Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Neoliberalism – the ideology at the root of all our problems


By George Monbiot

From the article:

Neoliberalism sees competition as the defining characteristic of human relations. It redefines citizens as consumers, whose democratic choices are best exercised by buying and selling, a process that rewards merit and punishes inefficiency. It maintains that “the market” delivers benefits that could never be achieved by planning.

Attempts to limit competition are treated as inimical to liberty. Tax and regulation should be minimised, public services should be privatised. The organisation of labour and collective bargaining by trade unions are portrayed as market distortions that impede the formation of a natural hierarchy of winners and losers. Inequality is recast as virtuous: a reward for utility and a generator of wealth, which trickles down to enrich everyone. Efforts to create a more equal society are both counterproductive and morally corrosive. The market ensures that everyone gets what they deserve.

We internalise and reproduce its creeds. The rich persuade themselves that they acquired their wealth through merit, ignoring the advantages – such as education, inheritance and class – that may have helped to secure it. The poor begin to blame themselves for their failures, even when they can do little to change their circumstances.

Never mind structural unemployment: if you don’t have a job it’s because you are unenterprising. Never mind the impossible costs of housing: if your credit card is maxed out, you’re feckless and improvident. Never mind that your children no longer have a school playing field: if they get fat, it’s your fault. In a world governed by competition, those who fall behind become defined and self-defined as losers.


Read the article

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ακαδημαϊκός λόγος και ακαδημαϊκή αυταρέσκεια

Στην ποίηση, πρωταρχική σημασία έχει η ωραιότητα του λόγου, η οποία μάλιστα κάποιες φορές καθίσταται αυτοσκοπός. Έτσι, συχνά συναντούμε ποιήματα που εμπεριέχουν υπέροχα λεκτικά ευρήματα, όμως το νόημά τους είναι θολό και δυσνόητο. Άλλες φορές, ακόμα και οι τυπικοί κανόνες του λόγου παρακάμπτονται αν αυτό υπηρετεί καλύτερα το ποιητικό ύφος και την ποιητική αισθητική. Τέτοια περίπτωση είναι το περίφημο Καβαφικό «Επέστρεφε», όπου η αύξηση στην προστακτική αποτρέπει το άχρωμο και αντι-ποιητικό «επίστρεφε».

Από την άλλη μεριά, κύρια αποστολή της επιστήμης είναι η διεύρυνση, ταξινόμηση και καταγραφή της ανθρώπινης γνώσης. Ο επιστημονικός γραπτός λόγος υπηρετεί αυτήν ακριβώς την καταγραφή και είναι το όχημα για τη διάδοση των επιστημονικών γνώσεων. Η ωραιότητα του επιστημονικού λόγου είναι, ασφαλώς, ευπρόσδεκτη όταν και όπου απαντάται, δεν αποτελεί όμως συστατικό εκ των ων ουκ άνευ για τον λόγο αυτό. Ακόμα περισσότερο, στην επιστήμη ο λόγος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μέσο εντυπωσιασμού. Εκεί, είναι η ίδια η ανακάλυψη νέας αλήθειας που (οφείλει να) εντυπωσιάζει!

Τέλος, σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, αποστολή της είναι το μεθοδικό χτίσιμο της γνώσης στον διδασκόμενο και η καθοδήγησή του ώστε να κάνει χρήση της γνώσης αυτής αυτονομούμενος, τελικά, από τον διδάσκοντα. (Για κάποιους «αιθεροβάμονες» εκπαιδευτικούς, βαθύτερος σκοπός της παιδείας είναι η ανάπτυξη αυτογνωσίας. Η φιλοσοφική αυτή θέση πέρασε, εν τούτοις, στο περιθώριο από τότε που ένας σημαντικός εκπρόσωπός της υποχρεώθηκε να πιει το κώνειο...) Το τι οφείλει να υπηρετεί ο παιδαγωγικός λόγος είναι, νομίζω, αυτονόητο.

Είναι δυνατόν ο επιστημονικός λόγος να είναι ταυτόχρονα και παιδαγωγικός; Αυτό εξαρτάται από δύο παραμέτρους: τη διάθεση του ίδιου του επιστήμονα να διαπαιδαγωγήσει, και τον χώρο που του διατίθεται για να αναπτύξει τη σκέψη του. Παλιά, τα επιστημονικά περιοδικά εκδίδονταν αποκλειστικά σε έντυπη μορφή. Έτσι, πολλά από αυτά έθεταν περιορισμούς στην έκταση ενός επιστημονικού άρθρου, το οποίο δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει έναν μέγιστο αριθμό σελίδων. Αλλά, ακόμα και όταν τυπικά δεν υπήρχαν τέτοιοι περιορισμοί, τα περιοδικά συχνά ζητούσαν από τον συγγραφέα να απαλείψει ολόκληρα κομμάτια από το άρθρο αν αυτά περιείχαν θέματα που ήταν ήδη γνωστά. Όπως είναι φυσικό, μερικές «ξερές» αναφορές στη βιβλιογραφία στο τέλος του άρθρου κάθε άλλο παρά προσέδιδαν σε αυτό παιδαγωγική αξία!

Με την ανάπτυξη του Διαδικτύου και τη δυνατότητα διακίνησης επιστημονικών ιδεών σε ηλεκτρονική μορφή, οι περιορισμοί στην έκταση των επιστημονικών άρθρων χαλάρωσαν σημαντικά ή και εξαλείφθηκαν πλήρως. Μάλιστα, και με δεδομένη την άρση των παραπάνω περιορισμών, πολλά επιστημονικά περιοδικά απαιτούν πλέον κάθε υποβαλλόμενο άρθρο να έχει ευρύτερη αναγνωσιμότητα, πέραν του αυστηρά εξειδικευμένου επιστημονικού κοινού στο οποίο το άρθρο πρωταρχικά απευθύνεται.

Η παραπάνω απαίτηση ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν ο επιστήμων ξεδιπλώνει τις γνώσεις και τις ιδέες του σε έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας. Εκεί, απευθύνεται σε ένα ευρύτατο κοινό, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα αδυνατούσε να κατανοήσει μία επιστημονική δημοσίευση του αρθρογράφου σε κάποιο επαγγελματικό περιοδικό. Έτσι, όταν απευθύνεται σε γενικό κοινό, ο επιστήμων οφείλει να είναι και δάσκαλος!

Παραδόξως, οι θετικοί επιστήμονες – που έχουν τη χειρότερη φήμη για το δυσνόητο των θεμάτων τους και την αναπόφευκτη στρυφνότητα της επιστημονικής τους γραφής – είναι εκείνοι που δείχνουν να σέβονται περισσότερο αυτό τον άγραφο νόμο. Παραπέμπω, ως παράδειγμα, στα εξαιρετικής παιδαγωγικής αξίας άρθρα στις φυσικές επιστήμες, τα οποία δημοσιεύονται σε αυτό εδώ το site και την αντίστοιχη κυριακάτικη εφημερίδα.

Αυτό που μερικές φορές προσωπικά με προβληματίζει είναι η ανάγνωση σε ειδησεογραφικά φύλλα, ή σε sites του Διαδικτύου, κάποιων κειμένων ακαδημαϊκής φύσης στην περιοχή των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Εκεί ο λόγος μοιάζει να υπηρετεί όχι τόσο τη διάδοση ιδεών και γνώσεων, όσο την αυτάρεσκη ανάγκη του αρθρογράφου να εντυπωσιάσει για την ευρηματικότητα των γλωσσικών του επινοήσεων. Έτσι, διαβάζουμε κείμενα στα οποία δεσπόζουν οι (συχνά ad hoc) νεολογισμοί και τα υπερ-σύνθετα λεκτικά σχήματα, αφήνοντας στο τέλος τον μέσο αναγνώστη να αναρωτιέται «τι θέλει να πει ο ποιητής» – κατά τη γνωστή έκφραση – αν όχι να αισθάνεται ολότελα ηλίθιος! Θα έλεγε κάποιος ότι απώτερος στόχος των ακαδημαϊκών αυτών είναι να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλον μέσω δημόσια εκτιθέμενου λόγου, υπερθεματίζοντας αλληλοδιαδόχως σε ανούσια πολυπλοκότητα που οδηγεί, τελικά, σε νοηματική κενότητα.

Οι υπηρετούντες την ακαδημαϊκή εκπαίδευση διακατεχόμαστε στην πλειονότητά μας από ένα βαθύτερο, ανομολόγητο σύμπλεγμα. Αισθανόμαστε ότι ο «μύθος» μας απειλείται κάθε φορά που τολμούμε να γίνουμε κατανοητοί σε όσους δεν μοιράζονται την ίδια με εμάς επιστημονική εξειδίκευση. Έτσι, π.χ., ένα άρθρο σε κάποια ειδική περιοχή των μαθηματικών οφείλει να είναι δυσνόητο έως πλήρως ακατανόητο σε όποιον δεν διαθέτει ως ελάχιστη προϋπόθεση ένα διδακτορικό στην περιοχή αυτή! Επίσης – αυτό το γνωρίζουν καλά οι αναγνώστες – ένα φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, ιστορικό, κλπ., άρθρο γραμμένο από εκπρόσωπο του ακαδημαϊκού χώρου σε μια εφημερίδα ή κάποιο ειδησεογραφικό site ευρείας επισκεψιμότητας, δεν επιτρέπεται να περιέχει ακατάληπτους νεολογισμούς και δυσνόητες ορολογίες σε ποσοστό μικρότερο του 10-20% (το λέω, ασφαλώς, καθ’ υπερβολήν και με αίσθηση πικρού χιούμορ). Έτσι, πολλά δημοσιευμένα άρθρα τείνουν να μοιάζουν με αυτάρεσκα επαγγελματικά «ραβασάκια» που ανταλλάσσονται υπερήφανα από ακαδημαϊκούς, με απώτερο στόχο τον εντυπωσιασμό εαυτών και αλλήλων.

Αυτό που δεν πρέπει, όμως, να ξεχνούμε είναι ότι ο Δάσκαλος (με δέλτα κεφαλαίο) δεν εξασκεί απλά ένα επάγγελμα αλλά υπηρετεί ένα λειτούργημα. Ο παιδαγωγικός του ρόλος, επομένως, δεν εξαντλείται μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας αίθουσας διδασκαλίας ή ενός αμφιθεάτρου, ούτε μέσα σε προκαθορισμένα ωράρια εργασίας, αλλά εκτείνεται κάθε στιγμή σε κάθε του επαφή με την κοινωνία. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να φωτίζει τον δρόμο προς την αλήθεια, όχι το ίδιο του το πρόσωπο προς τέρψη του «εγώ» του και ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του.

Αυτή η τελευταία αδυναμία θα μπορούσε, ίσως, να συγχωρηθεί στους ποιητές. Αυτοί όμως ούτως ή άλλως δεν μπορούν – ίσως κι ούτε πρέπει – να κρίνονται με τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα. Στους κοινούς θνητούς που έχει ανατεθεί το βάρος της παιδαγωγικής καθοδήγησης της κοινωνίας (όχι μόνο εκείνου του μικρού τμήματός της που χωρά σε ένα αμφιθέατρο) αντιστοιχούν διαφορετικά αξιολογικά κριτήρια. Και, σε αντίθεση με ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε, οι σημαντικότεροι κριτές μας δεν είναι οι φοβεροί referees των επιστημονικών περιοδικών: Είναι όσοι δίψασαν να μάθουν, μα τους αφήσαμε διψασμένους και με πρόσθετο το αίσθημα της αυτοαμφισβήτησης...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Introduction to Elecromagnetic Theory (textbook)


Synopsis

This textbook is a revised, expanded and translated version of the author’s lecture notes (originally in Greek) for his sophomore-level Physics course at the Hellenic Naval Academy (HNA). It consists of two parts. Part A is an introduction to the physics of conducting solids (Chapters 1-3) while Part B is an introduction to the theory of electromagnetic fields and waves (Chap. 4-10). Both subjects are prerequisites for the junior- and senior-level courses in electronics at HNA.

Introduction to Elecromagnetic Theory and the Physics of Conducting Solids

See also  arXiv:1711.09969

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Γιατί, τελικά, ο Χίτλερ είναι πιο κακός από τον Στάλιν;


Κατά αναπάντεχο(;) τρόπο ήρθε πρόσφατα στο προσκήνιο της εγχώριας πολιτικής επικαιρότητας ένα ιστορικό debate που έχει πάψει ίσως να απασχολεί ακόμα και τους ίδιους τους ιστορικούς. Τους περισσότερους, τουλάχιστον, και ιδιαίτερα εκείνους που εστιάζουν πλέον στην πραγματιστική (π.χ., πολιτική, οικονομική ή στρατιωτική) παρά στην ηθική διάσταση των ιστορικών γεγονότων.

Το debate αυτό έχει να κάνει με ένα ερώτημα ηθικής φύσης που, αν και ακούγεται απλοϊκό, αποδίδει την ουσία του ζητήματος: Ποιος ήταν, τελικά, πιο κακός, ο Χίτλερ ή ο Στάλιν; Την απάντηση αναζήτησε σχετικά πρόσφατα ο σημαντικός Αμερικανός ιστορικός Timothy D. Snyder [1,2], παίρνοντας ως βασικό κριτήριο αξιολόγησης τον αριθμό των άμαχων θυμάτων από κάθε πλευρά, ιδίως εκείνων που σχετίζονταν με τις εθνικές ή τις εθνοτικές πολιτικές των δύο δικτατόρων. Την έρευνα του Snyder είχαμε παρουσιάσει σε παλιότερο, εκτενές άρθρο μας σε αυτό το site [3].

Όμως, για την ηθική αποτίμηση ενός μαζικού εγκλήματος δεν αρκεί η καταμέτρηση των θυμάτων, που και στις δύο περιπτώσεις ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. Θα πρέπει να εξεταστούν τόσο τα ιδεολογικά κίνητρα, όσο και τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος. Σε ό,τι αφορά τα δεύτερα, δεν θα επιχειρήσω να εξετάσω κατά πόσον, π.χ., μια μαζική δολοφονία από προσχεδιασμένο λιμό είναι «λιγότερο κακή» από μια μαζική δολοφονία σε θαλάμους αερίων. Αυτό θα το αφήσω απόλυτα στην κρίση του αναγνώστη. Εκείνο που θα μας απασχολήσει εδώ είναι το «γιατί» των εγκλημάτων, κυρίως σε ό,τι αφορά όχι τις τυχόν πολιτικές ή πολεμικές σκοπιμότητες που τα υπαγόρευσαν, αλλά αυτό τούτο το ιδεολογικό υπόβαθρο που τα ενέπνευσε.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα (με μικρές, αναγκαίες τροποποιήσεις) ενός παλιότερου άρθρου μου στο «Βήμα». Έχω την αίσθηση ότι, ούτως ή άλλως, είναι τώρα πολύ περισσότερο επίκαιρο απ’ ό,τι ήταν τη στιγμή που πρωτο-δημοσιεύθηκε. Τότε ήταν μία ενδιαφέρουσα ακαδημαϊκή άσκηση. Σήμερα ίσως ρίξει λίγο παραπάνω φως σε μια χρονολογούμενη – αλλά σχετικά ξεθωριασμένη πλέον – ιδεολογική διαμάχη, στην οποία κάποιοι, για λόγους συγκυριακής πολιτικής σκοπιμότητας, αποφάσισαν να δώσουν καινούργια ζωή ανασύροντας σκελετούς από τα φριχτότερα ντουλάπια της νεότερης Ιστορίας...

--------------------------------

Αν έκανε κάποιος μια δημοσκόπηση με ερώτημα: «ποιο, κατά τη γνώμη σας, ήταν το πιο κακό πρόσωπο του εικοστού αιώνα;», το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον προβλέψιμο: «ο Άντολφ Χίτλερ»! Κι αν ήθελε κανείς να αιτιολογήσει την απάντησή του, θα αναφερόταν στον πιο αιματηρό πόλεμο της Ιστορίας, στην απάνθρωπη σκληρότητα των Ες-Ες και στο Άουσβιτς.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Χίτλερ έχει ταυτιστεί στις συνειδήσεις μας με την ίδια την έννοια του Κακού. Θα λέγαμε, αποτελεί μια πρωταρχική ενσάρκωση της έννοιας αυτής, της προσδίδει μορφή και ονοματεπώνυμο. Το «γιατί», όμως, που ερμηνεύει αυτή την ταύτιση απαιτεί βαθύτερες θεωρήσεις και σίγουρα δεν εξαντλείται στην απλή καταμέτρηση ιστορικών εγκλημάτων.

Πράγματι, ο Χίτλερ δεν ήταν ο μοναδικός μεγάλος εγκληματίας του εικοστού αιώνα. Τον συναγωνίστηκε επάξια ο σύγχρονός του Γιόζεφ Στάλιν, υπεύθυνος για εκατομμύρια θανάτους από λιμούς και εκτελέσεις στο πλαίσιο απάνθρωπων εθνικών και εθνοτικών εκκαθαρίσεων. Και όμως... η μορφή του Χίτλερ δεσπόζει πάντα ως η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού!

Αναζητώντας κάποια εξήγηση στο φαινόμενο, καταλήγουμε στο επικό σύγγραμμα “Explaining Hitler” [4,5] του Αμερικανού δημοσιογράφου, λογοτέχνη και ιστορικού Ron Rosenbaum (γεν. 1946). Εκεί, ο συγγραφέας αναζητά τα αληθινά κίνητρα του Χίτλερ πίσω από το μαζικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, επιχειρεί μια κριτική εξέταση των ερμηνειών που έχουν δοθεί πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Το τελικό συμπέρασμα είναι μάλλον μελαγχολικό: Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο Χίτλερ είναι εν δυνάμει εξηγήσιμος, η ευκαιρία να τον εξηγήσουμε έχει πια οριστικά χαθεί!

Στο βιβλίο του Rosenbaum, εν τούτοις, βρίσκει κανείς και μερικές πολύ αξιοπρόσεκτες φιλοσοφικές τοποθετήσεις πάνω στον χαρακτήρα του Χίτλερ και τη σχέση του με την ιδέα του Κακού. Μία από αυτές ανήκει στον Εβραίο φιλόσοφο και θεολόγο Emil Fackenheim (1916–2003). Σύμφωνα με αυτόν, ο Χίτλερ αντιπροσωπεύει ένα «θεμελιώδες Κακό», μια «έκρηξη δαιμονισμού στην Ιστορία», που τον τοποθετεί πέρα ακόμα και από το τελευταίο άκρο στο συνεχές της ανθρώπινης φύσης.

Κατά τον Fackenheim, ο Χίτλερ δεν είναι απλά ένας «πολύ, πολύ, πολύ κακός άνθρωπος», με τη συνήθη έννοια της ανθρώπινης κακίας, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό και έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, που το νόημά του δεν πρέπει να αναζητήσουμε στην Ψυχολογία αλλά στη Θεολογία (αφού η εξήγησή του, αν υπάρχει, μπορεί να είναι γνωστή μόνο στον Θεό). Υπάρχει, έτσι, ένας ριζικός διαχωρισμός ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και τη φύση του Χίτλερ, ανάμεσα στο συνηθισμένο Κακό και το ακραίο Κακό που αυτός αντιπροσωπεύει. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ίδιας της φύσης του Κακού, έτσι ώστε να περιλάβει τη μορφή του Κακού που επέφερε το καθεστώς του Χίτλερ.

Ποια είναι, όμως, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο «συνηθισμένο Κακό» και στο «Κακό του Χίτλερ»; Αν θέλαμε να δώσουμε μία εξήγηση (ενδεχομένως όχι τη μοναδική που υφίσταται) θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η διαφορά ανάμεσα στο Κακό που διαπράττει κάποιος που διατηρεί τη συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης του, και στο Κακό που διαπράττει κάποιος άλλος που έχει απολέσει αυτή τη συναίσθηση και λειτουργεί ως οιονεί υποκατάστατο του ίδιου του Θεού!

Την ιδέα του Θεού την αντιλαμβανόμαστε εδώ ως μία Αρχή η οποία μπορεί να καθορίζει και να εκκινεί νόμους αιτιότητας, χωρίς η ίδια η Αρχή να υπόκειται σε αυτούς (κάτι ανάλογο με το αριστοτελικό μη-κινούμενο που κινεί). Η ανθρώπινη ύπαρξη, αντίθετα, υπόκειται στους αιτιατικούς νόμους που διέπουν τη Φύση, αφού αποτελεί μέρος της Φύσης και βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τις διεργασίες που συντελούνται μέσα σε αυτή. Έτσι, η ανθρώπινη αυτοσυντήρηση υπακούει στην αιτιότητα και είναι δυνατό να καθοδηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από φιλοσοφική άποψη, παρουσιάζει η περίπτωση όπου ο άνθρωπος αποκτά κάποιας μορφής εξουσία που του δίνει τη δυνατότητα να αποφασίζει για τη ζωή ή το θάνατο του συνανθρώπου του. Ο στρατιώτης, για παράδειγμα, έχει a priori ένα τέτοιο είδος εξουσίας πάνω στον αντίπαλο στρατιώτη στη διάρκεια της μάχης, η οποία (εξουσία) σχετίζεται με το δικαίωμα στην αυτοσυντήρηση και την υποχρέωση υπεράσπισης της πατρίδας. Επίσης, η Πολιτεία είναι δυνατό, αν έτσι ορίζουν οι νόμοι της, να στέλνει στο απόσπασμα ή στην ηλεκτρική καρέκλα έναν κατά συρροή δολοφόνο ώστε να απαλλάξει την κοινωνία από ένα άτομο που την απειλεί και να αποθαρρύνει άλλους να το μιμηθούν.

Αλλά, ακόμα και ο Στάλιν, που έκανε εξίσου φριχτά μαζικά εγκλήματα με αυτά του Χίτλερ, τα διέπραξε μέσα σε μια – απάνθρωπη μεν, κτηνώδη ίσως, αλλά σε κάθε περίπτωση υπαρκτή – λογική «αυτοσυντήρησης» του καθεστώτος του.

Αντίθετα, στον ακραίο, δολοφονικό ρατσισμό του Χίτλερ, ο άνθρωπος (ο Χίτλερ ή οι Ναζί, γενικότερα) αναλαμβάνει να παίξει τον ίδιο το ρόλο του Θεού. Δεν περιορίζεται στην εξόντωση εκείνων που αντικειμενικά απειλούν την αυτοσυντήρηση τη δική του και του έθνους του αλλά αποφασίζει αυθαίρετα να εξοντώσει και όσους εκείνος κρίνει ότι δεν θα έπρεπε να υφίστανται ως είδος επί Γης. Κριτήριο που μόνο σε έναν Θεό αναλογεί!

Το επιχείρημα περί δήθεν ύπαρξης και κάποιων «αυτοσυντηρητικών» ελατηρίων στα εγκλήματα του Χίτλερ, είναι επιεικώς αφελές. Έστω κι αν δεχθούμε, π.χ., ότι ένας πάμπλουτος Γερμανο-εβραίος τραπεζίτης θα ήταν δυνατό (στο μυαλό του Χίτλερ) να αποτελεί ένα είδος «απειλής» για το ναζιστικό καθεστώς, πώς θα μπορούσε να απειλήσει την πανίσχυρη Γερμανία ένας φτωχός Εβραίος χωρικός κάπου στα βάθη της Τσεχίας, της Πολωνίας ή της Ουκρανίας;

Ο Χίτλερ, λοιπόν, επιφύλαξε για τον εαυτό του τον ρόλο ενός «θεού-τιμωρού» που μπορούσε να επιβάλλει την ποινή του θανάτου με κριτήρια αυθαίρετα, που δεν σχετίζονταν με μια αληθινή ανάγκη κοινωνικής ή εθνικής αυτοσυντήρησης αλλά αντανακλούσαν μια βαθιά πεποίθηση ότι ο Κόσμος δεν είχε εξαρχής σχεδιαστεί «σωστά». Έτσι, ένα υποσύνολο του ανθρώπινου είδους που δεν θα ‘πρεπε καν να είχε υπάρξει, όφειλε να αφανιστεί.

Ο Χίτλερ αυτο-χρίστηκε, θα λέγαμε, νέος «θεός» που βάλθηκε να τιμωρήσει τον Θεό των ανθρώπων για τα «λάθη» της Δημιουργίας. Δεν θα μπορούσε να δώσει κάποιος τελειότερο ορισμό του Κακού!

Τούτων λεχθέντων, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την ιστορική συν-ευθύνη των ίδιων των Γερμανών, απαλλάσσοντάς τους έτσι από τις ενοχές για το Ολοκαύτωμα και τα άλλα ναζιστικά εγκλήματα. Ένας επίγειος «θεός», για να κυριαρχήσει και να επιβάλει τις θελήσεις του, έχει ανάγκη από πιστούς που τον αποθεώνουν και, κυρίως, τον υπακούουν. Και αυτά τα προσέφερε γενναιόδωρα ο γερμανικός λαός στον Χίτλερ! Όμως, αυτό είναι ζήτημα που απαιτεί ξεχωριστή ανάλυση [6].

--------------------------------

Αναφορές:

[1] Timothy Snyder, “Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin” (Basic Books, 2010).

[2] Timothy Snyder, “Hitler vs. Stalin: Who was worse?” (The New York Review of Books)
http://www.nybooks.com/blogs/nyrblog/2011/jan/27/hitler-vs-stalin-who-was-worse/

[3] Κ. Παπαχρήστου, «Χίτλερ-Στάλιν: Δύο τέρατα στο ζυγό της Ιστορίας»
http://www.aixmi.gr/index.php/hitler-stalin-dyo-terata-sto-zygo-tis-istorias/

[4] Ron Rosenbaum, “Explaining Hitler: The Search for the Origins of his Evil” (New York: Random House, 1998)

[5] Ελληνική Έκδοση: «Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ» (Εκδόσεις Κέδρος, 2001)

[6] Κ. Παπαχρήστου, «Το Πείραμα του Stanford και οι δαίμονες του Goldhagen»
http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=681064

Aixmi.gr

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Ορίζοντας τον έρωτα: ένα Λιαντινικό αίνιγμα


Στο κεφάλαιο με τίτλο «Μικρός Κριτής» του βιβλίου «Γκέμμα», τελευταίου και πιο σημαντικού, από φιλοσοφική και λογοτεχνική άποψη, συγγράμματος του Δημήτρη Λιαντίνη, ο φιλόσοφος προτείνει τον πιο αινιγματικό, ίσως, ορισμό της έννοιας του έρωτα που θα μπορούσε κάποιος να επινοήσει:

«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις»

(χωρίς τόνο στο «του» – κι αυτό έχει τη σημασία του, όπως θα δούμε αργότερα). Αλλά, να φεύγεις πώς;

«Έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις» («Γκέμμα», σελ. 170).

Ο Λιαντίνης δεν δείχνει πρόθυμος στη συνέχεια να αναλύσει περαιτέρω τον – κάθε άλλο παρά συμβατικό – ορισμό του. Περιγράφει με απίστευτη λογοτεχνική δεινότητα την ερωτική συμπεριφορά (κυρίως σε ό,τι αφορά τον άντρα), όμως η ίδια η έννοια του έρωτα, έτσι όπως εκείνος επιχειρεί να την ορίσει, παραμένει αινιγματική.

Οι ακαδημαϊκοί του φιλοσοφικού χώρου, που θα μπορούσαν ίσως να μας δώσουν μια αξιόπιστη ερμηνεία του ορισμού, απέφυγαν, γενικά, να ασχοληθούν στο βάθος που θα έπρεπε με το έργο του Λιαντίνη. (Κάτι ήξεραν: Κάποιοι από τον ακαδημαϊκό χώρο των θετικών επιστημών, που επιχείρησαν να μιλήσουν με όχι προσωπολατρικό τρόπο για τον Λιαντίνη, το πλήρωσαν με σκληρές επιθέσεις εναντίον τους – συχνά στα όρια του προσωπικού εξευτελισμού – από τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του φιλοσόφου...)

Από την άλλη, οι μαθητές και, εν γένει, οι θαυμαστές του Λιαντίνη αντιμετωπίζουν τον ορισμό αυτό του έρωτα ως θέσφατο, είτε αποφεύγοντας να τον ερμηνεύσουν με τρόπο πειστικό, είτε ακόμα και δίνοντας αυθαίρετες ερμηνείες (κάπου διάβασα, π.χ., ότι «πρέπει να βρίσκουμε τη δύναμη να φεύγουμε από μια ερωτική σχέση που μας πληγώνει»!). Δεν γνωρίζω αν ο ίδιος ο Λιαντίνης έδωσε μια εξήγηση σε κάποια από τις διαλέξεις του (ας με διαφωτίσουν εδώ οι αναγνώστες). Η μελέτη του βιβλίου, πάντως, δεν οδηγεί σε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα...

Το βέβαιο είναι ότι ο αινιγματικός αυτός ορισμός δεν επιδέχεται μονοσήμαντη κι απόλυτη ερμηνεία. Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να προτείνουμε κάποιες δικές μας ερμηνείες, χωρίς να ισχυριζόμαστε, φυσικά, ότι θα τις προσυπέγραφε ο ίδιος ο Λιαντίνης! Αυτό που θα ήθελα, πάντως, να τονίσω εξαρχής είναι ότι δεν συνδέω τον ορισμό αυτό του Λιαντίνη με τον γνωστό Λιαντινικό συσχετισμό του έρωτα με την καταστροφή, την οδύνη και τον θάνατο. Αυτά μπορεί να αποτέλεσαν και να αποτελούν αντικείμενα της Τέχνης, το ίδιο το βίωμά τους, όμως, δεν μπορεί να συνιστά τέχνη! Και ο Λιαντίνης ζύγιζε πολύ προσεχτικά τις λέξεις του...

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο

Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Τιτανικός: Το ναυάγιο που δεν ξεχάστηκε...

Η ιστορία είναι πια γνωστή: Η ανθρώπινη ματαιοδοξία, μαζί με την τεχνολογική αλαζονεία, κατασκεύασαν ένα "αβύθιστο" πλοίο που - πίστευαν - δεν θα χρειαζόταν καν σωστικές λέμβους (παρά μόνο λίγες, ως διακοσμητικά) και θα μπορούσε να τρέχει στους ωκεανούς με ταχύτητες πολύ πάνω από τα "ανόητα" όρια ασφαλείας της εποχής! Του έδωσαν το υπεροπτικό όνομα ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ. Η πρόσκρουσή του στο παγόβουνο και η εν συνεχεία βύθισή του στον Ατλαντικό κατά το παρθενικό του ταξίδι, στις 14-15 Απριλίου 1912, αποτελεί ίσως την τραγικότερη έκφραση μεταφυσικής ειρωνείας στη νεότερη ιστορία!

Διαβάστε την ιστορία του πλοίου στα Ελληνικά ή στα Αγγλικά. Και μια σπάνια φωτογραφία:

Το παγόβουνο στο οποίο προσέκρουσε ο Τιτανικός. Η φωτογραφία τραβήχτηκε λίγες ώρες μετά το ναυάγιο, στη θαλάσσια περιοχή όπου αυτό είχε λάβει χώρα. Πάνω στο παγόβουνο υπήρχαν ακόμα τα σημάδια από τη μπογιά του πλοίου!

Δείτε την καλύτερη ταινία (κατά τη γνώμη μας) που γυρίστηκε ποτέ με θέμα το στοιχειωμένο πλοίο: "A Night to Remember", παραγωγής 1958.






Aixmi.gr

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Α. Γεωργιλάς | Η αλληγορία στον Parsifal για την τεχνική και την ηθική


Μια εξαιρετική φιλοσοφική ανάλυση του Αθανάσιου Γεωργιλά πάνω στον Parsifal του Richard Wagner


Ο Rudolf Steiner το 1906 χαρακτήρισε την όπερα «Parsifal» του Richard Wagner ως έργο «οργανικά συνδεδεμένο με το αποκρυφιστικό κίνημα της Θεοσοφίας της εποχής». Πραγματικά ο Parsifal μοιάζει περισσότερο με καθαγιαστική λειτουργία παρά με όπερα. Η εμπειρία όμως που παρέχει στους μύστες της διαφέρει ουσιωδώς από το μυστήριο της Κοινωνίας της Θεώσεως κατά το τελετουργικό της Ορθοδοξίας. Και αν το χριστιανικό περίβλημα του έργου διατηρείται στα βασικά του σημεία – το όνομα Χριστός όμως δεν αναφέρεται ούτε μία φορά – οι δυνάμεις της λύτρωσης στον Parsifal δεν βασίζονται τόσο στην πίστη και την μετάνοια, ούτε στην χάρη του Θεού, αλλά στην γνώση που παρέχεται μέσω μιας απόκρυφης και καθαγιαστικής εμπειρίας, και η εμφάνιση του Parsifal ως λυτρωτή («Erlöser») στην τρίτη πράξη αφήνει τις θύρες ανοιχτές για βουδιστικές και παγανιστικές αποφύσεις.

Στον αντίποδα του μοναστικού ιδεώδους αυτοί οι οποίοι, στην ιστορία του Parsifal, αποτυγχάνουν να σωθούν, είναι όσοι χαρακτήρες δεν διαβιούν τη μοναστική, πειθαρχημένη ζωή. Αλλά και η εμφάνιση του εκλεκτού μυσταγωγού Parsifal, μας αφήνει αρχικά μόνο την εντύπωση πως πρόκειται περί ανόητου και αφελή νεανία και ακόμα και ο σώφρων Gurnemanz, παρόλο που στην αρχή αμφιταλαντεύεται και αναρωτιέται «είναι αυτός;», στο τέλος ξεγελιέται και τον διώχνει ορίζοντας τον να μην ξαναγυρίσει στο κάστρο του Monsalvat. Ο Parsifal μοιάζει σαν παιδί με μορφή ενήλικα, βολοδέρνει τον κόσμο χωρίς ιδέα τι του γίνεται και ανίκανος να διακρίνει το καλό από το κακό, διαπράττει πότε το ένα πότε το άλλο χωρίς καμμία αναστολή. Η πρώτη εμφάνιση του Parsifal στην σκηνή γίνεται αφού τον έχουν συλλάβει να έχει σκοτώσει ένα πανέμορφο κύκνο. Στην συνέχεια πληροφορούμαστε για την άκαρδη συμπεριφορά προς την μητέρα του, που με την εγκατάλειψη της και τη θλίψη που της προκάλεσε έγινε η αιτία για τον θάνατο της, (Herzeleide: Λύπη είναι το όνομα της μητέρας του). Σαν ανέστιος τριγυρνάει μέσα στα δάση κραδαίνοντας περήφανα στα χέρια του το όργανο της τεχνικής (τόξο), και χτυπάει αδιάκριτα ό,τι βρεθεί στο διάβα του («Im Fluge treff’ ich was fliegt!»). Εδώ το «μπορώ» γίνεται το άμεσο ισοδύναμο της «καταστροφής» και όπως ο Parsifal κορδώνεται πως «ό,τι πετάει μπορώ να το χτυπήσω» στο μυαλό μας έρχεται, χωρίς να είμαστε βέβαιοι αν η αλληγορία αυτή υπήρχε και στο μυαλό του Wagner, ο τρόπος που υποβάλει ο πολιτισμός/Parsifal το δικό του «μπορώ» στη φύση.

Θα χρειαστεί η καταλυτική παρέμβαση του πρεσβύτερου ιππότη Gurnemanz ο οποίος θα θέσει τον Parsifal ενώπιον των πράξεών του για να κατανοήσει ο νεαρός τοξοβόλος την άγνοιά του και το ηθικό βάρος των αποτελεσμάτων της. Ο κύκνος είναι το αρχαίο σύμβολο της αγνότητας και η πράξη του Parsifal κινδυνεύει να ξεριζώσει την αθωότητά του. «Ήταν ένας πανέμορφος κύκνος που δεν σε πείραξε και όμως εσύ τον σκότωσες» λέει ο Gurnemanz στον Parsifal και προσπαθεί να τον βγάλει από την κατάσταση της άγνοιας, τόσο «αθώας» που είναι ικανή να σκοτώνει χωρίς ενοχές. Σε κάθε ερώτηση που του απευθύνει ο Gurnemanz ο Parsifal απαντάει με ένα «Δεν ξέρω». Η αθωότητα τού στερεί την γνώση και γι’ αυτό τον λόγο ο Parsifal ενώ διαπράττει τον φόνο ενός άκακου πλάσματος εξακολουθεί και διατηρείται αγνός, είναι ακόμα όμως βυθισμένος στην άγνοια και μόνο οι μυημένοι μπορούνε να γίνουνε δεκτοί στο Monsalvat. Χρειάζεται να μυηθεί από τον πρεσβύτερο Gurnemanz προκειμένου η αθωότητά του να πληρεί το νόημά της και να μην καταλήγει σε μια εγκληματική ανοησία.

Ο ίδιος ο Wagner έγραψε στα απομνημονεύματά του πως η σύλληψη της ιδέας για τον Parsifal έγινε το 1857 την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Και αν η όπερα από μόνη της θεωρείται «σκοτεινό» είδος, τα έργα του Wagner με κυρίαρχο τον Parsifal συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο σκοτεινές όπερες που έχουν ποτέ εκτελεστεί. Πράγματι το όλο έργο διαπνέει σταθερά ένα συγκινησιακό κλίμα κατάνυξης, ένα θλιβερό μοτίβο ανάλογο με αυτό της Μεγάλης Παρασκευής.

Κριτικοί και θεατές συμφωνούν πως η υπόθεση του έργου είναι κατά βάση αρκετά απλή και περικλείει εντός της όλα τα κλασσικά στερεότυπα: ιερά κειμήλια, ήρωες ιππότες, πλάνες μάγισσες και κακούς μάγους. Εντούτοις το έργο το διαπνέει το φιλοσοφικό και πνευματικό πάντρεμα του Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση του Arthur Schopenhauer με τον Βουδιστικό πνευματισμό· θέματα που έδειχνε πως απασχολούσαν εξίσου τον Wagner τον καιρό που επεξεργαζόταν το θέμα του Parsifal. Φιλοσοφία και πνευματισμός λοιπόν συγκλίνουν με ένα ιδιότυπο και σύνθετο τρόπο στην αλληγορία του Parsifal, για την αγαθό της λύτρωσης και την συμπόνια στον αλλότριο πόνο ως τις προϋποθέσεις της αυτοπραγμάτωσης/σοφίας. Στον αντίποδα του υλισμού και των απολαύσεων που παρέχει ο λουλουδόκηπος του μάγου Klingsor και της «επιστημονικής»/μεθοδικής γνώσης που αντιπροσωπεύει το παλάτι του Titurel, που αμφότεροι αποτυγχάνουν να παραλάβουν το αγαθό της σοφίας, το διεκδικεί με επιτυχία ο αγνός μέχρι βλακείας Parsifal ο οποίος θα έρθει στο τέλος να αποκαταστήσει την σύγχυση και την κοσμική αταξία.

Ωστόσο πέρα από τον συμβολισμό και την αλληγορία της σκοτεινής αυτής όπερας η ίδια η δράση και τα πρόσωπα που την συντελούν συμβάλλουν εξίσου στην εξέλιξη της πλοκής και εκπλήσσουν ευχάριστα με την αντισυμβατικότητά τους, που ξεχωρίζει από τα κλασικά πρότυπα τα οποία υφαίνονται σε αντίστοιχους ηθικοθρησκευτικούς μύθους. Εδώ το καλό και το κακό δεν είναι τόσο διακριτά όσο φαίνονται εκ πρώτης και μέχρι το τέλος του έργου δεν είμαστε καθόλου σίγουροι εάν θέλουμε να ταυτιστούμε με τον ήρωά μας, να τον χειροκροτήσουμε, να τον χλευάσουμε, ή να τον αποδοκιμάσουμε.

«Με ποιο όνομα με καλείς, εμένα που δεν έχω όνομα;» ρωτάει ο Parsifal την Kundry και αυτή κοροϊδευτικά του χαμογελά και του απαντά «σε καλώ με το όνομα σου «φαλ» (Fal) » και «παρσί» (Parsi) που σημαίνει “αγνός” και “αγαθός”» (Dich nannt’ ich, tör’ger Reiner, «Fal parsi», – Dich, reinen Toren: «Parsifal»). Ο Parsifal είναι ένας αγαθός βλάκας όνομα και πράγμα, τίποτα ιδιαίτερα το ηρωικό.

Ο πληγωμένος ιππότης Amfortas διάδοχος φύλακας του ιερού δισκοπότηρου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένας ανόητος επιβήτορας που αναζητεί σε ξένους κήπους να κατακτήσει όμορφες κοπέλες και σαν ανόητος που είναι πιάνεται στα δίχτυα που του έχει στήσει η θηλυκή λαγνεία. Το μόνο που από εδώ και πέρα του μένει είναι να θρηνεί και να μεμψιμοιρεί την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Πέφτοντας σε πλήρη μελαγχολία καταντά ανίκανος να αναλάβει το καθήκον που του επιβάλλει η ιδιότητά του (ένας λαβωμένος ιππότης είναι άχρηστος για οποιοδήποτε έργο).

Ο πατέρας του, Titurel, ένας υποκριτής τυπικός γραφειοκράτης αρνείται να δει με τα μάτια της ειλικρίνειας την ανικανότητα του Amfortas και εμμένει πιστός στους τύπους (ιδεολογία) κόντρα στα γεγονότα. Αναμένει από τον γιο του αυτό που ο Amfortas δεν μπορεί να δώσει. Η λύτρωση του αδιεξόδου είναι μια υπόσχεση στο όραμα του Amfortas να περιμένει «έναν που από άγνοια και συμπόνια» («Durch Mitleid wissend, der reine Tor») θα του θεραπεύσει την πληγή.

Η Kundry σίγουρα είναι η πιο αντιφατική ηρωίδα του έργου και η τραγικότητα της κατάρας που κουβαλά κερδίζει την συμπάθειά μας. Εντούτοις τα καλά της στοιχεία είναι πολύ ισχνά και ο χαρακτήρας της είναι κατά βάση σκοτεινός και ύπουλος· όσο η κατάρα και τα μάγια που την τυραννούν σφίγγουν το πεπρωμένο της τόσο η κακία της θεριεύει. Έτσι μετατρέπεται στα χέρια του μάγου Klingsor σε πειθήνιο αλλά και ιδανικό όργανο εκδίκησης και με την λάγνα θηλυκότητά της αποπλανεί και καταστρέφει τους τολμηρούς αλλά κατά τα άλλα αφελείς ιππότες του Titurel, ενώ όποτε τυγχάνει να κάνει το καλό, όπως την στιγμή που δίνει βάλσαμο για να απαλύνει την πληγή του Amfortas (ας μην ξεχνάμε πως είναι αυτή που του την προκάλεσε) εντούτοις δεν μπορεί να νιώσει ούτε συμπάθεια, ούτε συμπόνια για κανένα· συνήθως μουρμουρά γρυλίσματα και αφορισμούς και όποτε κάποιος προσδοκά μια καλή κουβέντα από τα χείλη της αυτή τον αποπαίρνει λέγοντας: «Εγώ ποτέ δεν βοηθώ!» («Ich helfe nie!»). Παρόλη την μοχθηρία της όμως παραμένει το πιο δυστυχισμένο πλάσμα του έργου και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πληρώνει πολύ ακριβά για την αμαρτία στην οποία υπέπεσε, όταν, παρούσα καθώς ήταν στον Γολγοθά, χλεύασε κατάφατσα τον εσταυρωμένο. Η Kundry είναι η Ηρωδιάδα, η μοχθηρή, φιλήδονη γυναίκα του Ηρώδη, καταραμένη στο μαρτύριο της αθανασίας, σε μια αιώνια ζωή χωρίς λύτρωση, χωρίς παρηγοριά, ανίκανη να έρθει σε επαφή με οποιοδήποτε έμψυχο πλάσμα, να νιώσει οίκτο και λύπη για κανένα. Το μόνο που ποθεί, όσο τίποτα άλλο, είναι ο ύπνος που θα της χαρίσει την λησμονιά.

Η Kundry θα λυτρωθεί στο τέλος δια μέσου του έρωτα που θα γεννηθεί με τον Parsifal. Ο έρωτάς τους όμως είναι αταίριαστος και αν ήταν ένα φιλί αυτό που τους ένωσε, τη στιγμή που ο Parsifal γεύτηκε το φιλί της, αμέσως αφυπνίστηκε από την κατάσταση της άγνοιάς του και απέκτησε αισθαντικότητα για τον συνάνθρωπό του (Amfortas) και έμαθε να τον συμπονά. Η Kundry όμως δεν μπορεί να αποκτήσει από μόνη της τέτοια αισθήματα και την κυριεύει αποκλειστικά η σκέψη για το δικό της μαρτύριο. Μπροστά στο ενδιαφέρον του Parsifal για τους άλλους, η Kundry βλέπει την αδιαφορία του για τον έρωτά της και στο τέλος τον καταριέται. Για την Kundry ο θάνατος είναι πλέον η μόνη προσμονή και θα της δοθεί απλόχερα στο τέλος του έργου. Στην αποκατεστημένη τάξη του ιερού δισκοπότηρου, πλάσματα σαν την Kundry δεν έχουν θέση· είναι για το λόγο αυτό που πέφτει άψυχη μόλις εμφανιστεί στην σκηνή το περιστέρι· σύμβολο της επανασύνδεσης του ουρανού με τη γη.

Τέλος, ο μάγος Klingsor ίσως να είναι ο πιο τίμιος χαρακτήρας του έργου καθώς είναι κακός χωρίς υπεκφυγές, είναι ένας έκπτωτος άγγελος, ένας ιππότης που δεν είχε το ψυχικό υπόβαθρο για να οδηγηθεί στην σοφία. Δοκίμασε με τεχνικούς τρόπους να το επιτύχει και επιχείρησε να επιβληθεί στην φύση του με τον αυτοευνουχισμό του. Tο αποτέλεσμα φυσικά ήταν το αντίθετο από αυτό που προσδοκούσε· άλλη μια υπόμνηση ίσως από την μεριά του Wagner πως η ηθική εξύψωση είναι ζήτημα εσώτερης κατάστασης και υποκείμενης σχέσης του «εγώ» με τον «άλλο» και όχι ζήτημα που επιτυγχάνεται με «τεχνικά» μέσα. Χαρακτηριστικό εδώ είναι πως εάν και ο Klingsor είναι πια ανίκανος για την σεξουαλική πράξη, εντούτοις χρησιμοποιεί ως θέλγητρο για τις παγίδες που στήνει στους αντιπάλους του την σεξουαλικότητα, θυμίζοντας εδώ τον ίδιο ανέραστο τρόπο με τον οποίο σήμερα τα μέσα διαφήμισης χρησιμοποιούν την θηλυκότητα προκειμένου να προωθήσουν στο αγοραστικό κοινό τα προϊόντα τους. Ο έρωτας πρέπει να είναι νεκρός προκειμένου να γίνει μέσο χειραγώγησης.

Στο κείμενό μας για τον Parsifal θελήσαμε να προσθέσουμε κάποια επιπλέον σχόλια στις ήδη άξιες μελέτες του, σχετικά με την αλληγορία που μπορεί να έχει ο Parsifal μεταξύ της τεχνικής και της σοφίας και να παραστήσουμε τον ανάστατο καμβά ρόλων μεταξύ των «κακών» και των «καλών». Πέρα από αυτό το μικρής έκτασης και σίγουρα ανεπαρκή σχολιασμό για το μέγεθος του αριστουργήματος για το οποίο μιλάμε, δεν θελήσαμε να εισέρθουμε σε αναλύσεις που έχουν εξάλλου προηγηθεί από άλλους με μεγαλύτερη εγκυρότητα και βάθος από όσο εμείς θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε. Ο Νίτσε ήταν ένας από τους πρώτους που έτρεξε μανιωδώς να αγοράσει εισιτήριο για τον Parsifal στην πρεμιέρα του Bayreuth το 1882. Έχει μείνει στην ιστορία η κριτική του κατά του «ηθικισμού» του Parsifal χωρίς βέβαια να έχει παραγνωρίσει ποτέ ο ίδιος το αριστουργηματικό μέγεθός του ως έργο υψηλής ποιότητας και τέχνης. Από εκεί και έπειτα άλλοι φάνηκαν πιο πρόθυμοι με το έργο αυτό, όπως ο Γκέμπελς, και είδαν στον Parsifal αλλά και σε όλο το έργο του Wagner την ιδεολογική κάλυψη του φυλετισμού τους. Προσωπικά, από τις παραπάνω οπτικές προτιμούμε αυτή που βλέπει στον Parsifal τις φιλοσοφικές επιρροές του Schopenhauer· όπως γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου στο άρθρο του για το ανθρώπινο μήνυμα του Parsifal [1]:

Η ιδέα ότι το «Εγώ» αποτελεί ανάχωμα στην πορεία προς την κατάκτηση της σοφίας. Η υπέρβασή του είναι το πρώτο, δύσκολο μα αναγκαίο βήμα που μας καθιστά άξιους να βιώσουμε το αίσθημα της συμπόνιας. Έτσι, κατά μία έννοια, η κατάκτηση της σοφίας περνά μέσα από τη συμπόνια.

[1] «Ο «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ και το ανθρώπινο μήνυμά του», Κώστας Παπαχρήστου.


Πηγή: Respublica.gr

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Ο φιλελευθερισμός και το τέλος της ηθικής


Μια μικρή ιστορία


Το περιστατικό είναι αυθεντικό:

Η «ψυχή» της γυναικοπαρέας είχε κέφια καθώς αφηγείτο με κομπασμό μια πρόσφατη εμπειρία της. Είχε βρεθεί τις προάλλες προσκεκλημένη σε δείπνο από ένα ζευγάρι γνωστών. Η οικοδέσποινα αντιμετώπιζε από καιρό σοβαρό πρόβλημα υγείας που της είχε προκαλέσει αναπηρία και την υποχρέωνε σε μερική ακινησία. Θέλοντας να προβάλει εμφατικά τη δική της καλή κατάσταση υγείας και την άριστη κινητικότητά της, η «ψυχή» άρχισε να χορεύει προκλητικά υπό τους ήχους της μουσικής του ραδιοφώνου και υπό το λάγνο βλέμμα του (προφανώς στερημένου) κυρίου και το μελαγχολικό εκείνο της (ήδη παραιτημένης από τη ζωή) κυρίας...

Κάποιοι αναγνώστες θα μιλήσουν για την πιο απεχθή μορφή ανηθικότητας. Δεν θα διαφωνήσω μαζί τους. Θα επισημάνω, εν τούτοις, ότι η αυτοσχέδια χορεύτρια εξάσκησε ένα απόλυτα κατοχυρωμένο δικαίωμά της: να ορίζει η ίδια την κίνηση του σώματός της. Εκτός αυτού, δεν προκάλεσε την παραμικρή επιπρόσθετη σωματική βλάβη στην ανάπηρη κυρία. Ο χορός της προσκεκλημένης αποτελεί μια γνήσια έκφραση φιλελευθερισμού. Το αν είναι ή όχι ηθική πράξη, είναι μια άλλη ιστορία που αφορά, ίσως, τους θεολόγους. Ή τους οπισθοδρομικούς φιλοσόφους...

Θυμήθηκα ξανά αυτή την ιστορία, που είχα ακούσει πριν από καιρό, καθώς διάβαζα το πολύ ενδιαφέρον πρόσφατο βιβλίο «ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ», του Αριστείδη Χατζή. Σύγγραμμα εξαιρετικά παιδαγωγικό, καθιστά κατανοητό στον μη-ειδικό αναγνώστη ένα δύσκολο θέμα που άπτεται της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και της οικονομικής επιστήμης. Η παρουσίαση του θέματος συνοδεύεται από μια ιδιαίτερα πλούσια βιβλιογραφία για περαιτέρω μελέτη.

Βέβαια, το ότι γνωρίζει κάποιος καλύτερα τον φιλελευθερισμό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι καταλήγει να τον αγαπήσει περισσότερο. Τουναντίον, η ανάγνωση του βιβλίου είναι δυνατό να αφήσει κάποιους αναγνώστες με ένα βαθύ αίσθημα αγωνίας για τον κόσμο που αναδύεται. Έναν κόσμο που για άλλους (όπως ο συγγραφέας) είναι όνειρο, και για άλλους εφιάλτης! Εξαρτάται από τη φιλοσοφική θέση του καθενός...

Μια και το βιβλίο του Χατζή είναι αρκετά συνοπτικό (πράγμα που θεωρώ προτέρημα σε ένα σύγγραμμα παιδαγωγικού χαρακτήρα) θα ήταν άκομψο εκ μέρος μου να εκθέσω το σύνολο των ιδεών που περιέχει, αφαιρώντας έτσι ένα μέρος από το ενδιαφέρον του υποψήφιου αναγνώστη. Θα περιοριστώ, λοιπόν, στην επιλεκτική παράθεση κάποιων χαρακτηριστικών ιδεών του συγγραφέα, αναλαμβάνοντας απόλυτα την ευθύνη που μου αναλογεί τόσο ως προς την κατανόησή τους, όσο και ως προς την αναγκαία αναδιατύπωσή τους στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου.

Σταχυολόγηση ιδεών από το βιβλίο του Α. Χατζή


1. Το αίσθημα ελευθερίας σχετίζεται με την απουσία εμποδίων (ή απαγορεύσεων) στην ικανοποίηση των επιθυμιών μας. Βέβαια, η ιδέα μιας απόλυτης ελευθερίας είναι ουτοπική, καθώς πάντα υπάρχουν φυσικοί περιορισμοί που μας εμποδίζουν να πραγματοποιούμε οποιαδήποτε επιθυμία μας (για παράδειγμα, δεν μπορούμε να πετάξουμε χρησιμοποιώντας τα χέρια μας σαν φτερά). Αυτό που ο φιλελευθερισμός αντιμάχεται είναι οι κοινωνικοί περιορισμοί, και ιδιαίτερα οι έχοντες θεσμική ισχύ.

2. Η ελευθερία κατατάσσεται σε δύο κατηγορίες: «αρνητική» και «θετική».

Η αρνητική ελευθερία σχετίζεται με την απουσία καταναγκασμών και την άρση των τεχνητών εμποδίων (κυρίως, των θεσμικών απαγορεύσεων που περιορίζουν τα ατομικά δικαιώματα). Η ελευθερία του λόγου εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία δικαιωμάτων.

Η θετική ελευθερία αφορά το δικαίωμα στη διεκδίκηση των μέσων που απαιτούνται για την απόλαυση της «αρνητικής» ελευθερίας.

Πολλοί φιλελεύθεροι αρνούνται συνολικά τα θετικά δικαιώματα, καθώς η απόκτηση ενός τέτοιου δικαιώματος από έναν άνθρωπο συνεπάγεται την επιβάρυνση κάποιου άλλου με μία πρόσθετη υποχρέωση (π.χ., μέσω αύξησης της φορολογίας).

Τα μόνα κοινά(;) αποδεκτά θετικά δικαιώματα είναι εκείνα στην παιδεία και την υγεία, αγαθά που – κατά τον συγγραφέα τουλάχιστον – πρέπει να εξασφαλίζονται για όλους σε ένα φιλελεύθερο κράτος. (Το δικαίωμα στην εργασία δεν περιλαμβάνεται στην κατηγορία αυτή.)

3. Η κοινωνική αλληλεγγύη και το κοινωνικό κράτος δεν εντάσσονται στις προτεραιότητες των φιλελευθέρων, ούτε αντιπροσωπεύουν για εκείνους κοινά αποδεκτούς θεσμούς. Η όποια αλληλεγγύη θα πρέπει να βασίζεται σε ιδιωτική φιλανθρωπία και όχι σε κρατικό καταναγκασμό.

4. Σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση της ελευθερίας, η φιλελεύθερη άποψη συνοψίζεται ως εξής:

Το άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο να λειτουργεί κατά βούληση, αρκεί να μη βλάπτει κάποιο άλλο. Ως «βλάβη» εννοείται αποκλειστικά: (α) Μια χειροπιαστή, υλική βλάβη στο σώμα ή στην περιουσία ενός ατόμου. (β) Μια ακραία προσβολή της προσωπικότητας μέσω εξύβρισης ή συκοφαντίας.

Ειδικά, δεν δικαιολογείται οποιουδήποτε βαθμού θεσμικός περιορισμός στην ελευθερία του λόγου, ακόμα και αν αυτός είναι προσβλητικός, ρατσιστικός ή μισαλλόδοξος. (Αναπάντητο μένει το ερώτημα, κατά πόσον θα πρέπει να υπάρχει ποινική ευθύνη στην περίπτωση όπου ο μισαλλόδοξος λόγος προτρέπει σε τέλεση εγκληματικών πράξεων, κι ακόμα περισσότερο όταν οδηγεί εκεί...)

5. Κανένα αγαθό και καμία υπηρεσία δεν έχει προϋπάρχουσα, σταθερή αντικειμενική αξία εξαρτώμενη μόνο από εγγενή χαρακτηριστικά. Οι αξίες των πραγμάτων καθορίζονται αποκλειστικά με βάση τον συσχετισμό προσφοράς και ζήτησης. Η έννοια της «αξίας» στις συναλλαγές δεν έχει ηθικό κανονιστικό περιεχόμενο αλλά καθαρά πρακτικό νόημα. (Έτσι, π.χ., ως εκπαιδευτικός θα πρέπει να αξιολογούμαι απλά ως «πωλητής γνώσεων», ο δε μαθητής μου ως «καταναλωτής» τους...)

Γενικά, ο οικονομικός φιλελευθερισμός στέκεται περίπου σαρκαστικά απέναντι στην «ηθικιστική» – όπως την χαρακτηρίζει – κριτική περί «εμπορευματοποίησης των πάντων» και την άποψη ότι κάποια πράγματα απλώς δεν μπορούν να αποτιμηθούν.

6. Η οικονομική ελευθερία συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική ελευθερία. Ο εκδημοκρατισμός και η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας. (Σημειώνω, παρεμπιπτόντως, ότι απόλυτη «επιβεβαίωση» του παραπάνω δόγματος υπήρξε, ιστορικά, η περίοδος της διακυβέρνησης Pinochet στη Χιλή...)

Το ηθικό ζήτημα στον φιλελευθερισμό


Ως γενικότερη φιλοσοφική θεωρία, και όχι απλά ως οικονομικό σύστημα (όπως έχει καταλήξει να αντιμετωπίζεται), ο φιλελευθερισμός, ενώ ωθεί τον άνθρωπο στο να αναζητά όλο και περισσότερη ελευθερία, αποποιείται την ευθύνη της ηθικής διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου στη διαχείριση της ελευθερίας που αποκτά (θεωρώντας, ίσως, ότι αυτό είναι ζήτημα που θα πρέπει μάλλον να απασχολεί τη θρησκεία). Θα έλεγε κανείς ότι ο ηθικός προβληματισμός όχι μόνο απουσιάζει από τη φιλελεύθερη κοσμοθεωρία αλλά και αποτελεί ένα είδος «ταμπού» για τους θιασώτες της.

Πράγματι, αν αυτονόητα εξαιρέσουμε – όπως αναφέρθηκε νωρίτερα – την υλική βλάβη στο σώμα ή στην περιουσία, καθώς και την ακραία προσβολή της προσωπικότητας, ο μόνος γενικά αποδεκτός «ηθικός» κανόνας για τον φιλελευθερισμό είναι η απαγόρευση του περιορισμού της ελευθερίας. Ως εκ τούτου, αν η Πολιτεία θεσπίζει νόμους, τούτο δεν θα πρέπει απαραίτητα να γίνεται αποκλειστικά και μόνο με σκοπό να αποτραπεί το ενδεχόμενο της μετατροπής μιας κοινωνίας σε ζούγκλα αλλά (όσο κι αν αυτό ακουστεί υπερβολικό) για να προασπιστεί, υπό τους λίγους περιοριστικούς όρους που τέθηκαν πιο πάνω, ακόμα και αυτή τούτη η εφιαλτική δυνατότητα!

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ως φιλοσοφικό σύστημα, ο φιλελευθερισμός είναι η απόλυτη υπέρβαση της ηθικής. Δεν πρόκειται για μια «ηθικολογική» εκτίμηση αλλά για μια πραγματιστική διαπίστωση. Εξηγούμαι:

Το ηθικό ζήτημα στον άνθρωπο σχετίζεται με την ανθρώπινη συνείδηση και κωδικοποιείται από ένα σύστημα αρχών, τις οποίες ο καθένας χωριστά (και ανεξάρτητα από τους άλλους ανθρώπους) αποδέχεται και επί τη βάσει των οποίων επιλέγει να λειτουργεί ώστε να βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό του. Είναι ένα σύστημα που σχετίζεται με την ατομική συνειδητότητα και δεν ετεροκαθορίζεται. Δεν το υπαγορεύει, π.χ., κάποια θρησκεία, ούτε το επιβάλλουν κάποιες θεσμοποιημένες κοινωνικές συμβάσεις. Αντιπροσωπεύει, λοιπόν, έναν απόλυτα εξατομικευμένο αξιακό κώδικα.

Οι αρχές αυτές (και όχι οι νόμοι της κοινότητας!) υπαγορεύουν στον άνθρωπο να επιδιώκει μικρότερο βαθμό ικανοποίησης των προσωπικών του επιθυμιών – άρα, να εκχωρεί μέρος της ελευθερίας του – προκειμένου να δοθεί περισσότερος χώρος στην ικανοποίηση των επιθυμιών κάποιων συνανθρώπων του – άρα, εκ των πραγμάτων, να διευρυνθεί ο δικός τους βαθμός ελευθερίας.

Επιδιώκοντας, λοιπόν, τη μεγιστοποίηση της ελευθερίας μας θα πρέπει αναγκαία να ελαχιστοποιήσουμε το σύστημα των αρχών επί τη βάσει των οποίων (εμείς οι ίδιοι) επιλέγουμε να λειτουργούμε ως κοινωνικές μονάδες. Οριακά, η απόλυτη, η απεριόριστη ελευθερία μπορεί μόνο να επιτευχθεί αν μηδενίσουμε αυτό το σύστημα αρχών. Με άλλα λόγια, αν αφαιρέσουμε ολοκληρωτικά την ηθική διάσταση από τη ζωή μας κι από τη λειτουργία μας ως μέλη μιας κοινωνίας.

Ο φιλελευθερισμός διδάσκει το δικαίωμα στην απόλυτη ελευθερία χωρίς να θέτει ηθικές προϋποθέσεις (με τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις) για την διαχείρισή της («κακό» είναι μόνο ό,τι αναχαιτίζει την ίδια την ελευθερία). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ακραιφνής φιλελευθερισμός εξαιρεί τον ηθικό προβληματισμό από το σύστημα αρχών του. Δεν αποτρέπει, βέβαια, τον άνθρωπο από το να λειτουργεί «κατά συνείδηση»: κάτι τέτοιο ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί φιλελεύθερο! Από την άλλη – και αυτό είναι που έχει σημασία – αποφεύγει και να ενθαρρύνει το άτομο να συμβουλεύεται τη συνείδησή του προκειμένου να αποφασίζει, κάθε φορά, μέσα σε ποια όρια θα κάνει χρήση της ελευθερίας του. Είναι σαν να χαρίζεις σε κάποιον ένα γεμάτο περίστροφο χωρίς παράλληλα να του εξηγείς και τη σημασία της οριοθέτησης στην επιλογή των στόχων!

Όμως, η αληθινή ελευθερία είναι ζήτημα ατομικής συνειδητότητας, όχι υπόθεση συλλογικού θεσμικού πλαισίου. Σκοπός, λοιπόν, δεν θα πρέπει να είναι ο βίαιος περιορισμός της ελευθερίας του ανθρώπου (αυτό που ο φιλελευθερισμός ονομάζει – και ορθώς το αντιμάχεται – «παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων») αλλά ο μετασχηματισμός της ίδιας της ανθρώπινης συνείδησης ώστε αυτή να απελευθερωθεί από τα πραγματικά δεσμά της. Δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στα οποία κατέχουν, ενδεικτικά, η ματαιοδοξία, η αλαζονεία, ο εγωκεντρισμός, η πλεονεξία, ο άκρατος ανταγωνισμός, η μισαλλοδοξία...

Το βέβαιο είναι ότι κανένας νόμος και κανένα σύστημα κοινωνικών θεσμών δεν θα μπορέσουν ποτέ να προσδώσουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και να επιβάλουν ανθρώπινες ιδιότητες σε οποιονδήποτε. Ακόμα περισσότερο, στην κυνική οιονεί «χορεύτρια» της εναρκτήριας ιστορίας μας!

Aixmi.gr

Τα πρόσωπα του λαϊκισμού


1. Εισαγωγή


Αν κάποιος θέσει τη λέξη «λαϊκισμός» στη γνωστή μηχανή αναζήτησης του Διαδικτύου, θα ξανοιχτεί μπροστά του ένα από τα μεγαλύτερα και ζωηρότερα πολιτικά debates της εποχής. Υπάρχει, καταρχήν, σαφής ορισμός του λαϊκισμού, ή μήπως ο όρος δεν είναι καν εννοιολογικά δόκιμος; Κι αν όντως ο όρος αντιστοιχεί σε κάτι υπαρκτό, είναι αυτό τόσο κακό όσο του αποδίδεται; Και, μήπως εν τέλει κι ο ίδιος ο αντι-λαϊκισμός είναι μια άλλη όψη του λαϊκισμού, «πασπαλισμένη» με τη χρυσόσκονη της λεκτικής κομψότητας και του ακαδημαϊκού ύφους;

Το παρόν σημείωμα δεν ισχυρίζεται ότι διαθέτει γενικά αποδεκτές απαντήσεις. Θεωρούμε, όμως, χρήσιμο να συνοψίσουμε κάποια στοιχεία που ενδέχεται, αν μη τι άλλο, να βοηθήσουν στην αξιολόγηση μιας πολιτικής συμπεριφοράς ως προς το κατά πόσον εμπεριέχει ή όχι λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Τα στοιχεία που παρατίθενται αντανακλούν, ασφαλώς, απολύτως προσωπικές απόψεις και δεν διεκδικούν δάφνες οικουμενικότητας!

2. Τυπικά γνωρίσματα του λαϊκισμού


Τον λαϊκισμό δεν θα τον θεωρήσουμε εδώ ως πολιτική ιδεολογία αλλά ως πολιτική νοοτροπία και πρακτική. Ως τέτοια, μπορεί να παρεισφρέει σε κάθε ιδεολογική απόχρωση, νοθεύοντάς την, αποσυνθέτοντάς την και, σε ακραία περίπτωση, μετατρέποντάς την σε ιδεολογική διαστροφή!

Από εννοιολογική άποψη, ο λαϊκισμός δύσκολα επιδέχεται μονοσήμαντο και οικουμενικά αποδεκτό ορισμό. Για κάποιους, μάλιστα (μεταξύ αυτών, μερικοί ιδιαίτερα αξιόλογοι εκπρόσωποι του ακαδημαϊκού χώρου) αυτός τούτος ο όρος «λαϊκισμός» δεν είναι καν δόκιμος, αφού είναι παράγωγο μιας λέξης – «λαός» – με ασαφές περιεχόμενο και αμφίβολη εννοιολογική υπόσταση, που αντιπροσωπεύει απλά μια καθιερωμένη νοητική σύμβαση.

Παρακάμπτοντας τα δύσβατα μονοπάτια ενός γενικού ορισμού, θα αρκεστούμε στην καταγραφή των πλέον τυπικών γνωρισμάτων μιας πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται, γενικά, ως λαϊκιστική:

1. Η υποκριτική, δημαγωγική και – κατά κανόνα – πολιτικά ιδιοτελής χειραγώγηση του λαού μέσω κολακευτικής προς αυτόν ρητορείας.

2. Η υπεραπλούστευση των ζητημάτων, η ρηχότητα των θέσεων και η συστηματική αποφυγή μιας σοβαρής και αντικειμενικής προσέγγισης των πραγμάτων.

3. Η στόχευση κυρίως στο θυμικό της κοινωνίας, κι ελάχιστα έως καθόλου στη λογική.

4. Η καταφυγή σε μια εύκολη (συχνά, ακόμα και χυδαία) συνθηματολογία αντί μιας πραγματικής πολιτικής επιχειρηματολογίας.

5. Η μανιχαϊστική απεικόνιση της πραγματικότητας, βάσει της οποίας το δίπολο «καλού» – «κακού» αντιπροσωπεύεται, αντίστοιχα, από τον λαό και, απέναντί του, κάποιες δυνάμεις (ή πρόσωπα) που επιβουλεύονται τα πάσης φύσεως συμφέροντά του. Αυτό οδηγεί στην αναζήτηση (ή, εν ανάγκη, στην επινόηση) «εχθρών» του λαού και στη δαιμονοποίηση προσώπων, ιδεών ή καταστάσεων.

6. Η έντεχνη διαχείριση και πολιτική αξιοποίηση του μαζικού φόβου και – κυρίως – του μαζικού θυμού.

Το στοιχείο του θυμού είναι το πιο δόλιο κι επικίνδυνο όπλο του λαϊκισμού, ιδιαίτερα σε περιόδους εθνικών κρίσεων. Είναι, θα λέγαμε, η κερκόπορτα, η ανοιχτή πληγή, μέσα από την οποία ο λαϊκισμός εισβάλλει στη συλλογική κοινωνική συνείδηση αποζητώντας πολιτικά οφέλη. Η μεθόδευση αυτή απαιτεί δύο δεδομένα: (α) Μια κοινωνία επιρρεπή, λόγω ιδιαίτερων ιστορικών συγκυριών, στο θυμό. (β) Ένα πρόσωπο, μια κοινωνική ομάδα, ή ακόμα και μια ιδέα, που μπορούν να στοχοποιηθούν ως (εσωτερικοί ή εξωτερικοί) εχθροί των λαϊκών συμφερόντων και αποκλειστικά υπεύθυνοι για τα δεινά του λαού.

3. Όψεις του λαϊκισμού


Αν και, γενικά, τα εξωτερικά του γνωρίσματα είναι κοινά, ο λαϊκισμός παρουσιάζεται με διάφορες μορφές και κατηγοριοποιείται ανάλογα, σε συνάρτηση με τις πολιτικές, κοινωνικές ή άλλες συνθήκες της εποχής. Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Εθνικιστικός λαϊκισμός

Είναι η πιο επικίνδυνη και καταστροφική εκδοχή του λαϊκισμού, αφού ο συνδυασμός του με την εθνικιστική υπερβολή δημιουργεί ένα εν δυνάμει εκρηκτικό μείγμα που συχνά οδηγεί σε πολέμους ή εθνικές καταστροφές.

Η Ελλάδα βίωσε την εμπειρία μιας τέτοιας καταστροφής στον πόλεμο του 1897. Όμως, σε παγκόσμια κλίμακα, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την άνοδο της ναζιστικής Γερμανίας και τη δεύτερη μεγάλη παγκόσμια τραγωδία του εικοστού αιώνα, που επακολούθησε. Με τη γνωστή εμπρηστική εθνικιστική τους ρητορεία, οι ναζί κατάφεραν να χειραγωγήσουν τον γερμανικό λαό, αξιοποιώντας πολιτικά την πικρία των Γερμανών για τον ταπεινωτικό τρόπο με τον οποίο είχε επισφραγισθεί η ήττα της χώρας στο Μεγάλο Πόλεμο (1914–1918), αλλά και την εξάντληση της κοινωνίας από τις συνέπειες μιας ακραίας οικονομικής κρίσης.

Ο Χίτλερ είχε δείξει από νωρίς τις προθέσεις του για το ποιους θα επρόκειτο να στοχοποιήσει ως «εχθρούς» του Τρίτου Ράιχ, δαιμονοποιώντας την εβραϊκή φυλή στο σύνολό της και ορίζοντάς την αυθαίρετα ως αποκλειστικά υπεύθυνη για δεινά της Γερμανίας. Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε καλά...

Αντισυστημικός λαϊκισμός

...Όπου ως «σύστημα» νοείται κάποια ελίτ, μια κατεστημένη – και, κατά μία έννοια, προνομιούχα – κοινωνική τάξη που προβάλλεται ως πόλος ανισοτικής σχέσης απέναντι στο λαό.

Ως πρόσφατο παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, και η ενθρόνισή του στο Λευκό Οίκο. Ο Τραμπ αξιοποίησε έξυπνα την αγανάκτηση μιας μεγάλης μερίδας Αμερικανών για τις καταχρήσεις και τις ακρότητες της λεγόμενης «πολιτικής ορθότητας», την οποία είχε κατορθώσει να επιβάλει η ακαδημαϊκή ελίτ στην αμερικανική κοινωνία. Πατώντας, επί πλέον, στο πρόβλημα της ανεργίας, στοχοποίησε ως κύριο (αν όχι αποκλειστικό) αίτιο τους μετανάστες που διαμένουν στη χώρα. Το ότι μελέτες έγκριτων αναλυτών κατέδειξαν ότι άλλα ήταν τα αίτια της οικονομικής ύφεσης, μάλλον δεν φαίνεται να επηρέασε τον μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο (αν και, πρέπει να σημειώσουμε, ο Τραμπ πήρε σε εθνικό επίπεδο λιγότερες ψήφους από την ηττηθείσα αντίπαλό του!).

Για τον εγχώριο αντισυστημικό λαϊκισμό δεν απαιτείται να πούμε πολλά, αφού την πραγματικότητά του βιώνουμε εδώ και κάποια χρόνια, από το ξεκίνημα της παρούσας οικονομικής κρίσης. Οι δυνάμεις του λαϊκισμού αξιοποίησαν στο έπακρο την αγανάκτηση του κοινωνικού συνόλου για τις συνέπειες της κρίσης (απέναντι στην οποία η κοινωνία βρέθηκε απόλυτα απροετοίμαστη), καθώς και τους φόβους των ανθρώπων για τα πιθανά αποτελέσματα μιας παγκόσμιας φιλελευθεροποίησης της οικονομίας.

Ως «εχθροί του λαού» (συστατικό εκ των ων ουκ άνευ σε κάθε λαϊκιστική πολιτική) ορίστηκαν οι εταίροι και δανειστές και οι «ντόπιοι εκπρόσωποί τους», το μνημόνιο (και όσοι εξέφρασαν υποστηρικτικές απόψεις για την αναγκαιότητά του), τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα», κλπ.

«Φιλελεύθερος» λαϊκισμός

Ο τύπος αυτός πολιτικού λαϊκισμού (αναφέρομαι πάντα στην Ελλάδα) βρίσκεται στον αντίποδα του αντισυστημικού. Είναι κομψότερος, πιο επεξεργασμένος κι εξευγενισμένος. Έχει ρητορική κοσμιότητα κι ακαδημαϊκή ευπρέπεια. Οι διακηρυγμένοι στόχοι του είναι η «μεταρρύθμιση» και ο «εκσυγχρονισμός» της χώρας, έτσι ώστε αυτή – σύμφωνα με το αφήγημα – να σταθεί επάξια δίπλα στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες της ηπείρου.

Ισχυρίζεται ότι κατέχει τα μέσα ώστε να επιτύχει τους στόχους του, ουδείς όμως γνωρίζει ποια ακριβώς είναι η μαγική συνταγή! Εν τούτοις, η πολιτική αυτή – θα πρέπει να αναγνωρίσουμε – πατάει πάνω σε υπαρκτές παθογένειες της χώρας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα της. Και αξιοποιεί επιτυχώς την αγανάκτηση της κοινωνίας για τις διαχρονικές καταχρήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και για τα φαινόμενα δυσλειτουργικότητας και διαφθοράς του δημοσίου.

Ως «εχθρό της κοινωνίας», ο φιλελεύθερος λαϊκισμός στοχοποιεί συλλήβδην τους δημόσιους λειτουργούς της χώρας (οι όποιοι συγκυριακοί διαχωρισμοί σε «καλούς» και «κακούς» λειτουργούς είναι εντελώς προσχηματικοί), τους οποίους χαρακτηρίζει στο σύνολό τους ως «τεμπέληδες», «άχρηστους», «κηφήνες» και «πελάτες» του πολιτικού συστήματος (λησμονώντας βολικά ότι το λεγόμενο «πελατειακό κράτος» δεν είναι, αποκλειστικά, δημιούργημα του παρόντος συστήματος εξουσίας...).

Από την άλλη πλευρά, «χαϊδεύει» τα αυτιά των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα εκφράζοντας «πόνο» για την επισφαλή τους θέση στην αγορά εργασίας, ενώ την ίδια στιγμή θεοποιεί τους σκληρούς (συχνά απάνθρωπους) κανόνες της ελεύθερης αγοράς και αγωνίζεται σταθερά για την αύξηση της «ευελιξίας» της!

4. Η ευθύνη της κοινωνίας


Λένε, και σωστά, πως «το ταγκό θέλει δύο». Τούτο σημαίνει, εν προκειμένω, ότι λαϊκισμός δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχαν κοινωνίες δεκτικές στις μεθοδεύσεις του. Κι αυτό που τις κάνει δεκτικές και αποτελεί την πύλη εισόδου του μικροβίου του λαϊκισμού είναι η ευπάθειά τους στα κηρύγματα μίσους των επιτήδειων της πολιτικής. Ιδιαίτερα σε περιόδους εθνικών κρίσεων που επιφέρουν ανέχεια, ακόμα περισσότερο αν αυτή συνοδεύεται από εθνική ταπείνωση.

Ο λαϊκισμός είναι, ίσως, η μεγαλύτερη παθογένεια του δικομματικού συστήματος. Αν, εν τούτοις, το πολιτικό αυτό σύστημα είναι αναπόφευκτη πραγματικότητα σε μια δεδομένη δημοκρατία (όπως, π.χ., στις ΗΠΑ και – δυστυχώς ακόμα – στη χώρα μας), τότε το αποτελεσματικότερο αντίδοτο ενάντια στον λαϊκισμό είναι η σωστή ενημέρωση (αποφεύγω να πω «καθοδήγηση», γιατί ο όρος είναι εν δυνάμει παρεξηγήσιμος).

Πέραν, όμως, από τον αδιαμφισβήτητα σημαντικό ρόλο των μέσων ενημέρωσης, απαιτείται οι ίδιες οι κοινωνίες να ωριμάσουν και να αποβάλουν τις όποιες βολικές κι ευχάριστες ψευδαισθήσεις. Μαγικές συνταγές και εύκολες λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα δεν υπάρχουν, και όποιοι τις ευαγγελίζονται απλά επιχειρούν να παραπλανήσουν τους ψηφοφόρους, με κίνητρα ιδιοτελή (που σ’ αυτή τη χώρα κατά κανόνα βαφτίζονται «εθνικά»).

Και, πρώτιστο γνώρισμα μιας ώριμης κοινωνίας είναι η ικανότητα υπέρβασης του εγωκεντρισμού των επιμέρους στοιχείων που την αποτελούν – σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης – προς όφελος του συνόλου. Είτε πρόκειται για άτομα, για κοινωνικές ομάδες ή για επαγγελματικές συντεχνίες.

Υπάρχει πολιτικό κόμμα που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας τέτοιας προσπάθειας εθνικής υπέρβασης; Δεν φαίνεται, προς το παρόν, στον ορίζοντα. Θα το αναδείξει, ίσως, η ίδια η κοινωνία. Αν κάποτε καταστεί άξιά του...

Aixmi.gr

Όταν η «πολιτική ορθότητα» γίνεται μπούμερανγκ...



Μια προσωπική εξομολόγηση


Την Αμερική τη γνώρισα από κοντά στη διάρκεια της οκταετίας Ronald Reagan. Και η συγκυρία αυτή ελάχιστα συνέβαλε στην άμβλυνση της αντιπάθειας που έτρεφα για τους Ρεπουμπλικάνους. Δεν μπορούσα να αγνοήσω ότι από τους κόλπους τους αναδείχθηκε το σκότος του Μακαρθισμού. Και δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω την υποστήριξή τους σε αντιδημοκρατικά και αιμοσταγή καθεστώτα, όπως αυτό του Πινοσέτ...

Με ενοχλούσε ο υπέρμετρος συντηρητισμός τους που, σε κάποιες περιπτώσεις, είχε εμφανή στοιχεία οπισθοδρόμησης (όπως, π.χ., η προσπάθεια του Reagan να ακυρώσει προοδευτικές και φιλελεύθερες κοινωνικές κατακτήσεις, προωθώντας τα πιο ακραία συντηρητικά στοιχεία ως υποψήφια μέλη για το Ανώτατο Δικαστήριο). Κι ελάχιστη συμπάθεια έτρεφα για τον κυνικό νεοφιλελευθερισμό των Ρεπουμπλικάνων, που υποβάθμιζε την αξία της κοινωνικής μέριμνας οδηγώντας στον περιορισμό του κράτους πρόνοιας και, εν τέλει, στον κοινωνικό δαρβινισμό.

Όμως, παρά τη γενική συμπάθειά μου για τους Δημοκρατικούς, κάθε άλλο παρά αποδεχόμουν την ιδεολογία τους στο σύνολό της. Ο δημοκρατικός φιλελευθερισμός τους, αντίβαρο αρχικά στον συντηρητικό υπερεθνικισμό των Ρεπουμπλικάνων, ανέδειξε μια μορφή ιδεολογικής δικτατορίας (αν όχι ιδεολογικού φασισμού) που προσέδωσε στον όρο «φιλελεύθερος» το χαρακτήρα οξύμωρου, αφού καταργούσε στην πράξη την ίδια την – ιερή για τους Αμερικανούς – ελευθερία του λόγου. Αναφέρομαι στην αμφιλεγόμενη ιδεολογία και πρακτική της «πολιτικής ορθότητας» (political correctness), μιας ιδέας όχι λιγότερο οπισθοδρομικής από εκείνες ενάντια στις οποίες μάχεται, υποτίθεται, το κόμμα των Δημοκρατικών.

Αυτή τους η διαχρονική και ολοένα αυξανόμενη εμμονή με την «πολιτική ορθότητα» γύρισε, τελικά, μπούμερανγκ στους Δημοκρατικούς στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές, τις οποίες έχασαν από τον εκπρόσωπο του πιο χυδαίου αντισυστημικού λαϊκισμού. Η άποψη δεν είναι του γράφοντος αλλά μιας σειράς Αμερικανών πολιτικών αναλυτών, κείμενα των οποίων έτυχε να διαβάσω τελευταία. Παρουσιάζω μια σύνθεση των απόψεών τους, επιλέγοντας τα στοιχεία εκείνα που μου φάνηκαν περισσότερο σημαντικά κι ενδιαφέροντα.

Γιατί νίκησε ο Trump


Πολλοί θα πουν ότι ο Donald Trump νίκησε γιατί κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το άγχος της εργατικής τάξης για την ανεργία που ολοένα επιδεινώνεται από τη μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση. Για άλλους, η νίκη του οφείλεται στο κάθε άλλο παρά δημοφιλές προφίλ της αντιπάλου του. Κάποιοι ακόμα θα ισχυριστούν ότι ήρθε η ώρα να πετάξει τη δημοκρατική της μάσκα η Αμερική και να αποκαλύψει το αληθινά ρατσιστικό της πρόσωπο!

Υπάρχει, όμως, και μία ιδιαίτερη παράμετρος της νίκης του Trump που θα ήταν λάθος να αγνοηθεί. Για κάποιους αναλυτές είναι ίσως η σημαντικότερη. Αναφέρομαι στην κούραση μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας από την τυραννία της πολιτικής ορθότητας σε κάθε απόπειρα έκφρασης δημόσιας γνώμης, από την καφετέρια της γειτονιάς ως τη Βουλή των Αντιπροσώπων και το εθνικό δίκτυο τηλεόρασης. Ο Trump νίκησε, κατά τους αναλυτές, επειδή ακριβώς έπεισε τον μέσο Αμερικανό ότι θα τον απάλλασσε μια και καλή από την πολιτική ορθότητα. Και η ιδέα αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε, το κλειδί της επιτυχίας του.

Η αμερικανική Αριστερά υπέπεσε σε ένα σοβαρό πολιτικό λάθος. Στην προσπάθειά της να πολεμήσει τον ρατσισμό, εισήγαγε νέες μορφές του. Κατέταξε τους πάντες σε διακριτές κοινωνικές ομάδες και στη συνέχεια είπε στα μέλη κάποιας από αυτές – τους λευκούς άντρες με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης – πως η ομάδα τους είναι η μόνη «κακή». Τους χλεύασε ανελέητα χαρακτηρίζοντάς τους «οπισθοδρομικούς» και στιγματίζοντάς τους ως «ρατσιστές» ή «σεξιστές». Ακόμα και τα video-παιχνίδια τους αποτέλεσαν αντικείμενο αφ’ υψηλού ειρωνείας!

Η αμφισβήτηση της ελευθερίας του λόγου έχει πάντα κόστος, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία σαν την αμερικανική. Η προεδρία πήγε, τελικά, σ’ εκείνον που, κατά τους υποστηρικτές του, «δεν φοβόταν να πει ανοιχτά τη γνώμη του». Κάποιον που αντιπροσώπευε «όσα δεν μπορούσαν εκείνοι να πουν»...

Τι είναι «πολιτική ορθότητα»


Σε αντίθεση με μια συνήθη, μονομερή αντίληψη του όρου, η πολιτική ορθότητα δεν περιορίζεται σε ζητήματα που άπτονται φυλετικών ή σεξουαλικών ευαισθησιών. Συνίσταται, γενικά, στον αποκλεισμό κοινών εκφράσεων ή πρακτικών που θα μπορούσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να προσβάλουν οποιοδήποτε μέλος μιας πλουραλιστικής κοινωνίας. Βέβαια, το τι προσβάλλει κάποιον είναι κατά βάση προσωπική υπόθεση – αν κανείς εξαιρέσει ένα σύνολο αυτονόητα απορριπτέων συμπεριφορών που, κατά κοινή παραδοχή, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας.

Αν και οι προθέσεις της δείχνουν καταρχήν αγαθές (ποιος θεωρεί «καλό πράγμα» το να προσβάλλει τον συνάνθρωπό του;) η πολιτική ορθότητα κατάντησε μάστιγα που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης και, σε ακραίες περιπτώσεις, στιγματίζει ανεξίτηλα τις υπολήψεις εκείνων που την παραβιάζουν. Επιβάλλει ένα ολοένα διευρυνόμενο «λεξικό» απαγορευμένων εκφράσεων που, αν κάποιος δεν ενημερώνεται έγκαιρα για τις τακτικές επικαιροποιήσεις του, κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια μιας άτυπης «αστυνομίας σκέψης» και να αποκομίσει ετικέτες που κυμαίνονται από αυτή του οπισθοδρομικού έως εκείνη του ρατσιστή, του σεξιστή ή του φασίστα.

Σύμφωνα με στατιστικές, 60% των Αμερικανών – διπλάσιοι Ρεπουμπλικάνοι σε σύγκριση με τους Δημοκρατικούς – θεωρούν ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα από τα σημαντικά προβλήματα στις ΗΠΑ. Μόνο ένα 18% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι η χώρα τους δεν είναι όσο θα 'πρεπε «πολιτικά ορθή»...

Πολιτική ορθότητα στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση


Στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η πολιτική ορθότητα έχει επιβάλει περιορισμούς στην έκφραση που αρχίζουν να προκαλούν ασφυξία στους φοιτητές και στο καθηγητικό προσωπικό. Μέχρι το 2013, το «Γραφείο για τα Πολιτικά Δικαιώματα» του Υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ όριζε ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου (κυρίως σε ό,τι αφορά το λόγο) θα έπρεπε να κριθεί ως «αντικειμενικά προσβλητική» με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, προτού κάποιος αποκτήσει το δικαίωμα να υποβάλει μια ανώνυμη καταγγελία εναντίον του ατόμου αυτού.

Το 2013, εν τούτοις, η κυβέρνηση Obama άλλαξε τα δεδομένα. Σύμφωνα με μια νέα αντίληψη, το τι είναι προσβλητικό καθορίζεται με βάση τις προσωπικές ευαισθησίες του καθενός και δεν υπόκειται σε αντικειμενική αξιολόγηση. Με άλλα λόγια, ο κάθε φοιτητής μπορεί να βασίζεται στα προσωπικά του – και, ως εκ τούτου, απόλυτα υποκειμενικά – κριτήρια για να ορίσει ως προσβλητικό ένα σχόλιο από έναν συμφοιτητή ή έναν καθηγητή του και να υποβάλει, έτσι, μια ανώνυμη καταγγελία. Πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ έσπευσαν να συμμορφωθούν με αυτή την παράλογη απαίτηση, από το φόβο κυρώσεων.

Ποια είναι η τύχη ενός ατόμου που πέφτει θύμα ανώνυμης καταγγελίας για παραβίαση πολιτικής ορθότητας; Σύρεται ως κοινός κακούργος σε διάφορες εξεταστικές επιτροπές, χωρίς το δικαίωμα να αντικρίσει τον καταγγέλλοντα, ούτε καν να πληροφορηθεί το όνομά του. Επειδή και μόνο κάποιος φοιτητής, ή κάποια ομάδα φοιτητών, θεώρησαν ένα σχόλιό του ως «μη αποδεκτό»... Και, φυσικά, ας μην ξεχνούμε και τους αμείλικτους «δικαστές» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που πρόθυμα θα συνταχθούν με τους «θιγόμενους»!

Και ο παραλογισμός δεν έχει τέλος: Πριν το ξεκίνημα του ακαδημαϊκού τετραμήνου, ο καθηγητής ενός μαθήματος οφείλει να προβλέψει ποια στοιχεία του μαθήματος θα μπορούσαν να προκαλέσουν τις προσωπικές ευαισθησίες ενός φοιτητή, και να εκδώσει σχετική προειδοποίηση. Αν αμελήσει να το πράξει, είναι θεωρητικά δυνατό να αντιμετωπίσει τις καθιερωμένες καταγγελίες. Ή απλά, την οργή κάποιων φοιτητών του...

Υπερβολές της πολιτικής ορθότητας


Η πολιτική ορθότητα στην Αμερική συχνά φτάνει στα άκρα προκειμένου να υπηρετήσει τους σκοπούς της. Το ερώτημα «πού γεννηθήκατε;» πρέπει να αποφεύγεται, επειδή μπορεί να εκληφθεί ως έμμεση αμφισβήτηση αμερικανικής καταγωγής. Το «πόσον καιρό εργάζεστε εδώ;» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπαινιγμός για την ηλικία κάποιου. Το «πολίτης των ΗΠΑ» είναι προτιμότερο από το «Αμερικανός», αφού το δεύτερο υπονοεί ότι οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα της αμερικανικής ηπείρου…

Για πολλούς Αμερικανούς, η κατάχρηση πολιτικής ορθότητας ακουμπά ενοχλητικά ακόμα και πάνω σε αγαπημένες παραδόσεις. Για παράδειγμα, το «Καλές Γιορτές» είναι πιο δόκιμο από το «Καλά Χριστούγεννα», αφού το δεύτερο συνιστά de facto διαχωρισμό των ανθρώπων με βάση τα θρησκευτικά τους «πιστεύω». Ένα σχολείο στο Connecticut επιχείρησε να απαγορεύσει τις αποκριάτικες στολές, θεωρώντας ότι κάποια παιδιά με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές θα μπορούσαν να αισθανθούν ξένα ως προς το έθιμο. Την πολιτική αυτή του σχολείου ανέτρεψαν, τελικά, μερικοί εξαγριωμένοι γονείς μαθητών!

Η πολιτική μη-ορθότητα ως εργαλείο πολιτικής


Η ρητορική ενάντια στην πολιτική ορθότητα χρησιμεύει συχνά ως εργαλείο αποπροσανατολισμού των Αμερικανών ψηφοφόρων από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας τους, στοχεύοντας ευθέως στους βαθύτερους και σκοτεινότερους φόβους τους για ανθρώπους που είναι διαφορετικοί.

Την ώρα που μιλούν για τους «μετανάστες που κλέβουν τις δουλειές» των Αμερικανών, κάποιοι πολιτικοί επιχειρούν να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από πραγματικά δεδομένα, όπως π.χ. το γεγονός ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών, η εισροή Λατίνων μεταναστών εργατών στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία 25 χρόνια είχε πολύ μικρή επίπτωση στην ανεργία, σε σύγκριση με τη μετακίνηση ενός σημαντικού αριθμού εργοστασίων στο εξωτερικό, ή τις επαναλαμβανόμενες υφέσεις της εθνικής οικονομίας. Έτσι, ενώ παρακολουθεί κάποιος με ενδιαφέρον τον Trump να ζητά την κατασκευή τείχους που θα αποτρέψει τη μετανάστευση, ελάχιστα προσέχει ότι οι πραγματικοί λόγοι απώλειας θέσεων εργασίας και οικονομικής αστάθειας δεν θίγονται καν...

Κάνει κακό, τελικά, ο Trump στην πολιτική ορθότητα;


Η πολιτική ορθότητα είναι ένας άγραφος και συνεχώς εμπλουτιζόμενος κώδικας απαγορευμένης έκφρασης και πρακτικής. Για πολλούς Αμερικανούς, ο κώδικας αυτός στραγγαλίζει την ελευθερία του λόγου, τιμωρώντας παράλληλα τους «παραβάτες» με τη ρετσινιά της οπισθοδρομικότητας και της μισαλλοδοξίας. Η αντίδραση απέναντι στο φαινόμενο έφερε, έτσι, στην εξουσία κάποιον που υποσχέθηκε πως θα καταργήσει την πολιτική ορθότητα στην πράξη.

Όμως το μπούμερανγκ αλλάζει σιγά-σιγά κατεύθυνση, στοχεύοντας τώρα τους ίδιους τους πολέμιους της πολιτικής ορθότητας. Γιατί, στην ανάγκη τους να δουν να σπάζουν τα (συχνά παράλογα) ταμπού της, έκαναν ένα σοβαρό λάθος. Ανάθεσαν το έργο σε έναν άνθρωπο τόσο απεχθή και χυδαίο ώστε τα ταμπού αυτά να φαντάζουν και πάλι λογικά και αναγκαία! Ο φυσικός νόμος δράσης–αντίδρασης λειτουργεί πάντα αμφίδρομα. Ακόμα και στην πολιτική...

Με όλα τα παραπάνω δεν επιχειρούμε, φυσικά, να αποδείξουμε ότι η πολιτική ορθότητα υπήρξε ο πλέον καθοριστικός παράγοντας στις αμερικανικές εκλογές. Είναι όμως κάτι που δεν πρέπει να αγνοείται αν κάποιος θέλει να έχει την πλήρη εικόνα των πραγμάτων και να δώσει την ακριβέστερη δυνατή ερμηνεία στο αποτέλεσμα.

Για το οποίο αποτέλεσμα, παρεμπιπτόντως, πολλοί αισθανθήκαμε έκπληξη ανάμικτη με απογοήτευση. Και για το οποίο κάποιοι άλλοι, σε αυτήν εδώ τη χώρα, ανεξήγητα επιχαίρουν...

Aixmi.gr

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΒΗΜΑ - Η Σμύρνη, η μνήμη και το μήνυμα για το σήμερα


Συζήτηση της Μιμής Ντενίση με τον Παύλο Παπαδόπουλο στο ΒΗΜΑgazino

Η Μιμή Ντενίση βρίσκεται από την ημέρα των Χριστουγέννων στη Θεσσαλονίκη, όπου πρωταγωνιστεί στο έργο «Σμύρνη μου αγαπημένη» σε ένα κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής. Είναι η μεγαλύτερη θεατρική επιτυχία των τελευταίων δεκαετιών, που μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη έπειτα από δυόμισι σεζόν στην Αθήνα, στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Η κυρία Ντενίση δεν πρωταγωνιστεί απλώς, αλλά έγραψε και σκηνοθέτησε το έργο. Το καλοκαίρι του 2017 το έργο αυτό θα γίνει αγγλόφωνη ταινία, στην οποία, εκτός από την ίδια τη Μιμή Ντενίση, θα πρωταγωνιστούν ο Ίαν Μακ Κέλεν, η Βανέσα Ρεντγκρέιβ και η Ολυμπία Δουκάκη. Γιατί, όμως, άλλη μια συνέντευξη με τη Μιμή Ντενίση για τη «Σμύρνη», μετά μάλιστα και το εξώφυλλο στο BHMAgazino των Χριστουγέννων του 2015; Διότι το έργο αυτό, πέρα από ένα θεατρικό φαινόμενο, είναι παράλληλα μια απροσδόκητη κατάθεση στην εθνική αυτογνωσία. Ξεχάστε τη μεγάλη σταρ, τη λάμψη, τα κοστούμια, τα σκηνικά και την υπερπαραγωγή που οργάνωσε η συγγραφέας και πρωταγωνίστρια μαζί με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του «Ελληνικού Κόσμου» Θρασύβουλο Γιάτσιο. Οσοι είδαν ή θα δουν τη «Σμύρνη» θα τα απολαύσουν και θα τα χορτάσουν όλα αυτά και μάλιστα με το παραπάνω. Αλλά η δύναμη και η απήχηση της «Σμύρνης» προέρχεται από τις ομοιότητες, τις αντιστοιχίες, τις παραλληλίες εκείνης της εποχής με τη σημερινή, οι οποίες αποκαλύπτονται μέσα από μια εμπνευσμένη και γρήγορη πλοκή. Η «Σμύρνη» ταράζει τον Έλληνα θεατή γιατί, πέρα απ' όλα, είναι μια προειδοποίηση ότι η Ελλάδα και ο ελληνισμός βρίσκονται και σήμερα εγκλωβισμένοι στην επανάληψη των ίδιων ψευδαισθήσεων, των ίδιων διχασμών και των ίδιων λαθών. Στο πλαίσιο αυτό, μια συζήτηση με τη Μιμή Ντενίση για τη Σμύρνη (και όχι με αφορμή τη «Σμύρνη»), μια συνέντευξη με στόχο την εξήγηση αυτών των παράξενων συναισθημάτων που προκαλεί αυτό το έργο-φαινόμενο, θεωρήσαμε ότι είναι όχι μόνο μια εύστοχη δημοσιογραφική επιλογή, αλλά ταυτόχρονα μια υποχρέωση του BHMAgazino προς τους αναγνώστες του.

Κυρία Ντενίση, παρακολούθησα τρεις φορές το έργο σας «Σμύρνη μου αγαπημένη» για έναν και μόνο λόγο: Πέρα από μια σπουδαία θεατρική παραγωγή, το έργο αυτό με έχει ανησυχήσει και προβληματίσει πολύ. «Σας ευχαριστώ που δείχνετε τέτοιο ενδιαφέρον για το έργο. Αλλά τι εννοείτε ακριβώς όταν λέτε ότι σας έχει ανησυχήσει;».

Βλέποντας την αναβίωση της Σμύρνης, την ακμή και την καταστροφή της μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας, το μυαλό μου βρισκόταν συνεχώς στο σήμερα. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι οι πρώτες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα και οι πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα έχουν αντιστοιχίες και ομοιότητες. Τότε, όπως και τώρα, υπάρχει μια Μεγάλη Ιδέα. Τότε ήταν η μεγέθυνση του ελληνικού κράτους. Σήμερα ήταν και είναι η εδραίωση του ελληνικού κράτους στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. «Δεν ήταν η πρόθεσή μου να αναδείξω τις όποιες ομοιότητες. Θα σας πω, όμως, ότι κι εγώ αλλά και πολλοί θεατές διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται το έργο με τη σημερινή εποχή. Η ρευστότητα και η αβεβαιότητα των διεθνών μεταβολών, η κρίση και ο διχασμός αλλά και το κλίμα του εφησυχασμού ότι "τίποτα δεν θα γίνει τελικά" είναι ανησυχητικά όμοιο. Μάλιστα, αυτή η διαπίστωση γίνεται όλο και πιο έντονη όσο προχωρούν τα χρόνια. Ήταν ασθενέστερη το 2014, όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε το έργο, και εντονότερη σήμερα».

Στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως και τώρα, διαπιστώνουμε την αποτυχία όλων των πολιτικών δυνάμεων να διαχειριστούν τη «Μεγάλη Ιδέα» της εποχής τους. Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση συνθηκών διχασμού και η πρόκληση ρήξης στις σχέσεις με τους Συμμάχους και εταίρους. Η ρήξη με τους Συμμάχους οδήγησε τότε στη Μικρασιατική Καταστροφή. «Συμφωνώ με την παρατήρησή σας. Πράγματι, η ρήξη με τους Συμμάχους έφερε την Καταστροφή. Η πορεία προς την Καταστροφή, όμως, είχε οριοθετηθεί και προσδιοριστεί από συγκεκριμένες νοοτροπίες και από αποφάσεις που χαρακτήρισαν όλη την προηγούμενη περίοδο. Δεν ήταν ακριβώς κεραυνός εν αιθρία».

Ορίστε, λοιπόν, άλλη μια ομοιότητα. Και σήμερα βλέπουμε νοοτροπίες και αποφάσεις που μας σπρώχνουν διαρκώς κοντά στη ρήξη. Αν τελικώς προκαλέσουμε με τις αποφάσεις μας μια νέα ρήξη με τη Δύση, τότε η οικονομική κρίση μπορεί να οξυνθεί, να μετεξελιχθεί και να ξεσπάσει σε μια νέα εθνική καταστροφή. Γιατί δεν μαθαίνουμε από την Ιστορία μας; «Δεν μαθαίνουμε από την Ιστορία μας γιατί δεν την ξέρουμε. Και δεν την ξέρουμε γιατί προσπαθούν πολλοί για να μην τη μάθουμε. Γι' αυτό εκδηλώνεται το φαινόμενο να μαθαίνουμε για ένα ιστορικό γεγονός και να αντιδρούμε με απορία: "Μα, συνέβη τέτοιο πράγμα;". Εγώ που είμαι πτυχιούχος του Ιστορικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν αποφάσισα να γράψω το έργο "Σμύρνη μου αγαπημένη", συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα τίποτα για την πραγματική Ιστορία της Σμύρνης, για τις αποφάσεις και τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταστροφή της. Έπρεπε να προχωρήσω σε ιστορική έρευνα και να συνδέσω πολλές και διαφορετικές μελέτες και μαρτυρίες για να σχηματίσω μια ολοκληρωμένη εικόνα».

Τι θα μπορούσε να αποτρέψει τη Μικρασιατική Καταστροφή; «Το σχέδιο. Το εθνικό σχέδιο για τη Μικρασιατική Εκστρατεία είναι αυτό που θα μπορούσε να αποτρέψει τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αντίθετα, όλα έγιναν παρορμητικά, χωρίς εθνική συνεννόηση και χωρίς ρεαλιστική αξιολόγηση των σχέσεών μας με τους Συμμάχους. Πράττουμε χωρίς τις απαραίτητες πειθαρχίες, χωρίς τον επιβεβλημένο σχεδιασμό, αλλά και χωρίς να απαιτούμε τα αντίστοιχα ανταλλάγματα για τη δράση και τη συμβολή μας σε κοινούς σκοπούς. Ορίστε άλλη μια ομοιότητα. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα σε ό,τι αφορά την προσπάθεια για τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, του κράτους και της Δημοκρατίας μέσα στο σύγχρονο δυτικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο, κάτι που όπως είπατε είναι η "Μεγάλη Ιδέα τού σήμερα". Δεν έχουμε σχέδιο. Δεν έχουμε θέσεις. Δεν έχουμε πειθαρχία. Δεν έχουμε συνεννόηση. Πώς πιστεύουμε, λοιπόν, ότι θα πετύχουμε και θα αποτρέψουμε πιθανές δυσάρεστες εξελίξεις;».

Συγκεκριμένα τι έπρεπε να είχε γίνει τότε; «Οι Σύμμαχοι ικέτευαν την Ελλάδα να συμμετάσχει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συμμετοχή της Ελλάδας ήταν κρίσιμη γιατί ενέτασσε τη Θεσσαλονίκη μέσα στους συμμαχικούς σχεδιασμούς. Η Ελλάδα αποφάσισε να συμμετάσχει, βλέποντας στο βάθος το "αντάλλαγμα" της εξασφάλισης των εδαφών από τους Βαλκανικούς Πολέμους και της επέκτασης στη Θράκη, στο Αιγαίο και στη Μικρά Ασία. Αλλά δεν ζήτησε ρητό αντάλλαγμα, γραπτές δεσμεύσεις, συγκεκριμένη στρατιωτική βοήθεια. Προχωρήσαμε παρορμητικά. Ήρθαν τα πρώτα οφέλη. Η Ελλάδα διπλασίασε το έδαφός της. Αποφάσισε να συνεχίσει να προχωρά και να διεκδικεί εδάφη με τον ίδιο παρορμητισμό. Χωρίς εξασφαλίσεις, χωρίς δεδομένη βοήθεια. Οι νίκες του στρατού διαδέχονταν η μία την άλλη. Όμως γίναμε θύματα της επιτυχίας μας».

Τι εννοείτε; «Το κάθε βήμα επέβαλλε ένα επόμενο βήμα. Και κάναμε το κάθε επόμενο βήμα, χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις της επιτυχίας του. Κάποια στιγμή φτάσαμε σε ένα κρίσιμο βήμα, την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Το βήμα αυτό ενεργοποίησε δυνάμεις ανεξέλεγκτες που εν πολλοίς προσδιόρισαν τις εξελίξεις οι οποίες οδήγησαν στο 1922. Βρισκόμαστε στην άνοιξη του 1919. Οι Ιταλοί ήταν έτοιμοι να καταλάβουν εκείνοι τη Μικρά Ασία. Είχαν μάλιστα αποβιβαστεί πολύ κοντά στη Σμύρνη. Οι Άγγλοι ζήτησαν από τον Βενιζέλο να στείλει πρώτος τον ελληνικό στρατό στη Σμύρνη για να προλάβει τους Ιταλούς. Ο Βενιζέλος το έκανε και ο ελληνικός στρατός έφτασε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου 1919. Αλλά δεν ζήτησε σαφή στρατιωτικά ανταλλάγματα και εγγυήσεις από τους Συμμάχους προτού το κάνει. Ίσως δεν είχε χρόνο γιατί έπρεπε να αρπάξει την ευκαιρία. Όμως η παρουσία του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και σε ακτίνα 300 χιλιομέτρων γύρω από τη Σμύρνη άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, ενεργοποίησε όλες τις δυνάμεις του τουρκικού εθνικισμού, οι οποίες στη συνέχεια δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπιστούν χωρίς τη μεγάλη και σταθερή βοήθεια των Συμμάχων».

Γιατί ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές για τον Νοέμβριο του 1920; Η Φιλιώ Μπαλτατζή, η ευκατάστατη οικοδέσποινα της Σμύρνης την οποία υποδύεστε εσείς στο έργο, εκφράζει την υποψία της ότι ο Βενιζέλος προκήρυξε τις εκλογές γιατί «κάτι ήξερε», εννοώντας ότι γνώριζε ή διαισθανόταν ότι η έκβαση της εκστρατείας δεν θα ήταν αίσια. «Πολλοί μού είπαν ότι ήταν τολμηρό που έβαλα αυτή την υποψία στο έργο. Πρόκειται, όμως, για ένα ιστορικό ερώτημα. Αυτό το ερώτημα έχει απαντηθεί με πολλούς τρόπους. Κανένας, όμως, δεν είναι σίγουρος και οριστικός. Για να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα με σοβαρότητα και νηφαλιότητα πρέπει να γνωρίζουμε ποιος ήταν πραγματικά ο Βενιζέλος, αλλά και ποιο ήταν το κλίμα και οι εξελίξεις της εποχής. Ο Βενιζέλος ήταν ένας ιδιοφυής πολιτικός και πολύ τολμηρός. Πίστευε πολύ στη Μεγάλη Ιδέα, όσο πίστευε και στην ικανότητά του να πείθει τους άλλους. Το έχουν παραδεχθεί ξένοι ηγέτες, το πώς τους μάγευε και τους έπειθε. Το παραδέχθηκε ακόμη και ο μεγάλος αντίπαλός του, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α'. Είχε πει ότι ετοιμαζόταν να συναντήσει τον Βενιζέλο για ένα ζήτημα και να του πει "όχι", αλλά μόλις τον συναντούσε μεταπείθονταν και του έλεγε "ναι" γιατί τα επιχειρήματα του Βενιζέλου και η φλόγα με την οποία τα υποστήριζε ήταν ακατανίκητα».

Πώς αντιμετώπιζε ο Βενιζέλος τις σχέσεις με τους Συμμάχους; «Ο Βενιζέλος πίστευε ότι μια χώρα μικρή σαν την Ελλάδα δεν έχει τον χρόνο και το εκτόπισμα να απαιτεί σαφή ανταλλάγματα εκ των προτέρων για κάθε επόμενη κίνησή της μέσα στη συμμαχική σκακιέρα. Ότι αρκούσε μια γενική δέσμευση για να σπεύδει και να δρα. Ότι πρέπει να εκμεταλλεύεται αμέσως τις ευκαιρίες, να προβαίνει σε πρωτοβουλίες και μετά να εξασφαλίζει το αντάλλαγμα. Να βρίσκεται σε διαρκή κινητικότητα. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε το πρώτο κομμάτι της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Κι έτσι έστειλε αμέσως τον ελληνικό στρατό στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου 1919. Το μεγάλο αυτό βήμα επικυρώθηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών. Η Ελλάδα, υπό την αιγίδα των μεγάλων δυνάμεων, ανέλαβε τη διοίκηση της Σμύρνης και ολόκληρης της περιοχής σε ακτίνα 300 χλμ. από τη Σμύρνη. Στη συνέχεια, όμως, ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε ούτε να αποχωρήσει από τη Σμύρνη ούτε να μείνει ακίνητος».

Δηλαδή ο ελληνικός στρατός, ανεπαισθήτως, παρά την υπεροχή και τις νίκες του, ουσιαστικά εγκλωβίστηκε στη Μικρά Ασία σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει; Όπως π.χ. εγκλωβίστηκαν οι Αμερικανοί στο Ιράκ; «Σκεφτείτε ποια ήταν η πραγματικότητα στη Μικρά Ασία. Ο ελληνικός στρατός έπρεπε να πολεμά στα όρια της περιοχής που ήλεγχε για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις. Αναπόφευκτα, όμως, έπρεπε διαρκώς να προχωρά πιο πέρα. Έπρεπε να προχωρά έστω και αργά για να υπερασπίσει τα διάσπαρτα, έξω από την ακτίνα των 300 χιλιομέτρων, ελληνικά χωριά. Διότι μετά την απόβαση στη Σμύρνη σημειώνονταν όλο και περισσότερες αντάρτικες επιθέσεις Τούρκων στα ελληνικά χωριά που εκτείνονταν στην τουρκική ενδοχώρα. Ο ελληνικός στρατός αναγκαζόταν να προχωράει και να υπερασπίζει τα χωριά».

Αυτή, όμως, η αναγκαστική προέλαση προκαλούσε απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό ενώ απαιτούσε διαρκή ανεφοδιασμό. «Ακριβώς. Ο πόλεμος μπορεί να ήταν σε χαμηλή ένταση, αλλά βρισκόταν σε εξέλιξη. Τα ελληνικά στρατεύματα δεν φυλούσαν σκοπιά. Πολεμούσαν διαρκώς. Το μέτωπο κρατιόταν στην αρχή. Οι Έλληνες νικούσαν παντού. Και προχωρούσαν. Όσο προχωρούσαν, όμως, τόσο εμφανής ήταν η ανάγκη όλο και πιο στέρεων σχέσεων με τους Συμμάχους, τόσο κρίσιμος ήταν ο ρόλος των γραμμών ανεφοδιασμού, τόσο πιο καθοριστική ήταν η οργάνωση του στρατεύματος, η στρατηγική και πάνω απ' όλα η ενότητα του λαού στην Ελλάδα».

Όμως η ενότητα του ελληνικού λαού δεν υπήρχε. «Ναι, γιατί η Μικρασιατική Εκστρατεία χτίστηκε αναγκαστικά επάνω στο ρήγμα του εθνικού διχασμού που ξεκίνησε το 1915 με τη σύγκρουση του Κωνσταντίνου με τον Βενιζέλο για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1917, για να οδηγήσει τελικά την Ελλάδα στον Μεγάλο Πόλεμο, ο Βενιζέλος σχημάτισε δεύτερη κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη παράλληλα με την κυβέρνηση του βασιλιά στην Αθήνα. Στο τέλος της δεκαετίας του '10, το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα ήταν εκρηκτικό, παρά την επιτυχία του Βενιζέλου και τα εδαφικά κέρδη της Ελλάδας που ήρθαν με το τέλος του πολέμου».

Αξίζει να σταθούμε στην ατμόσφαιρα της εποχής. «Ο βασιλιάς, έντονα λαοφιλής, είχε εκδιωχθεί. Και παρά τη Συνθήκη των Σεβρών που προσδιόριζε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, εκδηλώθηκε δύο ημέρες μετά δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου στον σταθμό της Λυών. Λίγο αργότερα, τα αντίποινα των βενιζελικών ήταν τέτοια που οδήγησαν στη δολοφονία του Ιωνα Δραγούμη στην Αθήνα. Για κάποιους ιστορικούς δεν ήταν "εθνικός διχασμός", ουσιαστικά ήταν ένας εμφύλιος που μαινόταν. Η Ελλάδα ξεκίνησε τη Μικρασιατική Εκστρατεία την ώρα που βρισκόταν ήδη σε έναν ακήρυχτο εμφύλιο. Και φυσικά όχι μόνο η κοινωνία, αλλά και το ελληνικό στράτευμα ήταν βαθιά διαιρεμένο. Όπως αναφέρεται και στο έργο, οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί από τη μία πολεμούσαν τους Τούρκους στο μέτωπο κι από την άλλη βρίσκονταν διαρκώς σε διένεξη μεταξύ τους, γιατί οι μισοί ήταν βενιζελικοί και οι άλλοι μισοί βασιλικοί».

Κάπως έτσι, όμως, εξηγείται και η απόφαση για εκλογές τον Νοέμβριο του 1920. Προφανώς ο Βενιζέλος ήθελε να τερματίσει τον διχασμό και να ενώσει την ελληνική κοινωνία για να συνεχίσει με επιτυχία τη δύσκολη αυτή εκστρατεία. «Κάποιοι ιστορικοί, όπως ο Βλάσης Αγτζίδης, λένε ότι μετά την απόπειρα εναντίον του ο Βενιζέλος αισθανόταν ευάλωτος και επιδίωκε μια ψυχολογική αναβάπτιση μέσα από μια καθαρή λαϊκή εντολή. Άλλοι επιμένουν πως ήταν σίγουρος ότι θα νικούσε και έτσι ήθελε να τερματίσει τον εθνικό διχασμό με μια δική του νίκη. Και ότι έτσι θα κινητοποιούσε τους πάντες για την υπεράσπιση και την τελική επιτυχία της Μεγάλης Ιδέας. Άλλοι λένε πως διέκρινε ότι οι Σύμμαχοι σταδιακά γίνονταν επιφυλακτικοί και απομακρύνονταν από την υποστήριξη στην Ελλάδα».

Ίσως ο Βενιζέλος να έκανε τις εκλογές για όλους αυτούς τους λόγους μαζί. Ίσως να θεώρησε ότι η οριστική νίκη στο μέτωπο και η τελική διευθέτηση της Μικράς Ασίας με τους Συμμάχους προϋπέθετε τον τερματισμό του εθνικού διχασμού και την εθνική ενότητα κάτω από την αναβαπτισμένη δική του ηγεσία. Και ότι χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε ο ίδιος να εγγυηθεί την επιτυχία. Δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Άρα δεν μπορούσε παρά να προκηρύξει εκλογές. Όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Γιώργος Μαυρογορδάτος στο βιβλίο του «1915: Ο εθνικός διχασμός», ο Βενιζέλος ήδη κυβερνούσε πολλά χρόνια χωρίς εκλογές... «Το σίγουρο είναι ότι οι Ιταλοί είχαν κάνει απόβαση στη Μικρά Ασία και ετοιμάζονταν να πάνε στη Σμύρνη. Οι Σύμμαχοι μεταξύ τους είχαν πολλές διαφορές. Ήθελαν να κάνουν έναν πόλεμο με πληρεξούσιο. Και ο Τσόρτσιλ το είπε: "Κάναμε έναν πόλεμο με πληρεξούσιο". Ο πληρεξούσιος ήταν η Ελλάδα σε έναν πόλεμο της Δύσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία».

Η υπόθεση των «πολέμων με πληρεξούσιο» είναι όλη η Ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους. Το κράτος ιδρύθηκε γιατί οι μεγάλες δυνάμεις των αρχών του 19ου αιώνα, η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία, ήθελαν να πάψει να είναι ισχυρή η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κι αυτό εν πολλοίς ισχύει μέχρι σήμερα. «Τι θέλετε να πείτε;».

Θέλω να πω ότι οι Έλληνες αντί να εκμεταλλευόμαστε σταθερά αυτή την πάγια γεωπολιτική δυναμική και να βρισκόμαστε σε σχέση συνεννόησης και εμπιστοσύνης με τη Δύση για να χτίσουμε ένα ισχυρό κράτος-υπόδειγμα, συχνά παρασυρόμαστε σε έναν αυτοκαταστροφικό αντιδυτικισμό που οδηγεί σε εθνικές υποχωρήσεις και καταστροφές... «Δεν θα διαφωνήσω με τη μακροϊστορική σας διαπίστωση και μάλιστα θα συμφωνήσω με μία ακόμη ευθεία αντιστοιχία με τη σημερινή εποχή την οποία υπονοείτε. Άλλωστε, όπως θυμάστε, έχουμε συζητήσει πολλές φορές αυτόν τον προβληματισμό όταν συναντιόμαστε - ανεξάρτητα από αυτή τη συνέντευξη. Συμφωνούμε σε πολλά για το πώς σκέφτεται και λειτουργεί η ελληνική κοινωνία, για τις διαχρονικές σταθερές που προσδιορίζουν τις εξελίξεις και για τους σημερινούς κινδύνους που μοιάζουν πολύ με τους κινδύνους άλλων εποχών. Αισθάνεται κανείς πράγματι ότι είναι σαν να βρισκόμαστε στο ίδιο επικίνδυνο σημείο ενός γνωστού και επαναλαμβανόμενου ελληνικού ιστορικού κύκλου. Αλλά θα επιστρέψω στο συγκεκριμένο θέμα των εκλογών του 1920. Ένας μεγάλος πολιτικός όπως ο Βενιζέλος, εκείνος που παρακίνησε τους Συμμάχους να εκδιώξουν τον βασιλιά από την Αθήνα το 1917, που έσπρωξε την Ελλάδα στον πόλεμο και οδήγησε τον στρατό στη Μικρά Ασία χωρίς να ρωτήσει τον λαό, έπρεπε να θεωρήσει ότι ο Νοέμβριος του 1920 ήταν η κατάλληλη στιγμή για να προκηρύξει εκλογές;».

Κάποιος θα έλεγε ανεπιφύλακτα «ναι». Ήταν η στιγμή του θριάμβου. Χρειαζόταν η επαναβεβαίωση της Μεγάλης Ιδέας αν επρόκειτο να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί... «Με συγχωρείτε. Δεν ήταν η στιγμή του θριάμβου. Ήταν πάνω από έναν χρόνο μετά τη στιγμή του θριάμβου. Οι Έλληνες βρίσκονταν και πολεμούσαν ήδη πάνω από έναν χρόνο στη Μικρά Ασία. Τι να ρωτήσεις τον λαό έναν χρόνο μετά; Αν θέλει τον στρατό στη Μικρά Ασία; Μα ήταν ήδη εκεί ο στρατός και δεν μπορούσε να επιστρέψει. Οι εκλογές ήταν ένα δημοψήφισμα που δεν έπρεπε να γίνει γιατί η επιλογή της "επιστροφής" ήταν άτοπη εκείνη τη στιγμή και απλά δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί».

Κάτι μας θυμίζει αυτό για δημοψηφίσματα που είναι άτοπα και επικίνδυνα όταν μια πιθανή απάντησή τους δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να προκληθεί εθνική καταστροφή. «Διαρκώς εντοπίζετε ομοιότητες...».

Γιατί, όμως, η ευθύνη του 1920 δεν ανήκει στους βασιλικούς που συμμετείχαν στις εκλογές με το σύνθημα «Οίκαδε», δηλαδή ότι έπρεπε ο ελληνικός στρατός να επιστρέψει; Εκείνοι δεν ήξεραν ότι δεν γινόταν να επιστρέψει ο στρατός; «Πράγματι, οι βασιλικοί κορόιδεψαν τον λαό. Και συνέχισαν την εκστρατεία για πολλούς λόγους, αλλά και γιατί δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία με δεδομένη την τουρκική επιθετικότητα απέναντι στο ελληνικό στοιχείο».

Άρα δεν μπορεί να φορτωθεί ο Βενιζέλος την ευθύνη για τη συμπεριφορά των βασιλικών. Έπρεπε δηλαδή να μην κάνει εκλογές για να προστατεύσει τους βασιλικούς από τον εαυτό τους και την Ελλάδα από τους βασιλικούς; «Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά. Και θα σας θυμίσω ένα απόσπασμα επιστολής που έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης, που ήταν συνεργάτης του Βενιζέλου: "Άνθρωπος που μ' επανάστασιν κατέλαβε την αρχή και δικτατορικώς κυβέρνησε τόσα χρόνια πώς και γιατί θυμήθηκε το Σύνταγμα και ενήργησε εκλογές αφού τόξερε πως θα χάσει ή μη και δεν τόξερε; Αμ τότε ίνταδιάλο υπεράνθρωπος έτονε;". Κοιτάξτε, εγώ πιστεύω ότι ισχύουν αυτά που αναφέρατε παραπάνω. Πράγματι ο Βενιζέλος, κλονισμένος μετά την απόπειρα εναντίον του, αλλά και μετά τη δολοφονία του Δραγούμη, αντιλαμβανόμενος τις δυσκολίες της εκστρατείας, μπορεί να κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νίκη στη Μικρά Ασία είχε ως προϋπόθεση τον τερματισμό του εθνικού διχασμού. Μόνο που όταν ήδη έχεις πάρει τόσο μεγάλες αποφάσεις χωρίς να έχεις ρωτήσει τον λαό, όταν έχεις οδηγήσει τον ελληνικό στρατό έως εκεί, δεν είναι η ώρα να θέσεις μετά την ερώτηση. Δεν είναι η ώρα γιατί δεν μπορείς να διακινδυνεύσεις να πάρεις οποιαδήποτε άλλη απάντηση».

Κι εδώ, όμως, αρχίζουν οι σοβαρές ευθύνες του Κωνσταντίνου Α'. Διότι η Καταστροφή συνέβη σχεδόν δύο χρόνια μετά τις εκλογές του 1920... «Ο Κωνσταντίνος είχε πάρα πολύ μεγάλη αντιπαλότητα με τον Βενιζέλο. Όταν επέστρεψε στον θρόνο, μεταξύ των βασιλικών επικράτησε η έπαρση. Ότι ο βασιλιάς τους ήταν καλύτερος από τον Βενιζέλο. Ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αυτός που θα μπει στην Πόλη».

Πίστευε ότι θα γινόταν ο νέος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου μετά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ότι θα ήταν ο επόμενος Κωνσταντίνος που θα έμπαινε στην Πόλη μετά τον Παλαιολόγο; «Ήταν ένας καλός στρατιωτικός και μάλιστα πολύ λαοφιλής. Και προφανώς πολλοί οπαδοί του δεν περίμεναν από αυτόν τίποτα λιγότερο από την κατάληψη της Πόλης».

Γιατί ο Κωνσταντίνος δεν είχε τη διορατικότητα να αντιληφθεί πού οδηγούνταν η Μικρασιατική Εκστρατεία; Και γιατί δεν πραγματοποίησε την εκλογική δέσμευση των βασιλικών για τον τερματισμό της; «Ο Κωνσταντίνος ήταν ο ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων. Αισθάνθηκε ότι ο τερματισμός της εκστρατείας θα ήταν μια προδοσία απέναντι στη Μεγάλη Ιδέα. Αλλά έκανε το τραγικό λάθος να αλλάξει την ηγεσία του στρατεύματος. Η μισή καταστροφή οφείλεται σε αυτή την απόφαση. Ο Βενιζέλος είχε τοποθετήσει πολύ καλούς στρατιωτικούς».

Ο Κωνσταντίνος δεν είχε εξίσου καλούς στρατιωτικούς; «Οι βασιλικοί αξιωματικοί βρίσκονταν μακριά από το στράτευμα για πολλά χρόνια. Είχαν χάσει την επαφή. Ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος που ήταν επικεφαλής επί Βενιζέλου ήταν Μικρασιάτης και γνώριζε κάθε λόφο και πεδιάδα της περιοχής. Τον αντικατέστησαν τον Νοέμβριο του 1920 με τον Αναστάσιο Παπούλα. Προσέξτε. Ήταν κι αυτός ένας καλός στρατιωτικός. Ίσως γι' αυτό, όμως, παραιτήθηκε πριν από τον Μάιο του 1922, προειδοποιώντας ότι το ελληνικό στράτευμα όδευε προς την Καταστροφή. Τότε τοποθέτησαν στη θέση του τον Γεώργιο Χατζηανέστη. Όμως ο Χατζηανέστης ήταν ήδη μεγάλης
ηλικίας, είχε χρόνια να πολεμήσει. Δεν πήγε καν στο μέτωπο, έμεινε στη Σμύρνη. Αυτό που προέβλεψε ο Παπούλας δυστυχώς επιβεβαιώθηκε».

Έχουμε γραπτές πηγές για να δούμε τι του απάντησε ο Κωνσταντίνος όταν το είπε; «Τα κρίσιμα αρχεία του 1922 δεν έχουν ανοίξει. Παραμένουν απόρρητα. Υποτίθεται ότι θα ανοίξουν σε 100 χρόνια, δηλαδή το 2022. Ασφαλώς, το ΥΠΕΞ, που φυλάσσει τα αρχεία, γνωρίζει όλη την αλήθεια. Όπως γνωρίζει και η βασιλική οικογένεια. Εγώ πιστεύω ότι η ευθύνη για την Καταστροφή εντοπίζεται σε πράξεις και των δύο κυβερνήσεων, και των δύο παρατάξεων. Γι' αυτό και η Μικρασιατική Καταστροφή παραμένει μέχρι σήμερα μια παράγραφος στην Ιστορία. Σχεδόν αποσιωπάται. Υπάρχει ένα μεγάλο συλλογικό εθνικό τραύμα που έχει κουκουλωθεί, που δεν έχει αντιμετωπιστεί. Η πραγματική Ιστορία με τις ευθύνες των πρωταγωνιστών έχει αποσιωπηθεί. Πολλοί που βλέπουν τη "Σμύρνη" έρχονται και μου λένε "Ανοίξατε το τραύμα της Μικράς Ασίας". Για πολλούς το τραύμα αυτό δεν έχει επουλωθεί. Δεν έχει υπάρξει κάθαρση».

Πιστεύετε, λοιπόν, ότι η Ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι γεμάτη από «γιατί» και ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα ακόμη και σήμερα. «Ακριβώς. Και ένα μεγάλο ερωτηματικό είναι και η θέση και ο ρόλος του Αριστείδη Στεργιάδη, του ύπατου αρμοστή της Σμύρνης που τοποθέτησε ο Βενιζέλος το 1919 και διατήρησε ο Κωνσταντίνος. Όταν έφτασε η Καταστροφή, μπήκε σε ένα αγγλικό πλοίο και έφυγε. Δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Έζησε στη Μασσαλία έως το 1949 που πέθανε. Έγινε η "δίκη των έξι". Δεν τον κάλεσε κανείς για να απολογηθεί. Κι όμως ήταν υπεύθυνος για την πόλη. Ήταν σαν πρωθυπουργός για τη Σμύρνη. Κανείς δεν τον εξέτασε για τα αίτια της Καταστροφής. Πιθανώς γιατί είχε εντολές να συγκρατήσει τους κατοίκους εκεί, να μην τους επιτρέψει να φύγουν. Το αρχείο Στεργιάδη βρίσκεται στην Κρήτη και δεν έχει ανοίξει».

Γιατί πιστεύετε ότι ο Στεργιάδης είχε εντολές να συγκρατήσει τους κατοίκους στη Σμύρνη; «Τον Ιούλιο του 1922, έναν μήνα πριν από την Καταστροφή, η ελληνική Βουλή ψήφισε διακομματικά έναν νόμο που απαγόρευε την έλευση στους ελληνικούς λιμένες ατόμων χωρίς ελληνικό διαβατήριο. Ο νόμος είχε αποσιωπηθεί, τον ανακάλυψα κατά τη διάρκεια της ιστορικής έρευνας για το έργο και τον δημοσίευσα στο βιβλίο με το θεατρικό κείμενο. Ήταν ένας νόμος φτιαγμένος για να αποτρέψει τη μετακίνηση των πληθυσμών της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, ως Οθωμανοί πολίτες, είχαν οθωμανικά διαβατήρια. Διέβλεπαν τους αυξημένους κινδύνους, προέβλεπαν ότι πολλοί μπορεί να ήθελαν να φύγουν για να προστατευτούν και ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να τους κρατήσουν εκεί».

Επιστρέφοντας στο τέλος του 1920, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι η επιστροφή του Κωνσταντίνου οδήγησε τους Συμμάχους να σταματήσουν να εφοδιάζουν τον ελληνικό στρατό... «Δεν έδωσαν το δάνειο. Η Ελλάδα χρειαζόταν το λεγόμενο δάνειο των Συμμάχων για να ενδυναμώσει την εκστρατεία και να σταθεί η ίδια καλύτερα στα πόδια της. Οι Σύμμαχοι είχαν προειδοποιήσει ότι αν εκλεγεί η βασιλική παράταξη και επιστρέψει ο βασιλιάς που δεν είχε βοηθήσει τους Συμμάχους στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν θα έδιναν το δάνειο. Παρ' όλα αυτά, ο λαός ψήφισε υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου. Και οι Σύμμαχοι είπαν ότι η Ελλάδα τούς έδωσε έναν καλό λόγο για να πάψουν να τη στηρίζουν. Η νέα ελληνική κυβέρνηση παρακάλεσε για το δάνειο. Αλλά δεν το πήρε».

Θα έπρεπε, λοιπόν, αμέσως να παγώσει την εκστρατεία. «Μέχρι το 1921 ο στρατός νικούσε. Ο Κεμάλ τότε οργανώθηκε, το 1921, ο στρατός του απέκτησε στολές και όπλα. Μέχρι τότε ήταν άτακτοι. Ο ελληνικός στρατός, όπως σας είπα, ήταν αναγκασμένος να εισχωρεί στα βάθη της ενδοχώρας, παρά τους αυξανόμενους κινδύνους, για να υπερασπίσει τους ελληνικούς πληθυσμούς που βάλλονταν. Αλλά και ο Κεμάλ τούς άφησε επίτηδες να προχωρούν όλο και πιο βαθιά μέσα στην ηπειρωτική χώρα. Φυσικά αυτό καθιστούσε τον ανεφοδιασμό όλο και δυσκολότερο. Δεν μπορούσαν οι Άγγλοι να τους στείλουν τρόφιμα και όπλα. Το πιο κοντινό λιμάνι ήταν στα Μουδανιά, που ήταν πολύ μακριά. Έτσι, σταδιακά, ο ελληνικός στρατός έμεινε χωρίς τροφή, χωρίς εφόδια, χωρίς Συμμάχους, χωρίς κανέναν».

Κι έτσι οδηγήθηκε στην ήττα. «Ο ελληνικός στρατός πέρασε και τον Σαγγάριο. Έφτασε στο Αφιόν Καραχισάρ. Εκεί το μέτωπο εκτεινόταν σε εύρος 700 χιλιομέτρων. Απλώθηκε τόσο πολύ για να αντιμετωπίσει τις σποραδικές επιθέσεις του Κεμάλ, πότε σε ένα σημείο, πότε σε άλλο. Κι έτσι, λόγω της μεγάλης απόστασης μεταξύ των τμημάτων, δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους οι αξιωματικοί και οι στρατηγοί. Σταδιακά οι επιθέσεις γίνονταν όλο και περισσότερες. Πριν από τον Δεκαπενταύγουστο ο Κεμάλ πύκνωσε τις επιθέσεις του σε διάφορα σημεία. Ο Νικόλαος Τρικούπης και ο Νικόλαος Πλαστήρας δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Οι στρατιώτες, χωρίς οδηγίες και χωρίς ηγεσία, επαναστάτησαν. "Μας έχετε εδώ για εκτέλεση" έλεγαν κι έφευγαν».

Ήταν δραματικές ώρες για τις οποίες ελάχιστα έχουμε διδαχθεί. Ο παππούς μου, Κωνσταντίνος, ήταν 22 ετών το 1922, πέρασε τον Σαγγάριο και πολέμησε στο Αφιόν Καραχισάρ. Έχω φωτογραφίες του από το μέτωπο. «Ο δικός μου παππούς από την πλευρά της μητέρας μου, ο στρατηγός Δημήτρης Γαρδίκης, ήταν τότε συνταγματάρχης. Έχω στο καμαρίνι μου μια φωτογραφία του από το Αφιόν Καραχισάρ. Έχω τη φωτογραφία του για να τον βλέπω προτού βγω στη σκηνή για να πω την Ιστορία της Σμύρνης και της εκστρατείας. Όταν στην Αθήνα κατάλαβαν ότι το μέτωπο κατέρρευσε έστειλαν εσπευσμένη εντολή και αντικατέστησαν τον Χατζηανέστη με τον στρατηγό Νικόλαο Τρικούπη, του διοικητή του Α' Σώματος Στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ. Δεν γνώριζαν, όμως, ότι ο Τρικούπης είχε μόλις αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι τού φέρθηκαν άψογα. Έστειλαν μήνυμα στην οικογένειά του στην Αθήνα ότι είναι καλά. Η ελληνική κυβέρνηση το έμαθε εκ των υστέρων. Τα γεγονότα επιταχύνθηκαν».

Πώς αντέδρασαν οι Έλληνες στη Σμύρνη; «Στη Σμύρνη δεν είχαν καταλάβει τίποτε. Άρχισαν να συνειδητοποιούν τι είχε συμβεί όταν άρχισαν να επιτίθενται οι Τσέτες στα γύρω χωριά και να πλησιάζουν στη Σμύρνη. Οι Τσέτες κινούνταν βάσει μυστικού σχεδίου. Ήταν οργανωμένα τάγματα, ήταν σκληροί χωρικοί, αντάρτες από τα βάθη της ηπειρωτικής Τουρκίας. Δεν είχαν δει ποτέ Έλληνες, ούτε Λεβαντίνους, και γι' αυτό εξάντλησαν επάνω τους όλη τη σκληρότητά τους. Στη Σμύρνη, όμως, όλοι εφησύχαζαν. Είκοσι έξι συμμαχικά πλοία βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Γι' αυτό ακόμη και οι πιο επιφανείς Σμυρνιοί δεν έφυγαν από τη Σμύρνη, παρά τα νέα για την κατάρρευση του μετώπου. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν πίστευαν ότι οι Τσέτες θα έμπαιναν στη Σμύρνη. Όμως υπήρχε σχέδιο. Και οι Σύμμαχοι, αφού τα είχαν βρει με τον Κεμάλ και σιγά σιγά είχαν εξοπλίσει τον στρατό του, είχαν αποφασίσει να μην επέμβουν και να μην αποτρέψουν ούτε την καταστροφή της Σμύρνης».

Ποιο ήταν το «σχέδιο» που λέτε ότι υπήρχε; «Υπήρχε σχέδιο εξολόθρευσης του ελληνικού στοιχείου ήδη από το 1908. Εφαρμόστηκε πρώτη φορά στη Φώκαια το 1914, όταν δολοφονήθηκαν Έλληνες ύστερα από ξαφνική επίθεση οργανωμένων Τούρκων χωρικών και ανταρτών. Όσοι σώθηκαν εγκατέλειψαν αμέσως την πόλη. Η επίθεση αυτή δεν έγινε τυχαία. Ήταν η δοκιμαστική εφαρμογή ενός γερμανικού σχεδίου. Υπάρχουν τα έγγραφα. Το ίδιο σχέδιο εφαρμόστηκε και για τη γενοκτονία των Αρμενίων. Θεωρείται "πρωτοναζιστικό σχέδιο", ένα manual για το πώς πραγματοποιείται μια εθνοκάθαρση».

Ποια ήταν η σκοπιμότητα αυτού του σχεδίου; «Η σκοπιμότητα και η αιτία ήταν ότι η Τουρκία δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει μεσαία αστική τάξη όσο θα υπήρχαν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Ασσυροχαλδαίοι που κατείχαν τις πιο νευραλγικές θέσεις στο κράτος και στη διοίκηση. Το σχέδιο εκπονήθηκε στο πλαίσιο της συνεργασίας Γερμανών και Τούρκων που είχε ήδη αρχίσει πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σχέδιο εκπόνησε ο Όθων Λίμαν φον Σάντερς που συνεργαζόταν με τους Νεότουρκους και οργάνωσε τον τουρκικό στρατό. Κομμάτι του σχεδίου εθνοκάθαρσης ήταν να δημοσιεύονται στις εφημερίδες σκίτσα που απεικόνιζαν ότι οι Έλληνες βίαζαν τις γυναίκες των Τούρκων και σκότωναν παιδιά».

Αυτά που σήμερα αποκαλούμε «ψεύτικες ειδήσεις», οι οποίες έχουν αναβιώσει με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Ναι. Κι έτσι σιγά σιγά άρχισαν να ξεσηκώνουν τον τουρκικό πληθυσμό. Η Ελλάδα προχώρησε στην τελική φάση της Μεγάλης Ιδέας ενώ ήδη οι Τούρκοι οργάνωναν μια μυστική εσωτερική αντεπίθεση στην ηπειρωτική χώρα ενισχυμένοι και από τους Ρώσους του Λένιν, οι οποίοι, αφού είχαν διαμοιράσει με τους Τούρκους τις περιοχές των Αρμενίων, ενίσχυαν τον Κεμάλ με χρήματα και όπλα».

Παρ' όλα αυτά, το έργο περιέχει σαφή αντιπολεμικά μηνύματα και είναι γεμάτο από λεπτομερείς αναφορές για την καλή σχέση ανάμεσα στους Έλληνες και στους Τούρκους μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο της Σμύρνης. «Αυτός ήταν ένας από τους πρώτους μου στόχους. Είναι δύσκολο να προσεγγίσεις τη Σμύρνη χωρίς να αποφύγεις αναφορές που μπορεί να ερμηνευτούν ως εθνικιστικές. Πιστεύω, όμως, ότι μπορείς να το καταφέρεις αν δεν φοβάσαι την αλήθεια. Ήθελα στο έργο αυτό να υπάρχουν και τα ελαττώματα των Ελλήνων, όπως και τα δίκαια των Τούρκων. Ήθελα να δείξουμε τον σεβασμό που πρέπει να έχουμε στους Τούρκους ως ανθρώπους. Υπήρξαν πολλοί Τούρκοι που βοήθησαν τους Έλληνες να γλιτώσουν από την Καταστροφή».

Ο χαρακτήρας που υποδύεστε, η Φιλιώ, λέει με νόημα για τη συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στο λιμάνι της Σμύρνης: «Δεν ήταν συνωστισμός. Ηταν η ίδια η Κόλαση», με αποτέλεσμα να προκαλείται μια θύελλα από χειροκροτήματα στο θέατρο. Το κοινό επικροτεί την αποδοκιμασία όσων μίλησαν για «συνωστισμό», μια αποδοκιμασία που έρχεται σαν δραματικός απόηχος από την ίδια αυτή προκυμαία της Καταστροφής. Δεν ήταν, λοιπόν, «συνωστισμός»; «Βεβαίως δεν ήταν. Έβαλα αυτή τη φράση στο έργο γιατί με ενόχλησε η φιλολογία περί "συνωστισμού". Σε πολλά αγγλικά κείμενα για την Καταστροφή υπήρχε η φράση "συνωστίζονταν στο λιμάνι της Σμύρνης". Η επιτροπή διαμόρφωσης του σχολικού βιβλίου άντλησε από τις αγγλικές πηγές, μετέτρεψε το ρήμα σε ουσιαστικό και ανέφερε απλά τη λέξη "συνωστισμός". Όμως δεν γίνεται να συνοψίζεις μια Καταστροφή σε αυτή τη λέξη όταν έχεις 5 εκατομμύρια πρόσφυγες. Ο συνωστισμός δεν συνέβη με την έννοια της πολυκοσμίας, όπως λέμε "συνωστισμός στον Πειραιά από τους εκδρομείς"».

Ο Αμερικανός Εϊσα Τζένινγκς διέσωσε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, ουσιαστικά ολόκληρη τη Σμύρνη, εξασφαλίζοντας τα πλοία για τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Πώς; «Ήταν Αμερικανός στη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων (ΧΑΝ). Βλέποντας την Καταστροφή να είναι σε εξέλιξη, πήγε στη Μυτιλήνη και έσπασε την αμηχανία και την αναποφασιστικότητα που επικρατούσε. Απαίτησε να στείλει πλοία η ελληνική κυβέρνηση. Είπε ψέματα ότι ήταν εκπρόσωπος της αμερικανικής κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα ήταν ο τελευταίος Αμερικανός της Σμύρνης. Ήταν ένας απλός άνθρωπος που είχε το ανάστημα να επέμβει. Μεσολάβησε και στις δύο πλευρές και έσωσε τους Έλληνες της Σμύρνης».

Θα επανέλθω στις ομοιότητες των γεγονότων του έργου με το σήμερα, οι οποίες είναι πάρα πολλές. Οι ψεύτικες ειδήσεις ως γενεσιουργός αιτία πολιτικών μεταβολών. Η απόκρυψη χρημάτων και χρυσού στους κήπους που γινόταν στη Σμύρνη του 1922, όσο γίνεται και τα τελευταία χρόνια σε όλη την Ελλάδα. Η αποστολή χρημάτων στο εξωτερικό, τότε και τώρα. Όλα αυτά τα βλέπουμε στο έργο και σκεφτόμαστε ότι βρίσκονται σε εξέλιξη και σήμερα. «Πράγματι. Εσείς έχετε παρακολουθήσει, αναλύσει και ερμηνεύσει το έργο υπό αυτό το πρίσμα. Ανακαλύπτετε διαρκώς ομοιότητες, αντιστοιχίες και παραλληλίες μέσα στις πτυχές της Ιστορίας που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Και δεν είστε ο μόνος».

Ο κοινός αγώνας και η αγωνία όλων μας για την αντιμετώπιση της κρίσης και ο διχασμός και η διχόνοια για τα πολιτικά είναι στοιχεία ίδια, τότε και τώρα. Οι μεταβολές στις σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων, τότε και τώρα, και πώς μεταβολίζονται και μετατρέπονται σε πολιτικές εξελίξεις και συγκρούσεις στην Ελλάδα, σε κάθε εργασιακό χώρο, σε κάθε παρέα, σε κάθε οικογένεια. Και παράλληλα, ο ίδιος εφησυχασμός, τότε και τώρα, ότι «η καταστροφή δεν θα συμβεί σε εμάς». Η σημερινή βεβαιότητα ότι «η Ευρώπη δεν θα μας αφήσει να καταστραφούμε» είναι ίδια με τη βεβαιότητα των Σμυρνιών ότι «με τα πλοία των Συμμάχων στο λιμάνι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα». «Δεν θα διαφωνήσω μαζί σας. Οι ομοιότητες της εποχής μας με εκείνη την εποχή μπορεί να προκαλούν ανησυχία».

Εσείς τι σκέφτεστε όταν παίζετε κάθε βράδυ ένα έργο που αφορά τη Μικρασιατική Καταστροφή αλλά μοιάζει με αλληγορία για τη σημερινή εθνική δοκιμασία; Δεν αισθάνεστε σαν η Σμύρνη να μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου; Δεν μοιάζει η Σμύρνη σαν φάρος σε τρικυμία που αναβοσβήνει και προειδοποιεί το ζαλισμένο καράβι που είναι έτοιμο να συγκρουστεί με τα βράχια; «Όσο περνούν τα χρόνια που παίζω τη "Σμύρνη" - και τώρα στη Θεσσαλονίκη βρισκόμαστε στον τρίτο χρόνο - το έργο βαραίνει περισσότερο. Ο συγκλονισμός μεγαλώνει, ίσως γιατί η σημερινή κρίση εντείνεται και ο κόσμος συλλαμβάνει τις δραματικές αντιστοιχίες. Ο κόσμος δεν έχει θεατρική αντίδραση στο έργο, έχει αντίδραση σπαρακτική. Στην Ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπως αυτή αποδίδεται μέσα από την ιστορία μιας ευκατάστατης οικογένειας που ξεριζώνεται, ξεκληρίζεται και χάνει τα πάντα, βρίσκονται όλα τα "γιατί" της Ελλάδας. Θα σας αναφέρω και μια άλλη αντιστοιχία. Μετά την Καταστροφή της Σμύρνης, 14.000 Σμυρνιοί, κυρίως Αρμένιοι, αλλά και Ελληνες, έφυγαν και βρήκαν καταφύγιο στο Χαλέπι της Συρίας. Πολλοί στέριωσαν κι έζησαν εκεί. Και σήμερα, τα ίδια αυτά νησιά του Αιγαίου που δέχονταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη το 1922, δέχτηκαν πρόσφυγες από το Χαλέπι».

Στο έργο υπενθυμίζετε ότι ο ελληνικός στρατός πολεμούσε από το 1912, από τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, και είχε φτάσει το 1922. Πολεμούσαν δέκα χρόνια, ήταν κουρασμένοι, δεν άντεχαν άλλο. Και ο ελληνικός λαός σήμερα πολεμάει δέκα χρόνια την κρίση και μοιάζει έτοιμος να σταματήσει, να οπισθοχωρήσει. Το στράτευμα σήμερα είναι οι πολίτες. «Ναι, το στράτευμα στον σημερινό πόλεμο για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι οι πολίτες. Και η κόπωση φαίνεται από το γεγονός ότι συμβαίνουν τόσα τρελά πράγματα που σε άλλη εποχή ο κόσμος θα αγανακτούσε και θα έβγαινε στους δρόμους. Αλλά σήμερα ο κόσμος μοιάζει να έχει παραδοθεί και να εύχεται απλώς να καταλήξουμε κάπου. Βέβαια, οι Έλληνες δεν αδιαφορούμε ακριβώς. Έχουμε συναίσθηση. Αλλά πέρα από την κόπωση κυριαρχεί ένα κλίμα έλλειψης προσανατολισμού. Και σε αυτές τις συνθήκες γίνονται τα μεγαλύτερα λάθη».

Μετά το 1922, το μεγάλο προσφυγικό κύμα προκάλεσε πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές. Ένα τμήμα του πληθυσμού των προσφύγων ριζοσπαστικοποιήθηκε και αποτέλεσε κύρια αιτία της ενίσχυσης του ΚΚΕ, το οποίο στη συνέχεια ήταν ο οργανωτικός βραχίονας της μίας πλευράς του Εμφυλίου Πολέμου. Δεν είναι συνταρακτικό πως ο εθνικός διχασμός και η Καταστροφή που προκάλεσε αποτέλεσαν τον καταλύτη για έναν νέο εθνικό διχασμό και μια εμφύλια διαμάχη μόλις είκοσι χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή; «Συμφωνώ με αυτή την αλληλουχία που περιγράφετε. Πιστεύω ότι όποιος δεν έχει μελετήσει τον πρώτο διχασμό, τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν μπορεί να κατανοήσει τον Εμφύλιο Πόλεμο».

Και αν δεν μπορεί να κατανοήσει τον Εμφύλιο Πόλεμο, δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε τη σημερινή κοινωνική και πολιτική δυναμική που εγκλωβίζει την Ελλάδα στην οικονομική κρίση και σε μια νέα αδυναμία συνεννόησης με τους Συμμάχους της. «Όλο είναι μία αλυσίδα. Ο πρώτος διχασμός είναι καθοριστικός. Πράγματι, ο Εμφύλιος δεν θα γινόταν αν δεν είχε συμβεί ο πρώτος διχασμός και η Καταστροφή που ακολούθησε».

Η καμένη και κατεστραμμένη Σμύρνη μοιάζει σαν φάντασμα που ακολουθεί τον ελληνισμό. Πληρώνουμε ακόμη το έγκλημα της Σμύρνης; «Αν δεν το αποδεχθούμε πλήρως, θα μας κυνηγάει πάντα. Είναι έγκλημα προς τους ανθρώπους της Σμύρνης και της Μικράς Ασίας. Και είναι αυτές οι ψυχές που ευλογούν το δικό μου έργο. Αυτό το έργο έχει προστασία. Ένα παιδάκι 12 χρόνων, ένας νεαρός με σκουλαρίκι, μια γιαγιά με μαντίλι και μια κοσμική κυρία έρχονται στο θέατρο και έχουν όλοι την ίδια αντίδραση. Αισθάνονται ότι τους μίλησε στην ψυχή τους».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ