Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Α. Γεωργιλάς | Η αλληγορία στον Parsifal για την τεχνική και την ηθική


Μια εξαιρετική φιλοσοφική ανάλυση του Αθανάσιου Γεωργιλά πάνω στον Parsifal του Richard Wagner


Ο Rudolf Steiner το 1906 χαρακτήρισε την όπερα «Parsifal» του Richard Wagner ως έργο «οργανικά συνδεδεμένο με το αποκρυφιστικό κίνημα της Θεοσοφίας της εποχής». Πραγματικά ο Parsifal μοιάζει περισσότερο με καθαγιαστική λειτουργία παρά με όπερα. Η εμπειρία όμως που παρέχει στους μύστες της διαφέρει ουσιωδώς από το μυστήριο της Κοινωνίας της Θεώσεως κατά το τελετουργικό της Ορθοδοξίας. Και αν το χριστιανικό περίβλημα του έργου διατηρείται στα βασικά του σημεία – το όνομα Χριστός όμως δεν αναφέρεται ούτε μία φορά – οι δυνάμεις της λύτρωσης στον Parsifal δεν βασίζονται τόσο στην πίστη και την μετάνοια, ούτε στην χάρη του Θεού, αλλά στην γνώση που παρέχεται μέσω μιας απόκρυφης και καθαγιαστικής εμπειρίας, και η εμφάνιση του Parsifal ως λυτρωτή («Erlöser») στην τρίτη πράξη αφήνει τις θύρες ανοιχτές για βουδιστικές και παγανιστικές αποφύσεις.

Στον αντίποδα του μοναστικού ιδεώδους αυτοί οι οποίοι, στην ιστορία του Parsifal, αποτυγχάνουν να σωθούν, είναι όσοι χαρακτήρες δεν διαβιούν τη μοναστική, πειθαρχημένη ζωή. Αλλά και η εμφάνιση του εκλεκτού μυσταγωγού Parsifal, μας αφήνει αρχικά μόνο την εντύπωση πως πρόκειται περί ανόητου και αφελή νεανία και ακόμα και ο σώφρων Gurnemanz, παρόλο που στην αρχή αμφιταλαντεύεται και αναρωτιέται «είναι αυτός;», στο τέλος ξεγελιέται και τον διώχνει ορίζοντας τον να μην ξαναγυρίσει στο κάστρο του Monsalvat. Ο Parsifal μοιάζει σαν παιδί με μορφή ενήλικα, βολοδέρνει τον κόσμο χωρίς ιδέα τι του γίνεται και ανίκανος να διακρίνει το καλό από το κακό, διαπράττει πότε το ένα πότε το άλλο χωρίς καμμία αναστολή. Η πρώτη εμφάνιση του Parsifal στην σκηνή γίνεται αφού τον έχουν συλλάβει να έχει σκοτώσει ένα πανέμορφο κύκνο. Στην συνέχεια πληροφορούμαστε για την άκαρδη συμπεριφορά προς την μητέρα του, που με την εγκατάλειψη της και τη θλίψη που της προκάλεσε έγινε η αιτία για τον θάνατο της, (Herzeleide: Λύπη είναι το όνομα της μητέρας του). Σαν ανέστιος τριγυρνάει μέσα στα δάση κραδαίνοντας περήφανα στα χέρια του το όργανο της τεχνικής (τόξο), και χτυπάει αδιάκριτα ό,τι βρεθεί στο διάβα του («Im Fluge treff’ ich was fliegt!»). Εδώ το «μπορώ» γίνεται το άμεσο ισοδύναμο της «καταστροφής» και όπως ο Parsifal κορδώνεται πως «ό,τι πετάει μπορώ να το χτυπήσω» στο μυαλό μας έρχεται, χωρίς να είμαστε βέβαιοι αν η αλληγορία αυτή υπήρχε και στο μυαλό του Wagner, ο τρόπος που υποβάλει ο πολιτισμός/Parsifal το δικό του «μπορώ» στη φύση.

Θα χρειαστεί η καταλυτική παρέμβαση του πρεσβύτερου ιππότη Gurnemanz ο οποίος θα θέσει τον Parsifal ενώπιον των πράξεών του για να κατανοήσει ο νεαρός τοξοβόλος την άγνοιά του και το ηθικό βάρος των αποτελεσμάτων της. Ο κύκνος είναι το αρχαίο σύμβολο της αγνότητας και η πράξη του Parsifal κινδυνεύει να ξεριζώσει την αθωότητά του. «Ήταν ένας πανέμορφος κύκνος που δεν σε πείραξε και όμως εσύ τον σκότωσες» λέει ο Gurnemanz στον Parsifal και προσπαθεί να τον βγάλει από την κατάσταση της άγνοιας, τόσο «αθώας» που είναι ικανή να σκοτώνει χωρίς ενοχές. Σε κάθε ερώτηση που του απευθύνει ο Gurnemanz ο Parsifal απαντάει με ένα «Δεν ξέρω». Η αθωότητα τού στερεί την γνώση και γι’ αυτό τον λόγο ο Parsifal ενώ διαπράττει τον φόνο ενός άκακου πλάσματος εξακολουθεί και διατηρείται αγνός, είναι ακόμα όμως βυθισμένος στην άγνοια και μόνο οι μυημένοι μπορούνε να γίνουνε δεκτοί στο Monsalvat. Χρειάζεται να μυηθεί από τον πρεσβύτερο Gurnemanz προκειμένου η αθωότητά του να πληρεί το νόημά της και να μην καταλήγει σε μια εγκληματική ανοησία.

Ο ίδιος ο Wagner έγραψε στα απομνημονεύματά του πως η σύλληψη της ιδέας για τον Parsifal έγινε το 1857 την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Και αν η όπερα από μόνη της θεωρείται «σκοτεινό» είδος, τα έργα του Wagner με κυρίαρχο τον Parsifal συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο σκοτεινές όπερες που έχουν ποτέ εκτελεστεί. Πράγματι το όλο έργο διαπνέει σταθερά ένα συγκινησιακό κλίμα κατάνυξης, ένα θλιβερό μοτίβο ανάλογο με αυτό της Μεγάλης Παρασκευής.

Κριτικοί και θεατές συμφωνούν πως η υπόθεση του έργου είναι κατά βάση αρκετά απλή και περικλείει εντός της όλα τα κλασσικά στερεότυπα: ιερά κειμήλια, ήρωες ιππότες, πλάνες μάγισσες και κακούς μάγους. Εντούτοις το έργο το διαπνέει το φιλοσοφικό και πνευματικό πάντρεμα του Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση του Arthur Schopenhauer με τον Βουδιστικό πνευματισμό· θέματα που έδειχνε πως απασχολούσαν εξίσου τον Wagner τον καιρό που επεξεργαζόταν το θέμα του Parsifal. Φιλοσοφία και πνευματισμός λοιπόν συγκλίνουν με ένα ιδιότυπο και σύνθετο τρόπο στην αλληγορία του Parsifal, για την αγαθό της λύτρωσης και την συμπόνια στον αλλότριο πόνο ως τις προϋποθέσεις της αυτοπραγμάτωσης/σοφίας. Στον αντίποδα του υλισμού και των απολαύσεων που παρέχει ο λουλουδόκηπος του μάγου Klingsor και της «επιστημονικής»/μεθοδικής γνώσης που αντιπροσωπεύει το παλάτι του Titurel, που αμφότεροι αποτυγχάνουν να παραλάβουν το αγαθό της σοφίας, το διεκδικεί με επιτυχία ο αγνός μέχρι βλακείας Parsifal ο οποίος θα έρθει στο τέλος να αποκαταστήσει την σύγχυση και την κοσμική αταξία.

Ωστόσο πέρα από τον συμβολισμό και την αλληγορία της σκοτεινής αυτής όπερας η ίδια η δράση και τα πρόσωπα που την συντελούν συμβάλλουν εξίσου στην εξέλιξη της πλοκής και εκπλήσσουν ευχάριστα με την αντισυμβατικότητά τους, που ξεχωρίζει από τα κλασικά πρότυπα τα οποία υφαίνονται σε αντίστοιχους ηθικοθρησκευτικούς μύθους. Εδώ το καλό και το κακό δεν είναι τόσο διακριτά όσο φαίνονται εκ πρώτης και μέχρι το τέλος του έργου δεν είμαστε καθόλου σίγουροι εάν θέλουμε να ταυτιστούμε με τον ήρωά μας, να τον χειροκροτήσουμε, να τον χλευάσουμε, ή να τον αποδοκιμάσουμε.

«Με ποιο όνομα με καλείς, εμένα που δεν έχω όνομα;» ρωτάει ο Parsifal την Kundry και αυτή κοροϊδευτικά του χαμογελά και του απαντά «σε καλώ με το όνομα σου «φαλ» (Fal) » και «παρσί» (Parsi) που σημαίνει “αγνός” και “αγαθός”» (Dich nannt’ ich, tör’ger Reiner, «Fal parsi», – Dich, reinen Toren: «Parsifal»). Ο Parsifal είναι ένας αγαθός βλάκας όνομα και πράγμα, τίποτα ιδιαίτερα το ηρωικό.

Ο πληγωμένος ιππότης Amfortas διάδοχος φύλακας του ιερού δισκοπότηρου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένας ανόητος επιβήτορας που αναζητεί σε ξένους κήπους να κατακτήσει όμορφες κοπέλες και σαν ανόητος που είναι πιάνεται στα δίχτυα που του έχει στήσει η θηλυκή λαγνεία. Το μόνο που από εδώ και πέρα του μένει είναι να θρηνεί και να μεμψιμοιρεί την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Πέφτοντας σε πλήρη μελαγχολία καταντά ανίκανος να αναλάβει το καθήκον που του επιβάλλει η ιδιότητά του (ένας λαβωμένος ιππότης είναι άχρηστος για οποιοδήποτε έργο).

Ο πατέρας του, Titurel, ένας υποκριτής τυπικός γραφειοκράτης αρνείται να δει με τα μάτια της ειλικρίνειας την ανικανότητα του Amfortas και εμμένει πιστός στους τύπους (ιδεολογία) κόντρα στα γεγονότα. Αναμένει από τον γιο του αυτό που ο Amfortas δεν μπορεί να δώσει. Η λύτρωση του αδιεξόδου είναι μια υπόσχεση στο όραμα του Amfortas να περιμένει «έναν που από άγνοια και συμπόνια» («Durch Mitleid wissend, der reine Tor») θα του θεραπεύσει την πληγή.

Η Kundry σίγουρα είναι η πιο αντιφατική ηρωίδα του έργου και η τραγικότητα της κατάρας που κουβαλά κερδίζει την συμπάθειά μας. Εντούτοις τα καλά της στοιχεία είναι πολύ ισχνά και ο χαρακτήρας της είναι κατά βάση σκοτεινός και ύπουλος· όσο η κατάρα και τα μάγια που την τυραννούν σφίγγουν το πεπρωμένο της τόσο η κακία της θεριεύει. Έτσι μετατρέπεται στα χέρια του μάγου Klingsor σε πειθήνιο αλλά και ιδανικό όργανο εκδίκησης και με την λάγνα θηλυκότητά της αποπλανεί και καταστρέφει τους τολμηρούς αλλά κατά τα άλλα αφελείς ιππότες του Titurel, ενώ όποτε τυγχάνει να κάνει το καλό, όπως την στιγμή που δίνει βάλσαμο για να απαλύνει την πληγή του Amfortas (ας μην ξεχνάμε πως είναι αυτή που του την προκάλεσε) εντούτοις δεν μπορεί να νιώσει ούτε συμπάθεια, ούτε συμπόνια για κανένα· συνήθως μουρμουρά γρυλίσματα και αφορισμούς και όποτε κάποιος προσδοκά μια καλή κουβέντα από τα χείλη της αυτή τον αποπαίρνει λέγοντας: «Εγώ ποτέ δεν βοηθώ!» («Ich helfe nie!»). Παρόλη την μοχθηρία της όμως παραμένει το πιο δυστυχισμένο πλάσμα του έργου και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πληρώνει πολύ ακριβά για την αμαρτία στην οποία υπέπεσε, όταν, παρούσα καθώς ήταν στον Γολγοθά, χλεύασε κατάφατσα τον εσταυρωμένο. Η Kundry είναι η Ηρωδιάδα, η μοχθηρή, φιλήδονη γυναίκα του Ηρώδη, καταραμένη στο μαρτύριο της αθανασίας, σε μια αιώνια ζωή χωρίς λύτρωση, χωρίς παρηγοριά, ανίκανη να έρθει σε επαφή με οποιοδήποτε έμψυχο πλάσμα, να νιώσει οίκτο και λύπη για κανένα. Το μόνο που ποθεί, όσο τίποτα άλλο, είναι ο ύπνος που θα της χαρίσει την λησμονιά.

Η Kundry θα λυτρωθεί στο τέλος δια μέσου του έρωτα που θα γεννηθεί με τον Parsifal. Ο έρωτάς τους όμως είναι αταίριαστος και αν ήταν ένα φιλί αυτό που τους ένωσε, τη στιγμή που ο Parsifal γεύτηκε το φιλί της, αμέσως αφυπνίστηκε από την κατάσταση της άγνοιάς του και απέκτησε αισθαντικότητα για τον συνάνθρωπό του (Amfortas) και έμαθε να τον συμπονά. Η Kundry όμως δεν μπορεί να αποκτήσει από μόνη της τέτοια αισθήματα και την κυριεύει αποκλειστικά η σκέψη για το δικό της μαρτύριο. Μπροστά στο ενδιαφέρον του Parsifal για τους άλλους, η Kundry βλέπει την αδιαφορία του για τον έρωτά της και στο τέλος τον καταριέται. Για την Kundry ο θάνατος είναι πλέον η μόνη προσμονή και θα της δοθεί απλόχερα στο τέλος του έργου. Στην αποκατεστημένη τάξη του ιερού δισκοπότηρου, πλάσματα σαν την Kundry δεν έχουν θέση· είναι για το λόγο αυτό που πέφτει άψυχη μόλις εμφανιστεί στην σκηνή το περιστέρι· σύμβολο της επανασύνδεσης του ουρανού με τη γη.

Τέλος, ο μάγος Klingsor ίσως να είναι ο πιο τίμιος χαρακτήρας του έργου καθώς είναι κακός χωρίς υπεκφυγές, είναι ένας έκπτωτος άγγελος, ένας ιππότης που δεν είχε το ψυχικό υπόβαθρο για να οδηγηθεί στην σοφία. Δοκίμασε με τεχνικούς τρόπους να το επιτύχει και επιχείρησε να επιβληθεί στην φύση του με τον αυτοευνουχισμό του. Tο αποτέλεσμα φυσικά ήταν το αντίθετο από αυτό που προσδοκούσε· άλλη μια υπόμνηση ίσως από την μεριά του Wagner πως η ηθική εξύψωση είναι ζήτημα εσώτερης κατάστασης και υποκείμενης σχέσης του «εγώ» με τον «άλλο» και όχι ζήτημα που επιτυγχάνεται με «τεχνικά» μέσα. Χαρακτηριστικό εδώ είναι πως εάν και ο Klingsor είναι πια ανίκανος για την σεξουαλική πράξη, εντούτοις χρησιμοποιεί ως θέλγητρο για τις παγίδες που στήνει στους αντιπάλους του την σεξουαλικότητα, θυμίζοντας εδώ τον ίδιο ανέραστο τρόπο με τον οποίο σήμερα τα μέσα διαφήμισης χρησιμοποιούν την θηλυκότητα προκειμένου να προωθήσουν στο αγοραστικό κοινό τα προϊόντα τους. Ο έρωτας πρέπει να είναι νεκρός προκειμένου να γίνει μέσο χειραγώγησης.

Στο κείμενό μας για τον Parsifal θελήσαμε να προσθέσουμε κάποια επιπλέον σχόλια στις ήδη άξιες μελέτες του, σχετικά με την αλληγορία που μπορεί να έχει ο Parsifal μεταξύ της τεχνικής και της σοφίας και να παραστήσουμε τον ανάστατο καμβά ρόλων μεταξύ των «κακών» και των «καλών». Πέρα από αυτό το μικρής έκτασης και σίγουρα ανεπαρκή σχολιασμό για το μέγεθος του αριστουργήματος για το οποίο μιλάμε, δεν θελήσαμε να εισέρθουμε σε αναλύσεις που έχουν εξάλλου προηγηθεί από άλλους με μεγαλύτερη εγκυρότητα και βάθος από όσο εμείς θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε. Ο Νίτσε ήταν ένας από τους πρώτους που έτρεξε μανιωδώς να αγοράσει εισιτήριο για τον Parsifal στην πρεμιέρα του Bayreuth το 1882. Έχει μείνει στην ιστορία η κριτική του κατά του «ηθικισμού» του Parsifal χωρίς βέβαια να έχει παραγνωρίσει ποτέ ο ίδιος το αριστουργηματικό μέγεθός του ως έργο υψηλής ποιότητας και τέχνης. Από εκεί και έπειτα άλλοι φάνηκαν πιο πρόθυμοι με το έργο αυτό, όπως ο Γκέμπελς, και είδαν στον Parsifal αλλά και σε όλο το έργο του Wagner την ιδεολογική κάλυψη του φυλετισμού τους. Προσωπικά, από τις παραπάνω οπτικές προτιμούμε αυτή που βλέπει στον Parsifal τις φιλοσοφικές επιρροές του Schopenhauer· όπως γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου στο άρθρο του για το ανθρώπινο μήνυμα του Parsifal [1]:

Η ιδέα ότι το «Εγώ» αποτελεί ανάχωμα στην πορεία προς την κατάκτηση της σοφίας. Η υπέρβασή του είναι το πρώτο, δύσκολο μα αναγκαίο βήμα που μας καθιστά άξιους να βιώσουμε το αίσθημα της συμπόνιας. Έτσι, κατά μία έννοια, η κατάκτηση της σοφίας περνά μέσα από τη συμπόνια.

[1] «Ο «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ και το ανθρώπινο μήνυμά του», Κώστας Παπαχρήστου.


Πηγή: Respublica.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου