Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θρησκεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θρησκεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Νικολίτσα Γεωργοπούλου – Λιαντίνη: Η Τόλμη της Αμφιβολίας στη Βεβαιότητα της Πίστης


(Αφιέρωμα στην Κυριακή του Θωμά)

Είναι τόσο σημαντικό το πρόβλημα της πίστης, ώστε εκτείνεται πέρα από αφοριστικούς προσδιορισμούς. Το εύρος της έκτασής του το μεταλλάσσει σε δυναμική ένταση ερμηνείας του λειτουργικού του νοήματος. Και αν η αιτία της πίστης είναι ψηλαφητή, ο σκοπός της αναζητά το στήριγμα της βεβαιότητας. Ενώ η πίστη είναι για το υποκείμενο η απροσδιόριστη πραγματικότητα του άγνωστου γνώριμου, η αμφιβολία ως τόλμη είναι το γεγονός της αβέβαιης βεβαιότητας, και η απιστία είναι η λήθη της διαλεκτικής του Μηδενός και του Είναι.

Για τη Γνωσιολογία το ερώτημα είναι νομοθετικό. Ό,τι ενδιαφέρει είναι η ανακάλυψη της πηγής της βεβαιότητας, ότι η γνώση που οδηγεί στην πίστη είναι αληθινή. Η ύπαρξη της απάντησης σ’ αυτό το ερώτημα προϋποθέτει  την πλήρη ενάργεια του πιστευόμενου αντικειμένου, δηλαδή το αντικείμενο να αποκαλύπτεται με σαφήνεια, για να μπορεί να κατανοηθεί στην ουσία του και να συγκριθεί με την παραγόμενη κρίση.

Μόνο με αυτή τη σύγκριση ελέγχεται επιστημονικά η αλήθεια της γνώσης. Η ενάργεια ως λειτουργία αποκάλυψης σηματοδοτεί την παρατήρηση του γνωρίζοντος υποκειμένου στην αντικειμενική ισχύ του πλέγματος της κρίσης. Πού όμως πρέπει να αναζητηθεί η αφορμή για τη σημαντική αυτής της ενάργειας; Είναι σαφές ότι η γνώση των αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου φθάνει στη συνείδηση μέσα από την οδό των αισθήσεων, που μπορεί να πλανώνται. Η αληθινή γνώση μπορεί να αναζητηθεί μόνο  σε αντικείμενα γνώσης που είναι συστατικά μέρη της συνείδησης. Οι κρίσεις συνειδησιακών αντικειμένων είναι κρίσεις του συνειδότος. Κρίνεται απαραίτητη η διάκριση μεταξύ κρίσεων για συνειδησιακά υπερβατικά αντικείμενα του συνειδότος και κρίσεων για συνειδησιακά αισθητά αντικείμενα. Μόνο τα τελευταία χαρακτηρίζονται ως περιεχόμενο της συνείδησης, γιατί αντικείμενο και κρίση βρίσκονται άμεσα στο συνειδός.

Το καλλίτερο παράδειγμα για ένα συνειδησιακό αισθητό αντικείμενο είναι η πράξη της αμφιβολίας. Όταν ο άνθρωπος λέγει «αμφιβάλλω» υπάρχουν συγχρόνως στη συνείδησή του με άμεσο τρόπο η κρίση και το προς γνώση αντικείμενο, για το οποίο κρίνει, δηλαδή η πράξη της αμφιβολίας. Αν συγκρίνει την κρίση του με το αντικείμενο και διαπιστώσει συμφωνία, τότε έχουμε με αποδεικτικό τρόπο ένα παράδειγμα αληθινής γνώσης. Το παράδειγμα αυτό μπορεί να διευρυνθεί ως προς το περιεχόμενό του και να διατυπωθεί ο ισχυρισμός, ότι κάθε πράξη που γίνεται αντικείμενο μιας κρίσης είναι στη συνείδηση ακριβώς τόσο άμεσα αισθητή, όπως η ίδια η κρίση.

Μήπως όμως η πράξη της αμφιβολίας είναι φαινομενική και απατηλή; Πού υπάρχει η βεβαιότητα ότι εμείς είμαστε πραγματικά εκείνοι που επιτελούμε την πράξη της αμφιβολίας; Μια τέτοια ερώτηση είναι όμως γνωσιολογικά αδιανόητη, γιατί το γεγονός της αμφιβολίας μας, ως συνειδησιακής πράξης, μας είναι τόσο συνειδητό, όσο και η ίδια η πράξη. Ό,τι αμφιβάλλει είναι ένα μέρος του εγώ μας. Ακόμη και όταν ένα πολύ μικρό μέρος του εγώ μας είναι υπεύθυνο για αυτήν την πράξη, αποδεικνύεται η σύνολη ύπαρξη του εγώ. Αν το εγώ – υποκείμενο είναι με την πράξη επίσης άμεσα εναργές στη συνείδηση, τότε ένα άλλο «αντικείμενο» είναι επίσης άμεσα εναργές, δηλαδή ο νόμος της αιτίας και του αποτελέσματος. Γιατί όταν η πράξη και το υποκείμενο είναι εναργή, πρέπει να είναι όμοια εναργής και ο σύνδεσμος μεταξύ αυτών των δύο, δεδομένου ότι κατανοούμε τον εαυτό μας πάντοτε άμεσα ως αιτία της πράξης μας και την πράξη μας ως αποτέλεσμα της ενέργειάς μας.

Η πραγματικότητα δημιουργεί βέβαια με τις έννοιες την προϋπόθεση, προκειμένου να μπορέσουμε να διατυπώσουμε την τελική κρίση.  Η απόδειξη όμως της αλήθειας της κρίσης δεν μπορεί να αποκτηθεί από την πραγματικότητα, αλλά μόνο από την «ουσία» που υπάρχει στη συνείδηση ως βίωμα άμεσα εναργές. Και το άμεσα εναργές δεν έχει ανάγκη απόδειξης.

Μπροστά στην πίστη των πολλών η πράξη της αμφιβολίας των ολίγων φαντάζει συμπεριφορά ασεβής. Όμως αυτή η συμπεριφορά δεν ακυρώνει τη βαθύτερη διαδικασία της αμφιβολίας, προκειμένου να τολμήσει  να πορευτεί με ευλάβεια και σιωπή στο ανεξιχνίαστο μήνυμα, χωρίς να αγνοήσει τα φυσικά μέτρα. Η θύρα που κρύβει την κατανόηση και το φωτισμό δεν παραβιάζεται χωρίς το γνωσιολογικό κραδασμό της ιδιότυπης σχέσης ανάμεσα στην πλάνη και την βεβαιότητα.

Η αποδοχή του καθολικού απαιτεί ταραχή της ακινησίας, διάρρηξη της δυνατότητας στον ίλιγγο του απέραντου. Η πρόσκρουση στην απορία είναι πάντα δυσχερής, καταστατική όμως για το έσχατο «πιστεύω» της οντολογικής αναζήτησης. Όπως ο Σωκράτης ζήτησε τη γνώση μέσα από την άγνοια, ο μαθητής Θωμάς του κατά Ιωάννην ζήτησε την πίστη μέσα από την απιστία, που σημαίνει την αμφιβολία μέχρι τον τελικό ελλιμενισμό.

ΝΙΚΟΛΙΤΣΑ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΙΑΝΤΙΝΗ
ΟΜΟΤΙΜΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ 
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ο Χίτλερ και η φιλοσοφική θεώρηση του Κακού

Αν έκανε κάποιος μια δημοσκόπηση με ερώτημα: «ποιο, κατά τη γνώμη σας, ήταν το πιο κακό πρόσωπο του εικοστού αιώνα;», το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον προβλέψιμο: «ο Άντολφ Χίτλερ»! Κι αν ήθελε κανείς να αιτιολογήσει την απάντησή του, θα αναφερόταν στον πιο αιματηρό πόλεμο της Ιστορίας, στην απάνθρωπη σκληρότητα των Ες-Ες και στο Άουσβιτς.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Χίτλερ έχει ταυτιστεί στις συνειδήσεις μας με την ίδια την έννοια του Κακού. Θα λέγαμε, αποτελεί μια πρωταρχική ενσάρκωση της έννοιας αυτής, της προσδίδει μορφή και ονοματεπώνυμο. Το «γιατί», όμως, που ερμηνεύει αυτή την ταύτιση απαιτεί βαθύτερες θεωρήσεις και σίγουρα δεν εξαντλείται στην «απλή» καταμέτρηση ιστορικών εγκλημάτων.

Πράγματι, ο Χίτλερ δεν ήταν ο μοναδικός μεγάλος εγκληματίας του εικοστού αιώνα. Τον συναγωνίστηκε επάξια ο σύγχρονός του Γιόζεφ Στάλιν. Το «ποιος ήταν ο πιο κακός» από τους δύο, ανέλαβε να το διερευνήσει ένας σημαίνων Αμερικανός ιστορικός. Ο Timothy D. Snyder (γεν. 1969) είναι Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Yale, ειδικός στην Ιστορία της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και σε θέματα που αφορούν το Ολοκαύτωμα. Η καλή γνώση έντεκα(!) ευρωπαϊκών γλωσσών τού επέτρεψε να μελετήσει πρωτότυπες αρχειακές πηγές που βρίσκονταν σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες (πηγές) άρχισαν να διατίθενται ανοιχτά τη δεκαετία του 1990, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Στις πληροφορίες που συνέλεξε βασίστηκε το πιο φημισμένο σύγγραμμά του, “Bloodlands” [1].

Μια σύνοψη της έρευνάς του βρήκαμε στο ενδιαφέρον άρθρο του: “Hitler vs. Stalin: Who was worse?” [2]. Βλέπουμε εκεί την ανατροπή δύο ευρύτατα διαδεδομένων μύθων:

1. Ο μύθος του «λιγότερο κακού» Στάλιν σε σύγκριση με τον Χίτλερ που διέπραξε εγκλήματα φυλετικού ρατσισμού. Ο Snyder επισημαίνει ότι μεγάλο μέρος από τα εγκλήματα του Στάλιν στόχευαν σε εκκαθαρίσεις άμαχου πληθυσμού βάσει εθνικών ή εθνοτικών κριτηρίων.

2. Ο μύθος του «λιγότερο φονικού» Χίτλερ, αφού ο Στάλιν, σύμφωνα με καθιερωμένες λαϊκές δοξασίες, δολοφόνησε «πάνω από είκοσι εκατομμύρια». Με την απόκτηση πρόσβασης σε πρώην σοβιετικά αρχεία, κατέστη δυνατό να καταμετρηθούν με σχετική ακρίβεια τα θύματα της εθνικής/εθνοτικής πολιτικής του Στάλιν. Η έρευνα του Snyder έδειξε ξεκάθαρα ότι ο αριθμός τους είναι σαφώς μικρότερος από αυτόν των ανάλογων εγκλημάτων του Χίτλερ και, σε κάθε περίπτωση, απέχει πολύ από εκείνον που δημιούργησε η λαϊκή φαντασία (καθώς και η ψυχροπολεμική αμερικανική προπαγάνδα).

Και όμως... Ακόμα και στα χρόνια της μετα-σταλινικής υπερβολής, η μορφή του Χίτλερ δέσποζε ως η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού. Αναζητώντας κάποια εξήγηση στο φαινόμενο, καταλήγουμε στο επικό σύγγραμμα “Explaining Hitler” [3,4] του Αμερικανού δημοσιογράφου, λογοτέχνη και ιστορικού Ron Rosenbaum (γεν. 1946). Εκεί, ο συγγραφέας αναζητά τα αληθινά κίνητρα του Χίτλερ πίσω από το μαζικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, επιχειρεί μια κριτική εξέταση των ερμηνειών που έχουν δοθεί πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Το τελικό συμπέρασμα είναι μάλλον μελαγχολικό: Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο Χίτλερ είναι εν δυνάμει εξηγήσιμος, η ευκαιρία να τον εξηγήσουμε έχει πια οριστικά χαθεί!

Στο βιβλίο του Rosenbaum, εν τούτοις, βρίσκει κανείς και μερικές πολύ αξιοπρόσεκτες φιλοσοφικές τοποθετήσεις πάνω στον χαρακτήρα του Χίτλερ και τη σχέση του με την ιδέα του Κακού. Μία από αυτές ανήκει στον Εβραίο φιλόσοφο και θεολόγο Emil Fackenheim (1916–2003). Σύμφωνα με αυτόν, ο Χίτλερ αντιπροσωπεύει ένα «θεμελιώδες Κακό», μια «έκρηξη δαιμονισμού στην Ιστορία», που τον τοποθετεί πέρα ακόμα και από το τελευταίο άκρο στο συνεχές της ανθρώπινης φύσης.

Κατά τον Fackenheim, ο Χίτλερ δεν είναι απλά ένας «πολύ, πολύ, πολύ κακός άνθρωπος», με τη συνήθη έννοια της ανθρώπινης κακίας, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό και έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, που το νόημά του δεν πρέπει να αναζητήσουμε στην Ψυχολογία αλλά στη Θεολογία (αφού η εξήγησή του, αν υπάρχει, μπορεί να είναι γνωστή μόνο στον Θεό). Υπάρχει, έτσι, ένας ριζικός διαχωρισμός ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και στη φύση του Χίτλερ, ανάμεσα στο συνηθισμένο Κακό και στο ακραίο Κακό που αυτός αντιπροσωπεύει. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ίδιας της φύσης του Κακού, έτσι ώστε να περιλάβει τη μορφή του Κακού που επέφερε το καθεστώς του Χίτλερ.

Ποια είναι, όμως, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο «συνηθισμένο Κακό» και στο «Κακό του Χίτλερ»; Αν θέλαμε να δώσουμε μία εξήγηση (ενδεχομένως όχι τη μοναδική που υφίσταται) θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η διαφορά ανάμεσα στο Κακό που διαπράττει κάποιος που διατηρεί τη συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης του, και στο Κακό που διαπράττει κάποιος άλλος που έχει απολέσει αυτή τη συναίσθηση και λειτουργεί ως οιονεί υποκατάστατο του ίδιου του Θεού!

Την ιδέα του Θεού την αντιλαμβανόμαστε εδώ ως μία Αρχή η οποία μπορεί να καθορίζει και να εκκινεί νόμους αιτιότητας, χωρίς η ίδια η Αρχή να υπόκειται σε αυτούς (κάτι ανάλογο με το αριστοτελικό μη-κινούμενο που κινεί). Η ανθρώπινη ύπαρξη, αντίθετα, υπόκειται στους αιτιατικούς νόμους που διέπουν τη Φύση, αφού αποτελεί μέρος της Φύσης και βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τις διεργασίες που συντελούνται μέσα σε αυτή. Έτσι, η ανθρώπινη αυτοσυντήρηση υπακούει στην αιτιότητα και είναι δυνατό να καθοδηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από φιλοσοφική άποψη, παρουσιάζει η περίπτωση όπου ο άνθρωπος αποκτά κάποιας μορφής εξουσία που του δίνει τη δυνατότητα να αποφασίζει για τη ζωή ή το θάνατο του συνανθρώπου του. Ο στρατιώτης, για παράδειγμα, έχει a priori ένα τέτοιο είδος εξουσίας πάνω στον αντίπαλο στρατιώτη στη διάρκεια της μάχης, η οποία (εξουσία) σχετίζεται με το δικαίωμα στην αυτοσυντήρηση και την υποχρέωση υπεράσπισης της πατρίδας. Επίσης, η Πολιτεία είναι δυνατό, αν έτσι ορίζουν οι νόμοι της, να στέλνει στο απόσπασμα ή στην ηλεκτρική καρέκλα έναν κατά συρροή δολοφόνο ώστε να απαλλάξει την κοινωνία από ένα άτομο που την απειλεί και να αποθαρρύνει άλλους να το μιμηθούν.

Αλλά, ακόμα και ο Στάλιν, που έκανε εξίσου φριχτά μαζικά εγκλήματα με αυτά του Χίτλερ (λιμοί, εκτελέσεις, δολοφονίες) [1,2] τα διέπραξε μέσα σε μια – απάνθρωπη μεν, κτηνώδη ίσως, αλλά σε κάθε περίπτωση υπαρκτή – λογική «αυτοσυντήρησης» του καθεστώτος του.

Αντίθετα, στον ακραίο, δολοφονικό ρατσισμό του Χίτλερ, ο άνθρωπος (ο Χίτλερ ή οι Ναζί, γενικότερα) αναλαμβάνει να παίξει τον ίδιο το ρόλο του Θεού. Δεν περιορίζεται στην εξόντωση εκείνων που αντικειμενικά απειλούν την αυτοσυντήρηση τη δική του και του έθνους του, αλλά αποφασίζει αυθαίρετα να εξοντώσει και όσους εκείνος κρίνει ότι δεν θα έπρεπε να υφίστανται ως είδος επί Γης. Κριτήριο που μόνο σε έναν Θεό αναλογεί!

Το επιχείρημα περί δήθεν ύπαρξης και κάποιων «αυτοσυντηρητικών» ελατηρίων στα εγκλήματα του Χίτλερ, είναι επιεικώς αφελές. Έστω κι αν δεχθούμε, π.χ., ότι ένας πάμπλουτος Γερμανο-εβραίος τραπεζίτης θα ήταν δυνατό (στο μυαλό του Χίτλερ) να αποτελεί ένα είδος «απειλής» για το ναζιστικό καθεστώς, πώς θα μπορούσε να απειλήσει την πανίσχυρη Γερμανία ένας φτωχός Εβραίος χωρικός κάπου στα βάθη της Τσεχίας, της Πολωνίας ή της Ουκρανίας;

Ο Χίτλερ, λοιπόν, επιφύλαξε για τον εαυτό του τον ρόλο ενός «θεού-τιμωρού» που μπορούσε να επιβάλλει την ποινή του θανάτου με κριτήρια αυθαίρετα, που δεν σχετίζονταν με μια αληθινή ανάγκη κοινωνικής ή εθνικής αυτοσυντήρησης αλλά αντανακλούσαν μια βαθιά πεποίθηση ότι ο Κόσμος δεν είχε εξαρχής σχεδιαστεί «σωστά». Έτσι, ένα υποσύνολο του ανθρώπινου είδους που δεν θα ‘πρεπε καν να είχε υπάρξει, όφειλε να αφανιστεί.

Ο Χίτλερ αυτο-χρίστηκε, θα λέγαμε, νέος «θεός» που βάλθηκε να τιμωρήσει τον Θεό των ανθρώπων για τα «λάθη» της Δημιουργίας! Δεν θα μπορούσε να δώσει κάποιος τελειότερο ορισμό του Κακού...

Τούτων λεχθέντων, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την ιστορική συν-ευθύνη των ίδιων των Γερμανών, απαλλάσσοντάς τους έτσι από τις ενοχές για το Ολοκαύτωμα και τα άλλα ναζιστικά εγκλήματα. Ένας επίγειος «θεός», για να κυριαρχήσει και να επιβάλει τις θελήσεις του, έχει ανάγκη από πιστούς που τον αποθεώνουν και, κυρίως, τον υπακούουν. Και αυτά τα προσέφερε γενναιόδωρα ο γερμανικός λαός στον Χίτλερ! Όμως, αυτό το ζήτημα απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση, στοιχεία της οποίας είχαμε παρουσιάσει σε παλαιότερο άρθρο [5].

Αναφορές:

[1] Timothy Snyder, Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin (Basic Books, 2010).

[2] Timothy Snyder, Hitler vs. Stalin: Who was worse? (The New York Review of Books, http://www.nybooks.com/blogs/nyrblog/2011/jan/27/hitler-vs-stalin-who-was-worse/).

[3] Ron Rosenbaum, Explaining Hitler: The Search for the Origins of his Evil (New York: Random House, 1998).

[4] Ελληνική Έκδοση: Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ (Εκδόσεις Κέδρος, 2001).

[5] Κ. Παπαχρήστου, Το Πείραμα του Stanford και οι δαίμονες του Goldhagen (http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=681064).

ΤΟ ΒΗΜΑ

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Η θρησκεία σε ερωτήσεις (δίχως απαντήσεις)…

Φίλες και φίλοι αναγνώστες του Aixmi.gr, Καλή Χρονιά! Εγκαινιάζω την προσωπική αρθρογραφία του 2015 σε μια στιγμή που η ανθρωπότητα (τουλάχιστον, το κομμάτι της που δικαιούται να θεωρεί τον εαυτό του πολιτισμένο) συγκλονίζεται από ένα ακόμα αποτρόπαιο έγκλημα θρησκευτικού φανατισμού. Και ο χρονικός ορίζοντας της λέξης «ακόμα» είναι βραχύς, αφού πρόσφατες είναι οι εφιαλτικές εικόνες αποκεφαλισμών και άλλων πράξεων θηριωδίας στο όνομα κάποιας θρησκευτικής πίστης...

Βλέποντας την ιστορία των θρησκειών διαχρονικά, έχω την αίσθηση (και ας με διορθώσουν οι αναγνώστες) ότι καμία δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο της ιστορικής κριτικής σε ό,τι αφορά τη στάση της απέναντι στην αντίθετη άποψη. Και πώς να συμβιβαστεί, αλήθεια, ο (συχνά φανατικός) δογματισμός με την ελευθερία της σκέψης που προϋποθέτει το δικαίωμα στην αμφισβήτηση; Όμως, υπάρχει ένα πιο θεμελιώδες και κρίσιμο ερώτημα που αφορά αυτή τούτη την ιδέα της θρησκείας, γενικά: Πόσο συμβατή είναι αυτή με την αναζήτηση (ακόμα περισσότερο, την εύρεση και την απόλυτη γνώση) της Αλήθειας περί της Ουσίας του Θείου;

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να μεταφέρω στους αναγνώστες του Aixmi.gr κάποιους προβληματισμούς που είχαμε διατυπώσει παλιότερα σε ένα σύντομο άρθρο στο «ΒΗΜΑ». Γνωρίζω ότι το θέμα είναι ευαίσθητο για πολλούς. Σκοπός αυτής της συζήτησης, όμως, δεν είναι να προκαλέσει αντιδράσεις και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά να λειτουργήσει ως αφετηρία ενός γόνιμου διαλόγου. Έστω και ανάμεσα σε διαφωνούντες...

Παραθέτω (με τροποποιήσεις και βελτιώσεις) το κείμενο που δημοσιεύθηκε στο «ΒΗΜΑ» στις 11/10/2012:

------------------------------------------------------

Οι απόψεις που εκτίθενται σ’ αυτό το σύντομο άρθρο ούτε πρωτότυπες είναι, ούτε συνιστούν βαθιά ανάλυση πάνω σε ένα δύσκολο κι ευαίσθητο θέμα. Εξαιρετικές αναλύσεις μπορεί να βρει άφθονες ο επισκέπτης του Διαδικτύου (ακόμα και στην ελληνική γλώσσα), για να μην αναφερθώ στα κλασικά δοκίμια μεγάλων φιλοσόφων όπως ο Bertrand Russell. Ταπεινός σκοπός αυτού του κειμένου είναι η ελάχιστη συμβολή του στην αποτροπή μιας δεδομένης «ετικετοποίησης» ανθρώπων με βάση τις επιλογές τους σε θέματα θρησκείας. Έτσι όπως εύκολα τοποθετούνται, γενικά, οι ετικέτες σ’ αυτό τον τόπο...

Έχουμε συνηθίσει να δεχόμαστε την δήλωση θρησκευτικής πίστης ως μέρος του αυτοπροσδιορισμού ενός ατόμου. Η απουσία, δε, μιας τέτοιας δήλωσης οδηγεί εξ ορισμού στον χαρακτηρισμό του ατόμου ως «άθεου».

Το ότι ένας άθεος είναι άθρησκος, είναι, ασφαλώς, αυτονόητο. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον ισχύει το αντίστροφο. Δηλαδή, κατά πόσον ο άθρησκος (αυτός, δηλαδή, που αρνείται να περιχαρακώσει την πίστη του στα δογματικά στεγανά οποιασδήποτε θρησκείας) είναι αναγκαία άθεος. Ή, κατά λογική ισοδυναμία, κατά πόσον ο μη-άθεος (αυτός που δεν αρνείται την πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον) είναι αναγκαία θρήσκος (δηλώνει πίστη σε κάποια θρησκεία). Κάτι τέτοιο προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστον, ότι η ίδια η ιδέα της θρησκείας είναι συμβατή με την πίστη σε μία Αρχή που κωδικοποιείται από τον άνθρωπο – και την ίδια τη θρησκεία – με το όνομα «Θεός».

Το ερώτημα που θέτουμε είναι αν αυτή η προϋπόθεση συμβατότητας καταρχήν πληρούται. Ερώτημα κρίσιμο, αφού μια αρνητική απάντηση οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δεύτερο, ακόμα σοβαρότερο ερώτημα: Κατά πόσον θα μπορούσε κάποιος να κατηγορήσει την ίδια τη θρησκεία ως «βλάσφημη»!

Θα περιοριστούμε σε δύο, μόνο, σημεία που θεωρούμε βασικότερα:

1. Σύμφωνα με τη θρησκεία, ο άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίζει (μερικώς, τουλάχιστον) τη φύση του Θεού. Για παράδειγμα, η Χριστιανική θρησκεία αναφέρεται στο τρισυπόστατο της φύσης αυτής (Τριαδικό Δόγμα). Συσχετίζει, έτσι, μια υπερβατική έννοια (Θεός) με έναν φυσικό αριθμό (τρία). Οι φυσικοί αριθμοί, όμως (οι οποίοι, εκτός των άλλων, υπόκεινται στον περιορισμό του διακριτού) είναι εφεύρημα των ανθρώπων για πρακτικούς, κυρίως, σκοπούς (π.χ., καταμέτρηση αντικειμένων). Έτσι, μια υπερβατική έννοια που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης διάνοιας, εμπειρίας και λογικής, μοιάζει να συρρικνώνεται ώστε να προσαρμοστεί στα ανθρώπινα μέτρα. Πόσο απέχει ο εξορθολογισμός αυτός της έννοιας του Θεού από την βλασφημία;

2. Στο πλαίσιο της ανθρωπομορφικής εικόνας του Θεού, όπως την περιγράφει η θρησκεία (και όχι μόνο η Χριστιανική), Εκείνος εμφανίζεται με τις πλέον απεχθείς ανθρώπινες αδυναμίες: ματαιοδοξία, ζηλοτυπία, μνησικακία, σκληρότητα, εκδικητικότητα… Στον αντίποδα, και καθ’ υπέρβαση των ορίων τόσο της κοινής λογικής, όσο και της διαλεκτικής του μεταφυσικού, υπάρχει ταυτόχρονα η αγάπη Του για τον άνθρωπο (κορυφαίο – υποτίθεται – δημιούργημά Του)! Πόσο μακριά βρίσκεται ο οξύμωρος αυτός ανθρωπομορφισμός του Θεού από την βλασφημία;

Οι παραπάνω επισημάνσεις – και άλλες που θα μπορούσαν να αναφερθούν σε ένα εκτενέστερο άρθρο – θέτουν το ερώτημα, κατά πόσον ο δογματικός εξορθολογισμός και η κατ’ ουσίαν «εκκοσμίκευση» του υπερβατικού, που επιχειρεί να επιβάλει με αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα η θρησκεία, είναι σε αρμονία με την πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον και δεν αποτελούν, αντίθετα, πράξεις βλασφημίας εκ μέρους του ανθρώπου. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται και η συμβατότητα της θρησκείας με την ίδια την ιδέα του Θεού.

Με άλλα λόγια, η ζητούμενη απάντηση θα δικαιώσει ή θα καταρρίψει, ανάλογα, τη μομφή της εξ ορισμού «αθεΐας» προς όσους δεν δηλώνουν υποταγή σε προκατασκευασμένα δόγματα που επιβάλλουν την πίστη, αντί να την εμπνέουν...

Προσθέτω ένα αναγκαίο υστερόγραφο στην παρούσα, αναθεωρημένη εκδοχή του άρθρου: Τα όσα αναφέραμε αποτελούν ακαδημαϊκούς και μόνο προβληματισμούς, και σε καμία περίπτωση δεν επιχειρούν να υποβαθμίσουν τον κοινωνικό ρόλο και την κοινωνική σημασία της Εκκλησίας! Υπάρχουν άνθρωποι που, ακόμα κι αν δεν έχουν έντονα ανεπτυγμένη θρησκευτική πίστη, βρίσκουν στην Εκκλησία ένα ζεστό καταφύγιο από τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της ζωής. Και, καθώς το γράφω αυτό, μου έρχεται στο νου η εικόνα της μητέρας μου να περιμένει ανυπόμονα τον πρώτο ήχο της καμπάνας, τις Κυριακές των καλοκαιριών στην Εύβοια...

Aixmi.gr

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Το «ευχαριστώ» που δεν είπαμε…

Ακούγοντας τη λέξη «ευγνωμοσύνη», το μυαλό μας πηγαίνει σε κώδικες ευγένειας και τρόπους καλής συμπεριφοράς. Σ’ αυτό βοηθούν και τα ίδια τα λεξικά: «αναγνώριση από κάποιον της ευεργεσίας που του έκανε κάποιος άλλος, καθώς και έντονα φιλική διάθεση προς αυτόν». Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: Για κάποιον που ζει σε μια ερημιά μακριά απ’ τον κόσμο, το αίσθημα της ευγνωμοσύνης θα πρέπει να είναι ανύπαρκτο!

Όμως, αν υπερβούμε αυτή την απλουστευτική ανθρωποκεντρική προσέγγιση της έννοιας, θα αντιληφθούμε ότι η ευγνωμοσύνη δεν αφορά μόνο τη στενή σχέση μας με τον συνάνθρωπο ή την κοινωνία, αλλά, σε υψηλότερο επίπεδο, την υπερκόσμια σχέση μας με το Σύμπαν (έκφανση του οποίου είναι, ασφαλώς, και η κοινωνία). Κι αν δεχθούμε (όπως κάποιοι πιστεύουν) ότι το Σύμπαν δεν είναι παρά απεικόνιση της ίδιας μας της συνειδητότητας (άσχετα αν – κατά το «γνώθι σαυτόν» – ελάχιστα την έχουμε εξερευνήσει…), θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως η ευγνωμοσύνη είναι κατά βάθος σχέση αυτοπάθειας: Επικοινωνώ θετικά με το Σύμπαν = επικοινωνώ θετικά με τον εαυτό μου. Ή, με διαφορετικά λόγια, το Σύμπαν είναι καθρέφτης της συνειδητότητάς μου και ανακλά πίσω σ’ εμένα τόσο τα καλά, όσο και τα κακά μου αισθήματα και τα ανατροφοδοτεί!

Ακούμε συχνά πως δεν πρέπει να βιώνουμε αισθήματα κακίας. Μοιάζει με ηθική επιταγή, μα είναι κάτι θεμελιωδέστερο: είναι κατά κύριο λόγο θέμα αυτοσυντήρησης! Τα κακά αισθήματα που εκπέμπουμε και οι αρνητικές σκέψεις που κάνουμε ξαναγυρίζουν σ’ εμάς, εμείς είμαστε οι τελικοί τους αποδέκτες. Κατά μία έννοια, οι αρνητισμοί που παράγουμε μέσα μας (άσχετα αν τους κάνουμε ή όχι φανερούς στους άλλους) είναι όργανα αυτοκαταστροφής μας! (Αναφέρω σαν απτό παράδειγμα την επιστημονικά τεκμηριωμένη συσχέτιση ανάμεσα στις αρνητικές συμπεριφορές και τις καρδιακές παθήσεις, όπως αποκάλυψαν οι πρωτοποριακές έρευνες που διεξήγαγαν και δημοσίευσαν(*) ήδη από το 1959 οι Αμερικανοί καρδιολόγοι Meyer Friedman και Ray Rosenman.)

Στο αντίθετο άκρο του συναισθηματικού φάσματος βρίσκονται αυτοί που καλλιεργούν θετικά αισθήματα. Θα τους διακρίνετε εύκολα: Αποδέχονται την πραγματικότητα δίχως να μεμψιμοιρούν, δεν τους εξοργίζει η διαφορετικότητα, είναι ολιγαρκείς και όχι πλεονέκτες, και – το πιο σημαντικό – ακόμα και μέσα σε αντίξοες περιστάσεις αναζητούν τις θετικές πλευρές της ζωής και δεν παραλείπουν να εκφράσουν μέσα τους ευγνωμοσύνη γι’ αυτές! Για κάποιους πολιτισμούς (κι αυτό το σέβομαι απόλυτα) αυτό το τελευταίο δεν είναι απλά φιλοσοφική στάση αλλά θρησκευτική επιταγή…

Έζησα κάμποσα χρόνια σε μια κωμόπολη της Γιούτα, κοντά στους Μορμόνους. Αυτό που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα ήταν η ανυπόκριτη αισιοδοξία τους, προϊόν ίσως και της βαθιάς θρησκευτικής τους πίστης (ανεξάρτητα από το πόσο αποδεκτά θα μπορούσαν να είναι σε κάποιον τα δόγματά της…). Σπάνια έβλεπες στα πρόσωπά τους ζωγραφισμένη την κατάθλιψη και τη μιζέρια. Όπως και σπάνια διέκρινες τον θυμό – το πιο αυτοκαταστροφικό, ίσως, από τα ανθρώπινα συναισθήματα!

Μη βιαστείτε να συμπεράνετε πως ήταν μια κοινωνία εύπορων ανθρώπων που είχαν λυμένα όλα τους τα προβλήματα. Κάθε άλλο! Αν κάπου αντίκρισα πραγματική φτώχεια, ήταν εκεί. Όμως, ήταν άνθρωποι που αναζητούσαν πάντα τις θετικές πλευρές της ζωής, νιώθοντας ευγνωμοσύνη γι’ αυτές χωρίς παράλληλα να μεμψιμοιρούν για κάθε τι που δεν συνέβαλλε στην ευτυχία τους. “Look at the bright spots!” συνήθιζε να λέει ένας καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο.

Η ανεργία κι εκεί μεγάλη. Είδα νέους Αμερικανούς με διδακτορικά να ξενιτεύονται στο Ισραήλ ή στις Αραβικές χώρες, μέχρι να βρεθεί κάποια θέση αντάξια των σπουδών τους πίσω στην πατρίδα τους. Θυμάμαι το κοριτσάκι ενός άνεργου γείτονα με τρία παιδιά (εκ των οποίων το ένα με ανάγκες ειδικής φροντίδας) να χτυπά δειλά την πόρτα μου κρατώντας από την αλυσίδα του το οικογενειακό σκυλάκι (ήταν γνωστά στη γειτονιά τα φιλοζωικά μου αισθήματα!) και να ζητά με ταπεινοφροσύνη αλλά και αξιοπρέπεια να τους «δανείσω» 20 δολάρια… Μα ποτέ δεν είδα τον κύριο Γουίλιαμς και την υπέρβαρη σύζυγό του κατηφείς και συνοφρυωμένους. Για να είμαι ειλικρινής, ήταν τα πρώτα χαμόγελα της ημέρας που εισέπραττα καθ’ οδόν προς το Πανεπιστήμιο!

Βέβαια, αυτό που συνέβαλλε ιδιαίτερα στην ανάπτυξη μιας θετικής στάσης ζωής σ’ εκείνη την κοινωνία (πέρα από τη θρησκευτική τους πίστη) ήταν το βαθύ αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της, που το μοιράζονταν ακόμα και μ’ εκείνους που δεν ανήκαν στο θρησκευτικό τους δόγμα (δεν ξεχνώ τις σακούλες με τρόφιμα που εύρισκα συχνά έξω απ’ την πόρτα μου τον πρώτο, δύσκολο καιρό, χωρίς ποτέ να μάθω την προέλευσή τους!).

Αυτό το αίσθημα αλληλεγγύης έχει σταδιακά (και, φοβάμαι, οριστικά πια) χαθεί από την ελληνική κοινωνία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που οι υψηλές αξίες της ζωής έδωσαν τη θέση τους στα άγρια ένστικτα της επιβίωσης. Έτσι, από κοινωνία ανθρώπων μεταλλαχθήκαμε σιγά-σιγά σε συνονθύλευμα εγωκεντρικών συνειδήσεων! Κι ο παρακμιακός αυτός μετασχηματισμός κοινωνικής συνείδησης ρίζωσε για τα καλά μέσα μας και επικράτησε ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ευημερίας. Ώσπου φτάσαμε τελικά να υποκαταστήσουμε την κοινωνία με τη συντεχνία, συρρικνώνοντας την ανθρώπινη αλληλεγγύη τόσο ώστε να χωρέσει στα στενά πλαίσια των κοντόφθαλμων ταξικών συμφερόντων μας…

Αν και θα ερεθίσω πολλούς αναγνώστες μ’ αυτό που θα πω, ανήκω σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι δικαίως η Ιστορία μάς τιμώρησε! Γιατί, μεθυσμένοι από την αφθονία που πρόσκαιρα μας προσφέρθηκε, το μόνο που ζητούσαμε ήταν περισσότερη αφθονία. Και, στο τέλος κάθε φαύλου κύκλου πλεονεξίας, ξεχνούσαμε πάντα να πούμε ένα «ευχαριστώ» για όσα είχαμε αξιωθεί να απολαύσουμε. Εγωκεντρικοί και άπληστοι, αυτό που μας ενδιέφερε – και το διεκδικούσαμε συχνά με βία και περίσσεια θυμού – ήταν να μην απολαύσει περισσότερα «η άλλη συντεχνία». Ε, λοιπόν, τώρα μπορούμε όλοι μαζί να μοιραστούμε ισομερώς και δίκαια το τίποτα! Κι επειδή ελάχιστα τιμήσαμε τη ζωή ως αυθυπόστατη αξία που δεν ζητά πιστοποίηση μέσω του (υπερ)καταναλωτισμού, ίσως μας έκανε καλό να ξαναθυμηθούμε τη σκληρότερη και πιο πρωτόγονη εκδοχή της: την επιβίωση. Και μάλιστα, βλέποντας το φαύλο κύκλο της Ιστορίας να κλείνει ειρωνικά εκεί που ξεκίνησε, με τους τότε ηττημένους κατακτητές σημερινούς αλαζονικούς «διασώστες»!

Κλείνω κι εγώ αυτό το σημείωμα με ένα σύντομο, σαρκαστικό στιχούργημα ενός άγνωστου, «οιονεί ποιητή»:

Ευγνωμοσύνη…

Κι εκεί που λέγαμ’ η ζωή μας στέρεψε,
κι εκεί που ο ήλιος στέγνωσε
τις δύο τελευταίες μας σταγόνες,
ανάμεσα στις φυλλωσιές
μες στο στενό δρομάκι
μοναχική ξεπρόβαλε μια κρήνη.
Κι ως ξεδιψάσαμε
για μια στιγμή μονάχα κοιταχτήκαμε.
Κι απρόθυμα πάλι κινήσαμε
ψελλίζοντας, «ε και;»…

(Ντίνος Πυργιώτης, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ»)

(*) M. Friedman, R. Rosenman, “Association of specific overt behavior pattern with blood and cardiovascular findings”, Journal of the American Medical Association 169 (1959) 1286–1296.

Aixmi.gr

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΒΗΜΑ - Θρησκεία και αθεΐα: μερικά ερωτήματα (χωρίς απαντήσεις)

Οι απόψεις που εκτίθενται σ’ αυτό το σύντομο άρθρο ούτε πρωτότυπες είναι, ούτε συνιστούν βαθιά ανάλυση πάνω σε ένα δύσκολο κι ευαίσθητο θέμα. Εξαιρετικές αναλύσεις μπορεί να βρει άφθονες ο επισκέπτης του Διαδικτύου –ακόμα και στην ελληνική γλώσσα–, για να μην αναφερθώ στα κλασικά δοκίμια μεγάλων φιλοσόφων όπως ο Bertrand Russell.

Ταπεινός σκοπός αυτού του άρθρου είναι η ελάχιστη συμβολή του στην αποτροπή μιας δεδομένης «ετικετοποίησης» ανθρώπων με βάση τις επιλογές τους σε θέματα θρησκείας. Με ανάλογο τρόπο όπως, σε προηγούμενα κείμενά μας (βλ., π.χ., http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=441671) θίξαμε το εξίσου ευαίσθητο ζήτημα της εύκολης επικόλλησης της ετικέτας του ρατσισμού...

Έχουμε συνηθίσει να δεχόμαστε την δήλωση θρησκευτικής πίστης ως μέρος του αυτοπροσδιορισμού ενός ατόμου. Η απουσία, δε, μιας τέτοιας δήλωσης οδηγεί εξ ορισμού στον χαρακτηρισμό του ατόμου ως «άθεου».

Το ότι ένας άθεος είναι άθρησκος είναι, ασφαλώς, αυτονόητο. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον ισχύει το αντίστροφο. Δηλαδή, κατά πόσον ο άθρησκος (αυτός, δηλαδή, που αρνείται να περιχαρακώσει την πίστη του στα δογματικά στεγανά οποιασδήποτε θρησκείας) είναι αναγκαία άθεος. Ή, κατά λογική ισοδυναμία, κατά πόσον ο μη-άθεος (αυτός που δεν αρνείται την πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον) είναι αναγκαία θρήσκος (δηλώνει πίστη σε κάποια θρησκεία). Κάτι τέτοιο προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστον, ότι η ίδια η ιδέα της θρησκείας είναι συμβατή με την πίστη σε μία Αρχή που κωδικοποιείται από τον άνθρωπο –και την ίδια τη θρησκεία– με το όνομα «Θεός». Το ερώτημα που θέτουμε είναι αν αυτή η προϋπόθεση καταρχήν πληρούται. Ερώτημα κρίσιμο, αφού μια αρνητική απάντηση οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δεύτερο, ακόμα σοβαρότερο ερώτημα: κατά πόσον θα μπορούσε κάποιος να κατηγορήσει τη θρησκεία ως «βλάσφημη»!

Θα περιοριστούμε σε δύο, μόνο, σημεία που θεωρούμε βασικότερα:

1. Σύμφωνα με τη θρησκεία, ο άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίζει (μερικώς, τουλάχιστον) την φύση του Θεού. Για παράδειγμα, η Χριστιανική θρησκεία αναφέρεται στο τρισυπόστατο της φύσης αυτής (Τριαδικό Δόγμα). Συσχετίζει, έτσι, μια υπερβατική έννοια (Θεός) με έναν φυσικό αριθμό (τρία). Οι φυσικοί αριθμοί, όμως (οι οποίοι, εκτός των άλλων, υπόκεινται στον περιορισμό του διακριτού) είναι εφεύρημα των ανθρώπων για πρακτικούς, κυρίως, σκοπούς (π.χ., καταμέτρηση αντικειμένων). Έτσι, μια υπερβατική έννοια που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης διάνοιας, εμπειρίας και λογικής, μοιάζει να συρρικνώνεται ώστε να προσαρμοστεί στα ανθρώπινα μέτρα. Πόσο απέχει ο εξορθολογισμός αυτός της έννοιας του Θεού από την βλασφημία;

2. Στο πλαίσιο της ανθρωπομορφικής εικόνας του Θεού, όπως την περιγράφει η θρησκεία (ειδικότερα, η Χριστιανική), Εκείνος εμφανίζεται με τις πλέον απεχθείς ανθρώπινες αδυναμίες: ματαιοδοξία, ζηλοτυπία, μνησικακία, σκληρότητα, εκδικητικότητα... Στον αντίποδα, και καθ’ υπέρβαση των ορίων τόσο της κοινής λογικής, όσο και της διαλεκτικής του μεταφυσικού, υπάρχει ταυτόχρονα η αγάπη Του για τον άνθρωπο (κορυφαίο –υποτίθεται– δημιούργημά Του)! Πόσο μακριά βρίσκεται ο οξύμωρος αυτός ανθρωπομορφισμός του Θεού από την βλασφημία;

Οι παραπάνω επισημάνσεις –και άλλες που θα μπορούσαν να αναφερθούν σε ένα εκτενέστερο άρθρο– θέτουν ζήτημα κατά πόσον ο δογματικός εξορθολογισμός και η κατ’ ουσίαν «εκκοσμίκευση» του υπερβατικού, που επιβάλλει η θρησκεία, είναι σε αρμονία με την πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον και δεν αποτελούν, αντίθετα, πράξεις βλασφημίας εκ μέρους του ανθρώπου. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται και η συμβατότητα της θρησκείας με την ιδέα του Θεού.

Με άλλα λόγια, η ζητούμενη απάντηση θα δικαιώσει ή θα καταρρίψει –ανάλογα– τη μομφή της εξ ορισμού «αθεΐας» προς όσους δεν δηλώνουν υποταγή σε προκατασκευασμένα δόγματα που επιβάλλουν την πίστη, αντί να την εμπνέουν!

ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΒΗΜΑ - Οι Μορμόνοι όπως τους γνώρισα...


Με αισθήματα κάθε άλλο παρά ευχάριστα διάβασα σήμερα ένα άρθρο (http://www.tovima.gr/world/article/?aid=450382) στο έγκυρο «Βήμα», με τίτλο: «Παρκ Ρόμνι: Γιατί απαρνήθηκα τον μορμονισμό» και υπότιτλο: «Ο εξάδελφος του μορμόνου και φαβορί για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, Μιτ Ρόμνι, λέει ότι πρόκειται περί απάτης».

Επειδή έζησα επτά αλησμόνητα χρόνια στην Γιούτα των ΗΠΑ, όπου έκανα το διδακτορικό μου στο Πανεπιστήμιο Brigham Young, αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω μερικές ενστάσεις πάνω στα περιεχόμενα του άρθρου...

Διαβάστε το άρθρο...

Ο Dr. B. Kent Harrison, φημισμένος στην Αστροφυσική, την Γενική Σχετικότητα και την Μαθηματική Φυσική. Καθηγητής στο BYU και μετέπειτα στενός συνεργάτης του συντάκτη του άρθρου...