Ομιλία του Νίκου Δήμου
Θέμα: Για την ελευθερία της βούλησης
Ο όρος αυτός μου έφερε πολλές αναμνήσεις – αδιέξοδες, πολύωρες συζητήσεις στο Philosofisches Seminar 2, στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, μελέτες πολλών βιβλίων και ένα ποίημα σατιρικό που είχα γράψει πριν δεκαετίες με αυτό τον τίτλο:
Περί Ελευθερίας της Βουλήσεως
Θαύμαζα πάντα τους ανθρώπους που λένε πως έχουν «πειθαρχία»
έννοια για την οποία μέσα μου ουδέποτε ανακάλυψα αντιστοιχία.
Το να θέλω το Ένα και να κάνω το Άλλο επειδή «έτσι πρέπει»
είναι κάτι που δεν κατόρθωσα ποτέ – κι όποιος έχει μάτια βλέπει.
Όταν θέλω το Ένα κάνω το Ένα – και το κυριότερο
για να κάνω το Άλλο πρέπει να το θέλω πολύ περισσότερο.
Έχω πάντα την υπόνοια πως της πειθαρχίας οι οπαδοί
σίγουρα μας δουλεύουν και τούτο το λέω επειδή,
Ξέρω πως ήθελαν περισσότερο το Άλλο και απλώς προσποιούνται
πως ήθελαν τάχα το Ένα, μόνο για να ηρωοποιούνται.
Η συνέχεια είναι ακατάλληλη για ανήλικους, ιερείς και ψυχίατρους. Αλλά νομίζω πως η προβληματική του θέματος αναφέρεται με σαφέστατο τρόπο.
Θυμάμαι ακόμα τον καθηγητή μου στο Μόναχο Kurt Schilling που για το πρόβλημα αυτό μας είχε αφηγηθεί μία ιστορία.
«Ένας άνθρωπος στέκεται σε μία κεντρική πλατεία και κοιτάζει ψηλά. Κοιτάτε κι εσείς και δεν βλέπετε κάτι. Τον ρωτάτε: γιατί κοιτάς ψηλά; Σας απαντάει: Έτσι. Τον πιστεύετε; Σίγουρα όχι. Κι όμως, αν δεν αποδέχεστε το ‘έτσι’ έχετε ήδη απορρίψει την ελευθερία της βούλησης. Γιατί η ελευθερία αυτή είναι ακριβώς το ‘έτσι’ – η πράξη χωρίς αιτία και χωρίς κίνητρο».
Στο φοιτητικό μου αντίτυπο της «Κριτικής του Πρακτικού Λόγου» ξαναβρήκα τις υπογραμμίσεις και περιθωριακές σημειώσεις μου. Π. χ. στον Πρόλογο, όπου ο Καντ γράφει για την Ελευθερία (και τονίζει: «όχι με την ψυχολογική έννοια») ότι είναι απόλυτα απαραίτητη (υπογραμμίζει την Unentbehrlichkeit) αλλά και απόλυτα ακατανόητη (Unbegreiflichkeit). Θα έπρεπε, γράφει στην σελίδα 56, να βρεθεί «ένας νόμος της αιτιότητας μέσω ελευθερίας». (Ein Gesetz der Kausalität durch Freiheit).
Αυτός ο νόμος θα ήταν το «έτσι» του Schilling.
Είναι ενδιαφέρον να μιλάει κανείς σε ψυχιάτρους και ψυχοθεραπευτές για ελευθερία της βουλήσεως, όταν όλη η δουλειά τους είναι να βρίσκουν αιτίες για ψυχικές καταστάσεις, συμπεριφορές και πράξεις. Θα έλεγε κανείς ότι η έννοια της ελεύθερης βούλησης είναι ασυμβίβαστη με την ψυχιατρική. Μία απόφαση χωρίς αίτια, χωρίς κίνητρα, (αυτό σημαίνει ελεύθερη) θα ήταν αδύνατο να ερευνηθεί επιστημονικά. Θα ανήκε στον χώρο της μεταφυσικής – από τον οποίο έτσι κι αλλιώς προέρχεται η ιδέα μίας ελεύθερης βούλησης.
Ας πούμε μερικά ιστορικά.
Οι αρχαίοι δεν είχαν εντοπίσει κάποιο πρόβλημα. Ο γερμανός φιλόλογος Bruno Snell γράφει: «Μία βούληση με διάρκεια είναι κάτι ξένο για τους Έλληνες – η λέξη που αντιστοιχεί στο δικό μας ρήμα θέλω δεν υπάρχει στην γλώσσα τους».
Γι αυτούς υπήρχαν επιθυμίες (ορέξεις) και ο νους επεξεργαζόταν αυτές τις τάσεις και αποφάσιζε. Ο Αριστοτέλης χώριζε τα μέρη της ψυχής σε τρία: λογιστικό, θυμικό και επιθυμητικό. Η βούληση ανήκει στο λογιστικό «εν τω λογιστικώ γαρ η βούλησις». Η βούληση κινεί: «Εν δη το κινούν – το ορεκτικόν». «…ο μεν νους ου φαίνεται κινών άνευ ορέξεως – η γαρ βούλησις όρεξις – όταν δε κατά τον λογισμόν κινείται και κατά βούλησιν κινείται». Φυσικά υπάρχει και η περίπτωση της παράλογης επιθυμίας – που επιδιώκει κάτι επειδή, λανθασμένα, το θεωρεί καλό. Ο νους είναι πάντα σωστός αλλά η επιθυμία και φαντασία μπορεί να λανθάνουν. «Νους μεν ουν πας ορθός εστίν – όρεξις δε και φαντασία και ορθή και ουκ ορθή. (Περί Ψυχής 432 – 433).
Οι Στωικοί μιλούσαν για «εύλογον όρεξι» (δηλαδή λογική). Στις αρχαίες αναλύσεις η βούληση δεν ήταν η διαδικασία της επιλογής (αυτή την έκανε ο νους) ήταν απλώς ο μοχλός της απόφασης και άρα η αιτία της πράξης. Θέμα ελευθερίας δεν τίθεται σε κανένα αρχαίο στοχαστή. Ο άνθρωπος αποφασίζει είτε λογικά είτε παράλογα χωρίς να αναρωτιέται αν είναι ή όχι ελεύθερος να το κάνει. Σιωπηρά εξυπακούεται ότι – σε κάθε περίπτωση – είναι υπεύθυνος για την επιλογή του. Η ελευθερία του είναι η συμμόρφωση με τους νόμους – της φύσης του, της λογικής, του κόσμου.
“Οι άνθρωποι χρειάστηκαν έντεκα αιώνες μετά τον Αριστοτέλη για να εφεύρουν την ‘βούληση’» (pour inventer la “volonté”) γράφει ο ιστορικός της φιλοσοφίας R. A. Gauthier.
Στην Χριστιανική σκέψη η βούληση αυτονομείται – δεν υπόκειται πια στον λόγο αλλά στην θεία βούληση, δεν είναι ούτε λογική ούτε παράλογη είναι υπέρ τον λόγο. Στην σχολαστική φιλοσοφία υπάρχουν δύο τάσεις: η βουλησιαρχία (Scotus - voluntarismus) και η Θωμιστική νοησιαρχία.
Το πρόβλημα της ελευθερίας ουσιαστικά έχει τις ρίζες του στην χριστιανική θεολογία. Είναι σύμφυτο με πολλές πλευρές της μονοθεϊστικής σκέψης: με την σύλληψη ενός παντοδύναμου, πανάγαθου και παντογνώστη Θεού, με την παρουσία του κακού στον κόσμο και με την έννοια της αμαρτίας.
Η Θεοδικία απαιτεί μία εξήγηση για την παρουσία του πόνου, της οδύνης και του κακού στον κόσμο. Πως συμβιβάζεται με την έννοια ενός παντοδύναμου, πανάγαθου και παντογνώστη Θεού. Η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου είναι μία δικαιολογία.
Δύσκολη δικαιολογία, γιατί πώς μπόρεσε ο τέλειος και πανάγαθος να φτιάξει έναν ατελή κόσμο γεμάτο κακία. Επιστρατεύεται ο μύθος του Σατανά – αλλά και αυτός δημιούργημα του Θεού δεν ήταν; Επιστρατεύεται ο μύθος της Πτώσης και της έξωσης από τον Παράδεισο – αλλά ποιος έπλασε τον όφη; Και δεν γνώριζε εκ των προτέρων ο Παντογνώστης τι θα έκαναν οι Πρωτόπλαστοι;
Τελικά ίσως οι μόνοι ελεύθεροι άνθρωποι ήταν ο Αδάμ και η Εύα – από την στιγμή όμως που άσκησαν την ελευθερία τους, παίρνοντας την λάθος απόφαση – όλοι οι υπόλοιποι ήμασταν καταδικασμένοι. Γεννιόμαστε όλοι χρεωμένοι με το Προπατορικό Αμάρτημα. Τι ωραίος μοχλός εξουσίας για το ιερατείο…
Η ιστορία του προβλήματος της ελεύθερης βούλησης ή αυτεξούσιου – όπως αποκαλείται σήμερα – είναι η προσπάθεια να διασωθεί φιλοσοφικά μία θεολογική σύλληψη. Και ο Καντ που, όπως είπαν, έδιωξε από την πόρτα τον Θεό με την Κριτική του Καθαρού Λόγου και τον έβαλε μέσα από το παράθυρο στην Κριτική του Πρακτικού Λόγου, έκανε απελπισμένες προσπάθειες διάσωσης, θεσπίζοντας ένα τρίτο χώρο ανάμεσα στα φαινόμενα και τα νοούμενα για να την στεγάσει. (Intelligibilia).
Ο John Locke θεωρούσε πως η έκφραση «ελεύθερη βούληση» απλά δεν έχει νόημα. Ο David Hume έγραψε πως όλη η αντιπαράθεση αφορά λέξεις (a verbal issue). Πρόκειται για μία λανθασμένη αίσθηση (false sensation or seeming experience) που συνδέεται με πολλές από τις δραστηριότητές μας την στιγμή που τις κάνουμε. Όταν τις ξανασκεφθούμε, συνειδητοποιούμε πως ήταν αναγκαίες και προκαθορισμένες. Ακριβώς την ίδια σκέψη διατυπώνει και ο Schopenhauer. Νιώθουμε πάντα πως αποφασίζουμε ελεύθερα – αλλά όταν αργότερα αναλύσουμε την κίνησή μας βλέπουμε πως ήταν μέσα στα πλαίσια μίας αναγκαιότητας.
Ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση που κάνει ο Nietzsche στο “Πέρα από το καλό και το κακό» (παρ. 19). Γράφει: «Οι φιλόσοφοι συνηθίζουν να μιλάνε για την βούληση σαν να ήταν το πιο γνωστό πράγμα στον κόσμο. [ ] Αλλά εμένα η βούληση μου φαίνεται πάνω από όλα κάτι το πολύπλοκο, κάτι που μόνο σαν λέξη έχει ενιαίο νόημα…». Συνεχίζει αναλύοντας τα περιεχόμενα μίας βούλησης: κατάσταση προς- και από-, αίσθηση, αίσθημα, σκέψη, πάθος (Affekt). Η ελευθερία της βούλησης χαρακτηριστικά του φαίνεται σαν «πάθος υπερτέρησης» (Überlegenheit-Affekt). Υπάρχει εκεί εντολή, διαταγή. «Ένας άνθρωπος που βούλεται προστάζει κάτι μέσα του το οποίο υπακούει – ή για το οποίο νομίζει πως υπακούει». Από εδώ, στη «Βούληση για Δύναμη» (Wille zur Macht) είναι μικρή η απόσταση.
O σύγχρονος βρετανός φιλόσοφος Galen Strawson αναπτύσσει την σκέψη ότι αν πάμε πίσω στα αίτια μίας απόφασης (που την νομίζουμε ελεύθερη) θα φτάσουμε σε κάποιο σημείο όπου ο Regressus, η αλυσίδα των αιτίων, θα τελειώσει – για τον απλούστατο λόγο ότι κανένας δεν μπορεί να είναι η αιτία του εαυτού του.
Και ή νευροεπιστήμη; Το μικροπεριβάλλον του εγκεφάλου είναι τόσο σύνθετο και οι φυσικοχημικές αντιδράσεις μέσα σε αυτό τόσο γρήγορες που ακόμα δεν έχει αποσαφηνιστεί τίποτα. Μέχρι στιγμής έχουν βρεθεί αρκετές ενδείξεις για την διασύνδεση αποφάσεων με ερεθίσματα. Ξέρουμε πώς επηρεάζουν διάφορες ουσίες την λειτουργία του εγκεφάλου. Την ουσία ελευθερία (που ουσιαστικά είναι απουσία ουσίας) και αν ακόμα την συναντήσει ο ερευνητής, φοβάμαι πως δεν θα μπορεί να την καταγράψει.
Μία επιστημονικά πιο βάσιμη ερμηνεία δίνει η εξελικτική θεωρία με την έννοια της «δαρβινικής πλάνης». Σύμφωνα με τον εξελικτικό βιολόγο Λευτέρη Ζούρο, αναλύεται σε τέσσερεις προτάσεις: 1. Η διαδικασία της οποίας είμαστε το αποτέλεσμα δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην αντικειμενική γνώση του κόσμου. 2. Μεταξύ μιας ορθής και μίας λανθασμένης άποψης θα επικρατήσει εκείνη που προκαλεί την ταχύτερη εξάπλωση του γονιδίου, και 3. Αν το γονίδιο που εξαπλώνεται γρηγορότερα επάγει την λανθασμένη εντύπωση, τότε έχουμε μία «δαρβινική πλάνη». 4. Οι δαρβινικές πλάνες απορρίπτονται μέσω της επιστήμης.
Στις Δαρβινικές πλάνες συγκαταλέγει η επιστήμη την ιδιοκεντρική πλάνη, την τελεολογική, τις μεταφυσικές δοξασίες – και την αυταπάτη για την ελευθερία της βούλησης. Πρόκειται για πλάνες που μας βοηθάνε να ανταπεξέλθουμε στη μάχη της εξέλιξης – κάτι σαν «ζωτικά ψεύδη». Για μερικές μάλιστα, όπως οι μεταφυσικές δοξασίες, υπάρχει υπόνοια πως είναι καταγραμμένες και στο DNA μας.
Μία άλλη μεγάλη θεωρία – η ψυχαναλυτική – υπονόμευσε επίσης την έννοια του αυτεξούσιου. Ανάμεσα στο υποσυνείδητο και το Υπερεγώ ο χώρος για μία ελεύθερη απόφαση μοιάζει ελάχιστος. Δεν συνεχίζω για να μη θεωρηθεί ότι «κομίζω γλαύκας».
Είναι χαρακτηριστικό πως στην νεότερη φιλοσοφία το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης δεν εμφανίζεται καν, ή θεωρείται ψευδοπρόβλημα. Π. χ. στην επτάτομη «Εγκυκλοπαίδεια της Φιλοσοφίας» (Encyclopedia of Philosophy, Macmillan, επιμελητής Paul Edwards) δεν υπάρχει καν σχετικό άρθρο. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στα λήμματα: «Choosing, Deciding and Doing», «Voluntarism» και «Determinism». Η έμφαση δίνεται σήμερα στην διεξοδική ανάλυση των βημάτων που οδηγούν σε μία απόφαση. Εκεί είναι επίσης δύσκολο να ανιχνευθεί η ελευθερία.
Φαινομενολογικά, αναλύοντας τα περιεχόμενα του συνειδητού, μπορούμε μόνο να διαπιστώσουμε την
αίσθηση της ελευθερίας. Είναι αίσθηση ή ψευδαίσθηση; Σε ποιο βαθμό μπορεί μία συνειδητή απόφαση να επηρεάσει ρίχνοντας το βάρος της προς τα κίνητρα ή τα αντικίνητρα. Και πόσο πραγματικά ελεύθερη είναι αυτή η «συνειδητή απόφαση»;
Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ με ποιον πειραματικό ή λογικό τρόπο μπορεί να αποδειχθεί η ελευθερία.
Δυστυχώς φοβάμαι ότι η μόνη φιλοσοφική παρηγοριά των οπαδών της ελεύθερης βούλησης είναι η ιστορία με το γάιδαρο του μεσαιωνικού φιλόσοφου Μπουριντάν. Ο μυθικός αυτός γάιδαρος πέθανε της πείνας ανάμεσα σε δύο ίδια δεμάτια χόρτου, τα οποία αποτελούσαν ακριβώς ίσα κίνητρα απόφασης.
Και τι (θα αναρωτηθεί κάποιος) συμβαίνει με το πρόβλημα της ευθύνης; Αν η βούληση δεν είναι ελεύθερη τότε κανείς δεν είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του!
Η αμαρτία μπορεί να προϋποθέτει την ελεύθερη βούληση – η ευθύνη όχι. Τιμωρούμε κάποιον για μια παράνομη πράξη, άσχετα από τα κίνητρά της. Δημιουργούμε, σαν οργανωμένη κοινωνία ένα σύστημα αντικινήτρων για την παραβατικότητα και διατυπώνουμε κανόνες για την συμπεριφορά. Γι αυτό μπορεί κάποιος να είναι νομοταγής χωρίς αυτό να γίνεται χάρη στην ελεύθερη βούληση. Π.χ. μπορεί να μη παραβαίνει τον νόμο από φόβο της τιμωρίας. Ανελεύθερο. Η τιμωρία είναι το αρνητικό αίτιο της πράξης του – ή, θετικά, η επιθυμία για σωστή συμπεριφορά.
Μόνο ένα ανταποδοτικό, εκδικητικό (retributive) σύστημα δικαιοσύνης προϋποθέτει την ελεύθερη βούληση για να τιμωρήσει. Αλλά ευτυχώς το Δίκαιο σήμερα βλέπει εντελώς διαφορετικά τον ρόλο της ποινής. Σε μία δικαιική κρίση, η ύπαρξη ελαφρυντικών μπορεί να γίνει δεκτή. Ακόμα και η πλήρης απαλλαγή λόγω μειωμένου καταλογισμού. Κάτι ξέρετε εσείς οι ψυχίατροι από παρόμοιες γνωματεύσεις. Όχι όμως απαλλαγή λόγω γενικής ανυπαρξίας ελεύθερης βούλησης.
Ηθικά μπορεί να ισχύει η κομψή γαλλική έκφραση: tout comprendre c’ est tout pardonner – νομικά και φιλοσοφικά το πρόβλημα είναι πιο περίπλοκο.
Αν η εισήγησή μου σας φάνηκε λίγο ανεκδοτολογική, συγχωρήστε με, φταίει το θέμα. Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις για κάτι τόσο ασαφές και νεφελώδες, χωρίς να προσθέσεις στην ασάφεια και την σύγχυση. Προσπάθησα να μην διαπράξω αυτό το γνωστόν αμάρτημα. Άλλωστε η πρώτη μου αντίδραση, όταν πήρα την πρόσκληση, ήταν να κάνω μία εισήγηση εννέα μόνον λέξεων, ακολουθώντας την συμβουλή του Ludwig Wittgenstein στην γνωστή καταληκτική φράση του Tractatus Logico-Philosophicus: “Wovon man nicht sprechen kann, darüber muss man schweigen”. (Για ό,τι δεν μπορεί κανείς να μιλήσει πρέπει να σωπαίνε).
Πηγή: http://www.ndimou.gr/articledisplay.asp?time_id=606&cat_id=50