Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για την υποκρισία της "κουλτούρας"


Γράφει ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος:


Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ό,τι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι` αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη.
(...)
Αυτοί νομίζουν ότι, επειδή είναι άνθρωποι των γραμμάτων, πρέπει να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Σε τελική ανάλυση, οι κουλτουριάρηδες είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ κατά βάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν τη χρησιμοποιεί σωστά. Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ` ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δεν βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς.
(...)
Πάντως μ` αυτά και μ` αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πώς είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν; (...) Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακατάληπτος σαν τους μοντέρνους ποιητές.
(...)
Η αιτία του φαινομένου αυτού οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους. Δεν θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ` όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ` όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να είναι ταπεινοί, να μη νομίζουν πως αυτοί τα ξέρουν όλα και κανείς άλλος. Να μη λένε διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή. Μέσα σ` αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι.

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο


Σε δικό μας, πολύ ταπεινότερο κείμενο, είχαμε σημειώσει τα εξής:

Αυτό που μερικές φορές προσωπικά με προβληματίζει είναι η ανάγνωση σε ειδησεογραφικά φύλλα, ή σε sites του Διαδικτύου, κάποιων κειμένων ακαδημαϊκής φύσης στην περιοχή των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Εκεί ο λόγος μοιάζει να υπηρετεί όχι τόσο τη διάδοση ιδεών και γνώσεων, όσο την αυτάρεσκη ανάγκη του αρθρογράφου να εντυπωσιάσει για την ευρηματικότητα των γλωσσικών του επινοήσεων. Έτσι, διαβάζουμε κείμενα στα οποία δεσπόζουν οι (συχνά ad hoc) νεολογισμοί και τα υπερ-σύνθετα λεκτικά σχήματα, αφήνοντας στο τέλος τον μέσο αναγνώστη να αναρωτιέται «τι θέλει να πει ο ποιητής» – κατά τη γνωστή έκφραση – αν όχι να αισθάνεται ολότελα ηλίθιος! Θα έλεγε κάποιος ότι απώτερος στόχος των ακαδημαϊκών αυτών είναι να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλον μέσω δημόσια εκτιθέμενου λόγου, υπερθεματίζοντας αλληλοδιαδόχως σε ανούσια πολυπλοκότητα που οδηγεί, τελικά, σε νοηματική κενότητα.
(...)
Ένα φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, ιστορικό, κλπ., άρθρο γραμμένο από εκπρόσωπο του ακαδημαϊκού χώρου σε μια εφημερίδα ή κάποιο ειδησεογραφικό site ευρείας επισκεψιμότητας, δεν "επιτρέπεται" να περιέχει ακατάληπτους νεολογισμούς και δυσνόητες ορολογίες σε ποσοστό μικρότερο του 10-20% (το λέω, ασφαλώς, καθ’ υπερβολήν και με αίσθηση πικρού χιούμορ). Έτσι, πολλά δημοσιευμένα άρθρα τείνουν να μοιάζουν με αυτάρεσκα επαγγελματικά «ραβασάκια» που ανταλλάσσονται υπερήφανα από ακαδημαϊκούς, με απώτερο στόχο τον εντυπωσιασμό εαυτών και αλλήλων.

Αυτό που δεν πρέπει, όμως, να ξεχνούμε είναι ότι ο Δάσκαλος (με δέλτα κεφαλαίο) δεν εξασκεί απλά ένα επάγγελμα αλλά υπηρετεί ένα λειτούργημα. Ο παιδαγωγικός του ρόλος, επομένως, δεν εξαντλείται μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας αίθουσας διδασκαλίας ή ενός αμφιθεάτρου, ούτε μέσα σε προκαθορισμένα ωράρια εργασίας, αλλά εκτείνεται κάθε στιγμή σε κάθε του επαφή με την κοινωνία. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να φωτίζει τον δρόμο προς την αλήθεια, όχι το ίδιο του το πρόσωπο προς τέρψη του «εγώ» του και ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του.

Αυτή η τελευταία αδυναμία θα μπορούσε, ίσως, να συγχωρηθεί στους ποιητές. Αυτοί όμως ούτως ή άλλως δεν μπορούν – ίσως κι ούτε πρέπει – να κρίνονται με τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα. Στους κοινούς θνητούς που έχει ανατεθεί το βάρος της παιδαγωγικής καθοδήγησης της κοινωνίας (όχι μόνο εκείνου του μικρού τμήματός της που χωρά σε ένα αμφιθέατρο) αντιστοιχούν διαφορετικά αξιολογικά κριτήρια. Και, σε αντίθεση με ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε, οι σημαντικότεροι κριτές μας είναι όσοι δίψασαν να μάθουν, μα τους αφήσαμε διψασμένους και με πρόσθετο το αίσθημα της αυτοαμφισβήτησης...

Διαβάστε το άρθρο

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Γενοκτονία των Ρομά: Το ξεχασμένο Ολοκαύτωμα

Μία αξιόλογη ιστορική μελέτη που φωτίζει άγνωστες πτυχές ενός ναζιστικού εγκλήματος


Διάβασα με ενδιαφέρον το πολύ αξιόλογο πρόσφατο βιβλίο της Αναστασίας Γκότοβου, «Το ξεχασμένο Ολοκαύτωμα» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2017). Πρόκειται για ιστορική μελέτη πάνω σε μία λιγότερο γνωστή πτυχή του ναζιστικού εγκλήματος του Ολοκαυτώματος: την γενοκτονία των Ρομά. Δευτερευόντως, αποτελεί παιδαγωγική πρόταση για αναμόρφωση της διδασκόμενης ύλης στο σχολείο, έτσι ώστε ο μαθητής να εκτεθεί από νωρίς σε ιστορικά ζητήματα που καταδεικνύουν την δηλητηριώδη επίδραση του ρατσισμού στην κοινωνία.

Όπως επισημαίνει η συγγραφέας, η διαχείριση της ετερότητας είναι βασικό μέλημα μίας διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Ακόμα περισσότερο, μάλιστα, όταν στερεότυπα και προκαταλήψεις για τον «άλλο» συνεχίζουν να εμφανίζονται στην ελληνική κοινωνία. Είναι υποχρέωση, λοιπόν, του σχολείου να αναχαιτίσει από νωρίς την όποια τάση δημιουργίας τέτοιων στερεότυπων που οδηγούν σε κοινωνικές διακρίσεις.

Ειδικότερα, το ζήτημα της γενοκτονίας των «Τσιγγάνων» από το χιτλερικό καθεστώς αποτελεί παραμελημένο αντικείμενο στην εκπαίδευση, και θα ήταν ωφέλιμη για τους μαθητές η αποκατάσταση της παράλειψης αυτής.

Στο βιβλίο παρακολουθούμε την ανάπτυξη «τσιγγανολογικής επιστήμης» στη ναζιστική Γερμανία, με αντικείμενο την διαπίστωση τσιγγάνικης ταυτότητας ανάμεσα στον γερμανικό πληθυσμό και τη σύνδεσή της με «κληρονομικές» κοινωνικές συμπεριφορές (κατά κύριο λόγο, παραβατικότητα) που χαρακτηρίζουν, υποτίθεται, τους Ρομά στο σύνολό τους. Σημαίνων καθεστωτικός «τσιγγανολόγος» αναδείχθηκε ο Δρ. Robert Ritter (1901–1951). Αποτέλεσμα των «επιστημονικών» εισηγήσεών του προς το καθεστώς υπήρξε η σύλληψη δεκάδων χιλιάδων Τσιγγάνων που ζούσαν στη Γερμανία, και η μεταφορά τους στα (κατ’ ευφημισμόν ονομαζόμενα) «στρατόπεδα εργασίας», με γνωστότερο και πλέον διαβόητο το Άουσβιτς.

Ο ακριβής συνολικός αριθμός των Ρομά που έχασαν τη ζωή τους ως αποτέλεσμα της ρατσιστικής πολιτικής των Ναζί δεν είναι γνωστός. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός αυτός κυμαίνεται από 200,000 έως 500,000.

Ο Ritter δεν ξεκίνησε την σταδιοδρομία του σαν ένας ακόμα επιστημονικός συνεργάτης του καθεστώτος που, απλά, δημιουργούσε καθ’ υπαγόρευση βιολογικές θεωρίες βολικές για το σύστημα. Πίστευε βαθιά στην ορθότητα των ρατσιστικών ιδεών του και, κατ’ ουσίαν, βρήκε στο ναζιστικό καθεστώς έναν πρόθυμο χρηματοδότη για τις έρευνές του πάνω στην υποτιθέμενη φυλετική συμπεριφορική κληρονομικότητα των Ρομά. Αργότερα, εν τούτοις, η έρευνά του ξέφυγε από το καθαρά ακαδημαϊκό επίπεδο και κατέστη όργανο καθεστωτικής πολιτικής που οδήγησε, τελικά, σε αναγκαστικές στειρώσεις, εκτοπίσεις και μαζικές δολοφονίες σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

Όπως σημειώνει η συγγραφέας, η επιστημονική μέθοδος του Ritter είναι διάτρητη, καθώς τα στοιχεία στα οποία βασίζεται αποτελούνται κυρίως από πληροφορίες σε ό,τι αφορά τους προγόνους και όχι σε πραγματικές βιολογικές μετρήσεις και συγκρίσεις. Πρόκειται, δηλαδή, για βιολογικό ντετερμινισμό χωρίς βιολογικά δεδομένα.

Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η διάκριση που κάνει ο Ritter μεταξύ του «γνήσιου» (καθαρόαιμου) και του μιγάδα Τσιγγάνου. Αντίθετα με ό,τι θα νόμιζε κανείς, ο Ritter θεωρεί ότι ο γνήσιος Τσιγγάνος δεν είναι τόσο επικίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο όσο ο μιγάς Τσιγγάνος, επειδή ο δεύτερος συνδυάζει – υποτίθεται – τις πλέον αρνητικές ιδιότητες από τις δύο κληρονομικές καταβολές και τις αντίστοιχες καταγωγικές παραδόσεις των γεννητόρων του.

Αποδεχόμενο τις θεωρίες του Ritter, το ναζιστικό καθεστώς διαφοροποιεί την πολιτική του απέναντι στους Ρομά ανάλογα με το αν αυτοί είναι «καθαρόαιμοι» ή «μιγάδες». Και είναι η δεύτερη κατηγορία που, κατά μείζονα λόγο, θα υποστεί τις δολοφονικές πολιτικές εγκλεισμού και εξόντωσης (κυρίως στο Άουσβιτς) τις οποίες οι Ναζί εφάρμοσαν και στους Εβραίους. Έτσι, ένα μικρότερο Ολοκαύτωμα θα λάβει χώρα παράλληλα με ένα σημαντικά μεγαλύτερο και πιο γνωστό...

Ένα ενδιαφέρον θέμα προς συζήτηση, το οποίο θίγεται και στο βιβλίο, είναι το κατά πόσον το Ολοκαύτωμα των Ρομά είναι συγκρίσιμο με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, σε ό,τι αφορά τις αντίστοιχες ρατσιστικές ιδεολογικές αφετηρίες και τις μεθόδους με τις οποίες τα δύο αυτά μαζικά εγκλήματα συντελέστηκαν (χωρίς, φυσικά, να λαμβάνεται υπόψη ο σαφώς μη-συγκρίσιμος αριθμός των δολοφονιών στις δύο περιπτώσεις). Οι ίδιοι οι Ναζί ισχυρίστηκαν ότι οι διώξεις των Ρομά δεν σχετίζονταν με γενοκτονικές προθέσεις αλλά στόχευαν στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Το γεγονός, εν τούτοις, ότι συνέδεσαν το έγκλημα με φυλετικές καταβολές αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι οι διώξεις αυτές είχαν ρατσιστικά κίνητρα.

Από την άλλη, η εξόντωση των Εβραίων ήταν καθολική και έλαβε χώρα χωρίς διακρίσεις όσον αφορά την «φυλετική καθαρότητα» των θυμάτων. Αντίθετα, η δολοφονική πολιτική των Ναζί απέναντι στους Ρομά στράφηκε κατά κύριο λόγο κατά των «μιγάδων» και όχι κατά των «καθαρόαιμων» εκπροσώπων της φυλής. Η επισήμανση αυτή φαίνεται να δικαιώνει την άποψη σημαντικών μελετητών του Ολοκαυτώματος (όπως, π.χ., ο Yehuda Bauer) σχετικά με την μοναδικότητα του εβραϊκού Ολοκαυτώματος (χωρίς, ασφαλώς, να υποτιμάται κατ’ ελάχιστον οποιαδήποτε άλλη γενοκτονική πολιτική του χιτλερικού καθεστώτος).

Θα αποφύγω να δώσω περισσότερες λεπτομέρειες για το περιεχόμενο του ενδιαφέροντος βιβλίου της Αναστασίας Γκότοβου, για να μην προδώσω τα μυστικά μιας συναρπαστικής αφήγησης – χάρισμα σπάνιο για μία επιστημονική μελέτη. Θα περιοριστώ να προτείνω στον αναγνώστη να αναζητήσει το βιβλίο, η απόλαυση της ανάγνωσης του οποίου είναι εξασφαλισμένη!

Aixmi.gr - ΤΟ ΒΗΜΑ