Η μητέρα μου συνήθιζε να κάνει την κλασική ερώτηση σαν άκουγε πως η κόρη κάποιας γνωστής επρόκειτο να παντρευτεί:
– Τι παίρνει;
– Μηχανικό. Είναι του Πολυτεχνείου. Τον έχουν διορίσει στο υπουργείο τάδε!
– Α, μπράβο Μαρία μου, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι! Η ώρα η καλή!
Κάποτε δεν κρατήθηκα και τη ρώτησα:
– Μα, καλά, τι παντρεύεται μια γυναίκα, άνθρωπο ή επάγγελμα;
– Δε λέω, καλός πρέπει να είναι κι ο άνθρωπος… Αλλά, το πρώτο πράγμα που έχει σημασία είναι τι δουλειά κάνει!
Το παράδειγμα, ένα από τα αμέτρητα του είδους, καταδεικνύει τη δύναμη της ετικέτας σε μια κοινωνία όπου η αυτοσυντήρηση, σε συνδυασμό με την κοινωνική ματαιοδοξία, λειτουργούν ως υποκατάστατα βαθύτερων ανθρώπινων αξιών κι ενός φιλοσοφημένου τρόπου ζωής…
Ο άνθρωπος, κυριολεκτικά, περνά τη ζωή του συλλέγοντας ετικέτες! Κάποιες τις κληρονομεί ήδη από τη μέρα της γέννησής του: «Ο γιος του φαρμακοποιού», «η κόρη της καθηγήτριας», «ο ανιψιός του υπουργού», κλπ. Στο σχολείο αρχίζει να μαζεύει δικές του: «Ο ψηλός», «η χοντρή», «ο σπασίκλας», «το φυτό», «η ανέραστη» (ή κάπως αλλιώς), «ο ξένος», «ο βάζελος», «ο γαύρος»… Στο πανεπιστήμιο, η ετικετοποίηση αποκτά κοινωνικοπολιτική χροιά: «Ο φασίστας», «ο ρατσιστής», «το κομμούνι», «ο ανάρχας», «ο θολοκουλτουριάρης»…
Αργότερα, κάποιοι «πετυχαίνουν στη ζωή τους» και αποκτούν αξιώματα και τίτλους. Έτσι, διαβάζουμε στα βιογραφικά και στις επαγγελματικές κάρτες τους: «Διευθυντής πωλήσεων της τάδε εταιρείας», «δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω», «αριστοβάθμιος μαθηματικός», «πολυνίκης προπονητής», «διακεκριμένος χειρουργός», «επιτυχημένος αρχιτέκτων», «πολυδιαβασμένος συγγραφέας», «φημισμένος στρατηγός»… Και, η απεχθέστερη πασών των ετικετών: «Προφέσορ-Δόκτωρ Τάδε, Διευθυντής του δείνα Τομέα – ή Εργαστηρίου – του Πανεπιστημίου Τάδε»!
Ναι, είναι αλήθεια: Εμείς οι (κατ’ ευφημισμόν) «δάσκαλοι» στα «ρετιρέ» της εκπαίδευσης, ανήκουμε στα λιγότερο αξιοσέβαστα όντα πάνω στον πλανήτη. Αλαζόνες και ματαιόδοξοι, μετράμε τη συμβολή μας στην ανθρώπινη γνώση με τη χρήση ψυχρών κι ανούσιων αριθμών (τόσα papers, τόσα συνέδρια, τόσες αναφορές, τόσες αφ’ υψηλού κριτικές του μόχθου άλλων…). Από την άλλη, ελάχιστα νοιαζόμαστε για τη διαμόρφωση ψυχών και το χτίσιμο χαρακτήρων των μαθητών μας (των κατά παράδοση καλούμενων «φοιτητών», έτσι ώστε να ξεχωρίζουμε από άλλα, «κατώτερα» – υποτίθεται – είδη εκπαιδευτικών, που στ’ αλήθεια είναι πολύ ανώτερα, με βάση το τιτάνιο παιδαγωγικό έργο που επιτελούν!).
Διδάσκουμε τους μαθητές μας να εξωστρέφονται όπως κι εμείς, λησμονώντας ότι η υπέρτατη γνώση είναι το «γνώθι σαυτόν», εντολή αναζήτησης νοήματος ζωής που την παπαγαλίσαμε κάποτε σε μαθήματα Φιλοσοφίας, χωρίς ποτέ να νιώσουμε το βαθύτερο μήνυμά της. Τους μαθαίνουμε να επιδιώκουν – και να κρίνονται με βάση – την ποσότητα, θυσιάζοντας, αν είναι ανάγκη, την ποιότητα. Τους δείχνουμε, με το ίδιο μας το παράδειγμα, πώς να συλλέγουν ετικέτες, αντί να αναζητούν νοήματα…
Τα τέρατα που πλάθουμε ως εκπαιδευτικοί, μα ακόμα κι ως απλοί γονείς (για να κατανείμουμε συμμετρικά και δίκαια τις ευθύνες) θα φτάσουν κάποια μέρα – όπως νωρίτερα θα έχουμε ήδη φτάσει εμείς – στο τέλος της διαδρομής. Και, ρίχνοντας μια τελευταία, σβησμένη ματιά στον καθρέφτη, θα αναρωτηθούν: «Ποιος είμαι, τελικά;» Μα, το είδωλο του προσώπου δεν θα φαίνεται πια. Θα το σκεπάζουν αναρίθμητα μικρά χαρτάκια κολλημένα πάνω του: οι ετικέτες μιας ζωής!
«Ποιος είμαι, λοιπόν;» Ο γόνος της κάποτε σπουδαίας οικογένειας; Ο δυνατός–σπασίκλας–μάγκας (κλπ.) του σχολείου; Ο ωραίος, πολιτικοποιημένος και δημοφιλής τύπος του πανεπιστημίου; Ο επιτυχημένος επαγγελματίας, που ξόδεψε μια ζωή κυνηγώντας, σαν τη σκιά του, το παραπανίσιο χρήμα; Ο σπουδαίος ρήτορας στη Βουλή, που έχασε, στο τέλος, τη φωνή του; Ο μεγάλος επιστήμων-ερευνητής, που συνέγραψε μερικές ντουζίνες επιστημονικών άρθρων που έχουν πια ξεπεραστεί και λησμονηθεί, και που κολλούσε στην πόρτα του γραφείου του – ως τρόπαιο, μα κι ως τεκμήριο ακαδημαϊκής ματαιοδοξίας – την παραμικρή αναφορά στο περίλαμπρο όνομά του;
«Ποιος είμαι;» Μια ερώτηση που, το πιθανότερο είναι πως δεν θα απαντηθεί ποτέ (αν μη τι άλλο, σ’ αυτήν εδώ τη διάσταση της ύπαρξης). Το μόνο ερώτημα που ενδέχεται να είναι εφικτό να απαντήσουμε (μερικώς, τουλάχιστον) είναι: «Ποιος δεν είμαι;»
Και, καθώς θα βρίσκουμε τις απαντήσεις, ίσως αρχίσουν τότε να ξεκολλούν μία-μία οι ετικέτες που μας έβαλαν, ή που μόνοι μας κολλήσαμε. Και ξεκινήσει έτσι να αχνοφαίνεται μια υποψία προσώπου στον καθρέφτη…
Έστω την τελευταία στιγμή, που μπορεί να ‘ναι κι η πρώτη…
Aixmi.gr
– Τι παίρνει;
– Μηχανικό. Είναι του Πολυτεχνείου. Τον έχουν διορίσει στο υπουργείο τάδε!
– Α, μπράβο Μαρία μου, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι! Η ώρα η καλή!
Κάποτε δεν κρατήθηκα και τη ρώτησα:
– Μα, καλά, τι παντρεύεται μια γυναίκα, άνθρωπο ή επάγγελμα;
– Δε λέω, καλός πρέπει να είναι κι ο άνθρωπος… Αλλά, το πρώτο πράγμα που έχει σημασία είναι τι δουλειά κάνει!
Το παράδειγμα, ένα από τα αμέτρητα του είδους, καταδεικνύει τη δύναμη της ετικέτας σε μια κοινωνία όπου η αυτοσυντήρηση, σε συνδυασμό με την κοινωνική ματαιοδοξία, λειτουργούν ως υποκατάστατα βαθύτερων ανθρώπινων αξιών κι ενός φιλοσοφημένου τρόπου ζωής…
Ο άνθρωπος, κυριολεκτικά, περνά τη ζωή του συλλέγοντας ετικέτες! Κάποιες τις κληρονομεί ήδη από τη μέρα της γέννησής του: «Ο γιος του φαρμακοποιού», «η κόρη της καθηγήτριας», «ο ανιψιός του υπουργού», κλπ. Στο σχολείο αρχίζει να μαζεύει δικές του: «Ο ψηλός», «η χοντρή», «ο σπασίκλας», «το φυτό», «η ανέραστη» (ή κάπως αλλιώς), «ο ξένος», «ο βάζελος», «ο γαύρος»… Στο πανεπιστήμιο, η ετικετοποίηση αποκτά κοινωνικοπολιτική χροιά: «Ο φασίστας», «ο ρατσιστής», «το κομμούνι», «ο ανάρχας», «ο θολοκουλτουριάρης»…
Αργότερα, κάποιοι «πετυχαίνουν στη ζωή τους» και αποκτούν αξιώματα και τίτλους. Έτσι, διαβάζουμε στα βιογραφικά και στις επαγγελματικές κάρτες τους: «Διευθυντής πωλήσεων της τάδε εταιρείας», «δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω», «αριστοβάθμιος μαθηματικός», «πολυνίκης προπονητής», «διακεκριμένος χειρουργός», «επιτυχημένος αρχιτέκτων», «πολυδιαβασμένος συγγραφέας», «φημισμένος στρατηγός»… Και, η απεχθέστερη πασών των ετικετών: «Προφέσορ-Δόκτωρ Τάδε, Διευθυντής του δείνα Τομέα – ή Εργαστηρίου – του Πανεπιστημίου Τάδε»!
Ναι, είναι αλήθεια: Εμείς οι (κατ’ ευφημισμόν) «δάσκαλοι» στα «ρετιρέ» της εκπαίδευσης, ανήκουμε στα λιγότερο αξιοσέβαστα όντα πάνω στον πλανήτη. Αλαζόνες και ματαιόδοξοι, μετράμε τη συμβολή μας στην ανθρώπινη γνώση με τη χρήση ψυχρών κι ανούσιων αριθμών (τόσα papers, τόσα συνέδρια, τόσες αναφορές, τόσες αφ’ υψηλού κριτικές του μόχθου άλλων…). Από την άλλη, ελάχιστα νοιαζόμαστε για τη διαμόρφωση ψυχών και το χτίσιμο χαρακτήρων των μαθητών μας (των κατά παράδοση καλούμενων «φοιτητών», έτσι ώστε να ξεχωρίζουμε από άλλα, «κατώτερα» – υποτίθεται – είδη εκπαιδευτικών, που στ’ αλήθεια είναι πολύ ανώτερα, με βάση το τιτάνιο παιδαγωγικό έργο που επιτελούν!).
Διδάσκουμε τους μαθητές μας να εξωστρέφονται όπως κι εμείς, λησμονώντας ότι η υπέρτατη γνώση είναι το «γνώθι σαυτόν», εντολή αναζήτησης νοήματος ζωής που την παπαγαλίσαμε κάποτε σε μαθήματα Φιλοσοφίας, χωρίς ποτέ να νιώσουμε το βαθύτερο μήνυμά της. Τους μαθαίνουμε να επιδιώκουν – και να κρίνονται με βάση – την ποσότητα, θυσιάζοντας, αν είναι ανάγκη, την ποιότητα. Τους δείχνουμε, με το ίδιο μας το παράδειγμα, πώς να συλλέγουν ετικέτες, αντί να αναζητούν νοήματα…
Τα τέρατα που πλάθουμε ως εκπαιδευτικοί, μα ακόμα κι ως απλοί γονείς (για να κατανείμουμε συμμετρικά και δίκαια τις ευθύνες) θα φτάσουν κάποια μέρα – όπως νωρίτερα θα έχουμε ήδη φτάσει εμείς – στο τέλος της διαδρομής. Και, ρίχνοντας μια τελευταία, σβησμένη ματιά στον καθρέφτη, θα αναρωτηθούν: «Ποιος είμαι, τελικά;» Μα, το είδωλο του προσώπου δεν θα φαίνεται πια. Θα το σκεπάζουν αναρίθμητα μικρά χαρτάκια κολλημένα πάνω του: οι ετικέτες μιας ζωής!
«Ποιος είμαι, λοιπόν;» Ο γόνος της κάποτε σπουδαίας οικογένειας; Ο δυνατός–σπασίκλας–μάγκας (κλπ.) του σχολείου; Ο ωραίος, πολιτικοποιημένος και δημοφιλής τύπος του πανεπιστημίου; Ο επιτυχημένος επαγγελματίας, που ξόδεψε μια ζωή κυνηγώντας, σαν τη σκιά του, το παραπανίσιο χρήμα; Ο σπουδαίος ρήτορας στη Βουλή, που έχασε, στο τέλος, τη φωνή του; Ο μεγάλος επιστήμων-ερευνητής, που συνέγραψε μερικές ντουζίνες επιστημονικών άρθρων που έχουν πια ξεπεραστεί και λησμονηθεί, και που κολλούσε στην πόρτα του γραφείου του – ως τρόπαιο, μα κι ως τεκμήριο ακαδημαϊκής ματαιοδοξίας – την παραμικρή αναφορά στο περίλαμπρο όνομά του;
«Ποιος είμαι;» Μια ερώτηση που, το πιθανότερο είναι πως δεν θα απαντηθεί ποτέ (αν μη τι άλλο, σ’ αυτήν εδώ τη διάσταση της ύπαρξης). Το μόνο ερώτημα που ενδέχεται να είναι εφικτό να απαντήσουμε (μερικώς, τουλάχιστον) είναι: «Ποιος δεν είμαι;»
Και, καθώς θα βρίσκουμε τις απαντήσεις, ίσως αρχίσουν τότε να ξεκολλούν μία-μία οι ετικέτες που μας έβαλαν, ή που μόνοι μας κολλήσαμε. Και ξεκινήσει έτσι να αχνοφαίνεται μια υποψία προσώπου στον καθρέφτη…
Έστω την τελευταία στιγμή, που μπορεί να ‘ναι κι η πρώτη…
Aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου