Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Α. Γεωργιλάς | Η αλληγορία στον Parsifal για την τεχνική και την ηθική


Μια εξαιρετική φιλοσοφική ανάλυση του Αθανάσιου Γεωργιλά πάνω στον Parsifal του Richard Wagner


Ο Rudolf Steiner το 1906 χαρακτήρισε την όπερα «Parsifal» του Richard Wagner ως έργο «οργανικά συνδεδεμένο με το αποκρυφιστικό κίνημα της Θεοσοφίας της εποχής». Πραγματικά ο Parsifal μοιάζει περισσότερο με καθαγιαστική λειτουργία παρά με όπερα. Η εμπειρία όμως που παρέχει στους μύστες της διαφέρει ουσιωδώς από το μυστήριο της Κοινωνίας της Θεώσεως κατά το τελετουργικό της Ορθοδοξίας. Και αν το χριστιανικό περίβλημα του έργου διατηρείται στα βασικά του σημεία – το όνομα Χριστός όμως δεν αναφέρεται ούτε μία φορά – οι δυνάμεις της λύτρωσης στον Parsifal δεν βασίζονται τόσο στην πίστη και την μετάνοια, ούτε στην χάρη του Θεού, αλλά στην γνώση που παρέχεται μέσω μιας απόκρυφης και καθαγιαστικής εμπειρίας, και η εμφάνιση του Parsifal ως λυτρωτή («Erlöser») στην τρίτη πράξη αφήνει τις θύρες ανοιχτές για βουδιστικές και παγανιστικές αποφύσεις.

Στον αντίποδα του μοναστικού ιδεώδους αυτοί οι οποίοι, στην ιστορία του Parsifal, αποτυγχάνουν να σωθούν, είναι όσοι χαρακτήρες δεν διαβιούν τη μοναστική, πειθαρχημένη ζωή. Αλλά και η εμφάνιση του εκλεκτού μυσταγωγού Parsifal, μας αφήνει αρχικά μόνο την εντύπωση πως πρόκειται περί ανόητου και αφελή νεανία και ακόμα και ο σώφρων Gurnemanz, παρόλο που στην αρχή αμφιταλαντεύεται και αναρωτιέται «είναι αυτός;», στο τέλος ξεγελιέται και τον διώχνει ορίζοντας τον να μην ξαναγυρίσει στο κάστρο του Monsalvat. Ο Parsifal μοιάζει σαν παιδί με μορφή ενήλικα, βολοδέρνει τον κόσμο χωρίς ιδέα τι του γίνεται και ανίκανος να διακρίνει το καλό από το κακό, διαπράττει πότε το ένα πότε το άλλο χωρίς καμμία αναστολή. Η πρώτη εμφάνιση του Parsifal στην σκηνή γίνεται αφού τον έχουν συλλάβει να έχει σκοτώσει ένα πανέμορφο κύκνο. Στην συνέχεια πληροφορούμαστε για την άκαρδη συμπεριφορά προς την μητέρα του, που με την εγκατάλειψη της και τη θλίψη που της προκάλεσε έγινε η αιτία για τον θάνατο της, (Herzeleide: Λύπη είναι το όνομα της μητέρας του). Σαν ανέστιος τριγυρνάει μέσα στα δάση κραδαίνοντας περήφανα στα χέρια του το όργανο της τεχνικής (τόξο), και χτυπάει αδιάκριτα ό,τι βρεθεί στο διάβα του («Im Fluge treff’ ich was fliegt!»). Εδώ το «μπορώ» γίνεται το άμεσο ισοδύναμο της «καταστροφής» και όπως ο Parsifal κορδώνεται πως «ό,τι πετάει μπορώ να το χτυπήσω» στο μυαλό μας έρχεται, χωρίς να είμαστε βέβαιοι αν η αλληγορία αυτή υπήρχε και στο μυαλό του Wagner, ο τρόπος που υποβάλει ο πολιτισμός/Parsifal το δικό του «μπορώ» στη φύση.

Θα χρειαστεί η καταλυτική παρέμβαση του πρεσβύτερου ιππότη Gurnemanz ο οποίος θα θέσει τον Parsifal ενώπιον των πράξεών του για να κατανοήσει ο νεαρός τοξοβόλος την άγνοιά του και το ηθικό βάρος των αποτελεσμάτων της. Ο κύκνος είναι το αρχαίο σύμβολο της αγνότητας και η πράξη του Parsifal κινδυνεύει να ξεριζώσει την αθωότητά του. «Ήταν ένας πανέμορφος κύκνος που δεν σε πείραξε και όμως εσύ τον σκότωσες» λέει ο Gurnemanz στον Parsifal και προσπαθεί να τον βγάλει από την κατάσταση της άγνοιας, τόσο «αθώας» που είναι ικανή να σκοτώνει χωρίς ενοχές. Σε κάθε ερώτηση που του απευθύνει ο Gurnemanz ο Parsifal απαντάει με ένα «Δεν ξέρω». Η αθωότητα τού στερεί την γνώση και γι’ αυτό τον λόγο ο Parsifal ενώ διαπράττει τον φόνο ενός άκακου πλάσματος εξακολουθεί και διατηρείται αγνός, είναι ακόμα όμως βυθισμένος στην άγνοια και μόνο οι μυημένοι μπορούνε να γίνουνε δεκτοί στο Monsalvat. Χρειάζεται να μυηθεί από τον πρεσβύτερο Gurnemanz προκειμένου η αθωότητά του να πληρεί το νόημά της και να μην καταλήγει σε μια εγκληματική ανοησία.

Ο ίδιος ο Wagner έγραψε στα απομνημονεύματά του πως η σύλληψη της ιδέας για τον Parsifal έγινε το 1857 την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Και αν η όπερα από μόνη της θεωρείται «σκοτεινό» είδος, τα έργα του Wagner με κυρίαρχο τον Parsifal συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο σκοτεινές όπερες που έχουν ποτέ εκτελεστεί. Πράγματι το όλο έργο διαπνέει σταθερά ένα συγκινησιακό κλίμα κατάνυξης, ένα θλιβερό μοτίβο ανάλογο με αυτό της Μεγάλης Παρασκευής.

Κριτικοί και θεατές συμφωνούν πως η υπόθεση του έργου είναι κατά βάση αρκετά απλή και περικλείει εντός της όλα τα κλασσικά στερεότυπα: ιερά κειμήλια, ήρωες ιππότες, πλάνες μάγισσες και κακούς μάγους. Εντούτοις το έργο το διαπνέει το φιλοσοφικό και πνευματικό πάντρεμα του Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση του Arthur Schopenhauer με τον Βουδιστικό πνευματισμό· θέματα που έδειχνε πως απασχολούσαν εξίσου τον Wagner τον καιρό που επεξεργαζόταν το θέμα του Parsifal. Φιλοσοφία και πνευματισμός λοιπόν συγκλίνουν με ένα ιδιότυπο και σύνθετο τρόπο στην αλληγορία του Parsifal, για την αγαθό της λύτρωσης και την συμπόνια στον αλλότριο πόνο ως τις προϋποθέσεις της αυτοπραγμάτωσης/σοφίας. Στον αντίποδα του υλισμού και των απολαύσεων που παρέχει ο λουλουδόκηπος του μάγου Klingsor και της «επιστημονικής»/μεθοδικής γνώσης που αντιπροσωπεύει το παλάτι του Titurel, που αμφότεροι αποτυγχάνουν να παραλάβουν το αγαθό της σοφίας, το διεκδικεί με επιτυχία ο αγνός μέχρι βλακείας Parsifal ο οποίος θα έρθει στο τέλος να αποκαταστήσει την σύγχυση και την κοσμική αταξία.

Ωστόσο πέρα από τον συμβολισμό και την αλληγορία της σκοτεινής αυτής όπερας η ίδια η δράση και τα πρόσωπα που την συντελούν συμβάλλουν εξίσου στην εξέλιξη της πλοκής και εκπλήσσουν ευχάριστα με την αντισυμβατικότητά τους, που ξεχωρίζει από τα κλασικά πρότυπα τα οποία υφαίνονται σε αντίστοιχους ηθικοθρησκευτικούς μύθους. Εδώ το καλό και το κακό δεν είναι τόσο διακριτά όσο φαίνονται εκ πρώτης και μέχρι το τέλος του έργου δεν είμαστε καθόλου σίγουροι εάν θέλουμε να ταυτιστούμε με τον ήρωά μας, να τον χειροκροτήσουμε, να τον χλευάσουμε, ή να τον αποδοκιμάσουμε.

«Με ποιο όνομα με καλείς, εμένα που δεν έχω όνομα;» ρωτάει ο Parsifal την Kundry και αυτή κοροϊδευτικά του χαμογελά και του απαντά «σε καλώ με το όνομα σου «φαλ» (Fal) » και «παρσί» (Parsi) που σημαίνει “αγνός” και “αγαθός”» (Dich nannt’ ich, tör’ger Reiner, «Fal parsi», – Dich, reinen Toren: «Parsifal»). Ο Parsifal είναι ένας αγαθός βλάκας όνομα και πράγμα, τίποτα ιδιαίτερα το ηρωικό.

Ο πληγωμένος ιππότης Amfortas διάδοχος φύλακας του ιερού δισκοπότηρου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένας ανόητος επιβήτορας που αναζητεί σε ξένους κήπους να κατακτήσει όμορφες κοπέλες και σαν ανόητος που είναι πιάνεται στα δίχτυα που του έχει στήσει η θηλυκή λαγνεία. Το μόνο που από εδώ και πέρα του μένει είναι να θρηνεί και να μεμψιμοιρεί την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Πέφτοντας σε πλήρη μελαγχολία καταντά ανίκανος να αναλάβει το καθήκον που του επιβάλλει η ιδιότητά του (ένας λαβωμένος ιππότης είναι άχρηστος για οποιοδήποτε έργο).

Ο πατέρας του, Titurel, ένας υποκριτής τυπικός γραφειοκράτης αρνείται να δει με τα μάτια της ειλικρίνειας την ανικανότητα του Amfortas και εμμένει πιστός στους τύπους (ιδεολογία) κόντρα στα γεγονότα. Αναμένει από τον γιο του αυτό που ο Amfortas δεν μπορεί να δώσει. Η λύτρωση του αδιεξόδου είναι μια υπόσχεση στο όραμα του Amfortas να περιμένει «έναν που από άγνοια και συμπόνια» («Durch Mitleid wissend, der reine Tor») θα του θεραπεύσει την πληγή.

Η Kundry σίγουρα είναι η πιο αντιφατική ηρωίδα του έργου και η τραγικότητα της κατάρας που κουβαλά κερδίζει την συμπάθειά μας. Εντούτοις τα καλά της στοιχεία είναι πολύ ισχνά και ο χαρακτήρας της είναι κατά βάση σκοτεινός και ύπουλος· όσο η κατάρα και τα μάγια που την τυραννούν σφίγγουν το πεπρωμένο της τόσο η κακία της θεριεύει. Έτσι μετατρέπεται στα χέρια του μάγου Klingsor σε πειθήνιο αλλά και ιδανικό όργανο εκδίκησης και με την λάγνα θηλυκότητά της αποπλανεί και καταστρέφει τους τολμηρούς αλλά κατά τα άλλα αφελείς ιππότες του Titurel, ενώ όποτε τυγχάνει να κάνει το καλό, όπως την στιγμή που δίνει βάλσαμο για να απαλύνει την πληγή του Amfortas (ας μην ξεχνάμε πως είναι αυτή που του την προκάλεσε) εντούτοις δεν μπορεί να νιώσει ούτε συμπάθεια, ούτε συμπόνια για κανένα· συνήθως μουρμουρά γρυλίσματα και αφορισμούς και όποτε κάποιος προσδοκά μια καλή κουβέντα από τα χείλη της αυτή τον αποπαίρνει λέγοντας: «Εγώ ποτέ δεν βοηθώ!» («Ich helfe nie!»). Παρόλη την μοχθηρία της όμως παραμένει το πιο δυστυχισμένο πλάσμα του έργου και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πληρώνει πολύ ακριβά για την αμαρτία στην οποία υπέπεσε, όταν, παρούσα καθώς ήταν στον Γολγοθά, χλεύασε κατάφατσα τον εσταυρωμένο. Η Kundry είναι η Ηρωδιάδα, η μοχθηρή, φιλήδονη γυναίκα του Ηρώδη, καταραμένη στο μαρτύριο της αθανασίας, σε μια αιώνια ζωή χωρίς λύτρωση, χωρίς παρηγοριά, ανίκανη να έρθει σε επαφή με οποιοδήποτε έμψυχο πλάσμα, να νιώσει οίκτο και λύπη για κανένα. Το μόνο που ποθεί, όσο τίποτα άλλο, είναι ο ύπνος που θα της χαρίσει την λησμονιά.

Η Kundry θα λυτρωθεί στο τέλος δια μέσου του έρωτα που θα γεννηθεί με τον Parsifal. Ο έρωτάς τους όμως είναι αταίριαστος και αν ήταν ένα φιλί αυτό που τους ένωσε, τη στιγμή που ο Parsifal γεύτηκε το φιλί της, αμέσως αφυπνίστηκε από την κατάσταση της άγνοιάς του και απέκτησε αισθαντικότητα για τον συνάνθρωπό του (Amfortas) και έμαθε να τον συμπονά. Η Kundry όμως δεν μπορεί να αποκτήσει από μόνη της τέτοια αισθήματα και την κυριεύει αποκλειστικά η σκέψη για το δικό της μαρτύριο. Μπροστά στο ενδιαφέρον του Parsifal για τους άλλους, η Kundry βλέπει την αδιαφορία του για τον έρωτά της και στο τέλος τον καταριέται. Για την Kundry ο θάνατος είναι πλέον η μόνη προσμονή και θα της δοθεί απλόχερα στο τέλος του έργου. Στην αποκατεστημένη τάξη του ιερού δισκοπότηρου, πλάσματα σαν την Kundry δεν έχουν θέση· είναι για το λόγο αυτό που πέφτει άψυχη μόλις εμφανιστεί στην σκηνή το περιστέρι· σύμβολο της επανασύνδεσης του ουρανού με τη γη.

Τέλος, ο μάγος Klingsor ίσως να είναι ο πιο τίμιος χαρακτήρας του έργου καθώς είναι κακός χωρίς υπεκφυγές, είναι ένας έκπτωτος άγγελος, ένας ιππότης που δεν είχε το ψυχικό υπόβαθρο για να οδηγηθεί στην σοφία. Δοκίμασε με τεχνικούς τρόπους να το επιτύχει και επιχείρησε να επιβληθεί στην φύση του με τον αυτοευνουχισμό του. Tο αποτέλεσμα φυσικά ήταν το αντίθετο από αυτό που προσδοκούσε· άλλη μια υπόμνηση ίσως από την μεριά του Wagner πως η ηθική εξύψωση είναι ζήτημα εσώτερης κατάστασης και υποκείμενης σχέσης του «εγώ» με τον «άλλο» και όχι ζήτημα που επιτυγχάνεται με «τεχνικά» μέσα. Χαρακτηριστικό εδώ είναι πως εάν και ο Klingsor είναι πια ανίκανος για την σεξουαλική πράξη, εντούτοις χρησιμοποιεί ως θέλγητρο για τις παγίδες που στήνει στους αντιπάλους του την σεξουαλικότητα, θυμίζοντας εδώ τον ίδιο ανέραστο τρόπο με τον οποίο σήμερα τα μέσα διαφήμισης χρησιμοποιούν την θηλυκότητα προκειμένου να προωθήσουν στο αγοραστικό κοινό τα προϊόντα τους. Ο έρωτας πρέπει να είναι νεκρός προκειμένου να γίνει μέσο χειραγώγησης.

Στο κείμενό μας για τον Parsifal θελήσαμε να προσθέσουμε κάποια επιπλέον σχόλια στις ήδη άξιες μελέτες του, σχετικά με την αλληγορία που μπορεί να έχει ο Parsifal μεταξύ της τεχνικής και της σοφίας και να παραστήσουμε τον ανάστατο καμβά ρόλων μεταξύ των «κακών» και των «καλών». Πέρα από αυτό το μικρής έκτασης και σίγουρα ανεπαρκή σχολιασμό για το μέγεθος του αριστουργήματος για το οποίο μιλάμε, δεν θελήσαμε να εισέρθουμε σε αναλύσεις που έχουν εξάλλου προηγηθεί από άλλους με μεγαλύτερη εγκυρότητα και βάθος από όσο εμείς θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε. Ο Νίτσε ήταν ένας από τους πρώτους που έτρεξε μανιωδώς να αγοράσει εισιτήριο για τον Parsifal στην πρεμιέρα του Bayreuth το 1882. Έχει μείνει στην ιστορία η κριτική του κατά του «ηθικισμού» του Parsifal χωρίς βέβαια να έχει παραγνωρίσει ποτέ ο ίδιος το αριστουργηματικό μέγεθός του ως έργο υψηλής ποιότητας και τέχνης. Από εκεί και έπειτα άλλοι φάνηκαν πιο πρόθυμοι με το έργο αυτό, όπως ο Γκέμπελς, και είδαν στον Parsifal αλλά και σε όλο το έργο του Wagner την ιδεολογική κάλυψη του φυλετισμού τους. Προσωπικά, από τις παραπάνω οπτικές προτιμούμε αυτή που βλέπει στον Parsifal τις φιλοσοφικές επιρροές του Schopenhauer· όπως γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου στο άρθρο του για το ανθρώπινο μήνυμα του Parsifal [1]:

Η ιδέα ότι το «Εγώ» αποτελεί ανάχωμα στην πορεία προς την κατάκτηση της σοφίας. Η υπέρβασή του είναι το πρώτο, δύσκολο μα αναγκαίο βήμα που μας καθιστά άξιους να βιώσουμε το αίσθημα της συμπόνιας. Έτσι, κατά μία έννοια, η κατάκτηση της σοφίας περνά μέσα από τη συμπόνια.

[1] «Ο «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ και το ανθρώπινο μήνυμά του», Κώστας Παπαχρήστου.


Πηγή: Respublica.gr

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Τριστάνος και Ιζόλδη: Το σκοτάδι που φωτίζει τις αλήθειες!

Αλλόκοτο πλάσμα ο άνθρωπος. Το πιο αλλόκοτο της Φύσης. Το μόνο που μπορεί να μετατρέψει τα αυτονόητα σε υψηλούς υπαρξιακούς στόχους! Τίποτα δεν φανερώνει τούτη την αλήθεια όσο η φράση-κλισέ: «ακολούθησε τον εαυτό σου»! Ναι, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, δεν συμβαίνει συχνά να ακολουθούμε τον εαυτό μας. Είτε γιατί δεν τον γνωρίζουμε, είτε γιατί θυσιάζουμε συνειδητά την ελευθερία μας στο βωμό συμβάσεων που μας καθιστούν αποδεκτούς ως μέλη μιας κοινωνίας. Η απόδραση από τον ψεύτικο κόσμο των συμβάσεων στον αληθινό της ελευθερίας που βιώνεται μέσω του έρωτα, είναι το κεντρικό θέμα της πιο σύνθετης – μουσικά και φιλοσοφικά – όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ.

Ίσως η σπουδαιότερη μουσική που γράφτηκε ποτέ, το μουσικό δράμα «Τριστάνος και Ιζόλδη» (Tristan und Isolde) είναι ένα έργο τόσο περίπλοκο που δύσκολα θα μπορούσε να χωρέσει σε μια σύντομη ανάλυση. Το ορχηστρικό πρελούδιο της πρώτης πράξης θεωρείται επανάσταση που γκρέμισε τα στεγανά της κλασικής μουσικής αρμονίας – αν και δεν θα πρέπει να αγνοούμε τα προφητικά κουαρτέτα του Μότσαρτ τα αφιερωμένα στον Χάυδν (όπου μάλιστα σε ένα απ’ αυτά, K 428, ακούγεται το ίδιο το θέμα του «Τριστάνου»!), όπως και τα πιανιστικά πρελούδια του Σοπέν με τις αρμονικές τους τολμηρότητες…

Δείτε το video

Το πρελούδιο του «Τριστάνου» αφήνει άφωνο τον ακροατή και με την δεξιότητα της αντιστικτικής γραφής του Βάγκνερ που, όπως γράφει σε μια ανάλυσή του ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, «κάνει τις τρίχες να σηκωθούν»! Είναι η αποθέωση αυτού που ο καθηγητής μου στη μουσική θεωρία (πολλά-πολλά χρόνια πριν!) Π. Βεντούρας ονόμαζε «αντιστικτική αρμονία». Στην κορύφωση της δραματικής έντασης της μουσικής, χτίζεται ένα απίστευτα περίπλοκο αρμονικό οικοδόμημα με μουσικά θέματα που εισάγονται διαδοχικά, με τρόπο ώστε κάθε νέα «φωνή» να εμπλουτίζει αντί να υπονομεύει τις ευαίσθητες αρμονικές ισορροπίες των υπολοίπων. Και η έκφραση του Μπερνστάιν κάθε άλλο παρά σχήμα λόγου αποδεικνύεται!

Η όπερα του Βάγκνερ, όμως, δεν εξαντλεί τη μεγαλοσύνη της στην ωραιότητα της μουσικής. Ο «Τριστάνος» είναι και ποίηση και –κυρίως– φιλοσοφία. Είναι μια διαλεκτική σύγκρουση ανάμεσα στα σύμβολα της μέρας και της νύχτας, του φωτός και του σκότους. Και, για τους μυημένους, το φως εδώ δεν είναι το «καλό», ούτε το σκοτάδι το «κακό». Ίσως ακριβώς το αντίθετο! Το δίπολο μέρας-νύχτας συμβολίζει την αντίθεση ανάμεσα στην επίφαση και την ουσία, την εικόνα και την αλήθεια, τη λογική και το συναίσθημα, το «πρέπει» και το «θέλω», τις συμβάσεις και την ελευθερία, την τιμή και τον έρωτα. Έναν έρωτα που στην κορύφωσή του καταργεί κάθε έννοια ατομικότητας!

Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη τη μέρα ζουν στον ψεύτικο και υποκριτικό κόσμο των συμβάσεων, όπου η «τιμή» είναι η ανταμοιβή για την τυφλή υποταγή στους κανόνες. Εκείνη πρέπει να δείχνει σαν πιστή σύζυγος του περίλαμπρου βασιλιά Μάρκε… Εκείνος, σαν πιστός υπερασπιστής της τιμής του μονάρχη και θείου του… Το σκοτάδι της νύχτας, όμως, φέρνει στην επιφάνεια τους αληθινούς εαυτούς των δύο εραστών: Υπάρχει μόνο ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, και τίποτ’ άλλο στον κόσμο! Κι όταν ακόμα η συμβατική τιμή του Τριστάνου χαθεί για πάντα, εκείνη θα διαλέξει και πάλι να τον ακολουθήσει στον δικό του, αιώνια σκοτεινό κόσμο, ίσαμε το θάνατο…

Το δίπολο «έρωτας-θάνατος» κυριαρχεί σ’ ολόκληρη την όπερα. Τούτη τη φορά οι έννοιες βρίσκονται σε σύζευξη, σε αντίθεση με το απόλυτα διαζευκτικό «φως-σκοτάδι». Ο έρωτας κι ο θάνατος σύντροφοι αχώριστοι, έτσι που ο δεύτερος να αποτελεί ηθικό προαπαιτούμενο για τον πρώτο! Μια ιδέα που την καλλιέργησε επίμονα στα συγγράμματα και τις διαλέξεις του κι ο Δ. Λιαντίνης – κι ας του ασκήσαμε κάποτε έντονη κριτική για τούτο…

Ο έρωτας, αυτή η υπέρτατη βίωση της ευτυχίας, είναι λοιπόν η άλλη όψη του θανάτου; Για κάποιους φιλόσοφους, τουλάχιστον, τούτο αποτελεί ιερή κι αιώνια αλήθεια. Γιατί, ο έρωτας δεν είναι δώρο που μας δίνεται: Εμείς είμαστε δώρα που δίνονται στον έρωτα! Αυτό το ήξερε καλά ο Βάγκνερ. Που κάτω απ’ την επιφανειακά αλαζονική φύση του έκρυβε πάντα τον υπαρξιακό πόνο ενός βαθύ γνώστη του στοχασμού του Σοπενχάουερ…

* Ο Κώστας Παπαχρήστου είναι άσημος, ερασιτέχνης, οιονεί μουσικοσυνθέτης που δεν έφτασε ποτέ ως το τέλος της διαδρομής…

Aixmi.gr

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Ο «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ και το ανθρώπινο μήνυμά του

Στο συναρπαστικό βιβλίο του «Για μια Νέα Ζωή» (A New Earth), ο Eckhart Tolle περιγράφει μια πορεία μύησης στις βαθύτερες αλήθειες της ύπαρξης μέσω της υπέρβασης του «Εγώ». Ανάλογες σκέψεις διαβάζουμε στο εξίσου ενδιαφέρον βιβλίο «Ο Ιερός σου Εαυτός» (Your Sacred Self) του Wayne Dyer. Κοινός παρονομαστής, η ιδέα ότι το «Εγώ» αποτελεί ανάχωμα στην πορεία προς την κατάκτηση της σοφίας. Η υπέρβασή του είναι το πρώτο, δύσκολο μα αναγκαίο βήμα που μας καθιστά άξιους να βιώσουμε το αίσθημα της συμπόνιας. Έτσι, κατά μία έννοια, η κατάκτηση της σοφίας περνά μέσα από τη συμπόνια! Μια ιδέα που παραπέμπει στη μεγαλύτερη πνευματική κληρονομιά που άφησε πίσω του ένας μεγάλος μουσικός και διανοητής που αγάπησε πολύ την Ελλάδα…

Ο «Πάρσιφαλ» (Parsifal) υπήρξε το τελευταίο – και κατά πολλούς κορυφαίο – μουσικό δράμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner, 1813-1883). Έμελλε να επηρεάσει πολλούς συνθέτες της μετα-βαγκνερικής εποχής, όπως π.χ. ο Πουτσίνι (του οποίου ήταν μία απ’ τις αγαπημένες όπερες) ή ο Ντεμπυσσύ (όσο κι αν η γαλλική του περηφάνια τον εμπόδιζε να παραδεχθεί ανοιχτά το μέγεθος της επίδρασης που του ασκούσε πάντα ο Βάγκνερ!). Θα περιλάβω στις επιδράσεις (κι αυτό εκφράζει μια καθαρά προσωπική άποψη) και την προ-τελευταία (και ίσως σημαντικότερη) όπερα του Τσαϊκόφσκι, τη «Ντάμα Πίκα» (Queen of Spades), όπου το κοντράστ διατονικού και χρωματικού αρμονικού ύφους συμβολίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Η όπερα, με χαρακτήρα σκηνικής τελετουργίας, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1882 στο δεύτερο Φεστιβάλ του Μπαϋρώυτ (Bayreuth). Ο Βάγκνερ ανέθεσε τη μουσική διεύθυνση στον στενό του φίλο Χέρμαν Λεβί (Hermann Levi), έναν σημαντικό γερμανοεβραίο μαέστρο του οποίου το ταλέντο ο συνθέτης θαύμαζε ιδιαίτερα. Το λιμπρέτο του Βάγκνερ βασίζεται εν μέρει σε επικό ποίημα του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ, γραμμένο τον 13ο αιώνα.

Κεντρική ιδέα στο μουσικό δράμα είναι η κατάκτηση της σοφίας (ή, κατά τη σωκρατική αντίληψη, της αυτοσυνειδησίας) μέσω της συμπόνιας για τον συνάνθρωπο, του βιώματος, δηλαδή, του αλλότριου πόνου. Η ιδέα δεν ανήκει, φυσικά, στον ίδιο τον Βάγκνερ, αλλά είναι αποτέλεσμα της επίδρασης του Σοπενχάουερ πάνω στον συνθέτη-φιλόσοφο. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, ο Πάρσιφαλ, ένας επιφανειακά αφελής αλλά κατά βάθος καλόψυχος νέος, ανακαλύπτει τις βαθύτερες αλήθειες της ύπαρξης όταν, μετά από μια μακρά περιπλάνηση (που συμβολίζει μια πορεία μύησης), κατορθώνει να υπερβεί τα τείχη τού «Εγώ» και να βιώσει τον πόνο του συνανθρώπου (Αμφόρτας) σαν δικό του πόνο…

Στο ποιητικό κείμενο του λιμπρέτου υπάρχει μια φράση που, ως Φυσικό, μου κινεί την περιέργεια! Λίγο πριν το υπέροχο ορχηστρικό ιντερλούδιο της Πρώτης Πράξης, ακούγεται ο παρακάτω διάλογος ανάμεσα στον Πάρσιφαλ και τον Γκούρνεμαντς:

ΠΑΡΣΙΦΑΛ: «Μόλις και μετά βίας βαδίζω, κι όμως νιώθω πως ήδη έχω πάει πολύ μακριά!»

ΓΚΟΥΡΝΕΜΑΝΤΣ: «Βλέπεις, γιε μου, σ’ αυτό εδώ το μέρος ο χρόνος γίνεται χώρος!»

Δείτε το video

Όσο κι αν θέλει κανείς να αποφύγει τη σκέψη ως παράλογη, δεν μπορεί να μη διερωτηθεί ως πού, άραγε, έφτανε η ικανότητα του Βάγκνερ να βλέπει μπροστά από την εποχή του. Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε 23 ολόκληρα χρόνια πριν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν προτείνει την (Ειδική) Θεωρία της Σχετικότητας. Κι ο παραπάνω διάλογος παραπέμπει αναπόφευκτα στους χωροχρονικούς μετασχηματισμούς που επιτρέπει η σχετικιστική θεωρία. Περίπτωση επιστημονικής προφητείας; Ή μήπως θα πρέπει να βολευτούμε με την πιο «πεζή» φιλοσοφική ερμηνεία περί ιδεατού ή υποκειμενικού χώρου και χρόνου, γυρίζοντας με αίσθημα ανακούφισης πίσω στον Καντ και τον Σοπενχάουερ;

Τη λύση του μυστηρίου ίσως δεν τη βρούμε ποτέ. Την πήρε μαζί ο Δάσκαλος αποχαιρετώντας μας πριν 130 χρόνια στη Βενετία. Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι πως το βαθιά ανθρώπινο μήνυμα του Πάρσιφαλ δεν υπόκειται στη φθορά του χρόνου, ούτε στους περιορισμούς του χώρου: Θα υπάρχει όσο υπάρχει ο άνθρωπος, και θα φτάνει τόσο μακριά όσο η ματιά μας στο Σύμπαν!

* Ο Κώστας Παπαχρήστου ομιλεί ματαίως περί Φυσικής σε μεγάλα «παιδιά»…

Aixmi.gr

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Ρίχαρντ Βάγκνερ: 200 χρόνια από τη γέννηση ενός φιλέλληνα


Αν και το δεχόμαστε ως αυτονόητο, προκαλεί εν τούτοις κάποια μελαγχολία το γεγονός ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ονομάστηκαν φιλέλληνες αγάπησαν αυτή τη χώρα μέσα απ’ το θαυμασμό τους για την πνευματική κληρονομιά της αρχαιότητάς της και μόνο. Τόσο που μια αντίστροφη πορεία μύησης στο ελληνικό ιδεώδες να μοιάζει εξωπραγματική. Δηλαδή, μας είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα ήταν δυνατό, κατά τους νεότερους χρόνους, κάποιος να ανακαλύψει και ν’ αγαπήσει τον κλασικό ελληνικό πολιτισμό μέσα απ’ την αγάπη του για τη σύγχρονή του Ελλάδα!

Μια από τις φωτεινές εξαιρέσεις υπήρξε, ασφαλώς, ο Λόρδος Βύρων (1788-1824), που η αγάπη του για την Ελλάδα της εποχής του τον οδήγησε ως την αυτοθυσία. Λιγότερο γνωστή είναι η περίπτωση του μεγάλου γερμανού μουσικοσυνθέτη, ποιητή και φιλόσοφου Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner) που φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη γέννησή του. Αναμορφωτής της όπερας, έκανε σκοπό της καλλιτεχνικής του δημιουργίας την αναβίωση του αρχαίου Ελληνικού Δράματος μέσω του Λυρικού Θεάτρου. Γεννήθηκε στη Λειψία στις 22 Μαΐου 1813, και πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1883 στη Βενετία. Μετά απ’ αυτόν, τίποτα στην όπερα – αλλά ίσως και στην Τέχνη γενικότερα – δεν ήταν ίδιο!

Έκανε πράξη το όραμά του να συνενώσει όλες τις τέχνες (ποίηση, μουσική, εικαστικές τέχνες…) σε μία ενιαία Τέχνη που θα εμπεριείχε κάθε δυνατή έκφανση του ωραίου. Σε ό,τι αφορά την όπερα (ορθότερα, «μουσικό δράμα»), αναβάθμισε τον ρόλο της ορχήστρας από απλά συνοδευτικό και υποδηλωτικό του ρυθμού (νοοτροπία απ’ την οποία, δυστυχώς, δεν ξέφυγε ούτε ο μεγάλος Βέρντι, επίσης γεννημένος το 1813) σε ρόλο αληθινού φιλοσοφικού σχολιαστή τού επί σκηνής παριστώμενου δράματος, ανάλογου με τον χορό στο αρχαίο ελληνικό θέατρο.

Μεταφράζω ένα μικρό απόσπασμα από την αυτοβιογραφία(*) του:

«Οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων και των περιοδικών από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, μου είχαν προξενήσει φοβερή συγκίνηση. Έτσι, η αγάπη μου για την Ελλάδα, που αργότερα μετατράπηκε σε ενθουσιασμό για τη μυθολογία και την ιστορία της αρχαιότητάς της, πήγασε από το ζωηρό και επώδυνο ενδιαφέρον μου για τα γεγονότα του παρόντος. Στα κατοπινά χρόνια, η ιστορία των αγώνων των Ελλήνων κατά των Περσών μού έφερνε πάντα στο νου τη σύγχρονη επανάσταση κατά των Τούρκων.»

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους φιλέλληνες που αγάπησαν την Ελλάδα κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) λόγω θαυμασμού για την αρχαιότητά της, ο Βάγκνερ (όπως φαίνεται καθαρά στην αυτοβιογραφία του) στράφηκε στη μελέτη της κλασικής Ελλάδας έχοντας ως αφετηριακό ερέθισμα τους εθνικο-απελευθερωτικούς αγώνες του σύγχρονού του Ελληνισμού. Για τον Βάγκνερ, η Ελλάδα αποτελούσε μία ενιαία ιδέα και μια πολιτιστική αξία με απόλυτη ιστορική συνέχεια! Δυστυχώς, πρόδωσαν την πίστη του αυτή οι κατοπινές γενιές των Ελλήνων…

Η υστεροφημία του Βάγκνερ αμαυρώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω του ότι ένας παράφρων γερμανός δικτάτορας έτυχε να συμπαθεί, σε βαθμό ψύχωσης, τη μουσική του! Για τον ίδιο λόγο αποδόθηκε, όψιμα, μεγαλύτερη του δέοντος σημασία στον «αντισημιτισμό» του Βάγκνερ. Στην πραγματικότητα, η καταραμένη αυτή ετικέτα που τον καταδιώκει ακόμα (ιδιαίτερα στο Ισραήλ) βασίζεται κατά κύριο λόγο σε ένα γελοίο δοκίμιο («Ο Ιουδαϊσμός στη Μουσική») που έγραψε για να εκφράσει το σύμπλεγμα που τον διακατείχε έναντι της καλλιτεχνικής επιτυχίας μεγάλων Εβραίων συνθετών της εποχής του, όπως ο Μέντελσον και ο Μέγιερμπερ.

Εν τούτοις, στον κύκλο του Βάγκνερ θα μπορούσε κανείς να διακρίνει πολλούς Εβραίους φίλους και συνεργάτες, ενώ ο ίδιος ουδέποτε δέχθηκε να προσυπογράψει αντισημιτικές διακηρύξεις! Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι ανέθεσε τη διεύθυνση της τελευταίας – και κατά πολλούς κορυφαίας – όπεράς του, Πάρσιφαλ, στον νέο και ταλαντούχο Χέρμαν Λεβί, με τον οποίο ανέπτυξε στενή προσωπική φιλία, παρά την λυσσώδη αντίδραση των αντισημιτικών κύκλων της εποχής (και, ενδεχομένως, την μη-εκφρασμένη αντίθεση και της ίδιας της συζύγου του, της Κόζιμα Λιστ!).

Το θέμα «Βάγκνερ» δεν εξαντλείται, φυσικά, σε ένα σύντομο σημείωμα. Δεσμεύομαι να επανέλθω με πιο εξειδικευμένες αναφορές και αναλύσεις, στην περίπτωση που υπάρξει ενδιαφέρον από τους αναγνώστες του Aixmi

(*) Richard Wagner, “My Life” (Αγγλική Έκδοση, Cambridge University Press, 1983).

* Ο Κώστας Παπαχρήστου διδάσκει (μεταξύ άλλων) Φυσική, κάπου στα ανεξερεύνητα βάθη της Τριτοβάθμιας…

Aixmi.gr

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΒΗΜΑ - Πάρσιφαλ: Η σοφία μέσα απ’ τη συμπόνια

Μιλώντας τις προάλλες με ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο, συνειδητοποίησα πόσο μάταιη είναι η προσπάθεια ερμηνείας των ανθρώπινων συναισθημάτων με όρους κοινής λογικής και ηθικής του δικαίου. Πριν χρόνια, η συνομιλήτριά μου έχασε τον πατέρα της μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Την ίδια εποχή βρισκόταν στη διαδικασία ενός διαζυγίου που έμελλε ν’ αποδειχθεί ιδιαίτερα οδυνηρό γι’ αυτήν, λόγω της εκδικητικής συμπεριφοράς του συζύγου της...

Μετά από κάπου μια εικοσαετία, ο ίδιος ο σύζυγος αρρώστησε σοβαρά. Δεν απαιτείται, ίσως, πολλή φαντασία για να μαντέψει κανείς ποιο πρόσωπο βρέθηκε να τον συντρέξει τη δύσκολη αυτή ώρα! Το ενδιαφέρον εστιάζεται στη φαινομενική αντινομία στο συναισθηματικό ισοζύγιο: Όπως μου ομολόγησε, στον πατέρα της, με τον οποίο την συνέδεαν βαθιά αισθήματα αγάπης, δεν είχε προσφέρει ούτε πολλοστημόριο –τόσο ψυχικά, όσο και πρακτικά– αυτών που με εντελώς αυθόρμητο τρόπο κατέθετε σε έναν άνθρωπο που της είχε συμπεριφερθεί για χρόνια σαν δυνάστης!

Στη λογική απορία μου, η απάντησή της ήταν αφοπλιστική: «Όταν έχασα τον πατέρα μου, ήμουν ακόμα ένα ανώριμο, εγωκεντρικό πλάσμα, ανίκανο να νιώσει αληθινή συμπόνια. Σιγά-σιγά, όμως, η ζωή με προσγείωσε, μου έδειξε την τραγική πλευρά της ματαιότητας, με έκανε σοφότερη. Τώρα μπορώ και συμπονώ ακόμα κι αυτούς που με έβλαψαν, επειδή και μόνο είναι άνθρωποι!» Η σοφία, λοιπόν, χέρι-χέρι με τη συμπόνια! Μια ιδέα που με παραπέμπει στη μεγαλύτερη πνευματική κληρονομιά που άφησε πίσω του ένας μεγάλος μουσικός και διανοητής που αγάπησε πολύ την Ελλάδα...

Ο «Πάρσιφαλ» (Parsifal) υπήρξε το τελευταίο – και κατά πολλούς κορυφαίο – μουσικό δράμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Έμελλε να επηρεάσει πολλούς κατοπινούς συνθέτες, είτε δήλωναν ευθέως τη συμπάθειά τους για τον Βάγκνερ (όπως, π.χ., ο Πουτσίνι), είτε επιδίδονταν σε μάταιες ασκήσεις άρνησής του (π.χ., Ντεμπυσσύ). Θα προσθέσω στις επιδράσεις (καθαρά προσωπική άποψη) και την προ-τελευταία (και ίσως σημαντικότερη) όπερα του Τσαϊκόφσκι, τη «Ντάμα Πίκα» (Queen of Spades), όπου το κοντράστ διατονικού και χρωματικού αρμονικού ύφους συμβολίζει τη διαλεκτική συνύπαρξη του καλού με το κακό.

Η όπερα, με χαρακτήρα σκηνικής τελετουργίας, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1882 στο δεύτερο Φεστιβάλ του Μπαϋρώυτ (Bayreuth). Ο Βάγκνερ ανέθεσε τη μουσική διεύθυνση στον στενό του φίλο Χέρμαν Λεβί (Hermann Levi), έναν σημαντικό γερμανοεβραίο μαέστρο του οποίου το ταλέντο ο συνθέτης θαύμαζε ιδιαίτερα. Το λιμπρέτο του Βάγκνερ βασίζεται εν μέρει σε επικό ποίημα του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ, γραμμένο τον 13ο αιώνα. Κεντρική ιδέα στο μουσικό δράμα είναι η κατάκτηση της σοφίας (θα έλεγα, της αυτοσυνειδησίας) μέσω της συμπόνιας για τον συνάνθρωπο, του βιώματος, δηλαδή, του αλλότριου πόνου. Η ιδέα δεν ανήκει, φυσικά, στον ίδιο τον Βάγκνερ, αλλά είναι αποτέλεσμα της επίδρασης του Σοπενχάουερ πάνω στον συνθέτη-φιλόσοφο.

Σύμφωνα με το λιμπρέτο (του οποίου τις λεπτομέρειες θεωρώ δευτερεύουσες για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης και δεν θα παραθέσω), ο Πάρσιφαλ, ένας αφελής αλλά καλόψυχος νέος, ανακαλύπτει τις βαθύτερες αλήθειες της ύπαρξης όταν, μετά από μια μακρά πορεία μύησης («περιπλάνηση»), κατορθώνει να υπερβεί τα τείχη του «εγώ» και να βιώσει τον πόνο του συνανθρώπου (Αμφόρτας) σαν δικό του πόνο.

Στο ποιητικό κείμενο του λιμπρέτου υπάρχει μια φράση που θα μπορούσε να κινήσει την περιέργεια των Φυσικών (αν και ουδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο, τουλάχιστον εξ όσων γνωρίζω). Λίγο πριν το υπέροχο ορχηστρικό ιντερλούδιο της Πρώτης Πράξης, ακούγεται ο παρακάτω διάλογος ανάμεσα στον Πάρσιφαλ και τον Γκούρνεμαντς(*):

ΠΑΡΣΙΦΑΛ: «Μόλις και μετά βίας βαδίζω, κι όμως νιώθω πως ήδη έχω πάει πολύ μακριά!»

ΓΚΟΥΡΝΕΜΑΝΤΣ: «Βλέπεις, γιε μου, σ’ αυτό εδώ το μέρος ο χρόνος γίνεται χώρος!»

Όσο κι αν θέλει κανείς να αποφύγει τη σκέψη ως παράλογη, δεν μπορεί να μη διερωτηθεί ως πού, άραγε, θα μπορούσε να φτάσει η ικανότητα του Βάγκνερ να βλέπει μπροστά από την εποχή του. Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε 23 ολόκληρα χρόνια πριν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν προτείνει την (Ειδική) Θεωρία της Σχετικότητας. Κι ο παραπάνω διάλογος παραπέμπει αναπόφευκτα στους χωροχρονικούς μετασχηματισμούς που επιτρέπει η σχετικιστική θεωρία. Περίπτωση επιστημονικής προφητείας; Ή μήπως θα πρέπει να συμβιβαστούμε, βολικότερα, με την πιο «πεζή» φιλοσοφική ερμηνεία περί ιδεατού ή υποκειμενικού χώρου και χρόνου, γυρίζοντας με ανακούφιση πίσω στον Καντ και τον Σοπενχάουερ;

Την απάντηση ίσως δεν την μάθουμε ποτέ. Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι πως το μήνυμα του Πάρσιφαλ δεν υπόκειται στη φθορά του χρόνου ή στους περιορισμούς του χώρου: Είναι τόσο παλιό όσο ο άνθρωπος, και φτάνει τόσο μακριά όσο η σκέψη μας για το Σύμπαν!

(*) Δείτε το video

ΤΟ ΒΗΜΑ

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΒΗΜΑ - Η γυναίκα στην κουπαστή και ο συμβολικός κόσμος του «Τριστάνου»

...Ίσως η σπουδαιότερη μουσική που γράφτηκε ποτέ, το μουσικό δράμα «Τριστάνος και Ιζόλδη» (Tristan und Isolde) είναι ένα έργο πολύ σύνθετο για να χωρέσει σε μια σύντομη ανάλυση. Το ορχηστρικό πρελούδιο της πρώτης πράξης θεωρήθηκε επανάσταση που γκρέμισε τα στεγανά της κλασικής μουσικής αρμονίας - αν και δεν θα πρέπει να αγνοούμε τα προφητικά κουαρτέτα του Μότσαρτ τα αφιερωμένα στον Χάυδν (όπου μάλιστα σε ένα απ’ αυτά, K 428, ακούγεται το ίδιο το θέμα του «Τριστάνου»!), όπως και τα πιανιστικά πρελούδια του Σοπέν με τις αρμονικές τους τολμηρότητες...

Διαβάστε το άρθρο...

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ρίχαρντ Βάγκνερ: 200 χρόνια από τη γέννηση ενός ιδιοφυούς «τέρατος»!


Ένα καλοκαιρινό πρωί, πριν μερικά χρόνια, έλυνα ανόητες μαθηματικές εξισώσεις καθισμένος στη βεράντα του οικογενειακού εξοχικού στην Εύβοια. Όπως το συνήθιζα τότε, είχα δίπλα το φορητό CD-player με τη μουσική στη διαπασών. Ένας αρκετά καλλιεργημένος Γερμανός τουρίστας, που περνούσε μόνιμα τις καλοκαιρινές διακοπές του σ’ εκείνο το μέρος, ακούγοντας τη μουσική απόρησε πώς ήταν δυνατό να μου αρέσει κάτι τέτοιο! Του εξήγησα πως ήταν μουσική του Βάγκνερ. “Wagner?”, μου λέει! “This is very heavy music. How on earth do you like it?”

Ναι, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, αν αναζητά κανείς αληθινά φανατικούς φίλους του ιδιοφυούς αυτού γερμανικού καλλιτεχνικού «τέρατος» (όπως αποκλήθηκε), ίσως δεν θα ‘ταν κακή ιδέα να επισκεφθεί την Ελλάδα!

Διαβάστε τη συνέχεια...

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

ΤΟ ΒΗΜΑ - Για την επέτειο του θανάτου ενός Γερμανού φιλέλληνα


«Οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων και των περιοδικών από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, μου είχαν προξενήσει φοβερή συγκίνηση. Έτσι, η αγάπη μου για την Ελλάδα, που αργότερα μετατράπηκε σε ενθουσιασμό για τη μυθολογία και την ιστορία της αρχαιότητάς της, πήγασε από το ζωηρό και επώδυνο ενδιαφέρον μου για τα γεγονότα του παρόντος. Στα κατοπινά χρόνια, η ιστορία των αγώνων των Ελλήνων κατά των Περσών μού έφερνε πάντα στο νου τη σύγχρονη επανάσταση κατά των Τούρκων.» 

Διαβάστε το άρθρο

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Ο Συνθέτης που δεν άκουσε ποτέ την κορυφαία συμφωνία του...

Πώς η κώφωση επέδρασε στη μουσική του Μπετόβεν
Χάνοντας την ακοή του μείωσε τις ψηλές νότες αλλά τις χρησιμοποίησε ξανά όταν ήταν εντελώς κωφός
 
Της Λαλίνας Φαφούτη 
 
Λονδίνο 

Πώς είναι δυνατόν ένας ιδιοφυής μουσουργός να είναι κωφός και, ακόμη περισσότερο, πώς μπορεί αυτή η κώφωση να έχει επηρεάσει τη δημιουργία του; Αυτή είναι μια από τις μεγάλες απορίες όλων γύρω από τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Η επιστήμη έχει τώρα μια πρώτη απάντηση.

Ολλανδοί ερευνητές έθεσαν τις συνθέσεις του Μπετόβεν στο επιστημονικό μικροσκόπιο και διαπίστωσαν ότι, καθώς η κώφωσή του προχωρούσε, άρχισε να χρησιμοποιεί νότες μόνο στις συχνότητες που μπορούσε να «πιάσει» η ακοή του.

Ωστόσο – και αυτό είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό – όταν έχασε εντελώς την ακοή του και πλέον φανταζόταν τη μουσική μόνο μέσα στο μυαλό του, ολόκληρη η μουσική κλίμακα και όλες οι συχνότητες επανήλθαν στις συνθέσεις του.

Η απώλεια της ακοής

Με βάση την αλληλογραφία του, ο Μπετόβεν ανέφερε για πρώτη φορά ότι είχε αρχίσει να έχει προβλήματα ακοής – πρώτα στο αριστερό αφτί και στη συνέχεια και στα δυο – το 1801, σε ηλικία 30 ετών σημειώνοντας μάλιστα ότι δυσκολευόταν να ακούσει τις «ψηλές νότες», τόσο των μουσικών οργάνων όσο και των ανθρώπινων φωνών.

Μια δεκαετία αργότερα, το 1811, οι κοντινοί του άνθρωποι έπρεπε να φωνάζουν δυνατά για να μπορέσουν να συνεννοηθούν μαζί του ενώ το 1818 άρχισε πλέον να επικοινωνεί με σημειώματα. Από το 1825 ως τον θάνατό του, το 1827, πιστεύεται ότι ήταν εντελώς κωφός.

Οι ερευνητές του Metabolomics Centre της Ολλανδίας στο Λάιντεν θέλησαν να εξετάσουν κατά πόσον αυτή η απώλεια της ακοής επηρέασε τη συνθετική δημιουργία του «μετρώντας» τις ψηλές και τις χαμηλές νότες που χρησιμοποιούσε στα κουαρτέτα του για έγχορδα.

Μελέτη σε περιόδους

Με βάση τις παραπάνω ιστορικές αναφορές και την πορεία της κώφωσης οι ειδικοί χώρισαν τα κουαρτέτα για έγχορδα του Μπετόβεν σε τέσσερις περιόδους, από αυτήν της «πλήρους ακοής» (από το 1798 ως το 1800) ως εκείνη της παντελούς απώλειάς της (από το 1824 ως το 1826).

Όπως περιγράφουν στη μελέτη τους, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «British Medical Journal», οι ερευνητές μελέτησαν το πρώτο μέρος για βιολί της πρώτης φράσης κάθε κουαρτέτου, μετρώντας πόσες νότες επάνω από τη σολ 6η (η οποία αντιστοιχεί σε 1.568 Hz) περιλαμβάνονταν σε αυτό.

Διαπίστωσαν ότι οι ψηλότερες νότες μειώνονταν καθώς η κώφωση προχωρούσε. Για να αντισταθμίσει αυτή τη μείωση ο Μπετόβεν χρησιμοποιούσε περισσότερες νότες μεσαίων και χαμηλών συχνοτήτων, τις οποίες μπορούσε να ακούσει καλύτερα.

Επιστροφή σε όλες τις οκτάβες

Στα τελευταία κουαρτέτα του όμως, τα οποία συνέθεσε όταν πιστεύεται ότι ήταν εντελώς κωφός, ο Μπετόβεν επέστρεψε σε όλες τις οκτάβες, επαναφέροντας ξανά τις ψηλές νότες στις συνθέσεις του.

«Όταν κατέληξε να βασίζεται εντελώς στο “εσωτερικό αφτί” του δεν ένιωθε πλέον αναγκασμένος να παράγει μουσική την οποία μπορούσε πραγματικά να ακούσει στην εκτέλεσή της και έτσι επέστρεψε σιγά σιγά στον εσωτερικό μουσικό του κόσμο και στις αρχικές συνθετικές εμπειρίες του» σημειώνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους.

Κύριος συγγραφέας της μελέτης είναι ο Εντουάρντο Σατσέντι και επικεφαλής της οι Αγκε Σμίλντε και Βιμ Σάρις, όλοι ερευνητές στο Metabolomics Centre της Ολλανδίας στο Λάιντεν.

(Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ Science)

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Πρόλαβε ο Wagner τον Einstein?



Τέχνη και Επιστήμη

Στην πρώτη πράξη του Parsifal, τελευταίας (και κορυφαίας) όπερας του Richard Wagner, λίγο πριν το υπέροχο μυστηριακό ορχηστρικό ιντερλούδιο, ο συνθέτης-φιλόσοφος βάζει τον παρακάτω διάλογο ανάμεσα στον Parsifal και τον Gurnemanz:

PARSIFAL: Μόλις και μετά βίας βαδίζω, κι όμως νιώθω πως ήδη έχω πάει πολύ μακριά!


GURNEMANZ: Βλέπεις, γιε μου, σ' αυτό εδώ το μέρος ο χρόνος γίνεται χώρος!

Όσο κι αν θέλει κανείς να αποφύγει τη σκέψη ως παράλογη, δεν μπορεί να μην διερωτηθεί ως πού άραγε θα μπορούσε να φτάσει η προφητική διορατικότητα του Wagner! Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε το 1882 στο Bayreuth, 23 χρόνια πριν ο Albert Einstein προτείνει τη φημισμένη (Ειδική) Θεωρία της Σχετικότητας. Και ο παραπάνω διάλογος, που σίγουρα θα παραξένεψε όσους τον πρωτάκουσαν, αποκτά ξαφνικά νόημα στο πλαίσιο της Μοντέρνας Φυσικής, και ειδικά της Σχετικότητας, που επιτρέπει το μετασχηματισμό του χώρου σε χρόνο και αντίστροφα.

Αντί άλλων σχολίων, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τον Parsifal: