδιάκοπη αναζήτηση μιας συμβιβαστικής γραμμής μέσα από την υπέρβαση και τη δημιουργική σύνθεση.

Μια κοινωνία όπως αυτή του παραδείγματός μας, όμως, δεν απαρτίζεται από σκεπτόμενους ιδεολόγους αλλά από πραγματικούς ανθρώπους με πραγματικές αδυναμίες και ιδιοτέλειες. Ένας τέτοιος λαός εύκολα πέφτει θύμα των διχαστικών μεθοδεύσεων των κομμάτων εξουσίας, την οποία εξουσία τα κόμματα αυτά αλληλοδιαδόχως κατέχουν με βάση το κατ’ ουσίαν δικομματικό σύστημα της χώρας.

Η πολιτική ωρίμανση της χώρας εκείνης, λοιπόν, δεν θα έρθει ποτέ από το πολιτικό της σύστημα αλλά θα προκύψει από τη βούληση του ίδιου του λαού, στο βαθμό που αυτός θα κατορθώσει να υπερβεί τις κοντόφθαλμες ιδιοτέλειές του και να αποφύγει τις διχαστικές παγίδες που του στήνουν, διαχρονικά, τα κόμματα εξουσίας.

Στο πεδίο της ιδεολογίας, κανένα πολιτικό δόγμα δεν μπορεί, όπως είδαμε, να διεκδικεί το απολύτως αλάθητο και το οικουμενικά αποδεκτό. Το ερώτημα είναι, φυσικά, αν μια ιδεολογική σύνθεση είναι εφικτή, τόσο στη θεωρία όσο και στην άσκηση πραγματικής πολιτικής. Αυτό έχει ήδη απαντηθεί στην πράξη – άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι – σε διάφορες χώρες και ιστορικές περιόδους, και δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να το αναλύσουμε.

Αυτό που πρέπει, όμως, να συγκρατήσουμε είναι ότι μία μη-δογματική (θα λέγαμε, μια υγιής) ιδεολογία φέρει μέσα της το σπόρο της αμφιβολίας. Γιατί, όπως δίδαξε ο μεγαλύτερος Έλληνας φιλόσοφος και δάσκαλος, η γνώση κατακτάται μέσα από την διαρκή (αυτο-)αμφισβήτηση. Εκείνος το απέδειξε έμπρακτα: Έλεγε πάντα πως το μόνο που γνώριζε ήταν ότι δεν γνώριζε τίποτα!

* Ευχαριστώ τον ποιητή Θανάση Βαβλίδα για μια πολύ χρήσιμη συζήτηση.

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Ο φιλελευθερισμός και το τέλος της ηθικής


Μια μικρή ιστορία


Το περιστατικό είναι αυθεντικό:

Η «ψυχή» της γυναικοπαρέας είχε κέφια καθώς αφηγείτο με κομπασμό μια πρόσφατη εμπειρία της. Είχε βρεθεί τις προάλλες προσκεκλημένη σε δείπνο από ένα ζευγάρι γνωστών. Η οικοδέσποινα αντιμετώπιζε από καιρό σοβαρό πρόβλημα υγείας που της είχε προκαλέσει αναπηρία και την υποχρέωνε σε μερική ακινησία. Θέλοντας να προβάλει εμφατικά τη δική της καλή κατάσταση υγείας και την άριστη κινητικότητά της, η «ψυχή» άρχισε να χορεύει προκλητικά υπό τους ήχους της μουσικής του ραδιοφώνου και υπό το λάγνο βλέμμα του (προφανώς στερημένου) κυρίου και το μελαγχολικό εκείνο της (ήδη παραιτημένης από τη ζωή) κυρίας...

Κάποιοι αναγνώστες θα μιλήσουν για την πιο απεχθή μορφή ανηθικότητας. Δεν θα διαφωνήσω μαζί τους. Θα επισημάνω, εν τούτοις, ότι η αυτοσχέδια χορεύτρια εξάσκησε ένα απόλυτα κατοχυρωμένο δικαίωμά της: να ορίζει η ίδια την κίνηση του σώματός της. Εκτός αυτού, δεν προκάλεσε την παραμικρή επιπρόσθετη σωματική βλάβη στην ανάπηρη κυρία. Ο χορός της προσκεκλημένης αποτελεί μια γνήσια έκφραση φιλελευθερισμού. Το αν είναι ή όχι ηθική πράξη, είναι μια άλλη ιστορία που αφορά, ίσως, τους θεολόγους. Ή τους οπισθοδρομικούς φιλοσόφους...

Θυμήθηκα ξανά αυτή την ιστορία, που είχα ακούσει πριν από καιρό, καθώς διάβαζα το πολύ ενδιαφέρον πρόσφατο βιβλίο «ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ», του Αριστείδη Χατζή. Σύγγραμμα εξαιρετικά παιδαγωγικό, καθιστά κατανοητό στον μη-ειδικό αναγνώστη ένα δύσκολο θέμα που άπτεται της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και της οικονομικής επιστήμης. Η παρουσίαση του θέματος συνοδεύεται από μια ιδιαίτερα πλούσια βιβλιογραφία για περαιτέρω μελέτη.

Βέβαια, το ότι γνωρίζει κάποιος καλύτερα τον φιλελευθερισμό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι καταλήγει να τον αγαπήσει περισσότερο. Τουναντίον, η ανάγνωση του βιβλίου είναι δυνατό να αφήσει κάποιους αναγνώστες με ένα βαθύ αίσθημα αγωνίας για τον κόσμο που αναδύεται. Έναν κόσμο που για άλλους (όπως ο συγγραφέας) είναι όνειρο, και για άλλους εφιάλτης! Εξαρτάται από τη φιλοσοφική θέση του καθενός...

Μια και το βιβλίο του Χατζή είναι αρκετά συνοπτικό (πράγμα που θεωρώ προτέρημα σε ένα σύγγραμμα παιδαγωγικού χαρακτήρα) θα ήταν άκομψο εκ μέρος μου να εκθέσω το σύνολο των ιδεών που περιέχει, αφαιρώντας έτσι ένα μέρος από το ενδιαφέρον του υποψήφιου αναγνώστη. Θα περιοριστώ, λοιπόν, στην επιλεκτική παράθεση κάποιων χαρακτηριστικών ιδεών του συγγραφέα, αναλαμβάνοντας απόλυτα την ευθύνη που μου αναλογεί τόσο ως προς την κατανόησή τους, όσο και ως προς την αναγκαία αναδιατύπωσή τους στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου.

Σταχυολόγηση ιδεών από το βιβλίο του Α. Χατζή


1. Το αίσθημα ελευθερίας σχετίζεται με την απουσία εμποδίων (ή απαγορεύσεων) στην ικανοποίηση των επιθυμιών μας. Βέβαια, η ιδέα μιας απόλυτης ελευθερίας είναι ουτοπική, καθώς πάντα υπάρχουν φυσικοί περιορισμοί που μας εμποδίζουν να πραγματοποιούμε οποιαδήποτε επιθυμία μας (για παράδειγμα, δεν μπορούμε να πετάξουμε χρησιμοποιώντας τα χέρια μας σαν φτερά). Αυτό που ο φιλελευθερισμός αντιμάχεται είναι οι κοινωνικοί περιορισμοί, και ιδιαίτερα οι έχοντες θεσμική ισχύ.

2. Η ελευθερία κατατάσσεται σε δύο κατηγορίες: «αρνητική» και «θετική».

Η αρνητική ελευθερία σχετίζεται με την απουσία καταναγκασμών και την άρση των τεχνητών εμποδίων (κυρίως, των θεσμικών απαγορεύσεων που περιορίζουν τα ατομικά δικαιώματα). Η ελευθερία του λόγου εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία δικαιωμάτων.

Η θετική ελευθερία αφορά το δικαίωμα στη διεκδίκηση των μέσων που απαιτούνται για την απόλαυση της «αρνητικής» ελευθερίας.

Πολλοί φιλελεύθεροι αρνούνται συνολικά τα θετικά δικαιώματα, καθώς η απόκτηση ενός τέτοιου δικαιώματος από έναν άνθρωπο συνεπάγεται την επιβάρυνση κάποιου άλλου με μία πρόσθετη υποχρέωση (π.χ., μέσω αύξησης της φορολογίας).

Τα μόνα κοινά(;) αποδεκτά θετικά δικαιώματα είναι εκείνα στην παιδεία και την υγεία, αγαθά που – κατά τον συγγραφέα τουλάχιστον – πρέπει να εξασφαλίζονται για όλους σε ένα φιλελεύθερο κράτος. (Το δικαίωμα στην εργασία δεν περιλαμβάνεται στην κατηγορία αυτή.)

3. Η κοινωνική αλληλεγγύη και το κοινωνικό κράτος δεν εντάσσονται στις προτεραιότητες των φιλελευθέρων, ούτε αντιπροσωπεύουν για εκείνους κοινά αποδεκτούς θεσμούς. Η όποια αλληλεγγύη θα πρέπει να βασίζεται σε ιδιωτική φιλανθρωπία και όχι σε κρατικό καταναγκασμό.

4. Σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση της ελευθερίας, η φιλελεύθερη άποψη συνοψίζεται ως εξής:

Το άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο να λειτουργεί κατά βούληση, αρκεί να μη βλάπτει κάποιο άλλο. Ως «βλάβη» εννοείται αποκλειστικά: (α) Μια χειροπιαστή, υλική βλάβη στο σώμα ή στην περιουσία ενός ατόμου. (β) Μια ακραία προσβολή της προσωπικότητας μέσω εξύβρισης ή συκοφαντίας.

Ειδικά, δεν δικαιολογείται οποιουδήποτε βαθμού θεσμικός περιορισμός στην ελευθερία του λόγου, ακόμα και αν αυτός είναι προσβλητικός, ρατσιστικός ή μισαλλόδοξος. (Αναπάντητο μένει το ερώτημα, κατά πόσον θα πρέπει να υπάρχει ποινική ευθύνη στην περίπτωση όπου ο μισαλλόδοξος λόγος προτρέπει σε τέλεση εγκληματικών πράξεων, κι ακόμα περισσότερο όταν οδηγεί εκεί...)

5. Κανένα αγαθό και καμία υπηρεσία δεν έχει προϋπάρχουσα, σταθερή αντικειμενική αξία εξαρτώμενη μόνο από εγγενή χαρακτηριστικά. Οι αξίες των πραγμάτων καθορίζονται αποκλειστικά με βάση τον συσχετισμό προσφοράς και ζήτησης. Η έννοια της «αξίας» στις συναλλαγές δεν έχει ηθικό κανονιστικό περιεχόμενο αλλά καθαρά πρακτικό νόημα. (Έτσι, π.χ., ως εκπαιδευτικός θα πρέπει να αξιολογούμαι απλά ως «πωλητής γνώσεων», ο δε μαθητής μου ως «καταναλωτής» τους...)

Γενικά, ο οικονομικός φιλελευθερισμός στέκεται περίπου σαρκαστικά απέναντι στην «ηθικιστική» – όπως την χαρακτηρίζει – κριτική περί «εμπορευματοποίησης των πάντων» και την άποψη ότι κάποια πράγματα απλώς δεν μπορούν να αποτιμηθούν.

6. Η οικονομική ελευθερία συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική ελευθερία. Ο εκδημοκρατισμός και η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας. (Σημειώνω, παρεμπιπτόντως, ότι απόλυτη «επιβεβαίωση» του παραπάνω δόγματος υπήρξε, ιστορικά, η περίοδος της διακυβέρνησης Pinochet στη Χιλή...)

Το ηθικό ζήτημα στον φιλελευθερισμό


Ως γενικότερη φιλοσοφική θεωρία, και όχι απλά ως οικονομικό σύστημα (όπως έχει καταλήξει να αντιμετωπίζεται), ο φιλελευθερισμός, ενώ ωθεί τον άνθρωπο στο να αναζητά όλο και περισσότερη ελευθερία, αποποιείται την ευθύνη της ηθικής διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου στη διαχείριση της ελευθερίας που αποκτά (θεωρώντας, ίσως, ότι αυτό είναι ζήτημα που θα πρέπει μάλλον να απασχολεί τη θρησκεία). Θα έλεγε κανείς ότι ο ηθικός προβληματισμός όχι μόνο απουσιάζει από τη φιλελεύθερη κοσμοθεωρία αλλά και αποτελεί ένα είδος «ταμπού» για τους θιασώτες της.

Πράγματι, αν αυτονόητα εξαιρέσουμε – όπως αναφέρθηκε νωρίτερα – την υλική βλάβη στο σώμα ή στην περιουσία, καθώς και την ακραία προσβολή της προσωπικότητας, ο μόνος γενικά αποδεκτός «ηθικός» κανόνας για τον φιλελευθερισμό είναι η απαγόρευση του περιορισμού της ελευθερίας. Ως εκ τούτου, αν η Πολιτεία θεσπίζει νόμους, τούτο δεν θα πρέπει απαραίτητα να γίνεται αποκλειστικά και μόνο με σκοπό να αποτραπεί το ενδεχόμενο της μετατροπής μιας κοινωνίας σε ζούγκλα αλλά (όσο κι αν αυτό ακουστεί υπερβολικό) για να προασπιστεί, υπό τους λίγους περιοριστικούς όρους που τέθηκαν πιο πάνω, ακόμα και αυτή τούτη η εφιαλτική δυνατότητα!

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ως φιλοσοφικό σύστημα, ο φιλελευθερισμός είναι η απόλυτη υπέρβαση της ηθικής. Δεν πρόκειται για μια «ηθικολογική» εκτίμηση αλλά για μια πραγματιστική διαπίστωση. Εξηγούμαι:

Το ηθικό ζήτημα στον άνθρωπο σχετίζεται με την ανθρώπινη συνείδηση και κωδικοποιείται από ένα σύστημα αρχών, τις οποίες ο καθένας χωριστά (και ανεξάρτητα από τους άλλους ανθρώπους) αποδέχεται και επί τη βάσει των οποίων επιλέγει να λειτουργεί ώστε να βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό του. Είναι ένα σύστημα που σχετίζεται με την ατομική συνειδητότητα και δεν ετεροκαθορίζεται. Δεν το υπαγορεύει, π.χ., κάποια θρησκεία, ούτε το επιβάλλουν κάποιες θεσμοποιημένες κοινωνικές συμβάσεις. Αντιπροσωπεύει, λοιπόν, έναν απόλυτα εξατομικευμένο αξιακό κώδικα.

Οι αρχές αυτές (και όχι οι νόμοι της κοινότητας!) υπαγορεύουν στον άνθρωπο να επιδιώκει μικρότερο βαθμό ικανοποίησης των προσωπικών του επιθυμιών – άρα, να εκχωρεί μέρος της ελευθερίας του – προκειμένου να δοθεί περισσότερος χώρος στην ικανοποίηση των επιθυμιών κάποιων συνανθρώπων του – άρα, εκ των πραγμάτων, να διευρυνθεί ο δικός τους βαθμός ελευθερίας.

Επιδιώκοντας, λοιπόν, τη μεγιστοποίηση της ελευθερίας μας θα πρέπει αναγκαία να ελαχιστοποιήσουμε το σύστημα των αρχών επί τη βάσει των οποίων (εμείς οι ίδιοι) επιλέγουμε να λειτουργούμε ως κοινωνικές μονάδες. Οριακά, η απόλυτη, η απεριόριστη ελευθερία μπορεί μόνο να επιτευχθεί αν μηδενίσουμε αυτό το σύστημα αρχών. Με άλλα λόγια, αν αφαιρέσουμε ολοκληρωτικά την ηθική διάσταση από τη ζωή μας κι από τη λειτουργία μας ως μέλη μιας κοινωνίας.

Ο φιλελευθερισμός διδάσκει το δικαίωμα στην απόλυτη ελευθερία χωρίς να θέτει ηθικές προϋποθέσεις (με τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις) για την διαχείρισή της («κακό» είναι μόνο ό,τι αναχαιτίζει την ίδια την ελευθερία). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ακραιφνής φιλελευθερισμός εξαιρεί τον ηθικό προβληματισμό από το σύστημα αρχών του. Δεν αποτρέπει, βέβαια, τον άνθρωπο από το να λειτουργεί «κατά συνείδηση»: κάτι τέτοιο ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί φιλελεύθερο! Από την άλλη – και αυτό είναι που έχει σημασία – αποφεύγει και να ενθαρρύνει το άτομο να συμβουλεύεται τη συνείδησή του προκειμένου να αποφασίζει, κάθε φορά, μέσα σε ποια όρια θα κάνει χρήση της ελευθερίας του. Είναι σαν να χαρίζεις σε κάποιον ένα γεμάτο περίστροφο χωρίς παράλληλα να του εξηγείς και τη σημασία της οριοθέτησης στην επιλογή των στόχων!

Όμως, η αληθινή ελευθερία είναι ζήτημα ατομικής συνειδητότητας, όχι υπόθεση συλλογικού θεσμικού πλαισίου. Σκοπός, λοιπόν, δεν θα πρέπει να είναι ο βίαιος περιορισμός της ελευθερίας του ανθρώπου (αυτό που ο φιλελευθερισμός ονομάζει – και ορθώς το αντιμάχεται – «παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων») αλλά ο μετασχηματισμός της ίδιας της ανθρώπινης συνείδησης ώστε αυτή να απελευθερωθεί από τα πραγματικά δεσμά της. Δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στα οποία κατέχουν, ενδεικτικά, η ματαιοδοξία, η αλαζονεία, ο εγωκεντρισμός, η πλεονεξία, ο άκρατος ανταγωνισμός, η μισαλλοδοξία...

Το βέβαιο είναι ότι κανένας νόμος και κανένα σύστημα κοινωνικών θεσμών δεν θα μπορέσουν ποτέ να προσδώσουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και να επιβάλουν ανθρώπινες ιδιότητες σε οποιονδήποτε. Ακόμα περισσότερο, στην κυνική οιονεί «χορεύτρια» της εναρκτήριας ιστορίας μας!

Aixmi.gr

Τα πρόσωπα του λαϊκισμού


1. Εισαγωγή


Αν κάποιος θέσει τη λέξη «λαϊκισμός» στη γνωστή μηχανή αναζήτησης του Διαδικτύου, θα ξανοιχτεί μπροστά του ένα από τα μεγαλύτερα και ζωηρότερα πολιτικά debates της εποχής. Υπάρχει, καταρχήν, σαφής ορισμός του λαϊκισμού, ή μήπως ο όρος δεν είναι καν εννοιολογικά δόκιμος; Κι αν όντως ο όρος αντιστοιχεί σε κάτι υπαρκτό, είναι αυτό τόσο κακό όσο του αποδίδεται; Και, μήπως εν τέλει κι ο ίδιος ο αντι-λαϊκισμός είναι μια άλλη όψη του λαϊκισμού, «πασπαλισμένη» με τη χρυσόσκονη της λεκτικής κομψότητας και του ακαδημαϊκού ύφους;

Το παρόν σημείωμα δεν ισχυρίζεται ότι διαθέτει γενικά αποδεκτές απαντήσεις. Θεωρούμε, όμως, χρήσιμο να συνοψίσουμε κάποια στοιχεία που ενδέχεται, αν μη τι άλλο, να βοηθήσουν στην αξιολόγηση μιας πολιτικής συμπεριφοράς ως προς το κατά πόσον εμπεριέχει ή όχι λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Τα στοιχεία που παρατίθενται αντανακλούν, ασφαλώς, απολύτως προσωπικές απόψεις και δεν διεκδικούν δάφνες οικουμενικότητας!

2. Τυπικά γνωρίσματα του λαϊκισμού


Τον λαϊκισμό δεν θα τον θεωρήσουμε εδώ ως πολιτική ιδεολογία αλλά ως πολιτική νοοτροπία και πρακτική. Ως τέτοια, μπορεί να παρεισφρέει σε κάθε ιδεολογική απόχρωση, νοθεύοντάς την, αποσυνθέτοντάς την και, σε ακραία περίπτωση, μετατρέποντάς την σε ιδεολογική διαστροφή!

Από εννοιολογική άποψη, ο λαϊκισμός δύσκολα επιδέχεται μονοσήμαντο και οικουμενικά αποδεκτό ορισμό. Για κάποιους, μάλιστα (μεταξύ αυτών, μερικοί ιδιαίτερα αξιόλογοι εκπρόσωποι του ακαδημαϊκού χώρου) αυτός τούτος ο όρος «λαϊκισμός» δεν είναι καν δόκιμος, αφού είναι παράγωγο μιας λέξης – «λαός» – με ασαφές περιεχόμενο και αμφίβολη εννοιολογική υπόσταση, που αντιπροσωπεύει απλά μια καθιερωμένη νοητική σύμβαση.

Παρακάμπτοντας τα δύσβατα μονοπάτια ενός γενικού ορισμού, θα αρκεστούμε στην καταγραφή των πλέον τυπικών γνωρισμάτων μιας πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται, γενικά, ως λαϊκιστική:

1. Η υποκριτική, δημαγωγική και – κατά κανόνα – πολιτικά ιδιοτελής χειραγώγηση του λαού μέσω κολακευτικής προς αυτόν ρητορείας.

2. Η υπεραπλούστευση των ζητημάτων, η ρηχότητα των θέσεων και η συστηματική αποφυγή μιας σοβαρής και αντικειμενικής προσέγγισης των πραγμάτων.

3. Η στόχευση κυρίως στο θυμικό της κοινωνίας, κι ελάχιστα έως καθόλου στη λογική.

4. Η καταφυγή σε μια εύκολη (συχνά, ακόμα και χυδαία) συνθηματολογία αντί μιας πραγματικής πολιτικής επιχειρηματολογίας.

5. Η μανιχαϊστική απεικόνιση της πραγματικότητας, βάσει της οποίας το δίπολο «καλού» – «κακού» αντιπροσωπεύεται, αντίστοιχα, από τον λαό και, απέναντί του, κάποιες δυνάμεις (ή πρόσωπα) που επιβουλεύονται τα πάσης φύσεως συμφέροντά του. Αυτό οδηγεί στην αναζήτηση (ή, εν ανάγκη, στην επινόηση) «εχθρών» του λαού και στη δαιμονοποίηση προσώπων, ιδεών ή καταστάσεων.

6. Η έντεχνη διαχείριση και πολιτική αξιοποίηση του μαζικού φόβου και – κυρίως – του μαζικού θυμού.

Το στοιχείο του θυμού είναι το πιο δόλιο κι επικίνδυνο όπλο του λαϊκισμού, ιδιαίτερα σε περιόδους εθνικών κρίσεων. Είναι, θα λέγαμε, η κερκόπορτα, η ανοιχτή πληγή, μέσα από την οποία ο λαϊκισμός εισβάλλει στη συλλογική κοινωνική συνείδηση αποζητώντας πολιτικά οφέλη. Η μεθόδευση αυτή απαιτεί δύο δεδομένα: (α) Μια κοινωνία επιρρεπή, λόγω ιδιαίτερων ιστορικών συγκυριών, στο θυμό. (β) Ένα πρόσωπο, μια κοινωνική ομάδα, ή ακόμα και μια ιδέα, που μπορούν να στοχοποιηθούν ως (εσωτερικοί ή εξωτερικοί) εχθροί των λαϊκών συμφερόντων και αποκλειστικά υπεύθυνοι για τα δεινά του λαού.

3. Όψεις του λαϊκισμού


Αν και, γενικά, τα εξωτερικά του γνωρίσματα είναι κοινά, ο λαϊκισμός παρουσιάζεται με διάφορες μορφές και κατηγοριοποιείται ανάλογα, σε συνάρτηση με τις πολιτικές, κοινωνικές ή άλλες συνθήκες της εποχής. Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Εθνικιστικός λαϊκισμός

Είναι η πιο επικίνδυνη και καταστροφική εκδοχή του λαϊκισμού, αφού ο συνδυασμός του με την εθνικιστική υπερβολή δημιουργεί ένα εν δυνάμει εκρηκτικό μείγμα που συχνά οδηγεί σε πολέμους ή εθνικές καταστροφές.

Η Ελλάδα βίωσε την εμπειρία μιας τέτοιας καταστροφής στον πόλεμο του 1897. Όμως, σε παγκόσμια κλίμακα, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την άνοδο της ναζιστικής Γερμανίας και τη δεύτερη μεγάλη παγκόσμια τραγωδία του εικοστού αιώνα, που επακολούθησε. Με τη γνωστή εμπρηστική εθνικιστική τους ρητορεία, οι ναζί κατάφεραν να χειραγωγήσουν τον γερμανικό λαό, αξιοποιώντας πολιτικά την πικρία των Γερμανών για τον ταπεινωτικό τρόπο με τον οποίο είχε επισφραγισθεί η ήττα της χώρας στο Μεγάλο Πόλεμο (1914–1918), αλλά και την εξάντληση της κοινωνίας από τις συνέπειες μιας ακραίας οικονομικής κρίσης.

Ο Χίτλερ είχε δείξει από νωρίς τις προθέσεις του για το ποιους θα επρόκειτο να στοχοποιήσει ως «εχθρούς» του Τρίτου Ράιχ, δαιμονοποιώντας την εβραϊκή φυλή στο σύνολό της και ορίζοντάς την αυθαίρετα ως αποκλειστικά υπεύθυνη για δεινά της Γερμανίας. Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε καλά...

Αντισυστημικός λαϊκισμός

...Όπου ως «σύστημα» νοείται κάποια ελίτ, μια κατεστημένη – και, κατά μία έννοια, προνομιούχα – κοινωνική τάξη που προβάλλεται ως πόλος ανισοτικής σχέσης απέναντι στο λαό.

Ως πρόσφατο παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, και η ενθρόνισή του στο Λευκό Οίκο. Ο Τραμπ αξιοποίησε έξυπνα την αγανάκτηση μιας μεγάλης μερίδας Αμερικανών για τις καταχρήσεις και τις ακρότητες της λεγόμενης «πολιτικής ορθότητας», την οποία είχε κατορθώσει να επιβάλει η ακαδημαϊκή ελίτ στην αμερικανική κοινωνία. Πατώντας, επί πλέον, στο πρόβλημα της ανεργίας, στοχοποίησε ως κύριο (αν όχι αποκλειστικό) αίτιο τους μετανάστες που διαμένουν στη χώρα. Το ότι μελέτες έγκριτων αναλυτών κατέδειξαν ότι άλλα ήταν τα αίτια της οικονομικής ύφεσης, μάλλον δεν φαίνεται να επηρέασε τον μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο (αν και, πρέπει να σημειώσουμε, ο Τραμπ πήρε σε εθνικό επίπεδο λιγότερες ψήφους από την ηττηθείσα αντίπαλό του!).

Για τον εγχώριο αντισυστημικό λαϊκισμό δεν απαιτείται να πούμε πολλά, αφού την πραγματικότητά του βιώνουμε εδώ και κάποια χρόνια, από το ξεκίνημα της παρούσας οικονομικής κρίσης. Οι δυνάμεις του λαϊκισμού αξιοποίησαν στο έπακρο την αγανάκτηση του κοινωνικού συνόλου για τις συνέπειες της κρίσης (απέναντι στην οποία η κοινωνία βρέθηκε απόλυτα απροετοίμαστη), καθώς και τους φόβους των ανθρώπων για τα πιθανά αποτελέσματα μιας παγκόσμιας φιλελευθεροποίησης της οικονομίας.

Ως «εχθροί του λαού» (συστατικό εκ των ων ουκ άνευ σε κάθε λαϊκιστική πολιτική) ορίστηκαν οι εταίροι και δανειστές και οι «ντόπιοι εκπρόσωποί τους», το μνημόνιο (και όσοι εξέφρασαν υποστηρικτικές απόψεις για την αναγκαιότητά του), τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα», κλπ.

«Φιλελεύθερος» λαϊκισμός

Ο τύπος αυτός πολιτικού λαϊκισμού (αναφέρομαι πάντα στην Ελλάδα) βρίσκεται στον αντίποδα του αντισυστημικού. Είναι κομψότερος, πιο επεξεργασμένος κι εξευγενισμένος. Έχει ρητορική κοσμιότητα κι ακαδημαϊκή ευπρέπεια. Οι διακηρυγμένοι στόχοι του είναι η «μεταρρύθμιση» και ο «εκσυγχρονισμός» της χώρας, έτσι ώστε αυτή – σύμφωνα με το αφήγημα – να σταθεί επάξια δίπλα στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες της ηπείρου.

Ισχυρίζεται ότι κατέχει τα μέσα ώστε να επιτύχει τους στόχους του, ουδείς όμως γνωρίζει ποια ακριβώς είναι η μαγική συνταγή! Εν τούτοις, η πολιτική αυτή – θα πρέπει να αναγνωρίσουμε – πατάει πάνω σε υπαρκτές παθογένειες της χώρας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα της. Και αξιοποιεί επιτυχώς την αγανάκτηση της κοινωνίας για τις διαχρονικές καταχρήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και για τα φαινόμενα δυσλειτουργικότητας και διαφθοράς του δημοσίου.

Ως «εχθρό της κοινωνίας», ο φιλελεύθερος λαϊκισμός στοχοποιεί συλλήβδην τους δημόσιους λειτουργούς της χώρας (οι όποιοι συγκυριακοί διαχωρισμοί σε «καλούς» και «κακούς» λειτουργούς είναι εντελώς προσχηματικοί), τους οποίους χαρακτηρίζει στο σύνολό τους ως «τεμπέληδες», «άχρηστους», «κηφήνες» και «πελάτες» του πολιτικού συστήματος (λησμονώντας βολικά ότι το λεγόμενο «πελατειακό κράτος» δεν είναι, αποκλειστικά, δημιούργημα του παρόντος συστήματος εξουσίας...).

Από την άλλη πλευρά, «χαϊδεύει» τα αυτιά των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα εκφράζοντας «πόνο» για την επισφαλή τους θέση στην αγορά εργασίας, ενώ την ίδια στιγμή θεοποιεί τους σκληρούς (συχνά απάνθρωπους) κανόνες της ελεύθερης αγοράς και αγωνίζεται σταθερά για την αύξηση της «ευελιξίας» της!

4. Η ευθύνη της κοινωνίας


Λένε, και σωστά, πως «το ταγκό θέλει δύο». Τούτο σημαίνει, εν προκειμένω, ότι λαϊκισμός δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχαν κοινωνίες δεκτικές στις μεθοδεύσεις του. Κι αυτό που τις κάνει δεκτικές και αποτελεί την πύλη εισόδου του μικροβίου του λαϊκισμού είναι η ευπάθειά τους στα κηρύγματα μίσους των επιτήδειων της πολιτικής. Ιδιαίτερα σε περιόδους εθνικών κρίσεων που επιφέρουν ανέχεια, ακόμα περισσότερο αν αυτή συνοδεύεται από εθνική ταπείνωση.

Ο λαϊκισμός είναι, ίσως, η μεγαλύτερη παθογένεια του δικομματικού συστήματος. Αν, εν τούτοις, το πολιτικό αυτό σύστημα είναι αναπόφευκτη πραγματικότητα σε μια δεδομένη δημοκρατία (όπως, π.χ., στις ΗΠΑ και – δυστυχώς ακόμα – στη χώρα μας), τότε το αποτελεσματικότερο αντίδοτο ενάντια στον λαϊκισμό είναι η σωστή ενημέρωση (αποφεύγω να πω «καθοδήγηση», γιατί ο όρος είναι εν δυνάμει παρεξηγήσιμος).

Πέραν, όμως, από τον αδιαμφισβήτητα σημαντικό ρόλο των μέσων ενημέρωσης, απαιτείται οι ίδιες οι κοινωνίες να ωριμάσουν και να αποβάλουν τις όποιες βολικές κι ευχάριστες ψευδαισθήσεις. Μαγικές συνταγές και εύκολες λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα δεν υπάρχουν, και όποιοι τις ευαγγελίζονται απλά επιχειρούν να παραπλανήσουν τους ψηφοφόρους, με κίνητρα ιδιοτελή (που σ’ αυτή τη χώρα κατά κανόνα βαφτίζονται «εθνικά»).

Και, πρώτιστο γνώρισμα μιας ώριμης κοινωνίας είναι η ικανότητα υπέρβασης του εγωκεντρισμού των επιμέρους στοιχείων που την αποτελούν – σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης – προς όφελος του συνόλου. Είτε πρόκειται για άτομα, για κοινωνικές ομάδες ή για επαγγελματικές συντεχνίες.

Υπάρχει πολιτικό κόμμα που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας τέτοιας προσπάθειας εθνικής υπέρβασης; Δεν φαίνεται, προς το παρόν, στον ορίζοντα. Θα το αναδείξει, ίσως, η ίδια η κοινωνία. Αν κάποτε καταστεί άξιά του...

Aixmi.gr

Όταν η «πολιτική ορθότητα» γίνεται μπούμερανγκ...



Μια προσωπική εξομολόγηση


Την Αμερική τη γνώρισα από κοντά στη διάρκεια της οκταετίας Ronald Reagan. Και η συγκυρία αυτή ελάχιστα συνέβαλε στην άμβλυνση της αντιπάθειας που έτρεφα για τους Ρεπουμπλικάνους. Δεν μπορούσα να αγνοήσω ότι από τους κόλπους τους αναδείχθηκε το σκότος του Μακαρθισμού. Και δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω την υποστήριξή τους σε αντιδημοκρατικά και αιμοσταγή καθεστώτα, όπως αυτό του Πινοσέτ...

Με ενοχλούσε ο υπέρμετρος συντηρητισμός τους που, σε κάποιες περιπτώσεις, είχε εμφανή στοιχεία οπισθοδρόμησης (όπως, π.χ., η προσπάθεια του Reagan να ακυρώσει προοδευτικές και φιλελεύθερες κοινωνικές κατακτήσεις, προωθώντας τα πιο ακραία συντηρητικά στοιχεία ως υποψήφια μέλη για το Ανώτατο Δικαστήριο). Κι ελάχιστη συμπάθεια έτρεφα για τον κυνικό νεοφιλελευθερισμό των Ρεπουμπλικάνων, που υποβάθμιζε την αξία της κοινωνικής μέριμνας οδηγώντας στον περιορισμό του κράτους πρόνοιας και, εν τέλει, στον κοινωνικό δαρβινισμό.

Όμως, παρά τη γενική συμπάθειά μου για τους Δημοκρατικούς, κάθε άλλο παρά αποδεχόμουν την ιδεολογία τους στο σύνολό της. Ο δημοκρατικός φιλελευθερισμός τους, αντίβαρο αρχικά στον συντηρητικό υπερεθνικισμό των Ρεπουμπλικάνων, ανέδειξε μια μορφή ιδεολογικής δικτατορίας (αν όχι ιδεολογικού φασισμού) που προσέδωσε στον όρο «φιλελεύθερος» το χαρακτήρα οξύμωρου, αφού καταργούσε στην πράξη την ίδια την – ιερή για τους Αμερικανούς – ελευθερία του λόγου. Αναφέρομαι στην αμφιλεγόμενη ιδεολογία και πρακτική της «πολιτικής ορθότητας» (political correctness), μιας ιδέας όχι λιγότερο οπισθοδρομικής από εκείνες ενάντια στις οποίες μάχεται, υποτίθεται, το κόμμα των Δημοκρατικών.

Αυτή τους η διαχρονική και ολοένα αυξανόμενη εμμονή με την «πολιτική ορθότητα» γύρισε, τελικά, μπούμερανγκ στους Δημοκρατικούς στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές, τις οποίες έχασαν από τον εκπρόσωπο του πιο χυδαίου αντισυστημικού λαϊκισμού. Η άποψη δεν είναι του γράφοντος αλλά μιας σειράς Αμερικανών πολιτικών αναλυτών, κείμενα των οποίων έτυχε να διαβάσω τελευταία. Παρουσιάζω μια σύνθεση των απόψεών τους, επιλέγοντας τα στοιχεία εκείνα που μου φάνηκαν περισσότερο σημαντικά κι ενδιαφέροντα.

Γιατί νίκησε ο Trump


Πολλοί θα πουν ότι ο Donald Trump νίκησε γιατί κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το άγχος της εργατικής τάξης για την ανεργία που ολοένα επιδεινώνεται από τη μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση. Για άλλους, η νίκη του οφείλεται στο κάθε άλλο παρά δημοφιλές προφίλ της αντιπάλου του. Κάποιοι ακόμα θα ισχυριστούν ότι ήρθε η ώρα να πετάξει τη δημοκρατική της μάσκα η Αμερική και να αποκαλύψει το αληθινά ρατσιστικό της πρόσωπο!

Υπάρχει, όμως, και μία ιδιαίτερη παράμετρος της νίκης του Trump που θα ήταν λάθος να αγνοηθεί. Για κάποιους αναλυτές είναι ίσως η σημαντικότερη. Αναφέρομαι στην κούραση μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας από την τυραννία της πολιτικής ορθότητας σε κάθε απόπειρα έκφρασης δημόσιας γνώμης, από την καφετέρια της γειτονιάς ως τη Βουλή των Αντιπροσώπων και το εθνικό δίκτυο τηλεόρασης. Ο Trump νίκησε, κατά τους αναλυτές, επειδή ακριβώς έπεισε τον μέσο Αμερικανό ότι θα τον απάλλασσε μια και καλή από την πολιτική ορθότητα. Και η ιδέα αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε, το κλειδί της επιτυχίας του.

Η αμερικανική Αριστερά υπέπεσε σε ένα σοβαρό πολιτικό λάθος. Στην προσπάθειά της να πολεμήσει τον ρατσισμό, εισήγαγε νέες μορφές του. Κατέταξε τους πάντες σε διακριτές κοινωνικές ομάδες και στη συνέχεια είπε στα μέλη κάποιας από αυτές – τους λευκούς άντρες με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης – πως η ομάδα τους είναι η μόνη «κακή». Τους χλεύασε ανελέητα χαρακτηρίζοντάς τους «οπισθοδρομικούς» και στιγματίζοντάς τους ως «ρατσιστές» ή «σεξιστές». Ακόμα και τα video-παιχνίδια τους αποτέλεσαν αντικείμενο αφ’ υψηλού ειρωνείας!

Η αμφισβήτηση της ελευθερίας του λόγου έχει πάντα κόστος, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία σαν την αμερικανική. Η προεδρία πήγε, τελικά, σ’ εκείνον που, κατά τους υποστηρικτές του, «δεν φοβόταν να πει ανοιχτά τη γνώμη του». Κάποιον που αντιπροσώπευε «όσα δεν μπορούσαν εκείνοι να πουν»...

Τι είναι «πολιτική ορθότητα»


Σε αντίθεση με μια συνήθη, μονομερή αντίληψη του όρου, η πολιτική ορθότητα δεν περιορίζεται σε ζητήματα που άπτονται φυλετικών ή σεξουαλικών ευαισθησιών. Συνίσταται, γενικά, στον αποκλεισμό κοινών εκφράσεων ή πρακτικών που θα μπορούσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να προσβάλουν οποιοδήποτε μέλος μιας πλουραλιστικής κοινωνίας. Βέβαια, το τι προσβάλλει κάποιον είναι κατά βάση προσωπική υπόθεση – αν κανείς εξαιρέσει ένα σύνολο αυτονόητα απορριπτέων συμπεριφορών που, κατά κοινή παραδοχή, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας.

Αν και οι προθέσεις της δείχνουν καταρχήν αγαθές (ποιος θεωρεί «καλό πράγμα» το να προσβάλλει τον συνάνθρωπό του;) η πολιτική ορθότητα κατάντησε μάστιγα που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης και, σε ακραίες περιπτώσεις, στιγματίζει ανεξίτηλα τις υπολήψεις εκείνων που την παραβιάζουν. Επιβάλλει ένα ολοένα διευρυνόμενο «λεξικό» απαγορευμένων εκφράσεων που, αν κάποιος δεν ενημερώνεται έγκαιρα για τις τακτικές επικαιροποιήσεις του, κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια μιας άτυπης «αστυνομίας σκέψης» και να αποκομίσει ετικέτες που κυμαίνονται από αυτή του οπισθοδρομικού έως εκείνη του ρατσιστή, του σεξιστή ή του φασίστα.

Σύμφωνα με στατιστικές, 60% των Αμερικανών – διπλάσιοι Ρεπουμπλικάνοι σε σύγκριση με τους Δημοκρατικούς – θεωρούν ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα από τα σημαντικά προβλήματα στις ΗΠΑ. Μόνο ένα 18% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι η χώρα τους δεν είναι όσο θα 'πρεπε «πολιτικά ορθή»...

Πολιτική ορθότητα στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση


Στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η πολιτική ορθότητα έχει επιβάλει περιορισμούς στην έκφραση που αρχίζουν να προκαλούν ασφυξία στους φοιτητές και στο καθηγητικό προσωπικό. Μέχρι το 2013, το «Γραφείο για τα Πολιτικά Δικαιώματα» του Υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ όριζε ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου (κυρίως σε ό,τι αφορά το λόγο) θα έπρεπε να κριθεί ως «αντικειμενικά προσβλητική» με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, προτού κάποιος αποκτήσει το δικαίωμα να υποβάλει μια ανώνυμη καταγγελία εναντίον του ατόμου αυτού.

Το 2013, εν τούτοις, η κυβέρνηση Obama άλλαξε τα δεδομένα. Σύμφωνα με μια νέα αντίληψη, το τι είναι προσβλητικό καθορίζεται με βάση τις προσωπικές ευαισθησίες του καθενός και δεν υπόκειται σε αντικειμενική αξιολόγηση. Με άλλα λόγια, ο κάθε φοιτητής μπορεί να βασίζεται στα προσωπικά του – και, ως εκ τούτου, απόλυτα υποκειμενικά – κριτήρια για να ορίσει ως προσβλητικό ένα σχόλιο από έναν συμφοιτητή ή έναν καθηγητή του και να υποβάλει, έτσι, μια ανώνυμη καταγγελία. Πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ έσπευσαν να συμμορφωθούν με αυτή την παράλογη απαίτηση, από το φόβο κυρώσεων.

Ποια είναι η τύχη ενός ατόμου που πέφτει θύμα ανώνυμης καταγγελίας για παραβίαση πολιτικής ορθότητας; Σύρεται ως κοινός κακούργος σε διάφορες εξεταστικές επιτροπές, χωρίς το δικαίωμα να αντικρίσει τον καταγγέλλοντα, ούτε καν να πληροφορηθεί το όνομά του. Επειδή και μόνο κάποιος φοιτητής, ή κάποια ομάδα φοιτητών, θεώρησαν ένα σχόλιό του ως «μη αποδεκτό»... Και, φυσικά, ας μην ξεχνούμε και τους αμείλικτους «δικαστές» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που πρόθυμα θα συνταχθούν με τους «θιγόμενους»!

Και ο παραλογισμός δεν έχει τέλος: Πριν το ξεκίνημα του ακαδημαϊκού τετραμήνου, ο καθηγητής ενός μαθήματος οφείλει να προβλέψει ποια στοιχεία του μαθήματος θα μπορούσαν να προκαλέσουν τις προσωπικές ευαισθησίες ενός φοιτητή, και να εκδώσει σχετική προειδοποίηση. Αν αμελήσει να το πράξει, είναι θεωρητικά δυνατό να αντιμετωπίσει τις καθιερωμένες καταγγελίες. Ή απλά, την οργή κάποιων φοιτητών του...

Υπερβολές της πολιτικής ορθότητας


Η πολιτική ορθότητα στην Αμερική συχνά φτάνει στα άκρα προκειμένου να υπηρετήσει τους σκοπούς της. Το ερώτημα «πού γεννηθήκατε;» πρέπει να αποφεύγεται, επειδή μπορεί να εκληφθεί ως έμμεση αμφισβήτηση αμερικανικής καταγωγής. Το «πόσον καιρό εργάζεστε εδώ;» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπαινιγμός για την ηλικία κάποιου. Το «πολίτης των ΗΠΑ» είναι προτιμότερο από το «Αμερικανός», αφού το δεύτερο υπονοεί ότι οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα της αμερικανικής ηπείρου…

Για πολλούς Αμερικανούς, η κατάχρηση πολιτικής ορθότητας ακουμπά ενοχλητικά ακόμα και πάνω σε αγαπημένες παραδόσεις. Για παράδειγμα, το «Καλές Γιορτές» είναι πιο δόκιμο από το «Καλά Χριστούγεννα», αφού το δεύτερο συνιστά de facto διαχωρισμό των ανθρώπων με βάση τα θρησκευτικά τους «πιστεύω». Ένα σχολείο στο Connecticut επιχείρησε να απαγορεύσει τις αποκριάτικες στολές, θεωρώντας ότι κάποια παιδιά με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές θα μπορούσαν να αισθανθούν ξένα ως προς το έθιμο. Την πολιτική αυτή του σχολείου ανέτρεψαν, τελικά, μερικοί εξαγριωμένοι γονείς μαθητών!

Η πολιτική μη-ορθότητα ως εργαλείο πολιτικής


Η ρητορική ενάντια στην πολιτική ορθότητα χρησιμεύει συχνά ως εργαλείο αποπροσανατολισμού των Αμερικανών ψηφοφόρων από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας τους, στοχεύοντας ευθέως στους βαθύτερους και σκοτεινότερους φόβους τους για ανθρώπους που είναι διαφορετικοί.

Την ώρα που μιλούν για τους «μετανάστες που κλέβουν τις δουλειές» των Αμερικανών, κάποιοι πολιτικοί επιχειρούν να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από πραγματικά δεδομένα, όπως π.χ. το γεγονός ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών, η εισροή Λατίνων μεταναστών εργατών στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία 25 χρόνια είχε πολύ μικρή επίπτωση στην ανεργία, σε σύγκριση με τη μετακίνηση ενός σημαντικού αριθμού εργοστασίων στο εξωτερικό, ή τις επαναλαμβανόμενες υφέσεις της εθνικής οικονομίας. Έτσι, ενώ παρακολουθεί κάποιος με ενδιαφέρον τον Trump να ζητά την κατασκευή τείχους που θα αποτρέψει τη μετανάστευση, ελάχιστα προσέχει ότι οι πραγματικοί λόγοι απώλειας θέσεων εργασίας και οικονομικής αστάθειας δεν θίγονται καν...

Κάνει κακό, τελικά, ο Trump στην πολιτική ορθότητα;


Η πολιτική ορθότητα είναι ένας άγραφος και συνεχώς εμπλουτιζόμενος κώδικας απαγορευμένης έκφρασης και πρακτικής. Για πολλούς Αμερικανούς, ο κώδικας αυτός στραγγαλίζει την ελευθερία του λόγου, τιμωρώντας παράλληλα τους «παραβάτες» με τη ρετσινιά της οπισθοδρομικότητας και της μισαλλοδοξίας. Η αντίδραση απέναντι στο φαινόμενο έφερε, έτσι, στην εξουσία κάποιον που υποσχέθηκε πως θα καταργήσει την πολιτική ορθότητα στην πράξη.

Όμως το μπούμερανγκ αλλάζει σιγά-σιγά κατεύθυνση, στοχεύοντας τώρα τους ίδιους τους πολέμιους της πολιτικής ορθότητας. Γιατί, στην ανάγκη τους να δουν να σπάζουν τα (συχνά παράλογα) ταμπού της, έκαναν ένα σοβαρό λάθος. Ανάθεσαν το έργο σε έναν άνθρωπο τόσο απεχθή και χυδαίο ώστε τα ταμπού αυτά να φαντάζουν και πάλι λογικά και αναγκαία! Ο φυσικός νόμος δράσης–αντίδρασης λειτουργεί πάντα αμφίδρομα. Ακόμα και στην πολιτική...

Με όλα τα παραπάνω δεν επιχειρούμε, φυσικά, να αποδείξουμε ότι η πολιτική ορθότητα υπήρξε ο πλέον καθοριστικός παράγοντας στις αμερικανικές εκλογές. Είναι όμως κάτι που δεν πρέπει να αγνοείται αν κάποιος θέλει να έχει την πλήρη εικόνα των πραγμάτων και να δώσει την ακριβέστερη δυνατή ερμηνεία στο αποτέλεσμα.

Για το οποίο αποτέλεσμα, παρεμπιπτόντως, πολλοί αισθανθήκαμε έκπληξη ανάμικτη με απογοήτευση. Και για το οποίο κάποιοι άλλοι, σε αυτήν εδώ τη χώρα, ανεξήγητα επιχαίρουν...

Aixmi.gr