Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΒΗΜΑ - Το Πείραμα του Stanford και οι δαίμονες του Goldhagen

Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία συνηθίζουμε να ταυτίζουμε ακόμα και τους σύγχρονους Γερμανούς με τους Ναζί. Αν όχι όλους τους Γερμανούς, εκείνους, τουλάχιστον, που, για τους όποιους λόγους, μας είναι δυσάρεστοι. Και – τι ειρωνεία – στην ίδια μας τη χώρα, οι παρενέργειες της κρίσης ανέδειξαν τους εγχώριους ναζί σε επικίνδυνα ανερχόμενη πολιτική δύναμη. Όπως ακριβώς μια ανάλογη, φοβερή κρίση στη Γερμανία, που κάποτε είχε σκοτώσει την προοπτική δημοκρατικού μετασχηματισμού που έφερε το φιλόδοξο πείραμα της Βαϊμάρης...

Άραγε, είναι οι εγγενείς χαρακτήρες των λαών που καθορίζουν την ιστορική τους συμπεριφορά, ή μήπως, αντίθετα, είναι οι ιστορικές συνθήκες που διαμορφώνουν συγκυριακά τους εθνικούς χαρακτήρες; Η «δαιμονοποίηση» της γερμανικής φύσης δεν είναι δική μας εφεύρεση. Ακόμα και διδακτορικές διατριβές έχουν εκπονηθεί, που υποστηρίζουν αυτήν ακριβώς την ιδέα. Χαρακτηριστική περίπτωση, το σχετικά πρόσφατο (1996) βιβλίο του Αμερικανού ιστορικού Daniel Jonah Goldhagen, “Hitler’s Willing Executioners” (κυκλοφορεί και στα ελληνικά, με τον τίτλο: «Πρόθυμοι δήμιοι: Οι εκτελεστές του Χίτλερ»).

Σε αυτό, ο συγγραφέας, εκλαϊκεύοντας και επεκτείνοντας τη διδακτορική διατριβή του στο Harvard, αποδίδει τη φρίκη του Ολοκαυτώματος στην εγγενώς «δαιμονική», θα λέγαμε, φύση των Γερμανών, υποβαθμίζοντας – έως εξαφανίζοντας – την ιστορική ιδιαιτερότητα του ναζισμού, αλλά και την ευθύνη του ίδιου του Χίτλερ (κατά το «αν δεν υπήρχε ο Χίτλερ για να ξεκινήσει το Ολοκαύτωμα, οι Γερμανοί θα τον είχαν εφεύρει!»). Τα εγκλήματα του Ολοκαυτώματος, υποστηρίζει ο Goldhagen, τα διέπραξαν, αυτόβουλα, «συνηθισμένοι Γερμανοί», όχι απαραίτητα φανατικοί ναζί. Και, όχι γιατί τους το επέβαλε (ή, έστω, το υπέβαλε) η ηγεσία τους, αλλά απλά γιατί τους το επέτρεψε!

Το βιβλίο αυτό συνάντησε πολλές αντιδράσεις, ιδιαίτερα, μάλιστα, από σημαίνοντες Εβραίους μελετητές του Ολοκαυτώματος. Διαβάζοντάς το, όντως αποκόμισα την εικόνα μιας δύσκολα αποκρυπτόμενης εμπάθειας και μιας ιδεολογικής μονομέρειας που υπονομεύει, τελικά, την ίδια την επιστημονική αξιοπιστία του έργου. Η μορφή του Χίτλερ δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί σε οποιαδήποτε σοβαρή ιστορική ανάλυση, όπως επίσης δεν πρέπει να αγνοούνται και οι ιστορικές συγκυρίες της εποχής, μετά το τέλος ενός καταστροφικού, για τη Γερμανία, Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και μιας επακόλουθης ταπεινωτικής συνθήκης ειρήνης.

Μια κριτική αποδόμηση της ιστορικής ερμηνείας του Goldhagen προϋποθέτει απάντηση στο θεμελιώδες γενικό ερώτημα: Είναι δυνατόν, κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες, μια οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα (π.χ., ένας λαός, ή κι ένα μικρό σύνολο ανθρώπων με αίσθηση κοινού προορισμού) να χειραγωγηθεί από ένα σύστημα εξουσίας έτσι ώστε να αναδείξει ακραίες συμπεριφορές, οι οποίες δεν θα υφίσταντο έξω από τις συνθήκες αυτές;

Αν η απάντηση στο ερώτημα είναι θετική, τότε το Ολοκαύτωμα δεν αποτελεί αυστηρά γερμανική «πατέντα». Θα μπορούσε, θεωρητικά, να είχε συμβεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε, κάτω από ανάλογες ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες! Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο (συχνά βίαιος) αντισημιτισμός είχε κάνει την εμφάνισή του τόσο στη Γαλλία, όσο και στη Ρωσία, προτού πάρει την ακραία, δολοφονική μορφή του στη ναζιστική Γερμανία.

Ένα πείραμα που θα μπορούσε να ρίξει κάποιο φως στο παραπάνω ερώτημα (αν και δεν γνωρίζω αν τα αποτελέσματά του χρησιμοποιήθηκαν ποτέ για την ερμηνεία του Ολοκαυτώματος) έλαβε χώρα στο Πανεπιστήμιο του Stanford των ΗΠΑ, στο διάστημα από 14 έως 20 Αυγούστου του 1971, κάτω από την κεντρική επίβλεψη του καθηγητή ψυχολογίας Philip Zimbardo. Εικοσιτέσσερις φοιτητές επιλέχθηκαν για να παίξουν τους ρόλους φυλακισμένων και δεσμοφυλάκων σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί για τους σκοπούς του πειράματος. Η κατανομή των ρόλων (12 φυλακισμένοι και ισάριθμοι φρουροί) έγινε με κλήρωση, και οι συνολικά 24 που επελέγησαν για το πείραμα ικανοποιούσαν, στο μέγιστο βαθμό, κριτήρια ψυχικής ισορροπίας και ομαλότητας χαρακτήρα. Ο Zimbardo πήρε το ρόλο του επιστάτη της φυλακής, φροντίζοντας με κάθε τρόπο να μεγιστοποιεί τα αισθήματα σύγχυσης και απώλειας προσωπικότητας των συμμετεχόντων.

Τα αποτελέσματα του πειράματος εξέπληξαν και τον ίδιο το Zimbardo! Τα μέλη και των δύο ομάδων (φυλακισμένοι και δεσμοφύλακες) πήραν τόσο σοβαρά τους ρόλους τους που κατέληξαν να ταυτιστούν με αυτούς. Οι φρουροί ανέπτυξαν αυταρχικές έως και σαδιστικές συμπεριφορές, και έφτασαν στο σημείο να υποβάλουν μερικούς από τους κρατούμενους σε ιδιαίτερα σκληρά ψυχολογικά βασανιστήρια. Πολλοί κρατούμενοι αποδέχθηκαν παθητικά την ψυχολογική βία και, κατ’ απαίτηση των φρουρών, συνεργάστηκαν πρόθυμα σε κακομεταχειρίσεις συγκρατουμένων τους (σας θυμίζουν κάτι, όλα αυτά, από τα γκέτο, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς μεταφοράς και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, την περίοδο του ναζισμού;).

Το πείραμα δεν άφησε ανεπηρέαστο ούτε τον ίδιο το Zimbardo, που έδειξε μεγάλο ζήλο στο ρόλο του ως επιστάτη, επιτρέποντας και ενθαρρύνοντας τη συνέχιση της βίας. Δύο από τους «κρατούμενους» δεν άντεξαν και αποχώρησαν νωρίς από το πείραμα, το οποίο διακόπηκε, τελικά, μόλις έξι μέρες μετά την έναρξή του.

Το εντυπωσιακό είναι πως, σε κινηματογραφημένες συνεντεύξεις τους αρκετό καιρό μετά, οι «φρουροί» εξομολογήθηκαν ότι, κοιτάζοντας πίσω σ’ εκείνες τις μέρες, δύσκολα μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, να εξηγήσουν πώς μερικά «καλά παιδιά» είχαν μετατραπεί σε βάρβαρους δεσμοφύλακες! Ας δούμε μερικά αποσπάσματα από τις εξομολογήσεις δύο πρώην «φρουρών», καθώς και κάποια από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο Zimbardo:

Φρουρός 1: «Αληθινά, δεν πίστευα ποτέ ότι θα ήμουν ικανός να επιδείξω τέτοια συμπεριφορά! Εξεπλάγην κι εγώ ο ίδιος απ’ όσα έκανα. Και, ενώ τα έκανα, δεν ένιωθα καθόλου μετανιωμένος, δεν είχα ενοχές... Μόνο μετά άρχισα να συνειδητοποιώ τι είχε συμβεί.»

Φρουρός 2: «Άρχισα να νιώθω πως έχανα την ταυτότητά μου, να ξεχνώ πως συμμετείχα σε ένα πείραμα, σε μια απλή προσομοίωση της πραγματικότητας. Φοράς μια στολή, σου δίνουν ένα ρόλο και σου λένε: ‘Η δουλειά σου είναι να κρατάς αυτούς τους ανθρώπους σε τάξη.’ Κι εσύ μπαίνεις στ’ αλήθεια στο πετσί του ρόλου από τη στιγμή που φοράς τη στολή και τα μαύρα γυαλιά, που κρατάς το ραβδί... Αυτό είναι το κοστούμι σου. Και πρέπει να ενεργείς ανάλογα όταν το φοράς.»

Zimbardo: «Το περισσότερο κακό στον κόσμο δεν προέρχεται από ταπεινά ένστικτα, αλλά επειδή κάποιος σου υποβάλλει την ιδέα: ‘Ακολούθα το πρόγραμμα’, ‘γίνε ομαδικός’... Όταν κάποιος πει: ‘δεν είμαι υπεύθυνος’, ‘δεν είμαι υπόλογος’, ‘είναι ο ρόλος που μου ανέθεσαν’, κλπ, επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει πράγματα που ποτέ δεν θα έπραττε υπό κανονικές συνθήκες. (...) Ένας τρόπος να ερμηνεύσουμε το πείραμα είναι ότι, βάλαμε καλούς ανθρώπους σε ένα κακό περιβάλλον και είδαμε ποιος κέρδισε. Το λυπηρό μήνυμα εδώ είναι ότι, το διαβολικό αυτό μέρος κυριάρχησε πάνω στους καλούς ανθρώπους!»

Είναι ικανό από μόνο του το «πείραμα του Stanford» να καταρρίψει τη θεωρία του Goldhagen για το Ολοκαύτωμα και την υποτιθέμενη μοναδικότητα της «δαιμονικής φύσης» των Γερμανών; Ασφαλώς όχι! Εν τούτοις, το πείραμα αποκαλύπτει πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς κάτω από (τεχνητές, εν προκειμένω) συνθήκες που θα μπορούσαν, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, να παραπέμπουν στα χρόνια της κυριαρχικής επίδρασης του ναζισμού πάνω στη γερμανική συλλογική συνείδηση. Ως εκ τούτου, τα συμπεράσματα του πειράματος δεν θα πρέπει να αγνοηθούν από τους αντικειμενικούς μελετητές εκείνης της πιο βάρβαρης περιόδου της παγκόσμιας Ιστορίας.

Βέβαια, το να δίνει κανείς ιστορικές ερμηνείες αναζητώντας πιθανές αιτιότητες πίσω από τα φρικτά εγκλήματα του ναζισμού, ουδόλως μετριάζει τις ενοχές των Γερμανών! Το πείραμα του Stanford, όπως και η ίδια η ναζιστική περίοδος στη Γερμανία, έδειξαν ότι το κακό που ενυπάρχει σε λανθάνουσα μορφή στον άνθρωπο, μπορεί να βγει στην επιφάνεια κάτω από κατάλληλες συνθήκες. Οι συνθήκες, όμως, απλά αναδεικνύουν το κακό. Δεν το δημιουργούν!

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ

Το Πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ (The Stanford Prison Experiment) ήταν ένα πείραμα πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα. Το πείραμα διεξήχθη το 1971 από την ερευνητική ομάδα του καθηγητή ψυχολογίας Φίλιπ Ζιμπάρντο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ.

Εικοσιτέσσερις φοιτητές επιλέχθηκαν από 70 για να παίξουν τους ρόλους των φυλακισμένων και των δεσμοφυλάκων και να ζήσουν σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί για τους σκοπούς του πειράματος στο υπόγειο του κτιρίου της Επιστήμης της Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Η επιλογή των υποψηφίων έγινε με βάση την απουσία ψυχολογικών και ιατρικών προβλημάτων, αλλά και ποινικού μητρώου, έτσι ώστε να αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για την επιστημονική παρατήρηση. Οι ρόλοι μοιράστηκαν μετά από ρίψη κέρματος (κορώνα ή γράμματα).

Οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες μπήκαν κατευθείαν στους ρόλους τους, προχωρώντας όμως τους ρόλους αυτούς πέρα από τις προβλέψεις και οδηγούμενοι σε επικίνδυνες και ψυχολογικά καταστροφικές καταστάσεις. Το ένα τρίτο από τους φρουρούς κρίθηκε ότι επέδειξαν "γνήσια" σαδιστικές τάσεις, με αποτέλεσμα αρκετοί φυλακισμένοι να τραυματιστούν ψυχολογικά και δύο από τους φοιτητές να αποχωρήσουν νωρίς από το πείραμα. Μετά την κατάρρευση ενός φοιτητή από τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στη φυλακή, και συνειδητοποιώντας ότι είχε παθητικά επιτρέψει ανάρμοστες συμπεριφορές να λάβουν χώρα κάτω από την εποπτεία του, ο Ζιμπάρντο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι φυλακισμένοι όσο και οι δεσμοφύλακες είχαν ταυτιστεί υπερβολικά με τους ρόλους τους, με αποτέλεσμα να τερματίσει το πείραμα μετά από έξι μέρες.

(Πηγή: Βικιπαίδεια)


Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Η θρησκεία σε ερωτήσεις (δίχως απαντήσεις)…

Φίλες και φίλοι αναγνώστες του Aixmi.gr, Καλή Χρονιά! Εγκαινιάζω την προσωπική αρθρογραφία του 2015 σε μια στιγμή που η ανθρωπότητα (τουλάχιστον, το κομμάτι της που δικαιούται να θεωρεί τον εαυτό του πολιτισμένο) συγκλονίζεται από ένα ακόμα αποτρόπαιο έγκλημα θρησκευτικού φανατισμού. Και ο χρονικός ορίζοντας της λέξης «ακόμα» είναι βραχύς, αφού πρόσφατες είναι οι εφιαλτικές εικόνες αποκεφαλισμών και άλλων πράξεων θηριωδίας στο όνομα κάποιας θρησκευτικής πίστης...

Βλέποντας την ιστορία των θρησκειών διαχρονικά, έχω την αίσθηση (και ας με διορθώσουν οι αναγνώστες) ότι καμία δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο της ιστορικής κριτικής σε ό,τι αφορά τη στάση της απέναντι στην αντίθετη άποψη. Και πώς να συμβιβαστεί, αλήθεια, ο (συχνά φανατικός) δογματισμός με την ελευθερία της σκέψης που προϋποθέτει το δικαίωμα στην αμφισβήτηση; Όμως, υπάρχει ένα πιο θεμελιώδες και κρίσιμο ερώτημα που αφορά αυτή τούτη την ιδέα της θρησκείας, γενικά: Πόσο συμβατή είναι αυτή με την αναζήτηση (ακόμα περισσότερο, την εύρεση και την απόλυτη γνώση) της Αλήθειας περί της Ουσίας του Θείου;

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να μεταφέρω στους αναγνώστες του Aixmi.gr κάποιους προβληματισμούς που είχαμε διατυπώσει παλιότερα σε ένα σύντομο άρθρο στο «ΒΗΜΑ». Γνωρίζω ότι το θέμα είναι ευαίσθητο για πολλούς. Σκοπός αυτής της συζήτησης, όμως, δεν είναι να προκαλέσει αντιδράσεις και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά να λειτουργήσει ως αφετηρία ενός γόνιμου διαλόγου. Έστω και ανάμεσα σε διαφωνούντες...

Παραθέτω (με τροποποιήσεις και βελτιώσεις) το κείμενο που δημοσιεύθηκε στο «ΒΗΜΑ» στις 11/10/2012:

------------------------------------------------------

Οι απόψεις που εκτίθενται σ’ αυτό το σύντομο άρθρο ούτε πρωτότυπες είναι, ούτε συνιστούν βαθιά ανάλυση πάνω σε ένα δύσκολο κι ευαίσθητο θέμα. Εξαιρετικές αναλύσεις μπορεί να βρει άφθονες ο επισκέπτης του Διαδικτύου (ακόμα και στην ελληνική γλώσσα), για να μην αναφερθώ στα κλασικά δοκίμια μεγάλων φιλοσόφων όπως ο Bertrand Russell. Ταπεινός σκοπός αυτού του κειμένου είναι η ελάχιστη συμβολή του στην αποτροπή μιας δεδομένης «ετικετοποίησης» ανθρώπων με βάση τις επιλογές τους σε θέματα θρησκείας. Έτσι όπως εύκολα τοποθετούνται, γενικά, οι ετικέτες σ’ αυτό τον τόπο...

Έχουμε συνηθίσει να δεχόμαστε την δήλωση θρησκευτικής πίστης ως μέρος του αυτοπροσδιορισμού ενός ατόμου. Η απουσία, δε, μιας τέτοιας δήλωσης οδηγεί εξ ορισμού στον χαρακτηρισμό του ατόμου ως «άθεου».

Το ότι ένας άθεος είναι άθρησκος, είναι, ασφαλώς, αυτονόητο. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον ισχύει το αντίστροφο. Δηλαδή, κατά πόσον ο άθρησκος (αυτός, δηλαδή, που αρνείται να περιχαρακώσει την πίστη του στα δογματικά στεγανά οποιασδήποτε θρησκείας) είναι αναγκαία άθεος. Ή, κατά λογική ισοδυναμία, κατά πόσον ο μη-άθεος (αυτός που δεν αρνείται την πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον) είναι αναγκαία θρήσκος (δηλώνει πίστη σε κάποια θρησκεία). Κάτι τέτοιο προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστον, ότι η ίδια η ιδέα της θρησκείας είναι συμβατή με την πίστη σε μία Αρχή που κωδικοποιείται από τον άνθρωπο – και την ίδια τη θρησκεία – με το όνομα «Θεός».

Το ερώτημα που θέτουμε είναι αν αυτή η προϋπόθεση συμβατότητας καταρχήν πληρούται. Ερώτημα κρίσιμο, αφού μια αρνητική απάντηση οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δεύτερο, ακόμα σοβαρότερο ερώτημα: Κατά πόσον θα μπορούσε κάποιος να κατηγορήσει την ίδια τη θρησκεία ως «βλάσφημη»!

Θα περιοριστούμε σε δύο, μόνο, σημεία που θεωρούμε βασικότερα:

1. Σύμφωνα με τη θρησκεία, ο άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίζει (μερικώς, τουλάχιστον) τη φύση του Θεού. Για παράδειγμα, η Χριστιανική θρησκεία αναφέρεται στο τρισυπόστατο της φύσης αυτής (Τριαδικό Δόγμα). Συσχετίζει, έτσι, μια υπερβατική έννοια (Θεός) με έναν φυσικό αριθμό (τρία). Οι φυσικοί αριθμοί, όμως (οι οποίοι, εκτός των άλλων, υπόκεινται στον περιορισμό του διακριτού) είναι εφεύρημα των ανθρώπων για πρακτικούς, κυρίως, σκοπούς (π.χ., καταμέτρηση αντικειμένων). Έτσι, μια υπερβατική έννοια που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης διάνοιας, εμπειρίας και λογικής, μοιάζει να συρρικνώνεται ώστε να προσαρμοστεί στα ανθρώπινα μέτρα. Πόσο απέχει ο εξορθολογισμός αυτός της έννοιας του Θεού από την βλασφημία;

2. Στο πλαίσιο της ανθρωπομορφικής εικόνας του Θεού, όπως την περιγράφει η θρησκεία (και όχι μόνο η Χριστιανική), Εκείνος εμφανίζεται με τις πλέον απεχθείς ανθρώπινες αδυναμίες: ματαιοδοξία, ζηλοτυπία, μνησικακία, σκληρότητα, εκδικητικότητα… Στον αντίποδα, και καθ’ υπέρβαση των ορίων τόσο της κοινής λογικής, όσο και της διαλεκτικής του μεταφυσικού, υπάρχει ταυτόχρονα η αγάπη Του για τον άνθρωπο (κορυφαίο – υποτίθεται – δημιούργημά Του)! Πόσο μακριά βρίσκεται ο οξύμωρος αυτός ανθρωπομορφισμός του Θεού από την βλασφημία;

Οι παραπάνω επισημάνσεις – και άλλες που θα μπορούσαν να αναφερθούν σε ένα εκτενέστερο άρθρο – θέτουν το ερώτημα, κατά πόσον ο δογματικός εξορθολογισμός και η κατ’ ουσίαν «εκκοσμίκευση» του υπερβατικού, που επιχειρεί να επιβάλει με αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα η θρησκεία, είναι σε αρμονία με την πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον και δεν αποτελούν, αντίθετα, πράξεις βλασφημίας εκ μέρους του ανθρώπου. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται και η συμβατότητα της θρησκείας με την ίδια την ιδέα του Θεού.

Με άλλα λόγια, η ζητούμενη απάντηση θα δικαιώσει ή θα καταρρίψει, ανάλογα, τη μομφή της εξ ορισμού «αθεΐας» προς όσους δεν δηλώνουν υποταγή σε προκατασκευασμένα δόγματα που επιβάλλουν την πίστη, αντί να την εμπνέουν...

Προσθέτω ένα αναγκαίο υστερόγραφο στην παρούσα, αναθεωρημένη εκδοχή του άρθρου: Τα όσα αναφέραμε αποτελούν ακαδημαϊκούς και μόνο προβληματισμούς, και σε καμία περίπτωση δεν επιχειρούν να υποβαθμίσουν τον κοινωνικό ρόλο και την κοινωνική σημασία της Εκκλησίας! Υπάρχουν άνθρωποι που, ακόμα κι αν δεν έχουν έντονα ανεπτυγμένη θρησκευτική πίστη, βρίσκουν στην Εκκλησία ένα ζεστό καταφύγιο από τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της ζωής. Και, καθώς το γράφω αυτό, μου έρχεται στο νου η εικόνα της μητέρας μου να περιμένει ανυπόμονα τον πρώτο ήχο της καμπάνας, τις Κυριακές των καλοκαιριών στην Εύβοια...

Aixmi.gr

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Μερικές παρατηρήσεις για την ανεξαρτησία των Νόμων της Νευτώνειας Μηχανικής

Έλαβα χθες ένα πολύ ευγενικό mail από έναν φοιτητή στο Πανεπιστήμιο του Τέξας. Αφού με ευχαριστεί για τη δημοσίευση του άρθρου “Foundations of Newtonian Dynamics: An Axiomatic Approach for the Thinking Student”, λέγοντας πως του φάνηκε πολύ χρήσιμο και πως ελπίζει να ανήκει και ο ίδιος στους «σκεπτόμενους φοιτητές» του τίτλου, διατυπώνει ένα ερώτημα που αξίζει τον κόπο να παραθέσω, αφού αποτελεί ένα από τα πιο λεπτά σημεία της Νευτώνειας Μηχανικής.

Πριν απ’ όλα, δυο λόγια για το ίδιο το άρθρο: Πρόκειται για μια απόπειρα επαναδιατύπωσης (δεν θα τολμήσω να πω «αναθεώρησης») της αξιωματικής βάσης της Μηχανικής, έτσι ώστε η θεωρία να δομείται πάνω σε έναν ελάχιστο αριθμό ανεξάρτητων θεμελιωδών αρχών. Το συμπέρασμα είναι ότι οι Νόμοι του Νεύτωνα μπορούν να αντικατασταθούν από ένα διαφορετικό σετ δύο ανεξάρτητων αξιωμάτων, ως εξής:

Το πρώτο αξίωμα (Α.1) ενσωματώνει ταυτόχρονα την ύπαρξη αδρανειακών συστημάτων αναφοράς και την αρχή διατήρησης της ορμής για απομονωμένα συστήματα σωματιδίων. Το δεύτερο αξίωμα (Α.2) εκφράζει την αρχή της επαλληλίας για τις αλληλεπιδράσεις.

Ο Πρώτος Νόμος του Νεύτωνα (Νόμος της Αδράνειας) προκύπτει ως πόρισμα του Α.1. Στη συνέχεια, ορίζεται η έννοια της δύναμης ως ρυθμού μεταβολής της ορμής ενός σωματιδίου (F=dp/dt), πράγμα που αντιστοιχεί στον λεγόμενο Δεύτερο «Νόμο» του Νεύτωνα. Με βάση το Α.2, μια σύνθετη αλληλεπίδραση ενός σωματιδίου με άλλα σωματίδια περιγράφεται από ένα διανυσματικό άθροισμα δυνάμεων. Τέλος, με χρήση των Α.1 και Α.2, αποδεικνύεται ο Τρίτος Νόμος του Νεύτωνα (Νόμος Δράσης-Αντίδρασης).

Ένα παρόμοιο ερώτημα με αυτό του φοιτητή από το Τέξας απασχόλησε πολλούς μεγάλους Φυσικούς πριν από αυτόν, σε σχέση με τους ίδιους τους Νόμους του Νεύτωνα: Αφού, σύμφωνα με τον Δεύτερο Νόμο, το σύνολο των αλληλεπιδράσεων πάνω σε ένα σωματίδιο αντιπροσωπεύεται, ποσοτικά, από τη δύναμη F=dp/dt, στην περίπτωση ενός ελεύθερου σωματιδίου (που δεν υπόκειται σε αλληλεπιδράσεις) θα έχουμε ότι F=0, άρα dp/dt=0, άρα p=mv=σταθερό, άρα v=σταθερό. Δηλαδή, η ταχύτητα ενός ελεύθερου σωματιδίου είναι σταθερή. Μα, αυτό ακριβώς λέει ο Νόμος της Αδράνειας! Μήπως, λοιπόν, ο νόμος αυτός δεν είναι ένα ανεξάρτητο αξίωμα, αλλά απλά ένα πόρισμα του Δεύτερου Νόμου;

Λογικό το ερώτημα, όμως υπάρχει ένα λεπτό σημείο: Ποιος παρατηρητής δικαιούται να συμπεράνει ότι, αν η ορμή p του σωματιδίου είναι σταθερή, τότε το σωματίδιο είναι ελεύθερο αλληλεπιδράσεων; Απάντηση: Μόνο ένας Αδρανειακός παρατηρητής, που χρησιμοποιεί ένα Αδρανειακό σύστημα αναφοράς! Την ύπαρξη, ακριβώς, τέτοιων συστημάτων εγγυάται ο Νόμος της Αδράνειας. Χωρίς αυτόν, ο Δεύτερος Νόμος του Νεύτωνα θα καθίστατο απροσδιόριστος, αν όχι λανθασμένος, αφού θα φαινόταν ότι ισχύει για κάθε παρατηρητή γενικά, ανεξάρτητα από τη δυναμική του κατάσταση. Δηλαδή, ο Νόμος της Αδράνειας ορίζει το «τερέν» μέσα στο οποίο διατυπώνεται και ισχύει ο Δεύτερος Νόμος. Όπως έγραψα στον φοιτητή, εφαρμόζοντας τον Δεύτερο Νόμο χωρίς τον Πρώτο, θα ήταν σαν να παίζουμε ποδόσφαιρο χωρίς να διαθέτουμε γήπεδο ποδοσφαίρου!

Σημειώνω ότι το άρθρο βρίσκεται αναρτημένο και εδώ.

Επίσης, υπάρχει και σε ελληνική μετάφραση.

Παρατηρήσεις και σχόλια πάντα δεκτά!

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Μια νέα αξιωματική προσέγγιση στη Νευτώνεια Μηχανική

Η Νευτώνεια Μηχανική δομείται πάνω σε τρεις θεμελιώδεις αρχές, τους Νόμους του Νεύτωνα, που πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1687. Αν και η ιστορική τους σημασία είναι αδιαμφισβήτητη, αφήνουν κάποια ερωτήματα ανοιχτά σε όποιον αναζητά μια αυστηρή και αυτοσυνεπή αξιωματική θεμελίωση της κλασικής Μηχανικής. Για παράδειγμα:

1. Πόσο ανεξάρτητοι είναι οι δύο πρώτοι Νόμοι; Είναι ο Πρώτος Νόμος ειδική περίπτωση του Δεύτερου;

2. Είναι ο Δεύτερος Νόμος ένας αληθινός νόμος, ή απλά ένας ορισμός (της δύναμης);

3. Είναι ο Τρίτος Νόμος πιο θεμελιώδης από τη διατήρηση της ορμής, ή το αντίθετο;

4. Και, τελικά, πόσοι ανεξάρτητοι νόμοι απαιτούνται για την αξιωματική θεμελίωση της θεωρίας; Είναι τρεις (όπως πρότεινε ο Νεύτων) ή μήπως θα μπορούσαν να είναι λιγότεροι; Και ποιοι θα είναι αυτοί;

Πρόσφατα προτάθηκε μια νέα προσέγγιση στο πρόβλημα. Όπως αποδείχθηκε, δύο και μόνο ανεξάρτητοι νόμοι απαιτούνται για την αξιωματική θεμελίωση της Νευτώνειας Μηχανικής. Οι γνωστοί τρεις Νόμοι του Νεύτωνα, καθώς και όλα τα βασικά θεωρήματα της Μηχανικής, απορρέουν από αυτά τα δύο θεμελιώδη αξιώματα.

Δείτε το άρθρο στην τελική, δημοσιευμένη μορφή

Δείτε το Abstract στο arXiv.org

Δείτε την ελληνική μετάφραση

Άλλα άρθρα Κλασικής Μηχανικής από το site του MIT

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΒΗΜΑ - Στίβεν Χόκινγκ: Η εκδίκηση της επιστήμης

Στα 72 του, προβάλλει ως το αρχέτυπο του θεωρητικού που εξοικείωσε τη σύγχρονη κουλτούρα με τις έννοιες της κοσμολογίας

Του Μάρκου Καρασαρίνη 

Με τους όρους της επιστημονικής παραγωγής ιδεών η ηλικία του είναι κάτι παραπάνω από σεβάσμια. Είναι αυτή στην οποία κάθε εξέχων θεωρητικός φυσικός έχει κερδίσει το προνόμιο να εξαργυρώνει τους κόπους της νεότητάς του: να γέρνει σε έναν αναπαυτικό καναπέ και να περιμένει πότε οι μαθητές ή οι λοιποί εργάτες του πεδίου του θα αποδείξουν πειραματικά την ισχύ των θεωρημάτων του για να εισπράξουν το Νομπέλ που τους αξίζει. Πάνω-κάτω, δηλαδή, ό,τι έπραξε η ομάδα του CERN το 2013 για τον 86χρονο Πίτερ Χιγκς και το μποζόνιό του.

Στα 72 του όμως ο Στίβεν Χόκινγκ, διευθυντής Ερευνας του Κέντρου Θεωρητικής Κοσμολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, παρά το ότι, συμμορφωνόμενος προς τις ακαδημαϊκές ρυθμίσεις, συνταξιοδοτήθηκε το 2009 από την έδρα των Μαθηματικών όπου κάποτε δίδασκε ο Ισαάκ Νεύτων και την οποία ο ίδιος κατείχε για 30 χρόνια, δεν μοιάζει ακριβώς διατεθειμένος να αποχωρήσει από την ενεργό δράση. Ισως γιατί η προσωπικότητά του διαπνέεται από μια θεμελιώδη δίψα για το νέο, όπως δείχνει η είσοδός του στον κόσμο του Facebook τον περασμένο Οκτώβριο. Ισως γιατί διακρίνεται από μια γνήσια επιδίωξη της δημόσιας φιλονικίας, όπως φανερώνει μια μακρά αλυσίδα αμφιλεγόμενων δηλώσεων - ότι οι ιοί των υπολογιστών είναι μια μορφή ζωής, ότι το ανθρώπινο είδος πρέπει να υιοθετήσει τις μεθόδους της γενετικής μηχανικής προκειμένου να μην ξεπεραστεί σε ευφυΐα από την τεχνητή νοημοσύνη, ότι υπάρχουν εξωγήινοι και καλό θα είναι να αποφύγουμε την επαφή μαζί τους, ότι η εισβολή στο Ιράκ αποτελεί «έγκλημα πολέμου», ότι το μποζόνιο του Χιγκς δεν θα ανακαλυφθεί ποτέ. Ισως, τέλος, γιατί ένας άνθρωπος που στα 21 του έλαβε διορία δύο ετών ζωής από τους γιατρούς του και βρίσκεται επί 45 χρόνια καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα δεν μπορεί να ταυτίζει την ακινησία με την ανάπαυση.

Εκ φύσεως άλλωστε ο Χόκινγκ έμοιαζε πάντα να απεχθάνεται τη στάση. Ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης υπήρξε μέλος της κωπηλατικής ομάδας, παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Τζέιν Γουάιλντ, σε ηλικία 23 ετών το 1965 και μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, χώρισε το 1990 και, σύμφωνα με τον ίδιο, έζησε έναν «παθιασμένο και θυελλώδη γάμο» με τη δεύτερη σύζυγό του, Ιλέιν Μέισον, ως το 2006, δεν έπαψε ποτέ να ταξιδεύει ανά τον κόσμο για τις ανάγκες της επιστήμης του και, παρά το ότι η υγεία του προοδευτικά χειροτέρευε, παλαιότερα δεν δίσταζε να συμμετάσχει ως τις πρώτες πρωινές ώρες στα πάρτι που έκλειναν τα επιστημονικά συνέδρια. «Ηταν μια λαμπρή περίοδος. Ημουν ζωντανός και έκανα έρευνα στη θεωρητική φυσική. Ηθελα να γνωρίζω γιατί υπάρχει το Σύμπαν - γιατί υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από το τίποτε», συνοψίζει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Το χρονικό της ζωής μου» (εκδ. Τραυλός). Παράλληλα δημοσίευε καινοτόμες προσεγγίσεις στην κοσμολογία (με γνωστότερη συνεισφορά την πρόταση πως οι μαύρες τρύπες εκπέμπουν μια μορφή ακτινοβολίας που τιμητικά φέρει το όνομά του), έγραφε οκτώ βιβλία εκλαϊκευμένης φυσικής για ενηλίκους και τρία για παιδιά, συμμετείχε σε τηλεοπτικές σειρές και ντοκιμαντέρ και δίδασκε στο πανεπιστήμιο. Διόλου παράξενο που εξελίχθηκε σε εμβληματική μορφή, στον διασημότερο εν ζωή επιστήμονα.

Στη δεκαετία του '80 ο Στίβεν Χόκινγκ είχε ήδη ενδυθεί τον μανδύα του διαδόχου του Αϊνστάιν. Το «Time» και το «Newsweek», κατ' εξοχήν διαμεσολαβητές των εξελίξεων ακόμη για ένα διεθνές κοινό, αφιέρωναν εξώφυλλα στον άνθρωπο που, κατά την έκφρασή του, επιχειρούσε να διαβάσει «το μυαλό του Θεού» (αν και σε πολλές διατυπώσεις περί της σχέσης φυσικών νόμων και Υπέρτατου Όντος δεν άφηνε σπουδαία περιθώρια ελιγμών στο δεύτερο) και προωθούσαν μια εκλαϊκευμένη όψη της κοσμολογίας του. Σύμφωνα με αυτήν, ο Χόκινγκ συνέχιζε το έργο του Αϊνστάιν φιλοδοξώντας να ολοκληρώσει μια «Θεωρία των πάντων» η οποία θα πάντρευε τις θεμελιώδεις δυνάμεις της φυσικής μεταξύ τους στο πρότυπο που είχε οραματιστεί ο εμπνευστής της Θεωρίας της Σχετικότητας. Βέβαια, πρόγονος και επίγονος είχαν τις διαφορές τους: ο Αϊνστάιν αναζητούσε τρόπους να παρακάμψει την «αρχή της απροσδιοριστίας» του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, ακρογωνιαίο λίθο της κβαντομηχανικής, υποστηρίζοντας ότι εισήγαγε στους νόμους της φυσικής ένα ανεπίτρεπτο στοιχείο αβεβαιότητας («είμαι πεπεισμένος ότι ο Θεός δεν παίζει ζάρια», όπως το έθετε), ενώ ο Χόκινγκ στην πρόβλεψή του για μια πιθανή συνένωση σχετικότητας και κβαντικής θεωρίας δεν είχε τέτοιες προκαταλήψεις. Πέρα ωστόσο από τη γοητεία των υποατομικών σωματιδίων που γέμιζαν τις σελίδες του διεθνούς Τύπου με παραστάσεις και διαγράμματα, η περίπτωση του επιφανούς φυσικού ήταν το ίδιο ή και περισσότερο δημοφιλής ως «human interest story».

Οντας καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα από πλάγια μυοτροφική σκλήρυνση ήδη από την ηλικία των 20 ετών, αποτελούσε την προσωποποίηση του ηθικού σθένους. Επιπλέον, η εικόνα του έδινε το κατάλληλο έναυσμα για δημοσιογραφική ανακίνηση του αιώνιου διπόλου για το σώμα και τη διάνοια: «Είναι σχεδόν πλήρως παράλυτος, άφωνος, περιορισμένος σε αναπηρική καρέκλα, ικανός να κινεί μόνο τους μυς του προσώπου του και δύο δάχτυλα του αριστερού του χεριού. (...) Επικοινωνεί αποκλειστικά μέσω ενός συνθετητή φωνής, τον οποίο χειρίζεται πληκτρολογώντας κοπιαστικά λέξεις σε έναν υπολογιστή προσαρμοσμένο στη μηχανοκίνητη καρέκλα του» - «Αιχμάλωτος στο ίδιο του το σώμα, όμως η διάνοιά του τον μεταφέρει στις εσχατιές του Σύμπαντος» διάβαζε κανείς σε δύο χαρακτηριστικά κείμενα του «Time» το 1988 και το 1992.

Το 1988, άλλωστε, όταν το «Newsweek» έθετε σε δεύτερη μοίρα τη συνάντηση κορυφής Ρίγκαν - Γκορμπατσόφ στη Μόσχα προκειμένου να ανακηρύξει στο εξώφυλλό του τον Χόκινγκ «Κυρίαρχο του Σύμπαντος», συνέπεσε με την έκδοση του βιβλίου μέσω του οποίου οι περισσότεροι θα τον γνώριζαν για πρώτη φορά. «Το χρονικό του χρόνου» (εκδόσεις Κάτοπτρο) ήταν ένα παράδοξο μπεστ σέλερ: από το πουθενά σχεδόν η σκληρόδετη έκδοση είχε ήδη πουλήσει ένα εκατομμύριο αντίτυπα, πράγμα πρωτοφανές για κείμενο εκλαϊκευμένης επιστήμης που πραγματευόταν τις δυσνόητες έννοιες της σύγχρονης φυσικής. Η εξομολόγηση του συγγραφέα στον πρόλογο ήταν από τη μια μεριά ενδεικτική της πραγματικότητας, από την άλλη χαρακτηριστική της τόλμης του εγχειρήματος: «Κάποιος μου είπε πως κάθε εξίσωση που θα έβαζα στο βιβλίο θα μείωνε τις πωλήσεις του στο μισό. Τελικά όμως αναγκάστηκα να βάλω μία: την περίφημη του Αϊνστάιν E=mc². Ελπίζω αυτό να μη μου κοστίσει τους μισούς αναγνώστες μου». Συνεχείς επανεκδόσεις, μεταφράσεις σε 40 γλώσσες και δέκα εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως σε 20 χρόνια κατέστησαν το «Χρονικό» τομή στην παγκόσμια βιβλιογραφία της εκλαϊκευμένης επιστήμης. Προλείαναν έτσι το έδαφος για τη διαχρονική κατόπιν επιτυχία βιβλίων που τακτικά μεταβιβάζουν την ουσία της αιχμής της φυσικής σε ευρύτερα στρώματα: ευαγγέλια της εκλαϊκευμένης επιστήμης όπως «Το σωματίδιο του Θεού» του Λέον Λέντερμαν ή «Το κομψό Σύμπαν» του Μπράιαν Γκριν δεν θα είχαν τη μορφή ή την απήχηση που απέκτησαν, ίσως και να μην είχαν δει καν το φως της δημοσιότητας, αν δεν είχε προηγηθεί εκείνο. Γιατί η δουλειά του Χόκινγκ οικοδόμησε ένα υπόβαθρο γνώσης εξοικειώνοντας ένα πολυπληθές κοινό με ορισμούς που κάποτε λογίζονταν περίπλοκοι και παραδίδοντας έννοιες όπως ο «ορίζοντας των γεγονότων» ή «το βέλος του χρόνου» προς χρήση στην καθημερινή γλώσσα.

Εδώ μπορεί να εντοπίσει κανείς κατά μία έννοια τις ρίζες της διάχυσης στη σύγχρονη κουλτούρα τόσο της ορολογίας της θεωρητικής φυσικής όσο και της ανάγκης της επιστημονικής ακρίβειας. Πριν από τον Στίβεν Χόκινγκ ο τίτλος του «Βέλους του χρόνου», του μυθιστορήματος του δημοφιλούς βρετανού συγγραφέα Μάρτιν Εϊμις, που αφηγείται ανάποδα τη ζωή ενός ναζί εγκληματία γιατρού, θα ήταν απλώς μια κρυπτική αναφορά. Πριν από τον Στίβεν Χόκινγκ η ποπ κουλτούρα σπάνια επεδίωκε την πιστότητα της επιστήμης που βρίσκει κανείς στο σενάριο των Αρθουρ Κλαρκ και Στάνλεϊ Κιούμπρικ για το «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος». Προτιμούσε τα διαστημικά παραμύθια του Τζορτζ Λούκας για έναν «Πόλεμο των άστρων» - ταινίες όπου το στοιχείο της φαντασίας υπερείχε τόσο ώστε καθιστούσε την επιστήμη άχρηστο επιθετικό προσδιορισμό. Αν το σημερινό «Interstellar» του Κρίστοφερ Νόλαν έχει ανάγκη από την παρουσία του πρωτοπόρου κοσμολόγου Κιπ Θορν για να λειτουργήσει πειστικά για τον θεατή, αυτό οφείλεται και στην εξοικείωση του κοινού με τις έννοιες που διέσπειραν τα εκατομμύρια αντίτυπα του «Χρονικού του χρόνου». Αν η πρωταγωνίστρια της ταινίας Αν Χάθαγουεϊ κάνει λόγο για την αντίληψή της περί φυσικής της ως «έναν κόκκο άμμου από την ακτή της γνώσης του Κιπ Θορν», σε αυτήν έχει συμβάλει έμμεσα και ο Στίβεν Χόκινγκ.

Οπως σημειώνει ο Τζέφρι Κλούγκερ σε άρθρο του για το φιλμ που δημοσιεύθηκε σε πρόσφατο τεύχος του «Time», «ο κινηματογράφος έχει καταστεί αληθινή πηγή επιστημονικής διερώτησης για εκατομμύρια ανθρώπους σε μια εποχή που η ίδια η επιστήμη μπορεί να αποβεί εξαιρετικά μπερδεμένη και πολύπλοκη για να γίνει κατανοητή». Ο Στίβεν Χόκινγκ μπορεί τελικά να μη διατύπωσε τη «Θεωρία των πάντων» και ως εκ τούτου η ομότιτλη βιογραφική ταινία που βγήκε στους αμερικανικούς κινηματογράφους πριν από δέκα ημέρες να αφηγείται τα γεγονότα της προσωπικής ζωής του, όχι το πώς προσπέρασε τον Αϊνστάιν στη λεωφόρο της υστεροφημίας, δικαιούται όμως να επαίρεται ότι απλοποίησε τη γεωμετρία ενός χαοτικού Σύμπαντος για τα μάτια του μέσου ανθρώπου.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΒΗΜΑ

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Πολυπολιτισμικότητα και δημοκρατία: Έννοιες συνώνυμες;

Διάβασα πρόσφατα το εξαιρετικό άρθρο της Στέλλας Πριόβολου, «Εθνική επέτειος και υπέρβαση στη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία». Το κείμενο αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, όχι με τους συνήθεις διθυραμβικούς τόνους των ημερών, αλλά ως ανάμνηση μιας ιστορικής δοκιμασίας που δεν στάθηκε ικανή να καταλύσει τη μακρόχρονη φιλία δύο λαών, και ως εγκώμιο υπέρβασης «πικρών κοινών σελίδων ιστορίας» προς χάριν της ειρήνης και της δημοκρατίας.

Ομολογώ ότι λίγο έλειψε να προσπεράσω το άρθρο εξαιτίας του μάλλον αταίριαστου και, θα έλεγα, αποπροσανατολιστικού τίτλου του! Δεν ανήκω σ’ εκείνους που τους διαπερνούν ρίγη συγκίνησης όταν ακούν τη λέξη «πολυπολιτισμικότητα», και υπέθεσα αρχικά ότι ο όρος αυτός θα έδινε το στίγμα των ιδεών στο κείμενο. Έκανα λάθος: Ο όρος (ακόμα κι αν σε κάποια σημεία πιθανόν υπονοείται) δεν νοθεύει με την άμεση παρουσία του την ομορφιά ενός κειμένου στο οποίο, κατά την άποψή μου, θα ήταν περιττός!

Εν τούτοις, σε απαντητικό σχόλιό της, η ίδια η αρθρογράφος επιβεβαίωσε ότι η αναφορά του τίτλου του άρθρου της σε μια «πολυπολιτισμική κοινωνία» ήταν συνειδητή επιλογή. Γράφει:

«Σχετικά με την ‘πολυπολιτισμικότητα’, θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι μπορεί να… εκνευρίζει, οπωσδήποτε όμως δεν αποπροσανατολίζει, γιατί είναι μια πραγματικότητα. Θα πρέπει να την κατανοήσουμε, να την δεχθούμε και να προσπαθήσουμε να την εντάξουμε με τη σωστή της έννοια στους σχεδιασμούς μας. Εξάλλου, η πολυπολιτισμικότητα προϋποθέτει δημοκρατική σκέψη, συναίνεση, συνύπαρξη πολιτισμών, που ανάμεσά τους η πατρίδα μας έχει πρωτεύουσα θέση, τόσο παραγνωρισμένη από τους εταίρους μας…»

Η απάντηση αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί εμπεριέχει θέσεις που μπορούν να γίνουν αφετηρία συζητήσεων πάνω στο ζήτημα της πολυπολιτισμικότητας, γενικά. Ας δούμε μερικά σημεία:

1. Είναι αλήθεια ότι το εν λόγω φαινόμενο αποτελεί μια πραγματικότητα. Το έζησα στην Αμερική πριν χρόνια, το ζω τώρα και στην Ελλάδα. Με μία πολύ σημαντική διαφορά: Η ένταξη ενός νέου μέλους στην αμερικανική κοινωνία δεν γίνεται άναρχα και (σχεδόν) εκβιαστικά, υπό μορφή τετελεσμένου! Η αμερικανική πολυπολιτισμικότητα δεν είναι μια de facto πολυπολιτισμικότητα, μία συνθήκη, δηλαδή, που επιβάλλεται στην κοινωνία εκ των πραγμάτων λόγω της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει τη λαθρομετανάστευση. Υπόκειται σε κανόνες και θέτει προϋποθέσεις, προεξάρχουσα θέση στις οποίες κατέχει η εθνική αυτοσυντήρηση. Όσο κι αν ενοχλεί κάποιους η χρήση του όρου «εθνική»…

2. Θα πρέπει να κατανοήσουμε και να δεχθούμε την πολυπολιτισμικότητα, όπως μας προτρέπει η αρθρογράφος; Εξαρτάται! Δεν θα «κατανοήσω», ούτε θα «δεχθώ», μια πραγματικότητα που μου επιβάλλεται. Πόσο μάλλον όταν αυτή έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στη χώρα μου, με κύριο χαρακτηριστικό την κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας (συχνά, μάλιστα, στις πιο απάνθρωπες εκδοχές της)!

3. «Να προσπαθήσουμε να την εντάξουμε στους σχεδιασμούς μας.» Εδώ θα συμφωνήσω απόλυτα! Κατά πρώτον, θα πρέπει να καθορίσουμε, με κάποιο βαθμό ακρίβειας, τα όρια αυτής της πολυπολιτισμικότητας στην οποία πλέον, εκόντες-άκοντες, συμμετέχουμε. Πόση «πολυπολιτισμικότητα» αντέχει αυτή η μικρή και κατ’ ουσίαν κατεστραμμένη χώρα; Κατά δεύτερον, θα πρέπει, επιτέλους, να υπάρξει κάποιος σοβαρός σχεδιασμός εκ μέρους της πολιτείας για το εν λόγω θέμα. Η αθρόα και ανεξέλεγκτη «μετανάστευση» δεν αντιμετωπίζεται με φράχτες, στρατόπεδα ή άλλα αναποτελεσματικά ημίμετρα. Το πώς ακριβώς αντιμετωπίζεται δεν είναι, ασφαλώς, δική μας ευθύνη να το υποδείξουμε, αλλά ευθύνη αυτών που εκλέγουμε για να μας κυβερνούν. Αν υποθέσουμε, βέβαια, ότι έχουν επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης, κι αν δεν έχουν συντελέσει και οι ίδιοι – τωρινοί ή μελλούμενοι – στη δημιουργία και τη γιγάντωση του προβλήματος…

4. Προϋποθέτει η πολυπολιτισμικότητα δημοκρατική σκέψη; Δεν είμαι βέβαιος! Κατά μία έννοια, πολυπολιτισμική ήταν και η Σοβιετική Ένωση… Μήπως, όμως, ισχύει το αντίστροφο; Δηλαδή, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι κάθε αληθινά δημοκρατική κοινωνία αποδέχεται (αν όχι και επιδιώκει) την πολυπολιτισμικότητα; Ούτε και αυτό ακούγεται λογικό! Το δημοκρατικό πολίτευμα είναι εσωτερικό θεσμικό ζήτημα που αφορά τους πολίτες μιας χώρας, και σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει a priori τη διεύρυνση μιας κοινωνίας με εισαγόμενους φορείς διαφορετικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Τώρα, το ότι την ιδέα της πολυπολιτισμικότητας αντιμάχονται οι εκπρόσωποι κάποιων ακραία αντιδημοκρατικών χώρων, δεν καθιστά, εξ ορισμού, την αποδοχή της ιδέας αυτής αδιαμφισβήτητο πιστοποιητικό δημοκρατικότητας!

Πέρα απ’ όλα αυτά, κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα, προτείνω στον αναγνώστη να διαβάσει και να απολαύσει το έξοχο, πράγματι, κείμενο της Στέλλας Πριόβολου, το οποίο υμνεί υψηλές ανθρώπινες αξίες που ξεπερνούν (αν όχι καταργούν) εθνικά σύνορα. Όσο για τον τίτλο – τη μόνη μου ένσταση στο άρθρο – ας βάλει, τελικά, ο καθένας εκείνον που του ταιριάζει περισσότερο!

Aixmi.gr

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

2014 Nobel Prize in Physics

Isamu Akasaki, Hiroshi Amano and Shuji Nakamura share the physics Nobel for the invention of efficient blue light–emitting diodes, which has enabled bright and energy-saving white light sources.

“This year’s prize is about light.” Royal Swedish Academy of Sciences Permanent Secretary Staffan Normark.

“The Royal Swedish Academy of Sciences has decided to award the 2014 Nobel Prize in Physics to Professor Isamu Akasaki at Meijo University, Nagoya, and Nagoya University, Japan; Professor Hiroshi Amano at Nagoya University, Japan; and Professor Shuji Nakamura at University of California, Santa Barbara, for the invention of efficient blue light–emitting diodes which has enabled bright and energy-saving white light sources. Professor Per Delsing will now give us a short summary.”

“Red and green LEDs have been around for many years, but the blue was really missing. This lamp contains three LEDs: one red, one green and one blue. If you combine these colors you get white light. This is something that Isaac Newton showed already in 1671. Thanks to the blue LED, we can now get white light sources which have very high energy efficiency and very long lifetime. This LED technology is now replacing older technologies. In fact, many of you carry this technology in your pocket. The flashlight and also the screen of modern smartphones uses LED technology.”

—Steve Mirsky

Source: SCIENTIFIC AMERICAN

The 2014 Nobel prizes: Physics: Blue's brothers

This year’s prize is awarded for work that will ultimately light up the world

THE Nobel prizes were instituted as a means to reward individuals or organisations who, as Alfred Nobel's will had it, "have conferred the greatest benefit on mankind". Often in the field of physics, the benefit is a measure of understanding of the very small or the very distant: a light shone into the vast darkness of our ignorance about how the universe is composed, and how it works. This year, by contrast, the physics prize has been awarded for an actual light. But it is a light that has already conferred great benefit on mankind, and promises yet more. Japanese researchers Isamu Akasaki of Meijo University, Hiroshi Amano of Nagoya University, and Shuji Nakamura of the University of California, Santa Barbara shared in cracking the problem of making diodes that give off blue light.

The light and the heat of fire gave way to the incandescent bulb in the early 19th century, but such bulbs still squander a great deal of electrical energy as heat. A light-emitting diode, first posited in the 1920s, accomplishes the trick of converting electrical energy with almost perfect efficiency into light. It pairs semiconductor materials that create an imbalance of electrons and their counterparts, called holes. When the twain meet, out comes a discrete burst of light.

However, LEDs tend to make light in narrow bands of colour, dictated by the properties of the semiconductor. Red LEDs proved relatively easy to manufacture in the early 1960s, but orchestrating the dance of electrons and holes to elicit green light took until the end of that decade. A blue LED required a material that hadn't been tamed for industrial use. That took until the early 1990s, when Drs Akasaki, Amano and Nakamura figured out how to make pristine films of the semiconductor gallium nitride, with just the right recipe of impurities that created electron-hole pairs suitable for a blue hue.

It would now be hard to enumerate all of the applications that make use of blue LEDs, principally because they are joined with their green and red brethren to make the light to which people are most accustomed: white. LED-based lighting is finding its way into more and more global markets as it becomes cheaper; already it is in the flash of cameras and smartphones. But blue light has made its own way as well. Blue diodes lie at the heart of DVD and the aptly named Blu-Ray players. By using the same approach, slightly more energetic ultraviolet light can be made—a boon for sterilising surfaces and drinking water using little energy. Communications and computing seem inexorably headed to a future that makes more use of light's properties, and blue light's short wavelength is best for ever-smaller technologies. As the members of the Sweden's Royal Academy of Science put it during their press conference, this year's award is more an "invention" prize than a "discovery" prize. But it is an invention, they said, that would have made Alfred Nobel happy.

Source: The Economist