Ο μικρόκοσμος των κβαντικών φαινομένων φαίνεται συχνά ασύμβατος με την καθημερινή μας εμπειρία. Για παράδειγμα, ένα μικροσκοπικό σωμάτιο είναι δυνατό να έχει φανταστική ταχύτητα (η τιμή της, δηλαδή, να μην ανήκει στους πραγματικούς αριθμούς), όπως και ένα φαινόμενο μπορεί να παραβιάζει την αρχή διατήρησης της ενέργειας. Η θεμελιώδης κβαντική αρχή που «καθαγιάζει» τέτοιους παραλογισμούς και τους καθιστά μέρος της φυσικής πραγματικότητας, ονομάζεται «αρχή της αβεβαιότητας». Σύμφωνα με αυτήν, κάποια μεγέθη στο μικρόκοσμο δεν μπορούν ποτέ να προσδιοριστούν με απόλυτη ακρίβεια, όσο τέλειες πειραματικές διατάξεις κι αν διαθέτουμε.
Κρυμμένη πίσω από το άλλοθι της αβεβαιότητας, η Φύση μπορεί έτσι να παραβιάζει τις ίδιες της τις αρχές, με μία βασική, όμως, προϋπόθεση: να μην υπάρχουν μάρτυρες αυτής της «παρανομίας»! Με άλλα λόγια, έστω κι αν γνωρίζουμε ότι παραβιάζεται η αρχή διατήρησης της ενέργειας σε μια κβαντική διαδικασία, είναι αδύνατο να το αποδείξουμε στην πράξη, αφού κάθε απόπειρα προς τούτο απαιτεί μια ελάχιστη αλληλεπίδραση με το κβαντικό σύστημα, μέσω της οποίας το σύστημα θα αποκτήσει τελικά την ενέργεια που του χρειάζεται ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή αυτή τη στιγμή της παρατήρησης. Είναι κάτι σαν τον αστυφύλακα που κάνει πάντα τόσο θόρυβο ώστε να τον πάρει είδηση ο κακοποιός και να προλάβει να πηδήσει απ’ το παράθυρο!
Η λογική της κβαντικής αρχής της αβεβαιότητας διέπει και κάποιες πτυχές της κοινωνικής ζωής. Στο χώρο της δικαιοσύνης, το ανάλογο της αρχής συνίσταται στο «τεκμήριο της αθωότητας», μια απ’ τις κατακτήσεις της Γαλλικής Επανάστασης. Σύμφωνα με αυτό, κάθε άνθρωπος θεωρείται αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Έτσι, είναι υποχρέωση της Πολιτείας να αποδείξει την ενοχή ενός κατηγορουμένου, όχι του κατηγορουμένου να αποδείξει την αθωότητά του. Η αρχή αυτή υποχρεώνει το δικαστήριο να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου σε περίπτωση αμφιβολίας («in dubio pro reo»). Όσο έντονη, λοιπόν, κι αν είναι η υποψία για την ενοχή ενός δικαζόμενου, η καταδίκη του θα πρέπει πάντα να βασίζεται σε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία και όχι σε απλές ενδείξεις.
Μια ευτελής εκλαΐκευση της παραπάνω αρχής, λέει: «μπορείς να κλέψεις, αρκεί να μη σε πιάσουν»! Μια προτροπή που πέρασε, δυστυχώς, στο ελληνικό συνειδησιακό DNA της μεταπολιτευτικής περιόδου, από τον πιο απλό πολίτη ως τον πλέον υπεύθυνο θεσμικό παράγοντα. Και το θύμα της κλοπής ήταν συχνά η ίδια η οικονομία της χώρας. Για τον μέσο πολίτη αυτό σήμαινε εξαπάτηση της εφορίας.
Για τους κρατούντες ήταν κάτι ακόμα χειρότερο: καταλήστευση των δημόσιων ταμείων με σκοπό τον προσωπικό πλουτισμό. Πράξεις που, μέσα στη γενική ηθική και αξιακή παρακμή κατάντησαν να θεωρούνται de facto ως «θεμιτές», με μόνη προϋπόθεση την απουσία τυπικής νομικής τεκμηρίωσής τους από το ούτως ή άλλως χαλαρό και διάτρητο σύστημα εποπτείας της Πολιτείας. Μιας Πολιτείας που έφτασε να επιβραβεύει τη «μαγκιά» των επιτήδειων και να τιμωρεί την εντιμότητα των «κορόιδων»!
Οσο κι αν μας σοκάρουν τώρα οι κανιβαλιστικές τηλεοπτικές εικόνες πρώην πανίσχυρων υπουργών οδηγούμενων με χειροπέδες στη φυλακή, αυτές δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα όψιμα ενεργοποιημένο αυτοσυντηρητικό ανακλαστικό μιας δημοκρατίας που είχε αρχίσει να αργοπεθαίνει μέσα στη γενική σήψη θεσμών και συνειδήσεων. Ενός συστήματος που, έστω και αργά, αντιλήφθηκε πως οι νόμοι μιας κοινωνίας δεν μπορεί να διέπονται από τα κβαντικά παράλογα του μικρόκοσμου. Ενός κράτους που αποφάσισε, επιτέλους, να εφαρμόσει αμερόληπτα το δημοκρατικά κατοχυρωμένο τεκμήριο της αθωότητας, αξιώνοντας από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του να κάνουν στο ακέραιο το καθήκον τους χωρίς την συνήθη καταφυγή σε υποκριτικούς στρουθοκαμηλισμούς!
Σε αντίθεση με τον κόσμο των κβάντων, σ’ αυτήν εδώ τη ζωή καμία αβεβαιότητα δεν είναι εξ ορισμού αξεπέραστο εμπόδιο για μια δικαιοσύνη που δεν επιχειρεί να καλύψει τις ανεπάρκειές της πίσω από το πρόσχημα της «αμφιβολίας». Και, εν τέλει, δεν απαιτείται να κατέχει κανείς νόμπελ στην κβαντομηχανική για να διαπιστώσει το μη συμβατό ανάμεσα στον –έστω παχυλό- μισθό ενός ανώτατου κρατικού λειτουργού και την προκλητικά «χλιδάτη» ζωή ενός ωραιοπαθούς μπον βιβέρ. Ακόμα και κάποιου που διέπρεπε κάποτε στις πολιτικές κενολογίες και πλειοδοτούσε στις άνευ αντικρίσματος «σοσιαλιστικές» ρητορείες!
ΤΟ ΒΗΜΑ
Κρυμμένη πίσω από το άλλοθι της αβεβαιότητας, η Φύση μπορεί έτσι να παραβιάζει τις ίδιες της τις αρχές, με μία βασική, όμως, προϋπόθεση: να μην υπάρχουν μάρτυρες αυτής της «παρανομίας»! Με άλλα λόγια, έστω κι αν γνωρίζουμε ότι παραβιάζεται η αρχή διατήρησης της ενέργειας σε μια κβαντική διαδικασία, είναι αδύνατο να το αποδείξουμε στην πράξη, αφού κάθε απόπειρα προς τούτο απαιτεί μια ελάχιστη αλληλεπίδραση με το κβαντικό σύστημα, μέσω της οποίας το σύστημα θα αποκτήσει τελικά την ενέργεια που του χρειάζεται ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή αυτή τη στιγμή της παρατήρησης. Είναι κάτι σαν τον αστυφύλακα που κάνει πάντα τόσο θόρυβο ώστε να τον πάρει είδηση ο κακοποιός και να προλάβει να πηδήσει απ’ το παράθυρο!
Η λογική της κβαντικής αρχής της αβεβαιότητας διέπει και κάποιες πτυχές της κοινωνικής ζωής. Στο χώρο της δικαιοσύνης, το ανάλογο της αρχής συνίσταται στο «τεκμήριο της αθωότητας», μια απ’ τις κατακτήσεις της Γαλλικής Επανάστασης. Σύμφωνα με αυτό, κάθε άνθρωπος θεωρείται αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Έτσι, είναι υποχρέωση της Πολιτείας να αποδείξει την ενοχή ενός κατηγορουμένου, όχι του κατηγορουμένου να αποδείξει την αθωότητά του. Η αρχή αυτή υποχρεώνει το δικαστήριο να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου σε περίπτωση αμφιβολίας («in dubio pro reo»). Όσο έντονη, λοιπόν, κι αν είναι η υποψία για την ενοχή ενός δικαζόμενου, η καταδίκη του θα πρέπει πάντα να βασίζεται σε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία και όχι σε απλές ενδείξεις.
Μια ευτελής εκλαΐκευση της παραπάνω αρχής, λέει: «μπορείς να κλέψεις, αρκεί να μη σε πιάσουν»! Μια προτροπή που πέρασε, δυστυχώς, στο ελληνικό συνειδησιακό DNA της μεταπολιτευτικής περιόδου, από τον πιο απλό πολίτη ως τον πλέον υπεύθυνο θεσμικό παράγοντα. Και το θύμα της κλοπής ήταν συχνά η ίδια η οικονομία της χώρας. Για τον μέσο πολίτη αυτό σήμαινε εξαπάτηση της εφορίας.
Για τους κρατούντες ήταν κάτι ακόμα χειρότερο: καταλήστευση των δημόσιων ταμείων με σκοπό τον προσωπικό πλουτισμό. Πράξεις που, μέσα στη γενική ηθική και αξιακή παρακμή κατάντησαν να θεωρούνται de facto ως «θεμιτές», με μόνη προϋπόθεση την απουσία τυπικής νομικής τεκμηρίωσής τους από το ούτως ή άλλως χαλαρό και διάτρητο σύστημα εποπτείας της Πολιτείας. Μιας Πολιτείας που έφτασε να επιβραβεύει τη «μαγκιά» των επιτήδειων και να τιμωρεί την εντιμότητα των «κορόιδων»!
Οσο κι αν μας σοκάρουν τώρα οι κανιβαλιστικές τηλεοπτικές εικόνες πρώην πανίσχυρων υπουργών οδηγούμενων με χειροπέδες στη φυλακή, αυτές δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα όψιμα ενεργοποιημένο αυτοσυντηρητικό ανακλαστικό μιας δημοκρατίας που είχε αρχίσει να αργοπεθαίνει μέσα στη γενική σήψη θεσμών και συνειδήσεων. Ενός συστήματος που, έστω και αργά, αντιλήφθηκε πως οι νόμοι μιας κοινωνίας δεν μπορεί να διέπονται από τα κβαντικά παράλογα του μικρόκοσμου. Ενός κράτους που αποφάσισε, επιτέλους, να εφαρμόσει αμερόληπτα το δημοκρατικά κατοχυρωμένο τεκμήριο της αθωότητας, αξιώνοντας από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του να κάνουν στο ακέραιο το καθήκον τους χωρίς την συνήθη καταφυγή σε υποκριτικούς στρουθοκαμηλισμούς!
Σε αντίθεση με τον κόσμο των κβάντων, σ’ αυτήν εδώ τη ζωή καμία αβεβαιότητα δεν είναι εξ ορισμού αξεπέραστο εμπόδιο για μια δικαιοσύνη που δεν επιχειρεί να καλύψει τις ανεπάρκειές της πίσω από το πρόσχημα της «αμφιβολίας». Και, εν τέλει, δεν απαιτείται να κατέχει κανείς νόμπελ στην κβαντομηχανική για να διαπιστώσει το μη συμβατό ανάμεσα στον –έστω παχυλό- μισθό ενός ανώτατου κρατικού λειτουργού και την προκλητικά «χλιδάτη» ζωή ενός ωραιοπαθούς μπον βιβέρ. Ακόμα και κάποιου που διέπρεπε κάποτε στις πολιτικές κενολογίες και πλειοδοτούσε στις άνευ αντικρίσματος «σοσιαλιστικές» ρητορείες!
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου