Πολλή συζήτηση γίνεται αυτές τις μέρες για τον νόμο περί «Καταπολέμησης Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας»,
σχέδιο του οποίου δημοσίευσε το «Βήμα». Το κατά πόσον ο ρατσισμός και η ξενοφοβία καταπολεμούνται με νομοθετήματα, είναι ένα σημαντικό ζήτημα που όμως δεν θα επιχειρήσουμε να θίξουμε εδώ. Θα περιοριστούμε στο σχολιασμό κάποιων σημείων του νομοσχεδίου (σ’ αυτή την εκδοχή του, τουλάχιστον, που διαβάσαμε στο «Βήμα») τα οποία, κατά τη γνώμη μας, χρειάζονται προσεκτικότερη εξέταση...
1. Αν και η ξενοφοβία είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, μια καλά καθορισμένη έννοια, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον ρατσισμό. Ο όρος είναι εννοιολογικά κατακερματισμένος και μοιάζει να περιγράφει μια (ατελή) συλλογή ιδεών ή συμπεριφορών που ευνοούν κάποιας μορφής διακρίσεις (ρατσισμός με βάση τη φυλετική προέλευση, το φύλο, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, κλπ., ακόμα και «ρατσισμός» κατά των καπνιστών!).
Σε
πρόσφατο άρθρο κάναμε μια προσπάθεια σύνθεσης των επιμέρους συνιστωσών του όρου αυτού κάτω από ένα ενιαίο εννοιολογικό πλαίσιο, χωρίς να ισχυρίζομαι βέβαια ότι ο γενικός ορισμός που προτείναμε καλύπτει νομικά, κοινωνικά και ηθικά κάθε πιθανή πτυχή του θέματος! Κατά την αντίληψή μου, το ζήτημα του ακριβούς εννοιολογικού προσδιορισμού του ρατσισμού παραμένει ανοιχτό.
Θα θέσω ένα ερώτημα που ίσως σε κάποιους φανεί ενοχλητικό: Φανταστείτε ότι –πράγμα όχι ασύνηθες– ένας κακοποιός (μετανάστης ή όχι) προικισμένος με ανώτερα βιολογικά χαρακτηριστικά (σωματώδης, γεροδεμένος και σκληραγωγημένος στις κακουχίες), έχων πλήρη επίγνωση της φυσικής ανωτερότητάς του, επιτίθεται και τραυματίζει ή φονεύει μια αδύναμη ηλικιωμένη με σκοπό να της αρπάξει λίγα χρήματα. Είναι αυτό ή όχι πράξη ρατσισμού; Με βάση ποια αντίληψη της έννοιας «ρατσισμός» θα μπορούσε να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα; Πώς μεριμνά ο νομοθέτης για το θύμα μιας τέτοιας εγκληματικής ενέργειας, η οποία διαπράττεται από άτομο που θεωρεί de facto πως η φυσική του υπεροχή έναντι κάποιων άλλων του δίνει δικαίωμα ζωής ή θανάτου πάνω τους;
Σε ό,τι αφορά τον ρατσισμό, λοιπόν, η νομοθετική αντιμετώπιση του θέματος γίνεται με τρόπο αποσπασματικό, μεροληπτικό και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς να παρέχεται καν ένας ενιαίος και καθολικός προσδιορισμός αυτής τούτης της αξιόποινης συμπεριφοράς!
2. «Σκοπός του νόμου είναι η καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας...» Η τοποθέτηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας «στο ίδιο καλάθι», σαν περίπου οι όροι να είναι συνώνυμοι ή έστω κοντινοί συγγενείς, είναι πρόχειρη, αδόκιμη, ίσως κι αφελής! Ο ρατσισμός σε κάθε περίπτωση είναι αρνητική έννοια, τόσο ως ιδεολογία όσο και, ιδιαίτερα, ως πρακτική. Τούτο δεν μπορεί να λεχθεί a priori για την ξενοφοβία.
Ποιος μπορεί, καταρχήν, να καταδικάσει ηθικά ή νομικά το αίσθημα του φόβου, μια θεμελιώδη ψυχική εκδήλωση άμεσα σχετιζόμενη με την ίδια την αυτοσυντήρηση; Με ποια λογική, λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να ποινικοποιήσει το φόβο; Η έκφραση «εκδηλώσεις ξενοφοβίας» είναι ασαφής και ανοιχτή σε παρερμηνείες. Ο νομοθέτης προφανώς εννοεί την υιοθέτηση συμπεριφορών που έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ξενοφοβικών αισθημάτων στο κοινωνικό σύνολο. Κι εδώ απαιτούνται διευκρινίσεις, καθώς υπάρχουν υποπεριπτώσεις:
(α) Σκόπιμη διασπορά ψευδών ειδήσεων με πρόθεση να προκαλέσουν ή να ενισχύσουν αισθήματα ξενοφοβίας. Αναμφίβολα μια αξιόποινη πράξη, και σ’ αυτό δεν χωρά οποιαδήποτε συζήτηση!
(β) Δημοσιοποίηση προσωπικών απόψεων ή αισθημάτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ξενοφοβικές αντιδράσεις, χωρίς εν τούτοις να στοιχειοθετείται πρόθεση δόλιου επηρεασμού της κοινής γνώμης.
Εδώ υπάρχει ορατός κίνδυνος παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου! Παράδειγμα: Κάποιος πέφτει θύμα εγκληματικής ενέργειας με δράστες αλλοδαπούς μετανάστες (όχι απαραίτητα νόμιμους, αλλά αυτό δεν δείχνει να απασχολεί ιδιαίτερα τον νομοθέτη...). Για λόγους ψυχολογικής αποφόρτισης, αισθάνεται την ανάγκη να κοινοποιήσει το συμβάν (π.χ., στο Διαδίκτυο) και να εκφράσει τα παράπονά του προς την πολιτεία για την κακή διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος. Αυτό σίγουρα θα έχει ως αποτέλεσμα μια μερική ενίσχυση των ξενοφοβικών αισθημάτων του κοινωνικού συνόλου.
Είναι ποινικά κολάσιμη, κι αν ναι με ποια λογική, η απλή άσκηση ελευθερίας του λόγου εκ μέρους του θύματος; Θα το αντιστρέψω: Έχουμε υπάρξει μάρτυρες ανθελληνικών εκδηλώσεων (συχνά με έντονο το στοιχείο του μίσους) τόσο σε ελληνικά γήπεδα, όσο και σε εγχώριους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Μεριμνά γι’ αυτό (στο πλαίσιο της ισότητας των ανθρώπων) ο κατά τα άλλα ευαίσθητος και αμερόληπτος νομοθέτης;
3. Εκφράσεις όπως «ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων» και «όποιος με πρόθεση (...) προκαλεί ή διεγείρει...», χρειάζονται περαιτέρω εξέταση. Πότε ακριβώς μια ρατσιστική ή ξενοφοβική εκδήλωση κρίνεται ως «ιδιαίτερα σοβαρή», και πότε είναι «απλά σοβαρή» ή και άνευ σημασίας; Και, πόσο εύκολα μπορεί να στοιχειοθετείται σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη (ή μη ύπαρξη) πρόθεσης; Τέτοιες ασάφειες μαρτυρούν προχειρότητα, και θα πρέπει να εξαλειφθούν στην τελική εκδοχή του νόμου!
4. Η άρνηση επίσημα αναγνωρισμένων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας είναι μάλλον υπόθεση ευθύνης του ψυχιάτρου, παρά του νομοθέτη! Γιατί η ελευθερία του λόγου δεν μπορεί να καταργείται ούτε ακόμα κι εκεί που αρχίζει ο βιασμός του αυταπόδεικτου. Ο εγκωμιασμός, ωστόσο, τέτοιων εγκλημάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόποινη πράξη, εφόσον έμμεσα προτρέπει σε μελλοντική επανάληψή τους.
Θα περιοριστώ σ’ αυτές τις λίγες παρατηρήσεις, που κι αυτές τις κάνω με επιφύλαξη καθώς δεν γνωρίζουμε ούτε την τελική τύχη, ούτε την τελική μορφή του αντιρατσιστικού νόμου.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας δεν είναι ευθύνη μόνο του νομοθέτη. Προτού φτάσει η υπόθεση στην αίθουσα του δικαστηρίου, θα πρέπει να εξετάσουμε κάτω από ποιες συνθήκες μολύνθηκε η σκέψη και η συνείδηση ενός ανθρώπου. Κι εκεί ίσως ν’ ανακαλύψουμε και κάποιες δικές μας (έμμεσες και μακρινές, έστω) ευθύνες...
ΤΟ ΒΗΜΑ