The study of symmetries of partial differential equations (PDEs) has been traditionally treated as a geometrical problem. Although geometrical methods have been proven effective with regard to finding infinitesimal symmetry transformations, they present certain conceptual difficulties in the case of matrix-valued PDEs; for example, the usual differential-operator representation of the symmetry-generating vector fields is not possible in this case. An algebraic approach to the symmetry problem of PDEs is described, based on abstract operators (characteristic derivatives) which admit a standard differential-operator representation in the case of scalar-valued PDEs.
Τετάρτη 18 Απριλίου 2018
Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018
Τρίτη 13 Μαρτίου 2018
ΤΟ ΒΗΜΑ – Εξισωτισμός ή φιλελευθερισμός; Ένα όχι ρητορικό ερώτημα
Σε μια ιδανική κοινωνία απόλυτα συνειδητοποιημένων ανθρώπων, μία πολιτική σύγκρουση θα ήταν πρωτίστως σύγκρουση ιδεολογιών. Σε μια πραγματική κοινωνία, όμως, είναι σχεδόν αποκλειστικά σύγκρουση συμφερόντων. Γνωρίζω, για παράδειγμα, μια χώρα όπου ο λαός έφερε στην εξουσία ένα κόμμα που υποσχέθηκε διάφορα ανέφικτα πράγματα (π.χ., ότι θα καταργούσε κάποιον επαχθή φόρο ακίνητης περιουσίας) και είναι τώρα έτοιμος να φέρει στην εξουσία ένα άλλο κόμμα επειδή το προηγούμενο δεν τήρησε τις ανεδαφικές υποσχέσεις του. Και ο διαχρονικός φαύλος κύκλος προσδοκιών και απογοητεύσεων καλά κρατεί στη χώρα εκείνη…
Σε ό,τι αφορά το παραπάνω παράδειγμα, ενδεικτικό της πολιτικής ιδιοτέλειας και της έλλειψης ιδεολογικών κινήτρων του λαού είναι το γεγονός ότι τα δύο κόμματα, που αποτελούν τους κατά περίσταση εκλεκτούς του, αντιπροσωπεύουν επισήμως (με βάση, δηλαδή, τις καταστατικές θέσεις τους) εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές φιλοσοφίες, και οι πολιτικές και κοινωνικές τους προτεραιότητες βρίσκονται οι μεν στον αντίποδα των δε. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η ιδεολογική διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα θα μπορούσε συμβολικά να παρασταθεί με το δίπολο «εξισωτισμός – φιλελευθερισμός». Αν η ιδεολογία έπαιζε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές επιλογές του λαού, η ιδεολογική ένταξη στο ένα ή το άλλο πολιτικό δόγμα θα ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Όχι τόσο (ή, αν προτιμάτε, όχι μόνο) λόγω των πλεονεκτημάτων του κάθε δόγματος αλλά (και) λόγω των εγγενών αδυναμιών που το καθένα φέρει. Ας τα δούμε αυτά επιγραμματικά:
Στον εξισωτισμό (όρο που θα χρησιμοποιήσουμε εδώ, έστω και αν δεν κριθεί απολύτως δόκιμος) προτεραιότητα έχει η ισότητα, την οποία η πολιτεία οφείλει να επιβάλλει. Αντίθετα, στον φιλελευθερισμό προέχει η ελευθερία, την οποία η πολιτεία οφείλει να προστατεύει. Ο εξισωτισμός δίνει έμφαση στο «οφείλω», ενώ ο φιλελευθερισμός στο «δύναμαι». Ως συνέπεια των παραπάνω, ο εξισωτισμός αντιμάχεται την αριστεία προς χάριν της ισότητας, ενώ ο φιλελευθερισμός επιτρέπει την ανισότητα προς χάριν της αριστείας.
Ο εξισωτισμός δίνει προτεραιότητα στην κοινωνία έναντι του ατόμου. Σε ακραίες περιπτώσεις, οδηγεί στην κατάργηση της ατομικότητας και, τελικά, στην κοινωνική ισοπέδωση. Αντίθετα, ο φιλελευθερισμός δίνει προτεραιότητα στο άτομο έναντι της κοινωνίας και, στην ακραία εκδοχή του, οδηγεί στον ατομικισμό και την περιφρόνηση προς τις αξίες του ανθρωπισμού.
Στον εξισωτισμό, η κοινωνική αλληλεγγύη επιβάλλεται από το σύστημα αντί να επαφίεται στην ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Αυτό συνεπάγεται, ειδικά, την δημιουργία ενός εκτεταμένου κράτους πρόνοιας το οποίο συντηρείται από τις χορηγίες των «εχόντων». Ο φιλελευθερισμός, από την άλλη μεριά, θεωρεί την αλληλεγγύη ως δευτερεύουσα αξία σε σύγκριση με τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Έτσι, περιφρονεί το κράτος πρόνοιας και αντιμάχεται κάθε τι που θα μπορούσε να το ενισχύσει.
Ο εξισωτισμός υιοθετεί μία στενά ηθικιστική προσέγγιση στα ζητήματα της κοινωνίας, χάνοντας συχνά επαφή με τη σύγχρονη πραγματικότητα. (Χτυπητό παράδειγμα είναι το αίτημα που συχνά ακούγεται για την ουσιαστική κατάργηση των συνόρων, αφού «όλοι άνθρωποι της Γης είμαστε».) Υποκαθιστά την εξατομικευμένη αίσθηση του ηθικού με μια οικουμενική ηθική όπου προεξάρχει το προκαθορισμένο χρέος απέναντι στην ομάδα.
Ο φιλελευθερισμός αδιαφορεί, κατά βάση, για τα ζητήματα της ηθικής, θεωρώντας ως «ανήθικο» κυρίως ό,τι καταργεί την ελευθερία (δεδομένων, ασφαλώς, κάποιων αυτονόητων περιορισμών της που επιβάλλεται να υπάρχουν σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία). Εδώ η ανθρώπινη συνείδηση μικρή σημασία έχει σε σύγκριση με την ανθρώπινη δυνατότητα (η πρώτη, μάλιστα, συχνά θεωρείται ότι υπονομεύει και περιορίζει την δεύτερη). Ο ανταγωνισμός, ακόμα και στις ακραίες εκδοχές του, όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται ως το μοναδικό κριτήριο δικαιώματος στην επιβίωση.
Τέλος, στην μη-κατονομαζόμενη χώρα του εναρκτήριου παραδείγματός μας το κυβερνών κόμμα, που αντιπροσωπεύει τον εξισωτισμό, καταφεύγει συχνά σε διχαστικές λαϊκιστικές ρητορείες για να κερδίσει τη συμπάθεια και υποστήριξη των μη προνομιούχων της κοινωνίας, ενώ την ίδια στιγμή δημιουργεί μια νέα τάξη προνομιούχων παρατρεχάμενων του συστήματος. Από την άλλη, το μείζον αντιπολιτευόμενο κόμμα, που ασπάζεται τον φιλελευθερισμό, αντιμάχεται επιφανειακά τον λαϊκισμό, ακολουθώντας όμως ταυτόχρονα μία εξ ίσου διχαστική τακτική που έχει σαν αποτέλεσμα να στρέψει μία κοινωνική τάξη (ειδικά, τους δραστηριοποιούμενους στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας) εναντίον μιας άλλης (τους εργαζόμενους στο δημόσιο, τους οποίους συλλήβδην δαιμονοποιεί, δυσφημίζει και ουσιαστικά καθυβρίζει με τον πολιτικά απαράδεκτο χαρακτηρισμό «πελάτες»).
Οι εμφανείς αδυναμίες των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών δογμάτων δύσκολα θα ευνοούσαν την εμφάνιση φανατικών οπαδών της κάθε πλευράς, σε μια κοινωνία αποτελούμενη από ακραιφνείς ιδεολόγους με ανοιχτή σκέψη. Αντίθετα, θα κυριαρχούσε ο βαθύς προβληματισμός και η αδιάκοπη αναζήτηση μιας συμβιβαστικής γραμμής μέσα από την υπέρβαση και τη δημιουργική σύνθεση.
Μια κοινωνία όπως αυτή του παραδείγματός μας, όμως, δεν απαρτίζεται από σκεπτόμενους ιδεολόγους αλλά από πραγματικούς ανθρώπους με πραγματικές αδυναμίες και ιδιοτέλειες. Ένας τέτοιος λαός εύκολα πέφτει θύμα των διχαστικών μεθοδεύσεων των κομμάτων εξουσίας, την οποία εξουσία τα κόμματα αυτά αλληλοδιαδόχως κατέχουν με βάση το κατ’ ουσίαν δικομματικό σύστημα της χώρας.
Η πολιτική ωρίμανση της χώρας εκείνης, λοιπόν, δεν θα έρθει ποτέ από το πολιτικό της σύστημα αλλά θα προκύψει από τη βούληση του ίδιου του λαού, στο βαθμό που αυτός θα κατορθώσει να υπερβεί τις κοντόφθαλμες ιδιοτέλειές του και να αποφύγει τις διχαστικές παγίδες που του στήνουν, διαχρονικά, τα κόμματα εξουσίας.
Στο πεδίο της ιδεολογίας, κανένα πολιτικό δόγμα δεν μπορεί, όπως είδαμε, να διεκδικεί το απολύτως αλάθητο και το οικουμενικά αποδεκτό. Το ερώτημα είναι, φυσικά, αν μια ιδεολογική σύνθεση είναι εφικτή, τόσο στη θεωρία όσο και στην άσκηση πραγματικής πολιτικής. Αυτό έχει ήδη απαντηθεί στην πράξη – άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι – σε διάφορες χώρες και ιστορικές περιόδους, και δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να το αναλύσουμε.
Αυτό που πρέπει, όμως, να συγκρατήσουμε είναι ότι μία μη-δογματική (θα λέγαμε, μια υγιής) ιδεολογία φέρει μέσα της το σπόρο της αμφιβολίας. Γιατί, όπως δίδαξε ο μεγαλύτερος Έλληνας φιλόσοφος και δάσκαλος, η γνώση κατακτάται μέσα από την διαρκή (αυτο-)αμφισβήτηση. Εκείνος το απέδειξε έμπρακτα: Έλεγε πάντα πως το μόνο που γνώριζε ήταν ότι δεν γνώριζε τίποτα!
* Ευχαριστώ τον ποιητή Θανάση Βαβλίδα για μια πολύ χρήσιμη συζήτηση.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Σε ό,τι αφορά το παραπάνω παράδειγμα, ενδεικτικό της πολιτικής ιδιοτέλειας και της έλλειψης ιδεολογικών κινήτρων του λαού είναι το γεγονός ότι τα δύο κόμματα, που αποτελούν τους κατά περίσταση εκλεκτούς του, αντιπροσωπεύουν επισήμως (με βάση, δηλαδή, τις καταστατικές θέσεις τους) εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές φιλοσοφίες, και οι πολιτικές και κοινωνικές τους προτεραιότητες βρίσκονται οι μεν στον αντίποδα των δε. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η ιδεολογική διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα θα μπορούσε συμβολικά να παρασταθεί με το δίπολο «εξισωτισμός – φιλελευθερισμός». Αν η ιδεολογία έπαιζε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές επιλογές του λαού, η ιδεολογική ένταξη στο ένα ή το άλλο πολιτικό δόγμα θα ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Όχι τόσο (ή, αν προτιμάτε, όχι μόνο) λόγω των πλεονεκτημάτων του κάθε δόγματος αλλά (και) λόγω των εγγενών αδυναμιών που το καθένα φέρει. Ας τα δούμε αυτά επιγραμματικά:
Στον εξισωτισμό (όρο που θα χρησιμοποιήσουμε εδώ, έστω και αν δεν κριθεί απολύτως δόκιμος) προτεραιότητα έχει η ισότητα, την οποία η πολιτεία οφείλει να επιβάλλει. Αντίθετα, στον φιλελευθερισμό προέχει η ελευθερία, την οποία η πολιτεία οφείλει να προστατεύει. Ο εξισωτισμός δίνει έμφαση στο «οφείλω», ενώ ο φιλελευθερισμός στο «δύναμαι». Ως συνέπεια των παραπάνω, ο εξισωτισμός αντιμάχεται την αριστεία προς χάριν της ισότητας, ενώ ο φιλελευθερισμός επιτρέπει την ανισότητα προς χάριν της αριστείας.
Ο εξισωτισμός δίνει προτεραιότητα στην κοινωνία έναντι του ατόμου. Σε ακραίες περιπτώσεις, οδηγεί στην κατάργηση της ατομικότητας και, τελικά, στην κοινωνική ισοπέδωση. Αντίθετα, ο φιλελευθερισμός δίνει προτεραιότητα στο άτομο έναντι της κοινωνίας και, στην ακραία εκδοχή του, οδηγεί στον ατομικισμό και την περιφρόνηση προς τις αξίες του ανθρωπισμού.
Στον εξισωτισμό, η κοινωνική αλληλεγγύη επιβάλλεται από το σύστημα αντί να επαφίεται στην ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Αυτό συνεπάγεται, ειδικά, την δημιουργία ενός εκτεταμένου κράτους πρόνοιας το οποίο συντηρείται από τις χορηγίες των «εχόντων». Ο φιλελευθερισμός, από την άλλη μεριά, θεωρεί την αλληλεγγύη ως δευτερεύουσα αξία σε σύγκριση με τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Έτσι, περιφρονεί το κράτος πρόνοιας και αντιμάχεται κάθε τι που θα μπορούσε να το ενισχύσει.
Ο εξισωτισμός υιοθετεί μία στενά ηθικιστική προσέγγιση στα ζητήματα της κοινωνίας, χάνοντας συχνά επαφή με τη σύγχρονη πραγματικότητα. (Χτυπητό παράδειγμα είναι το αίτημα που συχνά ακούγεται για την ουσιαστική κατάργηση των συνόρων, αφού «όλοι άνθρωποι της Γης είμαστε».) Υποκαθιστά την εξατομικευμένη αίσθηση του ηθικού με μια οικουμενική ηθική όπου προεξάρχει το προκαθορισμένο χρέος απέναντι στην ομάδα.
Ο φιλελευθερισμός αδιαφορεί, κατά βάση, για τα ζητήματα της ηθικής, θεωρώντας ως «ανήθικο» κυρίως ό,τι καταργεί την ελευθερία (δεδομένων, ασφαλώς, κάποιων αυτονόητων περιορισμών της που επιβάλλεται να υπάρχουν σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία). Εδώ η ανθρώπινη συνείδηση μικρή σημασία έχει σε σύγκριση με την ανθρώπινη δυνατότητα (η πρώτη, μάλιστα, συχνά θεωρείται ότι υπονομεύει και περιορίζει την δεύτερη). Ο ανταγωνισμός, ακόμα και στις ακραίες εκδοχές του, όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται ως το μοναδικό κριτήριο δικαιώματος στην επιβίωση.
Τέλος, στην μη-κατονομαζόμενη χώρα του εναρκτήριου παραδείγματός μας το κυβερνών κόμμα, που αντιπροσωπεύει τον εξισωτισμό, καταφεύγει συχνά σε διχαστικές λαϊκιστικές ρητορείες για να κερδίσει τη συμπάθεια και υποστήριξη των μη προνομιούχων της κοινωνίας, ενώ την ίδια στιγμή δημιουργεί μια νέα τάξη προνομιούχων παρατρεχάμενων του συστήματος. Από την άλλη, το μείζον αντιπολιτευόμενο κόμμα, που ασπάζεται τον φιλελευθερισμό, αντιμάχεται επιφανειακά τον λαϊκισμό, ακολουθώντας όμως ταυτόχρονα μία εξ ίσου διχαστική τακτική που έχει σαν αποτέλεσμα να στρέψει μία κοινωνική τάξη (ειδικά, τους δραστηριοποιούμενους στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας) εναντίον μιας άλλης (τους εργαζόμενους στο δημόσιο, τους οποίους συλλήβδην δαιμονοποιεί, δυσφημίζει και ουσιαστικά καθυβρίζει με τον πολιτικά απαράδεκτο χαρακτηρισμό «πελάτες»).
Οι εμφανείς αδυναμίες των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών δογμάτων δύσκολα θα ευνοούσαν την εμφάνιση φανατικών οπαδών της κάθε πλευράς, σε μια κοινωνία αποτελούμενη από ακραιφνείς ιδεολόγους με ανοιχτή σκέψη. Αντίθετα, θα κυριαρχούσε ο βαθύς προβληματισμός και η αδιάκοπη αναζήτηση μιας συμβιβαστικής γραμμής μέσα από την υπέρβαση και τη δημιουργική σύνθεση.
Μια κοινωνία όπως αυτή του παραδείγματός μας, όμως, δεν απαρτίζεται από σκεπτόμενους ιδεολόγους αλλά από πραγματικούς ανθρώπους με πραγματικές αδυναμίες και ιδιοτέλειες. Ένας τέτοιος λαός εύκολα πέφτει θύμα των διχαστικών μεθοδεύσεων των κομμάτων εξουσίας, την οποία εξουσία τα κόμματα αυτά αλληλοδιαδόχως κατέχουν με βάση το κατ’ ουσίαν δικομματικό σύστημα της χώρας.
Η πολιτική ωρίμανση της χώρας εκείνης, λοιπόν, δεν θα έρθει ποτέ από το πολιτικό της σύστημα αλλά θα προκύψει από τη βούληση του ίδιου του λαού, στο βαθμό που αυτός θα κατορθώσει να υπερβεί τις κοντόφθαλμες ιδιοτέλειές του και να αποφύγει τις διχαστικές παγίδες που του στήνουν, διαχρονικά, τα κόμματα εξουσίας.
Στο πεδίο της ιδεολογίας, κανένα πολιτικό δόγμα δεν μπορεί, όπως είδαμε, να διεκδικεί το απολύτως αλάθητο και το οικουμενικά αποδεκτό. Το ερώτημα είναι, φυσικά, αν μια ιδεολογική σύνθεση είναι εφικτή, τόσο στη θεωρία όσο και στην άσκηση πραγματικής πολιτικής. Αυτό έχει ήδη απαντηθεί στην πράξη – άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι – σε διάφορες χώρες και ιστορικές περιόδους, και δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να το αναλύσουμε.
Αυτό που πρέπει, όμως, να συγκρατήσουμε είναι ότι μία μη-δογματική (θα λέγαμε, μια υγιής) ιδεολογία φέρει μέσα της το σπόρο της αμφιβολίας. Γιατί, όπως δίδαξε ο μεγαλύτερος Έλληνας φιλόσοφος και δάσκαλος, η γνώση κατακτάται μέσα από την διαρκή (αυτο-)αμφισβήτηση. Εκείνος το απέδειξε έμπρακτα: Έλεγε πάντα πως το μόνο που γνώριζε ήταν ότι δεν γνώριζε τίποτα!
* Ευχαριστώ τον ποιητή Θανάση Βαβλίδα για μια πολύ χρήσιμη συζήτηση.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018
ΤΟ ΒΗΜΑ - Παραγωγή ενέργειας από πυρηνική σύντηξη σε 15 χρόνια
Στόχος είναι μέσα στην επόμενη 15ετία να έχει κατασκευασθεί το πρώτο πιλοτικό εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής, που θα χρησιμοποιεί την πυρηνική σύντηξη (το αντίστροφο της πυρηνικής σχάσης που χρησιμοποιείται στις πυρηνικές βόμβες και στα πυρηνικά εργοστάσια σήμερα), προκειμένου να παράγει απεριόριστη «καθαρή» ενέργεια, που δεν απαιτεί καύση και δεν θα μολύνει το περιβάλλον.
Η πυρηνική σύντηξη βασίζεται στη συγχώνευση ατόμων υδρογόνου, που δημιουργούν το βαρύτερο ήλιο και παράλληλα απελευθερώνουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας, η οποία στη συνέχεια μετατρέπεται σε «καθαρό» ηλεκτρισμό. Μια διαδικασία που δεν εκπέμπει άνθρακα στην ατμόσφαιρα και δεν επιδεινώνει την κλιματική αλλαγή.
Σήμερα η πιο προχωρημένη προσπάθεια παραγωγής ενέργειας από πυρηνική σύντηξη είναι ο «Διεθνής Θερμοπυρηνικός Πειραματικός Αντιδραστήρας» (ITER) που κατασκευάζεται στη νότια Γαλλία. Είναι ένα φιλόδοξο πρόγραμμα που έχει σχεδιασθεί για να παράγει 100 μεγαβάτ θερμότητας, όμως έχει γνωρίσει διαδοχικές καθυστερήσεις και μεγάλες υπερβάσεις κόστους στην πορεία, ενώ επιπλέον δεν θα μετατρέπει άμεσα τη θερμότητα σε ηλεκτρισμό.
Η νέα συμμαχία ΜΙΤ-CFS, που έχει ήδη εξασφαλίσει χρηματοδότηση 50 εκατομμυρίων δολαρίων έως τώρα από την ιταλική ενεργειακή εταιρεία ΕΝΙ, θα αξιοποιήσει μια νέα γενιά ισχυρότερων υπεραγωγών υψηλής θερμοκρασίας που θα δημιουργούν ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο, το οποίο θα συγκρατεί αιωρούμενο το καυτό πλάσμα «καυσίμου» (υδρογόνου) στην καρδιά του θερμοπυρηνικού αντιδραστήρα.
Αυτό θα επιτρέψει στον αντιδραστήρα να είναι πολύ μικρότερος σε όγκο σε σχέση με τον αντιδραστήρια του ITER (μόλις το ένα εξηκοστό πέμπτο), καθώς επίσης φθηνότερος και πιο εύχρηστος. Συνολικά, με βάση τα αμερικανικά σχέδια, η υπό ανάπτυξη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής από πυρηνική σύντηξη θα είναι μόνο το ένα πέμπτο σε μέγεθος σε σχέση με την αντίστοιχη σχεδιαζόμενη μονάδα του ITER - και αυτό θα αποτελεί μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα, όταν φθάσει η στιγμή της εμπορικής αξιοποίησης.
Σε πρώτη φάση, σύμφωνα με το «Nature» και το «MIT News», μέσα την επόμενη τριετία, 30 εκατ. δολάρια θα επενδυθούν σε έρευνα στο ΜΙΤ, με στόχο τη μετατροπή των υπεραγωγών στους ισχυρότερους παγκοσμίως ηλεκτρομαγνήτες υψηλής απόδοσης.
Η θερμοπυρηνική σύντηξη απαιτεί θερμοκρασίες εκατοντάδων εκατομμυρίων βαθμών Κελσίου, μεγαλύτερων από ό,τι στο κέντρο του Ήλιου, τις οποίες όμως είναι αδύνατο να αντέξει οποιοδήποτε υλικό. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να δημιουργηθούν πανίσχυρα μαγνητικά πεδία που θα συγκρατούν στο κενό, χωρίς να αγγίζει τα τοιχώματα του αντιδραστήρα, το καυτό πλάσμα, δηλαδή τη «σούπα» των υποατομικών σωματιδίων. Τα νέα υπεραγώγιμα υλικά από το οξείδιο YBCO, που αντέχουν μεγάλες θερμοκρασίες, καθιστούν πιο εύκολη τη δημιουργία τέτοιων μαγνητών, που θα είναι μικρότεροι σε μέγεθος αλλά πιο ισχυροί.
Στη συνέχεια, μέσα στην επόμενη δεκαετία, οι ερευνητές του Κέντρου Επιστήμης Πλάσματος και Σύντηξης του ΜΙΤ στοχεύουν να αναπτύξουν τον πρώτο στον κόσμο αντιδραστήρα «τσέπης» πυρηνικής σύντηξης με την ονομασία SPARC (μετεξέλιξη του σχεδίου του αντιδραστήρα «τόκαμακ» του ITER), ο οποίος θα παράγει περισσότερη θερμική ενέργεια (100 MW) από όση θα καταναλώνει.
Τελικά, στην τρίτη φάση, σε 15 χρόνια από σήμερα, ελπίζουν να έχουν μετατρέψει τον αντιδραστήρα SPARC σε ένα πιλοτικό εργοστάσιο ισχύος 200 μεγαβάτ, που θα μετατρέπει τη θερμική ενέργεια σε ηλεκτρική και το οποίο θα διασυνδεθεί με το δίκτυο ηλεκτρισμού.
Ο ITER αναμένεται να έχει λειτουργήσει έως το 2035, ενώ ο SPARC νωρίτερα. Κατά κάποιο τρόπο, ξεκινά μια κούρσα ανταγωνισμού ανάμεσα στους δύο αντιδραστήρες. Μια άλλη βρετανική εταιρεία, η Tokamak Energy, προσπαθεί επίσης να αναπτύξει μια παρόμοια τεχνολογία, αξιοποιώντας και αυτή τους νέους υπεραγωγούς, όμως το εγχείρημα του ΜΙΤ θεωρείται πιο πολλά υποσχόμενο.
Αντίθετα με το ουράνιο ή το πλουτώνιο που χρησιμοποιούνται ως πυρηνικά καύσιμα στους σημερινούς πυρηνικούς αντιδραστήρες σχάσης για ηλεκτροπαραγωγή, το υδρογόνο, που θα είναι το καύσιμο για τους αντιδραστήρες πυρηνικής σύντηξης, δεν πρόκειται ποτέ να αποτελέσει είδος σε έλλειψη, καθώς υπάρχει σε αφθονία παντού. Επιπλέον, εκτός από το ότι δεν δημιουργεί «αέρια του θερμοκηπίου», η πυρηνική σύντηξη δεν παράγει ούτε επικίνδυνα ραδιενεργά απόβλητα, όπως συμβαίνει με τη σχάση.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018
Ρεύμα μετατόπισης σε φορτιζόμενο πυκνωτή: Ένα προβληματικό παράδειγμα
Στο πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο
Introduction to Electromagnetic Theory and the Physics of Conducting Solids
αν και ορίσαμε, γενικά, το "ρεύμα μετατόπισης" (Κεφ.9), αποφύγαμε να παραθέσουμε το κλασικό παράδειγμα του φορτιζόμενου πυκνωτή. Ο λόγος είναι ότι το παράδειγμα αυτό, όπως συνήθως αναπτύσσεται στη βιβλιογραφία του ηλεκτρομαγνητισμού, οδηγεί σε σοβαρά ερωτήματα ως προς την ικανοποίηση των εξισώσεων του Maxwell. Συγκεκριμένα, αν και ο νόμος Ampere-Maxwell τίθεται σε πρώτο πλάνο έτσι ώστε να ικανοποιείται (αυτό είναι το πρωταρχικό ζητούμενο στο παράδειγμα αυτό), δεν ισχύει το ίδιο για τον νόμο Faraday-Henry.
Στα παρακάτω άρθρα επισημαίνεται το πρόβλημα και προτείνεται μία γενικότερη έκφραση για το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο στο εσωτερικό και το εξωτερικό του πυκνωτή, έτσι ώστε όλες οι εξισώσεις του Maxwell να ικανοποιούνται.
Introduction to Electromagnetic Theory and the Physics of Conducting Solids
αν και ορίσαμε, γενικά, το "ρεύμα μετατόπισης" (Κεφ.9), αποφύγαμε να παραθέσουμε το κλασικό παράδειγμα του φορτιζόμενου πυκνωτή. Ο λόγος είναι ότι το παράδειγμα αυτό, όπως συνήθως αναπτύσσεται στη βιβλιογραφία του ηλεκτρομαγνητισμού, οδηγεί σε σοβαρά ερωτήματα ως προς την ικανοποίηση των εξισώσεων του Maxwell. Συγκεκριμένα, αν και ο νόμος Ampere-Maxwell τίθεται σε πρώτο πλάνο έτσι ώστε να ικανοποιείται (αυτό είναι το πρωταρχικό ζητούμενο στο παράδειγμα αυτό), δεν ισχύει το ίδιο για τον νόμο Faraday-Henry.
Στα παρακάτω άρθρα επισημαίνεται το πρόβλημα και προτείνεται μία γενικότερη έκφραση για το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο στο εσωτερικό και το εξωτερικό του πυκνωτή, έτσι ώστε όλες οι εξισώσεις του Maxwell να ικανοποιούνται.
Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018
Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018
Έκθεση πεπραγμένων...
Έχοντας ήδη αποχαιρετήσει το 2017, νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε μία ανασκόπηση της πιο πρόσφατης δουλειάς μας σε ό,τι αφορά, κυρίως, το δημοσιευμένο παιδαγωγικό έργο. Όχι από αίσθημα προσωπικής ματαιοδοξίας, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι ένας απολογισμός τής (ελπίζω όχι μάταιης) εκπαιδευτικής πορείας μας των τελευταίων χρόνων είναι αναγκαίος και οφειλόμενος...
ΒΙΒΛΙΑ
Στοιχεία Μαθηματικής Ανάλυσης Συναρτήσεων Μίας Μεταβλητής
Aspects of Integrability of Differential Systems and Fields
Introduction to Mechanics of Particles and Systems
Introduction to Electromagnetic Theory and the Physics of Conducting Solids
(Δημοσιευμένο επίσης στο arXiv.org)
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Foundations of Newtonian Dynamics: An Axiomatic Approach for the Thinking Student
(Σε αναθεωρημένη μορφή, στο arXiv.org)
Electromotive force: A guide for the perplexed
Does the electromotive force (always) represent work?
Some aspects of the electromotive force
Symmetry and integrability of classical field equations
The Maxwell equations as a Backlund transformation
Backlund transformations: Some old and new perspectives
The hidden symmetry and Mr. Higgs!
Electromagnetic waves, gravitational waves and the prophets who predicted them
ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
A conceptual approach to racism
Αναζητώντας "ενόχους" στο "Μεγάλο Πόλεμο"
Στα χαρακώματα του "Μεγάλου Πολέμου"
Χίτλερ-Στάλιν: Δύο τέρατα στο ζυγό της Ιστορίας
Γιατί, τελικά, ο Χίτλερ είναι πιο κακός από τον Στάλιν;
Εκπαίδευση και σύγχρονος πραγματισμός
Ο Χίτλερ και η φιλοσοφική θεώρηση του Κακού
Σκέψεις πάνω σε μια διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη
Πόσο στ' αλήθεια χαιρόμαστε σε μια κηδεία;
Ορίζοντας τον έρωτα: ένα Λιαντινικό αίνιγμα
Τα πρόσωπα του λαϊκισμού
Ο φιλελευθερισμός και το τέλος της ηθικής
Ακαδημαϊκός λόγος και ακαδημαϊκή αυταρέσκεια
* Για μια συνολικότερη θεώρηση του έργου μας, δείτε τα sites ART & SCIENCE και AthensView
Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017
Neoliberalism – the ideology at the root of all our problems
By George Monbiot
From the article:
Neoliberalism sees competition as the defining characteristic of human relations. It redefines citizens as consumers, whose democratic choices are best exercised by buying and selling, a process that rewards merit and punishes inefficiency. It maintains that “the market” delivers benefits that could never be achieved by planning.
Attempts to limit competition are treated as inimical to liberty. Tax and regulation should be minimised, public services should be privatised. The organisation of labour and collective bargaining by trade unions are portrayed as market distortions that impede the formation of a natural hierarchy of winners and losers. Inequality is recast as virtuous: a reward for utility and a generator of wealth, which trickles down to enrich everyone. Efforts to create a more equal society are both counterproductive and morally corrosive. The market ensures that everyone gets what they deserve.
We internalise and reproduce its creeds. The rich persuade themselves that they acquired their wealth through merit, ignoring the advantages – such as education, inheritance and class – that may have helped to secure it. The poor begin to blame themselves for their failures, even when they can do little to change their circumstances.
Never mind structural unemployment: if you don’t have a job it’s because you are unenterprising. Never mind the impossible costs of housing: if your credit card is maxed out, you’re feckless and improvident. Never mind that your children no longer have a school playing field: if they get fat, it’s your fault. In a world governed by competition, those who fall behind become defined and self-defined as losers.
Read the article
Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017
ΤΟ ΒΗΜΑ - Ακαδημαϊκός λόγος και ακαδημαϊκή αυταρέσκεια
Στην ποίηση, πρωταρχική σημασία έχει η ωραιότητα του λόγου, η οποία μάλιστα κάποιες φορές καθίσταται αυτοσκοπός. Έτσι, συχνά συναντούμε ποιήματα που εμπεριέχουν υπέροχα λεκτικά ευρήματα, όμως το νόημά τους είναι θολό και δυσνόητο. Άλλες φορές, ακόμα και οι τυπικοί κανόνες του λόγου παρακάμπτονται αν αυτό υπηρετεί καλύτερα το ποιητικό ύφος και την ποιητική αισθητική. Τέτοια περίπτωση είναι το περίφημο Καβαφικό «Επέστρεφε», όπου η αύξηση στην προστακτική αποτρέπει το άχρωμο και αντι-ποιητικό «επίστρεφε».
Από την άλλη μεριά, κύρια αποστολή της επιστήμης είναι η διεύρυνση, ταξινόμηση και καταγραφή της ανθρώπινης γνώσης. Ο επιστημονικός γραπτός λόγος υπηρετεί αυτήν ακριβώς την καταγραφή και είναι το όχημα για τη διάδοση των επιστημονικών γνώσεων. Η ωραιότητα του επιστημονικού λόγου είναι, ασφαλώς, ευπρόσδεκτη όταν και όπου απαντάται, δεν αποτελεί όμως συστατικό εκ των ων ουκ άνευ για τον λόγο αυτό. Ακόμα περισσότερο, στην επιστήμη ο λόγος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μέσο εντυπωσιασμού. Εκεί, είναι η ίδια η ανακάλυψη νέας αλήθειας που (οφείλει να) εντυπωσιάζει!
Τέλος, σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, αποστολή της είναι το μεθοδικό χτίσιμο της γνώσης στον διδασκόμενο και η καθοδήγησή του ώστε να κάνει χρήση της γνώσης αυτής αυτονομούμενος, τελικά, από τον διδάσκοντα. (Για κάποιους «αιθεροβάμονες» εκπαιδευτικούς, βαθύτερος σκοπός της παιδείας είναι η ανάπτυξη αυτογνωσίας. Η φιλοσοφική αυτή θέση πέρασε, εν τούτοις, στο περιθώριο από τότε που ένας σημαντικός εκπρόσωπός της υποχρεώθηκε να πιει το κώνειο...) Το τι οφείλει να υπηρετεί ο παιδαγωγικός λόγος είναι, νομίζω, αυτονόητο.
Είναι δυνατόν ο επιστημονικός λόγος να είναι ταυτόχρονα και παιδαγωγικός; Αυτό εξαρτάται από δύο παραμέτρους: τη διάθεση του ίδιου του επιστήμονα να διαπαιδαγωγήσει, και τον χώρο που του διατίθεται για να αναπτύξει τη σκέψη του. Παλιά, τα επιστημονικά περιοδικά εκδίδονταν αποκλειστικά σε έντυπη μορφή. Έτσι, πολλά από αυτά έθεταν περιορισμούς στην έκταση ενός επιστημονικού άρθρου, το οποίο δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει έναν μέγιστο αριθμό σελίδων. Αλλά, ακόμα και όταν τυπικά δεν υπήρχαν τέτοιοι περιορισμοί, τα περιοδικά συχνά ζητούσαν από τον συγγραφέα να απαλείψει ολόκληρα κομμάτια από το άρθρο αν αυτά περιείχαν θέματα που ήταν ήδη γνωστά. Όπως είναι φυσικό, μερικές «ξερές» αναφορές στη βιβλιογραφία στο τέλος του άρθρου κάθε άλλο παρά προσέδιδαν σε αυτό παιδαγωγική αξία!
Με την ανάπτυξη του Διαδικτύου και τη δυνατότητα διακίνησης επιστημονικών ιδεών σε ηλεκτρονική μορφή, οι περιορισμοί στην έκταση των επιστημονικών άρθρων χαλάρωσαν σημαντικά ή και εξαλείφθηκαν πλήρως. Μάλιστα, και με δεδομένη την άρση των παραπάνω περιορισμών, πολλά επιστημονικά περιοδικά απαιτούν πλέον κάθε υποβαλλόμενο άρθρο να έχει ευρύτερη αναγνωσιμότητα, πέραν του αυστηρά εξειδικευμένου επιστημονικού κοινού στο οποίο το άρθρο πρωταρχικά απευθύνεται.
Η παραπάνω απαίτηση ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν ο επιστήμων ξεδιπλώνει τις γνώσεις και τις ιδέες του σε έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας. Εκεί, απευθύνεται σε ένα ευρύτατο κοινό, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα αδυνατούσε να κατανοήσει μία επιστημονική δημοσίευση του αρθρογράφου σε κάποιο επαγγελματικό περιοδικό. Έτσι, όταν απευθύνεται σε γενικό κοινό, ο επιστήμων οφείλει να είναι και δάσκαλος!
Παραδόξως, οι θετικοί επιστήμονες – που έχουν τη χειρότερη φήμη για το δυσνόητο των θεμάτων τους και την αναπόφευκτη στρυφνότητα της επιστημονικής τους γραφής – είναι εκείνοι που δείχνουν να σέβονται περισσότερο αυτό τον άγραφο νόμο. Παραπέμπω, ως παράδειγμα, στα εξαιρετικής παιδαγωγικής αξίας άρθρα στις φυσικές επιστήμες, τα οποία δημοσιεύονται σε αυτό εδώ το site και την αντίστοιχη κυριακάτικη εφημερίδα.
Αυτό που μερικές φορές προσωπικά με προβληματίζει είναι η ανάγνωση σε ειδησεογραφικά φύλλα, ή σε sites του Διαδικτύου, κάποιων κειμένων ακαδημαϊκής φύσης στην περιοχή των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Εκεί ο λόγος μοιάζει να υπηρετεί όχι τόσο τη διάδοση ιδεών και γνώσεων, όσο την αυτάρεσκη ανάγκη του αρθρογράφου να εντυπωσιάσει για την ευρηματικότητα των γλωσσικών του επινοήσεων. Έτσι, διαβάζουμε κείμενα στα οποία δεσπόζουν οι (συχνά ad hoc) νεολογισμοί και τα υπερ-σύνθετα λεκτικά σχήματα, αφήνοντας στο τέλος τον μέσο αναγνώστη να αναρωτιέται «τι θέλει να πει ο ποιητής» – κατά τη γνωστή έκφραση – αν όχι να αισθάνεται ολότελα ηλίθιος! Θα έλεγε κάποιος ότι απώτερος στόχος των ακαδημαϊκών αυτών είναι να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλον μέσω δημόσια εκτιθέμενου λόγου, υπερθεματίζοντας αλληλοδιαδόχως σε ανούσια πολυπλοκότητα που οδηγεί, τελικά, σε νοηματική κενότητα.
Οι υπηρετούντες την ακαδημαϊκή εκπαίδευση διακατεχόμαστε στην πλειονότητά μας από ένα βαθύτερο, ανομολόγητο σύμπλεγμα. Αισθανόμαστε ότι ο «μύθος» μας απειλείται κάθε φορά που τολμούμε να γίνουμε κατανοητοί σε όσους δεν μοιράζονται την ίδια με εμάς επιστημονική εξειδίκευση. Έτσι, π.χ., ένα άρθρο σε κάποια ειδική περιοχή των μαθηματικών οφείλει να είναι δυσνόητο έως πλήρως ακατανόητο σε όποιον δεν διαθέτει ως ελάχιστη προϋπόθεση ένα διδακτορικό στην περιοχή αυτή! Επίσης – αυτό το γνωρίζουν καλά οι αναγνώστες – ένα φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, ιστορικό, κλπ., άρθρο γραμμένο από εκπρόσωπο του ακαδημαϊκού χώρου σε μια εφημερίδα ή κάποιο ειδησεογραφικό site ευρείας επισκεψιμότητας, δεν επιτρέπεται να περιέχει ακατάληπτους νεολογισμούς και δυσνόητες ορολογίες σε ποσοστό μικρότερο του 10-20% (το λέω, ασφαλώς, καθ’ υπερβολήν και με αίσθηση πικρού χιούμορ). Έτσι, πολλά δημοσιευμένα άρθρα τείνουν να μοιάζουν με αυτάρεσκα επαγγελματικά «ραβασάκια» που ανταλλάσσονται υπερήφανα από ακαδημαϊκούς, με απώτερο στόχο τον εντυπωσιασμό εαυτών και αλλήλων.
Αυτό που δεν πρέπει, όμως, να ξεχνούμε είναι ότι ο Δάσκαλος (με δέλτα κεφαλαίο) δεν εξασκεί απλά ένα επάγγελμα αλλά υπηρετεί ένα λειτούργημα. Ο παιδαγωγικός του ρόλος, επομένως, δεν εξαντλείται μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας αίθουσας διδασκαλίας ή ενός αμφιθεάτρου, ούτε μέσα σε προκαθορισμένα ωράρια εργασίας, αλλά εκτείνεται κάθε στιγμή σε κάθε του επαφή με την κοινωνία. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να φωτίζει τον δρόμο προς την αλήθεια, όχι το ίδιο του το πρόσωπο προς τέρψη του «εγώ» του και ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του.
Αυτή η τελευταία αδυναμία θα μπορούσε, ίσως, να συγχωρηθεί στους ποιητές. Αυτοί όμως ούτως ή άλλως δεν μπορούν – ίσως κι ούτε πρέπει – να κρίνονται με τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα. Στους κοινούς θνητούς που έχει ανατεθεί το βάρος της παιδαγωγικής καθοδήγησης της κοινωνίας (όχι μόνο εκείνου του μικρού τμήματός της που χωρά σε ένα αμφιθέατρο) αντιστοιχούν διαφορετικά αξιολογικά κριτήρια. Και, σε αντίθεση με ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε, οι σημαντικότεροι κριτές μας δεν είναι οι φοβεροί referees των επιστημονικών περιοδικών: Είναι όσοι δίψασαν να μάθουν, μα τους αφήσαμε διψασμένους και με πρόσθετο το αίσθημα της αυτοαμφισβήτησης...
ΤΟ ΒΗΜΑ
Από την άλλη μεριά, κύρια αποστολή της επιστήμης είναι η διεύρυνση, ταξινόμηση και καταγραφή της ανθρώπινης γνώσης. Ο επιστημονικός γραπτός λόγος υπηρετεί αυτήν ακριβώς την καταγραφή και είναι το όχημα για τη διάδοση των επιστημονικών γνώσεων. Η ωραιότητα του επιστημονικού λόγου είναι, ασφαλώς, ευπρόσδεκτη όταν και όπου απαντάται, δεν αποτελεί όμως συστατικό εκ των ων ουκ άνευ για τον λόγο αυτό. Ακόμα περισσότερο, στην επιστήμη ο λόγος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μέσο εντυπωσιασμού. Εκεί, είναι η ίδια η ανακάλυψη νέας αλήθειας που (οφείλει να) εντυπωσιάζει!
Τέλος, σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, αποστολή της είναι το μεθοδικό χτίσιμο της γνώσης στον διδασκόμενο και η καθοδήγησή του ώστε να κάνει χρήση της γνώσης αυτής αυτονομούμενος, τελικά, από τον διδάσκοντα. (Για κάποιους «αιθεροβάμονες» εκπαιδευτικούς, βαθύτερος σκοπός της παιδείας είναι η ανάπτυξη αυτογνωσίας. Η φιλοσοφική αυτή θέση πέρασε, εν τούτοις, στο περιθώριο από τότε που ένας σημαντικός εκπρόσωπός της υποχρεώθηκε να πιει το κώνειο...) Το τι οφείλει να υπηρετεί ο παιδαγωγικός λόγος είναι, νομίζω, αυτονόητο.
Είναι δυνατόν ο επιστημονικός λόγος να είναι ταυτόχρονα και παιδαγωγικός; Αυτό εξαρτάται από δύο παραμέτρους: τη διάθεση του ίδιου του επιστήμονα να διαπαιδαγωγήσει, και τον χώρο που του διατίθεται για να αναπτύξει τη σκέψη του. Παλιά, τα επιστημονικά περιοδικά εκδίδονταν αποκλειστικά σε έντυπη μορφή. Έτσι, πολλά από αυτά έθεταν περιορισμούς στην έκταση ενός επιστημονικού άρθρου, το οποίο δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει έναν μέγιστο αριθμό σελίδων. Αλλά, ακόμα και όταν τυπικά δεν υπήρχαν τέτοιοι περιορισμοί, τα περιοδικά συχνά ζητούσαν από τον συγγραφέα να απαλείψει ολόκληρα κομμάτια από το άρθρο αν αυτά περιείχαν θέματα που ήταν ήδη γνωστά. Όπως είναι φυσικό, μερικές «ξερές» αναφορές στη βιβλιογραφία στο τέλος του άρθρου κάθε άλλο παρά προσέδιδαν σε αυτό παιδαγωγική αξία!
Με την ανάπτυξη του Διαδικτύου και τη δυνατότητα διακίνησης επιστημονικών ιδεών σε ηλεκτρονική μορφή, οι περιορισμοί στην έκταση των επιστημονικών άρθρων χαλάρωσαν σημαντικά ή και εξαλείφθηκαν πλήρως. Μάλιστα, και με δεδομένη την άρση των παραπάνω περιορισμών, πολλά επιστημονικά περιοδικά απαιτούν πλέον κάθε υποβαλλόμενο άρθρο να έχει ευρύτερη αναγνωσιμότητα, πέραν του αυστηρά εξειδικευμένου επιστημονικού κοινού στο οποίο το άρθρο πρωταρχικά απευθύνεται.
Η παραπάνω απαίτηση ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν ο επιστήμων ξεδιπλώνει τις γνώσεις και τις ιδέες του σε έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας. Εκεί, απευθύνεται σε ένα ευρύτατο κοινό, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα αδυνατούσε να κατανοήσει μία επιστημονική δημοσίευση του αρθρογράφου σε κάποιο επαγγελματικό περιοδικό. Έτσι, όταν απευθύνεται σε γενικό κοινό, ο επιστήμων οφείλει να είναι και δάσκαλος!
Παραδόξως, οι θετικοί επιστήμονες – που έχουν τη χειρότερη φήμη για το δυσνόητο των θεμάτων τους και την αναπόφευκτη στρυφνότητα της επιστημονικής τους γραφής – είναι εκείνοι που δείχνουν να σέβονται περισσότερο αυτό τον άγραφο νόμο. Παραπέμπω, ως παράδειγμα, στα εξαιρετικής παιδαγωγικής αξίας άρθρα στις φυσικές επιστήμες, τα οποία δημοσιεύονται σε αυτό εδώ το site και την αντίστοιχη κυριακάτικη εφημερίδα.
Αυτό που μερικές φορές προσωπικά με προβληματίζει είναι η ανάγνωση σε ειδησεογραφικά φύλλα, ή σε sites του Διαδικτύου, κάποιων κειμένων ακαδημαϊκής φύσης στην περιοχή των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Εκεί ο λόγος μοιάζει να υπηρετεί όχι τόσο τη διάδοση ιδεών και γνώσεων, όσο την αυτάρεσκη ανάγκη του αρθρογράφου να εντυπωσιάσει για την ευρηματικότητα των γλωσσικών του επινοήσεων. Έτσι, διαβάζουμε κείμενα στα οποία δεσπόζουν οι (συχνά ad hoc) νεολογισμοί και τα υπερ-σύνθετα λεκτικά σχήματα, αφήνοντας στο τέλος τον μέσο αναγνώστη να αναρωτιέται «τι θέλει να πει ο ποιητής» – κατά τη γνωστή έκφραση – αν όχι να αισθάνεται ολότελα ηλίθιος! Θα έλεγε κάποιος ότι απώτερος στόχος των ακαδημαϊκών αυτών είναι να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλον μέσω δημόσια εκτιθέμενου λόγου, υπερθεματίζοντας αλληλοδιαδόχως σε ανούσια πολυπλοκότητα που οδηγεί, τελικά, σε νοηματική κενότητα.
Οι υπηρετούντες την ακαδημαϊκή εκπαίδευση διακατεχόμαστε στην πλειονότητά μας από ένα βαθύτερο, ανομολόγητο σύμπλεγμα. Αισθανόμαστε ότι ο «μύθος» μας απειλείται κάθε φορά που τολμούμε να γίνουμε κατανοητοί σε όσους δεν μοιράζονται την ίδια με εμάς επιστημονική εξειδίκευση. Έτσι, π.χ., ένα άρθρο σε κάποια ειδική περιοχή των μαθηματικών οφείλει να είναι δυσνόητο έως πλήρως ακατανόητο σε όποιον δεν διαθέτει ως ελάχιστη προϋπόθεση ένα διδακτορικό στην περιοχή αυτή! Επίσης – αυτό το γνωρίζουν καλά οι αναγνώστες – ένα φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, ιστορικό, κλπ., άρθρο γραμμένο από εκπρόσωπο του ακαδημαϊκού χώρου σε μια εφημερίδα ή κάποιο ειδησεογραφικό site ευρείας επισκεψιμότητας, δεν επιτρέπεται να περιέχει ακατάληπτους νεολογισμούς και δυσνόητες ορολογίες σε ποσοστό μικρότερο του 10-20% (το λέω, ασφαλώς, καθ’ υπερβολήν και με αίσθηση πικρού χιούμορ). Έτσι, πολλά δημοσιευμένα άρθρα τείνουν να μοιάζουν με αυτάρεσκα επαγγελματικά «ραβασάκια» που ανταλλάσσονται υπερήφανα από ακαδημαϊκούς, με απώτερο στόχο τον εντυπωσιασμό εαυτών και αλλήλων.
Αυτό που δεν πρέπει, όμως, να ξεχνούμε είναι ότι ο Δάσκαλος (με δέλτα κεφαλαίο) δεν εξασκεί απλά ένα επάγγελμα αλλά υπηρετεί ένα λειτούργημα. Ο παιδαγωγικός του ρόλος, επομένως, δεν εξαντλείται μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας αίθουσας διδασκαλίας ή ενός αμφιθεάτρου, ούτε μέσα σε προκαθορισμένα ωράρια εργασίας, αλλά εκτείνεται κάθε στιγμή σε κάθε του επαφή με την κοινωνία. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να φωτίζει τον δρόμο προς την αλήθεια, όχι το ίδιο του το πρόσωπο προς τέρψη του «εγώ» του και ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του.
Αυτή η τελευταία αδυναμία θα μπορούσε, ίσως, να συγχωρηθεί στους ποιητές. Αυτοί όμως ούτως ή άλλως δεν μπορούν – ίσως κι ούτε πρέπει – να κρίνονται με τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα. Στους κοινούς θνητούς που έχει ανατεθεί το βάρος της παιδαγωγικής καθοδήγησης της κοινωνίας (όχι μόνο εκείνου του μικρού τμήματός της που χωρά σε ένα αμφιθέατρο) αντιστοιχούν διαφορετικά αξιολογικά κριτήρια. Και, σε αντίθεση με ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε, οι σημαντικότεροι κριτές μας δεν είναι οι φοβεροί referees των επιστημονικών περιοδικών: Είναι όσοι δίψασαν να μάθουν, μα τους αφήσαμε διψασμένους και με πρόσθετο το αίσθημα της αυτοαμφισβήτησης...
ΤΟ ΒΗΜΑ
Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017
Introduction to Elecromagnetic Theory (textbook)
Synopsis
This textbook is a revised, expanded and translated version of the author’s lecture notes (originally in Greek) for his sophomore-level Physics course at the Hellenic Naval Academy (HNA). It consists of two parts. Part A is an introduction to the physics of conducting solids (Chapters 1-3) while Part B is an introduction to the theory of electromagnetic fields and waves (Chap. 4-10). Both subjects are prerequisites for the junior- and senior-level courses in electronics at HNA.
Introduction to Elecromagnetic Theory and the Physics of Conducting Solids
See also arXiv:1711.09969
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)