Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Η ειρηνική συνεργασία των λαών, απάντηση στους πολέμους των ηγεμόνων!

Της Ελένης Αθανασούλη

(Σχόλιο στο άρθρο: Αναζητώντας «ενόχους» στο «Μεγάλο Πόλεμο»)

Θα πρέπει να χαιρετήσουμε το άρθρο αυτό, στο οποίο παρατίθενται σημαντικές όψεις των διεθνών αντεγκλήσεων και των φρικιαστικών συνεπειών τους, σε βάρος της ζωής λαών, των χωρών τους και της προοπτικής τους.

Είναι ανατριχιαστική, η ρεαλιστικότατη ανάλυση σχετικά με τα κίνητρα των πολέμων γενικά, την αλόγιστη ανάλωση της ανθρώπινης ζωής, κατά τρόπο που εξυπηρετεί στόχους μόνο έξω και πέραν του σεβασμού του ανθρώπου, και μάλιστα είτε στο πεδίο της μάχης, ή προκειμένου να εξαναγκαστούν οι άνθρωποι να πολεμήσουν, ή ακόμη και προκειμένου να διατηρηθεί το γόητρο των εξουσιαστών, δηλαδή στο βωμό προσωπικών φιλοδοξιών των διαφόρων ηγεμόνων ή συμμαχιών που επιζητούν να επιβάλουν την ηγεμονία τους.

Ο επιμερισμός της ευθύνης και της ενοχής για τα τόσα εγκλήματα, τόσο για τους υποκινητές όσο και για τους υποστηρικτές των πολέμων – για λόγους πλεονεξίας-, είναι τεχνικά και ρεαλιστικά ακόμη ανεπίγνωστος.

Όποια επιχειρήματα κι αν επιστρατευθούν οικονομικά ή πολιτικά/εξουσιαστικά, ακόμη και εθνικοί ή φυλετικοί δεσμοί, δεν επαρκούν για να καταστήσουν σήμερα αποδεκτούς τους πολέμους που έγιναν.

Τα συμφέροντα μπορεί να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Οι εμπορευματικές και οικονομικές διευκολύνσεις επίσης.

Οι εθνικές και διπλωματικές ταπεινώσεις όμως, που επιδιώκονται από αρπακτικές και επιθετικές πολιτικές και βλέψεις, και πραγματοποιούνται από ενδοτικές, δουλοπρεπείς και αργυρώνητες εξουσίες δεν έχουν προοπτική. Είναι εκείνες, που θα οδηγήσουν ένα λαό να επιδιώξει την αποτίναξη του στίγματος και της προσβολής. Ακόμη κι αν οι ηγεσίες του συμπράξουν στην εξώνηση και την υποταγή, ένας λαός χωρίς αξιοπρέπεια και ελευθερία ή δεν θα ζήσει (δεν θα επιβιώσει ως λαός με την ιστορική του υπόσταση) ή θα επαναστατήσει όταν βρεί την ευκαιρία.

Τα πολιτικά και στρατιωτικά δόγματα ασφάλειας των χωρών, η λήψη μέτρων όταν αυτά θίγονται καθώς και η οικονομική και τεχνική τους ανάπτυξη μαζί με την παραγωγική τους επάρκεια, φυλασσόμενα και προωθούμενα από υπεύθυνες και στιβαρές ηγεσίες που θα μεριμνούν για τις αμοιβαία επωφελείς συμμαχίες, θα διατηρήσουν τους λαούς σε ελευθερία και διεθνή συνεργασία.

Σήμερα είναι αναγκαίος, περισσότερο από κάθε άλλη- ιστορικά -φορά, κώδικας ηθικής στις αξιώσεις, όχι μόνο των ατόμων αλλά και των διεθνών οργανισμών και οντοτήτων. Δεν μπορεί να υπάρχουν οντότητες που επιδιώκουν την ολοκληρωτική άλωση χωρών και των πόρων τους για ίδιο-ατομικό, οργανικό ή εθνικό- όφελος, και αυτό να είναι διεθνώς αποδεκτό.

Αν είμαι ρομαντική, τότε χρειάζεται, να υπάρχει πάντοτε το αντίπαλον δέος.

(Πηγή: Aixmi.gr)

Αναζητώντας «ενόχους» στο «Μεγάλο Πόλεμο» | μέρος Α’


1. Εισαγωγή

Κλείνει φέτος ένας αιώνας από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του «Μεγάλου Πολέμου», όπως αποκλήθηκε στην εποχή του, πριν η ανθρωπότητα γνωρίσει μία ακόμα παγκόσμια ανθρωποσφαγή…

Βλέποντας την ιστορία των δύο Παγκοσμίων Πολέμων από καθαρά ηθική σκοπιά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί (όχι άδικα) ότι ο δεύτερος είχε ευγενέστερα κίνητρα – την αντίσταση του πολιτισμένου, δημοκρατικού κόσμου απέναντι στη βαρβαρότητα του ναζισμού – σε σύγκριση με τον πρώτο, που ήταν αποτέλεσμα ανταγωνισμών των «μεγάλων» δυνάμεων, και εθνικιστικών φιλοδοξιών των «μικρών». Και είναι αλήθεια ότι ο εγωκεντρισμός περίσσεψε στον Μεγάλο Πόλεμο. Τόσο σε επίπεδο διπλωματίας, όσο και στρατηγικής…

Εκεί, όμως, που ο εγωκεντρισμός αποκτά «δολοφονικές» διαστάσεις είναι στη συμπεριφορά των στρατηγών απέναντι στους ίδιους τους στρατούς που διοικούσαν. Θα καταθέσω μια προσωπική άποψη με κίνδυνο να εξοργίσω τον αναγνώστη: Προσωπικά, δεν γνωρίζω γιατί ο Rudolf Höss (ο «χασάπης» του Auschwitz) ήταν μεγαλύτερος εγκληματίας πολέμου από, π.χ., τον βρετανό στρατηγό Sir Douglas Haig που έστειλε σε άσκοπο, φρικτό θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών σε Somme και Passchendaele (για να μην αναφερθώ και στις αμέτρητες θανατικές καταδίκες, που ελαφρά τη καρδία υπέγραψε, όσων δεν άντεξαν και λιποψύχησαν στα χαρακώματα)! Η ολική περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή, εκφρασμένη κυνικά μέσω υπηρεσιακών διαταγών μαζικού θανάτου, ομογενοποιεί σε τέτοιο βαθμό τις συμπεριφορές που, ανεξάρτητα από αξιολογήσεις ιδεολογικών κινήτρων, καθιστά τις ηθικές διαφοροποιήσεις δυσδιάκριτες…

Ο επιμερισμός «ενοχών» για τον Μεγάλο Πόλεμο είναι πολύ δύσκολη υπόθεση και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ως τις μέρες μας. Κάποιοι ιστορικοί (όπως, π.χ., ο Αμερικανός William Keylor [1]) επιμένουν ότι το βάρος της ευθύνης πέφτει κυρίως στους ώμους της υπέρμετρα φιλόδοξης και πολεμοχαρούς Γερμανίας. Άλλοι συγγραφείς, όμως, επιμερίζουν πιο «συμμετρικά» τις ευθύνες. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο σπουδαίος Βρετανός ιστορικός James Joll [2] (γνωστός στην Ελλάδα από το μεταφρασμένο βιβλίο του «Οι Αναρχικοί»), όπως και οι Αμερικανοί Felix Gilbert και David Clay Large [3].

Στο άρθρο αυτό, θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε – όσο πιο αντικειμενικά γίνεται – τα αίτια που οδήγησαν στον πόλεμο, καθώς και την ευθύνη των κυρίως εμπλεκομένων για το ξέσπασμα ή, τουλάχιστον, την μη αποτροπή του. Θα αναζητήσουμε, δηλαδή, τους «ενόχους» (εκ προθέσεως ή εξ αμελείας) ενός ιστορικού εγκλήματος που οδήγησε μια ολόκληρη γενιά στο σφαγείο των χαρακωμάτων…

2. Τις πταίει; (Μια δίκη προθέσεων…)

Στο τέλος του πολέμου, οι θριαμβευτές Σύμμαχοι απαίτησαν να περιληφθεί στη συνθήκη ειρήνης ένα άρθρο, σύμφωνα με το οποίο η Γερμανία αποδεχόταν την ευθύνη για όλες τις απώλειες και τις καταστροφές που είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Αυτή η αποδοχή «πολεμικής ενοχής» έχει γίνει, έκτοτε, αντικείμενο αμέτρητων πολιτικών και ιστοριογραφικών συζητήσεων.

Σε κάθε περίπτωση, κάθε μονομερής ερμηνεία για το ξέσπασμα του πολέμου είναι εξαιρετικά απλοϊκή. Από τη μία, στην τελική κρίση του Ιουλίου του 1914, η γερμανική κυβέρνηση ενήργησε με τρόπο που επιτάχυνε τον πόλεμο. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ο ενθουσιασμός με τον οποίο υποδέχθηκαν τον πόλεμο οι λαοί όλων των εμπλεκομένων χωρών, και η βεβαιότητα όλων των κυβερνήσεων ότι τα εθνικά τους συμφέροντα απειλούνταν.

Επίσης, συζητήσιμη είναι η καθιερωμένη άποψη ότι ο πόλεμος υπήρξε αποτέλεσμα της «παλιάς διπλωματίας» και ενός συστήματος συμμαχιών βασισμένων σε μυστικές συμφωνίες. Κάποιοι ιστορικοί είδαν στον πόλεμο μια, ενδεχομένως συνειδητή, προσπάθεια των κυβερνήσεων να αποσπάσουν την προσοχή των πολιτών από δυσεπίλυτα εσωτερικά προβλήματα, μέσω μιας ενεργού εξωτερικής πολιτικής και μιας έκκλησης για εθνική αλληλεγγύη σε καιρό πολέμου. Άλλοι συγγραφείς εστιάζουν την προσοχή τους σε θέματα στρατηγικής, όπως, π.χ., ο ναυτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στη Γερμανία και τη Βρετανία, ή το ευαίσθητο ζήτημα της παραβίασης της ουδετερότητας του Βελγίου – όπως προέβλεπαν τα γερμανικά πολεμικά σχέδια ήδη από το 1907 – πράγμα που, εξ ορισμού, θα έσυρε τη Βρετανία (συν-εγγυήτρια της βελγικής ουδετερότητας) στον πόλεμο.

Για τη Γαλλία, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: η διαμάχη της με τη Γερμανία αφορούσε τις επαρχίες που είχε χάσει το 1871, σαν αποτέλεσμα της ήττας της στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Αν και οι Γάλλοι δεν ήταν διατεθειμένοι να προκαλέσουν έναν πόλεμο για χάρη της Αλσατίας και της Λωρραίνης, ήταν εν τούτοις αυτονόητο ότι, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία, η επανάκτηση των χαμένων αυτών επαρχιών θα αποτελούσε τον πρωταρχικό στόχο του πολέμου.

Το στρατιωτικό πλεονέκτημα της Γαλλίας, έναντι της Γερμανίας, το πρόσφερε η συμμαχία της με τη Ρωσία, πράγμα που θα ανάγκαζε τη Γερμανία να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα. Για τη Ρωσία, από την άλλη μεριά, το πλεονέκτημα της συμμαχίας φαινόταν να είναι ότι η Γερμανία δεν θα αποτολμούσε μια επιθετική ενέργεια εναντίον της, από το φόβο της εμπλοκής της Γαλλίας. Αυτό – πίστευε η Ρωσία – της έλυνε τα χέρια σε ό,τι αφορούσε τις επεκτατικές φιλοδοξίες της προς το νότο, δηλαδή, την αύξηση της επιρροής της στα Βαλκάνια και την Κωνσταντινούπολη.

Βέβαια, η αναζωπύρωση του ρωσικού ενδιαφέροντος για τις περιοχές αυτές ενείχε τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης με τη βασική σύμμαχο της Γερμανίας, την Αυστροουγγαρία, της οποίας τα εσωτερικά προβλήματα την ενέπλεκαν όλο και περισσότερο με τα συμβαίνοντα στα Βαλκάνια. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονταν, κυρίως, με την πολυεθνική σύνθεση της αυτοκρατορίας. Στη Βοσνία, ειδικά, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν Σλάβοι. Και, στην άλλη πλευρά των συνόρων με τη Σερβία, η στρατιωτική κλίκα που έλεγχε την εκεί κυβέρνηση θεωρούσε ότι η Βοσνία «αυτοδίκαια» θα έπρεπε να ανήκει στη χώρα αυτή. Προς το σκοπό αυτό, Σέρβοι φανατικοί οργάνωναν και εκτελούσαν τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον Αυστριακών στο εσωτερικό της Βοσνίας, με την υποστήριξη κύκλων της σερβικής κυβέρνησης.

Για τη Ρωσία, η προσάρτηση της Βοσνίας–Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία (1908), με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε από τους Αυστριακούς, είχε αποτελέσει μεγάλη διπλωματική ταπείνωση και ήταν η αφετηρία επικίνδυνων εντάσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο πόλεμος τότε είχε αποφευχθεί λόγω της δυναμικής παρέμβασης της Γερμανίας και της στρατιωτικής ανετοιμότητας της Ρωσίας. Όπως είναι φυσικό, η βοσνιακή κρίση έφερε κοντύτερα τη Ρωσία με τη Σερβία, με την πρώτη να αναλαμβάνει τον ρόλο αυτόκλητου προστάτη όλων των σλαβικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η στάση της Βρετανίας απέναντι στον πόλεμο ήταν αβέβαιη ως την τελευταία στιγμή. Τυπικά, η Entente Cordiale με τη Γαλλία (1904) ήταν μια απλή «συμφωνία κυρίων» που έλυνε ζητήματα αποικιακών διαφορών. Για λόγους εσωτερικής πολιτικής, η βρετανική κυβέρνηση διαβεβαίωνε ότι η συμφωνία αυτή, με κανέναν τρόπο, δεν υποχρέωνε τη χώρα να προστρέξει σε βοήθεια της Γαλλίας σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Εν τούτοις, ήταν ξεκάθαρο στην πολιτική ηγεσία ότι η Βρετανία δύσκολα θα παρέμενε ουδέτερη σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου.

Η Γερμανία προσέφερε, τελικά, το αναγκαίο διπλωματικό άλλοθι στη Βρετανία, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου με τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα (της ουδετερότητας αυτής, η Βρετανία – όπως άλλωστε και η ίδια η Γερμανία! – ήταν εγγυήτρια). Στην πραγματικότητα, την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο υπαγόρευε το αμυντικό δόγμα της χώρας αυτής, σύμφωνα με το οποίο σε καμία εχθρική δύναμη δεν θα επιτρεπόταν να κατέχει στρατηγικές θέσεις στην απέναντι ακτή της Μάγχης.

3. Η γερμανική απειλή

Όπως σημειώνει ο W. Keylor [1], στη δεκαετία του 1920 έγινε προσπάθεια από ορισμένους διανοητικούς κύκλους (όχι κατ’ ανάγκη γερμανικούς) να αρνηθούν οποιαδήποτε ευθύνη της Γερμανίας για τον πόλεμο, τον οποίο απέδιδαν στη γαλλική εκδικητικότητα, τον ρωσικό επεκτατισμό ή τη βρετανική διπροσωπία. Ο ιστορικός αυτός αναθεωρητισμός αμφισβητήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (ο οποίος, κατά πολλούς, δεν ήταν παρά συνέχεια του Πρώτου), όταν η πολιτική της Γερμανίας ως τα μισά του εικοστού αιώνα μπόρεσε να αξιολογηθεί στο σύνολό της.

Ένας βασικός παράγοντας που καθόρισε τη γερμανική εξωτερική πολιτική στις παραμονές του πολέμου, είχε οικονομικές αφετηρίες. Στις παγκόσμιες αγορές είχαν διεισδύσει και κυριαρχούσαν τρεις μεγάλες δυνάμεις: οι Ηνωμένες Πολιτείες στη Λατινική Αμερική, η Μεγάλη Βρετανία στην ανατολική και νότια Αφρική και στη νότια Ασία, και η Γαλλία στη δυτική Αφρική, στα Βαλκάνια και στη Ρωσία. Σύντομα, η ρωσία και η Ιαπωνία θα έμπαιναν κι αυτές στον οικονομικό ανταγωνισμό στην Άπω Ανατολή. Πού υπήρχε χώρος οικονομικής διείσδυσης για τη φιλόδοξη, ανερχόμενη Γερμανία;

Γερμανικά οικονομικά ανοίγματα στη βόρεια Αφρική, στα Βαλκάνια και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνάντησαν σκληρό ανταγωνισμό από βρετανικά και γαλλικά συμφέροντα που ήδη κατείχαν στρατηγικές θέσεις εκεί. Η Γερμανία αισθανόταν οικονομικά περικυκλωμένη από σλαβικές χώρες στα ανατολικά και στα νότια, έχοντας πάντα στα δυτικά της τον παραδοσιακό γαλλικό εχθρό ως σταθερό ανάχωμα στις φιλοδοξίες οικονομικού επεκτατισμού της.

Οι προβληματισμοί των Γερμανών για τα όρια της οικονομικής τους ανάπτυξης συνέπεσαν με τις ανησυχίες γερμανικών στρατιωτικών κύκλων, που έβλεπαν τη χώρα να χάνει τη στρατιωτική της υπεροχή στην Ευρώπη από τις συνδυασμένες δυνάμεις της Γαλλίας και της Ρωσίας. Η γαλλορωσική συμμαχία του 1894 ζωντάνεψε τον εφιάλτη που η ευφυής διπλωματία του Bismarck είχε παλιότερα καταφέρει να ξορκίσει: το ενδεχόμενο να αναγκαστεί η Γερμανία να διεξαγάγει έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα! Η ανάγκη, τότε, να μοιράσει τις δυνάμεις της μεταξύ ανατολής και δύσης θα απέκλειε μια γρήγορη νίκη, ανάλογη με αυτήν του 1870 κατά των Γάλλων.

Ο Κόμης Alfred von Schlieffen, αρχηγός του αυτοκρατορικού γενικού επιτελείου από το 1892 ως το 1906, είχε καταστρώσει ένα πολεμικό σχέδιο με σκοπό να ξεπεράσει το στρατιωτικό μειονέκτημα της Γερμανίας εξαιτίας της γαλλορωσικής συμμαχίας. Προέβλεπε την καταρχήν συγκέντρωση γερμανικών δυνάμεων στα δυτικά, οι οποίες θα υπερνικούσαν – υποτίθεται – τον πιο ολιγάριθμο γαλλικό στρατό μέσα σε έξι εβδομάδες. Κατόπιν, το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού στρατού θα μεταφερόταν ανατολικά για να αντιμετωπίσει τους Ρώσους, πριν αυτοί κατορθώσουν να υπερνικήσουν τις κατά πολύ κατώτερες, αριθμητικά, δυνάμεις των Γερμανών που θα υπερασπίζονταν το ανατολικό τμήμα της χώρας.

Το σχέδιο Schlieffen βασιζόταν σε δύο κρίσιμες υποθέσεις. Η πρώτη ήταν η διατήρηση της αριθμητικής υπεροχής του γερμανικού στρατού έναντι του γαλλικού. Η δεύτερη ήταν η αδυναμία των Ρώσων, με το πρωτόγονο σύστημα χερσαίων μεταφορών που διέθεταν, να αναπτύξουν τον αριθμητικά υπέρτερο στρατό τους κατά μήκος των γερμανικών συνόρων, προτού ολοκληρωθούν οι επιχειρήσεις κατά της Γαλλίας στο δυτικό μέτωπο.

Όμως, οι Γερμανοί στρατιωτικοί αναλυτές έβλεπαν με τρόμο ότι και οι δύο αυτές προϋποθέσεις απειλούνταν όλο και περισσότερο, καθώς στη Γαλλία η στρατιωτική θητεία είχε αυξηθεί από δύο σε τρία χρόνια (πράγμα που θα καταργούσε το αριθμητικό πλεονέκτημα των Γερμανών), ενώ οι Ρώσοι, με την οικονομική βοήθεια των Γάλλων, είχαν ξεκινήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κατασκευής σιδηροδρόμων που θα συνέδεαν την κεντρική Ρωσία με τα δυτικά σύνορα της χώρας.

Αυτή η αίσθηση οικονομικής περικύκλωσης και αυξανόμενης στρατιωτικής ευαλωτότητας έκανε τη Γερμανία να σκέφτεται, πλέον, σοβαρά έναν πόλεμο κατά των Γάλλων και των Ρώσων. Κι αυτό θα έπρεπε να συμβεί σύντομα, όσο ακόμα ήταν «ζωντανές» οι προϋποθέσεις του σχεδίου Schlieffen. Και η ευκαιρία παρουσιάστηκε στις 28 Ιουνίου του 1914, όταν ένας νεαρός Σέρβος εθνικιστής, ο Gavrilo Princip, δολοφόνησε τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, Αρχιδούκα Franz Ferdinand, και τη σύζυγό του, στο Σαράγεβο, την πρωτεύουσα της Βοσνίας – της επαρχίας που συμβόλιζε, όσο τίποτα άλλο, τη ρωσική έχθρα για τους Αυστριακούς…

4. Μετά το Σαράγεβο…

Καταγράφουμε τώρα τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αρχιδούκα και τα οποία οδήγησαν στην έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου το 1914. Ο αναγνώστης ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για το ποιοι ευθύνονται για το ξεκίνημα της ανθρωποσφαγής…

Για τη Βιέννη, το περιστατικό στο Σαράγεβο προσφερόταν ως ιδανικό άλλοθι για οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη Σερβία. Η γερμανική κυβέρνηση, από την άλλη μεριά, γνώριζε καλά ότι μια επιθετική ενέργεια της Αυστροουγγαρίας εναντίον της Σερβίας θα προκαλούσε αυτόματα τη δυναμική παρέμβαση της Ρωσίας υπέρ των Σλάβων προστατευόμενών της. Ήταν, επίσης, αναμενόμενο ότι ένας πόλεμος ανάμεσα στην Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία θα ενεργοποιούσε τις συμμαχίες με τις οποίες ήταν «δεμένες» οι δύο αυτές αυτοκρατορίες, πράγμα που σήμαινε καταρχήν έναν γαλλογερμανικό πόλεμο και, στη συνέχεια, μια γενικευμένη ευρωπαϊκή σύρραξη!

Με πλήρη επίγνωση των συνεπειών, το Βερολίνο ενθάρρυνε τη Βιέννη να στείλει ένα ταπεινωτικό τελεσίγραφο στο Βελιγράδι στις 23 Ιουλίου του 1914. Παράλληλα, διαβεβαίωσε την αυστριακή κυβέρνηση πως θα πρόσφερε κάθε αναγκαία στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση πολέμου, ενώ ταυτόχρονα ναρκοθέτησε τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες της βρετανικής κυβέρνησης που είχαν σαν στόχο την αποτροπή της κλιμάκωσης της κρίσης.

Με τη λήξη της προθεσμίας που έθετε το τελεσίγραφο, οι Αυστριακοί κήρυξαν τον πόλεμο στη Σερβία στις 28 Ιουλίου (έναν ολόκληρο μήνα μετά το Σαράγεβο!). Όπως αναμενόταν, η Ρωσία αποφάσισε, την επόμενη κιόλας μέρα, μερική κινητοποίηση του στρατού της, σε περιοχές που βρίσκονταν κοντά στα αυστριακά σύνορα. Γρήγορα, όμως, το γενικό επιτελείο των Ρώσων αντιλήφθηκε ότι μια μερική κινητοποίηση δεν ήταν επιχειρησιακά εφικτή, και στις 30 Ιουλίου διατάχθηκε πλήρης κινητοποίηση των ρωσικών δυνάμεων, και ειδικότερα, κατά μήκος των συνόρων με τη Γερμανία.

Η Γερμανία είχε τώρα το πρόσχημα που της χρειαζόταν για πόλεμο κατά της Ρωσίας. Γνώριζε, βέβαια, καλά ότι τούτο θα ενεργοποιούσε τους όρους της γαλλορωσικής συμμαχίας. Έστειλε, έτσι, ένα απαράδεκτο τελεσίγραφο στο Παρίσι, αξιώνοντας δήλωση ουδετερότητας της Γαλλίας σε περίπτωση ρωσογερμανικού πολέμου. Ως εγγύηση, μάλιστα, ζήτησε από τους Γάλλους την προσωρινή παραχώρηση στη Γερμανία του ελέγχου των συνοριακών φρουρίων Toul και Verdun!

Την επόμενη μέρα, η Γερμανία ήταν σε πόλεμο με τη Ρωσία, ενώ στη Γαλλία διατάχθηκε πλήρης κινητοποίηση του στρατού.

Στις 2 Αυγούστου, οι Γερμανοί απαίτησαν από το Βέλγιο το δικαίωμα διέλευσης των στρατευμάτων τους που βρίσκονταν καθ’ οδόν προς τη Γαλλία. Οι Βέλγοι αρνήθηκαν, και οι Γερμανοί εισέβαλαν στη χώρα. Στις 3 Αυγούστου, ο πόλεμος είχε αρχίσει στη δυτική Ευρώπη. Την ίδια μέρα, οι Βρετανοί έστειλαν τελεσίγραφο στη Γερμανία αξιώνοντας την αποχώρηση των δυνάμεών της από το Βέλγιο. Με τη λήξη του, κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία στις 4 Αυγούστου. Ο εφιάλτης είχε μόλις ξεκινήσει…

5. Επίλογος: Χαμένη γενιά…

Στο άρθρο αυτό επικεντρωθήκαμε στη διερεύνηση προθέσεων και την παράθεση συμβάντων που οδήγησαν, σχεδόν νομοτελειακά, στο ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα ίδια τα πολεμικά γεγονότα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ενός ξεχωριστού άρθρου, εφόσον υπάρξει σχετικό ενδιαφέρον από τους αναγνώστες του Aixmi.gr.

Όπως συνηθίζεται να λέγεται, ο πόλεμος αυτός είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια μιας ολόκληρης γενιάς στην Ευρώπη. Κατά την άποψη πολλών (αν όχι των περισσοτέρων) αναλυτών, ένα σημαντικό ποσοστό των θανάτων στα φρικτά, λασπωμένα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου ήταν προϊόν άσκοπης ανθρωποθυσίας στο βωμό του εγωισμού ανάξιων, υπερφίαλων στρατηγών ένθεν κακείθεν (όπως, π.χ., στο Somme και στο Verdun, αντίστοιχα) που έστελναν τους στρατιώτες τους σε βέβαιο θάνατο κατά χιλιάδες, συχνά με μηδαμινό κέρδος από άποψη στρατηγικού αποτελέσματος. (Κάποιες όψιμες προσπάθειες μερικής, τουλάχιστον, απενοχοποίησης των στρατηγών [4] ελάχιστα μας πείθουν, κι ακόμα λιγότερο μας συγκινούν!)

Θα λέγαμε πως, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραμέτρων, οι ρόλοι του «καλού» και του «κακού» καταλήγουν να μπερδεύονται, να ομογενοποιούνται στη συνείδηση του μελετητή αυτού του πολέμου. Ώσπου, τελικά, κάθε μονομερής κι απόλυτη ηθική προσέγγιση του θέματος να στερείται νοήματος και σημασίας…

Αναφορές

[1] William R. Keylor, The Twentieth-Century World: An International History (Oxford Univ. Press, 1984) [υπάρχουν και νεότερες εκδόσεις].

[2] James Joll, Europe Since 1870: An International History, 3rd edition (Penguin Books, 1983).

[3] Felix Gilbert, David Clay Large, The End of the European Era: 1890 to the Present, 6th edition (Norton, 2008).

[4] Gary Sheffield, Has History Misjudged the Generals of World War One?(http://www.bbc.co.uk/guides/zq2y87h)

Aixmi.gr

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η αναμέτρηση που άλλαξε την Ευρώπη [B’ μέρος]

Του Παναγιώτη Δελή


Όταν το καλοκαίρι του 1914 οι στρατιώτες του Κάιζερ επέβαιναν στα πρώτα τρένα που θα τους μετέφεραν στο μέτωπο, πίστευαν ότι τα Χριστούγεννα θα δειπνούσαν στο Παρίσι ως νικητές. Τέσσερα χρόνια αργότερα η Ευρώπη δε θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική.

Παρά την μέχρι πρότινος επικρατούσα άποψη, ότι κοινωνίες της Γηραιάς Ηπείρου εισήλθαν σε αυτή τη μάχη με έναν υπερβάλλοντα ενθουσιασμό, νέες έρευνες δείχνουν ότι οι πανηγυρικές συγκεντρώσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ήταν μερικώς διασταλτικές. Όντως, για κάποιες ομάδες, κυρίως της Δυτικής Ευρώπης, ο πόλεμος έγινε δεκτός ως μία λυτρωτική διαδικασία που θα έθετε ένα τέλος στην αβεβαιότητα των προηγούμενων ετών και τα κόμματα που συμμετείχαν στην Β’ Διεθνή στήριξαν σύσσωμα τις εθνικές τους Κυβερνήσεις.

Εντούτοις, η έλευση του πολέμου δεν αντιμετωπίστηκε απ’ όλους το ίδιο. Εκατοντάδες ημερολόγια εκείνης της εποχής αποτυπώνουν έντονο προβληματισμό σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι. Τα κατώτερα στρώματα, όπως κι αυτά της ανώτερης επιχειρηματικής τάξης, εξέφρασαν έντονο σκεπτικισμό. Για αυτούς ο πόλεμος ήταν ένα άλμα στο κενό.

Η αναμέτρηση του 1914-1918 ήταν αυτή που θα μετέβαλλε οριστικά την Ευρώπη σε όλα τα επίπεδα. Σπάνια ένας πόλεμος είχε τόσο δραματικές επιπτώσεις για τους ηττημένους αλλά και για τους νικητές. Οι τέσσερις παλαιές αυτοκρατορίες που δέσποζαν, από τη Βαλτική έως τη Μεσόγειο κι από το Ρήνο έως το Βόλγα σαρώθηκαν από στρατιωτικές ήττες, επαναστατικά κινήματα και επαναχάραξη των συνόρων.

Η μαζική κινητοποίηση κληρωτών στα μέτωπα του πολέμου θα επιφέρει κολοσσιαίες αλλαγές. Στη Γερμανία, όπως παρατηρεί κι ο Eric Hobsbawm, η εμπειρία των χαρακωμάτων ριζοσπαστικοποίησε τη μετριοπαθή γερμανική εργατική τάξη και την οδήγησε, τα πρώτα μεσοπολεμικά χρόνια, σε μία ένοπλη αναμέτρηση. Στον αντίποδα, η εθνικιστική Δεξιά καλλιέργησε μύθους που απέρριπταν την ήττα στο πεδίο των μαχών και την απέδιδαν στην προδοσία των Σοσιαλδημοκρατών και των Εβραίων.

Η αναταραχή που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της Οκτωβριανής Επανάστασης ώθησε μερίδα των παλαιών πολεμιστών να σχηματίσουν παραστρατιωτικές οργανώσεις, οι οποίες θα απέτρεπαν την κόκκινη εισβολή και θα μετέφεραν το μέτωπο στη πατρίδα.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ανδρώθηκε κι ο μελλοντικός δικτάτορας της Γερμανίας Αδόλφος Χίτλερ.

Στη Ρωσία, η επικράτηση των Μπολσεβίκων σηματοδότησε το τέλος της συμμετοχής της χώρας στον πόλεμο και την απαρχή νέου κύκλου αίματος πολλαπλάσιας έντασης. Το νεοπαγές καθεστώς θα επιδιδόταν την επόμενη πενταετία σε πολύ σκληρή μάχη επιβίωσης απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους.

Η αιωνόβια αυτοκρατορία των Αψβούργων θα τερματιζόταν οριστικά και όλα τα εδάφη της θα μετατρεπόταν σε νέα εθνικά κράτη. Η εθνογέννεση της Τουρκίας, στον αντίποδα, θα απαιτούσε κάποια χρόνια ακόμα και μια αιματηρή διαδικασία εθνοκάθαρσης.

Φαινομενικά, οι δυο μεγάλες αποικιακές αυτοκρατορίες της Βρετανίας και της Γαλλίας ήταν οι θριαμβευτές αυτής της αναμέτρησης, με νέα εδάφη και ενισχυμένο γόητρο.

Ωστόσο, η εικόνα αυτή ήταν επιφανειακή. Τα αποικιακά στρατεύματα που πολέμησαν στα μέτωπα της δυτικής Ευρώπης, είχαν έρθει σε επαφή με νέους τρόπους σκέψεις, και η επιστροφή στην πατρίδα θα σηματοδοτούσε μια διαδικασία αφύπνισης. Επιπρόσθετα, οι κραταιές οικονομίες της Βρετανικής και της Γαλλικής αυτοκρατορίας θα δέχονταν καίριο πλήγμα και η εξάρτηση, πλέον, από το νέο ισχυρό γεωπολιτικό παίκτη -τις ΗΠΑ- θα ήταν άμεση.

Η κινητοποίηση των οικονομιών της Γηραιάς Ηπείρου στον πολεμικό σκοπό είχε αλλάξει και τις κοινωνικές ισορροπίες εσωτερικά. Η μαζική συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία θα δώσει νέα ώθηση στο κίνημα της χειραφέτησης και θα προκαλέσει νέες εντάσεις όταν θα επιστρέψουν οι βετεράνοι από τα μέτωπα.

Ηρώα και εθνικά μνημεία θα ανεγερθούν παντού, κι από εκεί κι έπειτα θα γίνουν νέο σύμβολο μνήμης που θα επηρεάσει καθοριστικά την κουλτούρα του Μεσοπολέμου. Η φρίκη των χαρακωμάτων και η εκατόμβη των θυμάτων, που ήταν προϊόν της τεχνολογικής εξέλιξης, θα δημιουργήσουν μια νέα κοινωνική ομάδα, αυτή των αναπήρων πολέμου, που με τη σειρά της θα έχει τις δικές της διεκδικήσεις.

Οι στρατιώτες που πολέμησαν πλάι πλάι στα χαρακώματα θα καλλιεργήσουν ιδιότυπους δεσμούς και νέες συμπεριφορές που θα μεταφέρουν στην πολιτική τους ζωή. Έννοιες όπως η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη, ο επαναπροσδιορισμός της βίας ως όχημα πάλης για έναν ευγενή σκοπό και η κοινή εμπειρία που βίωσαν, θα ανάγουν τον πόλεμο σε κάτι μοναδικό. Αντιλήψεις παλαιών βετεράνων, όπως του Γερμανού Έρνστ Γιούνκερ που έγραψε το βιβλίο «Λαίλαπες Ατσαλιού», θα αποτελούν σημείο αναφοράς και θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις πρακτικές της πολιτικής αντιπαράθεσης τη δεκαετία του 1920.

Η ανθρωπότητα έδειχνε για πρώτη φορά, την επαύριον του Μεγάλου πολέμου, να έχει αντιληφθεί ότι η αδιάλειπτη πρόοδος που είχε επιτευχθεί, μπορούσε με την ίδια ευκολία να μετατραπεί στο όπλο της καταστροφής του πολιτισμού. Για το λόγο αυτό, ένα ήταν το διακύβευμα στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις: «Ποτέ ξανά».

Η Γερμανία δεν θα έχει την τύχη της Γαλλίας και την ευνοϊκή μεταχείριση που απήλαυσε στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών και η φαινομενική επικράτηση της αρχής της αυτοδιάθεσης στην Κεντρική Ευρώπη έδειχναν ότι τα θεμέλια που είχαν τεθεί για τη παγκόσμια ειρήνη ήταν πολύ ισχυρά. Ωστόσο, υπήρχαν και απαισιόδοξες φωνές. Ο Γάλλος Στρατάρχης Φερντινάν Φος είχε δηλώσει: «Στις Βερσαλλίες η Ευρώπη δεν είχε εξασφαλίσει την ειρήνη αλλά μια εικοσαετή ανακωχή».

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η μετέπειτα πορεία προς την οικονομική κρίση του 1929, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αποαποικιοποίηση ήταν αναπόφευκτα και άμεσα προϊόντα του 1914-1918. Ίσως η φράση που άκουσα πριν από μερικές ημέρες σε διάλεξη από τον καθηγητή David Stevenson -έναν από τους πιο διακεκριμένους ειδικούς για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο -να είναι και η πιο εύστοχη. Ο Πόλεμος, όπως δήλωσε ο Βρετανός ιστορικός, ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση (nessesary precondition), για όσα συνέβησαν ύστερα.

[**Διαβάστε εδώ το Α΄μέρος]

Πηγή: Aixmi.gr