Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Μία συζήτηση για την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία


Είχα τις προάλλες μία συζήτηση με τους δευτεροετείς μου για την ηλεκτρομαγνητική (Η/Μ) ακτινοβολία και τους τρόπους που αυτή παράγεται. Αυτά όλα προβλέπονται από τις εξισώσεις του Maxwell (και τα μαθηματικά εκεί είναι ιδιαίτερα στρυφνά!), όμως πριν απ' όλα είναι αναγκαίο να κατανοήσει κάποιος τις υποκείμενες φυσικές έννοιες. Και αυτές, ευτυχώς, είναι εύκολα κατανοητές.

Παραθέτω ένα απόσπασμα από ένα παιδαγωγικό άρθρο του 2016:

--------------------------------

Η διάδοση ενέργειας μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων καλείται ηλεκτρομαγνητική (Η/Μ) ακτινοβολία. Έτσι, ένα φυσικό σύστημα που εκπέμπει ενέργεια στη μορφή Η/Μ κυμάτων λέμε ότι εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία ή, απλά, ότι ακτινοβολεί. Παραδείγματα τέτοιων συστημάτων είναι τα άτομα, τα μόρια, οι πυρήνες, τα θερμά σώματα, οι κεραίες των ραδιοφωνικών σταθμών, κλπ.

Από μια προσεκτική εξέταση των εξισώσεων του Maxwell προκύπτει ότι η Η/Μ ακτινοβολία παράγεται με βασικά δύο τρόπους: (α) με επιταχυνόμενα ηλεκτρικά φορτία, και (β) με χρονικά μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά ρεύματα. Ειδικά, ένα φορτίο που κινείται με σταθερή ταχύτητα (ευθύγραμμα και ομαλά) δεν ακτινοβολεί. Συνηθίζω να το εξηγώ αυτό στους μαθητές μου χρησιμοποιώντας την παρακάτω παραβολή:

Μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού πάτε ως το περίπτερο να αγοράσετε ένα παγωτό. Για να προλάβετε πριν λιώσει, αποφασίζετε να το φάτε στο δρόμο. Βαδίζετε αμέριμνοι σε ένα ευθύγραμμο μονοπάτι με σταθερό βήμα (άρα, με σταθερή ταχύτητα) χωρίς να πάρετε είδηση ένα σμήνος από μέλισσες που σας ακολουθούν πολιορκώντας το παγωτό σας! Όταν ξαφνικά τις αντιλαμβάνεστε, επιταχύνετε την κίνησή σας για να τους ξεφύγετε (είτε τρέχετε πιο γρήγορα προς τα μπρος, είτε απλά αλλάζετε κατεύθυνση πορείας). Τρομαγμένες, τότε, από την κίνησή σας αυτή, κάποιες μέλισσες αποκόπτονται από το σμήνος και πετούν μακριά, χωρίς ποτέ να επιστρέψουν.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Το «παγωτό» είναι ένα ηλεκτρικό φορτίο που αρχικά κινείται με σταθερή ταχύτητα, μεταφέροντας στην κατεύθυνση της κίνησής του την ολική ενέργεια του Η/Μ πεδίου του (το «σμήνος των μελισσών») η οποία μένει σταθερή. Όταν το φορτίο επιταχύνεται, ένα μέρος της ενέργειας αυτής (οι «μέλισσες» που πέταξαν μακριά) αποσπάται, κατά κάποιον τρόπο, και απομακρύνεται προς το άπειρο με την ταχύτητα του φωτός, υπό μορφή Η/Μ κύματος. Και, όσο πιο μεγάλη είναι η επιτάχυνση του φορτίου, τόσο πιο μεγάλη είναι και η ενέργεια της εκπεμπόμενης Η/Μ ακτινοβολίας στη μονάδα του χρόνου.

--------------------------------

Όταν τελείωσα την παράθεση της πιο πάνω παραβολής, ένας φοιτητής έκανε μία πολύ έξυπνη ερώτηση:

"Η επιτάχυνση είναι κάτι το σχετικό. Αν ένα φορτίο επιταχύνεται ως προς έναν ακίνητο παρατηρητή, αυτός θα βλέπει το φορτίο να εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία. Ένας παρατηρητής, όμως, που κινείται μαζί με το φορτίο προφανώς δεν θα βλέπει καμία ακτινοβολία! Πώς γίνεται το φορτίο ταυτόχρονα να εκπέμπει και να μην εκπέμπει;"

Αφού τον συνεχάρην για τη σκέψη του, θύμισα στην τάξη την έννοια του αδρανειακού συστήματος αναφοράς, την οποία είχαμε μελετήσει στο πρώτο έτος στο πλαίσιο της Μηχανικής (έχουμε αναφερθεί σχετικά σε άλλο άρθρο). Τους τόνισα και πάλι ότι σε αυτά και μόνο τα συστήματα αναφοράς ισχύουν οι νόμοι του Νεύτωνα, καθώς και εκείνοι του ηλεκτρομαγνητισμού. Έτσι, ένα ηλεκτρικό φορτίο εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία όταν επιταχύνεται ως προς έναν αδρανειακό παρατηρητή. Ο παρατηρητής που κινείται μαζί με το φορτίο δεν είναι αδρανειακός, έτσι - αν και σε εκείνον το φορτίο φαίνεται ακίνητο, άρα και μη-επιταχυνόμενο - δεν έχει "δικαίωμα" να ερμηνεύει τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα με βάση τις εξισώσεις του Maxwell και, αν επιμείνει να το κάνει, θα φτάσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ακόμα και ένα ακίνητο φορτίο ακτινοβολεί! Στην πραγματικότητα, βέβαια, το φορτίο ακτινοβολεί επειδή επιταχύνεται ως προς τον αδρανειακό παρατηρητή που παρακολουθεί το φορτίο.

Στο σημείο αυτό ανέφερα στους φοιτητές ότι ο Maxwell ήταν άτυχος που δεν πρόλαβε την θεωρία της σχετικότητας, αφού με βάση αυτήν είναι πολύ εύκολο να αποδειχθεί ότι ένα φορτίο που κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς έναν αδρανειακό παρατηρητή δεν ακτινοβολεί. Ας δούμε πώς:

Έστω φορτίο q που κινείται με σταθερή ταχύτητα (ευθύγραμμα και ομαλά) ως προς έναν αδρανειακό παρατηρητή Ο. Θεωρούμε και έναν παρατηρητή Ο΄ που κινείται μαζί με το φορτίο, άρα είναι κι αυτός αδρανειακός (αφού κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς τον Ο). Επειδή το q είναι ακίνητο ως προς τον Ο΄, ο παρατηρητής αυτός δεν θα καταγράφει εκπομπή Η/Μ ακτινοβολίας από το q.

Ας κάνουμε τώρα την υπόθεση ότι ο "ακίνητος" παρατηρητής Ο, ως προς τον οποίο το q κινείται με σταθερή ταχύτητα, βλέπει το q να ακτινοβολεί. Σύμφωνα με την αρχή της σχετικότητας, η Η/Μ ακτινοβολία διαδίδεται με την ίδια ταχύτητα c (ταχύτητα του φωτός) σε όλα τα αδρανειακά συστήματα αναφοράς. Έτσι, αν ο Ο βλέπει ακτινοβολία που διαδίδεται με ταχύτητα c, τότε και ο Ο΄ θα πρέπει να βλέπει την ίδια ακτινοβολία να διαδίδεται με την ίδια ταχύτητα. Όμως, όπως είπαμε πιο πριν, ο Ο΄ δεν βλέπει στην πραγματικότητα καμία ακτινοβολία! Γιατί οδηγηθήκαμε σε άτοπο; Διότι κάναμε μία λανθασμένη υπόθεση: ότι ο Ο βλέπει το q να ακτινοβολεί. Συμπέρασμα: το φορτίο q δεν μπορεί να ακτινοβολεί αν κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς τον αδρανειακό παρατηρητή Ο.

Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήσαμε καταρρέει αν το q επιταχύνεται ως προς τον Ο, αφού ο Ο΄, που κινείται μαζί με το φορτίο, δεν είναι τώρα αδρανειακός παρατηρητής και, συνεπώς, η αρχή της σχετικότητας δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί για να συσχετίσει τις παρατηρήσεις των Ο και Ο΄.

Παρά τις επαναστάσεις στη Φυσική που συνέβησαν κατά τον 20ό αιώνα, ο Νεύτωνας και ο Maxwell παραμένουν επίκαιροι. Γι αυτό και είναι αληθινά μεγάλοι!

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Κάμερα στην αίθουσα διδασκαλίας; Εξαρτάται…


Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία για τις κάμερες μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας. Και, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτό τον τόπο, τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για το ζήτημα έσπευσαν να υιοθετήσουν, αντίστοιχα, τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας. Το ένα επικαλείται «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των μαθητών», ενώ οι υποστηρικτές του άλλου επιδίδονται καθημερινά στα social media στις συνήθεις, καθολικά αφοριστικές ρητορείες περί «τεμπέληδων και άχρηστων εκπαιδευτικών που φοβούνται την αξιολόγηση».

Προσπερνώντας τα αλληλοφαγώματα του δικομματικού συστήματος σε έναν ευαίσθητο χώρο όπως η Παιδεία, θα θέλαμε σε αυτό το σύντομο σημείωμα να επισημάνουμε κάποιες λεπτές υφές του ζητήματος, χωρίς να ισχυριζόμαστε, ασφαλώς, ότι οι σκέψεις που ακολουθούν συνιστούν επαναστατικές τομές ή χαρακτηρίζονται από εξαιρετική πρωτοτυπία (έχουν άλλωστε ήδη γραφεί και ακουστεί πάρα πολλά…).

Σαν βάση συζήτησης, θα διακρίνουμε δύο είδη διδασκαλίας:

1. Την διαδραστική (interactive) διδασκαλία, όπου ο διδάσκων αλληλεπιδρά με τον διδασκόμενο. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο στην Πρωτοβάθμια, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο δάσκαλος κάνει διάλογο με τους μαθητές, τους απευθύνει ερωτήσεις και σχολιάζει ανοιχτά τις απαντήσεις τους. Συχνά ασκεί παράλληλα και αυστηρή κριτική στις συμπεριφορές τους.

(Σημειώνω εδώ ότι διαδραστική διδασκαλία είναι δυνατό να εφαρμοστεί και σε ολιγομελή πανεπιστημιακά τμήματα, κυρίως μεταπτυχιακού επιπέδου. Είναι ίσως ο πιο γόνιμος τρόπος να διδάσκει κάποιος στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση!)

2. Την ρητορική διδασκαλία, όπου ο διδάσκων κάνει μία προετοιμασμένη παρουσίαση (διάλεξη) σε ένα πιο ώριμο κοινό, το οποίο καταγράφει και αργότερα επεξεργάζεται περαιτέρω τα δεδομένα που του εκτέθηκαν. Ο «διάλογος» μεταξύ διδάσκοντος και διδασκομένων περιορίζεται σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, κυρίως μετά το τέλος (και λιγότερο συχνά κατά τη διάρκεια) της παρουσίασης. Αυτού του είδους τη διδασκαλία συναντούμε στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων και, γενικά, σε αίθουσες ακαδημαϊκών διαλέξεων.

Η διαδραστική διδασκαλία είναι μάθηση «εν τω γεννάσθαι». Είναι μία δημιουργική διαδικασία που περιέχει ως θεμελιώδη δομικά στοιχεία την προσπάθεια, το λάθος, και την εκ νέου προσπάθεια έως την επίτευξη του επιθυμητού μαθησιακού και συμπεριφορικού στόχου. Όμως, το δικαίωμα στο λάθος (απαραίτητο συστατικό της παιδαγωγικής διαδικασίας) προϋποθέτει το αίσθημα ασφάλειας που παρέχει η προστασία του από κάθε εξωτερική παρατήρηση και καταγραφή. Σε απουσία αυτού του αισθήματος, το παιδαγωγικά ωφέλιμο λάθος θα κινδυνεύει να υποκαθίσταται από δισταγμό, αυτοσυγκράτηση και ανούσια επιτήδευση…

Η ρητορική διδασκαλία, από την άλλη μεριά, όχι μόνο δεν υπόκειται στους ηθικούς και παιδαγωγικούς περιορισμούς της έξωθεν παρατήρησης αλλά, συχνά, την παρατήρηση αυτή την επιζητά και την καλοδέχεται. Είναι φανερή, λ.χ., η «ερωτική» σχέση που είχε ο Δ. Λιαντίνης με την κάμερα που κατέγραφε τις διαλέξεις του, τα videos των οποίων έχουν ευτυχώς σωθεί και αναρτηθεί στο Διαδίκτυο. Και πολλά έχω αποκομίσει ο ίδιος ως παιδαγωγός παρακολουθώντας στο YouTube διαλέξεις καθηγητών Φυσικής σε αμερικανικά πανεπιστήμια όπως το MIT.

Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε είναι ότι η κάμερα βιντεοσκόπησης θα μπορούσε να είναι παιδαγωγικά χρήσιμη σε μία ρητορικού τύπου διδασκαλία, αλλά η παρουσία της σε μία διαδραστική εκπαίδευση απαιτεί προσεκτικότερη εξέταση. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της κάμερας στην αίθουσα διδασκαλίας δεν προσφέρεται ως εύκολο αντικείμενο κομματικών διενέξεων, ούτε ως (μία ακόμα) αφορμή εκφοράς κοινότοπης πολιτικής ρητορείας.

Σε ό,τι αφορά τις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, έχει διατυπωθεί και η πρόταση δημιουργίας βιντεοσκοπημένων παρουσιάσεων των μαθημάτων από εκπαιδευτικούς, σε χώρους έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας (ή εντός, χωρίς την παρουσία μαθητών). Ακούγεται καλή ιδέα, ας την έχει υπόψη το αρμόδιο Υπουργείο…

ΤΟ ΒΗΜΑ

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Πόσες κάμερες ανά αίθουσα διδασκαλίας; Το υπολογίσαμε!


Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία για την τοποθέτηση κάμερας στην αίθουσα διδασκαλίας, με σκοπό την βιντεοσκόπηση του μαθήματος.

Αυτό που δεν προσδιόρισε κανείς, ωστόσο, είναι το πόσες κάμερες απαιτούνται σε κάθε αίθουσα έτσι ώστε να γίνεται απόλυτα σωστά η δουλειά. Μπήκαμε στον κόπο και το κάναμε εμείς, χρησιμοποιώντας πολύπλοκα μαθηματικά μοντέλα. Αποτέλεσμα: Καταλήξαμε στην μαθηματική εξίσωση που βλέπετε στην εικόνα, όπου το Χ παριστά τον ιδανικό αριθμό των καμερών ανά αίθουσα διδασκαλίας.

Εργαζόμαστε τώρα πάνω στο πρόβλημα της επίλυσης της εξίσωσης. Για ό,τι νεότερο θα σας ενημερώσω...

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Γιατί δεν πρέπει να βιντεοσκοπείται το μάθημα (άρθρο του Γ. Θαλάσση)


Οφείλω να ομολογήσω ότι ο Γιώργος Θαλάσσης έχει άποψη - την δική του άποψη, είτε συμφωνεί κάποιος μαζί της είτε όχι - και την τεκμηριώνει με τον τρόπο που εκείνος επιλέγει.

Τοποθετήσεις του τύπου "γιατί, τι έχετε να φοβηθείτε αν κάνετε καλά τη δουλειά σας;" ή "μήπως στ' αλήθεια φοβάστε την αξιολόγηση, γι' αυτό δεν θέλετε τις κάμερες;" είναι τετριμμένα ρητορικά ερωτήματα κενά περιεχομένου και στερούμενα ουσιαστικής επιχειρηματολογίας.

Αυτό που πρέπει να καταλάβουν κάποιοι - ένθεν και ένθεν - είναι ότι το ζήτημα δεν είναι πολιτικό και δεν πρέπει να τίθεται ως τέτοιο. Είναι ζήτημα καθαρά εκπαιδευτικό, και μόνο από αυτή τη σκοπιά πρέπει να εξετάζεται!

Ο Θαλάσσης έχει μερικά αξιοπρόσεκτα επιχειρήματα. Αν υπάρχει αντίλογος, ας ακουστεί στο πνεύμα της σύνθεσης των ιδεών και όχι της στείρας πολιτικής αντιπαράθεσης...

Διαβάστε το άρθρο