Γράφει ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος:
Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ό,τι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι` αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη.
(...)
Αυτοί νομίζουν ότι, επειδή είναι άνθρωποι των γραμμάτων, πρέπει να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Σε τελική ανάλυση, οι κουλτουριάρηδες είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ κατά βάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν τη χρησιμοποιεί σωστά. Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ` ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δεν βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς.
(...)
Πάντως μ` αυτά και μ` αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.
Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πώς είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν; (...) Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακατάληπτος σαν τους μοντέρνους ποιητές.
(...)
Η αιτία του φαινομένου αυτού οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους. Δεν θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ` όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ` όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να είναι ταπεινοί, να μη νομίζουν πως αυτοί τα ξέρουν όλα και κανείς άλλος. Να μη λένε διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή. Μέσα σ` αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο
Σε δικό μας, πολύ ταπεινότερο κείμενο, είχαμε σημειώσει τα εξής:
Αυτό που μερικές φορές προσωπικά με προβληματίζει είναι η ανάγνωση σε ειδησεογραφικά φύλλα, ή σε sites του Διαδικτύου, κάποιων κειμένων ακαδημαϊκής φύσης στην περιοχή των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Εκεί ο λόγος μοιάζει να υπηρετεί όχι τόσο τη διάδοση ιδεών και γνώσεων, όσο την αυτάρεσκη ανάγκη του αρθρογράφου να εντυπωσιάσει για την ευρηματικότητα των γλωσσικών του επινοήσεων. Έτσι, διαβάζουμε κείμενα στα οποία δεσπόζουν οι (συχνά ad hoc) νεολογισμοί και τα υπερ-σύνθετα λεκτικά σχήματα, αφήνοντας στο τέλος τον μέσο αναγνώστη να αναρωτιέται «τι θέλει να πει ο ποιητής» – κατά τη γνωστή έκφραση – αν όχι να αισθάνεται ολότελα ηλίθιος! Θα έλεγε κάποιος ότι απώτερος στόχος των ακαδημαϊκών αυτών είναι να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλον μέσω δημόσια εκτιθέμενου λόγου, υπερθεματίζοντας αλληλοδιαδόχως σε ανούσια πολυπλοκότητα που οδηγεί, τελικά, σε νοηματική κενότητα.
(...)
Ένα φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, ιστορικό, κλπ., άρθρο γραμμένο από εκπρόσωπο του ακαδημαϊκού χώρου σε μια εφημερίδα ή κάποιο ειδησεογραφικό site ευρείας επισκεψιμότητας, δεν "επιτρέπεται" να περιέχει ακατάληπτους νεολογισμούς και δυσνόητες ορολογίες σε ποσοστό μικρότερο του 10-20% (το λέω, ασφαλώς, καθ’ υπερβολήν και με αίσθηση πικρού χιούμορ). Έτσι, πολλά δημοσιευμένα άρθρα τείνουν να μοιάζουν με αυτάρεσκα επαγγελματικά «ραβασάκια» που ανταλλάσσονται υπερήφανα από ακαδημαϊκούς, με απώτερο στόχο τον εντυπωσιασμό εαυτών και αλλήλων.
Αυτό που δεν πρέπει, όμως, να ξεχνούμε είναι ότι ο Δάσκαλος (με δέλτα κεφαλαίο) δεν εξασκεί απλά ένα επάγγελμα αλλά υπηρετεί ένα λειτούργημα. Ο παιδαγωγικός του ρόλος, επομένως, δεν εξαντλείται μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας αίθουσας διδασκαλίας ή ενός αμφιθεάτρου, ούτε μέσα σε προκαθορισμένα ωράρια εργασίας, αλλά εκτείνεται κάθε στιγμή σε κάθε του επαφή με την κοινωνία. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να φωτίζει τον δρόμο προς την αλήθεια, όχι το ίδιο του το πρόσωπο προς τέρψη του «εγώ» του και ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του.
Αυτή η τελευταία αδυναμία θα μπορούσε, ίσως, να συγχωρηθεί στους ποιητές. Αυτοί όμως ούτως ή άλλως δεν μπορούν – ίσως κι ούτε πρέπει – να κρίνονται με τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα. Στους κοινούς θνητούς που έχει ανατεθεί το βάρος της παιδαγωγικής καθοδήγησης της κοινωνίας (όχι μόνο εκείνου του μικρού τμήματός της που χωρά σε ένα αμφιθέατρο) αντιστοιχούν διαφορετικά αξιολογικά κριτήρια. Και, σε αντίθεση με ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε, οι σημαντικότεροι κριτές μας είναι όσοι δίψασαν να μάθουν, μα τους αφήσαμε διψασμένους και με πρόσθετο το αίσθημα της αυτοαμφισβήτησης...
Διαβάστε το άρθρο