Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Έρωτας: αυταπάτη ή αυτοπάθεια;

Στο «Βιβλίο της Ανησυχίας», ο Φερνάντο Πεσσόα βάζει νάρκη στα θεμέλια κάθε βεβαιότητας για την ύπαρξη του έρωτα ως αντικειμενικής αξίας:

«Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον. Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας κατασκευή, στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας.»

Μια πικρή κωμωδία του 1964 επιχειρεί να επιβεβαιώσει, θαρρείς, τον ιδιόρρυθμο δημιουργό του «Αναρχικού Τραπεζίτη»...

Διαβάστε τη συνέχεια...

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

"Ξεσκονίζοντας" -και πάλι- τις έννοιες της Ηλεκτροδυναμικής!

Πριν από καιρό, στην ανάρτηση "Ξεσκονίζοντας" τις έννοιες της Ηλεκτροδυναμικής!, είχαμε αναφερθεί στο άρθρο Electromotive Force: A Guide for the Perplexed, προϊόν συνεργασίας του γράφοντος με τον συνάδελφο Α. Μαγουλά. Κεντρική ιδέα ήταν η ενοποίηση των εναλλακτικών ορισμών και εκφράσεων που ισχύουν για την ηλεκτρεγερτική δύναμη, κάτω από ένα ενιαίο θεωρητικό πλαίσιο που ξεκινά από τον γενικό ορισμό και εξειδικεύει στις διάφορες φυσικές περιπτώσεις.

Δεν θα κρύψουμε την ικανοποίησή μας για την προσοχή της οποίας έτυχε το καθαρά παιδαγωγικό αυτό άρθρο. Ιδιαίτερη τιμή αποτελεί η ανάρτησή του στο site THE NET ADVANCE OF PHYSICS από το Πανεπιστήμιο MIT. Αυτό μας ενθάρρυνε να ετοιμάσουμε μια αναθεωρημένη μορφή, στην οποία καλύπτονται κάποια κενά που είχαμε εν τω μεταξύ εντοπίσει από τον καιρό της πρώτης έκδοσης.

Δείτε τη νέα έκδοση του άρθρου

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Πεθαίνει ή αυτοκτονεί ο έρωτας μέσα στο γάμο;

Ακούμε συχνά να λέγεται πως «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα». Αν και δεν ανήκω στους φανατικούς υπερασπιστές παραδοσιακών θεσμών, βρίσκω τη φράση το ίδιο παράλογη μ’ εκείνη που λέει πως «το αλκοόλ σκοτώνει»! Το αλκοόλ δεν είναι αφ’ εαυτού του ένα κακό πράγμα: το χρησιμοποιούμε για απολύμανση στις πληγές, ενώ ένα-δύο ποτηράκια κρασί με το φαγητό λέγεται πως κάνουν καλό στην υγεία. Από την άλλη, η οδήγηση υπό την επήρεια της ουσίας μπορεί να αποβεί μοιραία. Το αν το οινόπνευμα είναι «καλό» ή «κακό» εξαρτάται από το πώς το χρησιμοποιούμε!

Με την ίδια ακριβώς λογική, πριν σπεύσουμε να δαιμονοποιήσουμε το γάμο ως μοναδικό κι αποκλειστικό «φονέα του έρωτα», θα πρέπει να εξετάσουμε τον τρόπο διαχείρισης του θεσμού από τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη. Ίσως τότε διαπιστώσουμε πως η πραγματική παθογένεια του γάμου κρύβεται κάτω από μια θετική του πλευρά, της οποίας όμως γίνεται κακή χρήση: το αίσθημα της σιγουριάς!

Διαβάστε τη συνέχεια...

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

ΤΟ ΒΗΜΑ - Σκέψεις πάνω στον αντιρατσιστικό νόμο

Πολλή συζήτηση γίνεται αυτές τις μέρες για τον νόμο περί «Καταπολέμησης Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας», σχέδιο του οποίου δημοσίευσε το «Βήμα». Το κατά πόσον ο ρατσισμός και η ξενοφοβία καταπολεμούνται με νομοθετήματα, είναι ένα σημαντικό ζήτημα που όμως δεν θα επιχειρήσουμε να θίξουμε εδώ. Θα περιοριστούμε στο σχολιασμό κάποιων σημείων του νομοσχεδίου (σ’ αυτή την εκδοχή του, τουλάχιστον, που διαβάσαμε στο «Βήμα») τα οποία, κατά τη γνώμη μας, χρειάζονται προσεκτικότερη εξέταση...

1. Αν και η ξενοφοβία είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, μια καλά καθορισμένη έννοια, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον ρατσισμό. Ο όρος είναι εννοιολογικά κατακερματισμένος και μοιάζει να περιγράφει μια (ατελή) συλλογή ιδεών ή συμπεριφορών που ευνοούν κάποιας μορφής διακρίσεις (ρατσισμός με βάση τη φυλετική προέλευση, το φύλο, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, κλπ., ακόμα και «ρατσισμός» κατά των καπνιστών!).
Σε πρόσφατο άρθρο κάναμε μια προσπάθεια σύνθεσης των επιμέρους συνιστωσών του όρου αυτού κάτω από ένα ενιαίο εννοιολογικό πλαίσιο, χωρίς να ισχυρίζομαι βέβαια ότι ο γενικός ορισμός που προτείναμε καλύπτει νομικά, κοινωνικά και ηθικά κάθε πιθανή πτυχή του θέματος! Κατά την αντίληψή μου, το ζήτημα του ακριβούς εννοιολογικού προσδιορισμού του ρατσισμού παραμένει ανοιχτό.
Θα θέσω ένα ερώτημα που ίσως σε κάποιους φανεί ενοχλητικό: Φανταστείτε ότι –πράγμα όχι ασύνηθες– ένας κακοποιός (μετανάστης ή όχι) προικισμένος με ανώτερα βιολογικά χαρακτηριστικά (σωματώδης, γεροδεμένος και σκληραγωγημένος στις κακουχίες), έχων πλήρη επίγνωση της φυσικής ανωτερότητάς του, επιτίθεται και τραυματίζει ή φονεύει μια αδύναμη ηλικιωμένη με σκοπό να της αρπάξει λίγα χρήματα. Είναι αυτό ή όχι πράξη ρατσισμού; Με βάση ποια αντίληψη της έννοιας «ρατσισμός» θα μπορούσε να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα; Πώς μεριμνά ο νομοθέτης για το θύμα μιας τέτοιας εγκληματικής ενέργειας, η οποία διαπράττεται από άτομο που θεωρεί de facto πως η φυσική του υπεροχή έναντι κάποιων άλλων του δίνει δικαίωμα ζωής ή θανάτου πάνω τους;
Σε ό,τι αφορά τον ρατσισμό, λοιπόν, η νομοθετική αντιμετώπιση του θέματος γίνεται με τρόπο αποσπασματικό, μεροληπτικό και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς να παρέχεται καν ένας ενιαίος και καθολικός προσδιορισμός αυτής τούτης της αξιόποινης συμπεριφοράς!

2. «Σκοπός του νόμου είναι η καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας...» Η τοποθέτηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας «στο ίδιο καλάθι», σαν περίπου οι όροι να είναι συνώνυμοι ή έστω κοντινοί συγγενείς, είναι πρόχειρη, αδόκιμη, ίσως κι αφελής! Ο ρατσισμός σε κάθε περίπτωση είναι αρνητική έννοια, τόσο ως ιδεολογία όσο και, ιδιαίτερα, ως πρακτική. Τούτο δεν μπορεί να λεχθεί a priori για την ξενοφοβία.
Ποιος μπορεί, καταρχήν, να καταδικάσει ηθικά ή νομικά το αίσθημα του φόβου, μια θεμελιώδη ψυχική εκδήλωση άμεσα σχετιζόμενη με την ίδια την αυτοσυντήρηση; Με ποια λογική, λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να ποινικοποιήσει το φόβο; Η έκφραση «εκδηλώσεις ξενοφοβίας» είναι ασαφής και ανοιχτή σε παρερμηνείες. Ο νομοθέτης προφανώς εννοεί την υιοθέτηση συμπεριφορών που έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ξενοφοβικών αισθημάτων στο κοινωνικό σύνολο. Κι εδώ απαιτούνται διευκρινίσεις, καθώς υπάρχουν υποπεριπτώσεις:
(α) Σκόπιμη διασπορά ψευδών ειδήσεων με πρόθεση να προκαλέσουν ή να ενισχύσουν αισθήματα ξενοφοβίας. Αναμφίβολα μια αξιόποινη πράξη, και σ’ αυτό δεν χωρά οποιαδήποτε συζήτηση!
(β) Δημοσιοποίηση προσωπικών απόψεων ή αισθημάτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ξενοφοβικές αντιδράσεις, χωρίς εν τούτοις να στοιχειοθετείται πρόθεση δόλιου επηρεασμού της κοινής γνώμης.
Εδώ υπάρχει ορατός κίνδυνος παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου! Παράδειγμα: Κάποιος πέφτει θύμα εγκληματικής ενέργειας με δράστες αλλοδαπούς μετανάστες (όχι απαραίτητα νόμιμους, αλλά αυτό δεν δείχνει να απασχολεί ιδιαίτερα τον νομοθέτη...). Για λόγους ψυχολογικής αποφόρτισης, αισθάνεται την ανάγκη να κοινοποιήσει το συμβάν (π.χ., στο Διαδίκτυο) και να εκφράσει τα παράπονά του προς την πολιτεία για την κακή διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος. Αυτό σίγουρα θα έχει ως αποτέλεσμα μια μερική ενίσχυση των ξενοφοβικών αισθημάτων του κοινωνικού συνόλου.
Είναι ποινικά κολάσιμη, κι αν ναι με ποια λογική, η απλή άσκηση ελευθερίας του λόγου εκ μέρους του θύματος; Θα το αντιστρέψω: Έχουμε υπάρξει μάρτυρες ανθελληνικών εκδηλώσεων (συχνά με έντονο το στοιχείο του μίσους) τόσο σε ελληνικά γήπεδα, όσο και σε εγχώριους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Μεριμνά γι’ αυτό (στο πλαίσιο της ισότητας των ανθρώπων) ο κατά τα άλλα ευαίσθητος και αμερόληπτος νομοθέτης;

3. Εκφράσεις όπως «ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων» και «όποιος με πρόθεση (...) προκαλεί ή διεγείρει...», χρειάζονται περαιτέρω εξέταση. Πότε ακριβώς μια ρατσιστική ή ξενοφοβική εκδήλωση κρίνεται ως «ιδιαίτερα σοβαρή», και πότε είναι «απλά σοβαρή» ή και άνευ σημασίας; Και, πόσο εύκολα μπορεί να στοιχειοθετείται σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη (ή μη ύπαρξη) πρόθεσης; Τέτοιες ασάφειες μαρτυρούν προχειρότητα, και θα πρέπει να εξαλειφθούν στην τελική εκδοχή του νόμου!

4. Η άρνηση επίσημα αναγνωρισμένων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας είναι μάλλον υπόθεση ευθύνης του ψυχιάτρου, παρά του νομοθέτη! Γιατί η ελευθερία του λόγου δεν μπορεί να καταργείται ούτε ακόμα κι εκεί που αρχίζει ο βιασμός του αυταπόδεικτου. Ο εγκωμιασμός, ωστόσο, τέτοιων εγκλημάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόποινη πράξη, εφόσον έμμεσα προτρέπει σε μελλοντική επανάληψή τους.

Θα περιοριστώ σ’ αυτές τις λίγες παρατηρήσεις, που κι αυτές τις κάνω με επιφύλαξη καθώς δεν γνωρίζουμε ούτε την τελική τύχη, ούτε την τελική μορφή του αντιρατσιστικού νόμου.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας δεν είναι ευθύνη μόνο του νομοθέτη. Προτού φτάσει η υπόθεση στην αίθουσα του δικαστηρίου, θα πρέπει να εξετάσουμε κάτω από ποιες συνθήκες μολύνθηκε η σκέψη και η συνείδηση ενός ανθρώπου. Κι εκεί ίσως ν’ ανακαλύψουμε και κάποιες δικές μας (έμμεσες και μακρινές, έστω) ευθύνες...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Τριστάνος και Ιζόλδη: Το σκοτάδι που φωτίζει τις αλήθειες!

Αλλόκοτο πλάσμα ο άνθρωπος. Το πιο αλλόκοτο της Φύσης. Το μόνο που μπορεί να μετατρέψει τα αυτονόητα σε υψηλούς υπαρξιακούς στόχους! Τίποτα δεν φανερώνει τούτη την αλήθεια όσο η φράση-κλισέ: «ακολούθησε τον εαυτό σου»! Ναι, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, δεν συμβαίνει συχνά να ακολουθούμε τον εαυτό μας. Είτε γιατί δεν τον γνωρίζουμε, είτε γιατί θυσιάζουμε συνειδητά την ελευθερία μας στο βωμό συμβάσεων που μας καθιστούν αποδεκτούς ως μέλη μιας κοινωνίας. Η απόδραση από τον ψεύτικο κόσμο των συμβάσεων στον αληθινό της ελευθερίας που βιώνεται μέσω του έρωτα, είναι το κεντρικό θέμα της πιο σύνθετης – μουσικά και φιλοσοφικά – όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ.

Ίσως η σπουδαιότερη μουσική που γράφτηκε ποτέ, το μουσικό δράμα «Τριστάνος και Ιζόλδη» (Tristan und Isolde) είναι ένα έργο τόσο περίπλοκο που δύσκολα θα μπορούσε να χωρέσει σε μια σύντομη ανάλυση. Το ορχηστρικό πρελούδιο της πρώτης πράξης θεωρείται επανάσταση που γκρέμισε τα στεγανά της κλασικής μουσικής αρμονίας – αν και δεν θα πρέπει να αγνοούμε τα προφητικά κουαρτέτα του Μότσαρτ τα αφιερωμένα στον Χάυδν (όπου μάλιστα σε ένα απ’ αυτά, K 428, ακούγεται το ίδιο το θέμα του «Τριστάνου»!), όπως και τα πιανιστικά πρελούδια του Σοπέν με τις αρμονικές τους τολμηρότητες…

Δείτε το video

Το πρελούδιο του «Τριστάνου» αφήνει άφωνο τον ακροατή και με την δεξιότητα της αντιστικτικής γραφής του Βάγκνερ που, όπως γράφει σε μια ανάλυσή του ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, «κάνει τις τρίχες να σηκωθούν»! Είναι η αποθέωση αυτού που ο καθηγητής μου στη μουσική θεωρία (πολλά-πολλά χρόνια πριν!) Π. Βεντούρας ονόμαζε «αντιστικτική αρμονία». Στην κορύφωση της δραματικής έντασης της μουσικής, χτίζεται ένα απίστευτα περίπλοκο αρμονικό οικοδόμημα με μουσικά θέματα που εισάγονται διαδοχικά, με τρόπο ώστε κάθε νέα «φωνή» να εμπλουτίζει αντί να υπονομεύει τις ευαίσθητες αρμονικές ισορροπίες των υπολοίπων. Και η έκφραση του Μπερνστάιν κάθε άλλο παρά σχήμα λόγου αποδεικνύεται!

Η όπερα του Βάγκνερ, όμως, δεν εξαντλεί τη μεγαλοσύνη της στην ωραιότητα της μουσικής. Ο «Τριστάνος» είναι και ποίηση και –κυρίως– φιλοσοφία. Είναι μια διαλεκτική σύγκρουση ανάμεσα στα σύμβολα της μέρας και της νύχτας, του φωτός και του σκότους. Και, για τους μυημένους, το φως εδώ δεν είναι το «καλό», ούτε το σκοτάδι το «κακό». Ίσως ακριβώς το αντίθετο! Το δίπολο μέρας-νύχτας συμβολίζει την αντίθεση ανάμεσα στην επίφαση και την ουσία, την εικόνα και την αλήθεια, τη λογική και το συναίσθημα, το «πρέπει» και το «θέλω», τις συμβάσεις και την ελευθερία, την τιμή και τον έρωτα. Έναν έρωτα που στην κορύφωσή του καταργεί κάθε έννοια ατομικότητας!

Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη τη μέρα ζουν στον ψεύτικο και υποκριτικό κόσμο των συμβάσεων, όπου η «τιμή» είναι η ανταμοιβή για την τυφλή υποταγή στους κανόνες. Εκείνη πρέπει να δείχνει σαν πιστή σύζυγος του περίλαμπρου βασιλιά Μάρκε… Εκείνος, σαν πιστός υπερασπιστής της τιμής του μονάρχη και θείου του… Το σκοτάδι της νύχτας, όμως, φέρνει στην επιφάνεια τους αληθινούς εαυτούς των δύο εραστών: Υπάρχει μόνο ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, και τίποτ’ άλλο στον κόσμο! Κι όταν ακόμα η συμβατική τιμή του Τριστάνου χαθεί για πάντα, εκείνη θα διαλέξει και πάλι να τον ακολουθήσει στον δικό του, αιώνια σκοτεινό κόσμο, ίσαμε το θάνατο…

Το δίπολο «έρωτας-θάνατος» κυριαρχεί σ’ ολόκληρη την όπερα. Τούτη τη φορά οι έννοιες βρίσκονται σε σύζευξη, σε αντίθεση με το απόλυτα διαζευκτικό «φως-σκοτάδι». Ο έρωτας κι ο θάνατος σύντροφοι αχώριστοι, έτσι που ο δεύτερος να αποτελεί ηθικό προαπαιτούμενο για τον πρώτο! Μια ιδέα που την καλλιέργησε επίμονα στα συγγράμματα και τις διαλέξεις του κι ο Δ. Λιαντίνης – κι ας του ασκήσαμε κάποτε έντονη κριτική για τούτο…

Ο έρωτας, αυτή η υπέρτατη βίωση της ευτυχίας, είναι λοιπόν η άλλη όψη του θανάτου; Για κάποιους φιλόσοφους, τουλάχιστον, τούτο αποτελεί ιερή κι αιώνια αλήθεια. Γιατί, ο έρωτας δεν είναι δώρο που μας δίνεται: Εμείς είμαστε δώρα που δίνονται στον έρωτα! Αυτό το ήξερε καλά ο Βάγκνερ. Που κάτω απ’ την επιφανειακά αλαζονική φύση του έκρυβε πάντα τον υπαρξιακό πόνο ενός βαθύ γνώστη του στοχασμού του Σοπενχάουερ…

* Ο Κώστας Παπαχρήστου είναι άσημος, ερασιτέχνης, οιονεί μουσικοσυνθέτης που δεν έφτασε ποτέ ως το τέλος της διαδρομής…

Aixmi.gr

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

ΤΟ ΒΗΜΑ - Η ξενοφοβία στο μικροσκόπιο της κοινής λογικής

Πήρε φωτιά το Διαδίκτυο γιατί η ποιήτρια Κική Δημουλά φέρεται να είπε –μάλλον ανεπίσημα– σε κάποια εκδήλωση στην Κυψέλη (περιοχή όπου διαμένει) το εξής «εξωφρενικό»: ότι φοβάται να βγει απ’ το σπίτι της λόγω της αυξημένης εγκληματικότητας, αποτέλεσμα της υπερσυγκέντρωσης μεταναστών (νομίμων ή μη) στην εν λόγω περιοχή! Πώς το μάθαμε; Έτυχε να την ακούσει η δημοσιογράφος Άννα Δαμιανίδη, που ήταν παρούσα στην εκδήλωση των Atenistas. Και δεν έχασε τη μοναδική ευκαιρία να γίνει (έστω για λίγο) ένα από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα του Διαδικτύου.

Όπως έλεγε κι ο παππούς μου, «αν δεν φας θεριό δεν θεριεύεις»! Βέβαια, η δήλωση (αν την έκανε...) της ποιήτριας παραβιάζει ανοικτές θύρες: όλοι γνωρίζουμε το μαρτύριο των κατοίκων της Κυψέλης – ιδιαίτερα των ηλικιωμένων που είναι πιο ευάλωτοι σε συνθήκες περιρρέουσας εγκληματικότητας. Και, αν δεν επιμείνουμε να εθελοτυφλούμε (εκ του –πολιτικώς– πονηρού;), τα κύρια αίτια του φαινομένου δεν πρέπει να μας είναι και τόσο άγνωστα!

Επειδή όμως τα media μίλησαν ελαφρά τη καρδία για «ρατσιστικό και ξενοφοβικό παραλήρημα»(!) της κ. Δημουλά, θεωρούμε πως είναι μια καλή ευκαιρία να διατυπώσουμε δυο-τρεις σκέψεις πάνω στην ίδια την έννοια της ξενοφοβίας, με οδηγό την κοινή λογική και μόνο...

Καταρχήν, ο συνήθης συσχετισμός των όρων «ρατσισμός» και «ξενοφοβία» ως συγγενών εννοιών, είναι αδόκιμος. Αυτό ισχύει τόσο σε εννοιολογική, όσο και σε ηθική αλλά και νομική βάση. Ας εξετάσουμε αυτές τις παραμέτρους χωριστά:

1. Εννοιολογικά, η ξενοφοβία είναι κατά το μάλλον ή ήττον καλά καθορισμένη (παραπέμπω στα λεξικά –έντυπα και ηλεκτρονικά– για λεπτομέρειες). Αναφέρεται στον παράλογο έως νοσηρό φόβο απέναντι σε οποιονδήποτε μπορεί να θεωρηθεί «ξένος» ως προς το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ο ξενοφοβικός εντάσσεται αυτοπροσδιοριστικά. Αντίθετα, ο εννοιολογικός καθορισμός του ρατσισμού είναι ιδιαίτερα περίπλοκος, και η έννοια αυτή παραμένει –σε κάποιο βαθμό, τουλάχιστον– ασαφής (δείτε κι ένα πρόσφατο σχετικό άρθρο μου, όπου προτείνεται ένας κατά το δυνατόν γενικός ορισμός: http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=499930).

2. Ο ρατσισμός είναι ηθικά αξιολογήσιμος και φέρει σαφώς αρνητικό πρόσημο. Τούτο οφείλεται στο ότι προσπαθεί να εισαγάγει ανισοτικές σχέσεις μεταξύ διαφορετικών ομάδων ανθρώπων με βάση αυθαίρετα θεωρούμενα χαρακτηριστικά, που μάλιστα είναι μη-επιλεγμένα (δείτε το προαναφερόμενο άρθρο). Πώς όμως μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά ένα συναίσθημα όπως ο φόβος ή μια βαθιά ριζωμένη προκατάληψη; Σε ποιο βαθμό, λοιπόν, είναι ηθικά καταδικαστέα η ξενοφοβία;

3. Από νομική άποψη, ο ρατσισμός, εφόσον εκδηλώνεται ως κοινωνική συμπεριφορά με πράξεις βίας (φυσικής ή ψυχολογικής), οφείλει να είναι ποινικά κολάσιμος σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία. Πώς όμως μπορεί κανείς να ποινικοποιήσει τον φόβο – ένα κατά βάση αυτοσυντηρητικό συναίσθημα; Έτσι, η ξενοφοβία καθαυτή δεν μπορεί να θεωρείται «παράνομη» (πράγμα που αποτυγχάνουν να καταστήσουν σαφές οι νόμοι και τα νομοσχέδια «κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας»).

Αυτό που ενδεχομένως θα αποτελούσε αντικείμενο της Δικαιοσύνης είναι η πρόκληση ξενοφοβικών αισθημάτων μέσω δημόσιου λόγου. Και πάλι, όμως, τίθενται προϋποθέσεις: Το να διασπείρει κάποιος σκόπιμα ψευδείς ειδήσεις με σκοπό την πρόκληση τέτοιων αισθημάτων είναι εντελώς διαφορετικό από την δημόσια εξωτερίκευση προσωπικών βιωμάτων. Αν η δημόσια εξομολόγηση ενός θύματος εγκληματικής πράξης στοχοποιεί εκ των πραγμάτων κάποια κοινωνική ομάδα, θα ήταν παράλογο να τιμωρηθεί το θύμα για μια στοιχειώδη άσκηση ελευθερίας του λόγου εκ μέρους του!

Για να επιστρέψουμε στην κ. Δημουλά και το υποτιθέμενο «ρατσιστικό και ξενοφοβικό παραλήρημά της», θα αρκεστούμε να πούμε πως η ποιήτρια εξέφρασε χωρίς περιττά ταμπού το απολύτως αυταπόδεικτο! Αψηφώντας την αναμενόμενη διαστρέβλωση των λόγων της από τις επιλεκτικές ευαισθησίες των δήθεν «προοδευτικών», και την εκμετάλλευσή τους από τον καιροσκοπισμό των φερεφώνων κάποιων υποψήφιων επιβητόρων της εξουσίας...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Ο «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ και το ανθρώπινο μήνυμά του

Στο συναρπαστικό βιβλίο του «Για μια Νέα Ζωή» (A New Earth), ο Eckhart Tolle περιγράφει μια πορεία μύησης στις βαθύτερες αλήθειες της ύπαρξης μέσω της υπέρβασης του «Εγώ». Ανάλογες σκέψεις διαβάζουμε στο εξίσου ενδιαφέρον βιβλίο «Ο Ιερός σου Εαυτός» (Your Sacred Self) του Wayne Dyer. Κοινός παρονομαστής, η ιδέα ότι το «Εγώ» αποτελεί ανάχωμα στην πορεία προς την κατάκτηση της σοφίας. Η υπέρβασή του είναι το πρώτο, δύσκολο μα αναγκαίο βήμα που μας καθιστά άξιους να βιώσουμε το αίσθημα της συμπόνιας. Έτσι, κατά μία έννοια, η κατάκτηση της σοφίας περνά μέσα από τη συμπόνια! Μια ιδέα που παραπέμπει στη μεγαλύτερη πνευματική κληρονομιά που άφησε πίσω του ένας μεγάλος μουσικός και διανοητής που αγάπησε πολύ την Ελλάδα…

Ο «Πάρσιφαλ» (Parsifal) υπήρξε το τελευταίο – και κατά πολλούς κορυφαίο – μουσικό δράμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner, 1813-1883). Έμελλε να επηρεάσει πολλούς συνθέτες της μετα-βαγκνερικής εποχής, όπως π.χ. ο Πουτσίνι (του οποίου ήταν μία απ’ τις αγαπημένες όπερες) ή ο Ντεμπυσσύ (όσο κι αν η γαλλική του περηφάνια τον εμπόδιζε να παραδεχθεί ανοιχτά το μέγεθος της επίδρασης που του ασκούσε πάντα ο Βάγκνερ!). Θα περιλάβω στις επιδράσεις (κι αυτό εκφράζει μια καθαρά προσωπική άποψη) και την προ-τελευταία (και ίσως σημαντικότερη) όπερα του Τσαϊκόφσκι, τη «Ντάμα Πίκα» (Queen of Spades), όπου το κοντράστ διατονικού και χρωματικού αρμονικού ύφους συμβολίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Η όπερα, με χαρακτήρα σκηνικής τελετουργίας, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1882 στο δεύτερο Φεστιβάλ του Μπαϋρώυτ (Bayreuth). Ο Βάγκνερ ανέθεσε τη μουσική διεύθυνση στον στενό του φίλο Χέρμαν Λεβί (Hermann Levi), έναν σημαντικό γερμανοεβραίο μαέστρο του οποίου το ταλέντο ο συνθέτης θαύμαζε ιδιαίτερα. Το λιμπρέτο του Βάγκνερ βασίζεται εν μέρει σε επικό ποίημα του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ, γραμμένο τον 13ο αιώνα.

Κεντρική ιδέα στο μουσικό δράμα είναι η κατάκτηση της σοφίας (ή, κατά τη σωκρατική αντίληψη, της αυτοσυνειδησίας) μέσω της συμπόνιας για τον συνάνθρωπο, του βιώματος, δηλαδή, του αλλότριου πόνου. Η ιδέα δεν ανήκει, φυσικά, στον ίδιο τον Βάγκνερ, αλλά είναι αποτέλεσμα της επίδρασης του Σοπενχάουερ πάνω στον συνθέτη-φιλόσοφο. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, ο Πάρσιφαλ, ένας επιφανειακά αφελής αλλά κατά βάθος καλόψυχος νέος, ανακαλύπτει τις βαθύτερες αλήθειες της ύπαρξης όταν, μετά από μια μακρά περιπλάνηση (που συμβολίζει μια πορεία μύησης), κατορθώνει να υπερβεί τα τείχη τού «Εγώ» και να βιώσει τον πόνο του συνανθρώπου (Αμφόρτας) σαν δικό του πόνο…

Στο ποιητικό κείμενο του λιμπρέτου υπάρχει μια φράση που, ως Φυσικό, μου κινεί την περιέργεια! Λίγο πριν το υπέροχο ορχηστρικό ιντερλούδιο της Πρώτης Πράξης, ακούγεται ο παρακάτω διάλογος ανάμεσα στον Πάρσιφαλ και τον Γκούρνεμαντς:

ΠΑΡΣΙΦΑΛ: «Μόλις και μετά βίας βαδίζω, κι όμως νιώθω πως ήδη έχω πάει πολύ μακριά!»

ΓΚΟΥΡΝΕΜΑΝΤΣ: «Βλέπεις, γιε μου, σ’ αυτό εδώ το μέρος ο χρόνος γίνεται χώρος!»

Δείτε το video

Όσο κι αν θέλει κανείς να αποφύγει τη σκέψη ως παράλογη, δεν μπορεί να μη διερωτηθεί ως πού, άραγε, έφτανε η ικανότητα του Βάγκνερ να βλέπει μπροστά από την εποχή του. Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε 23 ολόκληρα χρόνια πριν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν προτείνει την (Ειδική) Θεωρία της Σχετικότητας. Κι ο παραπάνω διάλογος παραπέμπει αναπόφευκτα στους χωροχρονικούς μετασχηματισμούς που επιτρέπει η σχετικιστική θεωρία. Περίπτωση επιστημονικής προφητείας; Ή μήπως θα πρέπει να βολευτούμε με την πιο «πεζή» φιλοσοφική ερμηνεία περί ιδεατού ή υποκειμενικού χώρου και χρόνου, γυρίζοντας με αίσθημα ανακούφισης πίσω στον Καντ και τον Σοπενχάουερ;

Τη λύση του μυστηρίου ίσως δεν τη βρούμε ποτέ. Την πήρε μαζί ο Δάσκαλος αποχαιρετώντας μας πριν 130 χρόνια στη Βενετία. Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι πως το βαθιά ανθρώπινο μήνυμα του Πάρσιφαλ δεν υπόκειται στη φθορά του χρόνου, ούτε στους περιορισμούς του χώρου: Θα υπάρχει όσο υπάρχει ο άνθρωπος, και θα φτάνει τόσο μακριά όσο η ματιά μας στο Σύμπαν!

* Ο Κώστας Παπαχρήστου ομιλεί ματαίως περί Φυσικής σε μεγάλα «παιδιά»…

Aixmi.gr

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Ρίχαρντ Βάγκνερ: 200 χρόνια από τη γέννηση ενός φιλέλληνα


Αν και το δεχόμαστε ως αυτονόητο, προκαλεί εν τούτοις κάποια μελαγχολία το γεγονός ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ονομάστηκαν φιλέλληνες αγάπησαν αυτή τη χώρα μέσα απ’ το θαυμασμό τους για την πνευματική κληρονομιά της αρχαιότητάς της και μόνο. Τόσο που μια αντίστροφη πορεία μύησης στο ελληνικό ιδεώδες να μοιάζει εξωπραγματική. Δηλαδή, μας είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα ήταν δυνατό, κατά τους νεότερους χρόνους, κάποιος να ανακαλύψει και ν’ αγαπήσει τον κλασικό ελληνικό πολιτισμό μέσα απ’ την αγάπη του για τη σύγχρονή του Ελλάδα!

Μια από τις φωτεινές εξαιρέσεις υπήρξε, ασφαλώς, ο Λόρδος Βύρων (1788-1824), που η αγάπη του για την Ελλάδα της εποχής του τον οδήγησε ως την αυτοθυσία. Λιγότερο γνωστή είναι η περίπτωση του μεγάλου γερμανού μουσικοσυνθέτη, ποιητή και φιλόσοφου Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner) που φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη γέννησή του. Αναμορφωτής της όπερας, έκανε σκοπό της καλλιτεχνικής του δημιουργίας την αναβίωση του αρχαίου Ελληνικού Δράματος μέσω του Λυρικού Θεάτρου. Γεννήθηκε στη Λειψία στις 22 Μαΐου 1813, και πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1883 στη Βενετία. Μετά απ’ αυτόν, τίποτα στην όπερα – αλλά ίσως και στην Τέχνη γενικότερα – δεν ήταν ίδιο!

Έκανε πράξη το όραμά του να συνενώσει όλες τις τέχνες (ποίηση, μουσική, εικαστικές τέχνες…) σε μία ενιαία Τέχνη που θα εμπεριείχε κάθε δυνατή έκφανση του ωραίου. Σε ό,τι αφορά την όπερα (ορθότερα, «μουσικό δράμα»), αναβάθμισε τον ρόλο της ορχήστρας από απλά συνοδευτικό και υποδηλωτικό του ρυθμού (νοοτροπία απ’ την οποία, δυστυχώς, δεν ξέφυγε ούτε ο μεγάλος Βέρντι, επίσης γεννημένος το 1813) σε ρόλο αληθινού φιλοσοφικού σχολιαστή τού επί σκηνής παριστώμενου δράματος, ανάλογου με τον χορό στο αρχαίο ελληνικό θέατρο.

Μεταφράζω ένα μικρό απόσπασμα από την αυτοβιογραφία(*) του:

«Οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων και των περιοδικών από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, μου είχαν προξενήσει φοβερή συγκίνηση. Έτσι, η αγάπη μου για την Ελλάδα, που αργότερα μετατράπηκε σε ενθουσιασμό για τη μυθολογία και την ιστορία της αρχαιότητάς της, πήγασε από το ζωηρό και επώδυνο ενδιαφέρον μου για τα γεγονότα του παρόντος. Στα κατοπινά χρόνια, η ιστορία των αγώνων των Ελλήνων κατά των Περσών μού έφερνε πάντα στο νου τη σύγχρονη επανάσταση κατά των Τούρκων.»

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους φιλέλληνες που αγάπησαν την Ελλάδα κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) λόγω θαυμασμού για την αρχαιότητά της, ο Βάγκνερ (όπως φαίνεται καθαρά στην αυτοβιογραφία του) στράφηκε στη μελέτη της κλασικής Ελλάδας έχοντας ως αφετηριακό ερέθισμα τους εθνικο-απελευθερωτικούς αγώνες του σύγχρονού του Ελληνισμού. Για τον Βάγκνερ, η Ελλάδα αποτελούσε μία ενιαία ιδέα και μια πολιτιστική αξία με απόλυτη ιστορική συνέχεια! Δυστυχώς, πρόδωσαν την πίστη του αυτή οι κατοπινές γενιές των Ελλήνων…

Η υστεροφημία του Βάγκνερ αμαυρώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω του ότι ένας παράφρων γερμανός δικτάτορας έτυχε να συμπαθεί, σε βαθμό ψύχωσης, τη μουσική του! Για τον ίδιο λόγο αποδόθηκε, όψιμα, μεγαλύτερη του δέοντος σημασία στον «αντισημιτισμό» του Βάγκνερ. Στην πραγματικότητα, η καταραμένη αυτή ετικέτα που τον καταδιώκει ακόμα (ιδιαίτερα στο Ισραήλ) βασίζεται κατά κύριο λόγο σε ένα γελοίο δοκίμιο («Ο Ιουδαϊσμός στη Μουσική») που έγραψε για να εκφράσει το σύμπλεγμα που τον διακατείχε έναντι της καλλιτεχνικής επιτυχίας μεγάλων Εβραίων συνθετών της εποχής του, όπως ο Μέντελσον και ο Μέγιερμπερ.

Εν τούτοις, στον κύκλο του Βάγκνερ θα μπορούσε κανείς να διακρίνει πολλούς Εβραίους φίλους και συνεργάτες, ενώ ο ίδιος ουδέποτε δέχθηκε να προσυπογράψει αντισημιτικές διακηρύξεις! Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι ανέθεσε τη διεύθυνση της τελευταίας – και κατά πολλούς κορυφαίας – όπεράς του, Πάρσιφαλ, στον νέο και ταλαντούχο Χέρμαν Λεβί, με τον οποίο ανέπτυξε στενή προσωπική φιλία, παρά την λυσσώδη αντίδραση των αντισημιτικών κύκλων της εποχής (και, ενδεχομένως, την μη-εκφρασμένη αντίθεση και της ίδιας της συζύγου του, της Κόζιμα Λιστ!).

Το θέμα «Βάγκνερ» δεν εξαντλείται, φυσικά, σε ένα σύντομο σημείωμα. Δεσμεύομαι να επανέλθω με πιο εξειδικευμένες αναφορές και αναλύσεις, στην περίπτωση που υπάρξει ενδιαφέρον από τους αναγνώστες του Aixmi

(*) Richard Wagner, “My Life” (Αγγλική Έκδοση, Cambridge University Press, 1983).

* Ο Κώστας Παπαχρήστου διδάσκει (μεταξύ άλλων) Φυσική, κάπου στα ανεξερεύνητα βάθη της Τριτοβάθμιας…

Aixmi.gr

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

ΤΟ ΒΗΜΑ - Οι νόμοι της ψηφιακής απόλαυσης

Ήχος και εικόνα φθάνουν στ’ αφτιά και στα μάτια μας μέσα από τις διαδρομές του λέιζερ στα αυλάκια των δίσκων. Ποιοι νόμοι διέπουν την ψηφιακή ανάγνωση;

Του Χάρη Βάρβογλη*

Στην αυγή του 20ού αιώνα ο κόσμος είδε δύο επαναστάσεις που έμελλε να αλλάξουν ριζικά τη ζωή των ανθρώπων στη Γη: την εγγραφή ήχου και κινούμενης εικόνας σε κατάλληλα υλικά μέσα και την αναπαραγωγή τους κατά βούληση σε κάποια μελλοντική χρονική στιγμή. Από τότε μέχρι σήμερα η ιδέα παραμένει η ίδια, αλλά οι μέθοδοι της εγγραφής και αναπαραγωγής έχουν εξελιχθεί σε αφάνταστο βαθμό, χάρη στη μεταφορά γνώσεων βασικής Φυσικής στο τεχνολογικό επίπεδο της καινοτομίας. Σήμερα κυρίαρχο στοιχείο της τεχνολογίας σε αυτόν τον κλάδο είναι η εγγραφή-αναπαραγωγή με μεθόδους Οπτικής στα μέσα αποθήκευσης δεδομένων που ονομάζουμε CD, DVD και Blue-Ray.

Η εποχή της βελόνας
Η εγγραφή ήχου και η εγγραφή κινούμενης εικόνας, με σκοπό την αναπαραγωγή τους σε μεταγενέστερο χρόνο, ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα στα τέλη του 19ου αιώνα, αν και με εντελώς διαφορετικές τεχνολογίες. Η εγγραφή του ήχου γινόταν με τη δημιουργία, μέσω μιας βελόνας, εγκάρσιων παραμορφώσεων σε ένα αυλάκι χαραγμένο σε κάποιο σκληρό υλικό. Η αναπαραγωγή γινόταν επίσης μέσω μιας βελόνας, η οποία ακολουθούσε το αυλάκι καθώς ο δίσκος περιστρεφόταν. Οι ταλαντώσεις της βελόνας που ακολουθούσε τις παραμορφώσεις κινούσαν ένα διάφραγμα που παρήγαγε τον ήχο. Η εγγραφή της κινούμενης εικόνας γινόταν με τη διαδοχική φωτογράφιση της «δράσης» και την παράθεση των εικόνων σε ένα διαφανές φιλμ. Η αναπαραγωγή γινόταν με τη διαδοχική προβολή αυτών των εικόνων σε μια οθόνη. Και οι δύο αυτές μέθοδοι κατέγραφαν την πληροφορία (ήχο και εικόνα) σε αναλογική μορφή: όσο εντονότερος ήταν ο ήχος τόσο μεγαλύτερο ήταν το πλάτος των παραμορφώσεων του αυλακιού στον δίσκο του γραμμοφώνου και όσο σκοτεινότερη ήταν η εικόνα τόσο περισσότερο μαύριζε η αντίστοιχη περιοχή του φιλμ.

Η δύναμη του λέιζερ
Αυτή η αναλογική μορφή εγγραφής είχε ένα βασικό ελάττωμα: τυχαίες γρατσουνιές στον δίσκο ή στην ταινία, ή ακόμη και η φυσιολογική φθορά από την επανειλημμένη χρήση, υποβάθμιζαν ανεπανόρθωτα την ποιότητα του ήχου και της εικόνας. Η κατάσταση αυτή άλλαξε άρδην το 1974, όταν μηχανικοί της εταιρείας Phillips πρότειναν την ψηφιακή εγγραφή ήχου στον δίσκο που σήμερα γνωρίζουμε ως CD. Αυτή η νέα τεχνολογία όχι μόνο εξάλειψε ουσιαστικά τους ενοχλητικούς ήχους από την καταστροφή της επιφάνειας των δίσκων γραμμοφώνου, αλλά έκανε δυνατή την ενοποίηση της τεχνολογίας εγγραφής ήχου και κινούμενης εικόνας, έτσι ώστε σήμερα η αναπαραγωγή τους να γίνεται με την ίδια συσκευή. Βασικό στοιχείο στην ανάπτυξη αυτής της νέας τεχνολογίας ψηφιακής εγγραφής ήταν η ανάπτυξη των λέιζερ και των ψηφιακών επεξεργαστών.

Η ψηφιακή ανάγνωση
Από την εποχή που απέκτησα τους πρώτους ψηφιακούς δίσκους CD, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχα την απορία όχι μόνο για το πώς ήταν «κωδικοποιημένη» η μουσική στον δίσκο, αλλά και για το πώς η διάταξη ανάγνωσης παρακολουθούσε το «αόρατο» αυλάκι που υπήρχε στην επιφάνειά του. Η βασική απάντηση στην πρώτη απορία ίσως να είναι σε μερικούς ήδη γνωστή. Ο ήχος προς εγγραφή μετατρέπεται σε ηλεκτρικό ρεύμα, μέσω ενός μικροφώνου, και μια συσκευή μετράει την ηλεκτρική τάση στα άκρα του μικροφώνου σε διαδοχικές χρονικές στιγμές που απέχουν πολύ λίγο μεταξύ τους. Οι αριθμοί που δίνουν αυτή την τάση καταγράφονται στη σειρά στην επιφάνεια του CD στο δυαδικό σύστημα των αριθμών, στο οποίο υπάρχουν δύο μόνο ψηφία, το 0 και το 1. Οι αριθμοί είναι κωδικοποιημένοι ως ένας συνδυασμός μικρών ενσκαφών στην επιφάνεια του δίσκου. Μια πηγή λέιζερ που εκπέμπει υπέρυθρο φως «φωτίζει» την επιφάνεια του δίσκου και το φως αντανακλάται διαφορετικά από τις περιοχές που έχουν ή δεν έχουν ενσκαφές. Το ανακλώμενο φως ανιχνεύεται με ένα φωτοκύτταρο και, με τη βοήθεια ενός μικροεπεξεργαστή αποκωδικοποιείται, μετατρέπεται σε τάση ηλεκτρικού ρεύματος και τροφοδοτεί έναν ενισχυτή. Σε εμάς μένει μόνο να ακούσουμε τη μουσική.

Πώς η περίθλαση δαμάζει το λέιζερ
Αν νομίζετε ότι η διαδικασία αναπαραγωγής της μουσικής είναι ένα θαύμα εφαρμοσμένης Φυσικής, περιμένετε να δείτε και πώς το λέιζερ ακολουθεί το αυλάκι στο οποίο είναι γραμμένα τα δεδομένα, χωρίς τη βοήθεια κάποιας βελόνας που το καθοδηγεί. Η διαδικασία βασίζεται στο φαινόμενο της περίθλασης, κατά το οποίο φως που περνάει από ένα σύνολο πολλών παράλληλων σχισμών, οι οποίες βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, δημιουργεί ένα σύνολο από φωτεινές και σκοτεινές λωρίδες γύρω από μια κεντρική φωτεινή λωρίδα. Η απόσταση μεταξύ των λωρίδων ισούται, κατά προσέγγιση, με το μήκος κύματος του φωτός. Μπροστά από το λέιζερ του αναπαραγωγέα CD υπάρχει ένα φράγμα περίθλασης, όπως ονομάζεται αυτό το σύνολο των σχισμών, έτσι ώστε οι δύο πρώτες φωτεινές λωρίδες αριστερά και δεξιά από την κεντρική να απέχουν όσο η απόσταση των διάκενων μεταξύ δύο γειτονικών αυλακιών. Καθώς η κεντρική λωρίδα «διαβάζει» τα δεδομένα, οι δύο διπλανές της φωτίζουν το κενό δεξιά και αριστερά από το κεντρικό αυλάκι. Επειδή εκεί δεν υπάρχουν ενσκαφές, η αντανάκλαση δίνει δυνατό φως. Αν η κεντρική λωρίδα φωτός «ξεφύγει» προς τα δεξιά ή αριστερά, μία από τις δύο παράπλευρες λωρίδες πέφτει στις ενσκαφές του γειτονικού αυλακιού, και το αντανακλώμενο φως μειώνεται. Δύο φωτοκύτταρα που παρακολουθούν το αντανακλώμενο φως από τις παράπλευρες λωρίδες ανιχνεύουν αυτή την αλλαγή της έντασης, οπότε ενεργοποιείται ένας μηχανισμός που επαναφέρει τη δέσμη ακριβώς πάνω από το κεντρικό αυλάκι.

Σε τι διαφέρουν CD, DVD και Blue-Ray;
Ο βασικός μηχανισμός εγγραφής είναι ο ίδιος τόσο για τους δίσκους CD όσο και για τους δίσκους DVD και Blue-Ray. Η διαφορά μεταξύ τους έγκειται στην απόσταση μεταξύ των αυλακιών και στο μέγεθος των ενσκαφών, που όπως αναφέραμε εξαρτώνται με τη σειρά τους από το μήκος κύματος του φωτός του λέιζερ. Το υπέρυθρο φως που χρησιμοποιείται στα CD έχει μήκος κύματος 0,78 μικρόμετρα (δηλαδή εκατομμυριοστά του μέτρου), η απόσταση μεταξύ των αυλακιών είναι 1,6 μικρόμετρα και το ελάχιστο μήκος των ενσκαφών είναι 0,85 μικρόμετρα. Με αυτά τα χαρακτηριστικά η ωφέλιμη επιφάνεια του CD «χωράει» δεδομένα όγκου περίπου 700 MB, αρκετά για την εγγραφή μιας μεγάλης συμφωνίας. Τα DVD χρησιμοποιούν κόκκινο λέιζερ μήκους κύματος 0,65 μικρόμετρων, η απόσταση μεταξύ των αυλακιών έχει μειωθεί στα 0,74 μικρόμετρα και το μήκος των ενσκαφών στα 0,4 μικρόμετρα. Ετσι η χωρητικότητα του δίσκου σχεδόν επταπλασιάζεται, φθάνοντας τα 4.700 MB, και σε ένα DVD χωράει μια κινηματογραφική ταινία σε κανονική ανάλυση. Τέλος οι δίσκοι Blu-Ray «διαβάζονται» με λέιζερ ιώδους χρώματος (παρ' όλο που ονομάζονται μπλε!), το οποίο έχει μήκος κύματος 0,405 μικρόμετρα, τα αυλάκια απέχουν μεταξύ τους 0,32 μικρόμετρα και το μήκος των ενσκαφών περιορίζεται στα 0,15 μικρόμετρα. Με αυτά τα δεδομένα η χωρητικότητά τους φθάνει τα 25.000 MΒ, που είναι αρκετή για την αποθήκευση μιας κινηματογραφικής ταινίας σε υψηλή ανάλυση. Αξίζει να σημειωθεί ότι, επειδή τα αυλάκια βρίσκονται σε απόσταση περίπου ίση με το μήκος κύματος του ορατού φωτός, οι ψηφιακοί δίσκοι συμπεριφέρονται σαν φράγματα περίθλασης στο αντανακλώμενο φως. Ετσι τα διάφορα χρώματα του λευκού φωτός δημιουργούν φωτεινές και σκοτεινές ζώνες, με αποτέλεσμα οι ψηφιακοί δίσκοι να φαίνονται πολύχρωμοι.

* Ο κ. Χάρης Βάρβογλης είναι καθηγητής του τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ.

ΤΟ ΒΗΜΑ