Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Πόσο στ’ αλήθεια χαιρόμαστε σε μια κηδεία;

Σε προηγούμενο άρθρο [1] επιχειρήσαμε μια κριτική παρουσίαση της ιστορικής διάλεξης του Δημήτρη Λιαντίνη με θέμα: «Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου» [2]. Μεταξύ άλλων, σταθήκαμε με αίσθημα σκεπτικισμού απέναντι στην υιοθέτηση, εκ μέρους του Λιαντίνη, της Φροϋδικής ψυχαναλυτικής άποψης σύμφωνα με την οποία βιώνουμε ένα αίσθημα κατάφασης (ένα βαθιά κρυμμένο «αίσθημα χαράς») σε μια κηδεία – ακόμα κι αυτήν ενός προσφιλούς προσώπου – υπό το κράτος της ανακούφισης που προκαλεί η συνειδητότητα ότι εμείς είμαστε ζωντανοί.

Τον προβληματισμό μου αυτό (όπως και, γενικότερα, το σύνολο της κριτικής τοποθέτησής μου πάνω στη διάλεξη) έσπευσαν, όπως ήταν φυσικό, να αντικρούσουν οι θαυμαστές και οι λάτρεις του Λάκωνα φιλοσόφου (ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η ανάλυση της Ελένης Αθανασούλη [3]). Κάποιοι φίλοι του Λιαντίνη, μάλιστα, περιέγραψαν το προηγούμενο άρθρο μου ως «ένα ακόμα παραλήρημα του γνωστού γραφικού»!

Θα ήθελα, εν τούτοις, να επανέλθω στο επιμέρους θέμα της «βαθιά κρυμμένης χαράς ενώπιον του αλλότριου θανάτου», καταθέτοντας μερικές ακόμα προσωπικές σκέψεις. Οφείλω όμως εκ των προτέρων μια απάντηση στο εύλογο ερώτημα: «Εσύ, τώρα, ως τι μιλάς;» Και γνωρίζω καλά πως αν αποκρινόμουν: «ως θετικός επιστήμων», ελάχιστα πειστική – και δικαίως – θα ακουγόταν η απάντηση!

Ο ίδιος ο Λιαντίνης είχε χαρακτηρίσει τη φιλοσοφική αυτή διάλεξη ως επιστημονική. Τι από τα δύο ήταν; Με βάση το πώς αντιλαμβάνομαι τις έννοιες, νομίζω και τα δύο! Ας εξηγήσω το σκεπτικό:

Σκοπός της επιστήμης είναι η διερεύνηση των ορίων του αποδείξιμου. Αντίθετα, σκοπός της φιλοσοφίας είναι ο στοχασμός πέραν των ορίων του αποδείξιμου. (Θα πρόσθετα εδώ ότι σκοπός της θρησκείας είναι η οριοθέτηση του στοχασμού έτσι ώστε ένα μέρος του μη-αποδείξιμου να αφορά πρωτίστως – αν όχι αποκλειστικά – την πίστη.) Ως γνώστης του στοχασμού των φιλοσόφων, ο Λιαντίνης ήταν επιστήμων. Ως στοχαστής ο ίδιος πάνω σε ζητήματα μεταφυσικής, ήταν φιλόσοφος.

Σε ό,τι αφορά, τώρα, την ασημαντότητά μου, ομολογώ ότι οι γνώσεις που διαθέτω πάνω στην επιστήμη της ψυχανάλυσης είναι σχετικά περιορισμένες. Έτσι, οι απόψεις που κατατίθενται πιο κάτω δεν είναι δείγμα επιστημοσύνης αλλά προϊόν απλού ανθρώπινου συλλογισμού. Στο ερώτημα, λοιπόν, «ως τι μιλώ;» απαντώ απλά: «ως άνθρωπος που δικαιούται να σκέφτεται!».

Η απεικόνιση ενός αλλότριου θανάτου στον αυτοσυντηρητικό πυρήνα της ανθρώπινης συνειδητότητας – σε όλο το φάσμα της, από το υποσυνείδητο ως το απολύτως συνειδητό – είναι ένα ιδιαίτερα σύνθετο ψυχικό φαινόμενο. Ανάλογα με την περίπτωση, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε την απεικόνιση αυτή σε διάφορες κατηγορίες, πλέον ευδιάκριτες εκ των οποίων είναι οι εξής πέντε:

1. Αδιάφορη: Ο αλλότριος θάνατος δεν ενεργοποιεί τα αυτοσυντηρητικά μας ανακλαστικά. Είναι ο θάνατος κάποιου μακρινού «ξένου» που δεν επηρεάζει τη ζωή και δεν κινητοποιεί τη συνείδησή μας. Ίσως και να αποτελεί θέαμα στο βραδινό δελτίο ειδήσεων στην τηλεόρασή μας! Η στάση αυτή εκφράζεται με το ρητορικό ερώτημα: «Λυπηρό μεν, αλλά σε τι με αφορά;»

2. Υπεροπτική: Ξεκινά από την αντίληψη ότι, βάσει ενός προσωπικού μας αξιακού συστήματος, δικαιούμαστε να μείνουμε στη ζωή περισσότερο από κάποιους άλλους που είναι, υποτίθεται, «λιγότερο καλοί», «λιγότερο προικισμένοι» ή «λιγότερο χρήσιμοι» σε σχέση με εμάς. Τα παραδείγματα αφθονούν στην καθημερινή ζωή, έτσι που κάθε σχετική παράθεση εδώ περιττεύει.

3. Διαζευκτική: Κωδικοποιείται με φράσεις όπως «ή αυτός, ή εγώ», «αν αυτός, τότε όχι εγώ» (το γνωστό «ο θάνατός σου, η ζωή μου!»). Κλασικό παράδειγμα, η περίπτωση του στρατιώτη την ώρα της μάχης. Συχνά, το ηθικό του στρατιώτη ανυψώνεται με ρητορείες περί ηθικής ανωτερότητάς του σε σχέση με τον αντίπαλο (στην περίπτωση των Ναζί, μάλιστα, υπήρχε επιπρόσθετα και η πεποίθηση της φυλετικής ανωτερότητας). Έτσι, η διαζευκτική στάση μπορεί να συνυπάρχει με – και να ενισχύεται από – την υπεροπτική.

4. Συνειρμική: Περιγράφεται με το ρητορικό ερώτημα: «αν αυτός, γιατί όχι κι εγώ;» και εκφράζει, μέσω ενός μηχανισμού υποκατάστασης του «εγώ» με το «αυτός», τον φόβο μπροστά στο παράδειγμα του θανάτου. «Άραγε, πότε θάρθει κι η σειρά μου;», ακούμε συχνά να λέγεται.

5. Συζευκτική: Κωδικοποιείται με τη φράση: «αν αυτός, τότε κι εγώ», που απεικονίζει μια σχέση υπαρξιακής εξάρτησης (όχι απαραίτητα αμφίδρομη). Είναι η τραγικότερη από τις πέντε κατηγορίες και απαντάται κυρίως σε περιπτώσεις απώλειας προσφιλούς προσώπου, όταν αυτός που μένει πίσω χάνει πλέον κάθε επιθυμία για ζωή. (Έχω προσωπικά παραδείγματα, τόσο στον οικογενειακό όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό μου χώρο. Αλησμόνητη θα μου μείνει και η τραγική φιγούρα ενός γνωστού ηθοποιού σε ένα νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν η σύζυγός του. «Έφυγε» λίγο καιρό μετά από εκείνη...)

Η τελευταία αυτή κατηγορία είναι που με κάνει να στέκομαι αμήχανος ακούγοντας την με ακαδημαϊκό στόμφο διατυπωμένη θέση του καθηγητή Λιαντίνη περί αισθήματος κατάφασης μπροστά στο θάνατο του συνανθρώπου. Μια θέση που διατυπώνεται ως δόγμα με γενική ισχύ, χωρίς καν να επιχειρείται μια περιπτωσιολογική εξέταση του θέματος και χωρίς να αναφέρονται εξαιρέσεις. Και, ασφαλώς, το να επικαλείται κάποιος τον Φρόυντ δεν είναι αρκετό για να τον απαλλάξει από την ευθύνη των λόγων του όταν αυτοί εκφράζουν παράλληλα και προσωπικές θέσεις!

Όπως προσωπική, νομίζω, ήταν κατά βάθος και η όλη προσέγγιση του θέματος του θανάτου από τον σπουδαίο ρήτορα. Για το λόγο αυτό, ας κρατήσουμε από την ομιλία τον πλούτο της πληροφορίας και την ωραιότητα των λόγων, κι ας αναζητήσει ο καθένας για τον εαυτό του τις δικές του απαντήσεις στα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα. Εκείνος, εξ άλλου, απάντησε σ’ αυτά στην πράξη. Και γνωρίζουμε πώς...

Σημειώσεις:

[1] Κ. Παπαχρήστου, «Σκέψεις πάνω σε μια διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη» (http://www.aixmi.gr/index.php/skepseis-pano-se-mia-dialexi-tou-dimitri-liantini/).

[2] Δείτε το video:  https://youtu.be/FtOdw4oDhTA

[3] Ε. Αθανασούλη, «Λιαντίνης: Μελέτη θανάτου – και συναφείς έριδες και διάλογοι» (http://www.filareti.gr/2016/04/blog-post.html).

Aixmi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου