Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Νικολίτσα Γεωργοπούλου – Λιαντίνη: Η Τόλμη της Αμφιβολίας στη Βεβαιότητα της Πίστης


(Αφιέρωμα στην Κυριακή του Θωμά)

Είναι τόσο σημαντικό το πρόβλημα της πίστης, ώστε εκτείνεται πέρα από αφοριστικούς προσδιορισμούς. Το εύρος της έκτασής του το μεταλλάσσει σε δυναμική ένταση ερμηνείας του λειτουργικού του νοήματος. Και αν η αιτία της πίστης είναι ψηλαφητή, ο σκοπός της αναζητά το στήριγμα της βεβαιότητας. Ενώ η πίστη είναι για το υποκείμενο η απροσδιόριστη πραγματικότητα του άγνωστου γνώριμου, η αμφιβολία ως τόλμη είναι το γεγονός της αβέβαιης βεβαιότητας, και η απιστία είναι η λήθη της διαλεκτικής του Μηδενός και του Είναι.

Για τη Γνωσιολογία το ερώτημα είναι νομοθετικό. Ό,τι ενδιαφέρει είναι η ανακάλυψη της πηγής της βεβαιότητας, ότι η γνώση που οδηγεί στην πίστη είναι αληθινή. Η ύπαρξη της απάντησης σ’ αυτό το ερώτημα προϋποθέτει  την πλήρη ενάργεια του πιστευόμενου αντικειμένου, δηλαδή το αντικείμενο να αποκαλύπτεται με σαφήνεια, για να μπορεί να κατανοηθεί στην ουσία του και να συγκριθεί με την παραγόμενη κρίση.

Μόνο με αυτή τη σύγκριση ελέγχεται επιστημονικά η αλήθεια της γνώσης. Η ενάργεια ως λειτουργία αποκάλυψης σηματοδοτεί την παρατήρηση του γνωρίζοντος υποκειμένου στην αντικειμενική ισχύ του πλέγματος της κρίσης. Πού όμως πρέπει να αναζητηθεί η αφορμή για τη σημαντική αυτής της ενάργειας; Είναι σαφές ότι η γνώση των αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου φθάνει στη συνείδηση μέσα από την οδό των αισθήσεων, που μπορεί να πλανώνται. Η αληθινή γνώση μπορεί να αναζητηθεί μόνο  σε αντικείμενα γνώσης που είναι συστατικά μέρη της συνείδησης. Οι κρίσεις συνειδησιακών αντικειμένων είναι κρίσεις του συνειδότος. Κρίνεται απαραίτητη η διάκριση μεταξύ κρίσεων για συνειδησιακά υπερβατικά αντικείμενα του συνειδότος και κρίσεων για συνειδησιακά αισθητά αντικείμενα. Μόνο τα τελευταία χαρακτηρίζονται ως περιεχόμενο της συνείδησης, γιατί αντικείμενο και κρίση βρίσκονται άμεσα στο συνειδός.

Το καλλίτερο παράδειγμα για ένα συνειδησιακό αισθητό αντικείμενο είναι η πράξη της αμφιβολίας. Όταν ο άνθρωπος λέγει «αμφιβάλλω» υπάρχουν συγχρόνως στη συνείδησή του με άμεσο τρόπο η κρίση και το προς γνώση αντικείμενο, για το οποίο κρίνει, δηλαδή η πράξη της αμφιβολίας. Αν συγκρίνει την κρίση του με το αντικείμενο και διαπιστώσει συμφωνία, τότε έχουμε με αποδεικτικό τρόπο ένα παράδειγμα αληθινής γνώσης. Το παράδειγμα αυτό μπορεί να διευρυνθεί ως προς το περιεχόμενό του και να διατυπωθεί ο ισχυρισμός, ότι κάθε πράξη που γίνεται αντικείμενο μιας κρίσης είναι στη συνείδηση ακριβώς τόσο άμεσα αισθητή, όπως η ίδια η κρίση.

Μήπως όμως η πράξη της αμφιβολίας είναι φαινομενική και απατηλή; Πού υπάρχει η βεβαιότητα ότι εμείς είμαστε πραγματικά εκείνοι που επιτελούμε την πράξη της αμφιβολίας; Μια τέτοια ερώτηση είναι όμως γνωσιολογικά αδιανόητη, γιατί το γεγονός της αμφιβολίας μας, ως συνειδησιακής πράξης, μας είναι τόσο συνειδητό, όσο και η ίδια η πράξη. Ό,τι αμφιβάλλει είναι ένα μέρος του εγώ μας. Ακόμη και όταν ένα πολύ μικρό μέρος του εγώ μας είναι υπεύθυνο για αυτήν την πράξη, αποδεικνύεται η σύνολη ύπαρξη του εγώ. Αν το εγώ – υποκείμενο είναι με την πράξη επίσης άμεσα εναργές στη συνείδηση, τότε ένα άλλο «αντικείμενο» είναι επίσης άμεσα εναργές, δηλαδή ο νόμος της αιτίας και του αποτελέσματος. Γιατί όταν η πράξη και το υποκείμενο είναι εναργή, πρέπει να είναι όμοια εναργής και ο σύνδεσμος μεταξύ αυτών των δύο, δεδομένου ότι κατανοούμε τον εαυτό μας πάντοτε άμεσα ως αιτία της πράξης μας και την πράξη μας ως αποτέλεσμα της ενέργειάς μας.

Η πραγματικότητα δημιουργεί βέβαια με τις έννοιες την προϋπόθεση, προκειμένου να μπορέσουμε να διατυπώσουμε την τελική κρίση.  Η απόδειξη όμως της αλήθειας της κρίσης δεν μπορεί να αποκτηθεί από την πραγματικότητα, αλλά μόνο από την «ουσία» που υπάρχει στη συνείδηση ως βίωμα άμεσα εναργές. Και το άμεσα εναργές δεν έχει ανάγκη απόδειξης.

Μπροστά στην πίστη των πολλών η πράξη της αμφιβολίας των ολίγων φαντάζει συμπεριφορά ασεβής. Όμως αυτή η συμπεριφορά δεν ακυρώνει τη βαθύτερη διαδικασία της αμφιβολίας, προκειμένου να τολμήσει  να πορευτεί με ευλάβεια και σιωπή στο ανεξιχνίαστο μήνυμα, χωρίς να αγνοήσει τα φυσικά μέτρα. Η θύρα που κρύβει την κατανόηση και το φωτισμό δεν παραβιάζεται χωρίς το γνωσιολογικό κραδασμό της ιδιότυπης σχέσης ανάμεσα στην πλάνη και την βεβαιότητα.

Η αποδοχή του καθολικού απαιτεί ταραχή της ακινησίας, διάρρηξη της δυνατότητας στον ίλιγγο του απέραντου. Η πρόσκρουση στην απορία είναι πάντα δυσχερής, καταστατική όμως για το έσχατο «πιστεύω» της οντολογικής αναζήτησης. Όπως ο Σωκράτης ζήτησε τη γνώση μέσα από την άγνοια, ο μαθητής Θωμάς του κατά Ιωάννην ζήτησε την πίστη μέσα από την απιστία, που σημαίνει την αμφιβολία μέχρι τον τελικό ελλιμενισμό.

ΝΙΚΟΛΙΤΣΑ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΙΑΝΤΙΝΗ
ΟΜΟΤΙΜΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ 
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου