Σε μία πρόσφατη περιδιάβαση στο YouTube, είδα (ή μάλλον, άκουσα) και πάλι μια γνώριμή μου διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη. Ίσως τη συγκλονιστικότερη που έδωσε ποτέ, αφού ήταν η τελευταία του, στην οποία κατ’ ουσίαν προανήγγειλε το καλά μελετημένο τέλος του. Είχα την ευκαιρία, έτσι, να ρίξω ξανά μια ματιά και στα σχόλια των επισκεπτών της ιστοσελίδας. Ανάμεσα στις αμέτρητες προσωπολατρικές μεγαλοστομίες, διέκρινα και μία αλλιώτικη σκέψη, διατυπωμένη με λόγο σχεδόν απλοϊκό – όσο απλή είναι συχνά κι η ίδια η αλήθεια:
«Ίσως φοβόταν τα γεράματα και ήθελε να τον θυμούνται νέο...»
Στο σχόλιο είχε σπεύσει να απαντήσει μια γυναίκα. Από εκείνες, πιθανώς, που, αθεράπευτα ερωτευμένες με την εικόνα – και όχι τόσο με την ίδια τη σκέψη – του φιλοσόφου, τον λάτρεψαν σαν επίγειο θεό. Και επιχειρούν να «υπερασπιστούν», όπως φαντάζονται, την υστεροφημία του με κάθε μέσο, ακόμα κι αν αυτό άπτεται της απόλυτης χυδαιότητας:
«Αν αυτό κατάλαβες, μάλλον έχει σκατά το κεφάλι σου!»
Όταν πρωτοδιάβασα τον διάλογο, είχα παρέμβει με δικό μου απαντητικό σχόλιο απευθυνόμενος όχι προς την εξ ειδωλολατρικής υστερίας διακατεχόμενη θαυμάστρια του Λιαντίνη, αλλά προς τον ίδιο τον αρχικό σχολιαστή. Αφού του συνέστησα να αγνοεί τις ύβρεις των εμπαθών, οι οποίες μπορεί να έχουν θέση σε γήπεδα ή σε κομματικές συγκεντρώσεις αλλά όχι σε σελίδες εκπαίδευσης και φιλοσοφίας, του επεσήμανα ότι η τοποθέτησή του φαίνεται βάσιμη αν κάποιος διαβάσει προσεκτικά και αποκωδικοποιήσει σωστά τα γραφόμενα του ίδιου του Λιαντίνη.
Η επίδραση που άσκησε η προσωπικότητα του Σωκράτη πάνω στον Λιαντίνη είναι ολοφάνερη στο κύκνειο άσμα του τελευταίου, τη Γκέμμα. Αυτό που διδάσκεται κανείς από τον Λιαντίνη είναι ότι ο φόβος του θανάτου είναι ασυγκρίτως περισσότερο διαχειρίσιμος από το φόβο της παρακμής που αναπόφευκτα φέρνουν μαζί τους τα γηρατειά και η αρρώστια. Η «απόδραση» από τη ζωή, λοιπόν, «πρέπει» να γίνεται έγκαιρα, όσο ακόμα ο άνθρωπος βιώνει τη ζωή του με αξιοπρέπεια. Το δρόμο, άλλωστε, είχε δείξει χιλιάδες χρόνια πριν ο ίδιος ο Σωκράτης!
Αν κάποιος δει τη ζωή από καθαρά βιολογική σκοπιά, θα πρέπει εξ ορισμού να προσεγγίσει το φαινόμενο της φυσικής παρακμής – αυτό που τόσο τρόμαζε τον Λιαντίνη – μέσα από τους ίδιους τους νόμους της Φύσης. Η σκέψη αυτή μου φέρνει στο νου ένα άρθρο δημοσιευμένο κοντά πέντε χρόνια πριν στο «Βήμα». Παρουσιάζω εδώ κάποιες από τις ιδέες του σε ένα κατά τα άλλα πλήρως αναθεωρημένο κείμενο. Το εναρκτήριο ερώτημα του άρθρου, το οποίο επέλεξα να διατηρήσω στην παρούσα εκδοχή του κειμένου, αντανακλά την αγωνία της εποχής εκείνης. Ήταν τα πρώτα χρόνια της «κρίσης», τότε που είχαμε ακόμα τη δύναμη (ή τη διάθεση) ν’ αγωνιούμε...
------------------------------------------------
Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ στην επίφαση ευτυχίας που γνωρίζαμε; Ή θ’ αποχαιρετήσουμε για πάντα – με αξιοπρέπεια, έστω – την Αλεξάνδρεια;
Στη Θερμοδυναμική (περιοχή της Κλασικής Φυσικής) δεσπόζουν δύο θεμελιώδεις νόμοι. Ο Πρώτος Θερμοδυναμικός Νόμος αφορά τη διατήρηση της ενέργειας και, στην πιο απλή του διατύπωση, ηχεί ως αυτονόητος: «Η ενέργεια που προσφέρουμε σε ένα σύστημα είναι ισόποση με την αύξηση του ενεργειακού αποθέματος του συστήματος.» Αν ο νόμος αυτός ήταν ο μοναδικός που δέσμευε την ύλη κατά τις μεταβολές της, ο κόσμος που ξέρουμε θα ήταν πολύ διαφορετικός. Θα υπήρχε, π.χ., τρόπος να μη γερνάμε ποτέ (ίσως και να γίνουμε αθάνατοι), ενώ ο προϊστορικός άνθρωπος θα είχε ανακαλύψει την ψύξη και τον κλιματισμό με την ίδια ευκολία που έμαθε να ζεσταίνεται απ’ τη φωτιά!
Ο Δεύτερος Νόμος της Θερμοδυναμικής βάζει τέλος σε τέτοιες φιλοδοξίες. Αποτελεί ίσως την πιο σκληρή πραγματικότητα της Φύσης, μια αληθινή κατάρα του Δημιουργού πάνω στο δημιούργημά του. Λέει, με πολύ απλά λόγια, πως κάποια πράγματα που συμβαίνουν δεν είναι δυνατό να αναιρεθούν, πως το ποτάμι μερικών φαινομένων δεν γυρίζει ποτέ πίσω. Έτσι, π.χ., ενώ ένα ζεστό σώμα μπορεί αυθόρμητα να δώσει λίγη από τη ζέστη του σε ένα πιο κρύο, το αντίθετο είναι απίθανο να συμβεί: ένα κρύο σώμα δεν μπορεί, χωρίς εξωτερική παρέμβαση, να δώσει μέρος από τη λιγοστή του θερμότητα(*) σε ένα ζεστό, έτσι που το ένα να γίνει ακόμα πιο κρύο και το άλλο ακόμα πιο ζεστό. Η ζέστη φεύγει και δεν γυρίζει ποτέ πίσω από μόνη της. Το ίδιο και η νεότητα στον άνθρωπο, που φεύγει ανεπιστρεπτί αφήνοντας πίσω της τη φθορά που οδηγεί στο γήρας και το θάνατο. Φαίνεται πως η συνειδητότητα αυτής της τελευταίας αλήθειας ήταν που κατηύθυνε τα υπαρξιακά βήματα του Σωκράτη στο κλείσιμο της επίγειας ζωής του. Όπως, ίσως, και αυτά του Δ. Λιαντίνη...
Η βασική φιλοσοφία του νόμου είναι απλή: Αν βάλεις ένα φυσικό σύστημα σε τάξη και μετά το αφήσεις στην τύχη του, το πιο πιθανό είναι πως η τάξη αυτή θα χαθεί. (Αυτό το γνωρίζουν καλά οι μητέρες που συγυρίζουν καθημερινά τα δωμάτια των παιδιών τους!) Αντίθετα, είναι απίθανο το σύστημα αυτό να μεταβεί αυθόρμητα από την αταξία πίσω στην τάξη. Θα πρέπει η υπομονετική μητέρα να συγυρίσει και πάλι το δωμάτιο.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όλοι οι φόβοι στον άνθρωπο σχετίζονται με το αμετάστρεπτο, την αδυναμία του να αναιρέσει μεταβολές που δεν του είναι επιθυμητές. Η ζωή μας είναι γεμάτη από αγωνίες για όλων των ειδών τις ισορροπίες που μπορεί να ανατραπούν ανεπανόρθωτα. Ανησυχούμε για τη φυσική μας κατάσταση και γι’ αυτή των αγαπημένων μας προσώπων, για τη φθορά των υλικών αγαθών που με θυσίες αποκτήσαμε, για τις οικονομίες που μαζέψαμε μια ζωή και μπορεί να χαθούν μέσα σε μία νύχτα, για την κοινωνική υπόληψη που με κόπο χτίσαμε και μπορεί να απειληθεί θανάσιμα από έναν λάθος χειρισμό ή μια κακοτυχία...
Αυτό που μένει στο τέλος είναι η συνειδητοποίηση ότι το μη-αντιστρεπτό είναι ο κανόνας του παιχνιδιού που μας επιτρέπει να παραμένουμε παίκτες στην παρτίδα της ζωής. Και η γνώση αυτή του πεπερασμένου των πραγμάτων οδηγεί μοιραία σε ένα αίσθημα ματαιότητας.
Όμως, πόσο μάταιο είναι ένα ταξίδι στην Ιθάκη; Το ερώτημα γίνεται ρητορικό, και η υπονοούμενη απάντηση αισιόδοξη, αν ορίσουμε τη ζωή όχι ως πεδίο άνισης – και εν τέλει άσκοπης – μάχης ενάντια στην παντοδυναμία του Δεύτερου Νόμου, αλλά ως πορεία αυτεπίγνωσης που, στο τέλος της, οδηγεί στην ανακάλυψη του αιώνιου μέσω της υπέρβασης των νόμων του εφήμερου. Όπου «αιώνιο» εννοούμε εδώ το άχρονο, αφού ο χρόνος (όπως κι ο χώρος) είναι απλά μια φυσική διάσταση που εφηύρε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα φαινόμενα που τον περιβάλλουν.
Η Ιθάκη μπορεί, επομένως, να είναι η ίδια η κατάκτηση της αθανασίας. Έστω κι αν, στη στερνή γραφή του, ένας σύγχρονος φιλόσοφος και διάσημος δραπέτης της ζωής χαρακτήρισε «πιθήκους» εκείνους που τολμούν να το πιστέψουν!
------------------------------------------------
Εν είδει (εκτενούς, ομολογώ) υστερόγραφου, θα ήθελα να απευθυνθώ σε φανατικούς θαυμαστές του Λιαντίνη που υπηρετούν το δόγμα πως κανείς δεν δικαιούται να μιλά γι’ αυτόν αν δεν τον εκθειάζει. Αυτό μειώνει το ακαδημαϊκό ανάστημα του Λιαντίνη, και εξηγώ το γιατί:
Ελάχιστα τιμούν έναν επιστήμονα διθυραμβικές κραυγές του τύπου «μπράβο Δάσκαλε, τι ωραία που τα λες και πόσο σε θαυμάζω»! Η όποια αξιολόγησή του, η οποία άλλωστε αναδεικνύει και τη σπουδαιότητά του, γίνεται αποκλειστικά μέσω της κριτικής. Και, όσο αυστηρότερη είναι η κριτική, τόσο περισσότερο καταδεικνύεται η σοβαρότητα – άρα και το κύρος – της αξιολόγησης. Και τόσο περισσότερο αναδεικνύεται η αξία του κρινόμενου!
Επέλεξα να προσεγγίσω τον Λιαντίνη με όρους καθαρά ακαδημαϊκούς, όχι από τη σκοπιά ενός «ειδωλολάτρη». Αυτό δεν μου το συγχώρησαν κάποιοι φανατικοί θαυμαστές του, ακόμα κι αν ήταν φίλοι (εξαιρώ εδώ την αγαπητή φίλη Ελένη Α., που κατόρθωσε τελικά να κάνει τις αναγκαίες υπερβάσεις...). Δέχθηκα, επίσης, την κριτική πως έκρινα ένα συγκεκριμένο βιβλίο του Λιαντίνη χωρίς να συνεκτιμήσω το σύνολο του έργου του. Και αυτή η άποψη, όμως, αντίκειται στην επιστημονική πρακτική.
Πράγματι, κάθε ακαδημαϊκό πόνημα κρίνεται αυτόνομα, όχι ως απλό τμήμα μιας ενιαίας κι αδιαίρετης προσωπικής βιβλιογραφίας. Όταν στέλνω ένα άρθρο μου σε ένα επιστημονικό περιοδικό για δημοσίευση, ο κριτής δεν οφείλει να αξιολογήσει το σύνολο του επιστημονικού έργου μου παρά μόνο το πολύ συγκεκριμένο κείμενο που βρίσκεται στα χέρια του. Έχει συμβεί, άλλωστε, κι ο ίδιος ο Αϊνστάιν να πει πράγματα που δεν ήταν απόλυτα σωστά!
Σημειώνω, τελειώνοντας, ότι οπαδούς χρειάζονται οι θρησκείες, τα πολιτικά κόμματα και οι ποδοσφαιρικές ομάδες. Όχι οι φιλόσοφοι! Αυτούς τους τελευταίους ελάχιστα τους τιμά κανείς με προσωπολατρικές υπερβολές, κι ακόμα λιγότερο με οργισμένες χυδαιολογίες προς τους αντιφρονούντες, σαν εκείνη της «θαυμάστριας» που συνέταξε το υβριστικό σχόλιο στο YouTube. Οι φιλόσοφοι (αυτοί, τουλάχιστον, που θαύμαζε ο ίδιος ο Λιαντίνης) δείχνουν κατεύθυνση στοχασμού, δεν παράγουν θέσφατα. Και μας προτρέπουν να τους προσεγγίζουμε πάντοτε με κριτική σκέψη. Γιατί μόνο έτσι θα τους ανακαλύψουμε αληθινά!
(*) Για τους σχολαστικούς: Βάλτε εδώ «εσωτερική ενέργεια» ή «θερμική ενέργεια», στη θέση της λέξης «θερμότητα».
Aixmi.gr
«Ίσως φοβόταν τα γεράματα και ήθελε να τον θυμούνται νέο...»
Στο σχόλιο είχε σπεύσει να απαντήσει μια γυναίκα. Από εκείνες, πιθανώς, που, αθεράπευτα ερωτευμένες με την εικόνα – και όχι τόσο με την ίδια τη σκέψη – του φιλοσόφου, τον λάτρεψαν σαν επίγειο θεό. Και επιχειρούν να «υπερασπιστούν», όπως φαντάζονται, την υστεροφημία του με κάθε μέσο, ακόμα κι αν αυτό άπτεται της απόλυτης χυδαιότητας:
«Αν αυτό κατάλαβες, μάλλον έχει σκατά το κεφάλι σου!»
Όταν πρωτοδιάβασα τον διάλογο, είχα παρέμβει με δικό μου απαντητικό σχόλιο απευθυνόμενος όχι προς την εξ ειδωλολατρικής υστερίας διακατεχόμενη θαυμάστρια του Λιαντίνη, αλλά προς τον ίδιο τον αρχικό σχολιαστή. Αφού του συνέστησα να αγνοεί τις ύβρεις των εμπαθών, οι οποίες μπορεί να έχουν θέση σε γήπεδα ή σε κομματικές συγκεντρώσεις αλλά όχι σε σελίδες εκπαίδευσης και φιλοσοφίας, του επεσήμανα ότι η τοποθέτησή του φαίνεται βάσιμη αν κάποιος διαβάσει προσεκτικά και αποκωδικοποιήσει σωστά τα γραφόμενα του ίδιου του Λιαντίνη.
Η επίδραση που άσκησε η προσωπικότητα του Σωκράτη πάνω στον Λιαντίνη είναι ολοφάνερη στο κύκνειο άσμα του τελευταίου, τη Γκέμμα. Αυτό που διδάσκεται κανείς από τον Λιαντίνη είναι ότι ο φόβος του θανάτου είναι ασυγκρίτως περισσότερο διαχειρίσιμος από το φόβο της παρακμής που αναπόφευκτα φέρνουν μαζί τους τα γηρατειά και η αρρώστια. Η «απόδραση» από τη ζωή, λοιπόν, «πρέπει» να γίνεται έγκαιρα, όσο ακόμα ο άνθρωπος βιώνει τη ζωή του με αξιοπρέπεια. Το δρόμο, άλλωστε, είχε δείξει χιλιάδες χρόνια πριν ο ίδιος ο Σωκράτης!
Αν κάποιος δει τη ζωή από καθαρά βιολογική σκοπιά, θα πρέπει εξ ορισμού να προσεγγίσει το φαινόμενο της φυσικής παρακμής – αυτό που τόσο τρόμαζε τον Λιαντίνη – μέσα από τους ίδιους τους νόμους της Φύσης. Η σκέψη αυτή μου φέρνει στο νου ένα άρθρο δημοσιευμένο κοντά πέντε χρόνια πριν στο «Βήμα». Παρουσιάζω εδώ κάποιες από τις ιδέες του σε ένα κατά τα άλλα πλήρως αναθεωρημένο κείμενο. Το εναρκτήριο ερώτημα του άρθρου, το οποίο επέλεξα να διατηρήσω στην παρούσα εκδοχή του κειμένου, αντανακλά την αγωνία της εποχής εκείνης. Ήταν τα πρώτα χρόνια της «κρίσης», τότε που είχαμε ακόμα τη δύναμη (ή τη διάθεση) ν’ αγωνιούμε...
------------------------------------------------
Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ στην επίφαση ευτυχίας που γνωρίζαμε; Ή θ’ αποχαιρετήσουμε για πάντα – με αξιοπρέπεια, έστω – την Αλεξάνδρεια;
Στη Θερμοδυναμική (περιοχή της Κλασικής Φυσικής) δεσπόζουν δύο θεμελιώδεις νόμοι. Ο Πρώτος Θερμοδυναμικός Νόμος αφορά τη διατήρηση της ενέργειας και, στην πιο απλή του διατύπωση, ηχεί ως αυτονόητος: «Η ενέργεια που προσφέρουμε σε ένα σύστημα είναι ισόποση με την αύξηση του ενεργειακού αποθέματος του συστήματος.» Αν ο νόμος αυτός ήταν ο μοναδικός που δέσμευε την ύλη κατά τις μεταβολές της, ο κόσμος που ξέρουμε θα ήταν πολύ διαφορετικός. Θα υπήρχε, π.χ., τρόπος να μη γερνάμε ποτέ (ίσως και να γίνουμε αθάνατοι), ενώ ο προϊστορικός άνθρωπος θα είχε ανακαλύψει την ψύξη και τον κλιματισμό με την ίδια ευκολία που έμαθε να ζεσταίνεται απ’ τη φωτιά!
Ο Δεύτερος Νόμος της Θερμοδυναμικής βάζει τέλος σε τέτοιες φιλοδοξίες. Αποτελεί ίσως την πιο σκληρή πραγματικότητα της Φύσης, μια αληθινή κατάρα του Δημιουργού πάνω στο δημιούργημά του. Λέει, με πολύ απλά λόγια, πως κάποια πράγματα που συμβαίνουν δεν είναι δυνατό να αναιρεθούν, πως το ποτάμι μερικών φαινομένων δεν γυρίζει ποτέ πίσω. Έτσι, π.χ., ενώ ένα ζεστό σώμα μπορεί αυθόρμητα να δώσει λίγη από τη ζέστη του σε ένα πιο κρύο, το αντίθετο είναι απίθανο να συμβεί: ένα κρύο σώμα δεν μπορεί, χωρίς εξωτερική παρέμβαση, να δώσει μέρος από τη λιγοστή του θερμότητα(*) σε ένα ζεστό, έτσι που το ένα να γίνει ακόμα πιο κρύο και το άλλο ακόμα πιο ζεστό. Η ζέστη φεύγει και δεν γυρίζει ποτέ πίσω από μόνη της. Το ίδιο και η νεότητα στον άνθρωπο, που φεύγει ανεπιστρεπτί αφήνοντας πίσω της τη φθορά που οδηγεί στο γήρας και το θάνατο. Φαίνεται πως η συνειδητότητα αυτής της τελευταίας αλήθειας ήταν που κατηύθυνε τα υπαρξιακά βήματα του Σωκράτη στο κλείσιμο της επίγειας ζωής του. Όπως, ίσως, και αυτά του Δ. Λιαντίνη...
Η βασική φιλοσοφία του νόμου είναι απλή: Αν βάλεις ένα φυσικό σύστημα σε τάξη και μετά το αφήσεις στην τύχη του, το πιο πιθανό είναι πως η τάξη αυτή θα χαθεί. (Αυτό το γνωρίζουν καλά οι μητέρες που συγυρίζουν καθημερινά τα δωμάτια των παιδιών τους!) Αντίθετα, είναι απίθανο το σύστημα αυτό να μεταβεί αυθόρμητα από την αταξία πίσω στην τάξη. Θα πρέπει η υπομονετική μητέρα να συγυρίσει και πάλι το δωμάτιο.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όλοι οι φόβοι στον άνθρωπο σχετίζονται με το αμετάστρεπτο, την αδυναμία του να αναιρέσει μεταβολές που δεν του είναι επιθυμητές. Η ζωή μας είναι γεμάτη από αγωνίες για όλων των ειδών τις ισορροπίες που μπορεί να ανατραπούν ανεπανόρθωτα. Ανησυχούμε για τη φυσική μας κατάσταση και γι’ αυτή των αγαπημένων μας προσώπων, για τη φθορά των υλικών αγαθών που με θυσίες αποκτήσαμε, για τις οικονομίες που μαζέψαμε μια ζωή και μπορεί να χαθούν μέσα σε μία νύχτα, για την κοινωνική υπόληψη που με κόπο χτίσαμε και μπορεί να απειληθεί θανάσιμα από έναν λάθος χειρισμό ή μια κακοτυχία...
Αυτό που μένει στο τέλος είναι η συνειδητοποίηση ότι το μη-αντιστρεπτό είναι ο κανόνας του παιχνιδιού που μας επιτρέπει να παραμένουμε παίκτες στην παρτίδα της ζωής. Και η γνώση αυτή του πεπερασμένου των πραγμάτων οδηγεί μοιραία σε ένα αίσθημα ματαιότητας.
Όμως, πόσο μάταιο είναι ένα ταξίδι στην Ιθάκη; Το ερώτημα γίνεται ρητορικό, και η υπονοούμενη απάντηση αισιόδοξη, αν ορίσουμε τη ζωή όχι ως πεδίο άνισης – και εν τέλει άσκοπης – μάχης ενάντια στην παντοδυναμία του Δεύτερου Νόμου, αλλά ως πορεία αυτεπίγνωσης που, στο τέλος της, οδηγεί στην ανακάλυψη του αιώνιου μέσω της υπέρβασης των νόμων του εφήμερου. Όπου «αιώνιο» εννοούμε εδώ το άχρονο, αφού ο χρόνος (όπως κι ο χώρος) είναι απλά μια φυσική διάσταση που εφηύρε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα φαινόμενα που τον περιβάλλουν.
Η Ιθάκη μπορεί, επομένως, να είναι η ίδια η κατάκτηση της αθανασίας. Έστω κι αν, στη στερνή γραφή του, ένας σύγχρονος φιλόσοφος και διάσημος δραπέτης της ζωής χαρακτήρισε «πιθήκους» εκείνους που τολμούν να το πιστέψουν!
------------------------------------------------
Εν είδει (εκτενούς, ομολογώ) υστερόγραφου, θα ήθελα να απευθυνθώ σε φανατικούς θαυμαστές του Λιαντίνη που υπηρετούν το δόγμα πως κανείς δεν δικαιούται να μιλά γι’ αυτόν αν δεν τον εκθειάζει. Αυτό μειώνει το ακαδημαϊκό ανάστημα του Λιαντίνη, και εξηγώ το γιατί:
Ελάχιστα τιμούν έναν επιστήμονα διθυραμβικές κραυγές του τύπου «μπράβο Δάσκαλε, τι ωραία που τα λες και πόσο σε θαυμάζω»! Η όποια αξιολόγησή του, η οποία άλλωστε αναδεικνύει και τη σπουδαιότητά του, γίνεται αποκλειστικά μέσω της κριτικής. Και, όσο αυστηρότερη είναι η κριτική, τόσο περισσότερο καταδεικνύεται η σοβαρότητα – άρα και το κύρος – της αξιολόγησης. Και τόσο περισσότερο αναδεικνύεται η αξία του κρινόμενου!
Επέλεξα να προσεγγίσω τον Λιαντίνη με όρους καθαρά ακαδημαϊκούς, όχι από τη σκοπιά ενός «ειδωλολάτρη». Αυτό δεν μου το συγχώρησαν κάποιοι φανατικοί θαυμαστές του, ακόμα κι αν ήταν φίλοι (εξαιρώ εδώ την αγαπητή φίλη Ελένη Α., που κατόρθωσε τελικά να κάνει τις αναγκαίες υπερβάσεις...). Δέχθηκα, επίσης, την κριτική πως έκρινα ένα συγκεκριμένο βιβλίο του Λιαντίνη χωρίς να συνεκτιμήσω το σύνολο του έργου του. Και αυτή η άποψη, όμως, αντίκειται στην επιστημονική πρακτική.
Πράγματι, κάθε ακαδημαϊκό πόνημα κρίνεται αυτόνομα, όχι ως απλό τμήμα μιας ενιαίας κι αδιαίρετης προσωπικής βιβλιογραφίας. Όταν στέλνω ένα άρθρο μου σε ένα επιστημονικό περιοδικό για δημοσίευση, ο κριτής δεν οφείλει να αξιολογήσει το σύνολο του επιστημονικού έργου μου παρά μόνο το πολύ συγκεκριμένο κείμενο που βρίσκεται στα χέρια του. Έχει συμβεί, άλλωστε, κι ο ίδιος ο Αϊνστάιν να πει πράγματα που δεν ήταν απόλυτα σωστά!
Σημειώνω, τελειώνοντας, ότι οπαδούς χρειάζονται οι θρησκείες, τα πολιτικά κόμματα και οι ποδοσφαιρικές ομάδες. Όχι οι φιλόσοφοι! Αυτούς τους τελευταίους ελάχιστα τους τιμά κανείς με προσωπολατρικές υπερβολές, κι ακόμα λιγότερο με οργισμένες χυδαιολογίες προς τους αντιφρονούντες, σαν εκείνη της «θαυμάστριας» που συνέταξε το υβριστικό σχόλιο στο YouTube. Οι φιλόσοφοι (αυτοί, τουλάχιστον, που θαύμαζε ο ίδιος ο Λιαντίνης) δείχνουν κατεύθυνση στοχασμού, δεν παράγουν θέσφατα. Και μας προτρέπουν να τους προσεγγίζουμε πάντοτε με κριτική σκέψη. Γιατί μόνο έτσι θα τους ανακαλύψουμε αληθινά!
(*) Για τους σχολαστικούς: Βάλτε εδώ «εσωτερική ενέργεια» ή «θερμική ενέργεια», στη θέση της λέξης «θερμότητα».
Aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου