Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρόσωπα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρόσωπα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 21 Μαΐου 2024

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ο Πίτερ Χιγκς και το ταξίδι στην κορυφή του λόφου


Η διαφορετικότητα των αλληλεπιδράσεων που παρατηρούνται στη Φύση είναι φαινομενική. Η ανάδειξη της κρυφής ενότητας των φυσικών δυνάμεων, όμως, απαιτεί μία γενναία δόση ενέργειας και την ιδιοφυΐα του κυρίου Χιγκς, που «έφυγε» πρόσφατα.

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

    Ένας μεγάλος της επιστήμης, που «έφυγε»

Μια σημαντική απώλεια στον επιστημονικό κόσμο τη χρονιά αυτή ήταν εκείνη του Πίτερ Χιγκς (Peter Higgs, 1929 - 2024). Στη γλώσσα της επιστημονικής εκλαΐκευσης ήταν ο άνθρωπος που «ανακάλυψε το σωματίδιο του Θεού». Ίσως κάποιος να φαντάζεται έναν αναμαλλιασμένο επιστήμονα, κλεισμένο στο εργαστήριό του για μήνες ή χρόνια, να πετάγεται κάποια στιγμή στους δρόμους φωνάζοντας «Εύρηκα!» και κρατώντας στο χέρι τα πειστήρια κάποιας μεγάλης ανακάλυψης.

Όμως, ο Χιγκς δεν «ανακάλυψε» κάποιο σωματίδιο. Σαν θεωρητικός Φυσικός που ήταν, πρότεινε μία θεωρία που καθιστούσε την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου σωματιδίου αναγκαία. Αυτό που έμενε να αποδειχθεί στο εργαστήριο ήταν ότι το σωματίδιο αυτό υπάρχει στ' αλήθεια.

Όμως, γιατί είναι τόσο σημαντικό αυτό το σωματίδιο; Επειδή μας επιτρέπει να βλέπουμε τη Φύση πιο ενιαία και συμμετρική απ' όσο εκείνη θέλει να δείχνει...

    Πυρετός στο CERN

Ένα από τα θέματα που κυριάρχησαν στην επιστημονική επικαιρότητα πριν μερικά χρόνια ήταν τα πειράματα που έλαβαν χώρα στο ερευνητικό κέντρο του CERN στη Γενεύη. Σκοπός τους, ανάμεσα στα άλλα, ήταν η πειραματική επιβεβαίωση της ύπαρξης ενός μυστηριώδους σωματίου που, σε επίπεδο θεωρίας τουλάχιστον, αποτελεί θεμελιώδες συστατικό του μοντέλου που πιστεύουμε πως περιγράφει τα δομικά στοιχεία της ύλης και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Το μποζόνιο Higgs (το κβάντο του πεδίου Higgs) αποτέλεσε το μεγάλο στοίχημα των ερευνών, και η τελική επαλήθευση της ύπαρξής του το 2013 υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους θριάμβους της φυσικής επιστήμης τις πρώτες δεκαετίες αυτού του αιώνα.

Τι το σημαντικό, όμως, υποκρύπτει η εύρεση αυτού του «σωματίου-φαντομά», ώστε να δικαιολογεί μία δαπάνη αρκετών δισεκατομμυρίων δολαρίων που απαιτήθηκαν για το «κυνήγι» του, και μάλιστα σε εποχές παγκόσμιας οικονομικής κρίσης; Τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο, ίσως, από έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης των Φυσικών. Εκείνων, τουλάχιστον, που δεν περίμεναν εναγωνίως την κατάρρευση του καθιερωμένου θεωρητικού μοντέλου στη Φυσική υψηλών ενεργειών, ώστε να τους δοθεί η ιστορική ευκαιρία να χτίσουν τη θεωρία από την αρχή!

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μία απόπειρα να εξηγήσουμε, με όσο πιο απλά λόγια γίνεται, τους λόγους για τους οποίους το σωμάτιο του Higgs είναι τόσο σημαντικό συστατικό των σύγχρονων φυσικών θεωριών που προσπαθούν να «ξεκλειδώσουν» τα μυστικά του κόσμου που μας περιβάλλει. Και, επειδή η ύλη που παρατηρούμε αποτελείται, σε θεμελιώδες επίπεδο, από στοιχειώδη σωμάτια (όπως, π.χ., το γνώριμο σε όλους ηλεκτρόνιο, καθώς και άλλα που «κατοικούν» στον πυρήνα του ατόμου), ξεκινούμε την αφήγησή μας εξετάζοντας τους τρόπους που τα σωμάτια αυτά αλληλεπιδρούν.

    Η Φύση είναι πιο απλή απ' όσο θέλει να δείχνει!

Με βάση τη φαινομενολογία που μας προσφέρει ο κόσμος των χαμηλών ενεργειών στον οποίο ζούμε, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα είδη δυνάμεων (ή αλληλεπιδράσεων) μεταξύ των στοιχειωδών σωματίων της ύλης:

(1) Τις δυνάμεις βαρύτητας (στις οποίες οφείλεται το βάρος των σωμάτων, αλλά και η καθορισμένη κίνηση της Γης γύρω από τον Ήλιο).

(2) Τις ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις (τέτοια είναι, π.χ., η τριβή ανάμεσα στις δύο παλάμες μας όταν σύρουμε τη μία πάνω στην άλλη).

(3) Τις ισχυρές δυνάμεις (χάρη στις οποίες διατηρεί την συνεκτικότητά του ο πυρήνας ενός ατόμου).

(4) Τις ασθενείς δυνάμεις (ευθύνονται για μία σειρά διεργασιών που λαμβάνουν χώρα στον ατομικό πυρήνα).

Υπάρχουν ενδείξεις, όμως, ότι η Φύση είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο απλή απ’ όσο φαίνεται! Για παράδειγμα, πριν από την συστηματική θεωρητική διατύπωση των νόμων του ηλεκτρομαγνητισμού από τον James Clerk Maxwell (1831-1879), ο ηλεκτρισμός και ο μαγνητισμός αντιμετωπίζονταν σαν δύο ξεχωριστά και ανεξάρτητα φυσικά φαινόμενα. Αυτό ενισχύθηκε και από την προφανή διαφορετικότητα ανάμεσα στις ιδιότητες των ηλεκτρικών και των μαγνητικών δυνάμεων.

Με τις περίπλοκες μαθηματικές εξισώσεις του, ο Maxwell περιέγραψε το ηλεκτρικό και το μαγνητικό πεδίο σαν «δύο όψεις του ίδιου νομίσματος», αφού το ένα μπορεί να «μεταμορφώνεται» (να μετασχηματίζεται) στο άλλο, ανάλογα με τον τρόπο που τα παρατηρούμε (αυτή ήταν και η αφετηρία της σκέψης του Einstein όταν πρότεινε την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας). Έτσι, αντί για δύο ξεχωριστά πεδία, ηλεκτρικό και μαγνητικό, μιλάμε για ένα ενιαίο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο.

Είναι ενδιαφέρον εδώ να παρατηρήσουμε πως, σε ό,τι αφορά τη σχετική ισχύ τους, η ηλεκτρική και η μαγνητική δύναμη αρχίζουν να γίνονται ισοδύναμες μεταξύ τους στο όριο των υψηλών ταχυτήτων (άρα υψηλών ενεργειών) των ηλεκτρικών φορτίων που αλληλεπιδρούν. Αυτή είναι μία πρώτη ένδειξη πως η απλότητα της Φύσης αποκαλύπτεται υπό την προϋπόθεση ότι για την πειραματική παρατήρησή της διατίθεται η κατάλληλη ενέργεια!

Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της φυσικής επιστήμης κατά τον εικοστό αιώνα ήταν η ανακάλυψη ότι, με παρόμοιο τρόπο, η ηλεκτρομαγνητική και η ασθενής αλληλεπίδραση επίσης αποτελούν δύο όψεις (δύο εκφάνσεις) μίας ενιαίας δύναμης, της ηλεκτρασθενούς. Ανοιχτή παραμένει η φιλοδοξία της εύρεσης μιας ακόμα μεγαλύτερης ενοποίησης που να περιλαμβάνει στο σχήμα και την ισχυρή αλληλεπίδραση (η βαρύτητα είναι μια άλλη, «πονεμένη» ιστορία, αφού, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες δυνάμεις, δεν δείχνει να υποτάσσεται εύκολα στους κανόνες της Κβαντικής Φυσικής…).

Το πρόβλημα είναι πως, όπως αναφέραμε πιο πάνω, όσο πιο απλή εμφανίζεται η Φύση μέσα από αυτά τα διαδοχικά στάδια ενοποίησης, τόσο πιο ακριβό «εισιτήριο» καλείται να πληρώσει ο θεατής που θα γίνει μάρτυρας αυτής της απλότητας. Και, το εισιτήριο αυτό λέγεται ενέργεια! Δηλαδή, η υποτιθέμενη απλότητα της Φύσης μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο μέσα από πειράματα πολύ υψηλών ενεργειών. Και, όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός απλότητας που θέλουμε να αναδείξουμε, τόσο περισσότερη ενέργεια απαιτείται. Αυτό εξηγεί, άλλωστε, γιατί δαπανώνται τεράστια ποσά για την κατασκευή όλο και μεγαλύτερων επιταχυντών στοιχειωδών σωματίων, όπως ο Large Hadron Collider (LHC) στο CERN στη Γενεύη.

    Ταξίδι στην κορυφή του λόφου

Ένα απλό παράδειγμα ίσως μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Φανταστείτε ότι κατοικείτε στους πρόποδες ενός λόφου που βρίσκεται στο μέσο μιας πόλης, της οποίας τα σπίτια είναι όμοια μεταξύ τους και ομοιόμορφα κατανεμημένα γύρω από τον λόφο. Από το σημείο που βρίσκεστε μπορείτε να βλέπετε μόνο ένα μέρος της πόλης, αφού ο λόφος σάς κρύβει την άλλη πλευρά της. Έτσι, για εσάς υπάρχει η «δική σας» γειτονιά και η «άλλη», στην αντίθετη πλευρά του λόφου. Η αντίληψή σας για την πόλη, απ’ το σημείο που βρίσκεστε, είναι αποσπασματική και ασύμμετρη.

Τώρα, υποθέστε ότι βρίσκετε το κουράγιο (δηλαδή, την απαιτούμενη ενέργεια) να ανεβείτε στην κορυφή του λόφου. Από εκεί πια μπορείτε να βλέπετε ολόγυρα κάθε γειτονιά της πόλης. Η θέα τώρα είναι καθολική και απόλυτα συμμετρική (όπως κι αν περιστρέψετε το σώμα σας, πάντα θα αντικρίζετε κάποια περιοχή της πόλης και, σύμφωνα με την υπόθεση που κάναμε, όλες οι περιοχές είναι όμοιες μεταξύ τους). Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι, η πορεία από την πολυπλοκότητα της ασυμμετρίας προς την απλότητα της συμμετρίας απαιτεί δαπάνη ενέργειας!

    Οι συμμετρίες πίσω από τις αλληλεπιδράσεις

Με τα σημερινά δεδομένα, τα στοιχειώδη σωμάτια και οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις (δυνάμεις) περιγράφονται από το λεγόμενο Καθιερωμένο Πρότυπο (Standard Model), το οποίο αποτελεί σύνθεση όλων των πειραματικά επιβεβαιωμένων θεωριών για τη δομή της ύλης σε θεμελιώδες επίπεδο. Όμως μέχρι πριν μερικά χρόνια υπήρχε ένα βασικό ζήτημα που έμενε να επιβεβαιωθεί πειραματικά: ο μηχανισμός με τον οποίο πιστεύεται ότι τα σωμάτια (και, μακροσκοπικά, η ύλη) αποκτούν μάζα – ή, αν προτιμάτε, αδράνεια.

Μα, θα ρωτήσετε, γιατί να μη δεχθούμε απλά ότι η μάζα είναι μια ιδιότητα που το κάθε σωμάτιο φέρει εξαρχής από τη στιγμή της δημιουργίας του, κάτι σαν «προίκα» από την ίδια τη Φύση; Για να κατανοήσουμε το πρόβλημα, θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην έννοια της συμμετρίας…

Στον μικρόκοσμο, η συμμετρία είναι κάτι παραπάνω από θέμα απλής αισθητικής: είναι αυτή που καθορίζει το είδος των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των σωματίων. Δηλαδή, πίσω από κάθε μορφή αλληλεπίδρασης κρύβεται και μία αντίστοιχη μορφή συμμετρίας. Για παράδειγμα, η ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικά φορτισμένων σωματιδίων σχετίζεται με την συμμετρικότητα (αμεταβλητότητα στη μορφή) των θεμελιωδών εξισώσεων του ηλεκτρομαγνητισμού, κάτω από συγκεκριμένους αφηρημένους μαθηματικούς μετασχηματισμούς των συναρτήσεων που περιγράφουν το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο και τα σωμάτια που αλληλεπιδρούν μέσω αυτού.

Το ίδιο το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, κατά την κβαντική θεωρία, αντιπροσωπεύεται από τα δικά του «σωμάτια», τα φωτόνια. Μπορούμε να σκεφτούμε τα σωμάτια αυτά σαν μικρές σφαίρες που εκτοξεύει το ένα φορτίο στο άλλο, κάνοντάς το να αισθανθεί την παρουσία του. Τα φωτόνια είναι τα κβάντα (οι πλέον στοιχειώδεις ποσότητες) του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου που «κοινωνούν» την ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ηλεκτρικά φορτισμένα σωμάτια.

Στη γλώσσα της συμμετρίας, το φωτόνιο παίζει τον ρόλο του «ταχυδρόμου» που ενημερώνει κάθε παρατηρητή από τον οποίο διέρχεται, για τις λεπτομέρειες των μαθηματικών μετασχηματισμών συμμετρίας που υπέστησαν οι συναρτήσεις που αντιπροσωπεύουν τα σωμάτια σε γειτονικά σημεία του χώρου (ή, σωστότερα, του χωροχρόνου).

Πρέπει, όμως, να λάβουμε υπόψη έναν σημαντικό περιορισμό: Οι θεωρίες που συσχετίζουν τις αλληλεπιδράσεις των σωματίων με υποκείμενες συμμετρίες θέτουν ως προϋπόθεση τα κβάντα του πεδίου που ευθύνεται για την αλληλεπίδραση να έχουν μηδενική μάζα! Αυτό ισχύει πράγματι για τα φωτόνια (φορείς της ηλεκτρομαγνητικής αλληλεπίδρασης), όχι όμως και για τα κβάντα του πεδίου που σχετίζεται με την ασθενή αλληλεπίδραση. Έτσι, η αλληλεπίδραση αυτή θα κινδύνευε να μείνει έξω από το παιχνίδι της συμμετρίας, και η θεωρητική εξήγηση της ενοποίησης της ασθενούς δύναμης με την ηλεκτρομαγνητική (ηλεκτρασθενής δύναμη) θα οδηγείτο σε αδιέξοδο, αν δεν έσωζε την παρτίδα ένα μυστηριώδες πεδίο...

    Ο ξενέρωτος καθηγητής και η δημοφιλής συνοδός του!

Τη λύση στο αδιέξοδο της μάζας δίνει το πεδίο Higgs. Το πεδίο αυτό μας επιτρέπει να θεωρούμε τα κβάντα όλων των αλληλεπιδράσεων σαν σωμάτια που αυτά καθαυτά δεν έχουν μάζα, φαίνεται όμως σ’ εμάς ότι έχουν εξαιτίας της αλληλεπίδρασής τους με το πεδίο Higgs, ή, αν προτιμάτε, με το κβάντο του πεδίου αυτού, το περίφημο μποζόνιο Higgs. Γενικά μιλώντας, σύμφωνα με την θεωρία του Peter Higgs (καθώς και άλλων ερευνητών που εργάστηκαν ανεξάρτητα πάνω στο ίδιο πρόβλημα), η μάζα όλων των στοιχειωδών σωματίων είναι μία επίκτητη (φαινομενική) ιδιότητα που προκύπτει λόγω της αλληλεπίδρασής τους με το πανταχού παρόν πεδίο Higgs.

Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να πούμε πως, αν το πεδίο αυτό «έσβηνε» ξαφνικά (όπως υποθέτουμε ότι ίσχυε για κάποια απειροελάχιστη χρονική περίοδο μετά το Big Bang, λόγω των ακραίων θερμοκρασιών), όλα τα σωμάτια θα εμφανίζονταν χωρίς μάζα (δεν θα είχαν αδράνεια, δηλαδή δεν θα πρόβαλλαν αντίσταση στη μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης). Αυτό, σύμφωνα με τη Θεωρία της Σχετικότητας, θα σήμαινε ότι κάθε σωμάτιο θα ταξίδευε με την ταχύτητα του φωτός. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει στ’ αλήθεια (με εξαίρεση το φωτόνιο).

Ένα παράδειγμα και πάλι θα βοηθήσει. Φανταστείτε μια χοροεσπερίδα που διοργανώνουν οι φοιτητές ενός πανεπιστημίου. Στη μεγάλη σάλα βρίσκεται ένα μεγάλο πλήθος φοιτητών που είναι ομοιόμορφα κατανεμημένοι σε όλη την έκταση του χώρου. Ας πούμε ότι το πλήθος αυτό των φοιτητών είναι το «πεδίο Higgs», και οι εν λόγω νεαροί αποτελούν τα «μποζόνια Higgs» (τα κβάντα του πεδίου).

Κάποια στιγμή κάνει την εμφάνισή του στο χορό ένας «ξενέρωτος» καθηγητής (π.χ., ο γράφων) και η ωραία συνοδός του. Κανείς δεν δίνει σημασία στον πρώτο καθώς αυτός μπαίνει στο δωμάτιο, κι έτσι μπορεί να κινείται ανενόχλητα και να επιταχύνεται κατά βούληση. Είναι ένα «σωμάτιο» χωρίς μάζα (χωρίς αδράνεια), αφού το πεδίο Higgs και τα κβάντα του (οι φοιτητές) δεν καταδέχονται ν’ ασχοληθούν μαζί του ώστε να προβάλουν εμπόδια στην κίνησή του!

Η ωραία συνοδός του καθηγητή, αντίθετα, τραβάει την προσοχή των φοιτητών, οι οποίοι σπεύδουν να την προσεγγίσουν, δυσχεραίνοντας την κίνησή της μέσα στη σάλα. Έτσι, για να επιταχύνει το βήμα της θα χρειαστεί να καταβάλει δύναμη: το πεδίο Higgs (οι φοιτητές) τής προσέδωσε μάζα (αδράνεια)!

Τώρα, αν υποθέσουμε πως οι φοιτητές γίνονταν αόρατοι, κάποιος εξωτερικός παρατηρητής θα μπορούσε να νομίσει ότι η αδράνεια αυτή είναι μια ιδιότητα που πρωτογενώς φέρει η ίδια η γυναίκα. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η αδράνεια που εμφανίζουν όλα τα σώματα δεν είναι μία εγγενής ιδιότητά τους αλλά οφείλεται στην αλληλεπίδρασή τους με το «αόρατο» πεδίο Higgs. Και το πεδίο αυτό γίνεται «ορατό» μέσω του κβάντου του – του μποζονίου Higgs. Το Καθιερωμένο Πρότυπο της σωματιδιακής φυσικής μπορεί τώρα να πάρει μια βαθιά ανάσα ανακούφισης!

    Επίλογος

Με βάση τα πειράματα των τελευταίων χρόνων, όλα δείχνουν ότι η θεωρία του Higgs είναι σωστή. Η καθυστέρηση που υπήρξε στην ανακάλυψη του σχετικού μποζονίου οφείλεται στην πολύ μεγάλη μάζα του, πράγμα που σημαίνει ότι η δημιουργία του σωματιδίου στο εργαστήριο απαιτεί πολύ υψηλές ενέργειες (θυμηθείτε την περίφημη σχέση του Einstein που καθιστά τη μάζα και την ενέργεια ισοδύναμες). Αυτό το πρόβλημα έλυσε ο επιταχυντής LHC στο CERN.

Οι Φυσικοί υψηλών ενεργειών (τουλάχιστον, οι περισσότεροι από αυτούς) αισθάνονται τώρα δικαιωμένοι για τις προσπάθειες που κατέβαλαν και το χρήμα που δαπανήθηκε για την επιβεβαίωση της ύπαρξης του «δύστροπου» μποζονίου και την διατήρηση της πίστης στην ορθότητα του Καθιερωμένου Προτύπου. Γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, θα χρειαζόταν να ξαναγράψουμε απ’ την αρχή μεγάλο μέρος της Φυσικής του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Για κάποιους Φυσικούς, αυτό θα φάνταζε σαν εφιάλτης. Για κάποιους άλλους, σαν ευκαιρία για να γράψουν Ιστορία!

* Το κείμενο αποτελεί μεταφρασμένη και επικαιροποιημένη εκδοχή του άρθρου "The hidden symmetry and Mr. Higgs!"  


Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

Douglas Haig: Το "ξέπλυμα υστεροφημίας" ενός εγκληματία πολέμου...

Κάποιοι (κυρίως Βρετανοί) θεωρούν ότι η χρονική απόσταση από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι τέτοια που επιτρέπει, πλέον, την "αγιογράφηση" ενός αλαζονικού, εγωκεντρικού και υπέρμετρα φιλόδοξου στρατηγού, ο οποίος έστειλε σε άσκοπη σφαγή πολλές εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών στο Δυτικό Μέτωπο...

 

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ - Χίτλερ και Στάλιν στη ζυγαριά του Κακού

Με αφορμή μία πρόσφατη συζήτηση για την "εξίσωση" ναζισμού και κομμουνισμού από το Ευρωκοινοβούλιο


1. Εισαγωγή: Αναζητώντας τον «πιο κακό»…

Ο φίλος μου ο Αριστείδης έχει πάντα έτοιμο ένα αντεπιχείρημα κάτω από το μανίκι του, ακόμα κι αν του πεις πράγματα με τα οποία κατά βάση συμφωνεί! Τις προάλλες, πάνω σε μία συζήτηση ιστορικού περιεχομένου, έκανα ένα σχόλιο για τα εγκλήματα του Χίτλερ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το Ολοκαύτωμα. «Σωστά», λέει ο Αριστείδης, «αλλά μην ξεχνάς ότι ο Στάλιν σκότωσε πολύ περισσότερους!»

Δεν ξέρω αν έχει ιδιαίτερη σημασία για την ηθική αξιολόγηση των δύο μεγαλύτερων εγκληματιών του εικοστού αιώνα, το ποιος από αυτούς κατέχει τα πρωτεία σε αριθμό δολοφονιών. Και δεν αναφέρομαι εδώ στους νεκρούς στα πεδία των μαχών, αλλά σε άμαχο πληθυσμό, ιδίως σε θύματα ρατσιστικών, εθνικών ή εθνοτικών εκκαθαρίσεων. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, πάντως, η κρατούσα αντίληψη ήταν σύμφωνη με αυτή του Αριστείδη, ήτοι, «ο Στάλιν σκότωσε πιο πολλούς». Ένας διαπρεπής Αμερικανός ιστορικός, όμως, έρχεται να ανατρέψει αυτή την εικόνα…

Ο Timothy D. Snyder (γεν. 1969) είναι Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Yale, ειδικός στην ιστορία της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και σε θέματα που αφορούν το Ολοκαύτωμα. Η καλή γνώση έντεκα(!) ευρωπαϊκών γλωσσών τού επέτρεψε να μελετήσει πρωτότυπες αρχειακές πηγές που βρίσκονταν σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες (πηγές) άρχισαν να διατίθενται ανοιχτά την δεκαετία του 1990, μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Στις πληροφορίες που συνέλεξε βασίστηκε το πιο φημισμένο σύγγραμμά του, “Bloodlands” [1].

Μία σύνοψη της έρευνάς του βρήκαμε στο ενδιαφέρον άρθρο του, “Hitler vs. Stalin: Who was worse?” [2]. Βλέπουμε εκεί την αμφισβήτηση δύο ευρέως διαδεδομένων υποθέσεων:

1. Η υπόθεση του «λιγότερο κακού» Στάλιν, σε σύγκριση με τον Χίτλερ που ευθύνεται για το ρατσιστικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Ο Snyder επισημαίνει ότι τα ανάλογα εγκλήματα του Στάλιν δεν διαφέρουν πολύ ως προς την ηθική αξιολόγηση των προθέσεων, αφού στόχευαν σε εκκαθαρίσεις άμαχου πληθυσμού στη βάση εθνικών ή εθνοτικών κριτηρίων. (Επιφυλασσόμαστε να εκφράσουμε μία πιο προσωπική θέση στον επίλογο του κειμένου.)

2. Η υπόθεση του «λιγότερο φονικού» Χίτλερ, αφού ο Στάλιν (υποτίθεται πως) δολοφόνησε «πάνω από είκοσι εκατομμύρια». Με την απόκτηση πρόσβασης σε πρώην σοβιετικά αρχεία, κατέστη δυνατό να καταμετρηθούν με σχετική ακρίβεια τα θύματα της εθνικής/εθνοτικής πολιτικής τού Στάλιν. Η έρευνα του Snyder έδειξε ότι ο αριθμός τους είναι σαφώς μικρότερος από αυτόν των ανάλογων εγκλημάτων του Χίτλερ.

Ας δούμε αναλυτικά κάποια επί μέρους στοιχεία.

2. Πείνα και τρόμος στα χρόνια του Στάλιν: Πριν τον πόλεμο

Πολλοί συγκρίνουν τα σταλινικά Gulag [3] με τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι, όπως αναφέρει ο Snyder, η πλειονότητα όσων εισήλθαν στα Gulag έφυγαν ζωντανοί. Ο συνολικός αριθμός ανθρώπων που πέθαναν στα Gulag υπολογίζεται σε 2 με 3 εκατομμύρια (αριθμός, ασφαλώς, κατ’ απόλυτη τιμή συγκρίσιμος με τα στρατόπεδα των Ναζί). Από την άλλη, τα θύματα της πολιτικής του «Μεγάλου Τρόμου» (βλ. παρακάτω) δεν υπερβαίνουν το 1 εκατομμύριο, ίσως μάλιστα ο αριθμός να είναι ακόμα μικρότερος.

Η μεγαλύτερη καταστροφή που επέφερε ο σταλινισμός σε ανθρώπινες ζωές ήταν ο λιμός της περιόδου 1930-33, όπου περισσότεροι από 5 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από την πείνα. Από αυτούς, τα 3.3 εκατομμύρια των κατοίκων της Σοβιετικής Ουκρανίας που πέθαναν το 1932 και το 1933, υπήρξαν θύματα μιας προμελετημένης σταλινικής πολιτικής με καθαρά εθνοτικά κριτήρια. Ο Στάλιν επίταξε τα σιτηρά της Ουκρανίας αν και γνώριζε ότι κάτι τέτοιο θα σκότωνε εκατομμύρια. Κατόπιν, κατηγορώντας τους Ουκρανούς για την αποτυχία της δικής του πολιτικής, διέταξε μια σειρά μέτρων – όπως το σφράγισμα των ουκρανικών συνόρων – που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσαν ακόμα περισσότερους μαζικούς θανάτους.

Το 1937, ο Στάλιν ξεκίνησε την πολιτική του «Μεγάλου Τρόμου» που στόχευε, κατά κύριο λόγο, τους πολίτες Πολωνικής και Ουκρανικής καταγωγής. Στην επιχείρηση του 1937-38 κατά των Kulak [4] κάπου 387,000 άνθρωποι εκτελέστηκαν. Οι υπόλοιποι «εχθροί» που εξοντώθηκαν (γύρω στις 247,000) ανήκαν σε μειονότητες που σχετίζονταν με χώρες που συνόρευαν με την Σοβιετική Ένωση. Ειδικά, στην «Πολωνική Επιχείρηση» που άρχισε το 1937, περίπου 111,000 άνθρωποι κατηγορήθηκαν για «κατασκοπεία» υπέρ της Πολωνίας και εκτελέστηκαν. Συνολικά, τα θύματα του Μεγάλου Τρόμου προσεγγίζουν (αλλά δεν φτάνουν) το 1 εκατομμύριο.

3. Άοπλα θύματα πολέμου

Μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το σταλινικό καθεστώς είχε την απόλυτη υπεροχή σε δολοφονίες αμάχων σε σύγκριση με το ναζιστικό. Η Ναζιστική Γερμανία άρχισε να δολοφονεί σε παρόμοια κλίμακα μόνο μετά την Συνθήκη Molotov-Ribbentrop (Αύγουστος του 1939) και την κοινή γερμανο-σοβιετική εισβολή στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Από το 1939 ως το 1941, κάπου 200,000 Πολωνοί άμαχοι έχασαν τη ζωή τους, με την ευθύνη των φόνων περίπου μοιρασμένη εξίσου μεταξύ των δύο εισβολέων. Ανάμεσα στα θύματα ήταν οι διανοούμενοι, πολιτικοί κρατούμενοι και αιχμάλωτοι πολέμου που σκοτώθηκαν από τους σοβιετικούς στη Σφαγή του Katyn.

Η πολιτική λιμού των Γερμανών προκάλεσε 4.2 εκατομμύρια θανάτους στη Σοβιετική Ένωση. Τα θύματα περιλάμβαναν 3.1 εκατομμύρια σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου, καθώς και 1 εκατομμύριο άμαχο πληθυσμό κατά την πολιορκία του Leningrad. (Ο Snyder δεν εξετάζει τα θύματα λιμού σε περιοχές εκτός Σοβιετικής Ένωσης.)

Ως αντίποινα ανταρτικής δράσης, οι Γερμανοί σκότωσαν περίπου 700,000 αμάχους (κυρίως Πολωνούς και Λευκορώσους) σε μαζικές εκτελέσεις. (Και πάλι, ο Snyder περιορίζει τη μελέτη του στις περιοχές της Πολωνίας και της Σοβιετικής Ένωσης.)

Βεβαίως, το μεγαλύτερο γερμανικό μαζικό έγκλημα παραμένει το Ολοκαύτωμα, με θύματα 5.7 έως 6 εκατομμύρια Εβραίους. Στα θύματα της ρατσιστικής αυτής θηριωδίας θα πρέπει να προσθέσουμε και περισσότερους από 100,000 Ρομά.

Συνολικά, οι Γερμανοί δολοφόνησαν περίπου 11 εκατομμύρια αμάχους. Ο αριθμός ξεπερνά τα 12 εκατομμύρια αν συνυπολογίσουμε τους προβλέψιμους θανάτους από τις εκτοπίσεις, την πείνα και τις αρρώστιες στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, τα καταναγκαστικά έργα, κλπ. Τα αντίστοιχα νούμερα για τους Σοβιετικούς της σταλινικής περιόδου (πριν και μετά τον πόλεμο) είναι 6 έως 9 εκατομμύρια. Είναι φανερό ότι τα θύματα της δολοφονικής μανίας του Στάλιν δεν προσεγγίζουν καν τον υποτιθέμενο αριθμό των 20 εκατομμυρίων!

Να σημειώσουμε, τέλος, ότι ο Snyder δεν προσμετρά στη μελέτη του τους στρατιώτες που έπεσαν στα πεδία των μαχών, καθώς και τους αμάχους που έχασαν τη ζωή τους σε βομβαρδισμούς ή άλλες πράξεις πολέμου. Περιορίζεται στα θύματα μαζικής εξόντωσης μέσω εκτελέσεων, μεθοδευμένου λιμού, ή φυλάκισης σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

4. Κάνοντας δίκη προθέσεων…

Πέρα από τον αριθμό των φονευθέντων, υπάρχει και το ζήτημα των προθέσεων. Σε ό,τι αφορά τους Γερμανούς, τα πράγματα είναι μάλλον ξεκάθαρα: Η Γερμανία φέρει την κύρια ευθύνη για τον πόλεμο, και οι φόνοι αμάχων που διέπραξε αποδίδονται σχεδόν αποκλειστικά σε ιμπεριαλιστικό μεγαλοϊδεατισμό με ρατσιστικές αφετηρίες.

Από την πλευρά των Σοβιετικών, οι περισσότεροι φόνοι άμαχου πληθυσμού έλαβαν χώρα σε καιρό ειρήνης και σχετίζονταν, κατά μεγάλο μέρος, με το όραμα του Στάλιν για βιομηχανικό εκσυγχρονισμό της χώρας του (όραμα, εν τούτοις, που δικαιώθηκε από την έκβαση του πολέμου κατά των Ναζί). Σε ό,τι αφορά τον λιμό της περιόδου 1930-33 (του οποίου τα θύματα ήταν, κυρίως, Ουκρανοί και – σε μικρότερο βαθμό – Πολωνοί) ο Στάλιν επιχείρησε να εξολοθρεύσει μέσω της πείνας όσους αντιστέκονταν στην διαδικασία του κολεκτιβισμού στη Σοβιετική Ένωση. Στην Ουκρανία, ειδικά, ήθελε να αφανίσει την τάξη των εύπορων γαιοκτημόνων (Kulak) έτσι ώστε το κράτος να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της γεωργίας και να αρπάξει ανενόχλητα τον πλούτο της υπαίθρου, επενδύοντάς τον στην ανάπτυξη της βιομηχανίας.

Στον Μεγάλο Τρόμο του 1937-38, που επίσης στόχευσε, κατά κύριο λόγο, Πολωνούς και Ουκρανούς, η επιλογή των θυμάτων έγινε και πάλι με εθνοτικά κριτήρια. Ο Στάλιν θεωρούσε τους πολωνικής καταγωγής σοβιετικούς πολίτες, που διέμεναν στα δυτικά της χώρας, ως εν δυνάμει πράκτορες της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας. Από την άλλη μεριά, όσοι Ουκρανοί Kulak επέζησαν από τον λιμό του 1932-33, επίσης θεωρήθηκαν ως πιθανή απειλή για το σοβιετικό καθεστώς στο πλαίσιο μίας ενδεχόμενης μελλοντικής σύγκρουσης.

Τέλος, μετά την εισβολή τους στην Πολωνία (1939), τόσο οι Γερμανοί, όσο και οι Ρώσοι, προσπάθησαν συνειδητά να εξολοθρεύσουν την πολιτική και πνευματική ελίτ της χώρας αυτής. Ήταν ακόμα η εποχή του «κακού Στάλιν». Ο «καλός Στάλιν» θα γεννιόταν δύο χρόνια αργότερα, με την εισβολή των (πρώην φίλων) Γερμανών στην Σοβιετική Ένωση…

5. Ποιος παραπληροφόρησε τον Αριστείδη;

Πέρα από την μη διαθεσιμότητα αρχειακών πηγών κατά τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, ποιος είναι ο λόγος που πέσαμε τόσο έξω στις εκτιμήσεις μας για την αριθμητική διάσταση των δολοφονικών επιδόσεων του Στάλιν; (Η ηθική διάσταση παραμένει, ασφαλώς, τεράστια!) Πώς τα 6 έως 9 εκατομμύρια έγιναν «περισσότερα από 20 εκατομμύρια» στη συνείδηση του καλοπροαίρετου Αριστείδη; Εκτός των άλλων, για πολλά χρόνια τούτη η ιστορική παραποίηση πρόσφερε ένα πλαστό «ηθικό» πλεονέκτημα στο άλλο φρικτό τέρας της παγκόσμιας ιστορίας, τον Άντολφ Χίτλερ!

Ο Snyder απαντά πειστικά και σε αυτό το ερώτημα. Η παραπληροφόρηση θα μπορούσε να αποδοθεί στις σκοπιμότητες του Ψυχρού Πολέμου. Σύντομα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι νικήτριες δυνάμεις, με εξαίρεση την Σοβιετική Ένωση, συμμάχησαν στο πλαίσιο του NATO με τον πρώην εχθρό τους, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ο καινούργιος εχθρός ήταν τώρα ένας πρώην σύμμαχος: η Σοβιετική Ένωση! Μία τέτοια εναλλαγή ρόλων στο δίπολο «εχθρός-φίλος» απαιτούσε έναν βαθμό ηθικής και ιστορικής «ευκαμψίας», η οποία θα μπορούσε να επιτρέψει κάποιες (ούτως ή άλλως αυθαίρετες, ελλείψει αδιαμφισβήτητων στοιχείων) αριθμητικές υπερβολές που άμβλυναν τις ενοχές των φίλων και μεγέθυναν εκείνες των εχθρών…

6. Επίλογος: Ποιος ήταν, τελικά, ο «πιο κακός»;

Έχει, άραγε, απόλυτη σημασία ο αριθμός των εγκλημάτων για την σχετική ηθική αξιολόγηση δύο κορυφαίων εγκληματιών της Ιστορίας; Ας το αφήσουμε αυτό στην κρίση του αναγνώστη. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο Snyder, όταν μιλούμε για νεκρούς, η διαφορά ανάμεσα στο μηδέν και το ένα είναι άπειρη!

Στην περίπτωση, τώρα, που κάποιος θα αποφάσιζε να υπερβεί την καθαρά λογιστική ηθική των αριθμών για να αποδυθεί σε μία βαθύτερη ηθική ανάλυση του ζητήματος, η απάντηση στο ερώτημα «ποιος ήταν ο πιο κακός;» θα προέκυπτε μάλλον αβίαστα. Μία τέτοια ανάλυση είχαμε επιχειρήσει σε παλιότερο κείμενο [5]. Το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι κανένα «συμβατικό» κρίμα, οσοδήποτε μεγάλο, δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα μαζικό έγκλημα που το υπαγορεύει η διαστροφική ιδεολογία του ρατσισμού.

Από αυτή την άποψη, το να χαρακτηρίσει κάποιος τον Χίτλερ ως απλά «κακό» - ακόμα και ακραία κακό - αποτελεί ύβρι προς την ίδια την ιδέα του Ανθρώπου. Γιατί, η ιδιότητα του Κακού σχετίζεται με ηθική διαβάθμιση στο συνεχές του ανθρώπινου χαρακτήρα. Και οι έννοιες «άνθρωπος» και «Χίτλερ» δύσκολα βρίσκουν σημείο συνάντησης στις συνειδήσεις. Εκείνες, τουλάχιστον, που απομένουν...

Σημειώσεις:

[1] Timothy Snyder, Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin (Basic Books, 2010). Ελληνικός τίτλος: Αιματοβαμμένες χώρες: Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν.

[2] Timothy Snyder, Hitler vs. Stalin: Who was worse? (The New York Review of Books, https://www.nybooks.com/daily/2011/01/27/hitler-vs-stalin-who-was-worse/).

[3] Gulag: Κρατική υπηρεσία που επόπτευε τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην Σοβιετική Ένωση της σταλινικής περιόδου. Με τα χρόνια, ο όρος ταυτίστηκε με τα ίδια τα στρατόπεδα.

[4] Kulak: Κατηγορία σχετικά εύπορων γαιοκτημόνων στην Τσαρική Ρωσία και, αργότερα, στην Σοβιετική Ένωση. Κατ’ επέκταση, κατά την σταλινική περίοδο, όσοι αντιστάθηκαν στις πιέσεις της Μόσχας να παραδώσουν τα σιτηρά τους στην κεντρική διοίκηση στο πλαίσιο του «κολεκτιβισμού» (1928-1940).

[5] Κ. Παπαχρήστου, Ο Χίτλερ και η φιλοσοφική θεώρηση του Κακού (Το Βήμα, https://www.tovima.gr/2016/03/29/opinions/o-xitler-kai-i-filosofiki-thewrisi-toy-kakoy/).

ΤΟ ΒΗΜΑ

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή - Albert Einstein

Αυτή η ιδιοφυής σύνθεση, σε έναν τοίχο στην Ιερά Οδό κοντά στο Γκάζι, με παραπέμπει σε ένα "χαριτωμένο" περιστατικό από τα χρόνια μου στην Αμερική. Ο καθηγητής μου, Kent Harrison, από τους πλέον ειδικούς στη μαθηματική μελέτη των εξισώσεων του Einstein, μου μίλησε κάποια στιγμή για τον "Γερμανό μαθηματικό Καρατιοντόρι". Του απάντησα πως ήταν Έλληνας και το όνομά του ήταν Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή. Με κοίταξε για λίγο απορημένος και μετά απάντησε, με απόλυτη σιγουριά: "Όχι, ήταν Γερμανός και τον έλεγαν Καρατιοντόρι!" Το ίδιο, φοβάμαι, είπε με τον τρόπο της και η ίδια η Ελλάδα...

Constantin Carathéodory - Albert Einstein on a wall

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Για έναν δάσκαλο που, ίσως, δεν υπήρξε ποτέ…


Πάνε είκοσι χρόνια, τώρα, που έφυγε από τη ζωή ένας δάσκαλος. Δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομά του (ήταν σε επιστημονικό πεδίο εντελώς διαφορετικό από το δικό μου) ως τη μέρα, πρόσφατα, που βρέθηκα τυχαία σε μία διάλεξη με θέμα την εκπαίδευση. Κι εκεί μίλησε γι’ αυτόν ένας πρώην φοιτητής του στο Πανεπιστήμιο. Με μεγάλο θαυμασμό και απέραντη αγάπη για τον δάσκαλο, όμως δίχως την παραμικρή ένδειξη θεοποίησης και ειδωλολατρίας. Γιατί, όπως τόνισε ο ομιλητής, ο δάσκαλος είναι πάνω απ’ όλα άνθρωπος. Με γήινες ατέλειες κι αδυναμίες...

Παραθέτω από μνήμης, με άτακτη σειρά, τα πιο σημαντικά πράγματα που άκουσα για τον άγνωστο σε εμένα δάσκαλο:

Όταν δίδασκε δεν έκανε ποτέ μονόλογο από την κορυφή του Ολύμπου. Έκανε διάλογο με τους μαθητές του και τους ενθάρρυνε να τον διακόπτουν, όχι μόνο για να τον ρωτούν αλλά και για να τον διορθώνουν. Τους ζητούσε να τον αμφισβητούν διαρκώς, όπως και να αποδέχονται πάντα την αμφισβήτηση στο πρόσωπό του απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται. «Όποιος μας αμφισβητεί δεν είναι εχθρός μας», έλεγε, «αλλά μια καλή ευκαιρία να επανεξετάσουμε τις βεβαιότητές μας για το αλάνθαστο του εαυτού μας»!

Το ακροατήριό του στο αμφιθέατρο δεν χρησίμευε σαν καθρέφτης για να αυτοθαυμάζεται, δεν ήταν μέσο για να τροφοδοτεί τον – ούτως ή άλλως ανύπαρκτο – ναρκισσισμό του. Ήταν όμως καθρέφτης για να αυτοκρίνεται, να αναγνωρίζει τις ατέλειές του και να βελτιώνεται σαν δάσκαλος και σαν άνθρωπος. Επιζητούσε και απολάμβανε την εκτίμηση και την αγάπη των μαθητών του, δεν τους επέτρεψε όμως ποτέ να γίνουν οπαδοί του διολισθαίνοντας στην προσωπολατρία. Και, για να αποτρέψει τούτο το ενδεχόμενο, δεν έκανε τον εαυτό του να φαντάζει στα μάτια τους σαν ιδανικό και αξεπέραστο πρότυπο, αφού συνειδητά δεν έκρυβε από αυτούς τις ανθρώπινες αδυναμίες του.

Ήταν βαθιά και ουσιαστικά ταπεινόφρων, δεν δίδασκε απλά τη σημασία της ταπεινοφροσύνης χωρίς να τη βιώνει μέσα του. Ο στόμφος και η οίηση απουσίαζαν ολότελα από τον λόγο του. Αν και ευρυμαθής, δεν επιδιδόταν σε επίδειξη των γνώσεών του με σκοπό να εντυπωσιάσει το ακροατήριό του. Συχνά μάλιστα καμωνόταν πως δεν γνώριζε κάτι και οδηγούσε με τρόπο τους μαθητές του να το ανακαλύψουν μόνοι τους, λέγοντάς τους στο τέλος πως αποτελούσε γνώση που ήδη κατείχαν μέσα τους μα δεν γνώριζαν εξαρχής πως την κατείχαν! Πίστευε και δίδασκε πως στον πυρήνα της μάθησης βρίσκεται η αυτογνωσία. Το «γνώθι σαυτόν» ήταν το σταθερό παιδαγωγικό του αξίωμα.

Πίστευε επίσης πως το καλό μνημονικό μικρή αξία έχει μπροστά στην ορθή κρίση και τη διάθεση για αναζήτηση. Ο επιστήμων και δάσκαλος, έλεγε, δεν είναι μία απέραντη αποθήκη ονομάτων, χρονολογιών και δεδομένων αλλά ένας νους που μεθοδικά αναζητά την αλήθεια, την αξιολογεί, την οργανώνει, την καταγράφει, και στο τέλος τη μεταλαμπαδεύει στους μαθητές του με τρόπο τόσο απλό και κατανοητό που η αλήθεια αυτή να μοιάζει αυτονόητη.

Δίδαξε στους μαθητές του την αξία της ζωής και τους εμφύσησε την αγάπη γι’ αυτήν. Έλεγε πως ακόμα και ένας δοξασμένος θάνατος μικρή σημασία έχει αν πίσω του δεν αφήσει μία προσωπική πορεία βιωμένη στην πληρότητά της ως την τελευταία στιγμή. «Ζούμε για να ανακαλύπτουμε συνεχώς πόσο ψηλότερα μπορεί να φτάσει η συνειδητότητά μας», έλεγε, «όχι για να προετοιμάσουμε επιμελώς το τέλος μας τη στιγμή που δεν θα αντέχουμε άλλο το βάρος της ύπαρξής μας»!

«Έφυγε» ταπεινά κι αθόρυβα, έτσι όπως έζησε. Όχι ως ισχυρός, αλλά με βαθιά επίγνωση του πεπερασμένου της ύπαρξής του. Ούτε όμως κι έρημος, αφού δεν ανέβηκε ποτέ σε μοναχικές βουνοκορφές για να βλέπει τους άλλους από ψηλά, σαν να ήταν επίγειος θεός. Ο θάνατός του δεν αποτέλεσε πρώτο θέμα στα media, δεν έγινε ιστορία μυστηρίου κι ούτε θρύλος που στοίχειωσε τη λαϊκή φαντασία. Άφησε πίσω του κληρονόμους και συνεχιστές της σκέψης του, όχι στενόμυαλους, σκληροπυρηνικούς και μισαλλόδοξους οπαδούς. Και άφησε τις φοιτήτριές του με τη γλυκιά ανάμνηση ενός σεμνού δασκάλου, όχι με αίσθημα οιονεί χηρείας για την απώλεια κάποιου αυτάρεσκου εν δυνάμει εραστή...

Το τέλος της διάλεξης με βρήκε να αμφιβάλλω κατά πόσον αυτές οι ιδιότητες θα μπορούσαν πράγματι να αντιστοιχούν σε υπαρκτό πρόσωπο στον ακαδημαϊκό χώρο. Άραγε, μήπως ο δάσκαλος αυτός δεν ήταν παρά δημιούργημα της φαντασίας του ομιλητή, κάποιος που θα ‘θελε να είχε συναντήσει στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα μα δεν το αξιώθηκε ποτέ; Ή μήπως είχε υπάρξει, όχι όμως στον κόσμο τούτο αλλά σε ένα Σύμπαν αντιύλης όπου τα αρνητικά γίνονται θετικά και τα δεξιόστροφα αριστερόστροφα;

Μη θέλοντας, εν τούτοις, να καταστρέψω τη μαγεία που είχα βιώσει, αποφάσισα να μην καταφύγω σε μηχανές αναζήτησης στο Διαδίκτυο ενώ απέφυγα και να κάνω διερευνητικές ερωτήσεις στον βιβλιοπώλη μου. Εξ άλλου, τι κι αν ο δάσκαλος αυτός δεν είχε, τελικά, υπάρξει; Και τι θα απέκλειε το ενδεχόμενο να εμφανιστεί άξαφνα μια μέρα ένας σαν αυτόν σε κάποια αίθουσα διδασκαλίας, τη στιγμή ακριβώς που κανείς πια δεν θα ανέμενε τον ερχομό του;

Βέβαια, έχουν περάσει αιώνες από τότε που ο τελευταίος δάσκαλος του είδους έφυγε από τη Γη, δηλώνοντας ως το τέλος ότι το μόνο που γνώριζε ήταν πως δεν γνώριζε τίποτα! Κάποιοι προσπάθησαν αργότερα να μιμηθούν το δικό του τέλος, πίνοντας ενδεχομένως παρόμοιο ποτό. Με μία διαφορά μόνο: εκείνοι γνώριζαν τα πάντα...

Aixmi.gr

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Πόσο «δεξιός» ήταν ο Χίτλερ;


Άκουσα πριν καιρό κάποιον από τον χώρο της Αριστεράς να χαρακτηρίζει τους σημερινούς (νεο)φιλελεύθερους αντιπάλους του ως πολιτικούς απογόνους των συμπαθούντων τους Ναζί. Ομολογώ ότι, ως ακραία αντισυμβατικό χιούμορ, το βρήκα χαριτωμένο! Φαντάζομαι ότι ακόμα περισσότερο χαριτωμένος θα ακουγόταν ένας ισχυρισμός του τύπου, π.χ., ότι ο Χίτλερ υπήρξε πιο αριστερός από τον Μπαράκ Ομπάμα. Το αστείο της υπόθεσης είναι πως, κατά μία έννοια, αυτό το δεύτερο έχει μεγάλη δόση αλήθειας!

Τους πολιτικούς όρους «δεξιός» και «αριστερός» συνηθίζουμε να τους χρησιμοποιούμε χωρίς να πολυ-σκεφτόμαστε τη σημασία τους, σαν a priori έννοιες που δεν υπόκεινται σε ορισμό αλλά επιδέχονται μονοσήμαντη και αυτονόητη ερμηνεία. Κάτι που αντιλαμβάνεται κάποιος σχεδόν διαισθητικά, αλλά το περίγραμμά του είναι τόσο σαφές ώστε με βάση αυτό να μπορούν να κατηγοριοποιούνται άνθρωποι και καθεστώτα. Για πολλούς, δεξιό είναι απλά κάθε πολιτικό σύστημα που «ευνοεί τους πλούσιους», ενώ αριστερό, κάθε σύστημα που «ευνοεί τους φτωχούς».

Η σύγχρονη φιλοσοφική τάση, εν τούτοις, είναι να αντιλαμβανόμαστε το δίπολο «αριστερά – δεξιά» με βάση το αντίστοιχο «ισότητα – ελευθερία». Η αντιστοίχιση, όμως, δεν είναι τόσο γραμμική όσο φαίνεται, αφού υπάρχει μία παράμετρος που συχνά παραβλέπουμε. Αυτή αφορά τον διαχωρισμό ανάμεσα στην κοινωνική (και, κατ’ επέκταση, πολιτική) και την οικονομική διάσταση των πραγμάτων. Αν ληφθεί υπόψη και αυτό το κριτήριο, ούτε η ισότητα είναι αποκλειστικά «αριστερό» προνόμιο, ούτε η ελευθερία αποκλειστικά «δεξιό».

Σε πολύ γενικούς όρους, θα λέγαμε συμβολικά ότι η κοινωνική διάσταση σχετίζεται με το «είμαι», ενώ η οικονομική με το «έχω». Έτσι, τόσο η ελευθερία, όσο και η ισότητα, μπορούν να αξιολογηθούν με βάση δύο διαφορετικές (αλλά συμπληρωματικές) θεωρήσεις.

Κοινωνική (συμπεριλαμβάνοντας και την πολιτική) ελευθερία σημαίνει ελευθερία στον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοδιαχείριση του ατόμου. Σημαίνει ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων η ελευθερία στην πίστη, στον λόγο, στην αντίληψη και διαχείριση του σώματος, στην κοινωνική και πολιτική ένταξη, κλπ.

Η οικονομική ελευθερία είναι κάτι εντελώς διαφορετικό (αν και οι λεγόμενοι φιλελεύθεροι τείνουν αυτό να το αρνούνται). Σημαίνει ελευθερία του ατόμου να επιδιώκει την απόκτηση περισσότερων αγαθών μέσα σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού βάσει θεσμοθετημένων κανόνων (η θεσμοθέτηση των οποίων, εν τούτοις, δεν γίνεται πάντα με τρόπο που σέβεται τις πολιτικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα...). Αυτό το είδος ελευθερίας δεν συμβιβάζεται με οποιαδήποτε κρατική συμμετοχή ή παρέμβαση (πέραν των αναγκαίων ελαχίστων) σε οικονομικά ζητήματα, ενώ έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με το κράτος πρόνοιας.

Κοινωνική ισότητα σημαίνει ίσα δικαιώματα και ισότιμη μεταχείριση των ανθρώπων μιας κοινωνίας, ανεξάρτητα από χαρακτηριστικά όπως η φυλή, το φύλο, οι εθνικές και πολιτισμικές καταβολές, κλπ. Αυτονόητα, το είδος αυτό της ισότητας δεν είναι συμβατό με έννοιες όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ακόμα και ο εθνικισμός.

Από διαφορετική σκοπιά, οικονομική ισότητα σημαίνει άμβλυνση, κατά το δυνατό (έως και πλήρη εξάλειψη, σε ακραίες περιπτώσεις) των οικονομικών ανισοτήτων σε μία κοινωνία. Και, επειδή μια τέτοια διαδικασία είναι αδύνατο να συντελεστεί με αυθόρμητο τρόπο, η κρατική παρέμβαση καθίσταται αναγκαία. Μια τέτοια παρέμβαση στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην διασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία, καθώς και στην προσβασιμότητα όλων των πολιτών σε τομείς όπως η παιδεία και το σύστημα υγείας (αυτό που ονομάζουμε, δηλαδή, κράτος πρόνοιας).

Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

1. Το καθεστώς Πινοσέτ στη Χιλή (1973–1990) αντιπροσωπεύει το απόλυτο κοντράστ ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική ελευθερία. Ένα από τα πλέον αιμοσταγή και τυραννικά δικτατορικά καθεστώτα του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, υπήρξε ταυτόχρονα το πεδίο εφαρμογής του πρώτου πειράματος στην άνευ ορίων οικονομική φιλελευθεροποίηση (αυτό που ονομάζουμε – και θεωρώ τον όρο απόλυτα δόκιμο – νεοφιλελευθερισμό). Όπως είναι φυσικό, το πείραμα επέφερε κοινωνική ανισότητα και οδήγησε μεγάλα τμήματα του λαού της Χιλής σε οικονομική εξαθλίωση. [Οι λεγόμενοι «φιλελεύθεροι» συχνά αποσιωπούν την επιστημονική και ηθική υποστήριξη που πρόσφερε στον Πινοσέτ το ακαδημαϊκό πρότυπό τους, ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος και καθηγητής Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman). Μια πράξη που θα στιγματίζει για πάντα την υστεροφημία του...]

2. Το καθεστώς του Στάλιν, ακραίο έως απάνθρωπο πρότυπο σκληρού Μαρξιστικού συστήματος, επέβαλε την πολιτική της οικονομικής ισότητας καταλύοντας με βία και μαζικές δολοφονίες κάθε έννοια ατομικής, κοινωνικής, ακόμα και πολιτιστικής ελευθερίας. Γενικά μιλώντας, θα λέγαμε ότι η κομμουνιστική ιδεολογία, στοχεύοντας στην εξίσωση των ανθρώπων μιας κοινωνίας μέσω ολικής κατάργησης της ελευθερίας τους, αποτελεί την αυθεντικότερη εκδοχή της αριστερής κοσμοθεώρησης (με βάση, τουλάχιστον, το διπολικό κριτήριο «ισότητα – ελευθερία», στο οποίο αναφερθήκανε νωρίτερα).

3. Η διακυβέρνηση Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ αποτελεί ακόμα ένα παράδειγμα αντίθεσης ανάμεσα στην οικονομική και την κοινωνική ελευθερία. Από τη μία, η περίοδος Ρέιγκαν σήμανε το οριστικό τέλος της μεταπολεμικής Κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής και την επάνοδο στον κλασικό οικονομικό φιλελευθερισμό, στα πρότυπα του νεοφιλελευθερισμού του Πινοσέτ στη Χιλή και της Θάτσερ στην Αγγλία. (Φυσικά, ο Μίλτον Φρίντμαν καλοδέχτηκε και ύμνησε δεόντως αυτή τη μετάβαση!) Από την άλλη, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την επιστροφή της χώρας στον κοινωνικό συντηρητισμό, με μία απόπειρα περιορισμού ή και ολικής κατάργησης πολλών κοινωνικών ελευθεριών που είχαν κατακτηθεί κατά την περασμένη δεκαετία (π.χ., μέσω προώθησης υπερσυντηρητικών δικαστών από τον Ρέιγκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ).

4. Οι υπέρμαχοι των ιδεών του κοινωνικού φιλελευθερισμού στις ΗΠΑ (Liberals), παραδοσιακά ανήκοντες στο Δημοκρατικό Κόμμα και, κατά μία έννοια, πολιτικοί απόγονοι του Ρούσβελτ, θεωρούνται ως οι εκπρόσωποι της «Αριστεράς» στη χώρα εκείνη. Στον τομέα της οικονομίας ασπάζονται τις Κεϋνσιανές ιδέες (αυξημένος κεντρικός έλεγχος της οικονομίας και σχετικός περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας, εργασία για όλους, πρόσβαση στο σύστημα εκπαίδευσης και το σύστημα υγείας για κάθε πολίτη, απέχθεια για τον οικονομικό φιλελευθερισμό, κλπ.). Σε κοινωνικό επίπεδο, μάχονται υπέρ της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής ισότητας, ενώ υπερασπίζονται το δικαίωμα στην ιδιαιτερότητα και εναντιώνονται σε κάθε φαινόμενο που παραπέμπει σε ρατσισμό ή σεξισμό.

Τις τελευταίες δεκαετίες, εν τούτοις, ο αμερικανικός κοινωνικός φιλελευθερισμός μοιάζει να προδίδει τις ίδιες τις αρχές του υιοθετώντας το ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό δόγμα της πολιτικής ορθότητας, το οποίο θέτει ασφυκτικούς περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και έχει οδηγήσει σε ένα παρανοϊκό «κυνήγι μαγισσών» για όσους δεν υποτάσσονται στις επιταγές του.

5. Ποιο διαβόητο καθεστώς υπήρξε, ιστορικά, το πρώτο που συνέλαβε και εφάρμοσε στην πράξη (στον τομέα της οικονομίας μόνο, φυσικά!) τις Κεϋνσιανές ιδέες, πριν ακόμα το διανοηθεί ο ίδιος ο Ρούσβελτ για την αντιμετώπιση της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης της δεκαετίας του ’30 στην Αμερική (και, φυσικά, πολύ πριν ασπαστούν τις ιδέες αυτές οι Αμερικανοί κοινωνικοί φιλελεύθεροι); Πιθανώς το μαντέψατε: το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία, το οποίο ανέλαβε την εξουσία το 1933 αλλά είχε προ πολλού αποφασίσει το είδος της οικονομικής πολιτικής που επρόκειτο να εφαρμόσει!

Όπως σημειώνουν σε άρθρα τους [1,2] φιλελεύθεροι Αμερικανοί πολιτικοί αναλυτές όπως ο David Gordon και ο L.H. Rockwell, Jr., ήδη από το 1920 το ναζιστικό κόμμα είχε προτείνει ένα οικονομικό πρόγραμμα το οποίο, μεταξύ άλλων, προέβλεπε κοινωνικοποίηση των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων, οι οποίες θα ενοικιάζονταν φθηνά, στη συνέχεια, σε μικρο-επιχειρηματίες. Ο ίδιος ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, μάλιστα, μετέπειτα διαβόητος Υπουργός Προπαγάνδας, υπήρξε φανατικός αριστερός στην αρχή της πολιτικής καριέρας του!

Στην ουσία, η Ναζιστική Γερμανία εφάρμοσε εξαρχής μία Κεϋνσιανή οικονομική πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας το κράτος ξόδευε όλο και περισσότερα στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής ενώ παράλληλα οδηγούσε τη χώρα στο δρόμο του πολέμου. (Όπως σημειώσαμε πιο πάνω, σε όμοια μονοπάτια κινήθηκε και ο Ρούσβελτ στην Αμερική, αν και η χώρα εκείνη σύρθηκε στον πόλεμο μετά το Περλ Χάρμπορ, έχοντας ως τότε αποφύγει να εμπλακεί σε αυτόν.)

Ο Χίτλερ, λοιπόν, χτύπησε την ανεργία ενεργοποιώντας κολοσσιαία προγράμματα δημοσίων έργων (τα οποία, βέβαια, είχε από πριν στην ατζέντα της η Δημοκρατία της Βαϊμάρης...) όπως η κατασκευή αυτοκινητοδρόμων. Παράλληλα, άσκησε εκφοβισμό στον ιδιωτικό τομέα επιβάλλοντας έλεγχο των τιμών και της παραγωγικότητας, επέβαλε έλεγχο κεφαλαίων (capital controls – κάτι μας θυμίζει αυτό!), δημιούργησε εθνικό σύστημα υγείας και σύστημα ασφάλισης για ανέργους, κλπ. Γενικά, η παρεμβατική οικονομική πολιτική του ναζιστικού κόμματος αντανακλά την απέχθεια του καθεστώτος για την ελεύθερη οικονομία της αγοράς, και τον εναγκαλισμό της ιδέας ενός εθνοκεντρικού «σοσιαλισμού σε μία χώρα». Εξ ου και ο όρος «Εθνικοσοσιαλισμός» – που, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, δεν αποτελεί απλά ευφημισμό. Αξίζει να αναφέρουμε, μάλιστα, ότι ο ίδιος ο Κέυνς (Keynes) είχε αρχικά εκφράσει τον θαυμασμό του για την οικονομική πολιτική των Ναζί!

Η ναζιστική οικονομία, επομένως, κάθε άλλο παρά καπιταλιστική μπορεί να θεωρηθεί. Βέβαια, οι μεταρρυθμίσεις του Χίτλερ δεν πήγαν τόσο μακριά ώστε να καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία ή να εθνικοποιηθούν όλα τα μέσα παραγωγής, όπως στην Σοβιετική Ένωση του Στάλιν. Όμως, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν είχαν πλέον τον έλεγχο των τιμών, αφού αυτές καθορίζονταν τώρα από την κυβέρνηση.

Τούτων λεχθέντων, το θεωρώ περιττό να αναφερθώ στη στάση του ναζιστικού καθεστώτος απέναντι σε ζητήματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι κοινωνικές ελευθερίες και η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων (τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και το μαζικό ρατσιστικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος στέκουν αδιάψευστοι μάρτυρες κατάργησης, στην πράξη, όλων των παραπάνω αξιών...). Είναι, όμως, τουλάχιστον γελοίο να ταυτίζει κάποιος σήμερα τους Ναζί με τους σύγχρονους νεοφιλελεύθερους, την Μέρκελ, τον Σόιμπλε, ή τους εγχώριους θαυμαστές του Μίλτον Φρίντμαν!

Οι Ναζί δεν αντιπροσωπεύουν απλά μία πολιτική ιδεολογία, ούτε ήταν απλά και μόνο κάποιο ιδιαίτερα αντιπαθές πολιτικό καθεστώς. Υπήρξαν έκφραση του ακραίου, του απόλυτου Κακού. Μια αληθινή «έκρηξη δαιμονισμού στην Ιστορία», για να θυμηθούμε τα λόγια του φιλόσοφου και θεολόγου Emil Fackenheim...

Αναφορές:

[1] David Gordon, Nazi Economic Policy

https://mises.org/library/nazi-economic-policy

[2] L. H. Rockwell, Jr., Hitler’s Economics

https://mises.org/library/hitlers-economics

Aixmi.gr

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Γιατί, τελικά, ο Χίτλερ είναι πιο κακός από τον Στάλιν;


Κατά αναπάντεχο(;) τρόπο ήρθε πρόσφατα στο προσκήνιο της εγχώριας πολιτικής επικαιρότητας ένα ιστορικό debate που έχει πάψει ίσως να απασχολεί ακόμα και τους ίδιους τους ιστορικούς. Τους περισσότερους, τουλάχιστον, και ιδιαίτερα εκείνους που εστιάζουν πλέον στην πραγματιστική (π.χ., πολιτική, οικονομική ή στρατιωτική) παρά στην ηθική διάσταση των ιστορικών γεγονότων.

Το debate αυτό έχει να κάνει με ένα ερώτημα ηθικής φύσης που, αν και ακούγεται απλοϊκό, αποδίδει την ουσία του ζητήματος: Ποιος ήταν, τελικά, πιο κακός, ο Χίτλερ ή ο Στάλιν; Την απάντηση αναζήτησε σχετικά πρόσφατα ο σημαντικός Αμερικανός ιστορικός Timothy D. Snyder [1,2], παίρνοντας ως βασικό κριτήριο αξιολόγησης τον αριθμό των άμαχων θυμάτων από κάθε πλευρά, ιδίως εκείνων που σχετίζονταν με τις εθνικές ή τις εθνοτικές πολιτικές των δύο δικτατόρων. Την έρευνα του Snyder είχαμε παρουσιάσει σε παλιότερο, εκτενές άρθρο μας σε αυτό το site [3].

Όμως, για την ηθική αποτίμηση ενός μαζικού εγκλήματος δεν αρκεί η καταμέτρηση των θυμάτων, που και στις δύο περιπτώσεις ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. Θα πρέπει να εξεταστούν τόσο τα ιδεολογικά κίνητρα, όσο και τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος. Σε ό,τι αφορά τα δεύτερα, δεν θα επιχειρήσω να εξετάσω κατά πόσον, π.χ., μια μαζική δολοφονία από προσχεδιασμένο λιμό είναι «λιγότερο κακή» από μια μαζική δολοφονία σε θαλάμους αερίων. Αυτό θα το αφήσω απόλυτα στην κρίση του αναγνώστη. Εκείνο που θα μας απασχολήσει εδώ είναι το «γιατί» των εγκλημάτων, κυρίως σε ό,τι αφορά όχι τις τυχόν πολιτικές ή πολεμικές σκοπιμότητες που τα υπαγόρευσαν, αλλά αυτό τούτο το ιδεολογικό υπόβαθρο που τα ενέπνευσε.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα (με μικρές, αναγκαίες τροποποιήσεις) ενός παλιότερου άρθρου μου στο «Βήμα». Έχω την αίσθηση ότι, ούτως ή άλλως, είναι τώρα πολύ περισσότερο επίκαιρο απ’ ό,τι ήταν τη στιγμή που πρωτο-δημοσιεύθηκε. Τότε ήταν μία ενδιαφέρουσα ακαδημαϊκή άσκηση. Σήμερα ίσως ρίξει λίγο παραπάνω φως σε μια χρονολογούμενη – αλλά σχετικά ξεθωριασμένη πλέον – ιδεολογική διαμάχη, στην οποία κάποιοι, για λόγους συγκυριακής πολιτικής σκοπιμότητας, αποφάσισαν να δώσουν καινούργια ζωή ανασύροντας σκελετούς από τα φριχτότερα ντουλάπια της νεότερης Ιστορίας...

--------------------------------

Αν έκανε κάποιος μια δημοσκόπηση με ερώτημα: «ποιο, κατά τη γνώμη σας, ήταν το πιο κακό πρόσωπο του εικοστού αιώνα;», το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον προβλέψιμο: «ο Άντολφ Χίτλερ»! Κι αν ήθελε κανείς να αιτιολογήσει την απάντησή του, θα αναφερόταν στον πιο αιματηρό πόλεμο της Ιστορίας, στην απάνθρωπη σκληρότητα των Ες-Ες και στο Άουσβιτς.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Χίτλερ έχει ταυτιστεί στις συνειδήσεις μας με την ίδια την έννοια του Κακού. Θα λέγαμε, αποτελεί μια πρωταρχική ενσάρκωση της έννοιας αυτής, της προσδίδει μορφή και ονοματεπώνυμο. Το «γιατί», όμως, που ερμηνεύει αυτή την ταύτιση απαιτεί βαθύτερες θεωρήσεις και σίγουρα δεν εξαντλείται στην απλή καταμέτρηση ιστορικών εγκλημάτων.

Πράγματι, ο Χίτλερ δεν ήταν ο μοναδικός μεγάλος εγκληματίας του εικοστού αιώνα. Τον συναγωνίστηκε επάξια ο σύγχρονός του Γιόζεφ Στάλιν, υπεύθυνος για εκατομμύρια θανάτους από λιμούς και εκτελέσεις στο πλαίσιο απάνθρωπων εθνικών και εθνοτικών εκκαθαρίσεων. Και όμως... η μορφή του Χίτλερ δεσπόζει πάντα ως η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού!

Αναζητώντας κάποια εξήγηση στο φαινόμενο, καταλήγουμε στο επικό σύγγραμμα “Explaining Hitler” [4,5] του Αμερικανού δημοσιογράφου, λογοτέχνη και ιστορικού Ron Rosenbaum (γεν. 1946). Εκεί, ο συγγραφέας αναζητά τα αληθινά κίνητρα του Χίτλερ πίσω από το μαζικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, επιχειρεί μια κριτική εξέταση των ερμηνειών που έχουν δοθεί πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Το τελικό συμπέρασμα είναι μάλλον μελαγχολικό: Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο Χίτλερ είναι εν δυνάμει εξηγήσιμος, η ευκαιρία να τον εξηγήσουμε έχει πια οριστικά χαθεί!

Στο βιβλίο του Rosenbaum, εν τούτοις, βρίσκει κανείς και μερικές πολύ αξιοπρόσεκτες φιλοσοφικές τοποθετήσεις πάνω στον χαρακτήρα του Χίτλερ και τη σχέση του με την ιδέα του Κακού. Μία από αυτές ανήκει στον Εβραίο φιλόσοφο και θεολόγο Emil Fackenheim (1916–2003). Σύμφωνα με αυτόν, ο Χίτλερ αντιπροσωπεύει ένα «θεμελιώδες Κακό», μια «έκρηξη δαιμονισμού στην Ιστορία», που τον τοποθετεί πέρα ακόμα και από το τελευταίο άκρο στο συνεχές της ανθρώπινης φύσης.

Κατά τον Fackenheim, ο Χίτλερ δεν είναι απλά ένας «πολύ, πολύ, πολύ κακός άνθρωπος», με τη συνήθη έννοια της ανθρώπινης κακίας, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό και έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, που το νόημά του δεν πρέπει να αναζητήσουμε στην Ψυχολογία αλλά στη Θεολογία (αφού η εξήγησή του, αν υπάρχει, μπορεί να είναι γνωστή μόνο στον Θεό). Υπάρχει, έτσι, ένας ριζικός διαχωρισμός ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και τη φύση του Χίτλερ, ανάμεσα στο συνηθισμένο Κακό και το ακραίο Κακό που αυτός αντιπροσωπεύει. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ίδιας της φύσης του Κακού, έτσι ώστε να περιλάβει τη μορφή του Κακού που επέφερε το καθεστώς του Χίτλερ.

Ποια είναι, όμως, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο «συνηθισμένο Κακό» και στο «Κακό του Χίτλερ»; Αν θέλαμε να δώσουμε μία εξήγηση (ενδεχομένως όχι τη μοναδική που υφίσταται) θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η διαφορά ανάμεσα στο Κακό που διαπράττει κάποιος που διατηρεί τη συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης του, και στο Κακό που διαπράττει κάποιος άλλος που έχει απολέσει αυτή τη συναίσθηση και λειτουργεί ως οιονεί υποκατάστατο του ίδιου του Θεού!

Την ιδέα του Θεού την αντιλαμβανόμαστε εδώ ως μία Αρχή η οποία μπορεί να καθορίζει και να εκκινεί νόμους αιτιότητας, χωρίς η ίδια η Αρχή να υπόκειται σε αυτούς (κάτι ανάλογο με το αριστοτελικό μη-κινούμενο που κινεί). Η ανθρώπινη ύπαρξη, αντίθετα, υπόκειται στους αιτιατικούς νόμους που διέπουν τη Φύση, αφού αποτελεί μέρος της Φύσης και βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τις διεργασίες που συντελούνται μέσα σε αυτή. Έτσι, η ανθρώπινη αυτοσυντήρηση υπακούει στην αιτιότητα και είναι δυνατό να καθοδηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από φιλοσοφική άποψη, παρουσιάζει η περίπτωση όπου ο άνθρωπος αποκτά κάποιας μορφής εξουσία που του δίνει τη δυνατότητα να αποφασίζει για τη ζωή ή το θάνατο του συνανθρώπου του. Ο στρατιώτης, για παράδειγμα, έχει a priori ένα τέτοιο είδος εξουσίας πάνω στον αντίπαλο στρατιώτη στη διάρκεια της μάχης, η οποία (εξουσία) σχετίζεται με το δικαίωμα στην αυτοσυντήρηση και την υποχρέωση υπεράσπισης της πατρίδας. Επίσης, η Πολιτεία είναι δυνατό, αν έτσι ορίζουν οι νόμοι της, να στέλνει στο απόσπασμα ή στην ηλεκτρική καρέκλα έναν κατά συρροή δολοφόνο ώστε να απαλλάξει την κοινωνία από ένα άτομο που την απειλεί και να αποθαρρύνει άλλους να το μιμηθούν.

Αλλά, ακόμα και ο Στάλιν, που έκανε εξίσου φριχτά μαζικά εγκλήματα με αυτά του Χίτλερ, τα διέπραξε μέσα σε μια – απάνθρωπη μεν, κτηνώδη ίσως, αλλά σε κάθε περίπτωση υπαρκτή – λογική «αυτοσυντήρησης» του καθεστώτος του.

Αντίθετα, στον ακραίο, δολοφονικό ρατσισμό του Χίτλερ, ο άνθρωπος (ο Χίτλερ ή οι Ναζί, γενικότερα) αναλαμβάνει να παίξει τον ίδιο το ρόλο του Θεού. Δεν περιορίζεται στην εξόντωση εκείνων που αντικειμενικά απειλούν την αυτοσυντήρηση τη δική του και του έθνους του αλλά αποφασίζει αυθαίρετα να εξοντώσει και όσους εκείνος κρίνει ότι δεν θα έπρεπε να υφίστανται ως είδος επί Γης. Κριτήριο που μόνο σε έναν Θεό αναλογεί!

Το επιχείρημα περί δήθεν ύπαρξης και κάποιων «αυτοσυντηρητικών» ελατηρίων στα εγκλήματα του Χίτλερ, είναι επιεικώς αφελές. Έστω κι αν δεχθούμε, π.χ., ότι ένας πάμπλουτος Γερμανο-εβραίος τραπεζίτης θα ήταν δυνατό (στο μυαλό του Χίτλερ) να αποτελεί ένα είδος «απειλής» για το ναζιστικό καθεστώς, πώς θα μπορούσε να απειλήσει την πανίσχυρη Γερμανία ένας φτωχός Εβραίος χωρικός κάπου στα βάθη της Τσεχίας, της Πολωνίας ή της Ουκρανίας;

Ο Χίτλερ, λοιπόν, επιφύλαξε για τον εαυτό του τον ρόλο ενός «θεού-τιμωρού» που μπορούσε να επιβάλλει την ποινή του θανάτου με κριτήρια αυθαίρετα, που δεν σχετίζονταν με μια αληθινή ανάγκη κοινωνικής ή εθνικής αυτοσυντήρησης αλλά αντανακλούσαν μια βαθιά πεποίθηση ότι ο Κόσμος δεν είχε εξαρχής σχεδιαστεί «σωστά». Έτσι, ένα υποσύνολο του ανθρώπινου είδους που δεν θα ‘πρεπε καν να είχε υπάρξει, όφειλε να αφανιστεί.

Ο Χίτλερ αυτο-χρίστηκε, θα λέγαμε, νέος «θεός» που βάλθηκε να τιμωρήσει τον Θεό των ανθρώπων για τα «λάθη» της Δημιουργίας. Δεν θα μπορούσε να δώσει κάποιος τελειότερο ορισμό του Κακού!

Τούτων λεχθέντων, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την ιστορική συν-ευθύνη των ίδιων των Γερμανών, απαλλάσσοντάς τους έτσι από τις ενοχές για το Ολοκαύτωμα και τα άλλα ναζιστικά εγκλήματα. Ένας επίγειος «θεός», για να κυριαρχήσει και να επιβάλει τις θελήσεις του, έχει ανάγκη από πιστούς που τον αποθεώνουν και, κυρίως, τον υπακούουν. Και αυτά τα προσέφερε γενναιόδωρα ο γερμανικός λαός στον Χίτλερ! Όμως, αυτό είναι ζήτημα που απαιτεί ξεχωριστή ανάλυση [6].

--------------------------------

Αναφορές:

[1] Timothy Snyder, “Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin” (Basic Books, 2010).

[2] Timothy Snyder, “Hitler vs. Stalin: Who was worse?” (The New York Review of Books)
http://www.nybooks.com/blogs/nyrblog/2011/jan/27/hitler-vs-stalin-who-was-worse/

[3] Κ. Παπαχρήστου, «Χίτλερ-Στάλιν: Δύο τέρατα στο ζυγό της Ιστορίας»
http://www.aixmi.gr/index.php/hitler-stalin-dyo-terata-sto-zygo-tis-istorias/

[4] Ron Rosenbaum, “Explaining Hitler: The Search for the Origins of his Evil” (New York: Random House, 1998)

[5] Ελληνική Έκδοση: «Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ» (Εκδόσεις Κέδρος, 2001)

[6] Κ. Παπαχρήστου, «Το Πείραμα του Stanford και οι δαίμονες του Goldhagen»
http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=681064

Aixmi.gr

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Ορίζοντας τον έρωτα: ένα Λιαντινικό αίνιγμα


Στο κεφάλαιο με τίτλο «Μικρός Κριτής» του βιβλίου «Γκέμμα», τελευταίου και πιο σημαντικού, από φιλοσοφική και λογοτεχνική άποψη, συγγράμματος του Δημήτρη Λιαντίνη, ο φιλόσοφος προτείνει τον πιο αινιγματικό, ίσως, ορισμό της έννοιας του έρωτα που θα μπορούσε κάποιος να επινοήσει:

«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις»

(χωρίς τόνο στο «του» – κι αυτό έχει τη σημασία του, όπως θα δούμε αργότερα). Αλλά, να φεύγεις πώς;

«Έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις» («Γκέμμα», σελ. 170).

Ο Λιαντίνης δεν δείχνει πρόθυμος στη συνέχεια να αναλύσει περαιτέρω τον – κάθε άλλο παρά συμβατικό – ορισμό του. Περιγράφει με απίστευτη λογοτεχνική δεινότητα την ερωτική συμπεριφορά (κυρίως σε ό,τι αφορά τον άντρα), όμως η ίδια η έννοια του έρωτα, έτσι όπως εκείνος επιχειρεί να την ορίσει, παραμένει αινιγματική.

Οι ακαδημαϊκοί του φιλοσοφικού χώρου, που θα μπορούσαν ίσως να μας δώσουν μια αξιόπιστη ερμηνεία του ορισμού, απέφυγαν, γενικά, να ασχοληθούν στο βάθος που θα έπρεπε με το έργο του Λιαντίνη. (Κάτι ήξεραν: Κάποιοι από τον ακαδημαϊκό χώρο των θετικών επιστημών, που επιχείρησαν να μιλήσουν με όχι προσωπολατρικό τρόπο για τον Λιαντίνη, το πλήρωσαν με σκληρές επιθέσεις εναντίον τους – συχνά στα όρια του προσωπικού εξευτελισμού – από τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του φιλοσόφου...)

Από την άλλη, οι μαθητές και, εν γένει, οι θαυμαστές του Λιαντίνη αντιμετωπίζουν τον ορισμό αυτό του έρωτα ως θέσφατο, είτε αποφεύγοντας να τον ερμηνεύσουν με τρόπο πειστικό, είτε ακόμα και δίνοντας αυθαίρετες ερμηνείες (κάπου διάβασα, π.χ., ότι «πρέπει να βρίσκουμε τη δύναμη να φεύγουμε από μια ερωτική σχέση που μας πληγώνει»!). Δεν γνωρίζω αν ο ίδιος ο Λιαντίνης έδωσε μια εξήγηση σε κάποια από τις διαλέξεις του (ας με διαφωτίσουν εδώ οι αναγνώστες). Η μελέτη του βιβλίου, πάντως, δεν οδηγεί σε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα...

Το βέβαιο είναι ότι ο αινιγματικός αυτός ορισμός δεν επιδέχεται μονοσήμαντη κι απόλυτη ερμηνεία. Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να προτείνουμε κάποιες δικές μας ερμηνείες, χωρίς να ισχυριζόμαστε, φυσικά, ότι θα τις προσυπέγραφε ο ίδιος ο Λιαντίνης! Αυτό που θα ήθελα, πάντως, να τονίσω εξαρχής είναι ότι δεν συνδέω τον ορισμό αυτό του Λιαντίνη με τον γνωστό Λιαντινικό συσχετισμό του έρωτα με την καταστροφή, την οδύνη και τον θάνατο. Αυτά μπορεί να αποτέλεσαν και να αποτελούν αντικείμενα της Τέχνης, το ίδιο το βίωμά τους, όμως, δεν μπορεί να συνιστά τέχνη! Και ο Λιαντίνης ζύγιζε πολύ προσεχτικά τις λέξεις του...

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Σκέψεις πάνω σε μια διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη

Ως αντικείμενο ακαδημαϊκής συζήτησης, ο Δημήτρης Λιαντίνης είναι πάντα επίκαιρος. Έτσι, πιστεύω πως δεν είναι ποτέ «πολύ αργά» για να μιλήσει κάποιος γι’ αυτόν. Παρακολούθησα πρόσφατα για μία ακόμα φορά την ιστορική διάλεξή του με θέμα: «Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου» (δείτε το video που παρατίθεται στο τέλος). Ο Λιαντίνης παρομοίασε τη διάλεξη με επιστημονικό «συμπόσιο», κάτι που ασφαλώς δεν ήταν. (Σημειώνω, για την ιστορία, ότι το κοινό αποτελείτο από στρατιωτικούς γιατρούς.)

Βλέποντας τη διάλεξη, θαύμασα και πάλι την ευρυμάθεια και το έξω από τα ανθρώπινα μέτρα μνημονικό του καθηγητή. Ταυτόχρονα, όμως, έμεινα με κάποια ερωτήματα που, δυστυχώς, ο άνθρωπος που κατήγγειλε τον θάνατο του δασκάλου («πέθανε ο δάσκαλος») φρόντισε με την πρόωρη αποχώρησή του να μείνουν αναπάντητα, αφού ήταν αυτός ο ίδιος, τελικά, που διέπραξε τον φόνο!

Πάνω σ’ αυτά τα ερωτήματα θα ήθελα να μιλήσω, τονίζοντας εξαρχής ότι τοποθετούμαι από τη σκοπιά ενός απλού ακροατή, όχι ενός ειδήμονος στη Φιλοσοφία (κάτι που δεν είμαι). Κάποιου που ίσως θα ήθελε να βρισκόταν στο αμφιθέατρο για να διατυπώσει τις συνηθισμένες, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, απορίες που ακούγονται στο τέλος μιας ομιλίας...

Σταχυολογώ καταρχήν μερικά σημεία της ομιλίας που θεωρώ σημαντικά, διατηρώντας κατά το δυνατόν τα αυθεντικά εκφραστικά μέσα του ίδιου του Λιαντίνη (δικές μου επισημάνσεις εμφανίζονται μέσα σε αγκύλες). Σημειώνω ότι ο Λιαντίνης (προς απογοήτευσή μου, ομολογώ) αποφεύγει να δώσει τον ορισμό του θανάτου («τι είναι θάνατος, όλοι ξέρουμε», «ο ορισμός είναι φοβερά δύσκολο πράγμα»), αναπτύσσοντας έτσι ένα θέμα του οποίου το βασικό αντικείμενο δεν καθορίζεται απόλυτα.

1. Την Αττική Τραγωδία τη γέννησε η διαλεκτική σχέση των Ελλήνων με τον θάνατο. Είναι ένα γέννημα από αυτό το «πνευματικό αντιμέτρημα» που είχαν οι Έλληνες με το φαινόμενο του θανάτου. Για να υποστηρίξει την άποψή του αυτή, ο Λιαντίνης παραθέτει ως «γεωμετρική απόδειξη» το γεγονός ότι όλοι οι τραγικοί ήρωες πεθαίνουν στο τέλος του δράματος.

2. Ο θάνατος είναι ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν. Από την Αστροφυσική και την Κοσμολογία είναι γνωστό ότι ακόμα και οι αστέρες πεθαίνουν (π.χ., οι μελανές οπές είναι «αστρικά πτώματα»). Και, κάθε στιγμή, ολόκληρος ο πλανήτης μας είναι «ένα σφαγείο» όπου άνθρωποι, ζώα, φυτά, πεθαίνουν, συχνά με φριχτό τρόπο. Η ζωή είναι ένας απέραντος στίβος πιθανοτήτων και δυνατοτήτων. Ένα μόνο είναι βέβαιο, ασφαλές κι απόλυτο (όχι απλά πιθανό ή δυνατό): ο θάνατος!

3. Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Φιλοσοφίας. Για την ακρίβεια, η ίδια η Φιλοσοφία δεν είναι παρά ο στοχασμός του ανθρώπου πάνω στο φαινόμενο του θανάτου: «Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου» (Πλάτωνος «Φαίδων»).

4. Η λέξη «τέλος» έχει διττή σημασία. Σημαίνει το τέρμα αλλά και το σκοπό. Όλα όσα κάνουμε στη ζωή μας αποβλέπουν σε ένα πράγμα: στο τέλος, στο θάνατό μας. Ο θάνατός μας είναι και ο σκοπός της ζωής μας. Ό,τι κάνουμε είναι μια ανοιχτή δυνατότητα που θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από τη στιγμή του θανάτου μας, από το πώς θα πεθάνουμε. Τίποτα δεν μπορούμε να πούμε για τη ζωή μας αν δεν δούμε το τέλος μας (αναφέρεται στο παράδειγμα Σόλωνος και Κροίσου).

[Μου δίνεται η εντύπωση ότι, σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν βιώνουμε ποτέ το παρόν για το ίδιο το παρόν αλλά για μια απροσδιόριστη, οριακή στιγμή του μέλλοντός μας. Με άλλα λόγια, είμαστε «νεκροί σε σειρά αναμονής»!]

5. Το «φάρμακο» που θα μας απαλλάξει από το φόβο του θανάτου είναι η απαλλαγή από τον εγωισμό μας («ορμή προς διατήρηση του είδους» τον ονομάζει). Αγαπάμε τόσο πολύ τον εαυτό μας που δεν μπορούμε να τον σκεφτούμε αποκομμένο από τη Φύση. Θα πρέπει να λέμε: «Είμαι κι εγώ όπως όλα τα άλλα στοιχεία της Φύσης, όπως ένα κυπαρίσσι, όπως μια πέτρα, μια κρήνη, ένα όρος...» Να αποστασιοποιηθούμε, δηλαδή, από τον εαυτό μας και να τον δούμε σαν ένα κομμάτι της Φύσης. Έτσι θα απαλλαγούμε από το φόβο του θανάτου.

[Προβληματίζει η φαινομενική αντίφαση ανάμεσα στο «αποκομμένο από τη Φύση» και το «σαν ένα κομμάτι της Φύσης», με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται πιο πάνω στις αντίστοιχες φράσεις.]

6. Επικαλούμενος τον Freud, ο Λιαντίνης ισχυρίζεται πως, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον θάνατο ενός συνανθρώπου, ακόμα κι αν νομίζουμε ότι λυπόμαστε, κατά βάθος βιώνουμε ένα αίσθημα χαράς που εμείς είμαστε ζωντανοί!

[Το πώς θα ηχούσε αυτό το επιχείρημα σε εκείνους που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν μετά την απώλεια αγαπημένου προσώπου, είναι ασφαλώς ζήτημα της Ψυχολογίας, όχι της Φιλοσοφίας...]

7. Ο έρωτας είναι συνάρτηση του θανάτου. Μια έντονα ερωτική κατάσταση, μια βαθιά ερωτική βίωση, ποτέ δεν θα τη ζήσουμε στη φυσική της διάσταση και δεν θα είναι αληθινή αν δεν συνοδεύεται από το φαινόμενο του θανάτου. Γι’ αυτό όλοι οι μεγάλοι ποιητές που μας περιέγραψαν μεγάλους έρωτες, τους οδηγούν στην καταστροφή (π.χ., Ρωμαίος και Ιουλιέτα).

[Στην «Γκέμμα» (σελ. 14) ο Λιαντίνης γράφει ότι «ο έρωτας που δε φέρνει μέσα του σπόρο τη συφορά και το θάνατο είναι θέμα της κωμωδίας». Αναρωτιέμαι, εν τούτοις, αν η δραματική ποίηση, για να θεωρηθεί σημαντική, πρέπει εξ ορισμού να αδυνατεί να περιγράψει τον έρωτα σαν πηγή ζωής και σαν λόγο ύπαρξης κι αιτία αναγέννησης του ανθρώπου. Σε επίπεδο μουσικής, θα πρέπει μήπως να καταδικάσουμε τον Parsifal του Wagner ως στερούμενο δραματικής αξίας, με το αιτιολογικό ότι ο έρωτας λειτουργεί ως μέσο αυτογνωσίας αντί ως μέσο καταστροφής;]

Μετά το πέρας της κύριας ομιλίας, και σε ερώτηση ακροατή πάνω στο θέμα «έρωτας και θάνατος», ο Λιαντίνης απαντά λέγοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η ερωτική μας ένταση, όταν της αφαιρέσεις το στοιχείο του κινδύνου, της απειλής, της καταστροφής, με ακραία μορφή το θάνατο, είναι μισή, είναι (πράγμα) αφύσικο, είναι ένα φαινόμενο που κάπου καταντάει πια πλαδαρό!»

Και συνεχίζει κάνοντας μια περίεργη, για παιδαγωγό, τοποθέτηση που δείχνει (το λέω με επιφύλαξη, γιατί ο λόγος του είναι κάπως συγκεχυμένος) να κατακρίνει την αυτοπροστατευτική στάση των σημερινών νέων στον έρωτα:

«Γι’ αυτό ακριβώς και σήμερα με την ερωτική ελευθεριότητα, με το ότι ξεφεύγουμε τους κινδύνους, βρίσκουμε λύσεις εναλλακτικές, κλπ., έχουμε καταντήσει και λέμε τα κορίτσια μας (...) ‘φλωρίνες’ και τα αγόρια τα λέμε ‘φλώρους’: δεν ξέρουν να ερωτευτούν.»

Τέλος, σε ερώτηση άλλου ακροατή για την ύπαρξη ζωής μετά τον θάνατο, ο Λιαντίνης έδωσε μία μάλλον αναμενόμενη, για έναν εκ πεποιθήσεως άθεο, απάντηση:

«Υπάρχει μία ‘ζωή’ μετά θάνατον, η ακόλουθη: Εκείνο που μένει όταν θα πεθάνουμε είναι η καλή μνήμη που αφήνουμε στους ανθρώπους. Είναι αυτό που λέμε στη Φιλοσοφία, ‘ενδοκοσμική αθανασία’.»

Όπως γρήγορα γίνεται φανερό στη συνέχεια, αυτή η οιονεί «αθανασία» στην οποία αναφέρεται δεν είναι άλλη από το ματαιόδοξο κυνήγι της υστεροφημίας. Ανθρώπινη αδυναμία από την οποία δεν ξέφυγε ούτε ο μυθικός Οδυσσέας, όπως πολύ εύστοχα, ομολογώ, καταδεικνύει ο ομιλητής χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από την «Οδύσσεια».

Παρακολουθώντας την ομιλία, εντόπισα κάτι που, σ’ εμένα τουλάχιστον τον μη-ειδικό στη Φιλοσοφία, φαντάζει σαν εσωτερική αντινομία του λιαντινικού συστήματος θεώρησης του θανάτου. Συγκεκριμένα, ο Λιαντίνης μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα σε μια αιτιοκρατική και μια τελεολογική ερμηνεία του φαινομένου. Ας εξηγήσω τι εννοώ, ξεκινώντας από μερικούς απαραίτητους ορισμούς.

Ως αιτιοκρατία χαρακτηρίζουμε τη φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία το κάθε τι που συμβαίνει καθορίζεται απόλυτα από προηγούμενες αιτίες και δεν γίνεται κατά τρόπο τυχαίο. Αν ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε μπορούμε να πούμε ότι το Β συνέβη επειδή προηγήθηκε το Α. Δηλαδή, το αίτιο καθορίζει το αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με την τελεολογία, από την άλλη μεριά, τα πάντα στον κόσμο διέπονται από ένα σκοπό, προς εκπλήρωση του οποίου τείνουν. Δηλαδή, όλα τα φαινόμενα υπηρετούν μια προκαθορισμένη σκοπιμότητα. Έτσι, αν πάλι ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε λέμε ότι το Α συνέβη ώστε να επακολουθήσει το Β. Με άλλα λόγια, το αίτιο δικαιώνεται από το αποτέλεσμα.

Στην αρχή της ομιλίας, ο θάνατος παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ζωής, με το οποίο ο άνθρωπος οφείλει να συμφιλιωθεί. Είναι «ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν» και αποτελεί τη μόνη βεβαιότητα για τον άνθρωπο. Είναι σαφές εδώ ότι ο θάνατος (ως αποτέλεσμα) υπάρχει λόγω του ότι προϋπήρξε η ζωή, και θα έχανε κάθε νόημα χωρίς αυτήν. Βλέπουμε έτσι μια αιτιοκρατική αντίληψη της ιδέας του θανάτου.

Στη συνέχεια, όμως, ακούμε ότι «ο θάνατός μας είναι και ο σκοπός της ζωής μας» και πως «ό,τι κάνουμε θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από το πώς θα πεθάνουμε». Με άλλα λόγια, κύριος (αν όχι μοναδικός) σκοπός της ζωής μας είναι η προετοιμασία του θανάτου μας. Η ζωή (ως προϋπάρχον αίτιο) αποτιμάται από το αποτέλεσμά της, τον θάνατο, και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κυρίως ως πεδίο προετοιμασίας του θανάτου, χωρίς τον οποίο η ζωή θα έχανε το νόημά της. Μια εμφανώς τελεολογική αντίληψη του νοήματος της ζωής.

Θα τολμούσα να υποθέσω ότι, κατά τον Λιαντίνη, δεν έχει τόση σημασία το πώς έζησε κάποιος, όση το πώς πέθανε. Κι αν θέλει να πεθάνει με τον «σωστό τρόπο», θα πρέπει να φροντίζει γι’ αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό μιας επίκαιρης παρατήρησης. Ζούμε στις μέρες μας τον εφιάλτη μιας δολοφονικής και ανεξέλεγκτης, προς το παρόν, παγκόσμιας τρομοκρατίας. Τις κοινωνίες μας απειλεί μια ολοένα αυξανόμενη ομάδα φανατικών, τα μέλη της οποίας διακατέχονται από μια μεθοδικά καλλιεργημένη και καλά ριζωμένη ιδέα: πως ολόκληρη τη ζωή τους οφείλουν να την αφιερώσουν στην προετοιμασία ενός εκούσιου θανάτου που θα τους χαρίσει την αθανασία. Στόχος, ο αφανισμός των «απίστων» και η βίαιη μετάβαση του κόσμου που γνωρίζουμε σε μια νέα τάξη πραγμάτων, κάτι που θα ισοδυναμούσε με πολιτισμική οπισθοδρόμηση προς τον σκοταδισμό.

Χωρίς, φυσικά, να έχω την παραμικρή πρόθεση να συγκρίνω διακριτές και άσχετες μεταξύ τους κοσμοθεωρίες, δεν μπορώ να μη σταθώ σε κάποιες αξιοπρόσεκτες ομοιότητες. Μεταξύ αυτών βρίσκονται και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά συμπεριφοράς των «οπαδών»: φανατισμός, μισαλλοδοξία, εχθροπάθεια προς την αντίθετη άποψη, κατασυκοφάντηση – ενίοτε σε υβριστικούς τόνους – των διαφωνούντων (έχω προσωπική πείρα)...

Ως παιδαγωγός, πιστεύω πως κάθε διδασκαλία θα πρέπει να στοχεύει στην ψυχική και πνευματική ανύψωση του ανθρώπου και στην ανάδειξη της αξίας της ζωής. Στους μαθητές μας – μα και στην κοινωνία, ευρύτερα – θα πρέπει να διδάσκουμε τον θάνατο όχι ως υπέρτατη αξία, στην προοπτική της οποίας ο άνθρωπος οφείλει να αφιερώσει την κάθε στιγμή της ζωής του, αλλά σαν ένα οριακό γεγονός μιας πορείας συνειδητότητας κι αυτογνωσίας (για να θυμηθούμε και τον - αγαπημένο στον Δ. Λιαντίνη - Σωκράτη). Πορεία που πρέπει να διανύσουμε όχι μόνο για το τέλος της (που δεν ταυτίζεται με το σκοπό της) μα κυρίως για το ίδιο το ταξίδι, όπως θα ‘λεγε κι ο ποιητής, επίσης αγαπημένος στον Λάκωνα ομιλητή!

Video:  https://youtu.be/FtOdw4oDhTA

Aixmi.gr

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ο Χίτλερ και η φιλοσοφική θεώρηση του Κακού

Αν έκανε κάποιος μια δημοσκόπηση με ερώτημα: «ποιο, κατά τη γνώμη σας, ήταν το πιο κακό πρόσωπο του εικοστού αιώνα;», το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον προβλέψιμο: «ο Άντολφ Χίτλερ»! Κι αν ήθελε κανείς να αιτιολογήσει την απάντησή του, θα αναφερόταν στον πιο αιματηρό πόλεμο της Ιστορίας, στην απάνθρωπη σκληρότητα των Ες-Ες και στο Άουσβιτς.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Χίτλερ έχει ταυτιστεί στις συνειδήσεις μας με την ίδια την έννοια του Κακού. Θα λέγαμε, αποτελεί μια πρωταρχική ενσάρκωση της έννοιας αυτής, της προσδίδει μορφή και ονοματεπώνυμο. Το «γιατί», όμως, που ερμηνεύει αυτή την ταύτιση απαιτεί βαθύτερες θεωρήσεις και σίγουρα δεν εξαντλείται στην «απλή» καταμέτρηση ιστορικών εγκλημάτων.

Πράγματι, ο Χίτλερ δεν ήταν ο μοναδικός μεγάλος εγκληματίας του εικοστού αιώνα. Τον συναγωνίστηκε επάξια ο σύγχρονός του Γιόζεφ Στάλιν. Το «ποιος ήταν ο πιο κακός» από τους δύο, ανέλαβε να το διερευνήσει ένας σημαίνων Αμερικανός ιστορικός. Ο Timothy D. Snyder (γεν. 1969) είναι Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Yale, ειδικός στην Ιστορία της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και σε θέματα που αφορούν το Ολοκαύτωμα. Η καλή γνώση έντεκα(!) ευρωπαϊκών γλωσσών τού επέτρεψε να μελετήσει πρωτότυπες αρχειακές πηγές που βρίσκονταν σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες (πηγές) άρχισαν να διατίθενται ανοιχτά τη δεκαετία του 1990, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Στις πληροφορίες που συνέλεξε βασίστηκε το πιο φημισμένο σύγγραμμά του, “Bloodlands” [1].

Μια σύνοψη της έρευνάς του βρήκαμε στο ενδιαφέρον άρθρο του: “Hitler vs. Stalin: Who was worse?” [2]. Βλέπουμε εκεί την ανατροπή δύο ευρύτατα διαδεδομένων μύθων:

1. Ο μύθος του «λιγότερο κακού» Στάλιν σε σύγκριση με τον Χίτλερ που διέπραξε εγκλήματα φυλετικού ρατσισμού. Ο Snyder επισημαίνει ότι μεγάλο μέρος από τα εγκλήματα του Στάλιν στόχευαν σε εκκαθαρίσεις άμαχου πληθυσμού βάσει εθνικών ή εθνοτικών κριτηρίων.

2. Ο μύθος του «λιγότερο φονικού» Χίτλερ, αφού ο Στάλιν, σύμφωνα με καθιερωμένες λαϊκές δοξασίες, δολοφόνησε «πάνω από είκοσι εκατομμύρια». Με την απόκτηση πρόσβασης σε πρώην σοβιετικά αρχεία, κατέστη δυνατό να καταμετρηθούν με σχετική ακρίβεια τα θύματα της εθνικής/εθνοτικής πολιτικής του Στάλιν. Η έρευνα του Snyder έδειξε ξεκάθαρα ότι ο αριθμός τους είναι σαφώς μικρότερος από αυτόν των ανάλογων εγκλημάτων του Χίτλερ και, σε κάθε περίπτωση, απέχει πολύ από εκείνον που δημιούργησε η λαϊκή φαντασία (καθώς και η ψυχροπολεμική αμερικανική προπαγάνδα).

Και όμως... Ακόμα και στα χρόνια της μετα-σταλινικής υπερβολής, η μορφή του Χίτλερ δέσποζε ως η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού. Αναζητώντας κάποια εξήγηση στο φαινόμενο, καταλήγουμε στο επικό σύγγραμμα “Explaining Hitler” [3,4] του Αμερικανού δημοσιογράφου, λογοτέχνη και ιστορικού Ron Rosenbaum (γεν. 1946). Εκεί, ο συγγραφέας αναζητά τα αληθινά κίνητρα του Χίτλερ πίσω από το μαζικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, επιχειρεί μια κριτική εξέταση των ερμηνειών που έχουν δοθεί πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Το τελικό συμπέρασμα είναι μάλλον μελαγχολικό: Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο Χίτλερ είναι εν δυνάμει εξηγήσιμος, η ευκαιρία να τον εξηγήσουμε έχει πια οριστικά χαθεί!

Στο βιβλίο του Rosenbaum, εν τούτοις, βρίσκει κανείς και μερικές πολύ αξιοπρόσεκτες φιλοσοφικές τοποθετήσεις πάνω στον χαρακτήρα του Χίτλερ και τη σχέση του με την ιδέα του Κακού. Μία από αυτές ανήκει στον Εβραίο φιλόσοφο και θεολόγο Emil Fackenheim (1916–2003). Σύμφωνα με αυτόν, ο Χίτλερ αντιπροσωπεύει ένα «θεμελιώδες Κακό», μια «έκρηξη δαιμονισμού στην Ιστορία», που τον τοποθετεί πέρα ακόμα και από το τελευταίο άκρο στο συνεχές της ανθρώπινης φύσης.

Κατά τον Fackenheim, ο Χίτλερ δεν είναι απλά ένας «πολύ, πολύ, πολύ κακός άνθρωπος», με τη συνήθη έννοια της ανθρώπινης κακίας, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό και έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, που το νόημά του δεν πρέπει να αναζητήσουμε στην Ψυχολογία αλλά στη Θεολογία (αφού η εξήγησή του, αν υπάρχει, μπορεί να είναι γνωστή μόνο στον Θεό). Υπάρχει, έτσι, ένας ριζικός διαχωρισμός ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και στη φύση του Χίτλερ, ανάμεσα στο συνηθισμένο Κακό και στο ακραίο Κακό που αυτός αντιπροσωπεύει. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ίδιας της φύσης του Κακού, έτσι ώστε να περιλάβει τη μορφή του Κακού που επέφερε το καθεστώς του Χίτλερ.

Ποια είναι, όμως, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο «συνηθισμένο Κακό» και στο «Κακό του Χίτλερ»; Αν θέλαμε να δώσουμε μία εξήγηση (ενδεχομένως όχι τη μοναδική που υφίσταται) θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η διαφορά ανάμεσα στο Κακό που διαπράττει κάποιος που διατηρεί τη συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης του, και στο Κακό που διαπράττει κάποιος άλλος που έχει απολέσει αυτή τη συναίσθηση και λειτουργεί ως οιονεί υποκατάστατο του ίδιου του Θεού!

Την ιδέα του Θεού την αντιλαμβανόμαστε εδώ ως μία Αρχή η οποία μπορεί να καθορίζει και να εκκινεί νόμους αιτιότητας, χωρίς η ίδια η Αρχή να υπόκειται σε αυτούς (κάτι ανάλογο με το αριστοτελικό μη-κινούμενο που κινεί). Η ανθρώπινη ύπαρξη, αντίθετα, υπόκειται στους αιτιατικούς νόμους που διέπουν τη Φύση, αφού αποτελεί μέρος της Φύσης και βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τις διεργασίες που συντελούνται μέσα σε αυτή. Έτσι, η ανθρώπινη αυτοσυντήρηση υπακούει στην αιτιότητα και είναι δυνατό να καθοδηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από φιλοσοφική άποψη, παρουσιάζει η περίπτωση όπου ο άνθρωπος αποκτά κάποιας μορφής εξουσία που του δίνει τη δυνατότητα να αποφασίζει για τη ζωή ή το θάνατο του συνανθρώπου του. Ο στρατιώτης, για παράδειγμα, έχει a priori ένα τέτοιο είδος εξουσίας πάνω στον αντίπαλο στρατιώτη στη διάρκεια της μάχης, η οποία (εξουσία) σχετίζεται με το δικαίωμα στην αυτοσυντήρηση και την υποχρέωση υπεράσπισης της πατρίδας. Επίσης, η Πολιτεία είναι δυνατό, αν έτσι ορίζουν οι νόμοι της, να στέλνει στο απόσπασμα ή στην ηλεκτρική καρέκλα έναν κατά συρροή δολοφόνο ώστε να απαλλάξει την κοινωνία από ένα άτομο που την απειλεί και να αποθαρρύνει άλλους να το μιμηθούν.

Αλλά, ακόμα και ο Στάλιν, που έκανε εξίσου φριχτά μαζικά εγκλήματα με αυτά του Χίτλερ (λιμοί, εκτελέσεις, δολοφονίες) [1,2] τα διέπραξε μέσα σε μια – απάνθρωπη μεν, κτηνώδη ίσως, αλλά σε κάθε περίπτωση υπαρκτή – λογική «αυτοσυντήρησης» του καθεστώτος του.

Αντίθετα, στον ακραίο, δολοφονικό ρατσισμό του Χίτλερ, ο άνθρωπος (ο Χίτλερ ή οι Ναζί, γενικότερα) αναλαμβάνει να παίξει τον ίδιο το ρόλο του Θεού. Δεν περιορίζεται στην εξόντωση εκείνων που αντικειμενικά απειλούν την αυτοσυντήρηση τη δική του και του έθνους του, αλλά αποφασίζει αυθαίρετα να εξοντώσει και όσους εκείνος κρίνει ότι δεν θα έπρεπε να υφίστανται ως είδος επί Γης. Κριτήριο που μόνο σε έναν Θεό αναλογεί!

Το επιχείρημα περί δήθεν ύπαρξης και κάποιων «αυτοσυντηρητικών» ελατηρίων στα εγκλήματα του Χίτλερ, είναι επιεικώς αφελές. Έστω κι αν δεχθούμε, π.χ., ότι ένας πάμπλουτος Γερμανο-εβραίος τραπεζίτης θα ήταν δυνατό (στο μυαλό του Χίτλερ) να αποτελεί ένα είδος «απειλής» για το ναζιστικό καθεστώς, πώς θα μπορούσε να απειλήσει την πανίσχυρη Γερμανία ένας φτωχός Εβραίος χωρικός κάπου στα βάθη της Τσεχίας, της Πολωνίας ή της Ουκρανίας;

Ο Χίτλερ, λοιπόν, επιφύλαξε για τον εαυτό του τον ρόλο ενός «θεού-τιμωρού» που μπορούσε να επιβάλλει την ποινή του θανάτου με κριτήρια αυθαίρετα, που δεν σχετίζονταν με μια αληθινή ανάγκη κοινωνικής ή εθνικής αυτοσυντήρησης αλλά αντανακλούσαν μια βαθιά πεποίθηση ότι ο Κόσμος δεν είχε εξαρχής σχεδιαστεί «σωστά». Έτσι, ένα υποσύνολο του ανθρώπινου είδους που δεν θα ‘πρεπε καν να είχε υπάρξει, όφειλε να αφανιστεί.

Ο Χίτλερ αυτο-χρίστηκε, θα λέγαμε, νέος «θεός» που βάλθηκε να τιμωρήσει τον Θεό των ανθρώπων για τα «λάθη» της Δημιουργίας! Δεν θα μπορούσε να δώσει κάποιος τελειότερο ορισμό του Κακού...

Τούτων λεχθέντων, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την ιστορική συν-ευθύνη των ίδιων των Γερμανών, απαλλάσσοντάς τους έτσι από τις ενοχές για το Ολοκαύτωμα και τα άλλα ναζιστικά εγκλήματα. Ένας επίγειος «θεός», για να κυριαρχήσει και να επιβάλει τις θελήσεις του, έχει ανάγκη από πιστούς που τον αποθεώνουν και, κυρίως, τον υπακούουν. Και αυτά τα προσέφερε γενναιόδωρα ο γερμανικός λαός στον Χίτλερ! Όμως, αυτό το ζήτημα απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση, στοιχεία της οποίας είχαμε παρουσιάσει σε παλαιότερο άρθρο [5].

Αναφορές:

[1] Timothy Snyder, Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin (Basic Books, 2010).

[2] Timothy Snyder, Hitler vs. Stalin: Who was worse? (The New York Review of Books, http://www.nybooks.com/blogs/nyrblog/2011/jan/27/hitler-vs-stalin-who-was-worse/).

[3] Ron Rosenbaum, Explaining Hitler: The Search for the Origins of his Evil (New York: Random House, 1998).

[4] Ελληνική Έκδοση: Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ (Εκδόσεις Κέδρος, 2001).

[5] Κ. Παπαχρήστου, Το Πείραμα του Stanford και οι δαίμονες του Goldhagen (http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=681064).

ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Hitler – Stalin: Two monsters on the balance of History

For a moral evaluation of the two biggest criminals of the twentieth century, I’m not sure how much it matters which one wins the contest with regard to the number of murders. And, speaking of murders, I don’t refer to those killed on the battlefields but to civilians, especially the victims of racist, national or ethnic cleansing. Until relatively recently, the dominant opinion was that “Stalin killed many more”. A prominent American historian, however, came to dispute this view...

Read the article

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΒΗΜΑ - Στίβεν Χόκινγκ: Η εκδίκηση της επιστήμης

Στα 72 του, προβάλλει ως το αρχέτυπο του θεωρητικού που εξοικείωσε τη σύγχρονη κουλτούρα με τις έννοιες της κοσμολογίας

Του Μάρκου Καρασαρίνη 

Με τους όρους της επιστημονικής παραγωγής ιδεών η ηλικία του είναι κάτι παραπάνω από σεβάσμια. Είναι αυτή στην οποία κάθε εξέχων θεωρητικός φυσικός έχει κερδίσει το προνόμιο να εξαργυρώνει τους κόπους της νεότητάς του: να γέρνει σε έναν αναπαυτικό καναπέ και να περιμένει πότε οι μαθητές ή οι λοιποί εργάτες του πεδίου του θα αποδείξουν πειραματικά την ισχύ των θεωρημάτων του για να εισπράξουν το Νομπέλ που τους αξίζει. Πάνω-κάτω, δηλαδή, ό,τι έπραξε η ομάδα του CERN το 2013 για τον 86χρονο Πίτερ Χιγκς και το μποζόνιό του.

Στα 72 του όμως ο Στίβεν Χόκινγκ, διευθυντής Ερευνας του Κέντρου Θεωρητικής Κοσμολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, παρά το ότι, συμμορφωνόμενος προς τις ακαδημαϊκές ρυθμίσεις, συνταξιοδοτήθηκε το 2009 από την έδρα των Μαθηματικών όπου κάποτε δίδασκε ο Ισαάκ Νεύτων και την οποία ο ίδιος κατείχε για 30 χρόνια, δεν μοιάζει ακριβώς διατεθειμένος να αποχωρήσει από την ενεργό δράση. Ισως γιατί η προσωπικότητά του διαπνέεται από μια θεμελιώδη δίψα για το νέο, όπως δείχνει η είσοδός του στον κόσμο του Facebook τον περασμένο Οκτώβριο. Ισως γιατί διακρίνεται από μια γνήσια επιδίωξη της δημόσιας φιλονικίας, όπως φανερώνει μια μακρά αλυσίδα αμφιλεγόμενων δηλώσεων - ότι οι ιοί των υπολογιστών είναι μια μορφή ζωής, ότι το ανθρώπινο είδος πρέπει να υιοθετήσει τις μεθόδους της γενετικής μηχανικής προκειμένου να μην ξεπεραστεί σε ευφυΐα από την τεχνητή νοημοσύνη, ότι υπάρχουν εξωγήινοι και καλό θα είναι να αποφύγουμε την επαφή μαζί τους, ότι η εισβολή στο Ιράκ αποτελεί «έγκλημα πολέμου», ότι το μποζόνιο του Χιγκς δεν θα ανακαλυφθεί ποτέ. Ισως, τέλος, γιατί ένας άνθρωπος που στα 21 του έλαβε διορία δύο ετών ζωής από τους γιατρούς του και βρίσκεται επί 45 χρόνια καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα δεν μπορεί να ταυτίζει την ακινησία με την ανάπαυση.

Εκ φύσεως άλλωστε ο Χόκινγκ έμοιαζε πάντα να απεχθάνεται τη στάση. Ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης υπήρξε μέλος της κωπηλατικής ομάδας, παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Τζέιν Γουάιλντ, σε ηλικία 23 ετών το 1965 και μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, χώρισε το 1990 και, σύμφωνα με τον ίδιο, έζησε έναν «παθιασμένο και θυελλώδη γάμο» με τη δεύτερη σύζυγό του, Ιλέιν Μέισον, ως το 2006, δεν έπαψε ποτέ να ταξιδεύει ανά τον κόσμο για τις ανάγκες της επιστήμης του και, παρά το ότι η υγεία του προοδευτικά χειροτέρευε, παλαιότερα δεν δίσταζε να συμμετάσχει ως τις πρώτες πρωινές ώρες στα πάρτι που έκλειναν τα επιστημονικά συνέδρια. «Ηταν μια λαμπρή περίοδος. Ημουν ζωντανός και έκανα έρευνα στη θεωρητική φυσική. Ηθελα να γνωρίζω γιατί υπάρχει το Σύμπαν - γιατί υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από το τίποτε», συνοψίζει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Το χρονικό της ζωής μου» (εκδ. Τραυλός). Παράλληλα δημοσίευε καινοτόμες προσεγγίσεις στην κοσμολογία (με γνωστότερη συνεισφορά την πρόταση πως οι μαύρες τρύπες εκπέμπουν μια μορφή ακτινοβολίας που τιμητικά φέρει το όνομά του), έγραφε οκτώ βιβλία εκλαϊκευμένης φυσικής για ενηλίκους και τρία για παιδιά, συμμετείχε σε τηλεοπτικές σειρές και ντοκιμαντέρ και δίδασκε στο πανεπιστήμιο. Διόλου παράξενο που εξελίχθηκε σε εμβληματική μορφή, στον διασημότερο εν ζωή επιστήμονα.

Στη δεκαετία του '80 ο Στίβεν Χόκινγκ είχε ήδη ενδυθεί τον μανδύα του διαδόχου του Αϊνστάιν. Το «Time» και το «Newsweek», κατ' εξοχήν διαμεσολαβητές των εξελίξεων ακόμη για ένα διεθνές κοινό, αφιέρωναν εξώφυλλα στον άνθρωπο που, κατά την έκφρασή του, επιχειρούσε να διαβάσει «το μυαλό του Θεού» (αν και σε πολλές διατυπώσεις περί της σχέσης φυσικών νόμων και Υπέρτατου Όντος δεν άφηνε σπουδαία περιθώρια ελιγμών στο δεύτερο) και προωθούσαν μια εκλαϊκευμένη όψη της κοσμολογίας του. Σύμφωνα με αυτήν, ο Χόκινγκ συνέχιζε το έργο του Αϊνστάιν φιλοδοξώντας να ολοκληρώσει μια «Θεωρία των πάντων» η οποία θα πάντρευε τις θεμελιώδεις δυνάμεις της φυσικής μεταξύ τους στο πρότυπο που είχε οραματιστεί ο εμπνευστής της Θεωρίας της Σχετικότητας. Βέβαια, πρόγονος και επίγονος είχαν τις διαφορές τους: ο Αϊνστάιν αναζητούσε τρόπους να παρακάμψει την «αρχή της απροσδιοριστίας» του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, ακρογωνιαίο λίθο της κβαντομηχανικής, υποστηρίζοντας ότι εισήγαγε στους νόμους της φυσικής ένα ανεπίτρεπτο στοιχείο αβεβαιότητας («είμαι πεπεισμένος ότι ο Θεός δεν παίζει ζάρια», όπως το έθετε), ενώ ο Χόκινγκ στην πρόβλεψή του για μια πιθανή συνένωση σχετικότητας και κβαντικής θεωρίας δεν είχε τέτοιες προκαταλήψεις. Πέρα ωστόσο από τη γοητεία των υποατομικών σωματιδίων που γέμιζαν τις σελίδες του διεθνούς Τύπου με παραστάσεις και διαγράμματα, η περίπτωση του επιφανούς φυσικού ήταν το ίδιο ή και περισσότερο δημοφιλής ως «human interest story».

Οντας καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα από πλάγια μυοτροφική σκλήρυνση ήδη από την ηλικία των 20 ετών, αποτελούσε την προσωποποίηση του ηθικού σθένους. Επιπλέον, η εικόνα του έδινε το κατάλληλο έναυσμα για δημοσιογραφική ανακίνηση του αιώνιου διπόλου για το σώμα και τη διάνοια: «Είναι σχεδόν πλήρως παράλυτος, άφωνος, περιορισμένος σε αναπηρική καρέκλα, ικανός να κινεί μόνο τους μυς του προσώπου του και δύο δάχτυλα του αριστερού του χεριού. (...) Επικοινωνεί αποκλειστικά μέσω ενός συνθετητή φωνής, τον οποίο χειρίζεται πληκτρολογώντας κοπιαστικά λέξεις σε έναν υπολογιστή προσαρμοσμένο στη μηχανοκίνητη καρέκλα του» - «Αιχμάλωτος στο ίδιο του το σώμα, όμως η διάνοιά του τον μεταφέρει στις εσχατιές του Σύμπαντος» διάβαζε κανείς σε δύο χαρακτηριστικά κείμενα του «Time» το 1988 και το 1992.

Το 1988, άλλωστε, όταν το «Newsweek» έθετε σε δεύτερη μοίρα τη συνάντηση κορυφής Ρίγκαν - Γκορμπατσόφ στη Μόσχα προκειμένου να ανακηρύξει στο εξώφυλλό του τον Χόκινγκ «Κυρίαρχο του Σύμπαντος», συνέπεσε με την έκδοση του βιβλίου μέσω του οποίου οι περισσότεροι θα τον γνώριζαν για πρώτη φορά. «Το χρονικό του χρόνου» (εκδόσεις Κάτοπτρο) ήταν ένα παράδοξο μπεστ σέλερ: από το πουθενά σχεδόν η σκληρόδετη έκδοση είχε ήδη πουλήσει ένα εκατομμύριο αντίτυπα, πράγμα πρωτοφανές για κείμενο εκλαϊκευμένης επιστήμης που πραγματευόταν τις δυσνόητες έννοιες της σύγχρονης φυσικής. Η εξομολόγηση του συγγραφέα στον πρόλογο ήταν από τη μια μεριά ενδεικτική της πραγματικότητας, από την άλλη χαρακτηριστική της τόλμης του εγχειρήματος: «Κάποιος μου είπε πως κάθε εξίσωση που θα έβαζα στο βιβλίο θα μείωνε τις πωλήσεις του στο μισό. Τελικά όμως αναγκάστηκα να βάλω μία: την περίφημη του Αϊνστάιν E=mc². Ελπίζω αυτό να μη μου κοστίσει τους μισούς αναγνώστες μου». Συνεχείς επανεκδόσεις, μεταφράσεις σε 40 γλώσσες και δέκα εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως σε 20 χρόνια κατέστησαν το «Χρονικό» τομή στην παγκόσμια βιβλιογραφία της εκλαϊκευμένης επιστήμης. Προλείαναν έτσι το έδαφος για τη διαχρονική κατόπιν επιτυχία βιβλίων που τακτικά μεταβιβάζουν την ουσία της αιχμής της φυσικής σε ευρύτερα στρώματα: ευαγγέλια της εκλαϊκευμένης επιστήμης όπως «Το σωματίδιο του Θεού» του Λέον Λέντερμαν ή «Το κομψό Σύμπαν» του Μπράιαν Γκριν δεν θα είχαν τη μορφή ή την απήχηση που απέκτησαν, ίσως και να μην είχαν δει καν το φως της δημοσιότητας, αν δεν είχε προηγηθεί εκείνο. Γιατί η δουλειά του Χόκινγκ οικοδόμησε ένα υπόβαθρο γνώσης εξοικειώνοντας ένα πολυπληθές κοινό με ορισμούς που κάποτε λογίζονταν περίπλοκοι και παραδίδοντας έννοιες όπως ο «ορίζοντας των γεγονότων» ή «το βέλος του χρόνου» προς χρήση στην καθημερινή γλώσσα.

Εδώ μπορεί να εντοπίσει κανείς κατά μία έννοια τις ρίζες της διάχυσης στη σύγχρονη κουλτούρα τόσο της ορολογίας της θεωρητικής φυσικής όσο και της ανάγκης της επιστημονικής ακρίβειας. Πριν από τον Στίβεν Χόκινγκ ο τίτλος του «Βέλους του χρόνου», του μυθιστορήματος του δημοφιλούς βρετανού συγγραφέα Μάρτιν Εϊμις, που αφηγείται ανάποδα τη ζωή ενός ναζί εγκληματία γιατρού, θα ήταν απλώς μια κρυπτική αναφορά. Πριν από τον Στίβεν Χόκινγκ η ποπ κουλτούρα σπάνια επεδίωκε την πιστότητα της επιστήμης που βρίσκει κανείς στο σενάριο των Αρθουρ Κλαρκ και Στάνλεϊ Κιούμπρικ για το «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος». Προτιμούσε τα διαστημικά παραμύθια του Τζορτζ Λούκας για έναν «Πόλεμο των άστρων» - ταινίες όπου το στοιχείο της φαντασίας υπερείχε τόσο ώστε καθιστούσε την επιστήμη άχρηστο επιθετικό προσδιορισμό. Αν το σημερινό «Interstellar» του Κρίστοφερ Νόλαν έχει ανάγκη από την παρουσία του πρωτοπόρου κοσμολόγου Κιπ Θορν για να λειτουργήσει πειστικά για τον θεατή, αυτό οφείλεται και στην εξοικείωση του κοινού με τις έννοιες που διέσπειραν τα εκατομμύρια αντίτυπα του «Χρονικού του χρόνου». Αν η πρωταγωνίστρια της ταινίας Αν Χάθαγουεϊ κάνει λόγο για την αντίληψή της περί φυσικής της ως «έναν κόκκο άμμου από την ακτή της γνώσης του Κιπ Θορν», σε αυτήν έχει συμβάλει έμμεσα και ο Στίβεν Χόκινγκ.

Οπως σημειώνει ο Τζέφρι Κλούγκερ σε άρθρο του για το φιλμ που δημοσιεύθηκε σε πρόσφατο τεύχος του «Time», «ο κινηματογράφος έχει καταστεί αληθινή πηγή επιστημονικής διερώτησης για εκατομμύρια ανθρώπους σε μια εποχή που η ίδια η επιστήμη μπορεί να αποβεί εξαιρετικά μπερδεμένη και πολύπλοκη για να γίνει κατανοητή». Ο Στίβεν Χόκινγκ μπορεί τελικά να μη διατύπωσε τη «Θεωρία των πάντων» και ως εκ τούτου η ομότιτλη βιογραφική ταινία που βγήκε στους αμερικανικούς κινηματογράφους πριν από δέκα ημέρες να αφηγείται τα γεγονότα της προσωπικής ζωής του, όχι το πώς προσπέρασε τον Αϊνστάιν στη λεωφόρο της υστεροφημίας, δικαιούται όμως να επαίρεται ότι απλοποίησε τη γεωμετρία ενός χαοτικού Σύμπαντος για τα μάτια του μέσου ανθρώπου.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΒΗΜΑ

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Ο Χίτλερ ως αντίθεση: Μια εναλλακτική ερμηνεία

Τόμοι ιστορικών, κοινωνιολογικών και ψυχαναλυτικών συγγραμμάτων έχουν επιχειρήσει να ερμηνεύσουν το «φαινόμενο Χίτλερ». Ποιο ήταν αυτό το δαιμονικό χάρισμα του ανδρός που του έδωσε τη δύναμη να μετατρέψει ένα πολιτισμένο έθνος με παράδοση στη φιλοσοφία, τις επιστήμες και τη μουσική, σε έναν βάρβαρο στρατό δολοφόνων με έντονα τα χαρακτηριστικά της αλαζονείας, της κτηνώδους σκληρότητας, ακόμα και του σαδισμού;

[Στο σημείο αυτό, θα διαφωνήσω με την άποψη του κορυφαίου αρθρογράφου αυτού του site, Θανάση Γκότοβου, ότι τα εγκλήματα του πολέμου τα διέπραξε μια συγκεκριμένη ομάδα οργάνων του γερμανικού κράτους, και όχι οι Γερμανοί, εν γένει. Και στη διαφωνία μου αυτή, δυστυχώς, δεν είμαι μόνος...]

Σημαντικότερη, όμως, κι από την ίδια την ερμηνεία του «φαινομένου Χίτλερ» είναι η απάντηση στο ερώτημα, κατά πόσον το φαινόμενο αυτό είναι, εν τέλει, εξηγήσιμο! Τη δυσκολία – αν όχι την πλήρη αδυναμία – επίτευξης μιας τέτοιας εξήγησης αναδεικνύει το εξαιρετικό βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου και ιστορικού μελετητή, Ρον Ρόζενμπαουμ (Ron Rosenbaum), «Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ» (Explaining Hitler), το οποίο επιχειρεί – και με απόλυτα επιστημονικό τρόπο επιτυγχάνει – μια κριτική ανάλυση όλων των ερμηνευτικών προσεγγίσεων πάνω στις αιτίες του Ολοκαυτώματος.

Το (μάλλον μελαγχολικό, από άποψη αναζήτησης ιστορικής αλήθειας) συμπέρασμα είναι ότι καμία απόλυτη ερμηνευτική θέση δεν μπορεί να υπάρξει πάνω στα ίδια τα κίνητρα του Χίτλερ, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο εκείνος κατόρθωσε να «υπνωτίσει» ένα ολόκληρο έθνος, οδηγώντας το πρώτα στο μαζικό έγκλημα και τελικά στην ολική καταστροφή. Μια εναλλακτική προσέγγιση στο θέμα θα ήταν, ίσως, να εστιάσουμε την προσοχή μας όχι τόσο στο τι ήταν ο Χίτλερ, όσο στο τι μίσησε, στο τι πολέμησε…

Ένας από τους καλύτερους φίλους μου, δύσκολα κρύβει τη συμπάθειά του για τον Χίτλερ, για τον οποίο λέει πως ήταν μια «παρεξηγημένη» μορφή της Ιστορίας! Τον υπερασπίζεται ακόμα κι όταν του θυμίζω τα εγκλήματα των ναζί στην Ελλάδα, απαντώντας θυμόσοφα ότι «αυτά έχει ο πόλεμος» και ότι οι θηριωδίες αυτές υπήρξαν «δικαιολογημένα» (με τη λογική του πολέμου) αντίποινα για ενέργειες αντιστασιακών ομάδων κατά Γερμανών στρατιωτών (άποψη που, ατυχώς, διατυπώθηκε κάποτε κι από τον μεγάλο φιλόσοφο, ακαδημαϊκό και πολιτικό, Παναγιώτη Κανελλόπουλο…).

Ο φίλος αυτός (κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την παρούσα συζήτηση) είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτού που στην Αμερική ονομάζεται «προσωπικότητα Τύπου Α» (Type A personality), με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την έντονη τάση για ανταγωνισμό και την εχθροπάθεια, όπου συχνά ο «εχθρός» αποτελεί επινόηση του ίδιου του ατόμου. Με άλλα λόγια, ο φορέας αυτού του τύπου προσωπικότητας βιώνει ως υπαρξιακή ανάγκη την διαρκή μάχη με πραγματικούς ή επινοημένους εχθρούς. Κι όταν οι πρώτοι απουσιάζουν, του είναι αναγκαίο να εφεύρει τους δεύτερους!

Στο πρόσωπο του Χίτλερ, ο φίλος βλέπει την ενσάρκωση ιδανικών όπως ο εξοντωτικός ανταγωνισμός, ο αγώνας για τη «δίκαιη» επιβολή του ισχυρότερου πάνω στον πιο αδύναμο, και ο θρίαμβος του επικυριαρχικού σοβινισμού (με την κυριολεκτική ή μεταφορική σημασία του όρου) απέναντι στην εξ ορισμού μετριότητα της διαφορετικότητας. Στοιχεία που, για τον φίλο αυτό, αποτελούν θεμελιώδη συστατικά αυτοπροσδιορισμού, ιδιαίτερα στο στίβο όπου κατά κύριο λόγο μετρά τις δυνάμεις του: στο χώρο της δουλειάς του!

Βλέπουμε εδώ ένα παράδειγμα όπου ο Χίτλερ εγκαθίσταται στη συνείδηση ως θετική αξία, όχι όμως σαν δύναμη θέσης αλλά ως δύναμη αντίθεσης. Είναι, δηλαδή, ο μαχητής που βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο, άλλοτε με πραγματικούς εχθρούς, άλλοτε με επινοημένους (π.χ., Εβραίοι). Δεν έχει τόση σημασία το ποιους πολεμά, όση αυτό καθαυτό το γεγονός ότι πολεμά. Και, στο πρόσωπο των εχθρών του, ο θαυμαστής του απεικονίζει τους δικούς του «εχθρούς». Όπως και στους (αρχικούς) θριάμβους του, προβάλλει τους δικούς του μελλοντικούς θριάμβους!

Αν το καλοεξετάσουμε, ως δύναμη αντίθεσης λάτρεψε (ναι, Θανάση Γκότοβε!) τον Χίτλερ κι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας στα χρόνια του μεσοπολέμου. Αντίθεση στην ταπείνωση της ήττας στο Μεγάλο Πόλεμο, στην εξίσου ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών, στην ανικανότητα της νεαρής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης να εξασφαλίσει αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης και στοιχειώδη κοινωνική γαλήνη στο γερμανικό λαό… Και, ως προσάναμμα στη φωτιά της αντίθεσης αυτής που τον έφερε στην εξουσία, ο Χίτλερ χρησιμοποίησε τους Εβραίους – βολικούς αποδιοπομπαίους τράγους για όλα τα δεινά της Γερμανίας!

Είναι γνωστό ότι, στη διάρκεια της Κατοχής, πολλοί «έλληνες» έδρασαν ως συνεργάτες των Γερμανών. Και οι άνθρωποι αυτοί αυτοπροσδιορίστηκαν ως «εθνικόφρονες», τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου, όσο και μετά. Πώς είναι δυνατό, όμως, να θεωρεί εαυτόν πατριώτη κάποιος που συνεργάζεται με τον εχθρό της πατρίδας του, έναν κατακτητή που προκάλεσε αμέτρητα δεινά και ανείπωτη δυστυχία στο λαό της; Είναι δυνατό, αν πείσει τον εαυτό του ότι ο εχθρός αυτός πολεμάει έναν ακόμα μεγαλύτερο. Εν προκειμένω, τον κομμουνισμό! Έτσι, από καταρχήν εκπροσώπους του κακού, οι δυνάμεις κατοχής μετασχηματίστηκαν στις συνειδήσεις των συνεργατών τους σε «καλοπροαίρετους» επισκέπτες με «παρεξηγημένες» προθέσεις (όπως θα ‘λεγε κι ο καλός φίλος μου). Ο Χίτλερ αναδείχθηκε σε θετική αξία όχι γι’ αυτό που ήταν, αλλά γι’ αυτούς που πολεμούσε!

Πάω μπροστά στο χρόνο. Τέλη δεκαετίας του ’70… Συμφοιτητής στο Πανεπιστήμιο, και καλός φίλος, μου αναγγέλλει με ενθουσιασμό ότι μελετά το Mein Kampf. Τον ρωτώ τι βρίσκει σ’ αυτό, και μου απαντά πως το βιβλίο περιέχει «πολλές και σημαντικές αλήθειες»! Λεπτομέρεια: ο φίλος ανήκε σε φοιτητική παράταξη της «δεξιάς» (όχι, πάντως, της άκρας) η οποία (παράταξη) δεχόταν ανηλεείς επιθέσεις – συχνά σε υβριστικούς τόνους – από την παντοδύναμη, τότε, «αριστερή» παράταξη που κυριαρχούσε απόλυτα στο φοιτητικό χώρο. Αποτέλεσμα αυτής της αντιπαλότητας ήταν η εκκόλαψη φιλοναζιστικών αισθημάτων σε τμήμα της αντικομμουνιστικής νεολαίας. Όχι τόσο από θαυμασμό στη ναζιστική ιδεολογία, όσο λόγω της αντίληψης του ναζισμού ως αντίπαλου δέους στην κυρίαρχη ιδεολογία στο χώρο του Πανεπιστημίου.

Γιατί επανέκαμψε δυναμικά ο (νεο)ναζισμός στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια; Δεν θα πρωτοτυπήσω αν πω ότι η συντριπτική πλειοψηφία όσων τον υποστήριξαν εκλογικά, ελάχιστα γνώριζε ή ενδιαφερόταν να μάθει για το σύστημα ιδεών που παρήγαγε ο Χίτλερ! Το προεξάρχον ζήτημα για τους περισσότερους ήταν η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και η κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας λόγω της ανεξέλεγκτης (και συχνά παράνομης) μετανάστευσης, σε συνδυασμό και με την προκλητική υποβάθμιση του προβλήματος από μερίδα της Αριστεράς. Ασφαλώς (αν και, πιστεύω, δευτερευόντως εν προκειμένω), μεγάλο ρόλο έπαιξαν και οι οδυνηρές συνέπειες της οικονομικής πολιτικής εξαιτίας του Μνημονίου.

Όλα τα παραπάνω κατέστησαν τις συνειδήσεις μεγάλου αριθμού πολιτών ευάλωτες, και εν τέλει δεκτικές, σε φιλοναζιστικές ρητορείες. Όχι για τις ιδέες καθαυτές του ναζισμού, αλλά για την προθυμία των ιδεολογικών του φορέων να αντιπαρατεθούν δυναμικά με κάποιες πολύ συγκεκριμένες πηγές προβλημάτων που ταλανίζουν τα κομμάτια αυτά της κοινωνίας. Ο ναζισμός, με παντελή απουσία θέσεων, έρχεται και πάλι να διεκδικήσει υπόσταση μέσω των αντιθέσεών του!

Ίσως ο Ρον Ρόζενμπαουμ θα πρέπει να συγγράψει ένα νέο βιβλίο, με τίτλο: «Ερμηνεύοντας τις αντιθέσεις που συμβολίζει ο Χίτλερ». Θα είναι σαν να προσπαθήσει κάποιος να σκιτσάρει με μολύβι μια ανθρώπινη μορφή πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί, όχι απεικονίζοντας απευθείας τα χαρακτηριστικά της αλλά μαυρίζοντας το χαρτί γύρω από τη μορφή και αφήνοντας το χώρο της λευκό. Αν μη τι άλλο, θα αναδειχθεί κάποιο συγκεκριμένο περίγραμμα. Και ίσως, στο τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας καταλήξει στο αισιόδοξο συμπέρασμα ότι ο Χίτλερ ενδέχεται, τελικά, να είναι «κατανοητός»!

Aixmi.gr