Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Ρεύμα μετατόπισης σε φορτιζόμενο πυκνωτή: Ένα προβληματικό παράδειγμα

Στο πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο

Introduction to Electromagnetic Theory and the Physics of Conducting Solids

αν και ορίσαμε, γενικά, το "ρεύμα μετατόπισης" (Κεφ.9), αποφύγαμε να παραθέσουμε το κλασικό παράδειγμα του φορτιζόμενου πυκνωτή. Ο λόγος είναι ότι το παράδειγμα αυτό, όπως συνήθως αναπτύσσεται στη βιβλιογραφία του ηλεκτρομαγνητισμού, οδηγεί σε σοβαρά ερωτήματα ως προς την ικανοποίηση των εξισώσεων του Maxwell. Συγκεκριμένα, αν και ο νόμος Ampere-Maxwell τίθεται σε πρώτο πλάνο έτσι ώστε να ικανοποιείται (αυτό είναι το πρωταρχικό ζητούμενο στο παράδειγμα αυτό), δεν ισχύει το ίδιο για τον νόμο Faraday-Henry.

Στα παρακάτω άρθρα επισημαίνεται το πρόβλημα και προτείνεται μία γενικότερη έκφραση για το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο στο εσωτερικό και το εξωτερικό του πυκνωτή, έτσι ώστε όλες οι εξισώσεις του Maxwell να ικανοποιούνται.

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Έκθεση πεπραγμένων...


Έχοντας ήδη αποχαιρετήσει το 2017, νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε μία ανασκόπηση της πιο πρόσφατης δουλειάς μας σε ό,τι αφορά, κυρίως, το δημοσιευμένο παιδαγωγικό έργο. Όχι από αίσθημα προσωπικής ματαιοδοξίας, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι ένας απολογισμός τής (ελπίζω όχι μάταιης) εκπαιδευτικής πορείας μας των τελευταίων χρόνων είναι αναγκαίος και οφειλόμενος...

ΒΙΒΛΙΑ

Στοιχεία Μαθηματικής Ανάλυσης Συναρτήσεων Μίας Μεταβλητής

Aspects of Integrability of Differential Systems and Fields

Introduction to Mechanics of Particles and Systems

Introduction to Electromagnetic Theory and the Physics of Conducting Solids
(Δημοσιευμένο επίσης στο arXiv.org)


ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Foundations of Newtonian Dynamics: An Axiomatic Approach for the Thinking Student
(Σε αναθεωρημένη μορφή, στο arXiv.org)

Electromotive force: A guide for the perplexed

Does the electromotive force (always) represent work?

Some aspects of the electromotive force

Symmetry and integrability of classical field equations

The Maxwell equations as a Backlund transformation

Backlund transformations: Some old and new perspectives

The hidden symmetry and Mr. Higgs!

Electromagnetic waves, gravitational waves and the prophets who predicted them


ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

A conceptual approach to racism

Αναζητώντας "ενόχους" στο "Μεγάλο Πόλεμο"

Στα χαρακώματα του "Μεγάλου Πολέμου"

Χίτλερ-Στάλιν: Δύο τέρατα στο ζυγό της Ιστορίας

Γιατί, τελικά, ο Χίτλερ είναι πιο κακός από τον Στάλιν;

Εκπαίδευση και σύγχρονος πραγματισμός

Ο Χίτλερ και η φιλοσοφική θεώρηση του Κακού

Σκέψεις πάνω σε μια διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη

Πόσο στ' αλήθεια χαιρόμαστε σε μια κηδεία;

Ορίζοντας τον έρωτα: ένα Λιαντινικό αίνιγμα

Τα πρόσωπα του λαϊκισμού

Ο φιλελευθερισμός και το τέλος της ηθικής

Ακαδημαϊκός λόγος και ακαδημαϊκή αυταρέσκεια

* Για μια συνολικότερη θεώρηση του έργου μας, δείτε τα sites ART & SCIENCE και AthensView

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Neoliberalism – the ideology at the root of all our problems


By George Monbiot

From the article:

Neoliberalism sees competition as the defining characteristic of human relations. It redefines citizens as consumers, whose democratic choices are best exercised by buying and selling, a process that rewards merit and punishes inefficiency. It maintains that “the market” delivers benefits that could never be achieved by planning.

Attempts to limit competition are treated as inimical to liberty. Tax and regulation should be minimised, public services should be privatised. The organisation of labour and collective bargaining by trade unions are portrayed as market distortions that impede the formation of a natural hierarchy of winners and losers. Inequality is recast as virtuous: a reward for utility and a generator of wealth, which trickles down to enrich everyone. Efforts to create a more equal society are both counterproductive and morally corrosive. The market ensures that everyone gets what they deserve.

We internalise and reproduce its creeds. The rich persuade themselves that they acquired their wealth through merit, ignoring the advantages – such as education, inheritance and class – that may have helped to secure it. The poor begin to blame themselves for their failures, even when they can do little to change their circumstances.

Never mind structural unemployment: if you don’t have a job it’s because you are unenterprising. Never mind the impossible costs of housing: if your credit card is maxed out, you’re feckless and improvident. Never mind that your children no longer have a school playing field: if they get fat, it’s your fault. In a world governed by competition, those who fall behind become defined and self-defined as losers.


Read the article

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ακαδημαϊκός λόγος και ακαδημαϊκή αυταρέσκεια

Στην ποίηση, πρωταρχική σημασία έχει η ωραιότητα του λόγου, η οποία μάλιστα κάποιες φορές καθίσταται αυτοσκοπός. Έτσι, συχνά συναντούμε ποιήματα που εμπεριέχουν υπέροχα λεκτικά ευρήματα, όμως το νόημά τους είναι θολό και δυσνόητο. Άλλες φορές, ακόμα και οι τυπικοί κανόνες του λόγου παρακάμπτονται αν αυτό υπηρετεί καλύτερα το ποιητικό ύφος και την ποιητική αισθητική. Τέτοια περίπτωση είναι το περίφημο Καβαφικό «Επέστρεφε», όπου η αύξηση στην προστακτική αποτρέπει το άχρωμο και αντι-ποιητικό «επίστρεφε».

Από την άλλη μεριά, κύρια αποστολή της επιστήμης είναι η διεύρυνση, ταξινόμηση και καταγραφή της ανθρώπινης γνώσης. Ο επιστημονικός γραπτός λόγος υπηρετεί αυτήν ακριβώς την καταγραφή και είναι το όχημα για τη διάδοση των επιστημονικών γνώσεων. Η ωραιότητα του επιστημονικού λόγου είναι, ασφαλώς, ευπρόσδεκτη όταν και όπου απαντάται, δεν αποτελεί όμως συστατικό εκ των ων ουκ άνευ για τον λόγο αυτό. Ακόμα περισσότερο, στην επιστήμη ο λόγος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μέσο εντυπωσιασμού. Εκεί, είναι η ίδια η ανακάλυψη νέας αλήθειας που (οφείλει να) εντυπωσιάζει!

Τέλος, σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, αποστολή της είναι το μεθοδικό χτίσιμο της γνώσης στον διδασκόμενο και η καθοδήγησή του ώστε να κάνει χρήση της γνώσης αυτής αυτονομούμενος, τελικά, από τον διδάσκοντα. (Για κάποιους «αιθεροβάμονες» εκπαιδευτικούς, βαθύτερος σκοπός της παιδείας είναι η ανάπτυξη αυτογνωσίας. Η φιλοσοφική αυτή θέση πέρασε, εν τούτοις, στο περιθώριο από τότε που ένας σημαντικός εκπρόσωπός της υποχρεώθηκε να πιει το κώνειο...) Το τι οφείλει να υπηρετεί ο παιδαγωγικός λόγος είναι, νομίζω, αυτονόητο.

Είναι δυνατόν ο επιστημονικός λόγος να είναι ταυτόχρονα και παιδαγωγικός; Αυτό εξαρτάται από δύο παραμέτρους: τη διάθεση του ίδιου του επιστήμονα να διαπαιδαγωγήσει, και τον χώρο που του διατίθεται για να αναπτύξει τη σκέψη του. Παλιά, τα επιστημονικά περιοδικά εκδίδονταν αποκλειστικά σε έντυπη μορφή. Έτσι, πολλά από αυτά έθεταν περιορισμούς στην έκταση ενός επιστημονικού άρθρου, το οποίο δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει έναν μέγιστο αριθμό σελίδων. Αλλά, ακόμα και όταν τυπικά δεν υπήρχαν τέτοιοι περιορισμοί, τα περιοδικά συχνά ζητούσαν από τον συγγραφέα να απαλείψει ολόκληρα κομμάτια από το άρθρο αν αυτά περιείχαν θέματα που ήταν ήδη γνωστά. Όπως είναι φυσικό, μερικές «ξερές» αναφορές στη βιβλιογραφία στο τέλος του άρθρου κάθε άλλο παρά προσέδιδαν σε αυτό παιδαγωγική αξία!

Με την ανάπτυξη του Διαδικτύου και τη δυνατότητα διακίνησης επιστημονικών ιδεών σε ηλεκτρονική μορφή, οι περιορισμοί στην έκταση των επιστημονικών άρθρων χαλάρωσαν σημαντικά ή και εξαλείφθηκαν πλήρως. Μάλιστα, και με δεδομένη την άρση των παραπάνω περιορισμών, πολλά επιστημονικά περιοδικά απαιτούν πλέον κάθε υποβαλλόμενο άρθρο να έχει ευρύτερη αναγνωσιμότητα, πέραν του αυστηρά εξειδικευμένου επιστημονικού κοινού στο οποίο το άρθρο πρωταρχικά απευθύνεται.

Η παραπάνω απαίτηση ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν ο επιστήμων ξεδιπλώνει τις γνώσεις και τις ιδέες του σε έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας. Εκεί, απευθύνεται σε ένα ευρύτατο κοινό, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα αδυνατούσε να κατανοήσει μία επιστημονική δημοσίευση του αρθρογράφου σε κάποιο επαγγελματικό περιοδικό. Έτσι, όταν απευθύνεται σε γενικό κοινό, ο επιστήμων οφείλει να είναι και δάσκαλος!

Παραδόξως, οι θετικοί επιστήμονες – που έχουν τη χειρότερη φήμη για το δυσνόητο των θεμάτων τους και την αναπόφευκτη στρυφνότητα της επιστημονικής τους γραφής – είναι εκείνοι που δείχνουν να σέβονται περισσότερο αυτό τον άγραφο νόμο. Παραπέμπω, ως παράδειγμα, στα εξαιρετικής παιδαγωγικής αξίας άρθρα στις φυσικές επιστήμες, τα οποία δημοσιεύονται σε αυτό εδώ το site και την αντίστοιχη κυριακάτικη εφημερίδα.

Αυτό που μερικές φορές προσωπικά με προβληματίζει είναι η ανάγνωση σε ειδησεογραφικά φύλλα, ή σε sites του Διαδικτύου, κάποιων κειμένων ακαδημαϊκής φύσης στην περιοχή των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Εκεί ο λόγος μοιάζει να υπηρετεί όχι τόσο τη διάδοση ιδεών και γνώσεων, όσο την αυτάρεσκη ανάγκη του αρθρογράφου να εντυπωσιάσει για την ευρηματικότητα των γλωσσικών του επινοήσεων. Έτσι, διαβάζουμε κείμενα στα οποία δεσπόζουν οι (συχνά ad hoc) νεολογισμοί και τα υπερ-σύνθετα λεκτικά σχήματα, αφήνοντας στο τέλος τον μέσο αναγνώστη να αναρωτιέται «τι θέλει να πει ο ποιητής» – κατά τη γνωστή έκφραση – αν όχι να αισθάνεται ολότελα ηλίθιος! Θα έλεγε κάποιος ότι απώτερος στόχος των ακαδημαϊκών αυτών είναι να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλον μέσω δημόσια εκτιθέμενου λόγου, υπερθεματίζοντας αλληλοδιαδόχως σε ανούσια πολυπλοκότητα που οδηγεί, τελικά, σε νοηματική κενότητα.

Οι υπηρετούντες την ακαδημαϊκή εκπαίδευση διακατεχόμαστε στην πλειονότητά μας από ένα βαθύτερο, ανομολόγητο σύμπλεγμα. Αισθανόμαστε ότι ο «μύθος» μας απειλείται κάθε φορά που τολμούμε να γίνουμε κατανοητοί σε όσους δεν μοιράζονται την ίδια με εμάς επιστημονική εξειδίκευση. Έτσι, π.χ., ένα άρθρο σε κάποια ειδική περιοχή των μαθηματικών οφείλει να είναι δυσνόητο έως πλήρως ακατανόητο σε όποιον δεν διαθέτει ως ελάχιστη προϋπόθεση ένα διδακτορικό στην περιοχή αυτή! Επίσης – αυτό το γνωρίζουν καλά οι αναγνώστες – ένα φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, ιστορικό, κλπ., άρθρο γραμμένο από εκπρόσωπο του ακαδημαϊκού χώρου σε μια εφημερίδα ή κάποιο ειδησεογραφικό site ευρείας επισκεψιμότητας, δεν επιτρέπεται να περιέχει ακατάληπτους νεολογισμούς και δυσνόητες ορολογίες σε ποσοστό μικρότερο του 10-20% (το λέω, ασφαλώς, καθ’ υπερβολήν και με αίσθηση πικρού χιούμορ). Έτσι, πολλά δημοσιευμένα άρθρα τείνουν να μοιάζουν με αυτάρεσκα επαγγελματικά «ραβασάκια» που ανταλλάσσονται υπερήφανα από ακαδημαϊκούς, με απώτερο στόχο τον εντυπωσιασμό εαυτών και αλλήλων.

Αυτό που δεν πρέπει, όμως, να ξεχνούμε είναι ότι ο Δάσκαλος (με δέλτα κεφαλαίο) δεν εξασκεί απλά ένα επάγγελμα αλλά υπηρετεί ένα λειτούργημα. Ο παιδαγωγικός του ρόλος, επομένως, δεν εξαντλείται μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας αίθουσας διδασκαλίας ή ενός αμφιθεάτρου, ούτε μέσα σε προκαθορισμένα ωράρια εργασίας, αλλά εκτείνεται κάθε στιγμή σε κάθε του επαφή με την κοινωνία. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να φωτίζει τον δρόμο προς την αλήθεια, όχι το ίδιο του το πρόσωπο προς τέρψη του «εγώ» του και ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του.

Αυτή η τελευταία αδυναμία θα μπορούσε, ίσως, να συγχωρηθεί στους ποιητές. Αυτοί όμως ούτως ή άλλως δεν μπορούν – ίσως κι ούτε πρέπει – να κρίνονται με τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα. Στους κοινούς θνητούς που έχει ανατεθεί το βάρος της παιδαγωγικής καθοδήγησης της κοινωνίας (όχι μόνο εκείνου του μικρού τμήματός της που χωρά σε ένα αμφιθέατρο) αντιστοιχούν διαφορετικά αξιολογικά κριτήρια. Και, σε αντίθεση με ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε, οι σημαντικότεροι κριτές μας δεν είναι οι φοβεροί referees των επιστημονικών περιοδικών: Είναι όσοι δίψασαν να μάθουν, μα τους αφήσαμε διψασμένους και με πρόσθετο το αίσθημα της αυτοαμφισβήτησης...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Introduction to Elecromagnetic Theory (textbook)


Synopsis

This textbook is a revised, expanded and translated version of the author’s lecture notes (originally in Greek) for his sophomore-level Physics course at the Hellenic Naval Academy (HNA). It consists of two parts. Part A is an introduction to the physics of conducting solids (Chapters 1-3) while Part B is an introduction to the theory of electromagnetic fields and waves (Chap. 4-10). Both subjects are prerequisites for the junior- and senior-level courses in electronics at HNA.

Introduction to Elecromagnetic Theory and the Physics of Conducting Solids

See also  arXiv:1711.09969

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Γιατί, τελικά, ο Χίτλερ είναι πιο κακός από τον Στάλιν;


Κατά αναπάντεχο(;) τρόπο ήρθε πρόσφατα στο προσκήνιο της εγχώριας πολιτικής επικαιρότητας ένα ιστορικό debate που έχει πάψει ίσως να απασχολεί ακόμα και τους ίδιους τους ιστορικούς. Τους περισσότερους, τουλάχιστον, και ιδιαίτερα εκείνους που εστιάζουν πλέον στην πραγματιστική (π.χ., πολιτική, οικονομική ή στρατιωτική) παρά στην ηθική διάσταση των ιστορικών γεγονότων.

Το debate αυτό έχει να κάνει με ένα ερώτημα ηθικής φύσης που, αν και ακούγεται απλοϊκό, αποδίδει την ουσία του ζητήματος: Ποιος ήταν, τελικά, πιο κακός, ο Χίτλερ ή ο Στάλιν; Την απάντηση αναζήτησε σχετικά πρόσφατα ο σημαντικός Αμερικανός ιστορικός Timothy D. Snyder [1,2], παίρνοντας ως βασικό κριτήριο αξιολόγησης τον αριθμό των άμαχων θυμάτων από κάθε πλευρά, ιδίως εκείνων που σχετίζονταν με τις εθνικές ή τις εθνοτικές πολιτικές των δύο δικτατόρων. Την έρευνα του Snyder είχαμε παρουσιάσει σε παλιότερο, εκτενές άρθρο μας σε αυτό το site [3].

Όμως, για την ηθική αποτίμηση ενός μαζικού εγκλήματος δεν αρκεί η καταμέτρηση των θυμάτων, που και στις δύο περιπτώσεις ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. Θα πρέπει να εξεταστούν τόσο τα ιδεολογικά κίνητρα, όσο και τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος. Σε ό,τι αφορά τα δεύτερα, δεν θα επιχειρήσω να εξετάσω κατά πόσον, π.χ., μια μαζική δολοφονία από προσχεδιασμένο λιμό είναι «λιγότερο κακή» από μια μαζική δολοφονία σε θαλάμους αερίων. Αυτό θα το αφήσω απόλυτα στην κρίση του αναγνώστη. Εκείνο που θα μας απασχολήσει εδώ είναι το «γιατί» των εγκλημάτων, κυρίως σε ό,τι αφορά όχι τις τυχόν πολιτικές ή πολεμικές σκοπιμότητες που τα υπαγόρευσαν, αλλά αυτό τούτο το ιδεολογικό υπόβαθρο που τα ενέπνευσε.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα (με μικρές, αναγκαίες τροποποιήσεις) ενός παλιότερου άρθρου μου στο «Βήμα». Έχω την αίσθηση ότι, ούτως ή άλλως, είναι τώρα πολύ περισσότερο επίκαιρο απ’ ό,τι ήταν τη στιγμή που πρωτο-δημοσιεύθηκε. Τότε ήταν μία ενδιαφέρουσα ακαδημαϊκή άσκηση. Σήμερα ίσως ρίξει λίγο παραπάνω φως σε μια χρονολογούμενη – αλλά σχετικά ξεθωριασμένη πλέον – ιδεολογική διαμάχη, στην οποία κάποιοι, για λόγους συγκυριακής πολιτικής σκοπιμότητας, αποφάσισαν να δώσουν καινούργια ζωή ανασύροντας σκελετούς από τα φριχτότερα ντουλάπια της νεότερης Ιστορίας...

--------------------------------

Αν έκανε κάποιος μια δημοσκόπηση με ερώτημα: «ποιο, κατά τη γνώμη σας, ήταν το πιο κακό πρόσωπο του εικοστού αιώνα;», το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον προβλέψιμο: «ο Άντολφ Χίτλερ»! Κι αν ήθελε κανείς να αιτιολογήσει την απάντησή του, θα αναφερόταν στον πιο αιματηρό πόλεμο της Ιστορίας, στην απάνθρωπη σκληρότητα των Ες-Ες και στο Άουσβιτς.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Χίτλερ έχει ταυτιστεί στις συνειδήσεις μας με την ίδια την έννοια του Κακού. Θα λέγαμε, αποτελεί μια πρωταρχική ενσάρκωση της έννοιας αυτής, της προσδίδει μορφή και ονοματεπώνυμο. Το «γιατί», όμως, που ερμηνεύει αυτή την ταύτιση απαιτεί βαθύτερες θεωρήσεις και σίγουρα δεν εξαντλείται στην απλή καταμέτρηση ιστορικών εγκλημάτων.

Πράγματι, ο Χίτλερ δεν ήταν ο μοναδικός μεγάλος εγκληματίας του εικοστού αιώνα. Τον συναγωνίστηκε επάξια ο σύγχρονός του Γιόζεφ Στάλιν, υπεύθυνος για εκατομμύρια θανάτους από λιμούς και εκτελέσεις στο πλαίσιο απάνθρωπων εθνικών και εθνοτικών εκκαθαρίσεων. Και όμως... η μορφή του Χίτλερ δεσπόζει πάντα ως η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού!

Αναζητώντας κάποια εξήγηση στο φαινόμενο, καταλήγουμε στο επικό σύγγραμμα “Explaining Hitler” [4,5] του Αμερικανού δημοσιογράφου, λογοτέχνη και ιστορικού Ron Rosenbaum (γεν. 1946). Εκεί, ο συγγραφέας αναζητά τα αληθινά κίνητρα του Χίτλερ πίσω από το μαζικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, επιχειρεί μια κριτική εξέταση των ερμηνειών που έχουν δοθεί πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Το τελικό συμπέρασμα είναι μάλλον μελαγχολικό: Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο Χίτλερ είναι εν δυνάμει εξηγήσιμος, η ευκαιρία να τον εξηγήσουμε έχει πια οριστικά χαθεί!

Στο βιβλίο του Rosenbaum, εν τούτοις, βρίσκει κανείς και μερικές πολύ αξιοπρόσεκτες φιλοσοφικές τοποθετήσεις πάνω στον χαρακτήρα του Χίτλερ και τη σχέση του με την ιδέα του Κακού. Μία από αυτές ανήκει στον Εβραίο φιλόσοφο και θεολόγο Emil Fackenheim (1916–2003). Σύμφωνα με αυτόν, ο Χίτλερ αντιπροσωπεύει ένα «θεμελιώδες Κακό», μια «έκρηξη δαιμονισμού στην Ιστορία», που τον τοποθετεί πέρα ακόμα και από το τελευταίο άκρο στο συνεχές της ανθρώπινης φύσης.

Κατά τον Fackenheim, ο Χίτλερ δεν είναι απλά ένας «πολύ, πολύ, πολύ κακός άνθρωπος», με τη συνήθη έννοια της ανθρώπινης κακίας, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό και έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, που το νόημά του δεν πρέπει να αναζητήσουμε στην Ψυχολογία αλλά στη Θεολογία (αφού η εξήγησή του, αν υπάρχει, μπορεί να είναι γνωστή μόνο στον Θεό). Υπάρχει, έτσι, ένας ριζικός διαχωρισμός ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και τη φύση του Χίτλερ, ανάμεσα στο συνηθισμένο Κακό και το ακραίο Κακό που αυτός αντιπροσωπεύει. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ίδιας της φύσης του Κακού, έτσι ώστε να περιλάβει τη μορφή του Κακού που επέφερε το καθεστώς του Χίτλερ.

Ποια είναι, όμως, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο «συνηθισμένο Κακό» και στο «Κακό του Χίτλερ»; Αν θέλαμε να δώσουμε μία εξήγηση (ενδεχομένως όχι τη μοναδική που υφίσταται) θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η διαφορά ανάμεσα στο Κακό που διαπράττει κάποιος που διατηρεί τη συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης του, και στο Κακό που διαπράττει κάποιος άλλος που έχει απολέσει αυτή τη συναίσθηση και λειτουργεί ως οιονεί υποκατάστατο του ίδιου του Θεού!

Την ιδέα του Θεού την αντιλαμβανόμαστε εδώ ως μία Αρχή η οποία μπορεί να καθορίζει και να εκκινεί νόμους αιτιότητας, χωρίς η ίδια η Αρχή να υπόκειται σε αυτούς (κάτι ανάλογο με το αριστοτελικό μη-κινούμενο που κινεί). Η ανθρώπινη ύπαρξη, αντίθετα, υπόκειται στους αιτιατικούς νόμους που διέπουν τη Φύση, αφού αποτελεί μέρος της Φύσης και βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τις διεργασίες που συντελούνται μέσα σε αυτή. Έτσι, η ανθρώπινη αυτοσυντήρηση υπακούει στην αιτιότητα και είναι δυνατό να καθοδηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από φιλοσοφική άποψη, παρουσιάζει η περίπτωση όπου ο άνθρωπος αποκτά κάποιας μορφής εξουσία που του δίνει τη δυνατότητα να αποφασίζει για τη ζωή ή το θάνατο του συνανθρώπου του. Ο στρατιώτης, για παράδειγμα, έχει a priori ένα τέτοιο είδος εξουσίας πάνω στον αντίπαλο στρατιώτη στη διάρκεια της μάχης, η οποία (εξουσία) σχετίζεται με το δικαίωμα στην αυτοσυντήρηση και την υποχρέωση υπεράσπισης της πατρίδας. Επίσης, η Πολιτεία είναι δυνατό, αν έτσι ορίζουν οι νόμοι της, να στέλνει στο απόσπασμα ή στην ηλεκτρική καρέκλα έναν κατά συρροή δολοφόνο ώστε να απαλλάξει την κοινωνία από ένα άτομο που την απειλεί και να αποθαρρύνει άλλους να το μιμηθούν.

Αλλά, ακόμα και ο Στάλιν, που έκανε εξίσου φριχτά μαζικά εγκλήματα με αυτά του Χίτλερ, τα διέπραξε μέσα σε μια – απάνθρωπη μεν, κτηνώδη ίσως, αλλά σε κάθε περίπτωση υπαρκτή – λογική «αυτοσυντήρησης» του καθεστώτος του.

Αντίθετα, στον ακραίο, δολοφονικό ρατσισμό του Χίτλερ, ο άνθρωπος (ο Χίτλερ ή οι Ναζί, γενικότερα) αναλαμβάνει να παίξει τον ίδιο το ρόλο του Θεού. Δεν περιορίζεται στην εξόντωση εκείνων που αντικειμενικά απειλούν την αυτοσυντήρηση τη δική του και του έθνους του αλλά αποφασίζει αυθαίρετα να εξοντώσει και όσους εκείνος κρίνει ότι δεν θα έπρεπε να υφίστανται ως είδος επί Γης. Κριτήριο που μόνο σε έναν Θεό αναλογεί!

Το επιχείρημα περί δήθεν ύπαρξης και κάποιων «αυτοσυντηρητικών» ελατηρίων στα εγκλήματα του Χίτλερ, είναι επιεικώς αφελές. Έστω κι αν δεχθούμε, π.χ., ότι ένας πάμπλουτος Γερμανο-εβραίος τραπεζίτης θα ήταν δυνατό (στο μυαλό του Χίτλερ) να αποτελεί ένα είδος «απειλής» για το ναζιστικό καθεστώς, πώς θα μπορούσε να απειλήσει την πανίσχυρη Γερμανία ένας φτωχός Εβραίος χωρικός κάπου στα βάθη της Τσεχίας, της Πολωνίας ή της Ουκρανίας;

Ο Χίτλερ, λοιπόν, επιφύλαξε για τον εαυτό του τον ρόλο ενός «θεού-τιμωρού» που μπορούσε να επιβάλλει την ποινή του θανάτου με κριτήρια αυθαίρετα, που δεν σχετίζονταν με μια αληθινή ανάγκη κοινωνικής ή εθνικής αυτοσυντήρησης αλλά αντανακλούσαν μια βαθιά πεποίθηση ότι ο Κόσμος δεν είχε εξαρχής σχεδιαστεί «σωστά». Έτσι, ένα υποσύνολο του ανθρώπινου είδους που δεν θα ‘πρεπε καν να είχε υπάρξει, όφειλε να αφανιστεί.

Ο Χίτλερ αυτο-χρίστηκε, θα λέγαμε, νέος «θεός» που βάλθηκε να τιμωρήσει τον Θεό των ανθρώπων για τα «λάθη» της Δημιουργίας. Δεν θα μπορούσε να δώσει κάποιος τελειότερο ορισμό του Κακού!

Τούτων λεχθέντων, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την ιστορική συν-ευθύνη των ίδιων των Γερμανών, απαλλάσσοντάς τους έτσι από τις ενοχές για το Ολοκαύτωμα και τα άλλα ναζιστικά εγκλήματα. Ένας επίγειος «θεός», για να κυριαρχήσει και να επιβάλει τις θελήσεις του, έχει ανάγκη από πιστούς που τον αποθεώνουν και, κυρίως, τον υπακούουν. Και αυτά τα προσέφερε γενναιόδωρα ο γερμανικός λαός στον Χίτλερ! Όμως, αυτό είναι ζήτημα που απαιτεί ξεχωριστή ανάλυση [6].

--------------------------------

Αναφορές:

[1] Timothy Snyder, “Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin” (Basic Books, 2010).

[2] Timothy Snyder, “Hitler vs. Stalin: Who was worse?” (The New York Review of Books)
http://www.nybooks.com/blogs/nyrblog/2011/jan/27/hitler-vs-stalin-who-was-worse/

[3] Κ. Παπαχρήστου, «Χίτλερ-Στάλιν: Δύο τέρατα στο ζυγό της Ιστορίας»
http://www.aixmi.gr/index.php/hitler-stalin-dyo-terata-sto-zygo-tis-istorias/

[4] Ron Rosenbaum, “Explaining Hitler: The Search for the Origins of his Evil” (New York: Random House, 1998)

[5] Ελληνική Έκδοση: «Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ» (Εκδόσεις Κέδρος, 2001)

[6] Κ. Παπαχρήστου, «Το Πείραμα του Stanford και οι δαίμονες του Goldhagen»
http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=681064

Aixmi.gr

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Ορίζοντας τον έρωτα: ένα Λιαντινικό αίνιγμα


Στο κεφάλαιο με τίτλο «Μικρός Κριτής» του βιβλίου «Γκέμμα», τελευταίου και πιο σημαντικού, από φιλοσοφική και λογοτεχνική άποψη, συγγράμματος του Δημήτρη Λιαντίνη, ο φιλόσοφος προτείνει τον πιο αινιγματικό, ίσως, ορισμό της έννοιας του έρωτα που θα μπορούσε κάποιος να επινοήσει:

«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις»

(χωρίς τόνο στο «του» – κι αυτό έχει τη σημασία του, όπως θα δούμε αργότερα). Αλλά, να φεύγεις πώς;

«Έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις» («Γκέμμα», σελ. 170).

Ο Λιαντίνης δεν δείχνει πρόθυμος στη συνέχεια να αναλύσει περαιτέρω τον – κάθε άλλο παρά συμβατικό – ορισμό του. Περιγράφει με απίστευτη λογοτεχνική δεινότητα την ερωτική συμπεριφορά (κυρίως σε ό,τι αφορά τον άντρα), όμως η ίδια η έννοια του έρωτα, έτσι όπως εκείνος επιχειρεί να την ορίσει, παραμένει αινιγματική.

Οι ακαδημαϊκοί του φιλοσοφικού χώρου, που θα μπορούσαν ίσως να μας δώσουν μια αξιόπιστη ερμηνεία του ορισμού, απέφυγαν, γενικά, να ασχοληθούν στο βάθος που θα έπρεπε με το έργο του Λιαντίνη. (Κάτι ήξεραν: Κάποιοι από τον ακαδημαϊκό χώρο των θετικών επιστημών, που επιχείρησαν να μιλήσουν με όχι προσωπολατρικό τρόπο για τον Λιαντίνη, το πλήρωσαν με σκληρές επιθέσεις εναντίον τους – συχνά στα όρια του προσωπικού εξευτελισμού – από τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του φιλοσόφου...)

Από την άλλη, οι μαθητές και, εν γένει, οι θαυμαστές του Λιαντίνη αντιμετωπίζουν τον ορισμό αυτό του έρωτα ως θέσφατο, είτε αποφεύγοντας να τον ερμηνεύσουν με τρόπο πειστικό, είτε ακόμα και δίνοντας αυθαίρετες ερμηνείες (κάπου διάβασα, π.χ., ότι «πρέπει να βρίσκουμε τη δύναμη να φεύγουμε από μια ερωτική σχέση που μας πληγώνει»!). Δεν γνωρίζω αν ο ίδιος ο Λιαντίνης έδωσε μια εξήγηση σε κάποια από τις διαλέξεις του (ας με διαφωτίσουν εδώ οι αναγνώστες). Η μελέτη του βιβλίου, πάντως, δεν οδηγεί σε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα...

Το βέβαιο είναι ότι ο αινιγματικός αυτός ορισμός δεν επιδέχεται μονοσήμαντη κι απόλυτη ερμηνεία. Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να προτείνουμε κάποιες δικές μας ερμηνείες, χωρίς να ισχυριζόμαστε, φυσικά, ότι θα τις προσυπέγραφε ο ίδιος ο Λιαντίνης! Αυτό που θα ήθελα, πάντως, να τονίσω εξαρχής είναι ότι δεν συνδέω τον ορισμό αυτό του Λιαντίνη με τον γνωστό Λιαντινικό συσχετισμό του έρωτα με την καταστροφή, την οδύνη και τον θάνατο. Αυτά μπορεί να αποτέλεσαν και να αποτελούν αντικείμενα της Τέχνης, το ίδιο το βίωμά τους, όμως, δεν μπορεί να συνιστά τέχνη! Και ο Λιαντίνης ζύγιζε πολύ προσεχτικά τις λέξεις του...

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο

Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Τιτανικός: Το ναυάγιο που δεν ξεχάστηκε...

Η ιστορία είναι πια γνωστή: Η ανθρώπινη ματαιοδοξία, μαζί με την τεχνολογική αλαζονεία, κατασκεύασαν ένα "αβύθιστο" πλοίο που - πίστευαν - δεν θα χρειαζόταν καν σωστικές λέμβους (παρά μόνο λίγες, ως διακοσμητικά) και θα μπορούσε να τρέχει στους ωκεανούς με ταχύτητες πολύ πάνω από τα "ανόητα" όρια ασφαλείας της εποχής! Του έδωσαν το υπεροπτικό όνομα ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ. Η πρόσκρουσή του στο παγόβουνο και η εν συνεχεία βύθισή του στον Ατλαντικό κατά το παρθενικό του ταξίδι, στις 14-15 Απριλίου 1912, αποτελεί ίσως την τραγικότερη έκφραση μεταφυσικής ειρωνείας στη νεότερη ιστορία!

Διαβάστε την ιστορία του πλοίου στα Ελληνικά ή στα Αγγλικά. Και μια σπάνια φωτογραφία:

Το παγόβουνο στο οποίο προσέκρουσε ο Τιτανικός. Η φωτογραφία τραβήχτηκε λίγες ώρες μετά το ναυάγιο, στη θαλάσσια περιοχή όπου αυτό είχε λάβει χώρα. Πάνω στο παγόβουνο υπήρχαν ακόμα τα σημάδια από τη μπογιά του πλοίου!

Δείτε την καλύτερη ταινία (κατά τη γνώμη μας) που γυρίστηκε ποτέ με θέμα το στοιχειωμένο πλοίο: "A Night to Remember", παραγωγής 1958.






Aixmi.gr