Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Νίκος Καζαντζάκης: "Η Νέα Παιδαγωγική" (Απόσπασμα από την "Αναφορά στον Γκρέκο")


Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ' ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. "Δε θωράς, μωρέ, τα πόδια του" λέγαμε ο ένας στον άλλον σιγά, να μη μας ακούσει, "δε θωράς μωρέ, πως τυλιγαδίζουν1 τα πόδια του; και πως βήχει; δεν είναι Κρητικός". Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα 'ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική, μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος, η Παιδαγωγική έλειπε, θα 'ταν σπίτι.

Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ' ένα χαρτί γεμάτο κουκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα, αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά να του φιλούμε το χέρι. "Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!" είπε και μας έδειξε το βούρδουλα. "Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!". Κι αλήθεια είδαμε, όταν κάναμε καμιά αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα παντελονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ' αφτιά, ωσότου έβγαινε αίμα.

Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο: - Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό; Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα. - Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου. Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του. - Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει. Είχε ιδρώσει, σταμάτησε. - Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός! Ήταν όμως και πονηρούτσικος ο σύζυγος της Νέας Παιδαγωγικής. Μια μέρα μας λέει: "Αύριο θα σας μιλήσω για το Χριστόφορο Κολόμβο, πώς ανακάλυψε την Αμερική. Μα για να καταλάβετε καλύτερα, να κρατάει καθένας σας κι από ένα αυγό, όποιος δεν έχει αυγό, ας φέρει βούτυρο!".

Είχε και μιαν κόρη της παντριγιάς, την έλεγαν Τερψιχόρη· κοντή, μα πολύ νόστιμη, πολλοί τη ζητούσαν, μα δεν ήθελε να την παντρέψει. "Τέτοιες ατιμίες" έλεγε "δε θέλω εγώ στο σπίτι μου". Κι όταν το Γενάρη οι γάτες έβγαιναν στα κεραμίδια και νιαούριζαν, έπαιρνε μια σκάλα, ανέβαινε στη στέγη και τις κυνηγούσε. "Ανάθεμα τη φύση" μουρμούριζε "ανάθεμα τη· δεν έχει ηθική!".

Τη Μεγάλη Παρασκευή μας πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο. Μας γύρισε ύστερα στο σκολειό να μας εξηγήσει τι είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε και τι θα πει Σταύρωση. Αραδιαστήκαμε στα θρανία, κουρασμένοι, βαριεστημένοι, γιατί δε φάγαμε σήμερα παρά ξινό λεμόνι και δεν ήπιαμε παρά ξίδι, για να δοκιμάσουμε κι εμείς τον πόνο του Χριστού. Άρχισε λοιπόν ο άντρας της Νέας Παιδαγωγικής, με βαριά επίσημη φωνή, να μας ξηγάει πως ο Θεός κατέβηκε στη γη και γίνηκε Χριστός, κι έπαθε και σταυρώθηκε για να μας σώσει από την αμαρτία. Ποιαν αμαρτία; καλά - καλά δεν καταλάβαμε· μα καταλάβαμε καλά πως είχε δώδεκα μαθητές κι ένας τον πρόδωκε, ο Ιούδας. - Κι ήταν ο Ιούδας, σαν ποιον; σαν ποιον; Σηκώθηκε από την έδρα ο δάσκαλος κι άρχισε να προχωράει αργά, απειλητικά, από θρανίο σε θρανίο και μας κοιτούσε, ένα ένα. - Κι ήταν ο Ιούδας σαν τον… σαν τον.. Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του και τον μετακινούσε από τον ένα μας στον άλλο, ζητώντας να βρει με ποιον έμοιαζε ο Ιούδας. Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε μην μπας και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό απάνω μας. Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή και το δάχτυλο του στάθηκε σ' ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά. Ήταν το Νικολιό που 'χε φωνάξει πέρυσι στην Τρίτη Τάξη: "Σώπα, δάσκαλε, ν' ακούσουμε το πουλί". - Να, σαν το Νικολιό! φώναξε ο δάσκαλος. Απαράλλαχτος. Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος, κι αυτός, κι είχε κόκκινα μαλλιά, κόκκινα κόκκινα, σαν τις φλόγες της Κόλασης! Να το ακούσει το κακόμοιρο το Νικολιό, ξέσπασε σε θρήνο, κι εμείς όλοι, που είχαμε γλιτώσει από τον κίνδυνο, τον αγριοματιάζαμε με μίσος και συμφωνήσαμε κρυφά από θρανίο σε θρανίο, άμα βγούμε έξω να τον σπάσουμε στο ξύλο που πρόδωκε το Χριστό. Ευχαριστημένος ο δάσκαλος που έτσι μας έδειξε χειροπιαστά, καθώς το ορίζει η Νέα Παιδαγωγική, πώς ήταν ο Ιούδας, μας σκόλασε, κι εμείς βάλαμε στη μέση το Νικολιό, κι ως βγήκαμε στο δρόμο αρχίσαμε να τον φτύνουμε και να τον δέρνουμε, πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας, μα εμείς τον κυνηγήσαμε με τις πέτρες, τον προγκούσαμε "Ιούδα! Ιούδα!" ωσότου έφτασε σπίτι του και τον τρύπωξε μέσα.

Το Νικολιό δεν ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό. Ύστερα από τριάντα χρόνια που είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια· έφερνε σ' ένα χρωματιστό μαντίλι τα καινούργια παπούτσια που 'χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για την Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι. - Δε με γνωρίζεις; έκαμε, δε με θυμάσαι; Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα. - Το Νικολιό! φώναξα και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου. - Ο Ιούδας… έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία.

1. τυλιγαδίζουν: μοιάζουν με ξύλινο, διχαλωτό ραβδί, στραβώνουν.

Ν. Καζαντζάκης (1833-1957): Κρητικός πεζογράφος και ποιητής, από τους καινοτόμους συγγραφείς της νεότερης Ελλάδας. Έργα του: "Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται", "Αναφορά στον Γκρέκο", "Ο Καπετάν-Μιχάλης", "Ασκητική", "Βίος και Πολιτεία του Α. Ζορμπά", κ.ά.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Η πεταλούδα και το κουλούρι (μια απλή ιστορία)

* Το μικρό αυτό αλληγορικό διήγημα που παρουσιάζεται, σε αναθεωρημένη έκδοση, στο αναγνωστικό κοινό του Aixmi.gr, πρωτοδημοσιεύθηκε σε ηλεκτρονική μορφή στην (παλιά) «Ελευθεροτυπία» και στο «Βήμα». Γράφτηκε σε μια εποχή που ο τόπος αυτός είχε μόλις αρχίσει να αποτελεί αποδιοπομπαίο τράγο της Ευρώπης και αγαπημένο θέμα αισχρής σάτιρας ποικίλων γερμανικών εντύπων και τηλεοπτικών διαύλων. Το ερώτημα πίσω από την αλληγορία ήταν απλό και εφιαλτικό: Πόσο θα άντεχε το μπαλόνι της κοινωνικής αγανάκτησης πριν εκραγεί από κάποιο «τυχαίο» γεγονός; Με την εκ των υστέρων σοφία, γνωρίζουμε τώρα πως το μπαλόνι, νικημένο από την εξάντληση και τον συμβιβασμό, ξεφούσκωσε χωρίς ποτέ να σπάσει…

Η τηλεόραση κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να τραβήξει την κουρασμένη προσοχή μου με ανακοινώσεις νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων, με σενάρια εθνικών καταστροφών και με αναπαραγωγή δηλώσεων διεθνών πολιτικών παραγόντων που δοκίμαζαν τα όρια της αντοχής του ελληνικού μου φιλότιμου και του αισθήματος της εθνικής μου αξιοπρέπειας. Έξω στο δρόμο, άνθρωποι σκυφτοί… Θαρρείς απόλυτα υποταγμένοι πια στη μοίρα τους, συμβιβασμένοι ακόμα και με την ιδέα του επικείμενου αφανισμού τους, για τον οποίο τους είχαν πείσει πως αυτοί και μόνο ήταν υπεύθυνοι…

Σκέφτηκα, πόσο ακόμα θ’ αντέξει το μπαλόνι την πίεση της καρφίτσας που επίμονα το πολιορκεί; Πότε άραγε θα τινάξει τα φτερά της η πεταλούδα της «θεωρίας του χάους», να προκαλέσει καταιγίδα κι ανεμοστρόβιλο που θα ισοπεδώσουν τον βολικό μας μικρόκοσμο που τόσο είχαμε νομίσει ακλόνητο; Πότε θα γίνει το κακό, το φονικό «δι’ ασήμαντον αφορμήν», όπως έλεγαν παλιά στα δικαστήρια και στις εφημερίδες, και ποια θα είναι η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι; Θυμήθηκα τότε μια ιστορία που είχα ακούσει χρόνια πριν, για ένα κουλούρι που είχε παίξει τον ρόλο της «πεταλούδας» σε μια οικογενειακή τραγωδία…

Η οικογένεια φτωχή, τέσσερις άνθρωποι στοιβαγμένοι στα λίγα τετραγωνικά ενός υπόγειου μιας πολυκατοικίας στην οποία ο πατέρας δούλευε σαν θυρωρός και η μητέρα σαν καθαρίστρια. Ο Νίκος (ας τον ονομάσουμε έτσι) έκανε όνειρα για σπουδές, για μια καλή θέση στην κοινωνία μακριά απ’ τη μιζέρια που ήξερε, για μια ευτυχισμένη ζωή πλάι στην κοπέλα που τον λάτρευε…

Τα χρόνια εκείνα, όμως, δεν ήταν επιτρεπτό να φτιάξει τη ζωή του ο αδελφός προτού «αποκαταστήσει» την αδελφή του. Την αδελφή του Νίκου την ζήτησε ένας υδραυλικός. Καλό παιδί, μα ήθελε κι αυτός το κάτι τι του για να ξεκινήσει μια δική του δουλειά, χωρίς αφεντικό να του φωνάζει συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι. Ο πατέρας και η μάνα έπεσαν στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις τώρα. Να φτιάξουμε την προίκα της, και μετά έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου!»

Με καρδιά βαριά από το αίσθημα του χρέους και τη θλίψη για όσα θα έπρεπε ν’ αφήσει πίσω, αποχαιρέτησε την αγαπημένη του που του ορκίστηκε πως θα τον περιμένει όσο χρειαστεί, και κίνησε για μια ξένη χώρα, εργάτης στα ορυχεία. Δούλεψε για χρόνια σκληρά, και τον μισθό – που ήταν καλός – τον έστελνε πάντα σπίτι. Μέχρι που κάποια στιγμή αρρώστησε σοβαρά από τη σκόνη και την υγρασία, και οι γιατροί τού είπαν πως θα ‘πρεπε να σταματήσει…

Αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Άλλωστε, είχε ήδη στείλει αρκετά χρήματα για να κάνει την προίκα η αδελφή του, που ζούσε τώρα με τον άντρα και τα παιδιά της σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα πάνω ακριβώς από το μοντέρνο κατάστημα ειδών υγιεινής που είχαν ανοίξει. Αυτός όμως είχε καταφέρει μέσα σ’ αυτά τα χρόνια να βάλει λίγα λεφτά στην άκρη, για να ξεκινήσει και τη δική του ζωή με τη γυναίκα που τον περίμενε καρτερικά, στα μαλλιά της οποίας – όπως και στα δικά του – είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι πρώτες άσπρες τρίχες…

Μα η άτιμη η ζωή αλλιώς τα λογαριάζει! Ο γαμπρός είχε ξανοιχτεί πολύ στην αγορά, παίρνοντας δάνεια που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει. Είχε ακούσει και κάτι φίλους που τον «έψηναν» καιρό για το Χρηματιστήριο… Τώρα η τράπεζα απειλούσε να τους πάρει το σπίτι. Και μέσα σ’ όλα αυτά, οι σχέσεις του ζευγαριού δεν πήγαιναν καλά (λέγαν πως εκείνος κάποιαν έβλεπε τα Σαββατοκύριακα που πήγαινε μόνος εκδρομές…). Οι γονείς, γέροι και μικροσυνταξιούχοι πια, έπεσαν πάλι στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις. Κι αν όχι για την αδελφή σου, κάντο για τ’ ανίψια σου, που θα μείνουν στο δρόμο και δίχως πατέρα!»

Κι εκείνος, πειθήνιο πάντα όργανο της οικογενειακής ηθικής, άνοιξε αδιαμαρτύρητα το σεντούκι κι έβγαλε από μέσα τις τελευταίες, πολύτιμες οικονομίες του. Πράγμα που σήμανε και το οριστικό τέλος των δικών του ονείρων, αφού η γλυκιά και καρτερική αιώνια μνηστή του δεν άντεξε άλλο στην πίεση της οικογένειάς της και είπε απρόθυμα το «ναι» σε μια καλή πρόταση…

Τώρα πια συντηρούσε τον εαυτό του κάνοντας τον θυρωρό στην ίδια πολυκατοικία που μεγάλωσε, ζώντας μαζί με τους γέρους στο ίδιο πάντα υπόγειο. Η μεγαλύτερη – ίσως κι η μοναδική – χαρά της μέρας του ήταν όταν ξεπρόβαλλε το πρωί στην είσοδο ο κουλουράς, να του αφήσει για δυο δραχμές το καθημερινό του κουλούρι που θα το απολάμβανε λίγο-λίγο στη βάρδια. Εκείνη τη μέρα, όμως, είπε να το φυλάξει για το απόγευμα, με τον καφέ. Το τύλιξε προσεχτικά σε μια πετσέτα, και το ακούμπησε τελετουργικά στο τραπέζι της κουζίνας…

Γυρνώντας στο σπίτι το απόγευμα, είδε πως έλειπε απ’ το τραπέζι το πολύτιμο κουλούρι. Στις φωνές του απάντησε η μάνα του: «Τι κάνεις έτσι; Πέρασε η μικρή, το είδε και το ήθελε. Τι να ‘λεγα, μαλώνει ο θείος; Άντε, τράβα στο φούρνο να πάρεις άλλο. Πω-πω, ούτε του αγγέλου σου νερό δεν δίνεις!»

Θόλωσε το μυαλό του! Άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας και πήρε το μεγάλο, το κοφτερό μαχαίρι. Πρώτη έπεσε η μάνα. Μετά ο πατέρας που μόλις γύριζε απ’ το καφενείο. Λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι στο διαμέρισμα της αδελφής του. Εκείνη την ώρα ήταν όλοι μέσα…

Στο δικαστήριο, ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης καθώς μιλούσε για ένα αποτρόπαιο μαζικό έγκλημα «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Στο τέλος, ο κατηγορούμενος κλήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, εξηγώντας την πράξη του. Τότε εκείνος, με ένα παιδικό παράπονο στη φωνή και λίγο πριν ξεσπάσει σε υστερικό κλάμα, πρόλαβε να αρθρώσει μόνο μια φράση: «Μου πήραν το κουλούρι!»

Η ιστορία αυτή, ίσως, και να ‘ναι αληθινή. Λίγο-πολύ, εξάλλου, την έχουμε ζήσει όλοι, από τη μία πλευρά ή την άλλη, ως «θύματα» ή ως «θύτες». Σήμερα, ο «Νίκος» θα μπορούσε να συμβολίζει έναν ολόκληρο λαό που ακόμα υπομένει καρτερικά… Υπομένει τη φτώχια και την αβεβαιότητα για το αύριο, τις χυδαίες εθνικές προσβολές από αλαζόνες ξένους πολιτικούς και φτηνές αλλοδαπές φυλλάδες, την προκλητικότητα ντόπιων «κορακιών» που θησαύρισαν στραγγίζοντας τα τελευταία αποθέματα του εθνικού πλούτου, τους γελοίους αλληλοσπαραγμούς πολιτικών σχηματισμών που τους αρκεί να κατέχουν την εξουσία έστω και πάνω σε ερείπια… Αντιμέτωπος ακόμα και με τις ίδιες του τις ενοχές για τη δική του την κατάντια μέσω απερίσκεπτης διολίσθησης στην τεχνητή ευμάρεια και τον ακόρεστο υπερκαταναλωτισμό…

Το βασανιστικό ερώτημα που αρχίζει να στοιχειώνει στο μυαλό μας είναι αν το μπαλόνι της ανοχής αντέξει την πίεση της κοινωνικής αγανάκτησης, ή μήπως κάποια μέρα εμφανιστεί στο τραπέζι ένα «κουλούρι» για να παίξει τον σατανικό ρόλο της πεταλούδας του χάους. Κι αυτό το επεισόδιο δεν θα ‘ναι πια θέμα για ατάλαντους διηγηματογράφους, μα αντικείμενο μελέτης για τους ιστορικούς του μέλλοντος!

* Ευχαριστώ το Aixmi.gr για την φιλοξενία της αναθεωρημένης έκδοσης του διηγήματος.

Aixmi.gr