Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Ρατσισμός: Καλώς τον τιμωρούμε. Μήπως πρέπει και να τον ορίσουμε;

Μεγάλη συζήτηση γίνεται τις μέρες αυτές και πάλι για τον αντιρατσιστικό νόμο. Δηλώνω ευθύς εξαρχής (προς αποφυγή παρερμηνείας των προθέσεών μου) ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου νόμου είναι αναγκαία, τόσο για λόγους αμιγώς ηθικούς, όσο και για λόγους συμβατότητας με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αν όμως κάποιος θέλει να εξετάσει το θέμα του ρατσισμού δίχως το φίλτρο μιας (απόλυτα κατανοητής) ηθικολογίας, θα πρέπει να αναρωτηθεί αν αυτή τούτη η έννοια βάσει της οποίας στοιχειοθετείται μια αξιόποινη πράξη, είναι καλώς και πλήρως καθορισμένη. Με άλλα λόγια, ίσως ο ρατσισμός θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικότερα από καθαρά εννοιολογική άποψη, προτού η Δικαιοσύνη εκδώσει αδιάτρητες και μη αμφισβητήσιμες ετυμηγορίες για πράξεις, υποτίθεται, ρατσιστικές.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απλά και μόνο μια απόπειρα εννοιολογικής προσέγγισης στον ρατσισμό. Μια προσπάθεια εύρεσης, δηλαδή, ενός κοινά αποδεκτού εννοιολογικού πλαισίου – πέραν αυτού που μας υποδεικνύουν τα λεξικά – βάσει του οποίου θα μπορούσε κάποιος να κρίνει, κατά το δυνατόν αντικειμενικά, αν μια δοσμένη συμπεριφορά είναι ή όχι ρατσιστική.

Συμπαγής και οικουμενικά αποδεκτός ορισμός της έννοιας του ρατσισμού δεν υφίσταται. Η έννοια ορίζεται συνήθως με τρόπο που να καλύπτει συγκεκριμένες συμπεριφορές διαχωρισμού με βάση, π.χ., φυλετικά, εθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά, κλπ., χαρακτηριστικά. Αυτός ο εννοιολογικός κατακερματισμός είναι μεν χρήσιμος για τις ανάγκες κατηγοριοποίησης του προβλήματος, αφήνει όμως μια αίσθηση ανολοκλήρωτου σε όσους επιζητούν την ένταξη ενός συνόλου συμπεριφορών σε ένα ενιαίο πλαίσιο. Σε παλιότερο άρθρο μας, με την απόλυτη επίγνωση ότι εκφράζουμε προσωπικές και όχι κατ’ ανάγκη επαρκώς γενικές ή οικουμενικά αποδεκτές θέσεις, προτείναμε τον ακόλουθο ορισμό:

Ρατσισμός είναι κάθε ιδεολογία ή πρακτική που στοχεύει στον επιλεκτικό διαχωρισμό σε βάρος μιας ομάδας ανθρώπων, μελών μιας κοινωνίας, με βάση ένα σύνολο κοινών χαρακτηριστικών τα οποία τα μέλη της ομάδας φέρουν ακούσια και τα οποία, αντικειμενικά, δεν επηρεάζουν την δυνατότητα συμμετοχής των μελών της ομάδας στις θεμελιώδεις λειτουργίες της κοινωνίας. (Ως «θεμελιώδεις λειτουργίες» εννοούμε το σύνολο των δράσεων που απαιτούνται για την αυτοσυντήρηση της κοινωνίας και την πρόοδό της στην κατεύθυνση των κοινά αποδεκτών στόχων της.)

Επισημαίνουμε τρεις βασικές προϋποθέσεις που θέτει ο ορισμός:

1. Ο διαχωρισμός θέτει την ομάδα σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία. Είναι, δηλαδή, αρνητικός.

2. Τα χαρακτηριστικά λόγω των οποίων η ομάδα υφίσταται διάκριση δεν είναι αποτέλεσμα εκούσιας επιλογής των μελών της (είναι μη-επιλεγμένα).

3. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά δεν αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την ύπαρξη και την εν γένει λειτουργία της κοινωνίας.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα εφαρμογής του ορισμού:

1. Οι διώξεις των Ναζί κατά των Εβραίων ήταν ρατσιστικές, αφού βασίζονταν σε ένα μη-επιλεγμένο φυλετικό χαρακτηριστικό το οποίο με κανέναν αντικειμενικό τρόπο δεν θα μπορούσε να εμποδίσει την ομαλή συμμετοχή των διωκόμενων στην οικονομική, πνευματική, πολιτική, κλπ., ζωή της Γερμανίας.

2. Ο αποκλεισμός ενός παίκτη με ύψος 1.60 μ. από μια ομάδα μπάσκετ δεν είναι ρατσιστικός. Μπορεί μεν το ύψος να είναι μια μη-επιλεγμένη ιδιότητα, επηρεάζει, εν τούτοις, τη δυνατότητα του παίκτη να συμβάλει θετικά στη λειτουργία της ομάδας.

3. Ο αποκλεισμός ατόμων από εργασιακές θέσεις ή δημόσια αξιώματα λόγω του φύλου τους ή των γενετήσιων ιδιαιτεροτήτων τους – εφόσον, εννοείται, η άσκησή τους δεν παραβιάζει αυτονόητους νόμους κάθε πολιτισμένης κοινωνίας – είναι ρατσιστικός. Ειδικά, μια ρατσιστική διάκριση με βάση το φύλο περιγράφεται με τον όρο «σεξισμός».

4. Κάποιοι φανατικοί καπνιστές αρέσκονται να χαρακτηρίζουν τον αποκλεισμό της συνήθειάς τους από δημόσιους χώρους ως «ρατσιστικό». Με βάση τον ορισμό που δώσαμε, αυτό είναι ανακριβές, για δύο λόγους: Πρώτον, το κάπνισμα αποτελεί μια επιλεγμένη συμπεριφορά. Δεύτερον, η συμπεριφορά αυτή είναι εν δυνάμει επιβλαβής ακόμα και γι’ αυτούς που, χωρίς να την επιλέγουν, την υφίστανται από τον διπλανό τους. Έτσι, η άσκηση της συνήθειας του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους καθιστά τον καπνιστή εξ ορισμού «αντικοινωνικό» στοιχείο και δικαιολογεί τον περιορισμό των ελευθεριών του.

Ένα πεδίο έντονης ιδεολογικής συζήτησης αφορά την σύγχρονη αντίληψη του ρατσισμού ως διάκριση στη βάση πολιτισμικών, μάλλον, παρά φυλετικών δεδομένων. Είναι ρατσιστική η απροθυμία μιας κοινωνίας να δεχθεί στους κόλπους της μετανάστες προερχόμενους από χώρες με διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά;

Καταρχήν, κάθε μετανάστης φέρει αναπόφευκτα τα ιδιαίτερα στοιχεία του πολιτισμού μέσα στον οποίο «ζυμώθηκε» η προσωπικότητά του από την αρχή της ζωής του. Ως εκ τούτου, τέτοιες ιδιότητες δεν μπορούν να θεωρούνται εκούσια επιλεγμένες. Από την άλλη, η ένταξή του σε μια νέα κοινωνία προϋποθέτει έναν βαθμό προσαρμογής σε ένα σύνολο θεσμών, μερικοί εκ των οποίων ενδέχεται να μην είναι συμβατοί με τις πολιτισμικές του καταβολές. Για παράδειγμα, σε κάποιες κοινωνίες μπορεί να είναι ανεκτή έως και θεμιτή η αυτοδικία για λόγους τιμής, κάτι που σε άλλες κοινωνίες είναι ανεπίτρεπτο. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσον ο μετανάστης είναι πρόθυμος να αναθεωρήσει μέρος των αυτονόητων, γι’ αυτόν, πολιτισμικών δεδομένων, προσαρμόζοντάς τα στο θεσμικό πλαίσιο της νέας του πατρίδας. Και η προσαρμογή αυτή είναι θέμα επιλογής!

Συμπερασματικά, το αν η αρνητική στάση μιας κοινωνίας απέναντι στη μετανάστευση αποτελεί ή όχι ρατσιστική συμπεριφορά, εξαρτάται τόσο από την προσαρμοστικότητα των ίδιων των μεταναστών στο βαθμό που απαιτεί η συμβατότητα με τους θεσμούς της κοινωνίας, όσο και από το αίσθημα δικαιοσύνης της κοινωνίας στην αξιολόγηση αυτής της προσπάθειας. Η απουσία ενός τέτοιου αισθήματος, ως αποτέλεσμα βαθιά ριζωμένης προκατάληψης, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρατσιστική.

Τα παραπάνω παραδείγματα αντιπροσωπεύουν βασικούς άξονες προβληματισμού σε κάθε αντιρατσιστικό νόμο. Αναρωτιέται, όμως, κανείς αν εξαντλούν ολόκληρο το φάσμα των συμπεριφορών που επιδέχονται τον χαρακτηρισμό του ρατσιστικού – με βάση, τουλάχιστον, τον γενικό ορισμό που προτείναμε. Αφήνω στην κρίση του αναγνώστη το κατά πόσον οι ακόλουθες περιπτώσεις αποτελούν de facto εκδηλώσεις ρατσισμού και, άρα, θα πρέπει να προβλέπονται από τον συντάκτη ενός αντιρατσιστικού νόμου:

1. Η απαξιωτική (συχνά χλευαστική) στάση απέναντι σε αυτούς που η Φύση δεν όριζε να περιλαμβάνονται στους «ευειδείς», σύμφωνα με τα αισθητικά κριτήρια μιας κοινωνίας…

2. Η – ακόμα χυδαιότερη – όμοια συμπεριφορά απέναντι στα άτομα με «ειδικές ανάγκες»…

3. Η σχεδόν γελοιογραφική απεικόνιση της γυναίκας που τολμά να διεκδικήσει μια θέση σε παραδοσιακά ανδροκρατούμενα στεγανά…

4. Ο σνομπισμός των «διανοούμενων» προς εκείνους που η ζωή τούς ανάγκασε να σκέφτονται απλά…

5. Η «καταδίκη» σε θάνατο του αδύναμου, μοναχικού ηλικιωμένου από τον ρωμαλέο ληστή που θεωρεί ότι η σωματική διάπλαση και το νεανικό σφρίγος τού παρέχουν δικαίωμα ζωής ή θανάτου πάνω στους συνανθρώπους του…

6. Ο σεξουαλικός βιασμός, μια από τις απεχθέστερες εκφάνσεις «ανθρώπινης» διαστροφής και αποκτήνωσης…

Κλείνω με μία παρατήρηση πάνω στην ποινικοποίηση της άρνησης (δεν αναφέρομαι στον εγκωμιασμό) εγκλημάτων γενοκτονίας. Η σχεδόν υποχόνδρια αυτή ιδέα αντιπροσωπεύει γερμανική, κυρίως, πατέντα εξιλέωσης και απόσβεσης ενοχών για το φρικτό Ολοκαύτωμα των έξι και πλέον εκατομμυρίων. Δεν κατανοώ, όμως, τι σκοπιμότητες εξυπηρετεί όσον αφορά την ελληνική κοινωνία. Μια κοινωνία που βίωσε ως το μεδούλι της τη ναζιστική θηριωδία και έφτασε να ζήσει ακόμα και τη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης! (Το αν ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια κάποια ξενοφοβικά αισθήματα – και, ας μη συγχέουμε εδώ την ξενοφοβία με τον ρατσισμό – οφείλεται κυρίως στη συμπεριφορά εκείνων που δεν σεβάστηκαν τη φιλοξενία που ο τόπος αυτός τους πρόσφερε…)

Το να εγκωμιάζει, λοιπόν, κάποιος μαζικά εγκλήματα, ασφαλώς και συνιστά αξιόποινη πράξη, αφού προτρέπει (έμμεσα, έστω) στην επανάληψή τους. Το να αρνείται, όμως, απλά και μόνο την ιστορικά αυταπόδεικτη αλήθεια της τέλεσής τους, δεν θα πρέπει να τον καθιστά αντικείμενο ευθύνης της Δικαιοσύνης σε μια δημοκρατική κοινωνία με κατοχυρωμένη την ελευθερία του λόγου. Μάλλον ως ιδιάζουσα κλινική περίπτωση ψυχιάτρου θα ήταν σωστότερο να αντιμετωπίζεται!

Aixmi.gr

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Η πεταλούδα και το κουλούρι (μια απλή ιστορία)

* Το μικρό αυτό αλληγορικό διήγημα που παρουσιάζεται, σε αναθεωρημένη έκδοση, στο αναγνωστικό κοινό του Aixmi.gr, πρωτοδημοσιεύθηκε σε ηλεκτρονική μορφή στην (παλιά) «Ελευθεροτυπία» και στο «Βήμα». Γράφτηκε σε μια εποχή που ο τόπος αυτός είχε μόλις αρχίσει να αποτελεί αποδιοπομπαίο τράγο της Ευρώπης και αγαπημένο θέμα αισχρής σάτιρας ποικίλων γερμανικών εντύπων και τηλεοπτικών διαύλων. Το ερώτημα πίσω από την αλληγορία ήταν απλό και εφιαλτικό: Πόσο θα άντεχε το μπαλόνι της κοινωνικής αγανάκτησης πριν εκραγεί από κάποιο «τυχαίο» γεγονός; Με την εκ των υστέρων σοφία, γνωρίζουμε τώρα πως το μπαλόνι, νικημένο από την εξάντληση και τον συμβιβασμό, ξεφούσκωσε χωρίς ποτέ να σπάσει…

Η τηλεόραση κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να τραβήξει την κουρασμένη προσοχή μου με ανακοινώσεις νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων, με σενάρια εθνικών καταστροφών και με αναπαραγωγή δηλώσεων διεθνών πολιτικών παραγόντων που δοκίμαζαν τα όρια της αντοχής του ελληνικού μου φιλότιμου και του αισθήματος της εθνικής μου αξιοπρέπειας. Έξω στο δρόμο, άνθρωποι σκυφτοί… Θαρρείς απόλυτα υποταγμένοι πια στη μοίρα τους, συμβιβασμένοι ακόμα και με την ιδέα του επικείμενου αφανισμού τους, για τον οποίο τους είχαν πείσει πως αυτοί και μόνο ήταν υπεύθυνοι…

Σκέφτηκα, πόσο ακόμα θ’ αντέξει το μπαλόνι την πίεση της καρφίτσας που επίμονα το πολιορκεί; Πότε άραγε θα τινάξει τα φτερά της η πεταλούδα της «θεωρίας του χάους», να προκαλέσει καταιγίδα κι ανεμοστρόβιλο που θα ισοπεδώσουν τον βολικό μας μικρόκοσμο που τόσο είχαμε νομίσει ακλόνητο; Πότε θα γίνει το κακό, το φονικό «δι’ ασήμαντον αφορμήν», όπως έλεγαν παλιά στα δικαστήρια και στις εφημερίδες, και ποια θα είναι η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι; Θυμήθηκα τότε μια ιστορία που είχα ακούσει χρόνια πριν, για ένα κουλούρι που είχε παίξει τον ρόλο της «πεταλούδας» σε μια οικογενειακή τραγωδία…

Η οικογένεια φτωχή, τέσσερις άνθρωποι στοιβαγμένοι στα λίγα τετραγωνικά ενός υπόγειου μιας πολυκατοικίας στην οποία ο πατέρας δούλευε σαν θυρωρός και η μητέρα σαν καθαρίστρια. Ο Νίκος (ας τον ονομάσουμε έτσι) έκανε όνειρα για σπουδές, για μια καλή θέση στην κοινωνία μακριά απ’ τη μιζέρια που ήξερε, για μια ευτυχισμένη ζωή πλάι στην κοπέλα που τον λάτρευε…

Τα χρόνια εκείνα, όμως, δεν ήταν επιτρεπτό να φτιάξει τη ζωή του ο αδελφός προτού «αποκαταστήσει» την αδελφή του. Την αδελφή του Νίκου την ζήτησε ένας υδραυλικός. Καλό παιδί, μα ήθελε κι αυτός το κάτι τι του για να ξεκινήσει μια δική του δουλειά, χωρίς αφεντικό να του φωνάζει συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι. Ο πατέρας και η μάνα έπεσαν στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις τώρα. Να φτιάξουμε την προίκα της, και μετά έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου!»

Με καρδιά βαριά από το αίσθημα του χρέους και τη θλίψη για όσα θα έπρεπε ν’ αφήσει πίσω, αποχαιρέτησε την αγαπημένη του που του ορκίστηκε πως θα τον περιμένει όσο χρειαστεί, και κίνησε για μια ξένη χώρα, εργάτης στα ορυχεία. Δούλεψε για χρόνια σκληρά, και τον μισθό – που ήταν καλός – τον έστελνε πάντα σπίτι. Μέχρι που κάποια στιγμή αρρώστησε σοβαρά από τη σκόνη και την υγρασία, και οι γιατροί τού είπαν πως θα ‘πρεπε να σταματήσει…

Αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Άλλωστε, είχε ήδη στείλει αρκετά χρήματα για να κάνει την προίκα η αδελφή του, που ζούσε τώρα με τον άντρα και τα παιδιά της σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα πάνω ακριβώς από το μοντέρνο κατάστημα ειδών υγιεινής που είχαν ανοίξει. Αυτός όμως είχε καταφέρει μέσα σ’ αυτά τα χρόνια να βάλει λίγα λεφτά στην άκρη, για να ξεκινήσει και τη δική του ζωή με τη γυναίκα που τον περίμενε καρτερικά, στα μαλλιά της οποίας – όπως και στα δικά του – είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι πρώτες άσπρες τρίχες…

Μα η άτιμη η ζωή αλλιώς τα λογαριάζει! Ο γαμπρός είχε ξανοιχτεί πολύ στην αγορά, παίρνοντας δάνεια που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει. Είχε ακούσει και κάτι φίλους που τον «έψηναν» καιρό για το Χρηματιστήριο… Τώρα η τράπεζα απειλούσε να τους πάρει το σπίτι. Και μέσα σ’ όλα αυτά, οι σχέσεις του ζευγαριού δεν πήγαιναν καλά (λέγαν πως εκείνος κάποιαν έβλεπε τα Σαββατοκύριακα που πήγαινε μόνος εκδρομές…). Οι γονείς, γέροι και μικροσυνταξιούχοι πια, έπεσαν πάλι στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις. Κι αν όχι για την αδελφή σου, κάντο για τ’ ανίψια σου, που θα μείνουν στο δρόμο και δίχως πατέρα!»

Κι εκείνος, πειθήνιο πάντα όργανο της οικογενειακής ηθικής, άνοιξε αδιαμαρτύρητα το σεντούκι κι έβγαλε από μέσα τις τελευταίες, πολύτιμες οικονομίες του. Πράγμα που σήμανε και το οριστικό τέλος των δικών του ονείρων, αφού η γλυκιά και καρτερική αιώνια μνηστή του δεν άντεξε άλλο στην πίεση της οικογένειάς της και είπε απρόθυμα το «ναι» σε μια καλή πρόταση…

Τώρα πια συντηρούσε τον εαυτό του κάνοντας τον θυρωρό στην ίδια πολυκατοικία που μεγάλωσε, ζώντας μαζί με τους γέρους στο ίδιο πάντα υπόγειο. Η μεγαλύτερη – ίσως κι η μοναδική – χαρά της μέρας του ήταν όταν ξεπρόβαλλε το πρωί στην είσοδο ο κουλουράς, να του αφήσει για δυο δραχμές το καθημερινό του κουλούρι που θα το απολάμβανε λίγο-λίγο στη βάρδια. Εκείνη τη μέρα, όμως, είπε να το φυλάξει για το απόγευμα, με τον καφέ. Το τύλιξε προσεχτικά σε μια πετσέτα, και το ακούμπησε τελετουργικά στο τραπέζι της κουζίνας…

Γυρνώντας στο σπίτι το απόγευμα, είδε πως έλειπε απ’ το τραπέζι το πολύτιμο κουλούρι. Στις φωνές του απάντησε η μάνα του: «Τι κάνεις έτσι; Πέρασε η μικρή, το είδε και το ήθελε. Τι να ‘λεγα, μαλώνει ο θείος; Άντε, τράβα στο φούρνο να πάρεις άλλο. Πω-πω, ούτε του αγγέλου σου νερό δεν δίνεις!»

Θόλωσε το μυαλό του! Άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας και πήρε το μεγάλο, το κοφτερό μαχαίρι. Πρώτη έπεσε η μάνα. Μετά ο πατέρας που μόλις γύριζε απ’ το καφενείο. Λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι στο διαμέρισμα της αδελφής του. Εκείνη την ώρα ήταν όλοι μέσα…

Στο δικαστήριο, ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης καθώς μιλούσε για ένα αποτρόπαιο μαζικό έγκλημα «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Στο τέλος, ο κατηγορούμενος κλήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, εξηγώντας την πράξη του. Τότε εκείνος, με ένα παιδικό παράπονο στη φωνή και λίγο πριν ξεσπάσει σε υστερικό κλάμα, πρόλαβε να αρθρώσει μόνο μια φράση: «Μου πήραν το κουλούρι!»

Η ιστορία αυτή, ίσως, και να ‘ναι αληθινή. Λίγο-πολύ, εξάλλου, την έχουμε ζήσει όλοι, από τη μία πλευρά ή την άλλη, ως «θύματα» ή ως «θύτες». Σήμερα, ο «Νίκος» θα μπορούσε να συμβολίζει έναν ολόκληρο λαό που ακόμα υπομένει καρτερικά… Υπομένει τη φτώχια και την αβεβαιότητα για το αύριο, τις χυδαίες εθνικές προσβολές από αλαζόνες ξένους πολιτικούς και φτηνές αλλοδαπές φυλλάδες, την προκλητικότητα ντόπιων «κορακιών» που θησαύρισαν στραγγίζοντας τα τελευταία αποθέματα του εθνικού πλούτου, τους γελοίους αλληλοσπαραγμούς πολιτικών σχηματισμών που τους αρκεί να κατέχουν την εξουσία έστω και πάνω σε ερείπια… Αντιμέτωπος ακόμα και με τις ίδιες του τις ενοχές για τη δική του την κατάντια μέσω απερίσκεπτης διολίσθησης στην τεχνητή ευμάρεια και τον ακόρεστο υπερκαταναλωτισμό…

Το βασανιστικό ερώτημα που αρχίζει να στοιχειώνει στο μυαλό μας είναι αν το μπαλόνι της ανοχής αντέξει την πίεση της κοινωνικής αγανάκτησης, ή μήπως κάποια μέρα εμφανιστεί στο τραπέζι ένα «κουλούρι» για να παίξει τον σατανικό ρόλο της πεταλούδας του χάους. Κι αυτό το επεισόδιο δεν θα ‘ναι πια θέμα για ατάλαντους διηγηματογράφους, μα αντικείμενο μελέτης για τους ιστορικούς του μέλλοντος!

* Ευχαριστώ το Aixmi.gr για την φιλοξενία της αναθεωρημένης έκδοσης του διηγήματος.

Aixmi.gr

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Από το… σταφιδόψωμο στα κουάρκ!


Του Λευτέρη Κουσούλη

Έπεσε χθες στα χέρια μου μια πρόσκληση που ομολογώ με παραξένεψε. «Από το… σταφιδόψωμο στα κουάρκ». Να καμιά φορά που οι λέξεις συνδέουν αλλόκοτους κόσμους!

Πρόκειται για θεατρική παράσταση που μας προσκαλεί να δούμε την Eπιστήμη διαφορετικά και να ταξιδέψουμε μαζί της στο βάθος του χρόνου και στον πυρήνα του ατόμου. Η παράσταση μας καλεί να μάθουμε τις απαντήσεις σε ασυνήθιστες ερωτήσεις. Η ομάδα του Famelab δεν μας ταξιδεύει απλώς μέσα από την σκηνοθεσία και την πρωτότυπη θεατρική παράσταση, αλλά μας πάει και πιο κοντά στη γνώση, μέσα από παράδοξους και πρωτόγνωρους δρόμους.

Η ατμόσφαιρα της θεατρικής παράστασης μας μεταφέρει στο μακρινό σύμπαν, εκεί που η οντότητα των πραγμάτων δεν είναι πάντα ανιχνεύσιμη και εκεί που η αυθόρμητη γνώση της απλής παρατήρησης διαψεύδεται από την πραγματική υπόσταση του κόσμου.

Τα φαινόμενα της κρίσης αιχμαλωτίζουν τον χρόνο της επικαιρότητας και δεν μένει ούτε μια σταγόνα του ρολογιού για να ακουστούν τα πολλά ενδιαφέροντα που γίνονται γύρω μας.

Πάντα πίστευα ότι σε όλες τις εποχές υπάρχουν και εργάζονται, υπομονετικά και αθόρυβα, κοντά μας και δίπλα μας, οι απόστολοι της εμπνευσμένης ζωής. Αυτοί που με το «μικρό» και «ελάχιστο» δίνουν ζωή στο μέγιστο. Εκεί στο θεωρούμενο περιθώριο, γίνονται καμιά φορά, μέσα από το μικρό, πράγματα μεγαλειώδη.

Και πώς να μην πει κανείς ένα μπράβο στην Άννα Χριστοδούλου που έγραψε το σενάριο, αλλά και στον Αλέξανδρο Γκόμεζ, τον Σταύρο Δημητρακούδη, την Παντελία Εμμανουήλ, τον Θανάση Κουστένη, το Νίκο Μουστάκα και τη Χρυσάνθη Σαλιαγκοπούλου, που το ζωντανεύουν στη σκηνή! (THE HUB EVENTS: ΑΛΚΜΗΝΗΣ 5, Κ. ΠΕΤΡΑΛΩΝΑ, ΜΕΤΡΟ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ)

Καλή επιτυχία!

www.lefteriskousoulis.gr

Σχόλιο αναγνώστη (Κ.Π.):

Εξαιρετική ιδέα και δελεαστική πρόταση! Να προσθέσω λίγα λόγια για να γίνει περισσότερο κατανοητό το πνεύμα του τίτλου:

Στα τέλη του 1890, ο J. J. Thomson ανακαλύπτει το ηλεκτρόνιο και προτείνει το «μοντέλο του σταφιδόψωμου» για το άτομο. Σύμφωνα με αυτό, τα (αρνητικά φορτισμένα) ηλεκτρόνια βρίσκονται διάσπαρτα μέσα σε μια συνεχή κατανομή θετικού φορτίου, σαν τις σταφίδες μες στο σταφιδόψωμο!

Το μοντέλο αυτό αποδείχθηκε ανακριβές όταν, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Rutherford ανακάλυψε τον ατομικό πυρήνα και πρότεινε το «πλανητικό μοντέλο» του ατόμου, όπου τα ηλεκτρόνια διαγράφουν τροχιές γύρω από έναν θετικά φορτισμένο πυρήνα, σαν τους πλανήτες γύρω απ’ τον Ήλιο. Το μοντέλο αυτό, εν τούτοις, εμφανίζει ηλεκτροδυναμική αστάθεια και, επί πλέον, δεν εξηγεί το «γραμμικό φάσμα» εκπομπής των ατόμων. Τούτο οδήγησε τον Bohr να προτείνει μια βελτιωμένη εκδοχή του μοντέλου, εισάγοντας την ιδέα του κβαντισμού για τις τροχιές και τις ενέργειες των ηλεκτρονίων.

Οι ιδέες του Bohr ήταν επιτυχείς για το άτομο του υδρογόνου, που έχει ένα μόνο ηλεκτρόνιο, όχι όμως και για άτομα με περισσότερα ηλεκτρόνια. Η μελέτη τέτοιων σύνθετων προβλημάτων απαίτησε την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερα πολύπλοκης, από μαθηματική άποψη, θεωρίας, της Κβαντομηχανικής, με τη συμβολή σπουδαίων Φυσικών όπως οι Schrodinger, Heisenberg, Dirac, κ.ά.

Τώρα, ο πυρήνας του ατόμου αποτελείται από (θετικά φορτισμένα) πρωτόνια και (ηλεκτρικά ουδέτερα) νετρόνια. Όπως βρέθηκε, αυτά τα σωματίδια δεν είναι στοιχειώδη αλλά αποτελούνται από θεμελιωδέστερα σωμάτια, τα κουάρκς (quarks). Όμως, όσο κι αν ψάξετε, δεν θα βρείτε πουθενά ένα κουάρκ να ταξιδεύει αμέριμνο στο χώρο: Σαν τους καταδικασμένους σε ισόβια, τα κουάρκς είναι για πάντα «φυλακισμένα» στο εσωτερικό σύνθετων σωματίων (όπως τα πρωτόνια και τα νετρόνια). Ποτέ μόνα κι ελεύθερα!

Πηγή: Aixmi.gr

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Τι (δεν) μας δίδαξε ο «Μεγάλος Πόλεμος»…


Σε πρωινή εκπομπή του στο ραδιόφωνο (πάνε πολλά χρόνια τώρα), ο αμίμητος Γιάννης Καλαμίτσης είχε θέσει στους ακροατές του ένα κουίζ Ιστορίας: «Σε ποια μεγάλη μάχη οι φαντάροι πήγαν στο μέτωπο με… ταξί;» Κάποιοι βρήκαν αμέσως την απάντηση, αναγνωρίζοντας τη Μάχη του Μάρνη (Σεπτέμβριος 1914) όπου τα Παρισινά ταξί επιστρατεύτηκαν για να μεταφέρουν ενισχύσεις στον Γαλλικό στρατό. Το Παρίσι έτσι σώθηκε, και η Γερμανία έχασε τη μοναδική ευκαιρία που είχε να κερδίσει τον πόλεμο, και μάλιστα στην πρώτη του σημαντική μάχη! Ύστερα ήρθαν τα φονικά χαρακώματα…

Ο «Μεγάλος Πόλεμος» (The Great War), όπως αποκλήθηκε ο Πρώτος Παγκόσμιος, υπήρξε ίσως ο πιο παράλογος πόλεμος της Ιστορίας. Αν στον Δεύτερο Παγκόσμιο θα μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει μια επίφαση, έστω, ευγενούς κινήτρου (την αποτροπή της κυριαρχίας του φασισμού/ναζισμού), κάτι τέτοιο δεν ισχύει καν για τον Πρώτο. Ο πόλεμος αυτός (κυρίως σε ό,τι αφορά το Δυτικό Μέτωπο) αντιπροσωπεύει την πλέον κυνική έκφανση «πολέμου φθοράς» (war of attrition), μιας στρατιωτικής τακτικής όπου οι εμπόλεμες δυνάμεις επιχειρούν να φτάσουν στη νίκη όχι με συμβατικές, «έντιμες» (κατά μία έννοια) στρατιωτικές μανούβρες, αλλά επιφέροντας όσο το δυνατόν περισσότερες απώλειες στον αντίπαλο, μέχρι την τελική του εξάντληση.

Οχυρωμένοι οι στρατιώτες σε άθλια – συχνά λασπωμένα – χαρακώματα, για μήνες σε στάση αναμονής που τσάκιζε νεύρα και ηθικό, δέχονταν από καιρού εις καιρόν εντολές από υπερφίαλους στρατηγούς να βγουν από τα «λαγούμια» τους και να επιτεθούν μαζικά στο αντίπαλο χαράκωμα, προσπαθώντας να σκοτώσουν όσο περισσότερους στρατιώτες του εχθρού μπορούσαν. Ενός εχθρού που περίμενε να τους θερίσει με τα πολυβόλα του, συχνά πριν καν προλάβουν να διασχίσουν την ουδέτερη ζώνη, τη «γη του κανενός» (no man’s land)…

Ο «πόλεμος των χαρακωμάτων» διεκδίκησε και πήρε περισσότερες από εννέα εκατομμύρια ψυχές (στην πλειοψηφία τους, νέων παιδιών) εξαφανίζοντας μια ολόκληρη γενιά στο διάβα του. Για να αντιληφθούμε τα μεγέθη των απωλειών, μόνο στη μάχη του Somme χάθηκαν ένα εκατομμύριο και πλέον στρατιώτες, ενώ στο Verdun κάπου εφτακόσιες χιλιάδες. Και όλα αυτά, συχνά για το αμφίβολο κέρδος λίγων εκατοντάδων μέτρων λασπωμένης γης, διάσπαρτης από πτώματα και διάτρητης απ’ τα σημάδια των πυρομαχικών…

Τα χαρακώματα έγιναν έτσι το σύμβολο της άσκοπης θυσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, στο βωμό της αλαζονείας των επιτελείων και της παθητικότητας των διπλωματών μπρος στην εγωιστική, σχεδόν δικτατορική συμπεριφορά των στρατηγών που βίωναν τον πόλεμο από την ασφάλεια των γραφείων τους, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στη Δυτική Ευρώπη ο αριθμός των θυμάτων (νεκροί και τραυματίες) ξεπέρασε κατά πολύ τον αντίστοιχο αριθμό κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο!

Μετακινούμε τον χρονοδείκτη της Ιστορίας αρκετές δεκαετίες μπροστά… Συχνά αναρωτιέται κανείς αν εκείνοι που διαχειρίστηκαν τα διάφορα επίπεδα εξουσίας στην Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα (είτε ως τυπικά κυβερνώντες, είτε ως αντιπολιτευόμενοι) μπήκαν στον κόπο να μελετήσουν σε βάθος την ιστορία του Μεγάλου Πολέμου. Γιατί, αν το είχαν κάνει, θα γνώριζαν καλά το κόστος ενός πολέμου φθοράς, μιας τακτικής που αγαπήθηκε με πάθος από όλες, σχεδόν, τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου!

Το ζητούμενο ήταν σταθερά ένα: η με κάθε μέσο φθορά του πολιτικού αντιπάλου, ιδιαίτερα αν αυτός βρισκόταν στην εξουσία. Με το πατριωτικό καθήκον απέναντι στη χώρα (αν υποτεθεί ότι αυτό ενυπήρχε καν ως κίνητρο πολιτικής δράσης) κρυμμένο κάπου στα βάθη του κομματικού ασυνείδητου… Πιστοί στην ιστορική μας κατάρα, συντηρήσαμε για χρόνια ένα μοντέλο πολιτικής βασισμένο στην (συχνά βίαιη) σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αλληλομισούμενα άκρα ενός κομματικού διπόλου, που εναλλάσσονταν στους ρόλους κυβερνώντων-αντιπολιτευόμενων.

Κάθε φορά που ένας κομματικός πόλος έχανε την εξουσία, επιδιδόταν με ρεβανσιστική μανία σε πόλεμο φθοράς του αντιπάλου του και υπονόμευσης του κυβερνητικού έργου, ακόμα κι αν αυτό αποτελούσε μέρος μη-διαπραγματεύσιμων εθνικών προτεραιοτήτων. Αρωγοί σε αυτή την εθνικά αυτοκαταστροφική προσπάθεια ήταν συχνά οι στρατοί των οργανωμένων συμφερόντων, οι κομματικά ελεγχόμενες συντεχνίες του δημόσιου τομέα. (Δεν θα χρησιμοποιήσω τη λέξη «συνδικαλισμός», γιατί η έννοια αυτή προϋποθέτει δημοκρατικό ήθος, αρετή άγνωστη στις ιδιοτελείς ηγεσίες των συντεχνιών…)

Κοινοί εκβιαστές που ταλαιπωρούσαν τον πολίτη, κατεβάζοντας τους διακόπτες της πολύτιμης ηλεκτρικής ενέργειας, ή στερώντας του το (συχνά προπληρωμένο) δικαίωμα στις δημόσιες μεταφορές, βαφτίζονταν σε «λαϊκούς αγωνιστές» που μάχονταν για τα συμφέροντα «του λαού». Φυσικά, οι «αγωνιστές», πέραν του όποιου ευκαιριακού πλουτισμού τους, αμείβονταν συνήθως και με περίοπτες πολιτικές θέσεις, ακόμα και με υπουργικούς θώκους όταν το κόμμα που υπηρετούσαν ερχόταν στην εξουσία!

Και οι «λαϊκοί αγώνες» κατέληγαν σχεδόν πάντα σε θρίαμβο των βολεμένων ενάντια στο δημόσιο συμφέρον, με μόνιμα θύματα τους μη προνομιούχους, αυτούς δηλαδή που βίωναν εργασιακή επισφάλεια και δεν τύγχαναν συνδικαλιστικής προστασίας… Από τη μεριά τους, οι κατέχοντες την εξουσία έσκαβαν όλο και πιο βαθιά τα δικά τους χαρακώματα προσπαθώντας να κρατηθούν σ’ αυτήν. Κι επειδή το σκάψιμο απαιτεί χέρια, αποδύθηκαν στο χτίσιμο ενός στέρεου κομματικού κράτους που το υπερτροφικό του μέγεθος ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες της εθνικής οικονομίας.

Τις συνέπειες των συμπεριφορών αυτών τις βιώνουμε σήμερα με τον πλέον δραματικό τρόπο. Διδαχθήκαμε κάτι, όμως, έστω κι εκ των υστέρων, από τον Μεγάλο Πόλεμο; Το ερώτημα καταντά ρητορικό αν ρίξουμε μια ματιά στο τρέχον πολιτικό σκηνικό. Το μόνο που δείχνει να έχει αλλάξει είναι τα ονόματα των εμπόλεμων δυνάμεων που συνθέτουν το πολιτικό δίπολο, όπως επίσης και οι πολιτικοί συνθηματολογικοί κώδικες: Η «συντήρηση» και η «πρόοδος» αναβαπτίστηκαν δίνοντας τη θέση τους στο «μνημόνιο» και το «αντι-μνημόνιο»!

Υπάρχουν αθώοι σ’ αυτόν τον διαχρονικό πόλεμο φθοράς που συντελείται εδώ και δεκαετίες στη χώρα; Θα λέγαμε πως ναι. Είναι καταρχήν εκείνοι που επέλεξαν να βαδίσουν τον δικό τους, μοναχικό δρόμο, δίχως τους καιροσκοπισμούς και τους ηθικούς συμβιβασμούς που συνεπάγεται η ένταξη σε πόλους εξουσίας (ή εν δυνάμει εξουσίας). Με μοναδικά όπλα τις αρχές και την αξία τους… Είναι κι οι άλλοι (μπορεί να ‘ναι κι οι περισσότεροι) που το προσπάθησαν μα δεν κατάφεραν να γίνουν ευνοούμενοι του συστήματος…

Όλοι αυτοί αποτελούν τους μη-προνομιούχους, εκείνους που καταδικάστηκαν (ή ακόμα κι επέλεξαν!) να ζουν μόνιμα στην «no man’s land», ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Κάποιοι αντέχουν ακόμα… Κάποιοι ήδη έγιναν ένα με τη λάσπη του άγριου, διάτρητου τερέν. Καθ’ οδόν – και διόλου ένδοξα – προς το κενοτάφιο της Ιστορίας…

Aixmi.gr

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Κριτική σκέψη στην εκπαίδευση: Σύντομο ανέκδοτο ή πρωταρχικός στόχος;

Θέλοντας να πειράξω τους μαθητές μου, τους λέω συχνά πως οι ερωτήσεις κρίσης ονομάστηκαν έτσι επειδή τους προκαλούν κρίση, κάθε φορά που τίθενται ως θέματα στις εξετάσεις! Το πείραγμα δεν είναι αβάσιμο, αφού αποτελεί προϊόν εμπειρικών δεδομένων που εκτείνονται σε βάθος χρόνου…

Η σκηνή στην αίθουσα διδασκαλίας, σε μέρα επίσημων εξετάσεων… Οι φοιτητές διαβάζουν τα θέματα που μόλις τους έχουν δοθεί, καλούμενοι να διατυπώσουν τυχόν απορίες. Με απόλυτα φυσικό τρόπο, ένας εξ αυτών (εκπροσωπώντας πιθανότατα και τους περισσότερους απ’ τους υπόλοιπους) σηκώνει το χέρι και κάνει την εξής ερώτηση: «Στο δεύτερο θέμα, θέλετε αυτά που γράφει το βιβλίο στη πρώτη παράγραφο πάνω δεξιά όπως το κοιτάζουμε, ή εκείνα που γράφει κάτω από το σχήμα στην απέναντι σελίδα;»

Η ερώτηση είναι αποκαλυπτική μιας πολύ ανησυχητικής νοοτροπίας που έχει πάρει τη μορφή επιδημίας στην Εκπαίδευση (και όχι μόνο στην Τριτοβάθμια όπου, λόγω προσωπικής εμπειρίας, αναφέρθηκα πριν): Σε μεγάλη μερίδα μαθητών/σπουδαστών, η «φωτογραφική» απομνημόνευση λειτουργεί ως βολικό υποκατάστατο της δημιουργικής, κριτικής σκέψης. Και η «παπαγαλία» εκλαμβάνεται ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη μάθηση, ενώ η κριτική σκέψη συχνά απαξιώνεται ως ελιτίστικη πνευματική πολυτέλεια που εκτιμάται ως αρετή μόνο απ’ τους «σπασίκλες»!

Για να προλάβω τη (δίκαιη) αντίδραση του αναγνώστη, θα σπεύσω να διευκρινίσω ότι, ως δάσκαλος, θεωρώ τους μαθητές σαν τους λιγότερο υπεύθυνους γι’ αυτό το φαινόμενο. Από την πρώτη μέρα του Σχολείου διδάσκονται την αποστήθιση ως βασικό (αν όχι μοναδικό) τρόπο μάθησης και αναγκάζονται να την αποδεχθούν ως κριτήριο αξιολόγησης της επίδοσής τους. (Τονίζω τις λέξεις «βασικό» και «μοναδικό» γιατί, ως ένα βαθμό, η αποστήθιση είναι απαραίτητο συστατικό της μάθησης, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την πρώτη καταγραφή αντικειμενικών δεδομένων όπως, π.χ., ιστορικές χρονολογίες, γεωγραφικά ονόματα ή κανόνες της αριθμητικής.)

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον, παράλληλα με την (όποια) αναγκαιότητα της απομνημόνευσης, διδάσκουμε στους μαθητές μας τη σημασία της κριτικής σκέψης και τους δείχνουμε τον δρόμο για να την αναπτύξουν. Και, για να μη φανεί ότι επιχειρώ να επιρρίψω ευθύνες αποκλειστικά στους φιλότιμους συναδέλφους των δύσκολων δύο πρώτων βαθμίδων της Εκπαίδευσης, σπεύδω να τονίσω ότι τις ίδιες, τουλάχιστον, ευθύνες φέρουμε και όσοι παίρνουμε τη σκυτάλη από τα χέρια τους!

Το κρίσιμο ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, είναι ο βαθμός επικοινωνίας του διδάσκοντος με τον διδασκόμενο στην αίθουσα διδασκαλίας. Συχνά αντιμετωπίζουμε τη μαθησιακή λειτουργία σαν μονόδρομη διαδικασία όπου κάποιος «πομπός», εφοδιασμένος με κάποιας μορφής εξουσία, μεταδίδει αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως γνώση σε κάποιους «δέκτες» που καλούνται να την αφομοιώσουν χωρίς ποτέ να τους δοθεί η δυνατότητα να την κρίνουν. Μερικές φορές, μάλιστα, η μετάδοση της πληροφορίας παίρνει τη μορφή αληθινού βομβαρδισμού κάτω από το άγχος «να καλύψουμε την ύλη», πράγμα που δεν μας αφήνει χρόνο να προβληματιστούμε κατά πόσον αυτά που διδάξαμε συνέβαλαν στη διεύρυνση πνευματικών οριζόντων, ή οδήγησαν απλά στην αποθήκευση δεδομένων (τη σπουδαιότητα των οποίων – για να μην παρεξηγηθώ – δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να αμφισβητήσω!). Και στο τέλος του εξαμήνου αξιολογούμε, συνήθως, την επίδοση του μαθητή/σπουδαστή με βάση το πόσο πιστά μπορεί να αναπαραγάγει στιγμιαία την πληροφορία με την οποία τον βομβαρδίσαμε!

Από εκεί και πέρα, η ανταπόκριση του ίδιου του μαθητή εξαρτάται από δύο, κυρίως, παράγοντες: τον βαθμό ωριμότητάς του και το ειδικό ενδιαφέρον του για το μάθημα. Κάποιοι μαθητές θα προβληματιστούν πάνω σ’ αυτά που άκουσαν και θα θελήσουν, ακόμα και με δική τους πρωτοβουλία, να μάθουν περισσότερα και να εμβαθύνουν. Είναι εκείνοι στους οποίους έχει καλλιεργηθεί η κριτική σκέψη και δεν δέχονται τη γνώση ως «μασημένη τροφή»!

Κάποιοι άλλοι θα αρκεστούν στη στείρα απομνημόνευση, τον πλέον θνησιγενή τρόπο μάθησης αφού τα προϊόντα της εξανεμίζονται σύντομα, δίχως ν’ αφήσουν κάποιο αξιόλογο στίγμα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του μαθητή. Εδώ όμως υπάρχει μια υποσημείωση που συχνά εμείς οι εκπαιδευτικοί παραβλέπουμε: Ακόμα κι οι μαθητές που με ευκολία τούς τοποθετούμε την ετικέτα του «παπαγάλου», δείχνουν τελείως διαφορετική μαθησιακή συμπεριφορά όταν πρόκειται για αντικείμενο που τους ενδιαφέρει, πράγμα που συχνά απεικονίζεται και στις βαθμολογικές τους επιδόσεις (αν και ο απόλυτος συσχετισμός του επιπέδου μάθησης με την τυπική βαθμολογία που, με στείρα αριθμητική λογική, επιχειρεί να αξιολογήσει τη μάθηση αυτή, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ασφαλής…).

Η τελευταία παρατήρηση δείχνει και την ευθύνη μας, ως εκπαιδευτικών, για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης στους μαθητές μας, καθώς και τον δρόμο που θα οδηγήσει σ’ αυτήν: Για να θελήσουν να εμβαθύνουν σε ένα αντικείμενο, θα πρέπει πρώτα να κατορθώσουμε να τους κεντρίσουμε το ενδιαφέρον γι’ αυτό. Και, γενικότερα, να τους πείσουμε ότι ο χρόνος που θα διαθέσουν και ο κόπος που θα καταβάλουν θα τους ανταμείψει – όχι απλά με ένα ψυχρό ενδεικτικό νούμερο που λέγεται «βαθμός» (αυτό το αμφιλεγόμενο κίνητρο είναι, εξάλλου, ο κύριος υπεύθυνος για το φαινόμενο της αποστήθισης) αλλά, κυρίως, με την απόκτηση γνώσεων που θα είναι χρήσιμες για τη ζωή τους. Και – γιατί όχι; – με την ίδια την απόλαυση της ενασχόλησης με κάτι που σ’ εμάς τους ίδιους εναπόκειται να κάνουμε να φανεί ευχάριστο!

Ξεκινώντας στην αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς το μάθημα της Φυσικής με τους πρωτοετείς μου, ρωτώ συχνά σε ποιους η Φυσική ήταν το αγαπημένο μάθημα στο Λύκειο και τη μελετούσαν από ενδιαφέρον για το αντικείμενο, καθώς και ποιοι τυχόν τη «μισούσαν» με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να «παπαγαλίζουν» για να επιβιώσουν. Σηκώνονται χέρια ένθεν και ένθεν, οπότε θέτω σε όλους την ερώτηση κατά πόσον αγάπησαν ή μίσησαν την ίδια τη Φυσική, ή κατά βάθος τον δάσκαλο που τους τη δίδαξε. Μετά από σύντομη σκέψη, μου δίνουν όλοι την απάντηση που εύκολα μαντεύει ο αναγνώστης…

Αναλογεί, εν τούτοις, και κάποιο ποσοστό ευθύνης σε έναν ώριμο, πλέον, σπουδαστή (ανεξάρτητα από τις όποιες ευθύνες δασκάλων που προηγήθηκαν ή έπονται) για την ανάπτυξη αυτόνομης κριτικής σκέψης; Θα διευρύνω το ερώτημα περιλαμβάνοντας όλους τους ενήλικες – πέραν των (τυπικά) σπουδαστών – μια και, σε τελευταία ανάλυση, όλοι βρισκόμαστε σε διαρκή φοίτηση στο σχολείο της ζωής που καθημερινά μας διδάσκει!

Υπερβαίνοντας, λοιπόν, τις ευθύνες των δασκάλων που πέρασαν απ’ τη ζωή μας – οι οποίες συχνά λειτουργούν και ως βολικό άλλοθι αναβολής της ωρίμανσής μας, σε συνδυασμό μάλιστα με αυτές των γονιών μας! – δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ένα ζήτημα καθαρά προσωπικής ευθύνης του καθενός μας στο να ξεπεράσουμε το νηπιάζον φρόνημα που επιζητά τον εφησυχασμό της «επεξεργασμένης τροφής» που προσφέρει η κηδεμονευόμενη σκέψη, η στερούμενη κριτικής επεξεργασίας.

Έτσι που να καταλήγουμε πάντα να θεωρούμε κάποιους άλλους υπεύθυνους για κακοτυχίες που, εν τούτοις, υπήρξαν αποτελέσματα απόλυτα προσωπικών επιλογών: Φταίει κάποιος πρωθυπουργός που μας είπε κάποτε πως ήταν «καλό» πράγμα το παιχνίδι στο Χρηματιστήριο (λες και δεν γνωρίζαμε πως πρόκειται κατ’ ουσίαν για τζόγο!) με αποτέλεσμα να χάσουμε τα χρήματά μας… Φταίνε οι πολιτικοί που δεν μας προειδοποίησαν για την κρίση, αφήνοντάς μας να ξοδεύουμε αλόγιστα και να ζούμε μέσα σε περιττές πολυτέλειες… Φταίει η τηλεόραση που μας παραπλανά με παραποιημένη εικόνα της πραγματικότητας (λες και δεν βλέπουμε τι συμβαίνει παραδίπλα μας!)… Φταίει η «άτιμη η κοινωνία» και η «κακιά η ώρα» που μας ανάγκασαν να παραφερθούμε πληγώνοντας τον συνάνθρωπό μας…

Ο μεγάλος Καζαντζάκης γράφει στο κορυφαίο φιλοσοφικό του έργο: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω!» Κι ακόμα:«Καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος. Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο…»

Ίσως και να υπάρχει, τελικά, διδασκαλία… Μα ο δάσκαλος δεν είναι λυτρωτής που ανοίγει δρόμους: Είναι μόνο το φανάρι που τους φωτίζει! Και πρέπει να δείξει στον μαθητή πώς να πάρει το βλέμμα απ’ το ίδιο το φανάρι και να το στρέψει κατά κει που πέφτει το φως…

Aixmi.gr

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Μια απάντηση στον Μπίσμαρκ…

Η Ελένη Α., τακτική αναγνώστρια του Aixmi.gr, θέλοντας προφανώς να με πειράξει, μου έγραψε πρόσφατα ένα σχόλιο που εμπεριείχε την φαρμακερή ρήση του Όττο Φον Μπίσμαρκ, «Καθηγητές τρεις κι εχάθη η πατρίς!» (Drei Professoren, Vaterland verloren). Το ίδιο είχα ακούσει παλιότερα κι από έναν φίλο πολιτικό μηχανικό, καθώς μου ανέλυε τους λόγους για τους οποίους είχε αποτύχει τότε το πολιτικό πείραμα της οικουμενικής κυβέρνησης. Όπως, περίπου, και από ιδιαίτερα σκεπτόμενους αναγνώστες της (παλιάς) «Ελευθεροτυπίας», που σχολίασαν στα σοβαρά ένα μάλλον χιουμοριστικών προθέσεων άρθρο μου με τίτλο «Ο Πολιτικός, ο Τεχνοκράτης κι ο… Μάρλον Μπράντο!».

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ποιος είναι ο κρίσιμος αριθμός καθηγητών που απαιτείται για τη διάλυση μιας χώρας. Ούτως ή άλλως, αντικείμενο του παρόντος σημειώματος δεν είναι η δοκιμότητα των πανεπιστημιακών δασκάλων στο πλαίσιο της άσκησης κρατικής εξουσίας, αλλά το ακαδημαϊκό ήθος τους, εντός του χώρου υπηρέτησης του λειτουργήματός τους. Κι επειδή το θέμα είναι ιδιαίτερα σύνθετο και μια εις βάθος ανάλυσή του θα απαιτούσε χρόνο και ερευνητικά εφόδια που δεν διαθέτω, θα περιοριστώ στην παράθεση δύο προσωπικών εμπειριών που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη και τη συνείδησή μου και, μέσα από τις εμφατικές αντιθέσεις τους, συνέβαλαν στη διαμόρφωση της εικόνας που έπλασα ως σπουδαστής για τους καθηγητές της ανώτατης βαθμίδας της Εκπαίδευσης. Στην πρώτη περίπτωση, κάλλιστα, θα ταίριαζε ο χαρακτηρισμός της «ακαδημαϊκής αλητείας»! Στη δεύτερη, της ακαδημαϊκής μεγαλοσύνης…

Πανεπιστήμιο της Αθήνας, τέλη της δεκαετίας του ’70… Στον πίνακα ανακοινώσεων αναρτώνται αποτελέσματα εξέτασης βασικού μαθήματος. Καθηγητής, ένας σχετικά νέος επιστήμονας με ιδιαίτερο ταλέντο στις διεθνείς διασυνδέσεις και με υπερτροφικά ανεπτυγμένο αίσθημα αυτοπεποίθησης!

Ένας φοιτητάκος, που ήξερε πως είχε γράψει καλά στην εξέταση (ήταν το αγαπημένο του μάθημα λόγω αντικειμένου) δεν είδε το όνομά του ανάμεσα στους επιτυχόντες. Αντίθετα, είχαν περάσει φίλοι του τους οποίους είχε βοηθήσει στη μελέτη. Εκείνη τη στιγμή, δεν πέρασε καν συνειρμικά απ’ το μυαλό του το γεγονός ότι οι φίλοι ανήκαν σε πανίσχυρη, τότε, φοιτητική παράταξη, ενώ ο ίδιος ήταν πολιτικά ανένταχτος. Ούτε γνώριζε την ανάγκη του καθηγητή να παρουσιάσει εξορθολογισμένες καμπύλες αποτελεσμάτων με καθορισμένο ποσοστό επιτυχόντων…

Κατά τα ειωθότα, ο καθηγητής ανακοίνωσε κάποια ώρα που θα μπορούσαν να τον επισκεφθούν οι φοιτητές που ήθελαν να δουν το γραπτό τους. Ο φοιτητάκος χτύπησε την πόρτα με συστολή και μπήκε στο γραφείο. Με αίσθημα δέους μπροστά στον καθηγητή με την τρομαχτική θωριά, ρώτησε ποια ακριβώς ήταν τα λάθη που του είχαν κοστίσει βαθμολογικά. Καθώς δεν πήρε σαφή απάντηση, βρήκε το θάρρος να επιμείνει. Και τότε άκουσε έκπληκτος τον δάσκαλό του να λέει, με μια χροιά σκληρού κυνισμού και αλαζονικής ωμότητας στη φωνή του:

– Άκουσε να σου πω, στο κάτω-κάτω, καθηγητής είμαι και ό,τι θέλω κάνω! Λοιπόν, άντε, ντύσου και πήγαινε!

«Ντύσου και πήγαινε!» Μια φράση που δύσκολα θα απηύθυνε πολιτισμένος άνθρωπος ακόμα και σε πόρνη στο τέλος μιας κατ’ οίκον επίσκεψης! Ο κατά τα άλλα ευφυής Μπίσμαρκ μάλλον δεν γνώριζε τον σημαντικότερο λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να απαξιώνει τους καθηγητές (ή, για να είμαι δίκαιος, κάποιους απ’ αυτούς…).

Ο φοιτητάκος μεγάλωσε λιγάκι και κάποια στιγμή βρέθηκε να κάνει μεταπτυχιακά σε πανεπιστήμιο των ΗΠΑ. Γυρνώντας ένα Σεπτέμβρη από διακοπές στην Ελλάδα, του ανακοίνωσαν ότι του χορηγήθηκε μια σημαντική υποτροφία. Όχι ως χειρονομία αβροφροσύνης, φυσικά: Μέρος των καθηκόντων του (πέραν της έρευνας) ήταν να οργανώνει μαθήματα αποκλειστικά για τους καθηγητές της Σχολής, στους οποίους θα δίδασκε κάτι από αυτά που κι ο ίδιος μάθαινε στο πλαίσιο της εκπόνησης της διδακτορικής του διατριβής.

Και επί τέσσερα χρόνια οι δάσκαλοί του κάθονταν στα θρανία σαν απλοί μαθητές, κρατώντας σχολαστικά σημειώσεις από τις παραδόσεις ενός άσημου Έλληνα μεταπτυχιακού φοιτητή! Ε, τέτοιο μάθημα ταπεινοφροσύνης θα είχε σίγουρα κλονίσει ακόμα και τον Μπίσμαρκ, για να μην πω και την φιλτάτη αναγνώστρια Ελένη του Aixmi.gr, η οποία παρέθεσε τον αφορισμό του τελευταίου σχολιάζοντας προηγούμενο άρθρο μου!

Δεν γνωρίζω αν δύο, τρεις ή δεκατρείς καθηγητές θα αρκούσαν για να καταστρέψουν μια χώρα. Μπορώ με βεβαιότητα, όμως, να πω ότι ένας καθηγητής είναι αρκετός για να σκοτώσει την ιδανική εικόνα που έχει ανάγκη να πλάσει ένας νέος σπουδαστής για τους ακαδημαϊκούς του δασκάλους. Ευρισκόμενος πια κι εγώ στην αντίπερα όχθη, προσπαθώ να μην ξεχνώ ποτέ τις εμπειρίες που με σημάδεψαν, θετικά ή αρνητικά. Το αν αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να γίνομαι καλύτερος δάσκαλος, αρμόδιοι να το κρίνουν είναι, ασφαλώς, μόνο οι μαθητές μου…

* Ο Κώστας Παπαχρήστου είναι ασήμαντος δάσκαλος σημαντικών μαθητών!

Aixmi.gr

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Οι γάτες γυρίζουν πίσω (μια αλληγορία για τον νεο-ναζισμό)

* Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε, στην αρχική του μορφή, στο «Βήμα» πριν ένα χρόνο (11/9/2012). Δυστυχώς παραμένει επίκαιρο, όπως αναλλοίωτα μένουν και τα δολοφονικά ένστικτα ενός ακραίου «πολιτικού» (ας τον χαρακτηρίσουμε έτσι) χώρου που, χάρη στην πολιτική σύγχυση των καιρών, έχει εμφιλοχωρήσει στο κοινοβουλευτικό μας σύστημα… Έχοντας εξασφαλίσει την ευγενική άδεια του«Βήματος» (το οποίο ευχαριστώ), αναδημοσιεύω το κείμενο (με μικρές βελτιώσεις και αναγκαίες επικαιροποιήσεις) προς χάριν των αναγνωστών του Aixmi.gr

Εκτιμώ ιδιαίτερα τους σκύλους. Όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, έχουν την ικανότητα να ξεκόβουν από το χθες, να αναπροσαρμόζονται, να μετεξελίσσονται… Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να βρίσκονται κοντά στο αφεντικό τους, σ’ όποια γωνιά της γης κι αν τους πάει. Το γνωρίζω από πρώτο χέρι, έχοντας υποβάλει δύο σκύλους στο «πολιτιστικό σοκ» ισάριθμων υπερατλαντικών μετακινήσεων! Οι γάτες είναι διαφορετική περίπτωση: δένονται με τόπους, όχι με ανθρώπους. Δεν ξεχνούν ποτέ το μέρος που μεγάλωσαν, και είναι απρόθυμες να το εγκαταλείψουν ακολουθώντας τα αφεντικά τους σε μια μετακίνηση.

Το διπλανό σπίτι, στην Αμερική, το νοίκιαζε ένας μεταπτυχιακός φοιτητής που ζούσε εκεί με την οικογένειά του και τους γάτους τους, δύο πανέξυπνους Σιαμέζους. Τελειώνοντας τις σπουδές του, ο Μπομπ βρήκε αμέσως δουλειά (άλλες εποχές τότε!), πράγμα που του επέτρεψε να χτίσει ένα δικό του σπίτι σε μια όμορφη περιοχή της πόλης, κάπου ένα μίλι μακριά απ’ την παλιά τους γειτονιά. Το νέο σπίτι ήταν ευρύχωρο, είχε μεγάλο κήπο και ήταν αληθινός παράδεισος για παιδιά και κατοικίδια!

Δεν είχε περάσει καλά-καλά μια βδομάδα από τη μετακόμιση της οικογένειας, και βλέπω ένα πρωί τον Μπάγκι και τον Κάαν να νιαουρίζουν έξω απ’ το παλιό σπίτι, εκεί δίπλα στο δικό μου. Μάταια περίμεναν να τους ανοίξει κάποιος να μπουν – και ήξεραν καλά πως αυτός δεν θα μπορούσε να είναι κάποιο από τα αφεντικά τους! Δεν άργησε, όμως, να καταφτάσει η γυναίκα του Μπομπ, η οποία, με φανερή ανακούφιση, έβαλε τους γάτους στο αυτοκίνητο. Το σκηνικό επαναλήφθηκε αρκετές φορές τις επόμενες βδομάδες…

Ο Μπάγκι και ο Κάαν δεν μπόρεσαν να ξεκόψουν από τις καταβολές τους, να αναπροσαρμοστούν σε νέα δεδομένα και να εξελιχθούν σαν όντα. Δεν στάθηκαν ικανοί να αξιοποιήσουν προς όφελός τους την ευκαιρία που τους δόθηκε για μια αναβαθμισμένη ποιότητα ζωής, και δεν έδειξαν να εκτιμούν αυτούς που τους την πρόσφεραν. Όμως, ο Μπάγκι και ο Κάαν ήταν απλά δύο γάτες που ακολουθούσαν ενστικτωδώς τα βιολογικά τους στερεότυπα. Και οι γάτες δεν είναι προικισμένες με το δώρο της εξελιξιμότητας που διαθέτει η ανθρώπινη συνειδητότητα – μα, ως ένα βαθμό, και οι άσπονδοι εχθροί τους, οι σκύλοι!

Θυμήθηκα εκείνη την παλιά ιστορία καθώς παρακολουθώ το ασταμάτητο – πρόσφατα μάλιστα και με δολοφονικές κορυφώσεις – κύμα βίας που απλώνεται στη χώρα με ευθύνη νεόκοπων κοινοβουλευτικών δυνάμεων του ακραίου χώρου. Δυνάμεις που ανέκαθεν βρίσκονταν στις παρυφές της νομιμότητας και έξω από το πλαίσιο της δημοκρατικής ορθοφροσύνης λόγω της προσκόλλησής τους σε ιδεολογίες και πρακτικές σκοτεινών ιστορικών περιόδων, που οδήγησαν στη φρίκη ενός πρωτόγνωρου μαζικού εγκλήματος…

Δυνάμεις, εν τούτοις, στις οποίες ένα τμήμα του ελληνικού λαού, υπό το κράτος μιας (εν μέρει κατανοητής) αυτοσυντηρητικής αγωνίας λόγω της κατακόρυφα αυξανόμενης εγκληματικότητας, έδωσε μια σπάνια ευκαιρία: να αποκτήσουν πολιτική νομιμότητα και να αναβαπτιστούν στα νάματα της δημοκρατίας, συμμετέχοντας ως ισότιμοι κοινοβουλευτικοί εταίροι στις λειτουργίες του ναού του πολιτεύματος!

Όμως, φαίνεται πως ακόμα και πολιτικές παρατάξεις μπορεί να υπόκεινται στο σύνδρομο της γάτας: Σαν τον Μπάγκι και τον Κάαν, δεν άργησαν να ξαναθυμηθούν τις ιδεολογικές τους καταβολές (αν υποτεθεί ότι τις είχαν ποτέ ξεχάσει…) και να επιστρέψουν σε γνώριμες, γι’ αυτούς, πρακτικές βίας και de facto υποκατάστασης των νόμιμων μηχανισμών του κράτους. Σε ιδανική απομίμηση (απόλυτα συνειδητή, θα λέγαμε) των Ταγμάτων κάποιου διαβόητου κυρίου Röhm! Εξωθούμενος, μάλιστα, ο μιμητισμός αυτός στα άκρα, βλέπουμε τώρα να φτάνει ως το έγκλημα με τη δολοφονία ιδεολογικών αντιπάλων που είναι υπέρ το δέον «ενοχλητικοί»…

Το ότι οι μηχανισμοί της Πολιτείας είναι ανεπαρκείς για την προστασία της ασφάλειας και της (όποιας) ευημερίας των πολιτών, δεν συζητείται καν! Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν δικαιοδοτεί κάποιους, έστω και υπό τον προσχηματικό μανδύα μιας κοινοβουλευτικής δήθεν «νομιμοποίησης», να υποκαθιστούν τους μηχανισμούς αυτούς προβαίνοντας σε πράξεις αυθαίρετης βίας εναντίον οιουδήποτε μη αρεστού. Πράξεις που, ασφαλώς, πόρρω απέχουν από τις παραπλανητικές αρχικές εικόνες του «αγνού και άδολου προστάτη» των ανθρώπων της γειτονιάς. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για στυγερές δολοφονίες με αμιγώς ιδεολογικά κίνητρα που ελάχιστη σχέση έχουν με την «προστασία» της δημόσιας τάξης!

Το δημοκρατικό πολίτευμα θέτει αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς σε όσους το απολαμβάνουν. Ιδιαίτερα, σ’ εκείνους που (υποτίθεται ότι) είναι ορκισμένοι να το υπηρετούν! Σ’ αυτούς τους τελευταίους αδυνατώ να αναγνωρίσω ελαφρυντικά όταν προδίδουν τα ιδανικά της δημοκρατίας, επιστρέφοντας σε νοσηρές ιδεολογικές αφετηρίες που όφειλαν εξαρχής να είχαν εμφατικά αποκηρύξει. Ελαφρυντικά που, ομολογώ, στην περίπτωση του Μπάγκι και του Κάαν δεν δυσκολεύτηκα και τόσο να βρω!

* Ο Κώστας Παπαχρήστου εκτιμά ιδιαίτερα τους σκύλους (άντε, και τις α-πολιτικές γάτες!)

Aixmi.gr

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Σχόλιο που δημοσιεύθηκε στο Aixmi.gr για το άρθρο "Μια προσωπική κατάθεση για τον Δημήτρη Λιαντίνη"

Ένα ιδιαίτερα τιμητικό σχόλιο για το άρθρο Μια προσωπική κατάθεση για τον Δημήτρη Λιαντίνη, δημοσιεύθηκε στο Aixmi.gr. Το έστειλε η Καθηγήτρια Φιλοσοφίας, Νικολίτσα Γεωργοπούλου - Λιαντίνη. Το παραθέτω:

Κύριε Παπαχρήστου, διάβασα με αισθήματα κατάφασης το άρθρο σας (και τις παραπομπές σας σε προγενέστερα) και το αίσθημα που αποκόμισα ήταν: Να και μια σοβαρή προσέγγιση της εν πολλοίς διαστρεβλωμένης εικόνας του Λιαντίνη από την ασχετοσύνη δημοσιογραφικής φαιδρότητας. Χάρηκα που δεν ασχοληθήκατε με τα γνωστά κουτσομπολιά που κάποιοι «πουλάνε», αλλά προσπαθήσατε μια δική σας εις βάθος κατανόηση, έστω και αν σε μερικά σημεία διαφωνώ, γιατί δυστυχώς χωρίς να το θέλετε, ήταν αναπόφευκτο να μην έχετε και εσείς εν μέρει επηρεαστεί από κάποιους που ενώ ποτέ δεν τον γνώρισαν, αποφάσισαν να τον παρουσιάσουν, όπως το ανόητο μυαλό τους συνέφερε.

Έστειλα στο Aixmi την παρακάτω απάντηση:

Με τιμά αφάνταστα το σχόλιό σας! Πράγματι, ένας από τους λόγους που αποφάσισα να πρωτο-γράψω για τον χαρισματικό αυτό παιδαγωγό ήταν η (βάσιμη, φοβάμαι) υποψία μου πως, στους δικούς του ακαδημαϊκούς κύκλους, μια σοβαρή προσέγγιση στο έργο του (έστω και με κριτικό πνεύμα) αποτελεί ταμπού (που ενδεχομένως επισύρει ακόμα και ακαδημαϊκές συνέπειες…). Εκτός τούτου, διαπίστωσα ότι την υστεροφημία του τραυματίζουν τόσο οι λαϊκιστικές-σκανδαλοθηρικές προσεγγίσεις στις οποίες αναφέρεστε, όσο και, εξίσου, οι δουλοπρεπείς, σχεδόν ειδωλολατρικές εκδηλώσεις λατρείας κάποιων πρώην μαθητών του… 
Θα επαναλάβω κάτι που έγραψα αλλού: Κατά τη γνώμη μου (και δεν θα την χαρακτηρίσω, με την συνήθη επίδειξη ψευτο-σεμνοτυφίας, «ταπεινή»!), ο Λιαντίνης υπήρξε ίσως ο ιδιοφυέστερος Έλληνας του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα! Τούτο δεν σημαίνει, όμως, πως ήταν απαλλαγμένος ανθρώπινων ιδιοτήτων και -μοιραία- ανθρώπινων αδυναμιών. Και, μόνο αν δει κανείς, σε όλη της την έκταση, τη συνθετότητα της προσωπικότητάς του, θα μπορέσει να διεισδύσει ολοκληρωτικά στη σκέψη του μεγάλου αυτού στοχαστή!

Είναι από τις λίγες φορές που μου δίνεται η αίσθηση πως κάποιος κατανοεί απόλυτα το πνεύμα των κειμένων μου για τον Δ. Λιαντίνη, και δεν σπεύδει να δαιμονοποιήσει τις προθέσεις μου! Ένα "ευχαριστώ" είναι το λιγότερο που οφείλω στην διακεκριμένη επιστήμονα-εκπαιδευτικό!

Κ. Παπαχρήστου

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Μια προσωπική κατάθεση για τον Δημήτρη Λιαντίνη

Το πρόσφατο άρθρο μου «Στη σκιά ενός επίγειου θεού» ήταν μια απόπειρα μεταφυσικής και ποιητικής προσέγγισης στο φαινόμενο «Δημήτρης Λιαντίνης». Από πρόσωπα του στενού μου περιβάλλοντος δέχθηκα έντονες κριτικές: Με κατηγόρησαν πως θεοποίησα έναν κοινό θνητό (όσο σημαντικός κι αν υπήρξε αυτός), με τέτοιο τρόπο μάλιστα ώστε να παρεμφαίνεται, παράλληλα, μια (συνειδητή ή όχι) αυτο-συρρίκνωσή μου!

Δεν θα κρύψω πως το άρθρο αυτό υπήρξε προϊόν θαυμασμού για την ιδιοφυΐα και την δύναμη της προσωπικότητας του Δ. Λιαντίνη, άσχετα αν ποτέ δεν συμφώνησα με τις ιδέες του. Δέχομαι ότι ίσως παρασύρθηκα στην υπερβολή προσδίδοντας στον θρυλικό ακαδημαϊκό διαστάσεις υπερφυσικές και υπερκόσμιες! Για λόγους ισορροπίας, δεν παρέλειψα να αναφέρω και κάποιες ανθρώπινες αδυναμίες που, κατά τη γνώμη μου, τον χαρακτήριζαν. Ως προς το ύφος του κειμένου, απέφυγα τη χρήση «στεγνού» ακαδημαϊκού λόγου, επιλέγοντας έναν τρόπο έκφρασης πιο χαλαρό, συχνά διανθισμένο με χιούμορ που μόνο η στενόμυαλη προκατάληψη θα μπορούσε να παρερμηνεύσει ως «ειρωνεία και χλεύη», όπως διάβασα στα σχόλια κάποιων αναγνωστών!

Γιατί αποφάσισα, εδώ και αρκετόν καιρό, να ασχοληθώ κριτικά με τον Δ. Λιαντίνη, προκαλώντας την μήνιν των οπαδών του (άσχετα αν οι τελευταίοι αρνούνται πεισματικά τον χαρακτηρισμό «οπαδός»); Αφετηριακά, οι λόγοι υπήρξαν προσωπικοί. Σε δεύτερο χρόνο, μελετώντας το τελευταίο έργο του εντόπισα κάποιες ιδέες που, ως εκπαιδευτικό, με εξόργισαν! Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή…

Πριν κάποια χρόνια, ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο (ας την ονομάσουμε απλά «Φίλη») μου ζήτησε ως δώρο γιορτής να της αγοράσω τη «Γκέμμα». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτό τον τίτλο βιβλίου, αν και γνώριζα τον συγγραφέα από τον μυθιστορηματικό τρόπο που είχαν κάποτε παρουσιάσει την εξαφάνισή του τα media. Ο βιβλιοπώλης της γειτονιάς μου έδειξε εντυπωσιασμένος: «Πού το ανακάλυψες αυτό το βιβλίο;» Του είπα πως δεν το γνώριζα, μα ήταν παραγγελία δώρου…

Η Φίλη διερχόταν τότε μια περίοδο αληθινής ψυχολογικής αποσύνθεσης, με εμφανή τα σημάδια αυτοκαταστροφικών τάσεων. Πίστεψα πως το βιβλίο αυτό θα την βοηθούσε να ξαναγυρίσει σε μια θετική στάση ζωής – άλλωστε, για ποιον άλλο λόγο μου είχε ζητήσει να της το αγοράσω; Αυτό που δεν μπόρεσα να φανταστώ ήταν πως, άθελά μου, της είχα προσφέρει το τελικό κλειδί της εισόδου στην Κόλαση!

Η βούληση του πεπρωμένου και η δύναμη της θέλησης για ζωή υπερίσχυσαν, τελικά, της ροπής στην αυτοκαταστροφή. Κι έτσι ξεκίνησε για τη Φίλη μια μακρά κι επίπονη πορεία ανάκαμψης, παράλληλα με μια σταδιακή απομυθοποίηση ενός βιβλίου που υπήρξε κάποτε γι’ αυτήν «ευαγγέλιο»…

Πολλά χρόνια μετά την αγορά του φοβερού βιβλίου, ζήτησα από τον βιβλιοπώλη μου άλλη μια κόπια – τούτη τη φορά για τον εαυτό μου. Καθώς κατάπινα τις σελίδες, άρχισα να αντιλαμβάνομαι την καταλυτική επίδραση που θα μπορούσε να έχει αυτός ο σαγηνευτικά διαπεραστικός λόγος πάνω σε έναν εύθραυστο, παραπαίοντα ψυχισμό. Αλλά, και πέραν των όσων άπτονταν καθαρά προσωπικών ζητημάτων, στις σελίδες αυτές ανακάλυψα θέσεις που μου προκάλεσαν αισθήματα αποστροφής! Ανάμεσα σ’ αυτές, μια χυδαία σαρκαστική αναφορά στην ερωτική «δοκιμότητα» του Καζαντζάκη, ένας ρατσιστικού τύπου αντισημιτισμός που παραπέμπει σε εφιαλτικές περιόδους της νεότερης Ιστορίας, κι ένα επικίνδυνα νοσηρό δόγμα σύμφωνα με το οποίο στον πυρήνα κάθε ουσιαστικής ερωτικής σχέσης οφείλει να φωλιάζει η καταστροφή, η συμφορά κι ο θάνατος, αλλιώς ο έρωτας είναι «θέμα της κωμωδίας»!

Τον καιρό εκείνο είχα μόλις ξεκινήσει να αρθρογραφώ (ως αναγνώστης) στο «Βήμα». Έτσι, κάθισα και έγραψα ένα σύντομο άρθρο όπου συνόψιζα τις ενστάσεις μου πάνω στην «Γκέμμα». Παράλληλα, άρχισα να παρακολουθώ στο Διαδίκτυο videos με διαλέξεις του Λιαντίνη. Όσο γοητευτικός κι αν μου φάνηκε ο λόγος του, εντόπισα και κάποιες – κατά τη γνώμη μου – αντιπαιδαγωγικές θέσεις. Δημοσίευσα, έτσι, δύο αποσπάσματα λόγων του στο κανάλι μου στο YouTube συνοδευόμενα από αντίστοιχα κείμενα με προσωπικά σχόλια και παρατηρήσεις.

Οι αντιδράσεις που, διαχρονικά, έχω εισπράξει από φανατικούς θαυμαστές του Λιαντίνη λόγω των δημόσιων αυτών τοποθετήσεών μου, παραπέμπουν μάλλον σε θρησκευτικού τύπου φονταμενταλισμό, παρά σε νηφάλια, καλόπιστη και ορθολογική (έστω και όχι αναγκαία ακαδημαϊκή) ανταλλαγή απόψεων. Κατηγορήθηκα ως «εμπαθής» από συνειδήσεις που τις κυβερνούσε η εμπάθεια! Συνειδητοποίησα πως στο χώρο των πιστών του Λιαντίνη θεωρείται ανεπίτρεπτο (σχεδόν ιερόσυλο) ακόμα και να προφέρει κάποιος το όνομά του χωρίς παράλληλα να τον εξυμνεί! Συχνά εισέπραξα χλευαστικά έως υβριστικά σχόλια (ακόμα και στο άρθρο μου στο Aixmi, κάποιος αναγνώστης χαρακτήρισε ως «ανανδρία» την κριτική σε… τεθνεώτες!).

Μη θέλοντας να κουράσω άλλο τον αναγνώστη, ολοκληρώνω εδώ τη σύντομη «απολογία» μου για τους λόγους της περίπλοκης (και ίσως αμφίθυμης) μερικής διείσδυσής μου στο επικίνδυνα ελκυστικό σύμπαν του Δημήτρη Λιαντίνη. Δεν έγραψα το κείμενο ως απάντηση στους φανατικούς (γι’ αυτούς αδιαφορώ απόλυτα) αλλά σαν προσωπική κατάθεση στους φίλους και αναγνώστες που, ακόμα κι όταν διαφώνησαν μαζί μου, το έκαναν με όρους ειλικρινούς επικοινωνίας και όχι άκριτου κι απρόκλητου κανιβαλισμού που δεν τιμά, σε τελική ανάλυση, τη μνήμη του ειδώλου τους…

Ευχαριστίες: Ευχαριστώ τη Θάλεια Χρόνη, καθώς και τον συνάδελφο, καθηγητή Φιλοσοφίας Η. Τεμπέλη, για πολύ χρήσιμες συζητήσεις που συνέβαλαν στη συγγραφή των άρθρων για τον Δ. Λιαντίνη.

* Ο Κώστας Παπαχρήστου διδάσκει σε μεγάλα παιδιά πώς να (μην) παπαγαλίζουν τη Φυσική…

Aixmi.gr

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Η ζωή, ένα ταξίδι αυτογνωσίας…

Για κάποιους, η ζωή είναι απλά μια συλλογή εμπειριών. Για κάποιους άλλους, ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Αναζητώντας ένα συμβιβασμό, θα λέγαμε πως η ζωή είναι ένα αυτογνωστικό ταξίδι δια μέσου των εμπειριών μας. Γιατί, ακόμα κι όταν προσπαθούμε να ξεκλειδώσουμε το Σύμπαν, αυτό που στ’ αλήθεια αναζητούμε είναι ο εσώτερος εαυτός μας. Αυτός που ήδη γνωρίζει τα πάντα, μόνο που εμείς, σε επίπεδο συνείδησης, δεν το γνωρίζουμε!

Από αυτή την άποψη, η ζωή είναι μια αποστολή και μια ευκαιρία: Ερχόμαστε σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από καθρέφτες. Αν δούμε μόνο τους καθρέφτες χωρίς να προσέξουμε το είδωλό μας, η αποστολή έχει αποτύχει και η ευκαιρία έχει χαθεί!

Κάθε μικρό βήμα στην αυτοσυνειδησία είναι μια υπέρβαση του εαυτού που γνωρίζαμε. Μα τα ερεθίσματα της εμπειρίας συχνά μας πλανεύουν με την απατηλή γοητεία τους. Και πέφτουμε στην παγίδα να δούμε το δάχτυλο αντί το φεγγάρι – τα επιφαινόμενα αντί της εσώτερης αλήθειας που υπεμφαίνουν. Έτσι η υπέρβαση ματαιώνεται, κι η γνώση του εαυτού (που είναι γνώση του κόσμου ολόκληρου) μένει μετέωρη. Κι εμείς μένουμε για πάντα παγιδευμένοι στον μικρόκοσμο των ψευδαισθήσεών μας, που μοιάζει τόσο αληθινός κάτω απ’ τη λάμψη των αστεριών…


Υπερβάσεις

(Σ’ αυτούς που τολμούν ν’ ανακαλύπτουν…)

Τον εαυτό σου αναζητάς
μες από μικρές, καθημερινές
υπερβάσεις…

Μες από σκοτεινές ματιές
που στάζουν αίμα
πάνω απ’ της πόλης τα φώτα…

Μες απ’ τους ήχους μυστικής καμπάνας
που αγκαλιάζουν πένθιμα την πόλη
σα νυχτώσει…

Μες από μύρια μικρά ξεθαρρέματα,
καθένα τους θαρρείς που είναι
το πρώτο και το τελευταίο…

Μες από παιδικά παραμύθια
σε μονοπάτια ώριμα ειπωμένα
που οδηγούν σε γεύσεις πρωτόγνωρες…

Μες από όρκους και υποσχέσεις
με ειλικρίνεια που δόθηκαν
μα ξέρεις δε θα τηρηθούν…

Μες απ’ το σπαραγμό
για ένα τέλος
κανείς που δεν τολμά να δώσει…

Μες απ’ τη θέα τού αύριο
που όλο αδυνατίζει
πίσω από τις ψευδαισθήσεις τού σήμερα…

(Ντίνος Πυργιώτης, ΑΠ’ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΝΑΥΑΓΟΥ )

Aixmi.gr