Του Παναγιώτη Δελή
Έναν αιώνα πριν, περίπου τέτοια εποχή, η Ευρωπαϊκή Ήπειρος είχε κατακλυστεί από μια περιρρέουσα αισιοδοξία. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα των προηγουμένων ετών, η οικονομική διείσδυση των μεγάλων αυτοκρατοριών σε κάθε γωνιά του πλανήτη, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για τα μεσαία στρώματα και η απουσία ενός μεγάλου πολέμου για πολλές δεκαετίες είχαν πείσει τις ευρωπαϊκές ελίτ πως αυτή η πορεία προς την πρόοδο θα ήταν απρόσκοπτη και συνεχής.
Το καλοκαίρι, όμως, του ίδιου έτους η δολοφονία του διαδόχου του Αυστριακού θρόνου στο Σεράγεβο θα έθετε σε κίνηση μία διαδικασία που θα μετέβαλε μια για πάντα τη Γηραιά Ήπειρο. Εν αντιθέσει με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που υπάρχει μία προφανής ερμηνεία για το ποιος φέρει τη βασική υπαιτιότητα, ο Πρώτος θα αποτελεί για πολλά χρόνια ακόμα αντικείμενο ιστοριογραφικής διαμάχης. Ο αποικιακός ανταγωνισμός, η άνοδος της Γερμανίας, η κατάρρευση της ισορροπίας ισχύος, οι σπασμοί που προέκυψαν από την παρακμή της Οθωμανικής και Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και ο εκμοντερνισμός της Τσαρικής Ρωσίας, είναι μερικά από τα πιθανά αίτια που έχουν προβληθεί.
Το BBC σε άρθρο του, τον προηγούμενο μήνα, απευθύνθηκε σε δέκα ειδικούς για το θέμα και το πιο ενδιαφέρον συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι παρά την πληθώρα των ερμηνειών, μόνον ένας από του δέκα ερωτηθέντες δεν αναφέρει τη Γερμανία ως υπαίτιο. Προφανώς κι αυτή η επιχειρηματολογία έχει στέρεες βάσεις. Οι μοιραίες επιλογές του καλοκαιριού του 1914 από το Γερμανό Κάιζερ και ιδίως η αποφάσεις του να παράσχει άνευ όρων στήριξη στον Αυστριακό ομόλογό του και να εγκρίνει την εισβολή του Βελγίου οδήγησαν σε ένα δρόμο δίχως επιστροφή.
Όμως, τί κρυβόταν πίσω από αυτό το κολοσσιαίο ρίσκο και γιατί ο Γουλιέλμος αποφάσισε να αναλάβει το κόστος ενός πολέμου που θα ήταν, όπως όλα έδειχναν, περιορισμένος; Ήταν απλά ένας πολεμοκάπηλος που ήθελε να επιβάλλει με την ισχύ των όπλων μία ηπειρωτική ηγεμονία; Ή μήπως οι Ευρωπαίοι ηγέτες βάδιζαν, όπως τονίζει κι ο Κρίστοφερ Κλαρκ* στο νέο του έργο, ως υπνοβάτες ολοταχώς προς την καταστροφή;
Για να κατανοήσουμε περισσότερο αυτό το ζήτημα χρήσιμο είναι να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στη θέση της Γερμανίας την παρούσα χρονική στιγμή. Η ενοποίηση της χώρας, που ναι μεν είχε ωφελήσει τα μέγιστα την οικονομική ανάπτυξη είχε, επίσης, προκαλέσει κι ένα μεγάλο αναβρασμό στο γεωπολιτικό στερέωμα. Η προσεκτική εξωτερική πολιτική του Βίσμαρκ είχε προσφέρει μια σχετική σταθερότητα, όμως η έλευση του Γουλιέλμου στο θρόνο και η εγκαινίαση μιας Παγκόσμιας πολιτικής (Weltpolitik) έφεραν τη Γερμανία, δυο δεκαετίες αργότερα, αντιμέτωπη με έναν πάγιο φόβο του γηραιού Πρώσου πολιτικού. Αυτόν της περικύκλωσης.
Η στρατιωτική συμφωνία που σύναψε η Γαλλία και η Ρωσία και η διευθέτηση των αποικιακών διαφορών μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και του Τσάρου φάνταζαν, στο μυαλό του Γερμανικού επιτελείου, ως μια μέγγενη έτοιμη να πνίξει το Ράιχ.
Οι αποικιακές κρίσεις των τελευταίων ετών, η έντονη στρατιωτικοποίηση της Γαλλίας, ο ναυτικός ανταγωνισμός και η αλματώδης ανάπτυξη της Ρωσίας έθεταν ένα μεγάλο υπαρξιακό διακύβευμα για τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ο χρόνος, πλέον, δε λειτουργούσε υπέρ του Κάιζερ. Μια παραδοσιακά εχθρική Γαλλία, σε συνδυασμό με μια Ρωσία έτοιμη να κινητοποιήσει τους τεράστιους πόρους της στα πρότυπα ενός τεχνολογικά προηγμένου πολέμου, θα σήμαιναν τον οριστικό στραγγαλισμό.
Για το λόγο αυτό εδώ τίθεται κι ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα του Μεγάλου Πολέμου. Ήταν οι μοιραίες επιλογές του καλοκαιριού του 1914 ένα προληπτικό χτύπημα που ερμηνεύεται από ένα αίσθημα ανασφάλειας;
Ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα προς αυτήν την κατεύθυνση μας δίνεται από τους πρώτους μήνες του πολέμου και τα στρατιωτικά σχέδια του Γερμανικού επιτελείου. Το περίφημο σχέδιο Σλίφεν, που είχε ως στόχο να προετοιμάσει τη Γερμανία για ένα διμέτωπο πόλεμο, προέβλεπε τη συγκέντρωση της συντριπτικής πλειονότητας των στρατευμάτων σε ένα αστραπιαίο χτύπημα κατά της Γαλλίας κι έπειτα την αντιμετώπιση του Ρωσικού κινδύνου. Υπό αυτήν την έννοια, η λευκή επιταγή προς την Αυστροουγγαρία αποκτά λογική.
Το γερμανικό επιτελείο είχε στηρίξει όλες του τις ελπίδες πιστεύοντας ότι οι δυνάμεις του Φραγκίσκου Ιωσήφ θα κρατούσαν το ανατολικό μέτωπο, δίνοντας το απαραίτητο ζωτικό χρόνο στο γερμανικό στρατό να αντιμετωπίσει τους Γάλλους. Συνεπώς, υπό αυτό το πρίσμα ο πόλεμος που ξέσπασε ήταν μια προσπάθεια των Γερμανών να επανασχεδιάσουν το χάρτη σε μια σύντομη αναμέτρηση που θα είχαν την πρωτοβουλία κινήσεων ώστε, μετέπειτα, να μπορούν να διαπραγματευτούν από θέση ισχύος.
Προφανώς στην ιστορία δεν πρέπει να επικεντρωνόμαστε μόνο σε έναν παράγοντα υπέρ κάποιου άλλου, και σίγουρα το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου δεν μπορεί να αποδειχθεί με κάποιον τρόπο ότι ήταν αναπόφευκτο. Υπάρχουν ειδικοί που υποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα από τη δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου, ο πόλεμος θα είχε λάβει χώρα. Εδώ τονίζεται μια λογική πολλαπλών πτυχών που οδήγησαν σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Εντούτοις, τον Ιούνιο του 1914 δεν ήταν τίποτε σίγουρο. Από τις πρωτογενείς πηγές που υπάρχουν στη διάθεση των ιστορικών, σχετικά με τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων ηγετών, ένα συναίσθημα προκύπτει ξεκάθαρα. Αυτό της αμηχανίας. Ίσως η προσωπικότητα του Γερμανού Αυτοκράτορα στο πώς διαχειρίστηκε την κατάσταση σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό momentum μπορεί και να δώσει κάποιες απαντήσεις.
[*Clark, Christopher, The sleepwalkers: how Europe went to war in 1914, London 2012]
Πηγή: Aixmi.gr
Έναν αιώνα πριν, περίπου τέτοια εποχή, η Ευρωπαϊκή Ήπειρος είχε κατακλυστεί από μια περιρρέουσα αισιοδοξία. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα των προηγουμένων ετών, η οικονομική διείσδυση των μεγάλων αυτοκρατοριών σε κάθε γωνιά του πλανήτη, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για τα μεσαία στρώματα και η απουσία ενός μεγάλου πολέμου για πολλές δεκαετίες είχαν πείσει τις ευρωπαϊκές ελίτ πως αυτή η πορεία προς την πρόοδο θα ήταν απρόσκοπτη και συνεχής.
Το καλοκαίρι, όμως, του ίδιου έτους η δολοφονία του διαδόχου του Αυστριακού θρόνου στο Σεράγεβο θα έθετε σε κίνηση μία διαδικασία που θα μετέβαλε μια για πάντα τη Γηραιά Ήπειρο. Εν αντιθέσει με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που υπάρχει μία προφανής ερμηνεία για το ποιος φέρει τη βασική υπαιτιότητα, ο Πρώτος θα αποτελεί για πολλά χρόνια ακόμα αντικείμενο ιστοριογραφικής διαμάχης. Ο αποικιακός ανταγωνισμός, η άνοδος της Γερμανίας, η κατάρρευση της ισορροπίας ισχύος, οι σπασμοί που προέκυψαν από την παρακμή της Οθωμανικής και Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και ο εκμοντερνισμός της Τσαρικής Ρωσίας, είναι μερικά από τα πιθανά αίτια που έχουν προβληθεί.
Το BBC σε άρθρο του, τον προηγούμενο μήνα, απευθύνθηκε σε δέκα ειδικούς για το θέμα και το πιο ενδιαφέρον συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι παρά την πληθώρα των ερμηνειών, μόνον ένας από του δέκα ερωτηθέντες δεν αναφέρει τη Γερμανία ως υπαίτιο. Προφανώς κι αυτή η επιχειρηματολογία έχει στέρεες βάσεις. Οι μοιραίες επιλογές του καλοκαιριού του 1914 από το Γερμανό Κάιζερ και ιδίως η αποφάσεις του να παράσχει άνευ όρων στήριξη στον Αυστριακό ομόλογό του και να εγκρίνει την εισβολή του Βελγίου οδήγησαν σε ένα δρόμο δίχως επιστροφή.
Όμως, τί κρυβόταν πίσω από αυτό το κολοσσιαίο ρίσκο και γιατί ο Γουλιέλμος αποφάσισε να αναλάβει το κόστος ενός πολέμου που θα ήταν, όπως όλα έδειχναν, περιορισμένος; Ήταν απλά ένας πολεμοκάπηλος που ήθελε να επιβάλλει με την ισχύ των όπλων μία ηπειρωτική ηγεμονία; Ή μήπως οι Ευρωπαίοι ηγέτες βάδιζαν, όπως τονίζει κι ο Κρίστοφερ Κλαρκ* στο νέο του έργο, ως υπνοβάτες ολοταχώς προς την καταστροφή;
Για να κατανοήσουμε περισσότερο αυτό το ζήτημα χρήσιμο είναι να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στη θέση της Γερμανίας την παρούσα χρονική στιγμή. Η ενοποίηση της χώρας, που ναι μεν είχε ωφελήσει τα μέγιστα την οικονομική ανάπτυξη είχε, επίσης, προκαλέσει κι ένα μεγάλο αναβρασμό στο γεωπολιτικό στερέωμα. Η προσεκτική εξωτερική πολιτική του Βίσμαρκ είχε προσφέρει μια σχετική σταθερότητα, όμως η έλευση του Γουλιέλμου στο θρόνο και η εγκαινίαση μιας Παγκόσμιας πολιτικής (Weltpolitik) έφεραν τη Γερμανία, δυο δεκαετίες αργότερα, αντιμέτωπη με έναν πάγιο φόβο του γηραιού Πρώσου πολιτικού. Αυτόν της περικύκλωσης.
Η στρατιωτική συμφωνία που σύναψε η Γαλλία και η Ρωσία και η διευθέτηση των αποικιακών διαφορών μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και του Τσάρου φάνταζαν, στο μυαλό του Γερμανικού επιτελείου, ως μια μέγγενη έτοιμη να πνίξει το Ράιχ.
Οι αποικιακές κρίσεις των τελευταίων ετών, η έντονη στρατιωτικοποίηση της Γαλλίας, ο ναυτικός ανταγωνισμός και η αλματώδης ανάπτυξη της Ρωσίας έθεταν ένα μεγάλο υπαρξιακό διακύβευμα για τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ο χρόνος, πλέον, δε λειτουργούσε υπέρ του Κάιζερ. Μια παραδοσιακά εχθρική Γαλλία, σε συνδυασμό με μια Ρωσία έτοιμη να κινητοποιήσει τους τεράστιους πόρους της στα πρότυπα ενός τεχνολογικά προηγμένου πολέμου, θα σήμαιναν τον οριστικό στραγγαλισμό.
Για το λόγο αυτό εδώ τίθεται κι ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα του Μεγάλου Πολέμου. Ήταν οι μοιραίες επιλογές του καλοκαιριού του 1914 ένα προληπτικό χτύπημα που ερμηνεύεται από ένα αίσθημα ανασφάλειας;
Ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα προς αυτήν την κατεύθυνση μας δίνεται από τους πρώτους μήνες του πολέμου και τα στρατιωτικά σχέδια του Γερμανικού επιτελείου. Το περίφημο σχέδιο Σλίφεν, που είχε ως στόχο να προετοιμάσει τη Γερμανία για ένα διμέτωπο πόλεμο, προέβλεπε τη συγκέντρωση της συντριπτικής πλειονότητας των στρατευμάτων σε ένα αστραπιαίο χτύπημα κατά της Γαλλίας κι έπειτα την αντιμετώπιση του Ρωσικού κινδύνου. Υπό αυτήν την έννοια, η λευκή επιταγή προς την Αυστροουγγαρία αποκτά λογική.
Το γερμανικό επιτελείο είχε στηρίξει όλες του τις ελπίδες πιστεύοντας ότι οι δυνάμεις του Φραγκίσκου Ιωσήφ θα κρατούσαν το ανατολικό μέτωπο, δίνοντας το απαραίτητο ζωτικό χρόνο στο γερμανικό στρατό να αντιμετωπίσει τους Γάλλους. Συνεπώς, υπό αυτό το πρίσμα ο πόλεμος που ξέσπασε ήταν μια προσπάθεια των Γερμανών να επανασχεδιάσουν το χάρτη σε μια σύντομη αναμέτρηση που θα είχαν την πρωτοβουλία κινήσεων ώστε, μετέπειτα, να μπορούν να διαπραγματευτούν από θέση ισχύος.
Προφανώς στην ιστορία δεν πρέπει να επικεντρωνόμαστε μόνο σε έναν παράγοντα υπέρ κάποιου άλλου, και σίγουρα το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου δεν μπορεί να αποδειχθεί με κάποιον τρόπο ότι ήταν αναπόφευκτο. Υπάρχουν ειδικοί που υποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα από τη δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου, ο πόλεμος θα είχε λάβει χώρα. Εδώ τονίζεται μια λογική πολλαπλών πτυχών που οδήγησαν σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Εντούτοις, τον Ιούνιο του 1914 δεν ήταν τίποτε σίγουρο. Από τις πρωτογενείς πηγές που υπάρχουν στη διάθεση των ιστορικών, σχετικά με τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων ηγετών, ένα συναίσθημα προκύπτει ξεκάθαρα. Αυτό της αμηχανίας. Ίσως η προσωπικότητα του Γερμανού Αυτοκράτορα στο πώς διαχειρίστηκε την κατάσταση σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό momentum μπορεί και να δώσει κάποιες απαντήσεις.
[*Clark, Christopher, The sleepwalkers: how Europe went to war in 1914, London 2012]
Πηγή: Aixmi.gr